Μιλάει ο Θεός ακόμη σήμερα;

Πολλοί άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο μπορούν ν’ απαντήσουν καταφατικά σε τούτο το ερώτημα, γιατί έχουν πάρει την απάντηση μέσα στην καρδιά τους.

Είναι γεγονός πως ο καθένας που στρέφεται με όλο του το είναι προς τον ουράνιο Πατέρα, νιώθει τη ζωντανή πνοή Του μέσα στην καρδιά του. Ωστόσο, ορισμένες απ’ τις χριστιανικές εκκλησίες που βασίζονται πάνω στ’ αποκαλυπτικά κείμενα της Βίβλου, αρνούνται περισσότερο ή λιγότερο κατηγορηματικά πως ο Θεός μάς αποκαλύπτεται συνεχώς μέσω του Λόγου.

Θέση των εκκλησιών

Η ευαγγελική πλευρά π.χ. λέει τα εξής: «Η μόνη αυθεντική, γενική πηγή αποκάλυψης είναι η Βίβλος, στην οποία ο Θεός μας αυτοφανερώνεται σταδιακά με αποθέωση τον Ιησού Χριστό, Δεν μπορεί να υπάρξει ανώτερη και τελειότερη αποκάλυψη. Ό,τι άλλο παρουσιάζεται σαν θεϊκός Λόγος είναι παραπλανητικό και προέρχεται από το Σατανά».

Η άποψη της καθολικής εκκλησίας είναι λιγότερο απόλυτη και  μονόπλευρη. Απ’ αυτή την πλευρά γίνεται η εξής διαπίστωση: είναι λάθος ο ισχυρισμός πως δεν υπάρχει άλλη αποκάλυψη εκτός της Βίβλου και πως κατά συνέπεια, όλες οι υπόλοιπες αποκαλύψεις είναι απάτη ή πλάνη. Ίσα – ίσα η ίδια η Αγία Γραφή επιβεβαιώνει πως υπάρχουν ορισμένες θεϊκές Αποκαλύψεις που δεν περιλαμβάνονται οτη Βίβλο (Ιωάν. Κ΄ 30 – ΚΑ΄ 25 – Α΄ Κορ. ια΄ 23 & 34 – Β΄ Θεσ. β΄ 15 – Β΄ Τίμ. β΄ 2 – Β’ Ιωάν. ιβ΄ – Γ΄ Ιωάν. ιδ΄) και πως τέτοιες αποκαλύψεις ελάμβαναν χώρα και τον καιρό μετά το Χριστό και θα εξακολουθήσουν πάντα να συμβαίνουν (Ιωήλ β’ 28 – Λουκ. ιζ΄ 21 -Ιωάν. στ΄ 45 – ιδ΄ 15-21 – ιστ΄ 12-15 – Α΄ Κορ. ιδ’ 1,5,19 κ.ο.κ.). Εκτός απ’ τον Παύλο και τις πρωτοχριστιανικές κοινότητες, μπορεί ν’ αναφέρει κανείς σαν αποδέκτες αποκαλύψεων μετά το Χριστό το Θωμά τον Κεμπέσιο, τον άγιο Βερνάρδο, τον Φραγκίσκο της Ασίζης, τους μεγάλους μύστες Μάιστερ Έκχαρτ, Τάουλερ, Ζώυζε κ.ά. Επιπλέον, μπορεί κανείς να προσθέσει μία πλειάδα γνωστών ονομάτων από την εκκλησιαστική ιστορία και την ιστορία των αγίων. Πολλές αποκαλύψεις είναι τυπωμένες με την άδεια των εκκλησιαστικών αρχών και είναι πλατύτατα διαδεδομένες. Άρα πάνω από κάθε αμφιβολία, αυθεντικές αποκαλύψεις υπήρξαν και στη μετά το Χριστό εποχή και μπορεί να υπάρξουν και στο μέλλον. Αυτές τις αποκαλύψεις τις ονομάζει η καθολική εκκλησία «ιδιωτικές αποκαλύψεις, σε αντίθεση με την αποκάλυψη της Βίβλου, η οποία απευθύνεται σε ολόκληρη την ανθρωπότητα και αποτελεί το απαραίτητο υπόβαθρο για τη σωτηρία του ανθρώπου.

Ωστόσο, υποστηρίζει η καθολική πλευρά παραπέρα, αυτές οι εσωτερικές αποκαλύψεις του Σωτήρα δεν πρέπει ν’ αποκαλύπτουν κάτι καινούργιο. Αυτές οι περιπτώσεις είναι σπάνιες και συνήθως δεν προορίζονται για τρίτους ή για το ευρύτερο κοινό. Κατά κανόνα αυτές οι αποκαλύψεις σκοπό έχουν να παρηγορήσουν ή να διαφωτίσουν. Έτσι τις συναντάμε π.χ. στη ζωή των μυστικών και στη μυστικιστική ένωση αγάπης με το Θεό. Πρόκειται για την ενδόμυχη συναίσθηση της ζωντανής παρουσίας του Σωτήρα και μια ενορατική διείσδυση στην αλήθεια της πίστης. Άλλοτε πάλι οδηγούν τον αποδέκτη τους να συλλάβει στο βάθος τους ορισμένες αλήθειες της διδασκαλίας του Χριστού ή να συνειδητοποιήσει αυθόρμητα το θέλημα του Θεού μέσα από εικόνες και οράματα. Ως εκ τούτου, αποτελούν περισσότερο προσωπική υπόθεση των  ψυχών που λαμβάνουν αυτή τη χάρη. Σύμφωνα με την καθολική εκκλησία, η χριστική αποκάλυψη με αποδέκτες όλη την ανθρωπότητα, η οποία είναι απαραίτητη για τη σωτηρία της, ή ολόκληρο το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, περιέχεται διεξοδικά στη Βίβλο, η οποία ήδη στην εποχή των αποστόλων είχε συμπληρωθεί τελειωτικά. Αυτή την αποκάλυψη κηρύττουν αλάθητα ακόμη και σήμερα οι νόμιμοι διάδοχοι των αποστόλων, στους οποίους είχε υποσχεθεί ο Χριστός τη συμπαράσταση του Αγίου Πνεύματος ως στο τέλος του κόσμου (βλ. Ματθ. κη΄ 20 – Ιωάν. ιδ΄ 16 κ.ο.κ. – ιστ΄ 13).

Η αλήθεια είναι, παραδέχονται οι καθολικοί, πως η Παλαιά Διαθήκη προαναγγέλλει μια νέα, ανώτερη αποκάλυψη. Αντίθετα, στην Καινή Διαθήκη δεν υπάρχει καμία ένδειξη πως θα δοθεί και πάλι ή επανειλημμένα μια νέα αποκάλυψη η οποία να απευθύνεται σε ολόκληρη την ανθρωπότητα και να είναι θεμελιακή για τη σωτηρία της. Ίσα-ίσα τονίζεται πως ο Θεός έστειλε τον Υιό του όταν έφθασε το «πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. δ΄, 4. επίσης βλ. Εφεσ. α΄,10), πως μας μίλησε μέσω του Υιού σ’ αυτούς τους «έσχατους καιρούς» (Εβρ. α΄, 2), πως ζούμε «στα τέλη των αιώνων» (Κορ. Α΄ ι΄, 11), στις «έσχατες μέρες» (Πέτρ. Β΄ γ΄, 3πβλψ. Α΄ Πέτρ. δ , 7) ή και στην «έσχατη ώρα» (Ιω. Α΄ β΄,18). Συνεπώς για την Καινή Διαθήκη η μεσσιανική ή χριστιανική εποχή ισοδυναμεί με τους «έσχατους καιρούς», δηλαδή την τελευταία περίοδο του κόσμου, όπου δεν έχουμε παρά να περιμένουμε το τέλος του κόσμου και την έσχατη κρίση!

Ο Λόγος ο αιώνιος

Τι λέει όμως ο Ιησούς, ο ζωντανός Λόγος σ’ αυτές τις απόψεις των εκκλησιών μέσω του Γιάκομπ Λόρμπερ;

Και στα κείμενα του Λόρμπερ διδάσκεται πως με τον Ιησού Χριστό δεν ήρθε μόνο το πλήρωμα του χρόνου αλλά και το πλήρωμα της Θεότητας. Μέσα από το Χριστό έγινε η πληρέστερη αποκάλυψη για όλα τα όντα στο σύμπαν και για όλη την αιωνιότητα. Επίσης, όπως και ο Παύλος, μας λέει ότι ο Θεός μας χάρισε τα πάντα με το Χριστό. Και μαζί με τον Πέτρο, πως  αυτός είναι ο λίθος που περιφρονήθηκε από σας τους οικοδόμους και που έγινε το πιο βασικό αγκωνάρι. Από κανέναν άλλο δεν μπορεί να προέλθει η σωτηρία» (Πρ. Απ. δ’, 11-12). Αλλά πρέπει να λάβουμε επίσης υπόψη μας πως στα κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν καταγράφηκαν όλα όσα είπε και έκανε ο Ιησούς για τις επόμενες γενεές. Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη (20,30) αναφέρεται ρητά: «Ο Ιησούς έκανε βέβαια και πολλά άλλα θαύματα μπροστά στους μαθητές του, που δεν είναι γραμμένα σ’ αυτό το βιβλίο». Και καταλήγει με τα γνωστά λόγια: «Υπάρχουν κι άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, που, αν γραφτούν ένα προς ένα, ούτε ο κόσμος όλος δεν θα χωρούσε τα βιβλία που θα ’πρεπε να γραφτούν».

Ο Ιησούς λοιπόν φανέρωσε πολύ περισσότερα με τα λόγια του και με τις πράξεις του στα 33 χρόνια της επίγειας ζωής του και κυρίως στα 3 χρόνια της διδασκαλίας του. Απ’ αυτόν το θησαυρό όμως στους μεταγενέστερους παραδόθηκε μόνο ένα ορισμένο πολλοστημόριο μέσα στα κείμενα της Καινής Διαθήκης, το οποίο συμπεριλαμβάνει τα πιο βασικά στοιχεία της θεϊκής διδασκαλίας. Ο Δάσκαλος έχει αναμφίβολα τους σοφούς του λόγους που το θέλησε έτσι. Προφανώς στην περίοδο εξέλιξης που ακολούθησε την εποχή του Ιησού, η ανθρωπότητα γενικά δεν ήταν αρκετά καλή και ώριμη για να δεχθεί το φως του Ιησού Χριστού χωρίς περιορισμούς. Όπως το παιδί τους πρώτους μήνες και χρόνους της ζωής του πρέπει να έχει απλή διατροφή και σιγά-σιγά όταν μεγαλώσει αρκετά να περάσει σε πιο πλούσιες, σύνθετες τροφές, κατάλληλες για έφηβους και για ενήλικες, το ίδιο συμβαίνει και με την πνευματική διατροφή του κάθε ανθρώπου, κάθε λαού και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Ο οποιοσδήποτε γνώστης της ανθρώπινης φύσης που παρατηρεί με ανοιχτό πνεύμα τη ζωή, θα καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα. Εξάλλου και το περιεχόμενο των κειμένων της ίδιας της Βίβλου μας δείχνει καθαρά πως το πνευματικό φως μιας ανώτερης ακατάλυτης αλήθειας φανερώνεται σταδιακά και προοδευτικά.

Κατά συνέπεια, μπορούμε να συμπεράνουμε πως αυτά που αποκάλυψε ο ουράνιος Πατέρας στους πιο ώριμους μαθητές του με τα λόγια και στην πράξη τον καιρό της ενανθρώπισής του στο πρόσωπο του Ιησού, αργότερα τα άφησε σκόπιμα να αποσιωπηθούν. Προφανώς τα άφησε να ξεχασθούν, γιατί από τη φύση της η ανθρώπινη μετάδοση από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά υπόκειται πάντα σε διαστρεβλώσεις και λάθη. Και γι’ αυτό στις επόμενες γενεές μετέδωσε μόνο τα πιο ουσιαστικά σημεία, αυτά δηλαδή που ανταποκρίνονταν στις ανάγκες εκείνων των καιρών. Στα τελευταία 2.000 χρόνια όμως με τις εμπειρίες και κυρίως με τις επιστημονικές κατακτήσεις, ο πνευματικός ορίζοντας αλλά και οι απαιτήσεις της ανθρωπότητας μεγάλωσαν. Βρίσκεται τώρα στο σημείο όπου για να υπάρξει παραπέρα πνευματική πρόοδος, χρειάζεται νέα, πλουσιότερη τροφή από ψηλά. Συνεπώς μπορεί και πρέπει να φθάσει μια μεγαλύτερη ακτινοβολία από το φως του Ιησού Χριστού στους ανθρώπους και στους λαούς του σήμερα που είναι αισθητά πιο ώριμοι. Γι’ αυτό το λόγο ο Χριστός υποσχέθηκε στους μαθητές του πριν απ’ την ανάληψη του από τη γη πως «το Άγιο Πνεύμα που θα στείλει ο Πατέρας Μου, θα σας διδάξει τα πάντα και θα σας θυμίσει όλα όσα σας έχω πει!» Μ’ αυτή την επαγγελία προφανώς δεν εννοούσε μόνο τους τότε αποστόλους αλλά και όλους όσους θ’ ακολουθούσαν το Χριστό στο μονοπάτι της Αγάπης.

Αυτό φαίνεται εξάλλου από τα παρακάτω λόγια: «Όποιος έχει τις εντολές Μου και τις τηρεί, αυτός Με αγαπά! Όποιος όμως Με αγαπά, θ’ αγαπηθεί από τον Πατέρα Μου και θα τον αγαπήσω κι Εγώ και θα του αποκαλύψω τον εαυτό Μου!»

Ο ζωντανός Λόγος του Θεού, συμπλήρωσε, ολοκλήρωσε και διασαφήνισε με πνεύμα θεϊκής Αγάπης τις παλιές περιγραφές των Ευαγγελίων, χρησιμοποιώντας σαν κατάλληλα φερέφωνα νέους προφήτες. Σ’ ολόκληρη τη χριστιανοσύνη, η ερμηνεία των Ευαγγελίων καρκινοβατούσε. Κάθε εκκλησία και κάθε αίρεση, με το πέρασμα του καιρού διαμόρφωσε εντελώς διαφορετικές απόψεις πάνω σε όλα σχεδόν τα βασικά σημεία της διδασκαλίας του Χριστού, ακολουθώντας ανθρώπινα κριτήρια και συμπεράσματα. Γι’ αυτές τις θεωρίες τους αλληλομάχονταν σφοδρά, αφού η κάθε πλευρά ισχυριζόταν πως αποκλειστικά και μόνο αυτή κατείχε την απόλυτη Αλήθεια. Όμως ήταν φανερό πως τα διάφορα δόγματα και οι δοξασίες απέκλιναν σημαντικά από τη μόνη αληθινή, τη διδασκαλία που είχε δώσει ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος κήρυξε την ανεκτικότητα και την Αγάπη. Έπρεπε λοιπόν να επέμβει το ίδιο το Άγιο Πνεύμα και να θυμίσει στην ανθρωπότητα, σύμφωνα με την επαγγελία, όλα όσα είπε και δίδαξε ο Ιησούς στ’ αλήθεια. Το ίδιο συμβαίνει σήμερα, και το ίδιο θα συμβαίνει πάντα. Ο Ιησούς Χριστός, ο Ζωντανός Λόγος του Θεού, πρέπει να αποκαλύπτεται κάθε τόσο, για να προσφέρει στους ανθρώπους του σύμπαντος τις γνώσεις τις οποίες χρειάζονται κάθε φορά ανάλογα με το βαθμό της ωριμότητας που έχουν κατακτήσει.

Από τη σκοπιά της Βίβλου, της λογικής και της πείρας

Τα παραπάνω βασίζονται στη διαπίστωση πως ο Θεός αποκαλύπτει σταδιακά και προοδευτικά το Είναι του στους ανθρώπους. Αυτή η διαπίστωση συμφωνεί με τους νόμους εξέλιξης της πνευματικής ζωής και με το θεϊκό Σχέδιο για τη διάπλαση του ανθρώπου. Απομονωμένα αποσπάσματα της Βίβλου σχετικά με τα «τέλη των καιρών» και την εσχατολογική σημασία τους (π.χ. Α΄ Εβρ. 2,1 – Κορ. 10,11,1 – Πέτρ. 4,7,2 – Πέτρ. 3,3,1 – Ιω. 2,18), δεν μπορούν ν’ αντικρούσουν πειστικά αυτή τη διαπίστωση. Είναι ενδεικτικό μάλιστα πως ανάμεσα στους παραπάνω βιβλικούς στίχους γύρω από τα τέλη των καιρών δεν υπάρχει ούτε μία λέξη από τον ίδιο τον Χριστό.

Είναι γνωστό πως οι απόστολοι, από τις επιστολές των οποίων προέρχονται τα παραπάνω αποσπάσματα, πίστευαν λανθασμένα πως τα «τέλη των καιρών» θα ήταν στο άμεσο μέλλον. Εξάλλου δεν αναφέρεται πουθενά πως το μόνο που μπορούσε και μπορεί να περιμένει κανείς σ’ ολόκληρη αυτή τη δισχιλιετή χριστιανική περίοδο της ανθρωπότητας, είναι το τέλος του κόσμου και η έσχατη κρίση. Σ’ αυτή την περίοδο η χριστιανοσύνη πολλές φορές βυθίστηκε στο σκοτάδι και χρειάστηκε επανειλημμένα νέες αποκαλύψεις και βαθύτερες γνώσεις για να ορθοποδίσει.

Σύμφωνα με τη Βίβλο, πρέπει να ανατείλει το χιλιόχρονο βασίλειο της ειρήνης στην ανθρωπότητα. Πώς όμως μπορεί να γίνει αυτό δίχως νέο φως από ψηλά; Οι προοπτικές θα ήταν πραγματικά θλιβερές αν η Θεότητα δεν βοηθούσε την ανθρωπότητα κάθε τόσο με νέες, μεγάλες, γενικές αποκαλύψεις της αιώνιας Αλήθειας! Το ζούμε εξάλλου καθημερινά, πως παρόλο που η Βίβλος είναι το πιο αγορασμένο βιβλίο στον κόσμο, ποτέ η αθεΐα και η απομάκρυνση από το Χριστό δεν ήταν τόσο διαδεδομένη όσο στις τελευταίες δεκαετίες.

Γενικές και ιδιωτικές αποκαλύψεις

Η καθολική εκκλησία δεν αρνείται κατά βάση την ύπαρξη μιας ορισμένης συνεχούς αποκάλυψης. Όμως κάνει έναν εντελώς αβάσιμο διαχωρισμό ανάμεσα στις γενικού ενδιαφέροντος αποκαλύψεις που είναι απαραίτητες για τη λύτρωση, και στις ιδιωτικές (αυτές που εκείνη αναγνωρίζει), οι οποίες αφορούν περισσότερο την καλλιέργεια της ψυχής. Προφανώς προβαίνει σ’ αυτό το διαχωρισμό για να διαφυλάξει το κύρος και την ενότητα της εκκλησίας.

Πού γίνεται όμως ένας τέτοιος διαχωρισμός σ’ ολόκληρη τη Βίβλο; Δεν είπε ρητά ο Ιησούς πως το Άγιο Πνεύμα που θα ερχόταν, θα δίδασκε και θα θύμιζε στους μαθητές όλα όσα είχε διδάξει και κάνει Εκείνος; Πού είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα στις γενικές προφητείες που προορίζονται για όλη την ανθρωπότητα και είναι απαραίτητες για τη σωτηρία, και σ’ εκείνες που έχουν απλά σκοπό να παρηγορήσουν και να διαφωτίσουν, όπως τις συναντάμε στη ζωή των μυστικών και στη μυστικιστική ένωση αγάπης μαζί Του; Έναν τέτοιο τεχνητό διαχωρισμό δεν βρίσκουμε ούτε στην επαγγελία του Κυρίου αλλά ούτε και στην άλλη υπόσχεση στον Ιωάννη 14,21. Η κατασκευή ενός βιβλικού διαχωρισμού σ’ αυτό το σημείο είναι αυθαίρετη. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατο και ως προς την ουσία του πράγματος. Γιατί πώς γίνεται οι αποκαλύψεις που δίνονται στα πλαίσια της μυστικιστικής ζωής, στη βαθύτερη ένωση με το Χριστό, να έχουν διαφορετικό αντικείμενο από τις αλήθειες της πίστης που έχουν προορισμό όλους τους ανθρώπους και τη σωτηρία τους; Στην αληθινή μυστικιστική εμπειρία, το σπουδαιότερο και κύριο ρόλο τον παίζουν ακριβώς αυτές οι ακατάλυτες και βαθύτερες αλήθειες της χριστιανικής πίστης.

Συνεπώς αυτός ο διαχωρισμός ανάμεσα σ’ «επίσημες» αποκαλύψεις και απλές «εποικοδομητικές» ιδιωτικές αποκαλύψεις δεν ευσταθεί. Η ίδια η καθολική εκκλησία χαρακτηρίζει σαν μ.Χ. γενικές αποκαλύψεις τις παπικές διακηρύξεις, για να προασπίσει την εσωτερική εκκλησιαστική εξέλιξη και το αλάθητο του Πάπα. Επιπλέον, διαδίδει τις λεγόμενες ιδιωτικές αποκαλύψεις διαφόρων καθολικών αγίων ή ευσεβών καθολικών σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Από την άλλη μεριά, μέχρι πρόσφατα απαγόρευε στην ανθρωπότητα να διαβάσει ένα μεγάλο μέρος της Βίβλου, της μεγάλης γενικής αποκάλυψης.

Οι διαφορές ανάμεσα στις αποκαλύψεις

Τις αποκαλύψεις του Θεού προς τους ανθρώπους μπορεί να τις διαχωρίσει κανείς μόνο ως προς το βαθμό της καθαρότητας. Στο έργο του Λόρμπερ βρίσκουμε σαφή κριτήρια για να κάνουμε αυτή τη διάκριση, γιατί μας εξηγεί αναλυτικά τι είναι η θεία έμπνευση και με ποιο πνεύμα μπορεί κανείς να την αποκρυπτογραφήσει.

Ό,τι πηγάζει από μία άδολη αγάπη για το θεό και το συνάνθρωπο, ό,τι διδάσκει και πραγματώνει την αγάπη, προέρχεται από τις ουράνιες σφαίρες, είναι αληθινό, καλό και θεϊκό. «Πάσα γραφή, που είναι εμπνευσμένη από το Θεό, είναι ωφέλιμη για τη διδασκαλία της Αλήθειας και τη διόρθωση των λαθών» (Τιμ. Β΄ 3,16). Αντίθετα, ό,τι προέρχεται από μία αγάπη που κρύβει εγωιστικά, υπολογιστικά κίνητρα, ό,τι υποθάλπει, προβάλλει ή προκαλεί μία τέτοια ιδιοτελή αγάπη, είναι ψεύτικο, βλαβερό και αντίθεο. Ο ίδιος ο Ιησούς το διατύπωσε πεντακάθαρα με τα παρακάτω λόγια: «Εκείνος που μιλάει από μόνος του (δηλαδή από την ανθρώπινη φύση του), επιδιώκει τον έπαινο των άλλων για τον εαυτό του. Όποιος όμως επιδιώκει τον έπαινο εκείνου που τον έστειλε, αυτός είναι αξιόπιστος και δεν υπάρχει τίποτα ψεύτικο σ’ αυτόν» (Ιω. 7,18). Με άλλα λόγια, η προφητεία είναι ψεύτικη όταν η προσωπικότητα ή τα μηνύματα του προφήτη προδίδουν έναν άνθρωπο ματαιόδοξο και εγωιστή. Αντίθετα, είναι αυθεντική όταν επιδιώκει και διατρανώνει τη δόξα του Θεού.

Μ’ αυτό λοιπόν το βιβλικό κριτήριο μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως ο Γιάκομπ Λόρμπερ ήταν ένας άνθρωπος σύμφωνα με το πνεύμα του Θεού. Ένας άνθρωπος σεμνός, ανιδιοτελής, χωρίς αξιώσεις, με καρδιά γεμάτη συμπόνια Και αγάπη.