ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΣΜΟΣ

«Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή κανείς δεν έρχεται στον Πατέρα αν δεν περάσει από Εμένα».

 (Κατά Ιωάννη 14,6)

 

headerΤο έδαφος πάνω στο οποίο στηρίχτηκε καταρχήν ο χριστιανισμός ήταν ο ιουδαϊσμός. Την εποχή του Ιησού Χριστού οι κεντρικές αρχές του ιουδαϊσμού με βάση την Π. Διαθήκη ήταν οι εξής :

  • Η μονοθεΐα, η πίστη σε έναν Θεό που είναι δημιουργός και άρχων των πάντων.
  • Η πίστη ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό κατ’ εικόνα και ομοίωση αλλά επειδή επαναστάτησε εναντίον του οδηγήθηκε αφ’ εαυτού στην αυτοκαταδίκη του.
  • Η πίστη ότι ο Θεός, αν και δίκαιος κριτής, είναι επίσης φιλεύσπλαχνος. Γι’ αυτό δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ξεφύγει από την καταδίκη του, εάν προσφέρει καθορισμένες θυσίες ως εξιλέωση και συμμετέχει στα λατρευτικά τυπικά.
  • Η πίστη ότι ο Ισραήλ είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού στον οποίον αποκαλύφθηκε κατ’ αποκλειστικότητα.
  • Η πίστη ότι κατά θεία αποκάλυψη δόθηκε ο νόμος της Π. Διαθήκης, ο οποίος καθορίζει επακριβώς τους ηθικούς και τους θρησκευτικούς κανόνες (τελετουργίες-θυσίες).
  • Η πίστη ότι ο Θεός θα έστελνε έναν Μεσσία στο λαό του για να τον σώσει από τους εχθρούς του και για να τον κυβερνά αιώνια και ότι έτσι θα εγκαθιδρυόταν η ουράνια βασιλεία επί γης.

Ωστόσο η εμφάνιση και το έργο του Ιησού δεν σήμαινε μία αδιάρρηκτη συνέχεια της ιουδαϊκής παράδοσης. Ανάμεσα στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη (ή συμφωνία του Θεού με τον άνθρωπο) υπάρχει μία βασική διάσταση που έγκειται στο ότι οι Ιουδαίοι αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον Ιησού Χριστό ως τον υπεσχημένο Μεσσία.

Οι Ιουδαίοι περίμεναν ότι ο Μεσσίας θα ήταν ένας πολιτικός-στρατιωτικός ηγέτης που θα κατατρόπωνε τους εξωτερικούς εχθρούς του Ισραήλ ώστε θα γινόταν το ισχυρότερο, κυρίαρχο έθνος στον κόσμο. Όμως ο Ιησούς αντ’ αυτού επιτέθηκε με ειρηνικά μέσα κατά του τυπολατρικού, διεφθαρμένου ιερατείου και κυρίως κατά της αμαρτίας στην καρδιά και στη σκέψη των ανθρώπων. Επιπλέον δίδαξε ότι η εγκαθίδρυση της ουράνιας βασιλείας επί γης είναι προσωπικό έργο του καθενός, το οποίο απαιτεί την ακολουθία του δικού του παραδείγματος.

Αντίθετα με τους Ιουδαίους, οι οπαδοί του είδαν εξαρχής τον Χριστό ως την ενσάρκωση του αναμενόμενου Μεσσία, που είναι η εισαγωγική πράξη για τη βασιλεία του Θεού. Η αμαρτία που χωρίζει τον άνθρωπο από τη θεία πηγή του και τον οδηγεί στην αδυναμία και τον πνευματικό θάνατο νικήθηκε από το σταυρικό θάνατο του Χριστού. Αυτός ο θάνατος είχε προφητευτεί επανειλημμένα και προεικονιστεί στην Π. Διαθήκη, π.χ. με τη θυσία του Ισαάκ από τον Αβραάμ. Για τους Χριστιανούς η εθελούσια εξιλαστήρια θυσία του Ιησού ήταν το μέσο που πρόσφερε ο ίδιος ο Θεός από την αγάπη τους στους ανθρώπους για να μπορούν να συμφιλιωθούν μαζί του και να έχουν τη δύναμη να επιστρέψουν κοντά του.

Η αντιπροσωπευτική θυσία του Χριστού σήμαινε μεταξύ άλλων την κατάργηση της ιουδαϊκής λατρείας και κυρίως της ζωοθυσίας και της τυπολατρίας. Ιδίως η αυστηρή τήρηση των περίπου 600 «ιερών» καθηκόντων που είχε επιβάλει το ιερατείο στο λαό είχε απονεκρώσει τη ζωντανή θρησκευτικότητα. Στη θέση του απολιθωμένου οικοδομήματος της λατρείας που είχαν κτίσει οι «ναΐτες», ο Ιησούς έδωσε τις δύο εντολές της αγάπης που συνοψίζουν τις δέκα εντολές του Μωυσή. Ενώ οι Εβραίοι πίστευαν πως με την αυστηρή τήρηση των λατρευτικών καθηκόντων θα εξασφάλιζαν τη σωτηρία, η χριστική διδασκαλία τόνιζε ότι δεν αρκεί η συνεπής τήρηση του νόμου και των τυπικών της λατρείας για να εξιλεωθεί κάποιος ενώπιον του Θεού.

Ο Ναζωραίος στηλίτευε με αυστηρότητα τους γραμματείς και τους Φαρισαίους επειδή επιβάλλοντας στο λαό υπέρογκες υποχρεώσεις, τον κρατούσαν στο σκοτάδι και επιδίωκαν το ίδιον συμφέρον για να ικανοποιήσουν τη φιλαργυρία και την αρχομανία τους.

Σε αντίθεση ο Ιησούς κήρυσσε ότι ο Θεός δίνει την αγάπη και το έλεός του ελεύθερα σε όλους, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του ούτε τα τυπικά προσόντα ούτε τα τυπικά έργα των πιστών, η δε λατρεία του μπορεί να λάβει χώρα οπουδήποτε κι οποτεδήποτε χωρίς τη μεσολάβηση του ιερατείου. Δίδασκε ότι ο Πατέρας ελεεί ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση, τις γνώσεις ή και τις αμαρτίες ακόμη του καθενός. Μάλιστα δίνει άφεση ακόμη και στον πιο μεγάλο αμαρτωλό, στον πιο πωρωμένο εγκληματία, αρκεί να μετανοήσει ειλικρινά για τις ανομίες του, όπως έγινε με το ληστή στο σταυρό. Από τη στιγμή δε που δείχνει κάποιος αυθεντική ταπεινοσύνη, μετάνοια και υποταγή στην ανώτερη βούληση, μεταμορφώνεται. Σπάει τα δεσμά της απομόνωσης και της αδυναμίας και μεταμορφώνεται σταδιακά και συνειδητά σε παιδί του Θεού που απολαμβάνει την πλήρη θεϊκή πατρότητα. Αλλά γι’ αυτό δεν αρκεί η πίστη στα λόγια, παρά χρειάζεται η ζωντανή ακολουθία του παραδείγματος του Ιησού Χριστού.

Έτσι για τους Χριστιανούς η σημασία των ιερών κειμένων του ιουδαϊσμού δεν περιοριζόταν στη διακήρυξη μίας άκαμπτης τήρησης του νόμου. Στα μάτια τους η ιδιαίτερη σημασία τους ήταν το ότι είχαν προφητέψει τον ερχομό του Μεσσία. Πράγματι η Π. Διαθήκη έχει τουλάχιστον τριακόσιες προφητείες που αναφέρονται στη γέννηση, στο έργο και στο θάνατο του αναμενόμενου Χριστού.* Όλες αυτές, μεμονωμένες ή σε συνδυασμό με ιστορικά γεγονότα της εποχής, επαληθεύτηκαν μέχρι κεραίας στο πρόσωπο του Ναζωραίου.

Έτσι για παράδειγμα, σε συμφωνία με τις προφητείες, ο Ιησούς γεννήθηκε πριν αφαιρεθεί από τον Ιούδα το σκήπτρο του (Μωυσή Γένεση 49,10), πριν γκρεμιστεί ο Ναός (Μαλαχίας 3,1), και πριν καταστραφεί η Ιερουσαλήμ (Δανιήλ 9,26). Επιπλέον έπρεπε να γεννηθεί ενόσω υπήρχαν ακόμη μητρώα των γεννήσεων, ώστε να μαρτυρείται η καταγωγή του από το γένος του Δαβίδ (Ψαλμός 89, Σαμουήλ Β΄ 7,12 κ.ά.).

Τα μητρώα αυτά χάθηκαν με την καταστροφή του Ναού και της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. γεγονός που προφήτεψε και ο ίδιος ο Ναζωραίος (Ματθαίος 24,2). Εκτός αυτού ο Ψαλμός 22,17 προφήτευε τη σταύρωσή του πολύ πριν καθιερωθεί ένας τέτοιος τρόπος δημόσιας εκτέλεσης. Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έπρεπε να γίνει η έλευση του Μεσσία ήταν συγκεκριμένο και χρονικά πολύ περιορισμένο. Μετά από αυτήν τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο δεν θα ίσχυαν πια πολλές από τις προφητείες για το πρόσωπό του.

Εκτός από τα παραπάνω στοιχεία που αποδεικνύουν την επαλήθευση των προφητειών, υπήρχαν επίσης πολλά άλλα. Ενδεικτικά ας σημειωθεί ότι είχαν προφητευθεί τα τριάντα αργύρια (Ζακχ. 11,12), οι ψευδείς κατηγορίες σε βάρος του (π.χ. Ψαλμός 2,1-2.27,12), η διαπόμπευση, τα βασανιστήρια και η στωική του στάση (Ψαλμός 22,8-9 και 19). Επιπλέον στον Ησαΐα 53,9 αναφέρεται η παράλληλη σταύρωση των δύο ληστών, στον Ψαλμό 22,18 ο κλήρος μεταξύ των στρατιωτών που μοιράστηκαν τα ρούχα του Χριστού, στον Ψαλμό 69,22 το ξύδι και η χολή που τον πότισαν και πολλά άλλα.

Άρα για τους χριστιανούς ήταν αυτονόητο ότι τα κείμενα για το βίο και την πολιτεία του Χριστού θα αποτελούσαν αδιάσπαστη συνέχεια της Π. Διαθήκης. Έτσι τα ευαγγέλια θεωρήθηκαν εξαρχής θεόπνευστα έργα και σε αυτά προστέθηκαν με την πάροδο του χρόνου οι επιστολές των προϊσταμένων της νέας θρησκευτικής κοινότητας.

Σε καμία από τις άλλες παγκόσμιες θρησκείες δεν συναντάται προφητεία που να αναφέρει τον ερχομό του ιδρυτή της, αλλά και μία άλλη εντελώς χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα του χριστιανισμού είναι η ανάσταση του θεμελιωτή του.

Η ανάσταση είναι η απόδειξη ότι ο Χριστός ήταν όντως όπως ισχυρίστηκε ένας ξεχωριστός απεσταλμένος και γιος του Θεού και ότι είχε όντως τη δύναμη να νικήσει το θάνατο. Ενώ οι Ιουδαίοι τον οδήγησαν στο θάνατο, ο Θεός τον ανέστησε για να τους δείξει το τρομερό τους σφάλμα.

Πάνω σε αυτό το σημείο διαφορίζεται η χριστιανική από την ιουδαϊκή πίστη. Ο διαφορισμός προέκυψε αναγκαστικά, διότι για τους χριστιανούς η λογική συνέπεια ήταν να πιστέψουν στη θειότητα του αναστημένου. Μετά την ανάσταση και την ανάληψη έγινε κοινή συνείδηση στους οπαδούς του ότι ο Χριστός είχε όλες τις ιδιότητες του Θείου Όντος. Επίσης ήταν ζωντανή η πεποίθηση ότι ο ίδιος θα ερχόταν και πάλι για να κρίνει το ανθρώπινο γένος και να φέρει την αιώνια Ειρήνη. Με την ανάσταση και την ανάληψη υποδήλωσε ότι είναι μεν ο Κύριος, αλλά ότι ο καθένας μπορεί να έχει αδελφική σχέση μαζί του, αφού πέρασε από τη Γη ως άνθρωπος και έτσι εκπροσωπεί τους ανθρώπους στον Ουρανό. Παράλληλα, με την ανάληψή του καταδείχτηκε ότι είναι ο Κύριος, τον οποίο πρέπει να αγαπάει, να πιστεύει και να μιμείται ο άνθρωπος. Κάνοντας αυτά τα τρία μεταμορφώνεται σε έναν νέο άνθρωπο που σταδιακά γίνεται επίσης μέτοχος των θεϊκών ιδιοτήτων του Χριστού. Όπως ο Ιησούς αναστήθηκε με τη δύναμη του Θεού, έτσι και ο αληθινός πιστός ανασταίνεται σε μία νέα ζωή καθώς κόβει παλιές συνήθειες και ξεπερνάει τις αδυναμίες του με τη βοήθεια του Χριστού.

Αυτή η νέα, πνευματική τώρα γέννηση σηματοδοτείται από την παρουσία της θείας ενέργειας στη ζωή του πιστού, από την έκχυση του Αγίου Πνεύματος. Την Πεντηκοστή όλοι οι μαθητές του Χριστού έλαβαν το Άγιο Πνεύμα και έκτοτε όλοι οι χριστιανοί έχουν τη δυνατότητα να το λάβουν, εφόσον εναρμονίζουν τη ζωή τους με τη διδασκαλία του. Οι καρποί είναι πλούσιοι. Στο μεν ατομικό επίπεδο προσφέρονται στον χριστιανό δύναμη για να αντιμετωπίσει τις προσωπικές του ατέλειες και σθένος για να προχωρήσει ενεργητικά στο καλό.

Στο δε σύνολο των πιστών, το Άγιο Πνεύμα, η θεία Ενέργεια, μοιράζει τα διάφορα χαρίσματα, όπως της προφητείας ή της θεραπείας, ώστε να υπηρετεί ο ένας τον άλλον και να αποτελούν όλοι μαζί τα μέλη του πνευματικού σώματος του Χριστού.

Μετά από κάποιες αρχικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των πρώτων μαθητών, τελικά ο ιουδαϊκός νόμος και τα έθιμα, όπως η περιτομή και οι εβραϊκές γιορτές, δεν ίσχυαν πια για τους νέους πιστούς. Αντί για τα πολύπλοκα τελετουργικά τυπικά των Ιουδαίων η νέα παγκόσμια θρησκεία εισήγαγε δύο βασικές μορφές δήλωσης πίστης, τη βάπτιση και την ευχαριστία.

Η νέα κοινότητα υπήρξε εξαρχής πολυεθνική καθότι το μήνυμα του Ιησού είχε απήχηση σε όλα τα έθνη πολύ περισσότερο από όσο στους Ισραηλίτες.

Ιδίως η διδασκαλία για την ενανθρώπηση του Θεού δημιούργησε προβλήματα στη διάδοση του χριστιανισμού και αποτέλεσε πέτρα σκανδάλου. Για τους Ιουδαίους λ.χ. ήταν ασύμβατη με την αντίληψή τους περί ενός μοναδικού Θεού. Η διδασκαλία για τον τριαδικό Θεό, την οποία διαμόρφωσαν οι χριστιανοί θεολόγοι περιέπλεξε περισσότερο τα πράγματα, αφού ήταν δυσνόητη για πολύ κόσμο. Στα δύο αυτά θέματα θα εμβαθύνουμε αργότερα.