Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΤΕΛΕΙΟΠΟΙΗΣΗ

Τα δώρα του Πνεύματος

Στο ζήτημα της ύπαρξης ενός θεϊκού σπινθήρα μέσα σε κάθε άνθρωπο πολλοί παραδοσιακά πιστοί αντιδρούν αρνητικά με τη δικαιολογία ότι δεν αναφέρεται τίποτα το συναφές στην Αγία Γρα­φή. Είναι δικαιολογημένος όμως αυτός ο ισχυρισμός; Στο κεφά­λαιο αυτό θα δούμε ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν ευσταθεί, παρ’ όλο που υπάρχουν σχετικά λίγες βιβλικές αναφορές.

Είναι απορίας άξιο π.χ. το τι σημαίνει «Τώρα το φως του ασε­βούς σβήνει και η φλόγα από το πυρ του δεν λάμπει…» (Ιώβ 18, 5). Είναι ολοφάνερο ότι ο ασεβής από μόνος του δεν διαθέτει κανέ­να φως, άρα το φως που αναφέρεται εδώ δεν μπορεί παρά να εί­ναι το φως που δίνει ο Δημιουργός στον κάθε άνθρωπο. Άλλωστε είναι λογικό ότι εάν ο ασεβής είχε συνείδηση του φωτός του δεν θα ήταν πια ασεβής…

Στον Ιερεμία 31, 33-34 επίσης το νόημα είναι ξεκάθαρο: «”Αυτή είναι η διαθήκη που θα συνάψω με τον οίκο του Ισραήλ μετά από κεί­νες τις μέρες” λέει ο Κύριος. “θα βάλω μέσα τους το νόμο μου και θα τον γράψω στις καρδιές τους και θα είμαι ο Θεός τους, αυτοί δε, θα είναι ο λαός μου. Και δεν θα διδάσκει πλέον ο καθένας τον πλησίον του και τον αδελφό του, λέγοντας του: ‘γνώρισε τον Κύριο’ γιατί ό­λοι τους από τον μικρότερο ως τον μεγαλύτερο θα με γνωρίζουν”».

Πολυάριθμα είναι τα σχετικά σημεία στην Καινή Διαθήκη που παραπέμπουν σε μία τέτοια έννοια: «Ο Θεός που είπε στο φως να λάμψει μέσα από το σκοτάδι, αυτός έλαμψε μέσα στις καρδιές μας για να φωτιστούμε ώστε να γνωρίσουμε τη δόξα του στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού» (Προς Κορινθίους Β’ 4, 6).

«Ο Θεός έστειλε το Πνεύμα του Γιου του στις καρδιές μας και αυτό φωνάζει: “Αββά, Πατέρα μου!”» (Προς Γαλάτας 4, 6).

«Κι αν κατοικεί στο εσωτερικό σας το Πνεύμα του Θεού που ανέστησε τον Ιησού από τους νεκρούς, τότε αυτός που ανέστησε τον Χριστό από τους νεκρούς θα δώσει ζωή και στα θνητά σας σώμα­τα με το Πνεύμα του που ζει μέσα σας» (Προς Ρωμαίους 8,11). «Κι η ελπίδα τελικά δεν απογοητεύει. Μαρτυρεί γι’ αυτό η αγάπη του Θεού, με την οποία το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε γέμισε και ξε­χείλισε τις καρδιές μας» (Προς Ρωμαίους 5, 5).

«Δεν γνωρίζετε ότι είσαστε ναός του Θεού και ότι το Πνεύμα του κατοικεί μέσα σας;» (Προς Κορινθίους Α’ 3, 16 και 6, 19).

Και μία ένδειξη ότι το θεϊκό καθοδηγητή δεν τον διαθέτουν κατ’ αποκλειστικότητα οι χριστιανοί: «Όσο για τα άλλα έθνη, που δεν γνωρίζουν το νόμο, πολλές φορές κάνουν από μόνοι τους αυτό που απαιτεί ο νόμος. Αυτό δείχνει πως, αν και δεν τους δόθηκε ο νόμος, μέσα τους υπάρχει νόμος. Η διαγωγή τους φανερώνει πως οι εντολές του νόμου είναι γραμμένες στις καρδιές τους. και σ’ αυ­τό συμφωνεί και η συνείδησή τους, που η φωνή της τους τύπτει ή τους επαινεί, ανάλογα με τη διαγωγή τους» (Προς Ρωμαίους 2, 14-15).

Εφόσον επομένως στην Αγία Γραφή λέγεται ότι ο Χριστός κα­τοικεί στις καρδιές των ανθρώπων που τον αγαπούν και τηρούν τις εντολές του (κατά Ιωάννη 14, 23) είναι εύλογο ότι και το φως εγκατοικεί εκεί, δεδομένου ότι Θεός, Χριστός και Φως είναι ένα (κατά Ιωάννη 8, 12). Το φως λοιπόν μπορεί να κατοικήσει στην καρδιά χάρη στην αγάπη, και προφανώς η ένταση του είναι ανά­λογη με τη δική της ένταση. Με άλλα λόγια, κυμαίνεται από μία α­μυδρή λάμψη ως μία τεράστια λαμπερή φλόγα, αλλά πάντως υπάρ­χει πάντοτε ένας πυρήνας, ένα σπέρμα φωτός, το οποίο μπορεί να αναφλεγεί και να απαυγάσει.

Υπάρχει ωστόσο και ο κίνδυνος να σβήσει το φως αυτό και μά­λιστα στην πιο ευαίσθητη φάση του, όταν αποτελείται μόνο από έ­να μικρό σπινθήρα, εάν αυτός δεν τροφοδοτείται όπως πρέπει α­πό την αγάπη. Γι’ αυτό λέγεται στην Ντούντε: «Πρέπει το σπινθή­ρα αγάπης που έχετε μέσα σας να τον κάνετε να γίνει μια λαμπερή φλόγα, που θα αγκαλιάζει καθετί που βρίσκει μπροστά της».

Στη συνέχεια ας δούμε ενδεικτικά τι λένε οι διδασκαλίες στην Μπέρτα Ντούντε για τον πνευματικό ή θεϊκό σπινθήρα στο εσωτε­ρικό κέντρο του ανθρώπου: «Στον κάθε άνθρωπο έχει εμφυτευθεί το πνεύμα από τον θεό, όμως δεν αφυπνίζει ο καθένας αυτόν το θησαυρό που έχει στο εσωτερικό του. Κι έτσι η ζωή του στη Γη εί­ναι αποτυχημένη και μάταιη, αφού δεν κάνει καμία πρόοδο. Γιατί εάν δεν αφυπνιστεί το πνεύμα που του έχει δοθεί από τον Θεό, δεν μπορεί ούτε να πραγματοποιηθεί η ένωση με το Πνεύμα του Πατέ­ρα, που είναι ο μοναδικός σκοπός της γήινης ζωής…».

«Ο θεϊκός σπινθήρας στην ανθρώπινη καρδιά είναι το φως που πρέπει να ανάψει μέσα σας για να σας φωτίσει εσωτερικά, προκει­μένου να βρείτε τη γνώση.

Μόνο η αγάπη ανάβει αυτό το φως και μόνο αυτή αφυπνίζει το θεϊκό πνεύμα, που έχει τοποθετηθεί στα μύχια της ψυχής σας από το Προαιώ­νιο Πνεύμα του Πατέρα σαν ένας μικρός σπινθήρας της Αιώνιας Α­γάπης. Σας το έδωσε με το σκοπό να απλωθεί και να πλημμυρίσει ολόκληρο το είναι σας, για να ενωθείτε πάλι με το Άναρχο Φως, με το πυρ της αγάπης, που ακτινοβολεί ο Θεός στην απεραντοσύνη. Η Αιώνια Αγάπη δεν τέμνεται σε κομμάτια.

Οτιδήποτε μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκφραση αγάπης είναι αυτή η ακτινοβολία του Θεού που αγκαλιάζει τα πάντα· έτσι, όπου εκδηλώνεται αγάπη, εκεί βρίσκεται ο ίδιος ο Θεός, καθώς η αγάπη δεν μπορεί ποτέ να είναι εκτός Θεού, αφού είναι η πρωταρχική ου­σία του Εαυτού Του».

«Η πνευματική κοινωνία, η σύζευξη του πνευματικού σας σπιν­θήρα με το Πνεύμα του Πατέρα, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της αγάπης. Έχετε βέβαια, επίσης, τη δυνατότητα να συνδε­θείτε μαζί Μου με τις σκέψεις σας, όταν προσεύχεστε από το εσω­τερικό σας. Τότε Με καλείτε και Εγώ σκύβω να σας ακούσω, όμως όσο δεν έχετε αγάπη, παραμένει μόνο ένα κάλεσμα από μακριά. Α­κόμη η ενότητα δεν είναι βαθιά, ενώ με μια πράξη αγάπης αυτό γί­νεται αμέσως, ώστε τότε είναι σαν να συνδέεστε στενά μαζί Μου και στην κατάσταση αυτή μπορείτε να λάβετε το Μυστικό Δείπνο μαζί Μου…».

«Όποιος θέλει πραγματικά να γνωρίσει τον εαυτό του και το Θεό, πρέπει να εισέλθει από το δρόμο της ύψιστης Ταπείνωσης μέσα σ’ αυ­τό τον πιο ασήμαντο και μικρό χώρο ζωής της καρδιάς του και ε­κεί να επιστρέψει πνευματικά όλη τη ζωή που έχει πάρει από Αυ­τόν! Με τον τρόπο αυτό θα διευρύνει το μικρό χώρο ζωής της καρδιάς του και θα τον φωτίσει πέρα για πέρα. Τότε, ολόκληρη η καρ­διά και απ’ αυτήν ολόκληρος ο άνθρωπος φωτίζεται και αναγνωρίζει τον εαυτό του και το Θεό. Γιατί μόνο τότε μπορεί να αντιληφθεί και να δει τον τρόπο με τον οποίο ρέει η Ζωή από το Θεό μέσα στο μι­κρό αυτό χώρο της καρδιάς του, τον τρόπο που συγκεντρώνεται εκεί και διαμορφώνεται σε μια ελεύθερη, αυτεξούσια ζωή.

Μέσα σ’ αυτό το μικρό χώρο ζωής κατοικεί το ίδιο το Πνεύμα του Θεού. Και όταν η ψυχή του ανθρώπου εισέλθει εκεί με τη σωστή Τα­πείνωση και Υπακοή, όπως εισέρχεται η αγάπη του δίκαιου ανθρώ­που μέσα στην αιώνια και άκτιστη Αγάπη του Θεού, τότε ενώνεται με το αιώνιο Πνεύμα του Θεού κι αυτό με τη σειρά του ενώνεται μα­ζί της. Αυτή είναι η Αναγέννηση της Ψυχής μέσα στο Πνεύμα από τον Θεό».

Το θεϊκό σπινθήρα τον συναντάμε πάλι στους χριστιανούς μυστι­κούς κάθε απόχρωσης, όπως π.χ. στο Μάιστερ Έκχαρτ: «…Ο μικρός σπινθήρας της ψυχής αποβάλλει ό,τι πιο χονδροειδές και ενώνε­ται με τον Θεό». «…Ο μικρός σπινθήρας είναι πιο πολύ μέσα στην αλήθεια από οτιδήποτε άλλο μπορεί να μάθει ο άνθρωπος». «Ο μι­κρός σπινθήρας βρίσκεται συνεχώς μέσα στο Είναι του Θεού». «Το σπινθήρα δεν τον γέννησε ο Θεός, είναι άκτιστος…». «Η ψυχή έ­χει μέσα της ένα μικρό σπινθήρα με γνωστική ικανότητα, που δεν σβήνει ποτέ…».

Η Τερέζα της Άβιλα αναφέρει: «Υπάρχει ένα είδος έκστασης, όπου, ενώ η ψυχή νιώθει να την αγγίζει ένας λόγος του Θεού, (τον οποίο θυμάται ή ακούει, ακόμη και εκτός προσευχής), φαίνεται σαν να αφήνει η Μεγαλειότητά του το σπινθήρα από τα μύχια της ψυχής να γίνεται μεγάλος σαν φλόγα. Σε αυτό Τον παρακινεί η ευ­σπλαχνία του, επειδή την είδε να βασανίζεται τόσο πολύ καιρό α­πό τον πόθο της γι’ Αυτόν».

Ο Γιάκομπ Μπαίμε: «Εκεί που αγωνιζόμουν και πάλευα με τον εαυτό μου, άναψε, επειδή ο Θεός με βοήθησε, ένα θαυμάσιο φως μεσ’ στην ψυχή μου».

Τέλος, στην Ορθοδοξία, για παράδειγμα το κίνημα των Ησυχαστών (14ος αι. και μετά) στηρίχθηκε στην «προσευχή της καρδιάς», στην εκζήτηση του Θεού μέσα στην καρδιά.

Η αναγέννηση του πνεύματος

Για το ζήτημα αυτό επικρατούν πολλές διαφορετικές θεωρήσεις και στάσεις ζωής, καθώς υπάρχουν π.χ. ορισμένοι που δεν ενδια­φέρονται να ξεφύγουν από τη σχετική άγνοιά τους. Άλλοι πάλι νο­μίζουν ότι επειδή έχουν βαπτιστεί ή αποδεχτεί μια ομολογία πί­στης, αυτό τους κάνει αυτόματα αναγεννημένους πλήρως στο πνεύ­μα, γιατί δεν γνωρίζουν για τις διαβαθμίσεις της πνευματικής ανα­γέννησης από την αρχή ως την τελείωσή της.

Ομολογουμένως, το θέμα αυτό είναι από τα πιο δυσκολονόητα, πράγμα που αποδεικνύει μεταξύ άλλων η νυχτερινή συζήτηση του Ιησού με το Νικόδημο, ο οποίος ως πρεσβύτερος του Ναού γνώρι­ζε πολύ καλά τις προφητικές γραφές. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορού­σε να συλλάβει τα λόγια του Δασκάλου, ένεκα του ότι η ψυχή του βρισκόταν ακόμη στο σκοτάδι της νύχτας του πνεύματος και μόνο με τον καιρό άρχισε να χαράζει μέσα του και να τα κατανοεί.

Δεν δίνει, επομένως, η σπουδή ή η γνώση φώτιση στην ψυχή, αλ­λά η αγάπη, σε συνδυασμό με την πίστη, που αφυπνίζει το σπέρμα του Θεού, που φέρει ο καθένας μέσα του.

Εάν κάποιος δεν έχει αγάπη, βιωμένη ζωντανά, είναι αδύνατο να ενστερνιστεί πραγματικά τη χριστική διδασκαλία, που είναι έ­νας κώδικας ζωής με αγάπη, γιατί όποιος δεν έχει αγάπη, δεν έχει ούτε φώτιση από τον αγγελικό κόσμο κι έτσι δεν είναι σε θέση να σκεφθεί καθαρά σε βάθος. Μόνο η αγάπη έχει την ικανότητα να ερευνά τα βάθη της σοφίας του Θεού και συνεπώς το πνευματικό νόημα του Λόγου του.

Χωρίς το θεϊκό πυρήνα αγάπης κανένας άνθρωπος δεν θα ήταν από μόνος του ικανός να υπερβεί τον εαυτό του, να ξεχωρίσει την αλήθεια από το ψέμα, να αναγνωρίσει την πραγματική διάσταση του Ιησού Χριστού και να αφεθεί επάνω του για να βρει την απο­λύτρωση.

Αλλά τον πνευματικό σπινθήρα τον φέρουν μέσα τους και οι μη χριστιανοί, όπως αποδεικνύουν συχνά οι πράξεις τους, που ξεπερ­νούν σε αυταπάρνηση και αγάπη κατά πολύ εκείνες των επονομα­ζόμενων χριστιανών. Συνακόλουθα, έχουν και αυτοί ένα κομμάτι του Θεού μέσα τους, καθ’ ότι οτιδήποτε μαρτυρεί αγάπη προέρχε­ται από τη Μεγάλη Αγάπη.

Και, αντίστροφα, ο σπινθήρας αγάπης ή πνεύματος στον άνθρω­πο δεν σημαίνει ότι έχει αυτόματα εξασφαλισμένη την απολύτρω­ση και την αιώνια ζωή, μόνο και μόνο επειδή τυχαίνει να έχει γεν­νηθεί στο χριστιανικό κόσμο. Αλλά πρέπει να πυροδοτήσει σε ση­μείο ανάφλεξης το σπινθήρα αυτό, πρέπει να καταθέσει τη βούλησή του και, επιπλέον, να ακολουθήσει στην πράξη τα βήματα του Χριστού. Τότε μόνο βιώνει την αναγέννηση του πνεύματος του, μια αναγέννηση που είναι όντως «δικό του» έργο, μολονότι πραγμα­τοποιείται με τη δύναμη του Πατέρα.

Επομένως, η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των γνήσιων μιμητών του Χριστού και των «τύποις χριστιανών» είναι ότι οι δεύτεροι δεν καταβάλλουν καμία προσπάθεια να ξεπεράσουν τον κόσμο· αλλιώς θα μπορούσαν όλοι να αναγεννηθούν πνευματικά ήδη πάνω στη γη, όμως για την αναγέννηση του πνεύματος απαιτείται η συνειδη­τή στροφή στον Θεό (Ιησού Χριστό). Με δυο λόγια, το να έχει ζω­ντανή πίστη, να βασίζεται στον Ιησού Χριστό για τη λύτρωσή του και να τροφοδοτεί το θεϊκό σπινθήρα μέσα του, αποτελούν την κύ­ρια επίγεια αποστολή του ανθρώπου και τη βασική προϋπόθεση για την αναγέννηση του πνεύματος (Προς Τίτο 3, 3-8, Επ. Πέτρου Α’ 1,3).

Όμως, ούτε η αγάπη του από μόνη της οδηγεί κάποιον στην α­ναγέννηση, εάν δεν υποστηρίζεται από τον Ιησού Χριστό στην πά­λη για την πνευματοποίησή του. Αυτό δεν γίνεται χωρίς συνειδητή προσφυγή σε αυτόν για βοήθεια και απαλλαγή από τη μόλυνση των χονδροειδών, ακάθαρτων ενεργειών, που είναι οι αμαρτίες. Γι’ αυ­τό το λόγο ελέχθη στις 12.4.1953 στην Μπέρτα Ντούντε:

«Η φυσική γέννηση είναι ένα δώρο τον Θεού, που δίνει τη δυνατότητα στην ψυχή να δημιουργήσει μια νέα ζωή. Την αναγέννηση ό­μως οφείλει να την επιδιώξει από μόνη της, πρέπει να περάσει συ­νειδητά σε μία νέα ζωή.

…Επομένως, η αναγέννηση δεν είναι χάρισμα από τον Θεό, αλλά πρέπει η ίδια η ψυχή να την επιδιώξει και είναι ο καθαυτός σκοπός της ύπαρξης του ανθρώπου στη Γη, τον οποίο οφείλει να επιτύχει εάν θέλει να γίνει μακάριος.

…Την πνευματική αφύπνιση της την επιτυγχάνει η ψυχή από δι­κή της ώθηση, υποστηριζόμενη βέβαια από τη χάρη του Θεού, η οποία όμως είναι στη διάθεση του καθενός· αλλά δεν την εκμεταλ­λεύεται ο κάθε άνθρωπος, γιατί του λείπει η θέληση».

Από τα παραπάνω έπεται ότι η μεγάλη στιγμή στη ζωή ενός αν­θρώπου, η αρχή της πνευματικής του αναγέννησης είναι η συνει­δητή στροφή στον Ιησού Χριστό. Τη στιγμή αυτή αισθάνεται συ­νειδητά τη θεϊκή δύναμη μέσα του και ο πνευματικός σπινθήρας του ελκύεται μέσω της αγάπης με όλο και αυξανόμενη ένταση προς το Πνεύμα του Πατέρα. Με άλλα λόγια, η αναγέννηση αρχίζει α­πό τη στιγμή που η ψυχή ανασταίνεται από τον τάφο του θανάτου, όπου βρισκόταν ως τότε, και δραπετεύει από το πνευματικό σκό­τος προς το φως της ημέρας.

Ωστόσο, μέχρι να ανατείλει πλήρως ο ήλιος, δηλαδή μέχρι να ο­λοκληρωθεί η γέννηση του πνεύματος, η ψυχή πρέπει να υποστεί τις «ωδίνες του τοκετού», πρέπει να διανύσει όλα τα σκοτάδια της νύχτας, ακριβώς όπως ο Ιησούς Χριστός έπρεπε να πιει το πικρό ποτήρι ως το τέλος, προτού νικήσει στο σταυρό.

Όποιος πιστεύει, επομένως, ότι ακολουθεί το δρόμο του Χρι­στού, πρέπει να είναι και πρόθυμος να διανύσει όλο το ζόφο της νύχτας, γιατί δεν μπορεί ο μαθητής να είναι ανώτερος από το Δά­σκαλο (Κατά Ιωάννη 13, 16). Κατά συνέπεια, τα «επικούρεια» ε­κείνα συστήματα, που υπόσχονται στους μαθητές τους ένα ανώδυ­νο πέρασμα και μία άκοπη επίτευξη του στόχου είναι διδασκαλί­ες ανθρώπινες, εμπνεόμενες από το φόβο μπροστά στο άλμα στο κενό και οι καρποί τους είναι εξ ίσου ανθρώπινοι.

Δοκιμασίες, πειρασμοί, αγώνες και μία πρόσκαιρη, φαινομενι­κή εγκατάλειψη από τη θεία Δύναμη είναι αναγκαίοι σταθμοί στη διαδικασία ωρίμανσης της ψυχής, για να σφυρηλατηθεί η ανεξαρτησία και η πνευματικότητα, της (Επιστολή Ιακώβου 1,2 & 12). Για το θέμα αυτό καταγράψει η Μπέρτα Ντούντε: «Ακόμη και σεις που Μου είσαστε πιστοί, θα οδηγηθείτε μπροστά σε σταυροδρόμια και θα υποχρεωθείτε να αποφασίσετε ποιο δρόμο θέλετε να πάρετε, γιατί ούτε εσείς δεν θα αποφύγετε να περάσετε από τη δοκιμασία της θέλησης σας».

«Κάνω τα πάντα για να κερδίσω την αγάπη σας. Όμως, εάν σας πρόσφερα μια ανέμελη, όμορφη ζωή στη Γη, εάν σας έδινα καθετί επίγειο που σας κάνει ευτυχισμένους, αυτό θα μεγάλωνε μόνο την αγάπη σας για τον κόσμο και όχι για Μένα, που δεν Με βλέπετε, α­φού τα μάτια σας είναι στραμμένα στον κόσμο.

Για τούτο χρειάζεται πολλές φορές να απομακρύνομαι από σας, αν και μόνο φαινομενικά, και να σας αφήνω εγκαταλειμμένους μέ­σα στον κόσμο, σε μια κατάσταση ανάγκης και πόνου. Γιατί χρειά­ζεται να αναγνωρίσετε τη δική σας αδυναμία και την αστοργία των συνανθρώπων σας, για να αρχίσετε να Με αναζητάτε και να Με ε­πικαλείστε και τότε να αντιληφθείτε το πόσο μεγάλη είναι η αγάπη Μου για σας, όταν θα σας έχω λυτρώσει από τα δεινά σας».

Άρα, όποιος βρίσκεται στην αρχή της αναγέννησής του, δεν πρέ­πει να αισθάνεται ότι φορά κιόλας φωτοστέφανο, καθώς για να λάβει την πληρότητα του Αγίου Πνεύματος, πρέπει πρώτα να αποσείσει οτιδήποτε σκοτεινό φέρει ακόμα, για να είναι άξιος να λά­βει την ολοκληρωμένη χάρη. Υπάρχει, δηλαδή, και στην πνευμα­τική γέννηση, όπως και στη φυσική, μια αρχή κι ένα τέλος. Ο άν­θρωπος δεν μεταμορφώνεται εν ριπή οφθαλμού, αλλά πρόκειται για μια λίγο ως πολύ μακριά διαδικασία ωρίμανσης, με αποκορύ­φωμα την αναγέννηση.

Αυτό είναι κάτι που διαφεύγει από τους ευαγγελιστές κήρυκες, αλλά και τις διάφορες κοινότητες «αναγεννημένων» χριστιανών, γιατί πολύ απλά δεν το γνωρίζουν από ιδίαν πείραν, σε αντίθεση με τους μυστικιστές, που το έχουν βιώσει και πολλοί απ’ αυτούς το έχουν επίσης καταγράψει.

Ανακύπτει φυσιολογικά το ερώτημα σε τι συνίσταται η τελείωση της πνευματικής αναγέννησης. Πολύ απλά, η ψυχή γίνεται πάλι αυ­τό που ήταν στην αρχή της, στο βασίλειο των αρχέγονων πνευμά­των, με δυο λόγια τέλεια. Όπως φανερώνει και η σημασιολόγηση της λέξης, η ψυχή αναγεννάται και έτσι φτάνει στο δεύτερο βαθ­μό εσωτερικής τελειοποίησης, όχι όμως και στον τρίτο, ανώτατο βαθμό, εκείνο της πλήρους υιοθεσίας από τον Θεό, πράγμα που θα αναλυθεί στη συνέχεια.

Οι τρεις βαθμοί της εσωτερικής τελειοποίησης

Τις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των τριών βαθμών τελειοποίη­σης τις διδάσκει διεξοδικά ο Ιησούς στους μαθητές του στο «Μ.Ε.Ι.» του Ιάκωβου Λόρμπερ. Ο πρώτος βαθμός της τελειοποίησης συ­νίσταται στην υπέρβαση του εγώ και έχει ως καρπό την «αναγέν­νηση της ψυχής».

Αυτό ήταν το ανώτατο επίπεδο που μπορούσε να κατακτήσει κα­νείς στην αρχαία εποχή μέχρι την ενανθρώπιση του Ιησού. Είναι η βαθμίδα που κατέλαβαν οι μεγάλοι προφήτες και άγιες μορφές της αρχαιότητας, όπως ο Μωυσής, ο Ηλίας, ο Δανιήλ και άλλες βιβλι­κές φυσιογνωμίες και επίσης φωτισμένοι διδάσκαλοι από άλλες θρησκείες, όπως ο Βούδας (Σιντάρτα Γκαουτάμα, 691-480 π.Χ.), καθώς η γαλήνια ευδαιμονία της Νιρβάνα, που δεν ταράζεται από τις επιθυμίες, δεν είναι άλλο από την αναγέννηση της ψυχής, που επιτυγχάνεται, όπως διδάσκει και ο Βούδας, με την πλήρη υπέρ­βαση του κόσμου.

Ο δεύτερος βαθμός της εσωτερικής τελειοποίησης συνίσταται στην «αναγέννηση του πνεύματος» εντός του ανθρώπου. Έχει προηγηθεί η υπέρβαση όλων των επιθυμιών, η «διακοπή των δε­σμών» με τον κόσμο, με την έννοια των δεσμεύσεων που εγκλωβί­ζουν την ψυχή σε χαμηλών κραδασμών επίπεδα της κοσμικότητας και όχι με την έννοια της άρνησης της εκτέλεσης των γήινων καθη­κόντων ή της συμμετοχής στην κοινωνία των ανθρώπων.

Η αυθυπέρβαση μαζί με την αγάπη συντελούν ώστε ο σπινθή­ρας πνεύματος, που έχει εμφυτευθεί λίγο πριν τη γέννησή του ανθρώπου αφυπνίζεται και καταλαμβάνει ολόκληρη την ύπαρξή του. Το βαθμό αυτό μπορεί να τον κατακτήσει κανείς και στο επέκεινα, όπως λέγεται στο «Μ.Ε.Ι.» V 184, 8, εφ’ όσον έχει προηγηθεί μια ορισμένη εκπαίδευση και ωρίμανση στη Γη.

Σε αυτό το επίπεδο ολοκλήρωσης φτάνουν εκείνοι που αναγνώ­ρισαν συνειδητά τον Ιησού ήδη όσο βρίσκονταν στη Γη και έτσι γνώρισαν την απολύτρωση, δηλαδή την απελευθέρωση από τις δε­σμεύσεις του νόμου. γιατί η απολύτρωση αποφέρει ταυτόχρονα την πνευματική αναγέννηση, στο βαθμό βέβαια που κανείς αποδεσμεύεται από τον κόσμο και δεν επαναμολύνεται από αυτόν, δηλα­δή δεν αμαρτάνει εκ νέου.

Έτσι, στο δεύτερο στάδιο η ψυχή ξαναγίνεται αυτό που ήταν κα­τά τη γέννησή της ως αρχέγονο πνεύμα. Είναι, δηλαδή, τέλεια μεν, αλλά δεν έχει ακόμη ανυψωθεί στην πλήρη υιοθεσία από τον Θεό ούτε στη θεϊκή ελευθερία. Γιατί τα αρχέγονα πνεύματα είχαν μεν την τελειότητα, αλλά όχι αυτόβουλα, όχι αφ’ εαυτού, παρά σαν προικοδότηση από το Δημιουργό τους. Για να γίνει προσωπικό τους επίτευγμα και κτήμα, έπρεπε να δοκιμαστεί η βούληση τους, μία δοκιμασία στην οποία απέτυχαν αμέτρητα πνεύματα.

Ήδη από τη στιγμή που πλησιάζει κάποιος στο δεύτερο βαθμό είναι αδύνατον να γίνει υπότροπος («Μ.Ε.Ι.» IV 220, 6) και να βρε­θεί πάλι σε ελεύθερη πτώση. Γιατί όταν κάποιος επιλέξει συνειδη­τά τον Ιησού Χριστό ως σύμμαχο του, εάν δεν διαλύσει ο ίδιος τη συμμαχία αυτή, ο Πατέρας δεν τον αφήνει ποτέ αβοήθητο.

Αλλά και οι μη χριστιανοί μπορούν να φτάσουν σε αυτό το βαθ­μό εσωτερικής τελειότητας, εφ’ όσον έχουν ζήσει στη Γη σε αρμο­νία με τη συνείδηση τους. Μετά το θάνατο περνούν στον πρώτο Ουρανό, τον επονομαζόμενο της σοφίας, και μάλιστα στην περί­πτωση που αποδεχθούν τον Ιησού ως απολυτρωτή τους, μπορούν να εισέλθουν στο δεύτερο Ουρανό, εκείνον της σοφίας και της αγά­πης, δεν μπορούν όμως να φτάσουν στον τρίτο Ουρανό, που είναι αυτός της απόλυτης αγάπης.

Είναι ευνόητο ότι και οι αλλόθρησκοι έχουν τη δυνατότητα αυ­τή, αφού είναι επίσης παιδιά του Θεού -αν και επί γης κατά κά­ποιον τρόπο «παθητικά παιδιά του»- καθώς έχουν εξ ίσου ένα θεϊ­κό πνεύμα στην καρδιά τους.

Ίσως εδώ να αναρωτηθεί κάποιος πώς εξηγείται οι μεν χριστια­νοί να υποχρεώνονται να υποβληθούν σε δοκιμασία της βούλησής τους για να το επιτύχουν, ενώ οι αλλόθρησκοι έχουν τη δυνατότη­τα να ανέλθουν στο επίπεδο αυτό πολύ πιο εύκολα στον άλλο κό­σμο. Η εξήγηση γι’ αυτό είναι ότι για εκείνους που έχουν γεννηθεί χριστιανοί, οι απαιτήσεις είναι πολύ υψηλότερες. Γιατί με αυτό το «συμφωνητικό» κατήλθαν στη Γη -σημειωτέον ότι κάθε ψυχή ει­σέρχεται συνειδητά στη γήινη ζωή- και οι ευθύνες τους είναι με­γαλύτερες, τόσο εδώ όσο -πολύ περισσότερο- στον πνευματικό κό­σμο, όταν επιτύχουν την πολυπόθητη τελειότητα.

Ο τρίτος και ύψιστος βαθμός εσωτερικής τελειοποίησης συνί­σταται στην ολοκληρωμένη ένωση του Πνεύματος του Πατέρα αφ’ ενός με το θεϊκό σπινθήρα του ανθρώπου, αφ’ ετέρου, που σημαίνει τη συγκατοίκηση του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με το Κατά Ιωάννη 14,23. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται επίσης «υιο­θεσία από τον Θεό», γιατί ο άνθρωπος με αυτή δεν εξασφαλί­ζει μόνο τη λύτρωση, όπως στον προηγούμενο βαθμό, αλλά επι­τυγχάνει επίσης την τελείωσή του και γίνεται καθ’ ολοκληρία παιδί του Πατέρα. Στον εσώτατο αυτό βαθμό λαμβάνει χώρα ο «πνευματικός γάμος» του Νυμφίου με τη νύμφη-ψυχή, ή αλλιώς η «unio mystica» των μυστικιστών, ή η αληθινή, άυλη, θεία κοι­νωνία.

Μία πολύ ουσιαστική ειδοποιός διαφορά της κατάστασης αυτής από τις άλλες σφαίρες του φωτός και της τελειότητας περιγράφε­ται επιγραμματικά στην Μπέρτα Ντούντε:

«Είναι ασύγκριτη η μακαριότητα που σημαίνει η τόσο στενή ένω­ση με τον Πατέρα, όπου για να φτάσει η ακτινοβολία της αγάπης Μου στον ευδαίμονα άνθρωπο δεν χρειάζεται πια ένας μεσολαβη­τής για να τη μεταδώσει.

Τον αγγίζει πια άμεσα μια κατάσταση απέραντης ευδαιμονίας, την οποία μόνο ένα ύψιστα τέλειο ον μπορεί να την αντέξει, ένα ον που έχει φτάσει στην πλήρη θέωση χάρη στην αγάπη».

Στον έβδομο τόμο του «Μ.Ε.Ι.» 155, 14 και 15 αναφέρεται ειδικό­τερα για τον τρίτο βαθμό της εσωτερικής τελειοποίησης:

«Όποιος έχει αποκτήσει την υιοθεσία από τον Θεό, είναι απο­λύτως ένα μαζί του και διαθέτει όμοια με Αυτόν την ύψιστη ισχύ και εξουσία επί παντός, τόσο στον ουρανό όσο και στη Γη. Και δεν μπορεί να του την αφαιρέσει κανείς ποτέ, γιατί είναι τελείως ένα με τον Θεό. Αλλά κανένας δεν μπορεί να φτάσει σε αυτό τον υπέρ­τατο βαθμό τελειοποίησης, στον οποίο βρίσκονται οι αρχάγγελοι, εάν δεν αποκτήσει προηγουμένως τον πρώτο και δεύτερο βαθμό».

Μπορεί ο κοινός θνητός να επιτύχει στη Γη την υιοθεσία από τον Θεό;

Ίσως κάποιος αναγνώστης αντικρούσει ότι κανένας «κοινός θνη­τός» δεν μπορεί να πληρώσει εδώ στη Γη τις προϋποθέσεις που α­παιτούνται για την πλήρη υιοθεσία από τον Θεό, ιδίως στη σημε­ρινή εποχή, όπου οι συνθήκες είναι εξαιρετικά αντίξοες. Κατ’ αρ­χήν, ας διευκρινήσουμε ότι δεν χρειάζεται να κάνει κάποιος κάτι ανεπανάληπτα μεγάλο, όπως ο Άλμπερτ Σβάιτσερ, ο Μάρτιν Λού­θερ Κινγκ ή η μητέρα Τερέζα στην Καλκούτα, για να πληροί επά­ξια τις προϋποθέσεις αυτές. Γι’ αυτό λέγεται στον «Πνευματικό Ή­λιο» του Λόρμπερ:

«Εάν θέλεις να γίνεις ένα παιδί του Κυρίου, τότε δεν πρέπει να θέ­λεις να είσαι ο πρώτος και να ξεχωρίζεις ανάμεσα στους άλλους, παρά έχεις χρέος να είσαι σαν ένας κατώτατος υπηρέτης απέναντι σε όλους εκείνους που καθοδηγείς!»

Έπεται, λοιπόν, ότι η τελειοποίηση εξαρτάται από την αγάπη και την ταπεινοσύνη και όχι από τα μεγάλα έργα. Στην επίγεια πορεία, το τάλαντο ή το κεφάλαιο που του έχει δοθεί ποικίλει από άνθρω­πο σε άνθρωπο, για να το επενδύσει όσο γίνεται πιο σωστά και α­ποδοτικά και αντίστοιχα ποικίλες είναι οι δοκιμασίες που συναντά ο καθένας καθ’ οδόν, προκειμένου να φτάσει στο στόχο του, να α­ποκτήσει την πατρότητα από τον Θεό.

Συνεπώς, για τον κάθε άνθρωπο οι προϋποθέσεις για την από­κτηση της υιοθεσίας διαφέρουν, πάντως σε καμία περίπτωση δεν είναι υπεράνθρωπες, παρά πάντοτε κομμένες στα μέτρα του φορ­τίου που μπορεί να σηκώσει ο καθένας, εννοείται με άνωθεν βοή­θεια. Διαφορετικά ο Ιησούς δεν θα είχε ισχυριστεί ότι «ο ζυγός μου είναι απαλός και το φορτίο μου ελαφρύ!» (Κατά Ματθ. 11, 30).

Χωρίς αμφιβολία κάποιες απαιτήσεις φορτίου στο δρόμο της τε­λειοποίησης είναι πολύ δυσβάστακτες από την ανθρώπινη σκοπιά, όμως γι’ αυτό το σκοπό ο Χριστός δίνει στον πρόθυμο την αναγκαία δύναμη και την προστασία που χρειάζεται, δεδομένου ότι η αγά­πη του για τους αγωνιστές στο γήινο πεδίο της μάχης είναι απεριό­ριστη.

Ένας άλλος αδικαιολόγητος φόβος είναι η αντίληψη ότι για να φτάσει κανείς σε ένα τέτοιο υψηλό σημείο τελειοποίησης, πρέπει να μεγαλουργήσει. Όμως αυτό διαψεύδεται στην Ντούντε με τα λόγια:

«Το μόνο που έχει σημασία στη Γη είναι το κατά πόσον ενεργο­ποιείτε τη θέληση σας και πόσο βαθιά και έντονη είναι η σχέση που οικοδομείτε με τον Πατέρα. Εάν τα κάνετε και τα δύο στον απόλυ­το βαθμό, τότε είναι βέβαιο ότι ήδη εδώ στη Γη θα καταφέρετε την κατάσταση της τελειότητας. Γιατί τότε αντλείτε όλη τη δύναμη από τον Ίδιο τον Πατέρα και όποιος στη ζωή του κατεβαίνει στον αγώ­να ενάντια στον εχθρό της ψυχής του εξοπλισμένος κατ’ αυτό τον τρόπο, μπορεί να είναι βέβαιος για τη νίκη».

Παρ’ όλα αυτά, είναι τελείως φυσικό να πει κάποιος: «Εγώ δεν πρόκειται να το καταφέρω ποτέ!» Και από την ανθρώπινη άποψη της εκτίμησης των δυνατοτήτων του θα έχει πιθανότατα δίκιο, κα­θώς με προσωπικές δυνάμεις και προσπάθειες δεν μπορούμε να κατακτήσουμε το υπέρτατο, γιατί οι ψυχές μας δεν έχουν τη δύνα­μη. Αλλά η υπόσχεση του Ιησού Χριστού είναι ότι παράλληλα με την εργασία στον εαυτό και την αυθυπέρβαση του ανθρώπου, Ε­κείνος σε τελευταία ανάλυση ενεργεί από μέσα του και τον οδηγεί ως το τέλος της πορείας, φτάνει ο ίδιος να μη φέρνει εμπόδια στο δρόμο.

Με άλλα λόγια, πρέπει ο καθένας βέβαια να πάρει μόνος του την απόφαση και την απόφαση να τη μετατρέψει σε έργο, όμως είναι η δύναμη του Θεού ενδόμυχα που οδηγεί τα πάντα στην τε­λείωση.

Γι’ αυτό λέγεται στην Ντούντε: «Μόνοι σας δεν πρόκειται να φτά­σετε ποτέ ως το στόχο, αλλά με τον Ιησού Χριστό θα το πετύχετε πολύ σύντομα».

Παρ’ όλα αυτά, μπορεί κάποιος, από κακώς εννοούμενη ταπεινο­φροσύνη, να αισθάνεται ανάξιος για ένα τόσο υψηλό κατόρθωμα, αλλά σε αυτόν θα έλεγε ο Ιησούς ενθαρρυντικά: «Θέλω την αγάπη της καρδιάς σου, που είναι φτωχή, γιατί εάν περιμένεις δήθεν μέχρι που να γίνεις τέλειος, δεν πρόκειται να Με αγαπήσεις ποτέ. Άσε Με, λοιπόν, να σ’ αγαπώ Εγώ και έχε εμπιστοσύνη, γιατί σε δέχο­μαι έτσι όπως είσαι και είναι βέβαιο ότι με τον καιρό θα σε μετα­μορφώσω και σένα, όπως το έχω υποσχεθεί σε όλα τα παιδιά Μου. Το μόνο που χρειάζεται είναι να το θέλεις, καθώς Εγώ δεν πρόκει­ται να σε πιέσω ποτέ να το κάνεις. Άσε όλες τις έγνοιες και τις αμφιβολίες πάνω Μου και τότε θα νοιαστώ Εγώ για σένα και, επιπλέ­ον, θα εξομαλύνω και το δρόμο που θα σε φέρει ως την τελείωση.

Ούτε να σε απασχολεί ότι δεν έχεις ακόμη αρετές, γιατί με την πάροδο του χρόνου θα σου δώσω τις δικές Μου, όταν θα έχει ωρι­μάσει ο καιρός γι’ αυτό. Κράτησε όμως τις δύο εντολές που σας έ­δωσα: Να Με αγαπάς με όλη την καρδιά σου και το διπλανό σου σαν τον ίδιο σου τον εαυτό!

Σήκωσε, λοιπόν, το σταυρό σου με εμπιστοσύνη και ακολούθησέ Με! Βέβαια, θα σε φορτώσω με ένα μικρό σταυρό, για να μην πορεύεσαι χωρίς σωστό φορτίο και να μη σου δίνονται όλα χάρι­σμα, γιατί τότε δεν θα μπορούσες ποτέ να φτάσεις το στόχο, αλλά ο ζυγός Μου είναι απαλός.

Γι’ αυτό μη νοιάζεσαι εάν και πώς μπορείς ποτέ να φτάσεις το στόχο, παρά βάλε όλη σου την εμπιστοσύνη πάνω Μου και μείνε πιστός σε Μένα μέχρι θανάτου κι Εγώ θα σου χαρίσω το στεφάνι της ζωής!»

Τα χαρίσματα και οι καρποί του Πνεύματος

Ως την Πεντηκοστή, την ημέρα της έκχυσης του Πνεύματος, τα πνευματικά χαρίσματα όπως η προφητεία, η ενόραση, η θεραπεία, η ερμηνεία των ονείρων, δίνονταν σπάνια. Συγκεκριμένα, δίνονταν μόνο σε ανθρώπους που είχαν έρθει «από τον ουρανό», που ήταν δηλαδή φωτεινές οντότητες, οι οποίες δεν είχαν εκπέσει μαζί με τον Εωσφόρο, και ενσαρκώνονταν στη Γη με μια φωτοφόρο απο­στολή για τους υπόλοιπους ανθρώπους. Ύστερα όμως από το ορό­σημο της Πεντηκοστής, η δυνατότητα απόκτησης ενός πολύ μεγά­λου φάσματος πνευματικών ικανοτήτων επεκτάθηκε σε κάθε άτο­μο που πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις.

Στις 18.9.1960 η Μπέρτα Ντούντε κατέγραφε σχετικά: «Θα πρέ­πει να μιλήσετε για χαρίσματα του Πνεύματος, εάν θέλετε να δώ­σετε μια ερμηνεία για τις υπερφυσικές δυνάμεις που εκδηλώνο­νται σύμφωνα με τη βούληση του Θεού. Τη θεϊκή τους προέλευση μπορεί να την αναγνωρίσει ο καθένας, εφ’ όσον βρίσκεται ο ίδιος σε μια πνευματική πορεία. Γιατί τα χαρίσματα αυτά τα υποσχέ­θηκα Εγώ ο Ίδιος σε εκείνους που τα εκζητούν και πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που έθεσα για την «ενέργεια του Πνεύματος Μου».

Το Πνεύμα Μου εκφράζεται κατά πολλούς τρόπους, σε αντιστοι­χία πάντα με το βαθμό ωριμότητας της ψυχής και του έργου που έ­χει να επιτελέσει ο λήπτης του συγκεκριμένου χαρίσματος.

Τα χαρίσματα είναι, βέβαια, διαφόρων ειδών, πάντως κάθε χά­ρισμα σημαίνει ότι ο λήπτης αποκτά μια ιδιαίτερη ικανότητα, ώστε να μπορεί να κάνει κάτι το υπερφυσικό, το οποίο δεν θα μπορού­σε να επιτελέσει από μόνος του ως άνθρωπος. Για να το κάνει αυ­τό, πρέπει να έχει την υποστήριξη Μου και να οικειοποιηθεί τη δύ­ναμη Μου, η οποία δρα τότε εντός του, δίνοντάς του το χάρισμα της θεραπείας αρρώστων ή της προφητείας ή της δυνατότητας να λά­βει από Μένα την αλήθεια και να τη διαδώσει κατ’ εντολή Μου. Μπορεί, επίσης, να λάβει το χάρισμα να μιλάει εμπνεόμενος απευ­θείας από Μένα, έτσι ώστε να μπορώ να εκφραστώ πνευματικά, ό­μως μέσα από το στόμα ενός ανθρώπου που έχει λάβει από Μένα την ικανότητα να Με ακούει.

Όταν, λοιπόν, μιλάτε στους ανθρώπους για τα διάφορα χαρίσμα­τα στα οποία έχω αναφερθεί και μέσω του Πνεύματος επίσης, τότε κι αυτοί θα πρέπει να αντιληφθούν ότι εσείς δεν έχετε απλά μια «ξε­χωριστή» ικανότητα, που θα μπορούσε να σας την έχει χαρίσει ο Δη­μιουργός σας σαν ένα ιδιαίτερο ταλέντο, αλλά ότι την ικανότητα αυτή την αποκτήσατε δια της πνευματικής οδού.

Πρέπει, δηλαδή, να γίνει συνειδητό ότι μια τέτοια ικανότητα δεν είναι δυνατό να χαριστεί αυθαίρετα στον καθένα, εάν δεν μπορεί να πληροί την απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό.

Πολύ λιγότερο μπορεί δε να εκμαθευτεί μια τέτοια ικανότητα σε μια σχολή. Ασφαλώς, όλοι οι άνθρωποι είναι προορισμένοι να την αποκτήσουν και θα μπορούσαν όλοι κάλλιστα να μεταλλαχθούν έ­τσι που να λάβουν από ένα χάρισμα του Πνεύματος. Κλητοί είναι όλοι, όμως δεν είναι όλοι εκλεκτοί, ακριβώς για το λόγο ότι δεν α­ναγνωρίζουν την κλήση αυτή και ως εκ τούτου ούτε εκζητούν κα­νένα χάρισμα του Πνεύματος.

Από την άλλη πλευρά, τέτοια χαρίσματα αποτελούν την απόδει­ξη μιας πορείας με πνευματική κατεύθυνση στη ζωή. είναι δηλαδή τεκμήριο ενός ορισμένου βαθμού ωριμότητας και αγάπης του αν­θρώπου που τα έχει, διότι το Πνεύμα Μου μπορεί να δράσει εντός του μόνο όταν κατέχει το βαθμό αυτό».

Στην πρώτη του επιστολή στους Κορινθίους (12, 4-7) ο Παύλος γράφει: «Υπάρχουν πολλά είδη χαρισμάτων, όμως προέρχονται α­πό το ένα Πνεύμα. Υπάρχουν επίσης διάφορα λειτουργήματα, ό­μως προέρχονται από ένα και τον ίδιο Κύριο. και υπάρχουν διά­φορα είδη δραστηριοτήτων, αλλά είναι ο ίδιος και ο αυτός Θεός που πραγματοποιεί τα πάντα μέσα σε όλους. Στον καθένα δίνεται η φανέρωση του Πνεύματος προς το συμφέρον όλων».

Στη συνέχεια απαριθμούνται εννέα διαφορετικά χαρίσματα: της θείας σοφίας, της γνώσης, της πίστης, της θεραπείας ασθενειών, της θαυματουργίας, της προφητείας, της διάκρισης των πνευμάτων, της γλωσσολαλίας και της ερμηνείας της αποκάλυψης (και όχι των γλωσσών, όπως εσφαλμένα αναφέρεται στο 12, 10, όπου πρόκει­ται προφανώς για παραποίηση της Γραφής).

Ο κατάλογος, όμως, δεν εξαντλείται με αυτά τα εννέα. Στις νέες αποκαλύψεις αναφέρονται και άλλα πολλά χαρίσματα, όπως π.χ. της διδασκαλίας, της ερμηνείας μυστηρίων, της ικανότητας ανά­γνωσης της σκέψης και της αξιολόγησης των συνανθρώπων, της ερ­μηνείας ονείρων, του εξορκισμού κακών πνευμάτων και της κατα­πολέμησης καταστάσεων αδυναμίας, της φωτισμένης και τακτικά δομημένης σκέψης, της πνευματικής ή τρίτης όρασης (που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την πνευματιστική όραση), της δύναμης της αγάπης, της ισχυρής θέλησης, της ευσπλαχνίας, της ταπεινοσύ­νης, της σοβαρότητας, της δημιουργικότητας και της εφευρετικό­τητας, επιπλέον, του ανώτερου όλων των χαρισμάτων, δηλαδή του θείου Λόγου, που ακούγεται ως ευδιάκριτη φωνή στο κέντρο της καρδιάς και, τέλος, της ικανότητας να παρουσιάζει κάποιος όλα μαζί τα παραπάνω σε περίπτωση ανάγκης. Άλλωστε, όταν δοθεί σε κάποιον ένα χάρισμα, δεν σημαίνει ότι θα στερείται των υπολοίπων («Μ.Ε.Ι.» VII 152, 4).

Στην ερώτηση πώς διαπιστώνεται, εάν κάποιος έχει προικιστεί πραγματικά με τέτοια χαρίσματα, η απάντηση είναι απλή: από την αγάπη του και τους καρπούς της. Η αγάπη είναι στην ουσία περισ­σότερο καρπός του πνεύματος και λιγότερο ένα από τα χαρίσμα­τα που δίνει, αν και μπορεί να δοθεί επίσης σαν ένα επιπρόσθετο χάρισμα, γιατί όποιος έχει -και, επιπλέον, αξιοποιεί- το κεφάλαιό του, θα του δοθεί με το παραπάνω (Ματθαίος 13, 12 – 25, 29, Μάρ­κος 4, 25).

Η αγάπη πρέπει επίσης να θεωρηθεί περισσότερο ως μια βασι­κή ιδιότητα του πνεύματος που βρίσκεται εν δυνάμει σε όλους τους ανθρώπους. γιατί, όπως λέει ο Παύλος, η αγάπη δεν θα πάψει πο­τέ να υπάρχει, ακόμη κι όταν όλες οι άλλες εκφάνσεις του Πνεύ­ματος πάψουν να υπάρχουν, καθώς, αν δεν την έχει κανείς, ακόμη κι αν μιλάει τη γλώσσα των αγγέλων, οι λόγοι του θα είναι σαν κύμβαλο αλλαλάζον (Προς Κορινθίους, κεφ. 13).

Εκτός από τα εννέα χαρίσματα, ο Παύλος παραθέτει και εννέα καρπούς του Πνεύματος, ήτοι την αγάπη, τη χαρά, την ειρήνη, τη μακροθυμία, την καλοσύνη, την αγαθότητα, την πίστη, την πραότη­τα και την εγκράτεια (Προς Γαλάτες, 5, 22).

Όταν λοιπόν προτρέπει «να επιδιώκετε τα μεγαλύτερα χαρίσμα­τα, αλλά σας δείχνω κι ένα πολύ ανώτερο ακόμη δρόμο», δηλαδή αυτόν της αγάπης (Προς Κορινθίους 12, 31) και πάλι υπενθυμίζει ποιο είναι το κυρίως όχημα για την τελειοποίηση, αφού όλα τα χα­ρίσματα δεν έχουν κανένα αντίκρυσμα χωρίς αυτή.

Τα χαρίσματα του Πνεύματος είναι δώρα χάρης, που κανένας δεν τα αξίζει και δεν είναι η ανταμοιβή κάποιων έργων ή υπηρε­σιών. Δεν δίνονται για να παρασημοφορήσουν, ούτε για να προ­καλέσουν το θαυμασμό των υπολοίπων, αλλά συνεπάγονται συνει­δητή εργασία στην υπηρεσία των συνανθρώπων (Προς Κορινθίους Α’, 6, 7).

Επομένως, δεν ανήκουν στους δέκτες τους, παρά είναι ένα «δα­νεικό κεφάλαιο» που χορηγείται προς αξιοποίηση. Ως εκ τούτου, δεν είναι ούτε αυτοσκοπός, γι’ αυτό και τους αληθινούς μαθητές του Ιησού θα τους αναγνωρίσει κανείς από τα πνευματικά χαρί­σματα μεν, αλλά πάντα σε συνδυασμό με τους καρπούς τού Πνεύματος. Εάν δεν υπάρχει αγάπη, τα χαρίσματα δεν ωφελούν σε τί­ποτα (Κορινθ. Α’ 13, 1), ενώ όταν υπάρχει αγάπη, τα χαρίσματα εκδιπλώνονται προς δόξα του Θεού (Επ. Πέτρου Α’ 4, 11). Εξάλ­λου, τους μαθητές τους διακρίνει κανείς από την αγάπη μεταξύ τους (Ιωάννη 13, 35), γιατί όποιος είναι στην αγάπη, είναι μέσα στον Θεό και αντίστροφα (Επιστολή Ιωάννη Α’ 4, 16).

Φυσικά, η ανάπτυξη των χαρισμάτων δεν είναι απαραίτητο να γίνεται φανερή σε όλους. πολλές φορές μάλιστα μπορεί να εκδη­λώνονται τελείως ενδόμυχα, χωρίς να υποπίπτουν στην αντίληψη τρίτων, προφανώς για να μην υποθάλπεται η υπεροψία και να μη διακινδυνεύει η ψυχική γαλήνη του δέκτη τους.

Στην πρώτη κορινθιακή επιστολή, 12ο κεφάλαιο, τα χαρίσματα παρομοιάζονται με τις πολυσχιδείς λειτουργίες και τα μέλη ενός σώματος. Από μια υψηλότερη σκοπιά, η εικόνα αυτή αποδίδει συμ­βολικά το ότι όλοι οι άνθρωποι αποτελούν εν δυνάμει τα κύτταρα ενός μοναδικού οργανισμού, με κεφαλή τον Ιησού Χριστό.

Μέσω των πνευματικών χαρισμάτων αναθέτονται επίσης και οι «διακονίες» (οι υπηρεσίες στο πλαίσιο αυτού του ζωντανού οργανισμού), τις οποίες τις ενεργεί ουσιαστικά το ίδιο το θείο. Δεν μπορούν, επομένως, οι άνθρωποι να αναθέτουν τις διακο­νίες και να χρίζουν τους αντίστοιχους «υπηρέτες του Θεού», ό­πως είναι η πρακτική στην τυπολατρική χριστιανοσύνη με τη θεσμοποιημένη, οργανωμένη μορφή της- αλλά αυτή είναι μια ε­ξουσία που ασκεί ο Κύριος κατ’ αποκλειστικότητα, όπως δηλώ­νεται σαφώς τόσο στην Μπέρτα Ντούντε όσο και την Αγία Γρα­φή (Πράξεις Αποστόλων 20, 28, Προς Ρωμ. 10, 15, Προς Κοριν­θ. Α’ 12, 28, Προς Εφεσίους 4, 11). Είναι φυσικό, άλλωστε, ότι η ανάθεση των καθηκόντων και των λειτουργιών σε έναν οργανι­σμό προέρχεται πάντοτε από την κεφαλή, όπως συμβαίνει και με το φυσικό σώμα.

Όσο πιο πολύ, λοιπόν, οι χριστιανοί άγονται από τα κοσμικά εν­διαφέροντα και τον ψυχρό νου, τόσο περισσότερο θα διασπώνται, καθώς η προσοχή τους εστιάζεται προς τα έξω, και θα μιλούν διαφορετικές γλώσσες (θα έχουν διαφορετικές θεωρήσεις) στον ατελεύτητο πύργο της Βαβέλ. Και επειδή δεν εμφορούνται από το ίδιο πνεύμα, χρειάζονται μηχανισμούς οργάνωσης για να μη διαλυθούν, κατά τα κοσμικά πρότυπα.

Εάν αντίθετα ανέπτυσαν την αγάπη, οι οργανωτικές δομές θα καθίσταντο συν τω χρόνω περιττές, δεδομένου ότι θα συμφωνού­σαν πάνω στην αλήθεια και κανένας δεν θα είχε καμία πρωτοκα­θεδρία, απλά ο καθένας θα επιτελούσε αρμονικά τη λειτουργία του στο πλαίσιο της κοινότητας.

Η παραπάνω περιγραφή σίγουρα δεν είναι μία ουτοπία, αλλά ό­πως φαίνεται, θα πραγματοποιηθεί πια στη Νέα Γη.

Η χριστική εκκλησία

Όπως διαπιστώθηκε πιο πάνω, το αληθινό σώμα του Χριστού και της εκκλησίας του δεν είναι ένας θεσμοποιημένος οργανισμός, παρά πολύ περισσότερο ένας «πνευματικός οργανισμός», με δια­κριτικό γνώρισμα τις ενέργειες του Πνεύματος. Γιατί μόνο τότε μπορεί να χαρακτηριστεί κανείς ότι ανήκει στον Χριστό, όταν δημιουργεί δηλαδή τις δυνατότητες να εκδιπλωθεί μέσα του το χριστικό Πνεύμα.

Μία βασική προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να ασκεί την αγάπη και μάλιστα όχι για την επιβράβευση ή για οποιαδήποτε άλλα εύσημα, αλλά μόνο και μόνο για τη χαρά τού να δίνει. Και μια πρώτη απόρ­ροια του δοσίματος αυτού είναι το πνευματικό χάρισμα της φωτι­σμένης σκέψης. Όπου, λοιπόν, οι οπαδοί του Χριστού επικεντρώνουν τη λατρεία τους μόνο σε εξωτερικά τυπικά, εκεί δεν μπορεί να γίνει λόγος για φωτισμένη σκέψη.

Η Εκκλησία του Χριστού επομένως είναι μία οργάνωση που υ­πάρχει μόνο στο πνευματικό επίπεδο, που δεν κάνει κανενός εί­δους συμβιβασμούς με τον κόσμο, καθώς εδράζεται αποκλειστικά στη θέληση του Θεού. Έμβλημά της είναι η πνευματική αναγέννη­ση του ανθρώπου και δεν έχει ανθρώπους ηγέτες, αλλά τον ίδιο τον Χριστό, με τον οποίο κάθε μέλος της οφείλει να έχει αποκτή­σει μία προσωπική, άμεση και εγκάρδια σχέση για να ανήκει στο σώμα αυτό.

Τον αληθινό χριστιανό, επομένως, τον χαρακτηρίζει η ακαταπό­νητη προσπάθεια να αποκτήσει τα χαρίσματα του Πνεύματος, αυ­τά που είναι το γνώρισμα της Εκκλησίας του Χριστού και όχι το αν ανήκει στη μία ή την άλλη ομολογία, και έτσι ο καθένας μπορεί να μείνει στον κόλπο της εκκλησίας όπου είναι εγγεγραμμένος, εφ’ όσον εκεί διδάσκεται το Ευαγγέλιο. Γιατί είναι ανόητο να εγκατα­λείπει κανείς τη μητρική του εκκλησία, εάν δεν έχει βρει ακόμη α­πό δική του προαίρεση πρόσβαση στη θεϊκή διδασκαλία μέσα στην ίδια του την καρδιά. Την πρόσβαση αυτή είναι απαραίτητο να τη βρει ο καθένας, δεδομένου ότι είναι αδύνατο να γίνει κάποιος μακάριος μόνο και μόνο επειδή είναι βαπτισμένος και ακολουθεί μία συγκεκριμένη εκκλησία και τις εντολές της. Όπως διαπιστώθηκε επανειλημμένα, μονάχα η αληθινή, ανιδιοτελής αγάπη οδηγεί στη μακαριότητα και βέβαια αυτή μπορεί να ασκηθεί σε οποιαδήποτε πνευματική κοινότητα ανήκει κάποιος.

Ήδη από το γεγονός αυτό θα πρέπει να είναι εξόφθαλμο ότι για τον Θεό είναι αδιάφορο σε ποια ομολογία πίστης ή λατρευτική κοι­νότητα ανήκει κάποιος, αφού ο καθένας μπορεί να γίνει μακάριος. Το δεδομένο μάλιστα ότι συνήθως εντασσόμαστε αυτόματα στη μια ή την άλλη κατεύθυνση με τη γέννησή μας, ώστε δεν μας δίνεται η δυνατότητα να τη διαλέξουμε ελεύθερα με τη θέλησή μας, θα πρέ­πει έτσι κι αλλιώς να μας βάζει όλους σε σκέψεις. Εκτός αυτού, ας μην ξεχνάμε ότι στους πρώτους χριστιανούς τον ηγετικό ρόλο στις εκκλησίες τον είχαν οι απόστολοι και οι προφήτες και όχι οι πρε­σβύτεροι ούτε οι μεταγενέστεροι επίσκοποι.

Για το λόγο αυτό είναι κατανοητό γιατί η επιστολή του Παύλου προς τους Λαοδικείς (Προς Κολοσ. 4, 16) αποσύρθηκε από την κυ­κλοφορία, αφού λέει λόγου χάρη στο κεφ. α’, 4-5, όπως την κατέ­γραψε ξανά ο Λόρμπερ:

«…Γιατί έχουμε πληροφορηθεί (σ.σ.: εννοούνται ο Παύλος και ο Τιμόθεος) από το Πνεύμα του Κυρίου και μέσω των αδελφών Επαφρά και Νυμφά πως έχετε ξεπέσει σε ορισμένα πράγματα. Και πως έχετε εκλέξει έναν επίσκοπο και κλήρο και θέλετε να μετατρέψετε τον Χριστό σε έναν ειδωλολατρικό Θεό και έχετε καθορίσει ένα συγκεκριμένο οίκο, μια ορισμένη μέρα και διακοσμημένα ρούχα για στολή».

Όσο η αγάπη μεταξύ των πρώτων χριστιανών μειωνόταν, ενώ α­πό την άλλη πλευρά αυξανόταν το μέγεθος των χριστιανικών κοι­νοτήτων και, με την προϊούσα εκκοσμίκευσή τους, η διαπλοκή τους με την κρατική εξουσία, τόσο πιο σπάνιες γίνονταν οι χαρισματι­κές δωρεές του Πνεύματος. Στο τέλος δε επιβλήθηκε από μόνη της στην ηγεσία της εκκλησίας μία οργανωμένη ιεραρχία ιερέων, α­κριβώς όπως είχε γίνει με τους Ιουδαίους Ναΐτες.

Εκτός από λίγες λαμπρές εξαιρέσεις, η διδασκαλία ανατέθηκε σε ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν επιλεγεί από τον Θεό για να α­σκήσουν το λειτούργημά τους, όπως ήταν παλιότερα οι απόστολοι και οι προφήτες. Και συνάμα, σε μια παράλληλη πορεία, καθώς τα χαρίσματα του Πνεύματος γίνονταν όλο και πιο σπάνια, η λογοκρατία, ο δογματισμός και η τυπολατρία αντικατέστησαν τον πά­λαι ποτέ ζωντανό παλμό του χριστικού μηνύματος.

Όμως, το Πνεύμα πνέει όπου θέλει και βρίσκει σε κάθε εποχή τον προορισμό και την εκπλήρωση του, όπως λέει η Γραφή, γι’ αυ­τό σήμερα ζούμε σε μια εποχή εκρηκτικών αλλαγών και ανανέω­σης κάθε πεδίου, ακόμη και στον θεσμοθετημένο, τυπολατρικό χριστιανισμό.

Για να είμαστε ρεαλιστές, αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι πορευό­μαστε προς μια καλύτερη περίοδο πνευματικής αναμόρφωσης και μετασχηματισμού της ανθρωπότητας, γιατί όσο προχωρεί ο χρόνος τόσο λιγοστεύουν οι άνθρωποι που αγαπούν πραγματικά και θέ­λουν το καλό. Αλλά έτσι κι αλλιώς τέτοιοι άνθρωποι πάντα ήταν μια μικρή μειοψηφία.

Το Άγιο Πνεύμα και οι δυνάμεις τον αιθέρα

Είναι τελείως λανθασμένη η διαδεδομένη αντίληψη ότι οι αιθερικές δυνάμεις είναι ταυτόσημες με το Άγιο Πνεύμα. Το αμιγώς πνευματικό Πυρ του είναι το άκτιστο Φως, που εκπηγάζει από τον Ήλιο της Χάρης, τον πνευματικό κεντρικό Ήλιο, που είναι η «έ­δρα» του Θεού, όπου κατοικεί μέσα σε ένα Φως απροσπέλαστο για τον οποιονδήποτε (Προς Τιμόθεο Α’ 6, 16), ένα Φως που δεν έ­χει σκιά πουθενά (Α’ Ιωάννη 1, 5).

Συνακόλουθα, το Άγιο Πνεύμα είναι ένα αγνότατο εσωτερικό Φως («Μ.Ε.Ι.» IV 76, 9), που η ουσία του είναι η αγάπη. Γι’ αυτό το Πυρ του στις διάφορες εκφάνσεις του (Προς Κορινθίους Α’ 12, 1- 11) πληροί εκείνα τα σκεύη μόνο που έχουν επίσης μεταλλαχθεί σε φύσεις αγάπης και άρα έχουν την ίδια φύση με το Άγιο Πνεύμα, ειδάλλως η επαφή τους μαζί του θα τα διέλυε.

Ακριβέστερα, λέγεται στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» (VII 71,11):

«Το αγνό Πνεύμα αυτό καθαυτό ως ουσία και στοιχείο είναι ένα Πυρ και ένα Φως ή η καθαυτό Αγάπη και Σοφία. Αλλά δεν πρέπει να φανταστείτε μια υλική φωτιά ή μια αισθησιακή αγάπη, όπως πα­ραδείγματος χάρη του γήινου ήλιου ή μιας λάμπας που καίει, παρ’ ότι υπάρχει μια αντιστοιχία μεταξύ των δύο. διότι το Πυρ του Πνεύματος είναι αμιγής Ζωή και το Φως του Πυρός είναι η Σοφία του».

Το Άγιο Πνεύμα του Θεού είναι, συνεπώς, η αέναη, άκτιστη δύ­ναμη, που δρα ως προαιώνια αγάπη, φως και ισχύς του παντοδύ­ναμου, πάνσοφου και πανάγαθου ύψιστου Όντος.

Ως εκ τούτου δεν ταυτίζεται με την αιθερική ενέργεια, ούτε με τις λεπτοουσιακές δυνάμεις της ψυχής και ούτε πρέπει να συγχέε­ται με την «κοσμική ενέργεια». Η «κοσμική ενέργεια», ένας όρος που είναι του συρμού στον εσωτερισμό σήμερα, αποτελεί μόνο μία αιθερική ενέργεια και άρα όχι αμιγώς πνευματική. Η ενέργεια αυτή είναι κτιστή, ενώ το Πνεύμα του Θεού, δηλαδή το Άγιο Πνεύ­μα, είναι άκτιστο. Κατ’ ακολουθία, ο αιθέρας είναι ένα ζωντανό πνευματικό ενδιάμεσο στοιχείο ή μέσο διάδοσης των ουσιών, που υφίσταται μεν στο χώρο, όμως ο ίδιος είναι ασώματος.

Ο αιθέρας είναι η ουσία που δίνει ζωή στα υλικά δημιουργήμα­τα και ακολουθώντας κατά γράμμα τους φυσικούς νόμους εξέλι­ξης, όπως τους έχει καθορίσει ο Θεός, δημιουργεί διαρκώς ανώ­τερες μορφές ζωής, με αποκορύφωμα τον άνθρωπο, το φορέα της ανώτατης οργανικής ύπαρξης. Στο «M.E.I.» VI 233, 10 λέγεται σχετι­κά:

«Ο αιθέρας περιέχεται στο χώρο και το χρόνο και ως εκ τούτου είναι κάτι το υλικό, μολονότι η βασική του σύσταση σε σύγκριση με την πυκνή ύλη ενός γήινου κόσμου είναι σχεδόν αβαρής».

Από τις νέες αποκαλύψεις καθίσταται σαφές ότι το πνεύμα του αιθέρα ή αλλιώς τα «αιθερικά πνεύματα» εμπεριέχονται στην ατμό­σφαιρα και το σώμα της Γης και σε οτιδήποτε αυτή παράγει. Αυτή η εν μέρει καθαρά πνευματική και εν μέρει φυσική ζωτική ουσία είναι ως εκ τούτου ο τροφοδότης και ο συντηρητής ολόκληρης της υλικής δημιουργίας και μπορεί να θεωρηθεί ως το καθαυτό ζωντα­νό δομικό υλικό και πρωταρχικό στοιχείο της ύλης. Περαιτέρω λέ­γεται για τη φύση του αιθέρα στο «Μ.Ε.Ι.» VII 72, 3-4:

«Εάν ανέλθουμε υψηλότερα, περίπου δέκα ώρες πάνω από τη Γη, δεν θα συναντήσουμε πια αέρα όπως αυτόν που μας περιβάλλει ε­δώ, αλλά καθαρότατο αιθέρα, που στα μάτια σας βέβαια θα ήταν ένα απόλυτο τίποτα.

Όμως αυτός ο αιθέρας, παρά τη φαινομενική του ανυπαρξία, δεν είναι τόσο ανύπαρκτος όσο φαίνεται, καθ’ όσον εμπεριέχει όλα τα αμέτρητα στοιχεία και υλικά, αλλά σε μια ακόμη πιο ελεύθερη κα­τάσταση από ό,τι στον πιο καθαρό ατμοσφαιρικό αέρα της Γης.

Όλες οι δυνάμεις αυτές είναι ακόμη πιο ελεύθερες στον αιθέρα και μάλιστα είναι πολύ πιο συναφείς και συγγενικές με το πρωταρ­χικό πυρ και φως. Αυτές δίνουν τροφή στον αέρα της Γης, αυτός με τη σειρά του στο νερό, αυτό πάλι στη γη και σε οτιδήποτε ζει πάνω της.

Αφού, λοιπόν, όλα αυτά εμπεριέχονται στον αιθέρα, άρα είναι έ­να σημαντικότατο «κάτι» και όχι ένα τίποτα, όσο κι αν στις αισθή­σεις σας δίνει αυτή την εντύπωση. Πάντως, ο αιθέρας δεν είναι κά­τι το καθαρά πνευματικό, παρά εσωτερικά μοιάζει πιο πολύ με την ουσία της ψυχής, αλλά μόνο από την άποψη ότι είναι ένας φορέας που βρίσκεται μέσα στο χώρο μέσω του οποίου αναρίθμητες αρχέ­γονες δυνάμεις, προερχόμενες από τον Θεό, συναντώνται, συνδέο­νται και εν τέλει δρουν από κοινού».

Αναφορικά με τη φύση του αιθέρα, δίνονται επιπρόσθετα στοι­χεία στα «Μυστικά της Φύσης» του Γιάκομπ Λόρμπερ. Σήμερα, η ενέργεια του αιθέρα παρουσιάζεται με διάφορα ονόματα στη σχε­τική φιλολογία και στα ΜΜΕ, όπως: κοσμική ενέργεια, ενέργεια τον αιθερικού πεδίου, ενέργεια τον πεδίου βαρύτητας, υπερενέργεια, συνεργετική ενέργεια, ενέργεια τον μηδενικού σημείου, ελεύ­θερη ενέργεια, οργόνη (κατά Βίλχελμ Ράιχ), πράνα, τσι (στα κινέ­ζικα) ή κι (στα ιαπωνικά, εξ ου και τάι τσι, ρέικι κ.ο.κ.). Όπου, λοι­πόν, εμφανίζονται τέτοιοι όροι, πρόκειται πάντα για την ίδια ενέρ­γεια, αυτή του αιθέρα.

Με τη μορφή του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού ο αιθέρας αποτελεί την πρωτογενή μορφή της υλικής ενέργειας. Οι μορφές αυτές είναι λίγο ως πολύ είτε, κυρίως, ηλεκτρο-μαγνητικές ή μαγνητικο-ηλεκτρικές και από αυτό προκύπτει η πολικότητα, η οποία υφίσταται μόνο στον υλικό κόσμο και όχι στους αμιγώς πνευματι­κούς κόσμους του Ουρανού. Από αυτή τη σκοπιά, τα άτομα του αι­θέρα είναι μικροσκοπικότατα άτομα φωτός («σφαιροειδή ζωάρια φωτός ή αιθέρα» στη λορμπερική ορολογία).

Με βάση τα παραπάνω, η αιθερική ενέργεια, που φυσικά πηγά­ζει επίσης από τον Θεό, πλημμυρίζει το άπειρο και είναι παντού ενεργή. Αν και κινείται βέβαια σε μια κατάσταση πιο ελεύθερη α­πό την καθαυτό ύλη, ανήκει και η ίδια στην ύλη.

Η φυσική επιστήμη δεν αμφισβητεί σήμερα την ύπαρξη του αι­θέρα, καθ’ ότι ήδη από τον καιρό του Ισαάκ Νιούτον (Νεύτωνα) έ­γινε αποδεκτό ότι στον ελεύθερο χώρο πρέπει να υπάρχει ένα εν­διάμεσο στοιχείο ή μέσο διάδοσης μέσω του οποίου μεταδίδονται η θερμότητα, η βαρύτητα, το φως και άλλες ενεργειακές μορφές υ­πό τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, τα οποία προωθούνται μέσω δονήσεων.

Τα λεπτότατα σωματίδια του αιθέρα διαθέτουν στο κέντρο τους ένα πνευματικό τμήμα, που τους έχει δοθεί από τον Θεό, χάρη στο οποίο τούς προσδίδεται απέραντη διάρκεια και ακατάπαυστη ώ­θηση για εξέλιξη, διατήρηση και πρόοδο.

Κάθε άτομο αιθέρα ναι μεν είναι κάτι το ασώματο, εντούτοις έχει μορφή και περικλείεται από κάποια όρια, γιατί διαφορετικά θα διαλυόταν στο άπειρο. Συνεπώς κάθε άτομο, παρά το απειροελά­χιστο μέγεθος του, διαθέτει διαστάσεις ύψους, πλάτους και βάθους. Επιπλέον δε εμπερικλείει ένα θεϊκό σπινθήρα (που δεν πρέπει να συγχέεται με το θεϊκό σπινθήρα στην καρδιά της ανθρώπινης ψυ­χής!), μέσω του οποίου ο Δημιουργός είναι πανταχού παρών και παντογνώστης.

Εκτός αυτού, λέγεται στο «Μ.Ε.Ι.» του Ιάκωβου Λόρμπερ: «Τού­το το αεριο-φυσικο-πνευματικό πυρ, που συνήθως αδρανεί, αν και εύκολα διεγείρεται υπό ορισμένες συνθήκες και καθώς ενεργοποιεί­ται, τότε γίνεται φανερό, θα το ονομάσουμε ήλεκτρον ή ηλεκτρικό πυρ, όπως είναι γνωστό από τους αρχαίους Αιγυπτίους, Φοίνικες και Έλληνες.

Το πυρ αυτό είναι το καθαυτό στοιχείο ζωής στον αέρα, χάρη στο οποίο ζει, διαμορφώνεται ως ον, παίρνει από φυσική άποψη ζωή και κύρια τροφή ολόκληρη η Γη και καθετί εντός της και πάνω της. Το πυρ αυτό πλημμυρίζει όλο τον απέραντο χώρο της θεϊκής δη­μιουργίας και στην τελείως αδρανή του κατάσταση συνιστά τον αι­θέρα, στον οποίο κολυμπούν, περίπου όπως τα ψάρια στο νερό, α­μέτρητα γιγάντια ουράνια σώματα».

Όσον αφορά τα ηλεκτρόνια, σύμφωνα με τη διδασκαλία στην Ντούντε, είναι κατά βάση αυτά που σε άλλες αποκαλύψεις, όπως του Λόρμπερ, αναφέρονται ως «άτομα αιθέρα ή φωτός», «ζωάρια φωτός» ή «μονάδες»:

«Στο κοσμικό διάστημα υπάρχουν απειράριθμοι σπινθήρες φω­τός που περιφέρονται με εκπληκτική ταχύτητα, οι οποίοι με την α­φάνταστη δύναμή τους διαλύουν και διασκορπίζουν το συμπυκνω­μένο, ανίσχυρο, αδρανές πνευματικό στοιχείο και στη συνέχεια συλ­λαμβάνουν και περικλείουν τις αμέτρητες μεμονωμένες ουσίες που απελευθερώνονται.

Αυτοί οι σπινθήρες φωτός σε σας τους ανθρώπους είναι γνωστοί ως ηλεκτρόνια, ως η βασική ουσία της ύλης. Όμως, δεν γνωρίζετε για την προέλευση τους και το πνευματικό τους έργο, εάν δεν το δι­δαχθείτε δια της πνευματικής οδού».

«Υπάρχουν όμως επίσης πολύ μικρά έως και μικροσκοπικά έμβια όντα, τα οποία δεν μπορεί να διακρίνει το ανθρώπινο μάτι. Αλλά α­κόμη και για το πιο τέλεια εξοπλισμένο μάτι είναι αόρατα, επειδή κι­νούνται με τέτοια ταχύτητα που δεν μπορεί να τα παρακολουθήσει. Η δύναμή τους είναι ασύλληπτη, αποτελούν δε κατά κάποιο τρόπο τον πυρήνα όλης της δημιουργίας που είναι ορατή ως ύλη από τον άν­θρωπο. Αποτελούν το θεμελιακό στοιχείο, την πρώτη διαμόρφωση που λαμβάνει η δύναμη που πηγάζει από τον Θεό’. Πρόκειται για συ­μπυκνωμένη ακτινοβολία του Θεού, για ζωντανά μορφώματα σε α­μέτρητη ποικιλία και πληθώρα. Όταν ενωθούν μεταξύ τους, γίνονται πλέον ορατά ως ύλη · μέχρι τότε όμως κινούνται με αστραπιαία τα­χύτητα, επειδή βρίσκονται στη φάση της αλληλοαναζήτησης, όπου το ένα ωθείται προς το άλλο. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για πνευματι­κές υπάρξεις ασύγκριτης ισχύος, οι οποίες περιφέρονται αδέσμευτες και ελεύθερες, ώσπου να συναντηθούν και να συμπυκνωθούν όλο και περισσότερο, για να μπορέσουν να πάρουν μια μορφή».

«…Δεν υπάρχει πιο συνταρακτική ανακάλυψη στην επίγεια ζωή από τη διαπίστωση ότι στο απειροελάχιστα μικρό βρίσκεται η αρ­χή της τεράστιας δημιουργίας και ότι το κάθε δημιούργημα θα μπο­ρούσε να διαιρεθεί άπειρες φορές, εφ’ όσον αυτό το έργο θα γινό­ταν με τη βοήθεια του Θεού».

«Με τον τρόπο αυτό προέκυψε μια ασύλληπτη ζωντάνια και κι­νητικότητα στο σύμπαν, γιατί η θεία δύναμη γεννάει από μόνη της αιώνια ζωή και δραστηριότητα. Με τη συνένωση λοιπόν των απει­ροελάχιστων σπινθήρων δύναμης η ζωή πολλαπλασιάστηκε. Συνέ­λαβε τα νεκρά, χωρίς δύναμη στοιχεία που βρίσκονταν στο σύμπαν εφ’ όσον έδειχναν πρόθυμα να συλληφθούν, προκειμένου να συμπεριληφθούν στην αναπτυσσόμενη δραστηριότητα. Το ζωντανό περιέκλεισε το νεκρό κρατώντας το δέσμιο, αλλά όχι με μίσος παρά με αγάπη, γιατί η δύναμη του Θεού είναι αγάπη και δεν αλλάζει ποτέ η φύση της.

Όσο λοιπόν αυτοί οι μικροσκοπικοί σπινθήρες δύναμης περιφέρο­νται στο διάστημα και παραμένουν ελεύθεροι, δηλαδή σε διαρκή κί­νηση, δεν μπορεί να γίνει ακόμη λόγος για ύλη, αν και πρόκειται για την αρχή της ύλης, όπου οι σπινθήρες δύναμης, τα ηλεκτρόνια με άλ­λα λόγια, είναι κατά έναν τρόπο τα πρωταρχικά συστατικά στοιχεία της ύλης. Ύλη θα γίνουν όταν θα έχουν πλέον στερεοποιηθεί, με άλ­λα λόγια όταν προκληθεί μια σκλήρυνση που οφείλεται στο γεγονός ότι τα ανώριμα όντα εμποδίζουν τα ηλεκτρόνια στην κινητικότητα τους και αυτά με τη σειρά τους δεσμεύουν τα πρώτα στον κλοιό τους. Έτσι η ακτινοβολία της θείας δύναμης μειώνεται για ένα ορισμένο διάστημα ως προς την ενέργειά της, σύμφωνα με το θέλημα του Θε­ού, έως ότου αρχίσει να υποχωρεί η αντίσταση των δέσμιων όντων. Τότε η θεϊκής προέλευσης δύναμη παρουσιάζει και πάλι κινητικότη­τα, ενώ μία αδιόρατη ζωή μπορεί να παρατηρηθεί ακόμη και μέσα στην πιο πυκνή ύλη, όταν λήξει πλέον ο χρόνος της φυλάκισης μέσα της για το πνευματικό στοιχείο [και αρχίσει η αποσύνθεση].

Επομένως τα ηλεκτρόνια, όσο κινούνται ελεύθερα, αποτελούν μεν πνευματικές οντότητες, δεν ανήκουν όμως στην οντότητα μιας αν­θρώπινης ψυχής, που βρίσκεται σε εξέλιξη μετά από ένα τεράστιο χρονικό διάστημα. Αντίθετα, στην ανθρώπινη ψυχή ανήκουν οι ανώ­ριμες οντότητες, δηλαδή τα δεσμευμένα πνευματικά στοιχεία που μπαίνουν τώρα στη διαδικασία της σταδιακής τους εξέλιξης που τε­λειώνει στην ανθρώπινη βαθμίδα.

Τα ηλεκτρόνια είναι καθαρή θεία δύναμη και συνεπώς ακατάστρεπτα, συνιστούν δε κατά κάποιο τρόπο το πέρασμα από το πνευ­ματικό στο φυσικό βασίλειο. Πρόκειται για μια ακτινοβολία του Θεού, η οποία παίρνει μορφή όταν εισέρχεται στο επίγειο πεδίο, εφόσον δεν μπορεί να γίνει καν λόγος για μορφή σε τέτοιες ασύλ­ληπτα μικρές διαστάσεις. Το καθαρά θείο συνδέεται από αγάπη και ευσπλαχνία με το ατελές, γιατί αλλιώς αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να ανελιχθεί».

Τι είναι η ύλη

Στον Λόρμπερ εμφανίζεται άλλος ένας όρος, αυτός του «ιδιαίτε­ρου πνεύματος».

Από το «Μεγάλο Ευαγγέλιο» και το κείμενο της Μπέρτα Ντούντε περί ηλεκτρονίων που παρατέθηκε πριν, είναι προφανές ότι, όπου αναφέρεται το «ιδιαίτερο πνεύμα» ή τα ηλεκτρόνια, πρόκει­ται για τα «άψυχα περιβλήματα» που δεν αποτελούν δηλαδή μέρος μιας έκπτωτης ψυχής, για τα οποία γίνεται συχνά λόγος.

Ο ρόλος τους είναι να φυλακίσουν μέσα σε μια υλική φόρμα το «κακό», δηλαδή έκπτωτο πνευματικό στοιχείο των ψυχικών ουσιών. Αφ’ ετέρου δε έχουν την αποστολή να συνδεθούν με αυτό το πνευ­ματικό, ώστε αποσπώντας το έτσι από τον πνευματικό θάνατο, να το επαναφέρουν στη ζωή. Έτσι θα το οδηγήσουν στη γνωστή πο­ρεία δια μέσου της ύλης συμφωνά με το θεϊκό σχέδιο σωτηρίας, για να του εξασφαλίσουν τη δυνατότητα επιστροφής στην πρωταρχική του κατάσταση.

Οι διδασκαλίες στην Ντούντε επικυρώνουν τον Λόρμπερ, αφοΰ επιβεβαιώνουν ότι τα ηλεκτρόνια είναι καθαρή δύναμη, που προ­έρχεται από τον Θεό, που όμως δεν πρέπει να συγχέεται με το Άγιο Πνεύμα. Η δύναμη αυτή συνιστά μια ήδη συμπυκνωμένη θεϊκή ακτι­νοβολία, η οποία παίρνει μορφή (ύλη) με το που περιβάλλει τις με­μονωμένες ψυχικές ουσίες κι έτσι γίνεται η «πρώτη ύλη» για τη γέ­νεση της ύλης.

Με άλλα λόγια, ο λορμπερικός όρος «ιδιαίτερα πνεύματα» δεν πρέπει να δημιουργήσει την παρανόηση ότι πρόκειται για κάποια ξεχωριστά πνεύματα, όπως είναι π.χ. τα αρχέγονα πνεύματα (οι άγγελοι), διότι είναι απλώς οι σπινθήρες δύναμης των ηλεκτρονί­ων που εξαποστέλλει ο Δημιουργός στον κόσμο της ύλης, για να βοηθήσουν στην πνευματοποίησή της.

Με άλλα λόγια, θα μπορούσε κανείς να τα ονομάσει «μικροπνεύματα», που παρόμοια με το θεϊκό σπινθήρα του ανθρώπου, αποτε­λούν μια απειροελάχιστη μικρογραφία του Θεού, αλλά με τη δια­φορά ότι σε σχέση με τον θεϊκό σπινθήρα της ψυχής έχουν μια πιο συμπυκνωμένη και συνεπώς υλική μορφή. Ωστόσο, και η δική τους ουσία είναι επίσης θεϊκή δύναμη αγάπης.

Σε ένα κεφάλαιο με τίτλο «Περίβλημα και ψυχή» από το «Μ.Ε.Ι.» II 232 του Λόρμπερ ο Κύριος αποκαλύπτει σχετικά:

«Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια πράγματα στην ύλη που δεν πρόκει­ται να αποτελέσουν ποτέ μέρος μιας ψυχής. Πρόκειται συγκεκρι­μένα για την ύλη που αποτελεί τα περιβλήματα, στα οποία εγκλεί­εται συνεχώς το ένα ή το άλλο απομονωμένο ψυχικό στοιχείο, ώ­σπου να αποκτήσει μια ορισμένη ωριμότητα, που συνεπάγεται ένα βαθμό ανεξαρτησίας. Όταν, λοιπόν, φτάσει σε αυτή την ωριμότη­τα, τότε διαρρηγνύει την “κάψα ” που το περιβάλλει και την ίδια στιγμή ενώνεται με άλλα απελευθερωμένα, μεμονωμένα στοιχεία που του μοιάζουν ή τουλάχιστον με άλλα που του ταιριάζουν. Έτσι κατασκευάζει αμέσως από τα αντίστοιχα στοιχεία του αέρα, της γης και του νερού πάλι ένα νέο περίβλημα. Αυτή τη διαδικασία μπο­ρείτε να τη δείτε με τους σπόρους των φυτών, των δέντρων και των θάμνων ή πολύ χειροπιαστά επίσης με τα αυγά των εντόμων, των πουλιών και, τέλος, των υδρόβιων ζώων.

Αυτή η περιβολή των ψυχικών στοιχείων με ύλη οφείλεται απλά στη θεία βούληση που σύμφωνα με τη θεία τάξη κρατά την ύλη στε­ρεή. Ως εκ τούτου από μόνο του το περίβλημα μέσα του δεν έχει κα­μία ψυχική νοημοσύνη. Απλά είναι ένα απαραίτητο μέσο, χάρη στο οποίο ένα ψυχικό νοήμον στοιχείο μπορεί να ξεφύγει από την απομόνωση του και σαν από μόνο του με τον καιρό να διαμορφωθεί σε μία πραγματικά τελείως ανεξάρτητη και ελεύθερη ύπαρξη, πράγ­μα που όντως γίνεται στην πράξη.

Συνεπώς, ο υλικός κόσμος αποτελείται κατά 2/3 από ψυχές (έκ­πτωτα πνεύματα). Το άλλο 1/3 είναι άψυχο περίβλημα, που λει­τουργεί ως φορέας για την ψυχική ζωή, που κατ’ αρχάς είναι απο­μονωμένη, αλλά στη συνέχεια γίνεται όλο και πιο συγκεντρωμένη, ώσπου στο τέλος γίνεται τελείως στερεή, σύνθετη και ώριμη.

Για το λόγο αυτό η ύλη του περιβλήματος ή η στερεοποιημένη θε­ϊκή βούληση αποτελεί ένα μέσο που υπηρετεί την απελευθέρωση του πνεύματος. Με το πέρασμά τους μέσα από αυτήν, τα αρχέγο­να πνεύματα που έπεσαν μαζί με τον Εωσφόρο, μπορούν να απο­κτήσουν σύμφωνα με την υφιστάμενη τάξη ξανά την τέλεια ανεξαρτησία και ελευθερία που είχαν, αν και φυσικά από έναν πολύ μα­κρύτερο δρόμο σε σύγκριση με εκείνον της πρώτης περιόδου [της πνευματικής δημιουργίας]».

 

Τελικές παρατηρήσεις

Στο βιβλίο αυτό δείξαμε ότι υπάρχουν πολλές διαβαθμίσεις στο δρόμο προς την αλήθεια, καθώς υπάρχουν πολλές θεωρήσεις του θέματος αυτού. Ως εκ τούτου, είναι πολλοί οι δρόμοι που υπάρ­χουν, αφού εκτός από τον κυρίως άξονα υπάρχουν και άλλα μο­νοπάτια. Παρ’ όλο όμως που υπάρχουν όλες αυτές οι διαφορετι­κές δυνατότητες, ωστόσο, εφ’ όσον λαμβάνει κανείς σαν οδηγό το θείο Λόγο, δεν μπορεί πια να θεωρεί την αλήθεια ως σχετική. γιατί από τη στιγμή που ασπάζεται το Λόγο ως αλάθητο κριτήριο, τότε συνακόλουθα η αλήθεια γι’ αυτόν είναι μόνο μία και βρίσκεται μόνο στον Θεό. Η αντίθετη άποψη αποτελεί μια κακώς εννο­ούμενη ανεκτικότητα και πλουραλιστική τάση, που στην εποχή της σχετικοποίησης της αλήθειας στην ουσία δυναμιτίζει τα θε­μέλια της αλήθειας. Γι’ αυτό λέγεται στην Ντούντε, χωρίς περι­θώρια παρανοήσεων:

«Ο Θεός παραμένει μέσα Του πάντα ο ίδιος και θα μείνει αιώνια ο ίδιος, ακριβώς όπως η βούληση Του μετατρέπεται αέναα σε πρά­ξη, σε αντιστοιχία με το αιώνιο σχέδιο Του.

Ποτέ δεν θα μπορεί να πει ένας άνθρωπος ότι έλαβε ως αλήθεια από τον Θεό κάτι που αποκλίνει από τον αιώνιο Λόγο Του, γιατί ο Λόγος Του δεν αλλάζει στην αιωνιότητα. Ό, τι αποκαλύπτει με τους προφήτες και τους ενορατικούς, εκπληρώνεται πάντοτε σύμφωνα με το Λόγο Του. Μονάχα ο άνθρωπος μπορεί να παρανοεί το νόημα του Λόγου και γι’ αυτό προκύπτει συνέχεια η ανάγκη να ενημε­ρώνονται οι άνθρωποι για το πώς θέλει ο Θεός να ερμηνεύουν το Λόγο Του».

Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος, εάν είναι κατ’ αρχήν α­παραίτητο να διαθέτει καν όλη αυτή τη γνώση. Η απάντηση που δί­νεται με την πένα της Ντούντε και του Λόρμπερ, αντίστοιχα, είναι η εξής:

«Όσο πιο βαθιά σας μυώ στο προαιώνιο σχέδιο Μου για τη σωτη­ρία σας, τόσο πιο πολύτιμη εργασία μπορείτε να προσφέρετε. Για­τί είσαστε ικανοί να υπηρετήσετε σαν δάσκαλοι τους συνανθρώπους σας, μόνο όταν κατέχετε εσείς οι ίδιοι μια μεγάλη γνώση».

Και στο «M.E.I.» IV 121, 15 λέγεται:

«Δεν σας διδάσκω μόνο για δική σας κατανόηση, αλλά για να γί­νετε δάσκαλοι, καθοδηγητές και οδοδείκτες για τους τυφλούς αδελ­φούς και τις αδελφές σας. Γι’ αυτό άλλωστε χρειάζεται να εισαχθεί­τε ακόμη πιο βαθιά στα μυστικά της βασιλείας Μου και της Οντότητάς Μου και πρέπει να γνωρίσετε, επίσης, την ολότητα τον αν­θρώπου, αρχίζοντας από τα βάθη της αρχής της γένεσής του έως την ύψιστη τελειοποίησή του και την πλήρη εξομοίωση του με τον Θεό».

Εννοείται ότι το εάν κατέχει κάποιος πολλή ή λίγη γνώση, εξαρ­τάται επίσης από τη δραστηριότητα και την ενασχόλησή του με τα πνευματικά πράγματα. Είναι εύλογο ότι όποιος δεν είναι πολύ δρα­στήριος στα πνευματικά, ικανοποιείται με λίγες μόνο γνώσεις και εμπειρίες. Αλλά στην επιστολή του Β’ 3,18 ο Πέτρος παροτρύνει: «Να προοδεύετε στη χάρη και στη γνώση του Κυρίου μας και σω­τήρα Ιησού Χριστού».

Φυσικά, μια παράμετρος πνευματικής προόδου είναι το να είναι κανείς ανοικτός και δεκτικός απέναντι στη γνώση που του προσφέ­ρεται από ψηλά. Αλλά, όπως λέγεται εύστοχα στην Ντούντε:

«Δεν είναι η ίδια η γνώση που συνιστά την ευτυχία, παρά η α­ξιοποίηση της γνώσης, επειδή γι’ αυτό είναι απαραίτητη η αγάπη και μόνο η αγάπη φέρνει το αίσθημα της ευτυχίας. Το να έχει α­φομοιώσει κάποιος μια εκτεταμένη γνώση, δεν εξασφαλίζει αυτό­ματα και την κατοχή της ίδιας της γνώσης. Γιατί οτιδήποτε αποκτήθηκε μέσω μιας εγκεφαλικής δραστηριότητας είναι εξ ίσου ε­φήμερο με κάθε γήινη γνώση, ακόμη κι αν είναι πνευματικού πε­ριεχομένου.

Είναι μια γνώση νεκρή, που ούτε στη Γη έχει κάποιο ζωντανό α­ποτέλεσμα, στον άλλο κόσμο δε εξαφανίζεται τελείως, αφού μόνο η αγάπη δίνει ζωή στο γράμμα μιας διδασκαλίας. Μόνο η αγάπη δί­νει κατανόηση για την πνευματική γνώση και ανάγει αυτή τη γνώ­ση σε μια πηγή ευτυχίας. Επιπλέον, όποιος έχει αγάπη μοιράζεται μόνιμα με τους άλλους αυτό που κάνει τον ίδιο ευτυχισμένο, για να ευτυχήσουν και οι άλλοι μαζί του. Όμως, για να αποδώσει η γνώση ένα τέτοιο αίσθημα ευτυχίας, πρέπει να την αποδέχεται κανείς με αγάπη στην καρδιά».

Σύμφωνα με τα παραπάνω, λοιπόν, η πνευματική γνώση αποδί­δει καρπούς, όταν ο αναζητητής αναγνωρίζει την ορθότητά της και σαν συνέπεια από απλός αναγνώστης ή ακροατής μεταβάλλεται σε έμπρακτο ακόλουθο της διδασκαλίας κι έτσι την αξιοποιεί κάνοντάς την πράξη, οπότε και δεν εξαπατά τον εαυτό του (Επιστολή Ιακώβου 1, 22).

Αναμφισβήτητα η γνώση της αλήθειας είναι πολύ σημαντική για το κάθε άτομο, αλλά και για τον περίγυρο του, όπου τη μεταφέρει· ιδίως μάλιστα στην αναμενόμενη εποχή του τέλους της παρούσας εξελικτικής περιόδου της Γης μια τέτοια γνώση μπορεί να αποδει­χτεί πραγματικά σωτήρια, τόσο γι’ αυτούς που τη δέχονται ανεπιφύλακτα όσο και για εκείνους που σε πρώτη φάση την απορρίπτουν εν μέρει ή ολοκληρωτικά.

Γιατί όταν βρεθούν στη δίνη των εξελίξεων και χάσουν κάθε άλ­λο στήριγμα, θα επανέλθει στη μνήμη τους αυτή η γνώση, είτε σε αυτό τον κόσμο ή στον άλλο. Και τότε ίσως να αξιοποιήσουν επω­φελέστερα το κεφάλαιο αυτής της γνώσης, υπό το βάρος των γεγο­νότων που θα αποδεικνύουν αυτά που προηγουμένως τους φαίνο­νταν απίθανα.

Αναμφίβολα, σε πολύ πλεονεκτικότερη θέση βρίσκεται όποιος ασχολείται συνειδητά με το θέμα της πνευματικής του προόδου έ­γκαιρα και όχι υπό την πίεση δυσάρεστων ή κρίσιμων καταστάσε­ων είτε στην προσωπική του ζωή είτε στη ζωή της ανθρωπότητας. Αλλά αυτό βέβαια με την προϋπόθεση ότι δεν γίνεται απλά μιμη­τής, συλλέκτης, μηρυκαστής ή σποραδικός εραστής κάποιων διδα­σκαλιών, παρά τις επεξεργάζεται με ενδελέχεια και εφ’ όσον τις ενστερνιστεί, τις ακολουθεί με συνέπεια.

Στην Μπέρτα Ντούντε δίνονται πολύτιμες οδηγίες προς τους πνευματικούς αναζητητές, ώστε να μπορέσουν να βρουν αλάθητα το δρόμο τους:

«Κάθε διδασκαλία που προσλαμβάνει ο άνθρωπος γίνεται πνευ­ματική του ιδιοκτησία μόνο όταν την αφομοιώσει με την καρδιά του. Αυτό σημαίνει ότι πρώτα την επεξεργάζεται ο ίδιος διεξοδικά στις σκέψεις του και στη συνέχεια την ασπάζεται. Και τότε μόνο μπορεί να τη μεταδώσει παρακάτω ως ζωντανή αλήθεια».

«…Όσο δεν συνειδητοποιεί κάποιος ότι βρίσκεται σε λάθος δρό­μο, δεν κοιτάζει γύρω του για να ανακαλύψει τον αληθινό. Και οι άνθρωποι πιστεύουν ότι πηγαίνουν στη σωστή κατεύθυνση, επειδή έτσι τους έχουν πείσει κάποιοι καθοδηγητές, που ούτε οι ίδιοι όμως δεν έχουν βρει ακόμη το σωστό δρόμο.

Το κάθε άτομο αφήνεται ελεύθερο να βρει το δρόμο του, ωστόσο έμμεσα του δίνεται συνεχώς βοήθεια. Οι σκέψεις του το προτρέπουν να αναρωτηθεί για το νόημα της ύπαρξης του και να αναλογιστεί πώς θα σταθεί μπροστά Μου, όταν θα πρέπει να Μου δώσει λογα­ριασμό για τη ζωή του και τις πράξεις του.

Εάν δε ασχοληθεί για μεγαλύτερο διάστημα με τέτοιες εσωτερι­κές ερωτήσεις, τότε κι Εγώ θα του τις απαντήσω, καθώς το μόνο που ζητώ γι’ αυτό είναι να στραφεί συνειδητά με τη βούληση του προς το μέρος Μου. Τότε δεν θα το εγκαταλείψω ποτέ πια, ώσπου να βαδίσει στο σωστό δρόμο, όπου θα αναζητεί μόνο Εμένα και εί­ναι απόλυτα βέβαιο ότι θα Με βρει».

«Όποιος όμως διαθέτει ήδη μια ορισμένη γνώση και δεν είναι πρό­θυμος να την αποχωριστεί, όποιος έχει ασπαστεί μια γνώση δίχως να έχει εξετάσει εξονυχιστικά εάν είναι αληθινή, όταν του προσφέρ­θηκε από μια εξωτερική πηγή, αυτός ο άνθρωπος αρκείται σε αυ­τή και δεν δείχνει να διακατέχεται από μεγάλο πόθο να βρει την α­λήθεια.

Δ εν στοχάζεται καθόλου γι’ αυτά τα πράγματα και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό να του δοθεί διαφώτιση, εάν βρίσκεται σε πλάνη. Έτσι, μέσα του θα μείνει στο σκοτάδι, γιατί του λείπει το φως με το οποίο ερμηνεύονται και φωτίζονται σωστά όλες οι συνισταμένες και οι σχέσεις τους. Αυτό που του λείπει είναι η γνώση της αλήθειας, η οποία θα τον έκανε ευτυχισμένο κι εντούτοις είναι της γνώμης ότι την κατέχει, επειδή υιοθετεί δίχως σκέψη και δίχως έλεγχο ό,τι του παρουσιάζουν άλλοι σαν αλήθεια».

«Όταν σας πλησιάζω Εγώ, δεν επιτρέπεται να Με βάζετε στην ί­δια μοίρα με άλλους δασκάλους, που δεν μπορούν να σας προσφέ­ρουν κάτι ισάξιο, αφού δεν έχουν διδαχθεί άμεσα από Μένα. Εάν όμως μας αξιολογείτε το ίδιο, τότε δεν είσαστε άξιοι για το δώρο Μου, γι’ αυτό και θα το πάρω πίσω και βέβαια δεν θα σας προσφερ­θεί τόσο εύκολα μια δεύτερη φορά. Στοχαστείτε το αυτό σοβαρά και σννειδητοποιήστε τι είναι αυτό που παραπετάτε.

Πάρτε σοβαρά αυτή την προειδοποίηση και την προτροπή, γιατί διατρέχετε τον κίνδυνο να χάσετε ανυπολόγιστα πολλά».

«Την αλήθεια σάς την προσφέρω πάντα με έναν τρόπο κατανοη­τό για σας, γιατί διαφορετικά κι αυτή ακόμη δεν θα σας παρείχε φως. Εφ’ όσον δε Εγώ, ως χορηγός της αλήθειας, αποβλέπω στο να σας χορηγήσω την αλήθεια και να σας οδηγήσω σε μια γνώση που ευνοεί την ανέλιξη σας, άρα ασφαλώς δεν χρειάζεστε να αναζητά­τε πια την αλήθεια κάπου αλλού· αλλά μπορείτε να αρκεστείτε σε αυτά που σας προσφέρει η αγάπη Μου και με τη μορφή Μου σας προσφέρονται».

«Να λαμβάνετε πάντοτε υπ’ όψη σας ότι η εποχή που ζείτε είναι αυτή του τέλους και ότι θα σας φέρει αντιμέτωπους με πάρα πολ­λές εκπλήξεις, κάθε μορφής. Ένα πράγμα είναι πάντως βέβαιο, ότι εσείς οφείλετε να ακολουθείτε πιστά τις αποκαλύψεις Μου, το Λό­γο Μου, που σας δίνεται από τον ουρανό. Γιατί και σ’ αυτό το ση­μείο θα πρέπει να ξέρετε ότι ο αντίπαλος Μου επιδιώκει να προ­καλέσει τεράστια σύγχυση, προσπαθώντας να ενσπείρει μεγάλες πλάνες στην αλήθεια. Κι αυτό θα το επιτύχει, για το λόγο ότι πολ­λές φορές οι άνθρωποι δεν έχουν καμία κριτική ικανότητα και τους λείπει το αφυπνισμένο πνεύμα.

Ωστόσο, έχουν τη δυνατότητα να προσευχηθούν να τους δοθεί το χάρισμα της σωστής κρίσης, αφού δεν αφήνω βέβαια να μένει σε πλάνη ο άνθρωπος εκείνος που επιθυμεί με συνέπεια την αλήθεια. Επιπλέον, σας παρέχω πραγματικά τη γνώση που χρειάζεστε για να δουλέψετε καλά στον αμπελώνα Μου, για Μένα και τη βασιλεία Μου στην εποχή που έρχεται. Έτσι, δεν είσαστε αναγκασμένοι να υιοθετήσετε ξένες γνώσεις που δεν σας δίνονται από Μένα».

«Όσο περισσότερο πλησιάζει το τέλος, τόσο περισσότεροι θα πα­ρουσιάζονται που θα ισχυρίζονται ότι έχουν δήθεν το θείο Λόγο και όλοι αυτοί θα θέλουν να διαδώσουν τα ψευδή μηνύματά τους και τότε είναι ανάγκη να διακρίνει κανείς από πού προέρχονται τα πνεύματα, καθ’ ότι ανάμεσά τους θα υπάρχουν αληθινά σατανικοί απεσταλμένοι, που δρουν για λογαριασμό του…»

Για το ίδιο θέμα οι παραινέσεις στον Ιάκωβο Λόρμπερ λένε:

«…Όσο κάποιος δεν κατευθύνει σε ευθεία γραμμή τα βήματά του σε Μένα σε ό,τι κάνει ή αποφεύγει να κάνει, όλες του οι πράξεις, οι κινήσεις και οι στάσεις στη ζωή του είναι μάταιες».

«Εάν δεν την έχεις πρώτα εξετάσει εξαντλητικά με τη νοημοσύνη και τη λογική σου, μην αποφασίσεις να μετατρέψεις σε ζωντανό καρπό καμία σκέψη και καμία ιδέα. Εάν η σκέψη περάσει με επι­τυχία αυτή τη δοκιμασία του φωτός και πυρός, τότε πια μπορείς να την κάνεις να καρποφορήσει ή να τη ζωντανέψεις ως πράξη».

Και η Καινή Διαθήκη βρίθει από αντίστοιχες επισημάνσεις, ό­πως στο Κατά Ματθαίο 24, 4-5, 22-23, Προς Κορινθίους Α’ 1, 19, Προς Κολοσσαείς 2, 8. 2, 16. 2, 18, Προς Θεσσαλονικείς Β’ 2, 10- 12, Προς Τιμόθεο Α’ 4, 1-5 και Β’ 4, 3-4, Ιωάννη Α’ 4, 1.

Επομένως, οδηγίες και συστάσεις στο δρόμο της αναζήτησης της αλήθειας υπάρχουν πολλές, αλλά σε τελευταία ανάλυση εξαρτά­ται από την προαίρεση του καθενός το αν τις λαμβάνει σοβαρά υ­πόψη του, καθ’ όσον όπως λέγεται στην Ντούντε:

«Όσο δεν βάζετε σε ενέργεια τη θέληση σας (σ.τ.μ.: για να βρείτε την αλήθεια και να διορθώσετε τα λάθη), επειδή αισθάνεσθε άνετα μέσα στην πλάνη ή δεν σας ενδιαφέρει τι είναι αυτό που πιστεύετε, αποκρούετε συνακόλουθα και την αλήθεια, όταν σας δίνεται η χά­ρη να σας προσφερθεί…».

«Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να προστατευτεί εάν αποτανθεί στον ίδιο τον Θεό και του ζητήσει να του χαρίσει το φως για να αναγνω­ρίσει την αλήθεια. Επομένως κανένας δεν μπορεί να φέρει ως επι­χείρημα ότι δεν είναι ικανός να κρίνει τι είναι αλήθεια και τι ψέμα. Εφ’ όσον συνδέεται με τον Θεό και τον παρακαλεί να φωτίσει το πνεύμα του, η διαίσθηση του θα του πει αν πρέπει να αποδεχθεί ή όχι τα πνευματικά προϊόντα που εξετάζει. Έτσι, θα έχει πάντοτε την εσωτερική βεβαιότητα ότι κρίνει σωστά, επειδή ξέρει ότι δεν καταλήγει μόνος του στις κρίσεις του, αλλά ότι είναι ο Θεός που εμπνέει και φωτίζει τις σκέψεις του».

 

 

Βιβλιογραφία

 

  • Εγγενστάιν Κουρτ «Ο άγνωστος προφήτης Γιάκομπ Λόρμπερ»
  • Λουτς Βάλτερ «Θεός και Δημιουργία»
  • Λουτς Βάλτερ «Η Πατρίδα της Ψυχής»
  • Λόρμπερ Γιάκομπ       «Δώρα του Ουρανού»

»           »             «Μυστικά της Φύσης»

»           »             «Γη και Σελήνη»

»           »             «Τα Παιδικά Χρόνια του Ιησού»

»           »             «Ο Δρόμος προς την Πνευματική Αναγέν­νηση»

»           »             «Η Επιστολή του Παύλου προς τους Λαοδικείς»

»           »             «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη»

  • Ντούντε Μπέρτα        «Το Πέρασμα στη Νέα Πνευματική Εποχή»

»          »             «Η Γέννηση της Νέας Γης»

  • Συλλογικό       «Προφητείες γύρω από το 2000»

»              «Τα Μυστήρια της Ζωής και της Δημιουργίας»

»              «Το Μεγάλο Μυστήριο»

»              «Η Εσωτερική Ζωή»

(Όλα τα παραπάνω από τις εκδόσεις Πύρινος Κόσμος).

  • Θωμάς Κεμπέσιος       «Η μίμηση του Χριστού»
  • Τερέζα της Άβιλα       «Το εσωτερικό κάστρο»
  • Ιωάννης του Σταυρού «Ανάβαση στο όρος Κάρμηλος»
  • «Μυστικές Εταιρίες» Εκδόσεις Αρχέτυπο

* Βλ. στο κεφάλαιο 3 σχετικά με την πνευματιστική μεταβίβαση σκέψης σε αντίθεση με την πνευματική έμπνευση.

* Βλ. εκτενέστερα το κεφάλαιο για τον αιθέρα στα «Μυστικά της φύσης».

[1] Σ.τ.μ.: για το θεϊκό σπινθήρα βλ. επίσης Βάλτερ Λουτς: «Ο Θεός και η Δημιουργία» και Μπέρτα Ντούντε: «Το πέρασμα στη νέα πνευματική εποχή»

[2] Σ.τ.μ. Για to θέμα της προηγουμένης υπόστασης της ψυχής και του εγκλεισμού της σε διάφορες υλικές μορφές βλ. «Το πέρασμα στη νέα πνευματική εποχή» της Μπέρτα Ντούντε.

* Σ.τ.μ. Ο όρος ενσωματώσεις εδώ εννοεί τις ενσωματώσεις μέσα στα φυσικά βασίλεια και δεν είναι ταυτόσημη με τη θεωρία της μετεμψύχωσης.

** Παρατήρηση: Σύμφωνα με τις νέες αποκαλύψεις στους Σβέντενμποργκ, Λόρμπερ, Ντούντε, τόσο το πνευματικό όσο και το υλικό σύμπαν έχουν τη μορφή ενός ασύλ­ληπτα μεγάλου ανθρώπου. Βλέπε Βάλτερ Λουτς «Ο Θεός και η Δημιουργία».

* Βλ. σχετικά: «Τα Μυστικά της Φύσης», Πύρινος Κόσμος 1996.

1 Σχετικά με την πτώση των αγγέλων βλ. τα «αντίστοιχα κεφάλαια στο “Μεγάλο Μυ­στήριο”.

2 Αναλυτικά για τα ηλεκτρόνια βλ. στο υποκεφάλαιο με τίτλο “Το Άγιο Πνεύμα και οι δυνάμεις του αιθέρα”.

* Σ.τ.μ.: Σχετικά με τη φύση δαιμόνων και διαβόλων βλ. Βάλτερ Λουτς “Θεός και Δη­μιουργία”.

* Σ.τ.μ.: Για την κατάταξη των ήλιων ανάλογα με το μέγεθός τους βλ. «Θεός και Δη­μιουργία» και «Μυστήρια της ζωής και της φύσης».

* Σ.σ.: Επομένως και οι υποτιθέμενοι εξωγήινοι.

* Σ.τ.μ.: Βλ. επίσης «Ο Θεός και η Δημιουργία» του δρα Βάλτερ Λουτς στο κεφάλαιο «Ο ήλιος είναι ένα δυναμό».

* Σ.τ.μ.: Η διαφορά αυτή παρουσιάζεται αναλυτικά στο τέταρτο κεφάλαιο.

* «Τα Παιδικά Χρόνια του Ιησού».

* Έχει δημοσιευτεί στα ελληνικά στη «Μεγάλο Μυστήριο».