Μπέρτα Ντούντε
Ποια ήταν η Μπέρτα Ντούντε; Στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο σημαντικό να ξέρει κανείς ποια ήταν η Μπέρτα Ντούντε. Πολύ πιο σημαντικό είναι να ελέγξει εάν τα όσα είχε τη χάρη να καταγράψει η γυναίκα αυτή προέρχονταν αληθινά από τον ίδιο τον Θεό. Και εφόσον αναγνωρίζει ότι πρόκειται όντως για λόγια του Πατέρα, να εναρμονίσει τη ζωή του με αυτά. Το ότι ο καθένας οφείλει να ελέγχει το καθετί που του προτείνεται να πιστέψει με την αξίωση ότι είναι αληθινά λόγια που προέρχονται από τον Θεό, το ξέρει όποιος γνωρίζει την Αγία Γραφή. Αυτός ο έλεγχος βέβαια δεν είναι τόσο απλός, ιδίως μάλιστα στην εποχή μας, την εποχή του τέλους. Αλλά εφόσον υπάρχει αληθινή αγάπη για την αλήθεια, εφόσον ακολουθούνται οι κατευθυντήριες γραμμές που μας δίνονται μέσα στη Βίβλο και επίσης εφόσον κανείς προσεύχεται με εσωτερικότητα στον Ιησού Χριστό για να τον φωτίσει σχετικά, τότε δεν είναι αδύνατη η διάκριση ανάμεσα στα αληθινά και στα τεχνηέντως φαινομενικά λόγια του Πατέρα.
Ένα από τα κριτήρια που έδωσε ο ίδιος ο Χριστός είναι ιδιαίτερα σημαντικό και είναι αυτό που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, κεφ. 7,15-21: «Προσέχετε τους ψευδοπροφήτες που σας έρχονται ντυμένοι με προβιά αρνιού, μέσα τους όμως είναι λύκοι αρπακτικοί. Θα τους αναγνωρίσετε από τους καρπούς τους. Μήπως μπορεί κανείς να μαζέψει σταφύλια από τα αγκάθια ή σύκα από τα τριβόλια; Το καλό το δέντρο κάνει καλούς καρπούς, το κακό δέντρο κάνει κακούς. Ένα καλό δέντρο δεν μπορεί να κάνει σκάρτους καρπούς ούτε το άχρηστο δέντρο να κάνει καλούς καρπούς. Όποιο δέντρο δεν κάνει καλούς καρπούς, το κόβουν και το καίνε. Επομένως θα τους αναγνωρίσετε από τους καρπούς τους.
Δεν είναι όποιος Μου λέει ‘‘Κύριε, Κύριε’’, που θα μπει στη βασιλεία των ουρανών, αλλά εκείνος που κάνει το θέλημα του ουράνιου Πατέρα Μου!»
Με αυτή την παρομοίωση ο Ιησούς εξηγεί ότι κάποιος μπορεί ν’ αναγνωρίσει το δέντρο από τους καρπούς του, αλλά και από το δέντρο να διαβλέψει τι είδους καρποί θα προκύψουν, τονίζοντας ιδιαίτερα ότι ένα κακό δέντρο δεν φέρνει καλούς καρπούς. Αυτό ισχύει για την πνευματική τοποθέτηση και δράση ενός ανθρώπου αλλά και για την προσωπική του ζωή και τη δραστηριότητά του.
Εάν, όλα όσα προβάλλονται ως αλήθειες, ελέγχονταν με σοβαρότητα σύμφωνα με τα κριτήρια που δίνονται στη Βίβλο, τότε δεν θα υπήρχαν τόσοι πολλοί άνθρωποι που δέχονται ανεπιφύλακτα ψεύτικες αποκαλύψεις ως «λόγια του Θεού» αλλά ούτε και τόσοι πολλοί από την άλλη που απορρίπτουν κάθε νέα αποκάλυψη.
Η Μπέρτα Ντούντε (1891-1965) ανάμεσα στο 1937 και στο 1965 κατέγραψε πάνω από 9.000 αποκαλύψεις που της δόθηκαν μέσω του «εσωτερικού Λόγου». Ο τρόπος που λάμβανε χώρα η πνευματική επικοινωνία με τον Θεό, ήταν ίδιος με κείνον που ίσχυε -μεταξύ άλλων- και στην περίπτωση του μεγάλου μύστη και προφήτη Γιάκομπ Λόρμπερ (1800-1864).
Δεν έλαβε δηλαδή κανένα απολύτως μήνυμα σε κατάσταση ύπνωσης (τρανς) ή ημιύπνωσης ούτε και μέσω της λεγόμενης «αυτόματης γραφής». Θα πρέπει αυτό να τονισθεί σε αντιδιαστολή με τον τρόπο μεταδόσεων των κατώτερων πνευμάτων, τα οποία επικοινωνούν κατά προτίμηση με τις παραπάνω μεθόδους. Αυτό όμως πέρα από τους κινδύνους που εμπερικλείει, σημαίνει επίσης και ένα δραστικό περιορισμό της ελεύθερης βούλησης και της προσωπικότητας του διαμέσου.
Η ίδια η Ντούντε περιγράφει τη θεόληπτη έμπνευση με αυτά τα λόγια:
«Η μετάδοση του ‘‘λόγου’’ γίνεται ως εξής: Μετά από μία κατανυκτική προσευχή και σύντομη αυτοσυγκέντρωση, αφουγκράζομαι μέσα μου. Οι σκέψεις αναδύονται από κει με ενάργεια, οι λέξεις ρέουν μεμονωμένες και ευκρινείς η μία μετά την άλλη…
Με αργό ρυθμό, ώστε να προλαβαίνω να γράφω, η κάθε φράση προστίθεται στην προηγούμενη. Καταγράφω τις λέξεις στενογραφικά, όπως γίνεται με μία υπαγόρευση, δίχως να συμμετέχω με τις σκέψεις μου ή να επεμβαίνω στη δομή του κειμένου. Ποτέ δεν πέφτω σε κατάσταση ύπνωσης ούτε σχηματίζω εγώ τις προτάσεις, παρά είναι σαν να ξεπηδούν οι λέξεις από μόνες τους, χωρίς εγώ να συλλαμβάνω το συνολικό νόημά τους κατά τη διάρκεια της καταγραφής.
Μετά από μέρες, καμιά φορά μάλιστα και εβδομάδες, μεταφέρω το στενογράφημα σε κανονική γραφή, χωρίς να το διαβάσω προηγούμενα ολόκληρο. Αντιγράφω τη μία λέξη μετά την άλλη, χωρίς να αλλάζω ούτε μία συλλαβή ή να ‘‘βελτιώνω’’ τίποτα και σε καμία περίπτωση δεν επεξεργάζομαι το νόημα ή το ύφος της υπαγόρευσης. Συνήθως η διάρκεια μιας τέτοιας υπαγόρευσης είναι περίπου μισή ώρα. Εδώ θα πρέπει να τονίσω με έμφαση ότι η όλη διαδικασία γίνεται χωρίς κανέναν εξαναγκασμό και χωρίς οποιαδήποτε κατάσταση έκστασης. Τα πάντα γίνονται απλά, με νηφάλιο πνεύμα, χωρίς να διεγείρεται ή να επηρεάζεται η θέλησή μου. Μπορώ ανά πάσα στιγμή να διακόψω και να συνεχίσω μετά από ώρες ή και μέρες από το ίδιο σημείο που κόπηκε η πρόταση. Η υπαγόρευση συνεχίζεται ρέοντας κανονικά, χωρίς να διαβάσω απ’ αρχής τα προηγούμενα».