Ο χριστιανός και οι άλλες θρησκείες

 

Ασφαλώς για τον κάθε συνειδητό χριστιανό πρέπει να τεθεί κάποια στιγμή το ερώτημα πώς μπορεί να είναι βέβαιος ότι η δική του θρησκεία είναι η αληθινή. Φυσικά για να βρει την απάντηση οφείλει να εξετάσει την προσωπικότητα και τη διδασκαλία του Χριστού. Ο ίδιος ο Χριστός, αν και ταπεινός μέχρις άκρων, είχε δηλώσει για τον εαυτό του: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Κανείς δεν πηγαίνει στον Πατέρα παρά μόνο μέσω εμού». Ο Πέτρος και ο Ιωάννης είπαν μετά την ανάστασή Του στους άρχοντες των Ιουδαίων: «Μόνον ο Ιησούς Χριστός μπορεί να μας λυτρώσει και κανένας άλλος. Ούτε ο Θεός φανέρωσε στους ανθρώπους το όνομα άλλου προσώπου με το οποίο να μπορούμε να σωθούμε».

Ο δε Παύλος έγραφε στους Κολοσσαείς: «Αυτός είναι εικόνα του αόρατου Θεού… γεννημένος πριν από κάθε πλάσμα και τα πάντα δι’ αυτού δημιουργήθηκαν». Τα ίδια πίστεψαν και μαρτύρησαν από τότε αμέτρητες γενιές χριστιανών, ανώνυμοι και επώνυμοι. Αλλά άλλο μαρτυρία και άλλο απόδειξη. Είναι δυνατόν όμως να αποδειχθεί κάτι τέτοιο; Λογικά όχι. Γιατί για να αποδείξουμε τη δήλωση του Χριστού ότι είναι η ύψιστη Αρχή, θα έπρεπε να επικαλεστούμε μία ακόμη «πιο ύψιστη» Αρχή, πράγμα παράλογο.

Η πιο ισχυρή απόδειξη είναι να εξετάσει ο καθένας μόνος του την προσωπικότητα του Χριστού και αυτή καθαυτήν τη διδασκαλία του και εάν είναι καλόπιστος εκεί θα βρει ήδη τα εχέγγυα. Και έπειτα, εφόσον έχει πειστεί ως ένα βαθμό, πρέπει να ακολουθήσει αφ’ εαυτού έμπρακτα και με συνέπεια τη διδασκαλία, ούτως ώστε ή να πειστεί ολοκληρωτικά ή να την απορρίψει.

Ένα μέρος μίας τέτοιας εξέτασης απαιτεί ενδεχομένως να συγκρίνει κανείς ή να ανατρέξει και σε άλλες θρησκείες. Και παντού θα συναντήσει ίχνη από τη διδασκαλία του Χριστού. Γιατί παντού «ο Θεός έδωσε μαρτυρίες για τον εαυτό του» και «δόθηκε και στους αλλόπιστους η δωρεά του Αγίου Πνεύματος» (Πραξ. Απ. 14,17 και 10,45).

Θα πρέπει να τονιστεί ότι το να πιστεύει κάποιος πως ο Ιησούς Χριστός είναι η ύψιστη Αρχή δεν σημαίνει ότι είναι φανατισμένος ή στενόμυαλος. Ίσα-ίσα, ακριβώς επειδή έχει αυτήν την πίστη, μπορεί να καταλάβει καλύτερα την πίστη αλλά και την πορεία των άλλων θρησκευόμενων. Άλλωστε ο ίδιος ο Ναζωραίος συγχρωτιζόταν με όλους, με εθνικούς, με αμαρτωλούς, με μη ορθόδοξους Ιουδαίους, όπως ήταν οι Σαμαρείτες.

Ωστόσο και σε αυτήν την απροκατάληπτη στάση και την ευρύτητα πνεύματος υπάρχει ένα «άριστον μέτρον» και ένα ανυπέρβλητο όριο λέει ο συνειδητός χριστιανός. Το όριο είναι η παραδοχή ότι ο Χριστός είναι η απόλυτη Αρχή και κανένας άλλος. Συνήθως οι επιφυλάξεις σχετικά με το πρόσωπο του Χριστού βασίζονται σε κάποιες φιλοσοφικές σκέψεις ή κοινωνικοπολιτικές θεωρίες. Και όντως ο καθένας έχει χρέος να σκέφτεται και να εξετάζει κριτικά αυτά που (καλείται να) πιστεύει. Όμως η κρίση οφείλει να γίνει με ταπεινή στάση καρδιάς και νου. Γιατί μόνο έτσι οδηγεί στα σωστά συμπεράσματα και όχι στην αλαζονεία ή στην πλάνη.

Από τη στιγμή δε που κάποιος αντιλαμβάνεται την ουσία του θεϊκού Λόγου, δεν βρίσκει πια νόημα στο να τον κρίνει με βάση κάποια ανθρώπινα κριτήρια, όσο βαθύτατα φιλοσοφικά κι αν είναι αυτά.

Με άλλα λόγια, τον Ιησού Χριστό δεν μπορεί να τον κρίνει κανείς σαν οποιαδήποτε άλλη ιστορική φυσιογνωμία. Είτε τον αρνείται είτε τον υπακούει. Είτε τον προσεγγίζει με την καρδιά ανοικτή είτε τον κρατά σε απόσταση. Άλλωστε έχει πολλές σημασίες το γεγονός ότι η χριστική διδασκαλία απαιτεί πρώτα από όλα την αγάπη.

Η αγάπη είναι επίσης αφοσίωση, εμπιστοσύνη και πίστη. Πίστη, όχι απλή ευσέβεια. Πίστη εσωτερική, όχι εξωτερική. Ο Ναζωραίος κατηγορούσε τους Ιουδαίους ότι η ευσέβειά τους δεν ήταν από καρδιάς, παρά ήταν επιφανειακή, υποκριτική, ιδιοτελής και εγωιστική. Η κριτική αυτή του Ιησού απευθύνεται σε κάθε θεσμοποιημένη θρησκεία και αφορά και το μεταγενέστερο χριστιανισμό.

Η πολεμική του Ιησού Χριστού είχε και έχει στόχο της πρωταρχικά το ιερατείο. Με τις κατηγορίες του σε βάρος γραμματέων και Φαρισαίων δεν ήθελε να διαλύσει την ιουδαϊκή θρησκεία – παρόμοια κριτική έκαναν κι άλλοι ραβίνοι – αλλά να δείξει πού ήταν η πηγή της διαφθοράς και της διαστρέβλωσης, ποια ήταν τα προβλήματα και ποιοι ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτά.

Το κακό, η αμαρτία, η αδυναμία, ο πόνος, η δυστυχία, δεν είναι εξωτερικά πράγματα παρά εσωτερικά και γι’ αυτό δεν εξαφανίζονται με εξωτερικά μέσα, εν είδει μαγείας. Γι’ αυτό έλεγε ο Χριστός ότι: «Οι κακές σκέψεις που οδηγούν στο φόνο, στη μοιχεία, στη λαγνεία, στην κλοπή, στη συκοφαντία και στην προσβολή έρχονται από την καρδιά. Αυτές κάνουν τον άνθρωπο ακάθαρτο κι όχι το αν πλένει τα χέρια του πριν φάει ή όχι».

Έτσι μία κεντρική διδασκαλία του Χριστού είναι ότι οι θρησκείες δεν μπόρεσαν ούτε μπορούν να απαλλάξουν τον άνθρωπο από την εγγενή αδυναμία και την αμαρτία του με όλες τις τελετές τους και τα άλλα βοηθητικά μέσα που χρησιμοποιούν. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Χριστός καταδικάστηκε και σταυρώθηκε επειδή το ήθελε η θρησκευτική ηγεσία.

Ο χριστιανισμός ως θεσμός, σε οποιαδήποτε ιστορική του μορφή, δεν είναι αλάθητος. Είναι γεμάτος λάθη και αμαρτίες όπως καθετί ανθρώπινο κι όποιος δεν το παραδέχεται εθελοτυφλεί για δικούς του προφανείς λόγους.

Ένα παράθεμα από το θρησκειολογικό λεξικό Εγχειρίδιο Παγκόσμιων θρησκειών λέει: «Οι χριστιανοί λένε “ναι” στο θεσμικό χριστιανισμό, εφόσον μεταφέρει το μήνυμα του Ιησού. Λένε όμως “όχι” όταν το προδίδει, όπως γίνεται συχνά. Ο χριστιανισμός δεν είναι μοναδικός και ανυπέρβλητος, παρά μόνο ο Ιησούς Χριστός. Γι’ αυτό όταν ο χριστιανισμός παύει να μαρτυρεί για τον Ιησού Χριστό, χάνει κάθε αξία για την ανθρωπότητα».

Ωστόσο ο χριστιανισμός έχει το αποκλειστικό προνόμιο να κηρύσσει τη μία θεμελιακή αλήθεια: ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η υπέρτατη Αρχή για όλους τους ανθρώπους και η μοναδική σωτηρία για έναν διεφθαρμένο κι ανέλπιδο κόσμο.

Ο Σούνταρ Σινγκ Ινδός δάσκαλος, προσήλυτος στο χριστιανισμό, έλεγε: «Ο ινδουισμός και ο βουδισμός άνοιξαν βαθείς αύλακες, όμως δεν έχουν το ζωντανό νερό να τρέξει εκεί μέσα… Ο Χριστός είναι το νερό της Ζωής που πρέπει να τρέξει μέσα σε αυτούς τους αύλακες».

Ο Χριστός καλεί όλους, σε όποια θρησκεία κι αν βρίσκονται, να αφήσουν τις άκαρπες προσπάθειές τους να ξεπεράσουν τις ανθρώπινες αδυναμίες και αμαρτίες τους και να τις εμπιστευτούν σε αυτόν. Είναι η πρόσκληση για μία μελλοντική, αλλά εφικτή κοινωνία όπου όλοι θα βιώνουν από κοινού την αξία της αγάπης.

Η ουσία της χριστιανικής διδασκαλίας δίνεται με σαφήνεια στα κείμενα της Καινής Διαθήκης και ιδίως συνοπτικά στις δύο εντολές για την αγάπη. Ωστόσο οι απόψεις διίστανται ως προς την ερμηνεία της και επίσης έχουν παρεισφρύσει πολλά λάθη, πλάνες κι ανθρώπινοι εγωισμοί, όπως μαρτυρεί η κατάτμηση της χριστιανοσύνης σε αμέτρητες εκκλησίες, ομολογίες κι ομάδες.

Στο δεύτερο μέρος θα αναφέρουμε απλώς τη γέννηση και την εξέλιξη των διαφορετικών απόψεων που δίχασαν το χριστιανικό κόσμο καθώς και τα σημαντικά λάθη που προέκυψαν με το χρόνο. Ακριβώς με αυτά τα λάθη θα ασχοληθούμε διεξοδικότερα στο τρίτο μέρος αυτού του κεφαλαίου.

Μία σύντομη ιστορία του χριστιανισμού

«Πηγαίνετε σε ολόκληρο τον κόσμο και κηρύξτε  το χαρμόσυνο μήνυμα σε όλη την κτίση».

(Κατά Μάρκον 16,15)

Η διάδοση του χριστιανισμού

 Η ιστορία της διάδοσης του χριστιανισμού χωρίζεται σε δύο διακριτές περιόδους. Η πρώτη περιλαμβάνει τον πρώτο, κοινοτικό χριστιανισμό ενώ η δεύτερη τον πρώιμο χριστιανισμό.

Η πρώτη περίοδος χωρίζεται σε δύο φάσεις, την αποστολική και τη μεταποστολική εποχή. Στην αποστολική εποχή υπάρχουν οι μαθητές του Χριστού που έχουν ακόμη ζωντανή την ανάμνηση των πεπραγμένων του και περιοδεύουν για να μεταδώσουν τη διδασκαλία Του. Την πιο σημαντική δραστηριότητα σε τούτον τον τομέα αναπτύσσει ο Παύλος, καθώς αυτός κυρίως κινούμενος προς δυσμάς μεταφέρει το χριστικό μήνυμα σε όλες τις περιοχές που θεωρούνταν τότε πολιτισμένες. Με την κίνησή του αυτή υπερέβη τα γεωγραφικά όρια στα οποία κυριαρχούσε το εβραϊκό στοιχείο και έτσι η νέα θρησκεία μπόρεσε σταδιακά να εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο.

Κατά τη μεταποστολική εποχή η νέα θρησκεία συνεχίζει να εξαπλώνεται σταθερά, ενώ αρχίζει να υποχωρεί η πίστη ότι θα ερχόταν σύντομα η επιστροφή του Χριστού. Η απομάκρυνση από αυτήν την πίστη οδηγεί τους χριστιανούς σε μία νέα αυτοσυνείδηση και συναίσθηση του ιστορικού τους ρόλου. Παράλληλα με την αύξηση του αριθμού των χριστιανικών κοινοτήτων αλλάζει το οργανωτικό τους σχήμα. Ενώ αρχικά ήταν μικρές και με χαλαρούς δεσμούς μεταξύ τους, με την πάροδο του χρόνου η οργάνωση γίνεται πιο σφικτή και εξειδικευμένη. Σε κάθε κοινότητα επιστατεί ένας επίσκοπος, αλλά ο προσηλυτισμός είναι έργο του καθενός, αν όχι ενεργά τουλάχιστον παθητικά με το προσωπικό του παράδειγμα.

Ιδιαίτερα στην αρχή η νέα θρησκεία διαδίδεται κυρίως στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, δεδομένου ότι το μήνυμα της συναδέλφωσης και της δικαιοσύνης βρίσκει εύλογα εκεί τη μεγαλύτερη απήχηση. Ενδεικτικά, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό είναι σκλάβοι, αφού οι χριστιανοί τους αντιμετωπίζουν ως ισότιμους αδελφούς και όχι ως αντικείμενα με εμπορική μόνο αξία, όπως οι άλλοι.

Για τον ίδιο λόγο της ισότητας έλκονται επίσης οι γυναίκες στη νέα θρησκεία. Αυτή η ισοτιμία των γυναικών όμως δεν κρατάει για πολύ, καθότι οι καθιερωμένοι ρόλοι είναι πολύ βαθιά ριζωμένοι στη συνείδηση των ανθρώπων, όπως βλέπουμε από την επιστολή του Παύλου προς τους Κορίνθιους, ο οποίος εκφράζει πολλές φορές μία συντηρητική ιουδαϊκή παράδοση.

Από το 2ο αι. μ.Χ., καθώς έχουν φύγει οι γενεές που είχαν άμεση επαφή με το Χριστό ή τους μαθητές του, εμφανίζονται όλο και περισσότερες αιρετικές ομάδες, προερχόμενες κυρίως από το χώρο του γνωστικισμού.

Ωστόσο η εμφάνιση των αιρετικών ομάδων συμβάλλει στο να διεξαχθούν έντονες θεολογικές συζητήσεις, ούτως ώστε αποκρυσταλλώνεται το πιστεύω και αυξάνεται η συνοχή της κοινότητας των πιστών. Η ενωτική αυτή τάση ενισχύεται ακόμη περισσότερο λόγω των συστηματικών διωγμών κατά των χριστιανών, ιδίως τον 3ο αι. μ.Χ. που θεωρείται ο αιώνας των μαρτύρων. Η πίστη των χριστιανών είναι τόσο ζωντανή και με τέτοια ακτινοβολία, που τελικά οι διωγμοί βοηθούν πολλές φορές να πυκνώσουν οι γραμμές τους.

Στη μεταποστολική εποχή αρχίζει να γίνεται ο διαχωρισμός των λειτουργημάτων στο εσωτερικό της κάθε κοινότητας (εκκλησίας) και η σύσταση κανόνων λειτουργίας.

Περίπου το 200 μ.Χ. ο χριστιανισμός ανακηρύσσεται πρώτη φορά επίσημη θρησκεία του κράτους σε ένα μικρασιατικό κρατίδιο. Αυτό γίνεται στην Οσροένη, ένα μικρό, υποτελές στους Ρωμαίους κράτος, με πρωτεύουσα την Έδεσσα, επί βασιλέως Άβγαρου Η΄. * Τον 3ο αι. μ.Χ. ο χριστιανισμός έχει πλέον επεκταθεί σε ένα μεγάλο τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αποτελεί την ανερχόμενη θρησκεία

*Σ.τ.μ. : Για την προϊστορία αυτού του γεγονότος βλ. το βιβλίο του Γ. Λόρμπερ με τίτλο Η Αλληλογραφία του Ιησού με το Βασιλιά Άβγαρο εκδόσεις Πύρινος Κόσμος

Η ζωή στις πρωτοχριστιανικές κοινότητες

Τους πρώτους αιώνες μ.Χ. το να ανήκει κάποιος σε μία χριστιανική κοινότητα ήταν μία ιδιαίτερη απόφαση που συνεπαγόταν συγκεκριμένες συνειδητές επιλογές στη ζωή του. Οι κατευθυντήριες γραμμές της ηθικής εμπνέονταν από την επί του Όρους Ομιλία. Συγχρόνως όμως είχαν αφομοιωθεί από την αρχαιοελληνική και την εβραϊκή ηθική στοιχεία που θεωρήθηκαν συγγενή με το χριστιανικό πνεύμα.

Οι βιβλικές επιστολές σε πολλά σημεία μαρτυρούν το υψηλό ήθος που επιδιώκουν ή και χαρακτηρίζει τους πρώτους χριστιανούς, πράγμα που τους δημιουργεί προβλήματα με τον αλλόθρησκο περίγυρο στην καθημερινή τριβή. Όποιος σε μια στιγμή αδυναμίας παρεκκλίνει από το σωστό δρόμο, οφείλει να υποβληθεί σε μία αυστηρή περίοδο μετάνοιας προκειμένου να του επιτραπεί να μείνει στην «κοινότητα των αγίων», όπως αυτοαποκαλούνται οι πρώτοι χριστιανοί, πράγμα που δείχνει τις μεγάλες απαιτήσεις που είχαν από τον εαυτό τους.

Αυτές οι αυστηρές ηθικές απαιτήσεις χαλαρώνουν προοδευτικά στη διάρκεια του 3ου αιώνα, όπου οι εκκλησίες αντιλαμβάνονται ότι η αποστολή τους είναι να προσφέρουν το μήνυμα της σωτηρίας στους αμαρτωλούς. Ωστόσο το ήθος παραμένει υψηλό και γι’ αυτό π.χ. δεν επιτρέπεται στους χριστιανούς να ασκήσουν ορισμένα επαγγέλματα. Επιπλέον οι σχέσεις μεταξύ των μελών μίας εκκλησίας ή μεταξύ των εκκλησιών χαρακτηρίζονται από παραδειγματική αλληλεγγύη.

Παρά τους στενούς δεσμούς μεταξύ τους, φροντίζουν ωστόσο να μην αποκοπούν από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Έτσι διαφυλάχτηκαν από το σεκταριστικό πνεύμα και την αυταρέσκεια που χαρακτηρίζουν συχνά μειονότητες που έχουν τη συναίσθηση ότι ξεχωρίζουν από τον υπόλοιπο κόσμο.

Ο Χριστός δεν είχε εφαρμόσει κανένα σχήμα οργάνωσης των πιστών του. Οι σχετικές οδηγίες που έδωσε στους μαθητές του θα μας απασχολήσουν αργότερα. Με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να προκύπτουν ποικίλες μορφές χαλαρής οργάνωσης, καταρχάς ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες και αργότερα όλο και πιο ομοιογενείς.

Τους πρώτους χρόνους η οργάνωση ακολουθεί δύο μοντέλα, όπως μπορούμε να δούμε στην Καινή Διαθήκη. Το ένα οργανωτικό σχήμα βασίζεται σε μία ηγεσία που αποτελείται από τους πρεσβύτερους της τοπικής εκκλησίας. Ένα τέτοιο σχήμα διαθέτει η εκκλησία της Ιερουσαλήμ και εκείνες στις οποίες απευθύνεται η επιστολή του Ιακώβου και η πρώτη του Πέτρου.

Το δεύτερο σχήμα είναι χαρακτηριστικό των κοινοτήτων που ίδρυσε ο Παύλος. Το σχήμα εδώ είναι το χαρισματικό, καθώς βασίζεται στην πεποίθηση των πρώτων χριστιανών ότι έχουν λάβει όλοι ελεύθερα την κλήση από το Άγιο Πνεύμα να συναποτελέσουν το σώμα του Χριστού ως κοινότητα των πιστών. Μέσα σε αυτήν ο καθένας έχει μία ορισμένη λειτουργία που εξυπηρετεί το κοινό καλό. Ενδεικτικά η α΄ επιστολή προς τους Κορίνθιους αναφέρει μία σειρά από λειτουργήματα όπως της προφητείας, της θεραπείας, της διδασκαλίας κ.λπ. που κατανέμει ο Θεός στο σύνολο των πιστών. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι σε αυτόν τον κατάλογο των χαρισμάτων η ηγεσία της εκκλησίας είναι ένα από τα τελευταία που αναφέρονται και συνεπώς λιγότερο σημαντική.

Από ποιμαντορικές επιστολές των αρχών του 2ου αιώνα μ.Χ. προκύπτει ότι γίνεται ήδη ένας διαχωρισμός σε επίσκοπους, πρεσβύτερους και διακόνους. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει μία κλιμακωτή ιεραρχία, καθώς ο καθορισμός των καθηκόντων των λειτουργών είναι ελαστικός.

Άλλωστε τα απαιτούμενα προσόντα ενός επισκόπου δεν είναι διαφορετικά από εκείνα του κάθε χριστιανού, δηλαδή να είναι ηθικός, φιλόξενος, μονογαμικό κ.λπ. (Προς Τιμοθ. Α΄ 3,2-7 και Προς Τίτο 1,7-9). Το βασικότερο καθήκον του είναι να καθοδηγεί στη σωστή πίστη και να φροντίζει την εικόνα της εκκλησίας προς τα έξω.

Ενώ στις αρχές του 2ου αι. οι ηγεσίες των εκκλησιών είναι συνήθως πολυκέφαλες και έχουν διάφορες μορφές, από τα μισά του ίδιου αιώνα παρατηρείται το φαινόμενο ενός μοναδικού επισκόπου, κυρίως στη Μ. Ασία.

Μία πρώτη μαρτυρία γι’ αυτήν την τάση μας δίνει ο Ιγνάτιος της Αντιόχειας ήδη γύρω στο 115 μ.Χ., ο οποίος χαρακτηρίζει τον επίσκοπο εκπρόσωπο και εικόνα του Θεού επί γης.

Αντίθετα της εκκλησίας της Ρώμης ηγείται ένα συμβούλιο. Ο Κλήμης της Ρώμης είναι ο πρώτος που πρεσβεύει την αντίληψη ότι οι εκκλησιαστικοί ηγέτες είναι απευθείας διάδοχοι των αποστόλων.

Ωστόσο ακόμη δεν υπάρχει μία κάθετη οργάνωση με μία κεντρική διοίκηση. Απλώς είναι γενικά αποδεκτό ότι η Ιερουσαλήμ ως μητρική εκκλησία έχει μία ορισμένη πρωτοκαθεδρία.

Το 2ο και ιδίως τον 3ο αιώνα σχηματίζονται οι εκκλησιαστικές επαρχίες. Στην Ανατολή ο επίσκοπος της εκάστοτε πρωτοϊδρυθείσας εκκλησίας ηγείται όλων των άλλων εκκλησιών της ίδιας επαρχίας που ιδρύθηκαν στη συνέχεια. Στη Δύση, η εκκλησία της Ρώμης προεξάρχει όλων των άλλων στην ιταλική χερσόνησο, αυτή της Καρχηδόνας προΐσταται σε όλη την Αφρική.

Ομοίως η επιρροή της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας εκτείνεται πολύ πέρα από τα όρια της επαρχίας όπου είναι πρωτεύουσες. Πάνω σε αυτήν τη βάση σχηματίστηκαν αργότερα τα επιμέρους πατριαρχεία.

Τον 3ο αιώνα, καθώς οι εκκλησίες στην επαρχία πληθαίνουν, οι πρεσβύτεροι, αντί απλώς για το συμβουλευτικό ρόλο που είχαν ως τότε, αρχίζουν να αναλαμβάνουν περισσότερα ποιμαντορικά καθήκοντα και έτσι διαμορφώνονται σταδιακά οι πρώτες ενορίες. Ωστόσο οι πρεσβύτεροι είναι ακόμη αυτοσυντήρητοι, ενώ επίσκοποι και διάκονοι πληρώνονται από το ταμείο της εκκλησίας για να ζήσουν και έτσι ασχολούνται αποκλειστικά με τα συναφή καθήκοντα. Οι διάκονοι μάλιστα, που τότε ήταν ανώτεροι των πρεσβυτέρων, διοικούν τα οικονομικά της εκκλησίας, τα οποία τον 3ο αιώνα αυξήθηκαν θεαματικά. Συγχρόνως όμως αυξάνεται η επιρροή των πρεσβυτέρων, καθώς διευρύνονται τα ποιμαντορικά και τελετουργικά καθήκοντά τους.

Έτσι πραγματοποιείται προοδευτικά ο διαχωρισμός μεταξύ λαού και κλήρου, όπως φαίνεται μεταξύ άλλων και από την εκλογή των επισκόπων∙ ενώ αρχικά γινόταν από τη σύναξη των πιστών, από τον 3ο αιώνα και ύστερα έγκειται στη δικαιοδοσία των πρεσβύτερων και των άλλων επισκόπων της περιοχής.

Ο λαός απλώς παρίσταται και επικροτεί. Έτσι ενώ το σύνολο των πιστών στην α΄ επιστολή του Πέτρου 2,9 και στην Αποκάλυψη 1,6 αποκαλείται «εκλεκτό γένος και βασιλικό ιερατείο», σταδιακά επέρχεται ο χωρισμός σε ποίμνιο και ποιμένες.

Οι διωγμοί των χριστιανών και η ιστορική στροφή του Μ. Κωνσταντίνου

Αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη δοκιμασία του χριστιανικού κόσμου αλλά και το εντυπωσιακότερο κεφάλαιο στη δισχιλιετή ιστορία του υπήρξε η περίοδος των διωγμών.

Οι διασωθείσες γραπτές μαρτυρίες είναι λιγοστές και όχι ακριβείς, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Έτσι δεν είναι γνωστό πόσοι χριστιανοί έπεσαν θύμα και σε ποια μέρη της αχανούς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η έναρξη των διωγμών χρονολογείται στην εποχή του Νέρωνα με το κάψιμο της Ρώμης το 64 μ.Χ. και η λήξη επί Μ. Κωνσταντίνου (306-337).

Είναι γνωστό ότι οι Ρωμαίοι αρχικά αντιμετώπιζαν με ανεκτικότητα τους χριστιανούς, ενώ μόνο οι Ιουδαίοι είχαν εχθρική στάση απέναντί τους. Είναι πάντως γεγονός ότι ο χριστιανισμός διώχθηκε πολύ περισσότερο από κάθε άλλη θρησκευτική μειονότητα της εποχής. Αφορμή υπήρξε η συστηματική άρνηση των χριστιανών να συμμετέχουν στη λατρεία των θεών, του αυτοκράτορα και της Ρώμης. Στα μάτια των Ρωμαίων η άρνηση προκαλούσε τη μήνι των θεών και συνεπώς διακύβευε την ειρήνη και την ευημερία του κράτους. Έτσι διαδόθηκε η φήμη ότι ο χριστιανισμός αποτελούσε στασιαστικό κίνημα κατά του αυτοκράτορα και του κράτους. Ιδίως σε περιόδους φυσικών ή άλλων καταστροφών σημειωνόταν έξαρση των διωγμών ή και μεμονωμένα περιστατικά λυντσαρίσματος των χριστιανών που θεωρούνταν υπεύθυνοι για όλα τα δεινά. Επιπλέον η αυστηρότητα των ηθών τους και ο κοινός βίος αγάπης τους έκανε να ξεχωρίζουν και να προκαλούν την καχυποψία των αρχών.

Η αναστροφή του κλίματος αυτού ήρθε με τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Σύμφωνα με ένα θρύλο ο Caius Flavius Constantinus πριν από μία αποφαστιστική μάχη είχε ένα όραμα όπου είδε το σταυρό στον ουρανό και άκουσε μία φωνή που του έλεγε : «Εν τούτω νίκα!»

Μετά τη νίκη του επί του αντιπάλου του αυτοκράτορα Μαξεντίου το 312 μ.Χ. προσηλυτίστηκε στο χριστιανισμό. Στη συνέχεια πολλοί άλλοι αυτοκράτορες μεταπήδησαν στο χριστιανισμό και έτσι αναδείχτηκε σε επίσημη θρησκεία του κράτους. Ο Κωνσταντίνος με το έδικτο του Μιλάνου καθιέρωσε ήδη το 313 την ανεξιθρησκία και την ισότητα των θρησκειών.

Έκτοτε άρχισε η αντιστροφή των όρων. Ενώ προηγουμένως ήταν διακινδυνευμένο και θαρραλέο να δηλώσει κάποιος χριστιανός, τώρα συρρέουν στην εκκλησία πολλοί συνοδοιπόροι που ακολουθούν το συρμό.

Εύλογα έπεσε τότε το επίπεδο της πνευματικότητας και των ηθικών απαιτήσεων μέσα στο πλήρωμα. Συγχρόνως, ενώ οι ειδωλολατρικές θρησκείες ανέχονταν κάθε άλλη δίπλα τους, αφού πρέσβευαν έτσι κι αλλιώς την πολυθεΐα, η χριστιανική εκκλησία απαιτούσε να έχει το μονοπώλιο στο κράτος.

Έτσι δυστυχώς δεν περιορίστηκε στο να οριοθετηθεί απέναντι στις άλλες θρησκείες προβάλλοντας την πίστη της στον έναν Θεό. Όλο και πιο συχνά τα πλήθη προέβαιναν σε πράξεις βίας, βανδαλισμού και κατέστρεφαν ειδωλολατρικούς ναούς. Όποιος ήταν μέχρι πρότινος εθνικός, θεωρούσε καθήκον του να συμμετάσχει σε τέτοιους βανδαλισμούς για να αποδείξει τη μεταστροφή του.

Η αναγνώριση της εκκλησίας από το κράτος της απέφερε πολλά ανώριμα νέα μέλη. Επιπλέον απέκτησε μία μεγάλη εξουσία και ισχύ, που ασφαλώς δεν ταίριαζε με τις επιταγές και τα ιδεώδη του απλού Ναζωραίου, και ταυτόχρονα άρχισε να ασχολείται με τα κοσμικά πράγματα. Ως παρεπόμενο της σύνδεσής της με την κρατική εξουσία η εκκλησία άρχισε να έχει πρόσβαση σε τομείς του πολιτισμού όπως η εκπαίδευση και η επιστήμη και να τους συνδιαμορφώνει καθοριστικά.

Ενώ ο Κωνσταντίνος επεφύλαξε μία προνομιακή μεταχείριση για τη χριστιανική εκκλησία διατηρώντας παράλληλα την ανεξιθρησκία, οι διάδοχοί του δεν κράτησαν μία τέτοια ισορροπία. Το 341 μ.Χ. απαγορεύονται επί ποινή θανάτου οι θυσίες και η δεισιδαιμονία, μία κατηγορία που μέχρι πρότινος στρεφόταν κατά των χριστιανών. Το 346 επιβάλλεται σε όλη την επικράτεια το κλείσιμο των ειδωλολατρικών ναών.

Σταδιακά οι πρώην διωκόμενοι μετατρέπονται σε διώκτες. Τελικά με το έδικτο του 380 μ.Χ. σηματοδοτείται το τέλος των θρησκευτικών ελευθεριών για τους μη χριστιανούς. Η εκκλησία ανακηρύσσεται σε εκκλησία του κράτους και ταυτόχρονα ορίζεται ότι η μόνη έγκυρη εκδοχή του δόγματος είναι εκείνη που εκπροσωπεί ο επίσκοπος της Ρώμης. Με άλλα λόγια δεν αρκεί να είναι κάποιος χριστιανός, αλλά πρέπει και να ακολουθεί την εκκλησιαστική γραμμή. Παρεκκλίσεις από αυτήν τη γραμμή, όπως και η αλλοθρησκία, τιμωρούνται ως εγκλήματα κατά του κράτους. Το 385 μ.Χ. λαμβάνει χώρα η πρώτη εκτέλεση “αιρετικού” χριστιανού στην Τριρ της Γερμανίας, γεγονός που σύμφωνα με τον Walter Nigg αποδεικνύει ότι η Ιερά Εξέταση είχε πολύ παλιές ρίζες.

Η συνέπεια του θρησκευτικού εδίκτου του 380 μ.Χ. ήταν να εξαφανιστεί μέσα σε λίγο καιρό η επίσημη ειδωλολατρία, ενώ καταστράφηκαν σημαντικοί ναοί και καλλιτεχνήματα.

Η εκκλησία από την πλευρά της, για να δικαιολογήσει τον εναγκαλισμό της με το κράτος, άφησε να κυκλοφορήσει ο θρύλος ότι ενώ αρχικά ο Κωνσταντίνος καταδίωκε τους χριστιανούς, άλλαξε πίστη όταν τον θεράπευσε από τη λέπρα ο επίσκοπος Ρώμης Συλβέστρος.

Ο θρύλος λέει μάλιστα ότι από ευγνωμοσύνη για τη θεραπεία του παραχώρησε την πολιτική εξουσία επί του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας στον πάπα της Ρώμης. Έτσι πολύ αργότερα, στα μισά του 8ου αιώνα, ο πάπας Στέφανος Β΄ στηριζόμενος σε αυτόν το θρύλο, παρουσίασε ένα ψεύτικο έγγραφο που υποτίθεται ότι αποδείκνυε αυτήν την παραχώρηση εξουσίας που έμεινε γνωστή ως «κωνσταντίνεια δωρεά».

Τα πρώτα βήματα της χριστιανικής θεολογίας

Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για το τι ακριβώς δίδασκαν οι πρώτοι ιεραπόστολοι. Ένα είναι βέβαιο, όπως συνάγεται από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, ότι η διδασκαλία τους περιστρεφόταν γύρω από το απολυτρωτικό έργο, το θάνατο, την ανάσταση και τη μελλοντική επιστροφή του Χριστού. Εύλογα είχαν να αντιμετωπίσουν τη βασική ερώτηση: «Ποιος είναι αυτός ο Ιησούς και τι διδάσκει;» Βλέπουμε ότι στα ευαγγέλια και ιδίως στις επιστολές του Παύλου καταβάλλεται προσπάθεια να απαντηθεί με σύστημα και σφαιρικότητα αυτό το ερώτημα. Είναι αναγκαίο να δοθούν σύνθετες απαντήσεις προκειμένου να διδαχθούν τόσο οι εκχριστανισμένοι Ιουδαίοι όσο και οι εθνικοί.

Ιδιαίτερα ο Παύλος ανέπτυξε μία ιδιάζουσα θεολογία προσαρμοσμένη στις εκάστοτε τοπικές ιδιομορφίες και ανάγκες. Πρέπει να σκεφτούμε ότι κυκλοφορούσαν πολλές διαφορετικές δοξασίες, απόψεις και εκδοχές της διδασκαλίας∙ στις νεοσύστατες κοινότητες υπήρχε ένας πληθωρισμός και πλουραλισμός ιδεών. Στο πλαίσιο αυτό της ζύμωσης των διιστάμενων απόψεων διεξαγόταν έντονη συζήτηση για το ποια ήταν σωστή και ποια όχι. Ωστόσο δεν υπήρχε εξαρχής ένα κοινά αποδεκτό κριτήριο ή μία αρχή που να αποφάσιζε το ορθό ή όχι μίας άποψης.

Ήδη οι απόστολοι είχαν διαφορετικές απόψεις, όπως διαβάζουμε λ.χ. στην επιστολή προς τους Γαλάτας 2,11. Επίσης στις περισσότερες επιστολές γίνεται κριτική σε λανθασμένες διδασκαλίες και αντιλήψεις που αναφύονται σχεδόν σε κάθε εκκλησία. Αυτό είναι λογικό καθόσον οι νέοι πιστοί προέρχονται από ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον και φέρνουν μαζί τους διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις στη νεοσύστατη θρησκεία.

Έτσι ανάλογα με το τι είναι από πολιτισμική άποψη ο περίγυρος της κάθε εκκλησίας διαμορφώνει το δικό της ιδιαίτερο χαρακτήρα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον ελληνιστικό κόσμο που χαρακτηρίζεται από την ελληνική και τη ρωμαϊκή φιλοσοφία και βιοσοφία. Επίσης η τριβή με το γνωστικισμό συνεπιφέρει άλλου είδους αντιπαραθέσεις και επιδράσεις. Ως επακόλουθο οι πρώτες χριστιανικές εκκλησίες δεν παρουσιάζουν ιδεολογική ομοιογένεια. Σε αντιστάθμισμα ωστόσο υπάρχει πολύ έντονο συναίσθημα ότι όλοι είναι αδελφοί, ενωμένοι στο πνεύμα του Χριστού. Όλοι ομολογούν την πίστη τους στο όνομά του, αλλά ο καθένας με το δικό του τρόπο.

Την περίοδο μεταξύ 90 και 160 μ.Χ. η σκυτάλη της θεολογίας παραλαμβάνεται από τους λεγόμενους αποστολικούς πατέρες, υπό την έννοια ότι έπονται της αποστολικής και της μεταποστολικής εποχής. Τα δικά τους κείμενα δεν θα συμπεριληφθούν αργότερα, στο τέλος του 2ου αιώνα, στο σώμα της Καινής Διαθήκης και άρα δεν έχουν κανονική ισχύ. Ωστόσο συνιστούν συνεπείς προσπάθειες των συντακτών τους να συνεχίσουν στο δρόμο που είχαν χαράξει οι ευαγγελιστές και οι επιστολογράφοι της Καινής Διαθήκης, επεξεργαζόμενοι παραλλήλως θέματα που αφορούν σε νέες καταστάσεις. Η διαφορά των αποστολικών πατέρων είναι ότι επικεντρώνονται πολύ περισσότερο στην καθαρά οργανωτική πλευρά των εκκλησιαστικών καθηκόντων. Ο ενθουσιασμός των πρώτων χριστιανών έχει υποχωρήσει σημαντικά και έχει αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από τον πραγματισμό και την καθημερινότητα.

Το πλήρωμα των πιστών δεν εκζητά πια με τον ίδιο ζήλο τα χαρίσματα του Πνεύματος, όπως συνιστούσε ο Παύλος. Το αίτημα των καιρών είναι τώρα να υπάρχουν άξιοι λειτουργοί της εκκλησίας. Καθώς προχωρεί ο επαγγελματισμός στην εκκλησία, πρεσβύτεροι, διάκονοι και επίσκοποι κερδίζουν σε κύρος και επιρροή. Είναι η περίοδος όπου οι εκκλησίες αποκτούν οργάνωση και συνοχή χάρη στην εισαγωγή καταστατικών αρχών και τις προσπάθειες των επισκόπων τους.

Ενώ το πρωταρχικό μέλημα πολλών αποστολικών πατέρων είναι η εξωτερική, οργανωτική οχύρωση των εκκλησιών, άλλοι πατέρες επικεντρώνονται στην εσωτερική οχύρωση, πραγματευόμενοι βασικά θεολογικά ζητήματα που απασχολούν εκείνη την εποχή τους χριστιανούς.

Κυρίως είναι διάχυτη η ανάγκη να συμφωνηθεί ποια βιβλία θα πρέπει να θεωρηθούν ισότιμα με τις «Γραφές», δηλαδή την Παλαιά Διαθήκη. Στη συνείδηση των χριστιανών πολλά πρωτοχριστιανικά κείμενα είναι ιερά, παρ’ όλο που μόνο εκείνα της Π. Διαθήκης θεωρούνται αυθεντικά. Στην πράξη παράλληλα με αυτά στις εκκλησίες διαβάζονται επίσης τα ευαγγέλια, έργα του Ερμά και του Βαρνάβα κ.ά.

Οι προτάσεις για το ποια κείμενα πρέπει να συμπεριληφθούν σε έναν γενικής αποδοχής κανόνα της Καινής Διαθήκης είναι πολλές. Μία από αυτές τις προτάσεις είναι του Μαρκίωνα στα μέσα του 2ου αιώνα, που εγκρίνει μόνο το ευαγγέλιο του Λουκά και τις επιστολές του Παύλου, ενώ αποκλείει τα υπόλοιπα. Το πρόβλημα όμως με την πρόταση του Μαρκίωνα είναι ότι η αντίληψή του για τον Χριστό είναι αντίθετη με την αντίληψη που έχει διαμορφωθεί ήδη στην εκκλησία. Ως απάντηση στην κίνηση του Μαρκίωνα αρχίζει να αποκρυσταλλώνεται από όλες τις εκκλησίες ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης και έτσι συγκροτείται για πρώτη φορά ένα κριτήριο χριστιανικής ορθοδοξίας πάνω στο οποίο πρέπει να συμφωνούν όλοι.

Ένα δεύτερο κοινό κριτήριο είναι η ομολογία της πίστης που έρχεται να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των πολλών διαφορετικών ερμηνειών που δίνονται στις Γραφές.

Τέλος, άλλο ένα καθοριστικό βήμα για τη θεμελίωση της ομογνωμοσύνης είναι οι επισκοπικές σύνοδοι που συγκαλούνται από τα τέλη του 2ου αιώνα κι έπειτα για να αντιμετωπιστεί ο μοντανισμός.

Ο Μοντανός ανέπτυξε ένα ασκητικό δόγμα που αφενός απαιτούσε έναν αυστηρό χριστιανικό βίο και αφετέρου αρνιόταν τη θεσμική ιεραρχική διοίκηση της εκκλησίας, ένα δόγμα που ήταν καθ’ όλα συμβατό με τη βασική χριστική διδασκαλία. Όμως οι εκκλησίες προτίμησαν να κινηθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Έτσι τον 3ο αιώνα από τη μία πλευρά οι πιο αυστηρές πρακτικές εξαγνισμού και μετάνοιας χάνουν έδαφος, ενώ από την άλλη ενισχύεται η εξουσία και το κύρος του κλήρου. Το τελευταίο στοιχείο δείχνει την τάση της εκκλησίας προς μία πιο συγκεντρωτική και συντηρητική κατεύθυνση.

Τελικά, η μόνη αποδεκτή άποψη είναι αυτή που εκπροσωπείται από μία θεσμική, συγκεκριμένη επίσημη εκκλησία. Όλες οι άλλες απόψεις θεωρούνται αιρετικές. Κατ’ επιταγήν μάλιστα του -μετέπειτα αγίου- Αυγουστίνου οι αντιαιρετικοί νόμοι εφαρμόζονται με ιδιαίτερη αυστηρότητα εις βάρος των Δονατιστών, οι οποίοι απαιτούν κυρίως ένα ηθικό άμεμπτο κλήρο.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκρυσταλλώνεται η θρησκευτική πίστη που έχει τις ευλογίες της εκκλησίας. Επιπλέον, αυτή η πίστη προωθείται κι από το κράτος μετά τον 4ο αιώνα, από τον Θεοδόσιο Α΄, τον πρώτο ορθόδοξο, δηλαδή έχοντα την “ορθή πίστη”, αυτοκράτορα.

Ως συνέπεια της κρατικής υποστήριξης δεν έχουν πια καμία δυνατότητα ύπαρξης οι αιρετικές απόψεις εντός και εκτός της επίσημης εκκλησίας.

Η εξέλιξη της αρχέγονης εκκλησίας

Αρχές του 4ου αιώνα ο χριστιανισμός γίνεται επίσημα θρησκεία του κράτους. Έτσι η εκκλησία αποκτά απροσδόκητα τη δυνατότητα να έχει μείζονα λόγο στο θρησκευτικό, ηθικό και πολιτιστικό βίο της αχανούς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Επιπλέον, όπως είδαμε, η ανακήρυξη σε θρησκεία του κράτους δίνει στην εκκλησία τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα ενιαίο δόγμα και να το υπερασπίσει με τη βοήθεια της κρατικής εξουσίας.

Την ίδια περίοδο που αρχίζουν τα πρώτα συμπτώματα διάλυσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αρχίζουν επίσης στην Ανατολή οι θεολογικές έριδες για τον Ιησού Χριστό και την Αγία Τριάδα. Οι χριστιανοί, πλήρωμα και ιεραρχία, χειροδικούν αναμεταξύ τους ερίζοντας περί της φύσης του Χριστού, σε βαθμό που καταντούν περίγελως και αντικείμενο σαρκασμού στα θέατρα των εθνικών.

Στο τέλος επιβάλλεται ένα ενιαίο δόγμα, όμως πολλές ανατολικές κοινότητες θεωρούν ότι πρόκειται για λανθασμένο συμβιβασμό μεταξύ ηγετικών κύκλων και εκκλησιαστικών κέντρων.

Από τη μία πλευρά ο μονομερής τονισμός της θεϊκής φύσης του Χριστού από τους Ανατολικούς και από την άλλη οι τάσεις τους για εθνική ανεξαρτησία, οδηγούν στην πρώτη διάσπαση της εκκλησίας. Αίγυπτος, Συρία, Αιθιοπία και Αρμενία, όπου επικρατούν οι μονοφυσυτικές εκκλησίες, είναι οι πρώτες που ανεξαρτοποιούνται από τη Ρώμη. Τα πατριαρχεία της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας και της Ιερουσαλήμ αποκόπτονται από την ένωση των εκκλησιών της αυτοκρατορίας ήδη κατά τα τέλη του 5ου αιώνα. Έτσι μόνο τα πατριαρχεία της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης μένουν ενωμένα, όμως μεταξύ τους υποβόσκει εξαρχής περισσότερο ή λιγότερο ανοικτά ένας ανταγωνισμός. Είναι πολυάριθμες οι προσπάθειες από την πλευρά του πάπα να χειραγωγήσει τον πατριάρχη της Νέας Ρώμης και να επιβάλλει την άποψή του σε σημαντικά θεολογικά ή εκκλησιαστικά θέματα, αλλά και για το αντίθετο υπάρχουν μαρτυρίες. Έτσι δεν είναι απορίας άξιο ότι οι δύο αδελφές εκκλησίες δεν συμπεριφέρονται σαν αδελφές. Μετά τα προσωρινά σχίσματα του Ακάκιου (484-519) και του Φώτιου (867-880), τελικά το 1054 οι δύο εκκλησίες, η ελληνική και η λατινική, χωρίζουν οριστικά, ενώ τον ίδιο χρόνο ιδρύεται η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία.

Μετά το σχίσμα, η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία ακολουθεί το δικό της δρόμο. Τονίζει με έμφαση ότι ο Χριστός είναι η μοναδική κεφαλή και ο μόνος ποιμένας όλης της χριστιανικής εκκλησίας, η οποία από την Πεντηκοστή κι ύστερα καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα. Η Ρώμη μπορεί μεν να έχει τα πρεσβεία τιμής, όμως ούτε ο πάπας, ούτε κανένας άλλος, είναι εκπρόσωπος του Θεού επί γης.

Για την ελληνορθόδοξη εκκλησία ισχύει μόνο το τριαδικό δόγμα, όπως διαμορφώθηκε στις επτά πρώτες οικουμενικές συνόδους. Τα μεταγενέστερα δόγματα, λ.χ. για το πρωτείο του πάπα, για το καθαρτήριο και για τη Θεοτόκο, δεν τα αναγνωρίζει.

Επίσης, θεωρεί ότι διατηρεί αδιάκοπα την Αποστολική διαδοχή, καθώς δια του Αγίου Πνεύματος είναι συνδεδεμένη με την Αποστολική παράδοση.

Ένα πρόβλημα που δίχασε για πολλούς αιώνες τις εκκλησίες, ήταν η εικονομαχία. Από τη στιγμή που ο χριστιανισμός αναγνωρίστηκε ως επίσημη θρησκεία και η εκκλησία υποστηρίχτηκε από τους αυτοκράτορες, η χριστιανική λατρεία μπολιάστηκε με αναρίθμητα ειδωλολατρικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να προκύψουν αναγκαστικά αντιδράσεις. Τέτοιες αντιδράσεις υπήρξαν από νωρίς ήδη, π.χ. από τη σύνοδο της Ελβίρας το 305 μ.Χ. όπως και από τον Ευσέβειο Καισαρείας.

Οι διαφωνούντες τόνιζαν το ασύμβατο της χρήσης εικόνων με τη δεύτερη εντολή του μωσαϊκού Δεκαλόγου, αλλά και με την παράδοση της εκκλησίας.

Ωστόσο με τον εκχριστιανισμό ευρύτερων εθνικών μαζών μεταφυτεύτηκαν όλο και περισσότερα ειδωλολατρικά στοιχεία, ενώ τα όρια ανοχής της εκκλησίας γίνονταν όλο και πιο ελαστικά. Η ειδωλολατρική λατρεία θεών και ηρώων μεταμορφώθηκε σε λατρεία των αγίων. Τα δε «θαύματα» των «αγίων» αποδόθηκαν σύντομα και στις εικόνες τους.

Η λατρεία των εικόνων έφτασε σε σημείο τέτοιο που τον 6ο και 7ο αιώνα είχαν κατακλύσει το δυτικό και το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Επιπλέον, δεν περιοριζόταν μόνο μέσα στους ναούς, αλλά συχνά πήρε διαστάσεις υπερβολής και δεισιδαιμονίας, όπως κατήγγειλαν ορισμένοι εκκλησιαστικοί ηγέτες.

Παραδόξως την πρώτη απαγόρευση της προσκύνησης των εικόνων, η οποία σφράγισε τον 8ο και τον 9ο αιώνα, την επέβαλε ο βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων Γ΄, ο οποίος προηγουμένως είχε επικροτηθεί επειδή είχε διατάξει τον αναγκαστικό εκχριστιανισμό των Εβραίων.

Η απαγόρευση προκάλεσε την αντίδραση της εκκλησίας της Ρώμης και κυρίως των μοναχών ολόκληρης της αυτοκρατορίας, οι οποίοι αντλούσαν μεγάλα χρηματικά οφέλη και επιρροή πάνω στο χριστεπώνυμο πλήθος από την εικονολατρία. Από την άλλη πλευρά οι εικονοκλάστες κινούνταν επίσης από εξουσιαστικά κίνητρα, ιδίως ελέγχου των μοναχών. Εκτός αυτού όμως υπήρχε βέβαια η θέληση να επανέλθει σε πνευματικότερες μορφές η χριστιανική λατρεία χωρίς χρήση υλικών ή απεικονιστικών μέσων, όπως υπαγόρευε η Π. Διαθήκη και οι ρήσεις των εκκλησιαστικών Πατέρων και όπως ίσχυε στον Ιουδαϊσμό και στο Ισλάμ.

Οι εικονολάτρεις πάλι υποστήριζαν ότι η λατρεία αποδίδεται στο αναπαριστώμενο πρόσωπο και όχι στην εικόνα του και συνεπώς αυτό δεν αποτελεί ειδωλολατρία.

Εκτός αυτού θεωρούσαν ότι η ανθρώπινη φύση που προσέλαβε ο Χριστός για να λυτρώσει τον άνθρωπο επέτρεπε την απεικόνισή του.

Γεγονός είναι ότι με την τελική νίκη των εικονόδουλων βγήκε κερδισμένος ο μοναχισμός καθώς ενισχύθηκε ο θεσμός του μοναχισμού και ο ρόλος του στη διαμόρφωση της λατρείας.

Στο τρίτο τμήμα αυτού του κεφαλαίου θα ασχοληθούμε εκτενέστερα με τη μεταφύτευση ειδωλολατρικών πρακτικών στο χριστιανισμό, και με τη λατρεία λειψάνων και αγίων.

Ο Παπισμός

Την πρωτοχριστιανική εποχή πίστευαν ότι όλοι οι απόστολοι και όσοι τους διαδέχθηκαν στη συνέχεια ήταν εξίσου αρμόδιοι να μεταφέρουν τη διδασκαλία του Χριστού και να καθοδηγούν τους πιστούς, χωρίς διαφορές μεταξύ τους. Μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα όλες οι τοπικές εκκλησίες ήταν αυτόνομες, απλώς εκείνη της Ρώμης ήταν μία από τις σημαντικότερες και πολυπληθέστερες, ο δε επίσκοπος της Ρώμης εθεωρείτο «primus inter pares», πρώτος μεταξύ ίσων. Όμως, σύντομα ο επίσκοπος της Ρώμης ισχυρίστηκε ότι είναι ο διάδοχος του αγίου Πέτρου και διεκδίκησε τα πρωτεία στη χριστιανοσύνη, πρωτεία που πραγματικά απέκτησε μετά από πολλούς αιώνες, αν και όχι τελείως.

Η αύξουσα δύναμη της εκκλησίας συνετέλεσε στην αίγλη των αξιωματούχων της, αλλά είχε και μία άλλη συνέπεια: Οι άρχοντες της εκκλησίας ενεπλάκησαν σε συγκρούσεις που δεν είχαν σχέσεις με το ποιμαντορικό τους λειτούργημα και οφείλονταν σε ανίερες κοσμικές αιτίες.

Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες αναγνωρίζοντας τη χριστιανική θρησκεία την υπέταξαν στην εξουσία τους, πράγμα που χαρακτηριστικά εκδηλώθηκε και σε συνόδους με αποφάσεις επεξεργασμένες από τα παρασκήνια.

Κατά τη διάρκεια της μισής χιλιετίας που κύλησε από τη γέννηση του Σωτήρα, η εκκλησία είχε ξαναπάρει την εξωτερική μορφή κατά της οποίας ο θεμελιωτής της είχε εξεγερθεί και είχε διαμορφώσει έναν κλήρο του οποίου η σημασία ξεπερνούσε κατά πολύ τη σημασία του ιερατείου των Εβραίων και των ειδωλολατρών.

Ο Λέων ο Μέγας, που υπήρξε πάπας από το 440 ως το 461μ.Χ., επεξεργάστηκε το θεωρητικό υπόβαθρο που θα δικαιολογούσε την πρωτοκαθεδρία του επισκόπου της Ρώμης έναντι των άλλων. Γι’ αυτό διαμαρτυρήθηκε κατά της απόφασης της Συνόδου της Χαλκηδόνας που όριζε ισότιμους τους επισκόπους Ρώμης και Νέας Ρώμης.

Σύμφωνα, με την παπική αιτιολόγηση, ο Χριστός είχε δώσει στον Πέτρο κάθε εξουσία βάσει των χωρίων 16,18 από το ευαγγέλιο του Ματθαίου και 22,32 από του Λουκά κάνοντάς τον έτσι ανώτερο από τους υπόλοιπους αποστόλους. Καθώς υποτίθεται ότι ο Πέτρος υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος της Ρώμης, η πρωτοκαθεδρία του μεταβιβάστηκε στους διαδόχους του, που ως «εκπρόσωποι του Χριστού» δικαιούνται να ηγούνται του συνόλου της εκκλησίας.

Τον 5ο αιώνα κυριαρχούν η παρακμή της Ρώμης και οι λεηλασίες της αιώνιας πόλης από τους βαρβάρους. Ο Λέων ήθελε σε αντίβαρο απέναντι στην αναρχία της εποχής να προβάλει την εκκλησία ως το μοναδικό πόλο σταθερότητας και ως πολιτική δύναμη και ήταν ο εμπνευστής της θεσμικής κατοχύρωσης του πρωτείου του επισκόπου της Ρώμης.

Το 476 έρχεται το τέλος του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους όταν ο τελευταίος ηγεμόνας εκθρονίζεται από τους Γερμανούς εισβολείς. Μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους οι πάπες ανέλαβαν ολοένα και περισσότερο πολιτικές αρμοδιότητες, ενώ από την άλλη πλευρά η ισχύς τους περιορίστηκε στα όρια της Ευρώπης.

Ενώ ο χριστιανισμός εξάπλωνε έτσι την κυριαρχία του στην Ευρώπη, υφίστατο σοβαρές απώλειες στην Ασία και την Αφρική. Με την προέλαση των Αράβων στην Εγγύς Ανατολή και όλη την Β. Αφρική, κατά τα μέσα του 7ου αιώνα, η Παλαιστίνη, η Συρία και η Αίγυπτος απεσπάσθηκαν από το Βυζάντιο προοδευτικά και εξισλαμίσθηκαν κατά το τέλος του ίδιου αιώνος. Το ίδιο έγινε το 711 και με το μεγαλύτερο μέρος της Ισπανίας που επανήλθε στον χριστιανισμό μόλις μετά από επτά αιώνες (1492).

Στην αρχή αυτής της εποχής τοποθετείται η άνθηση της εκκλησίας στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το Βυζαντινό κράτος λιγότερο επηρεασμένο από τις μεταναστεύσεις των λαών μπόρεσε να συνεχίσει την παράδοση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που στο μεταξύ είχε πάρει εξελληνισμένη μορφή. Η εκκλησία συνδέθηκε πολύ στενά με την Αυτοκρατορία. Σαν «Νέα Ρώμη» πρωτεύουσα και αυτοκρατορική διαμονή, η Κωνσταντινούπολη είχε τέτοια βαρύτητα που ο επίσκοπός της, δεχόμενος από τον Αυτοκράτορα το 500 μ.Χ. τον τίτλο του «Οικουμενικού Πατριάρχη», ισχυρίσθηκε ότι κατέχει την ίδια θέση με τον επίσκοπο της Ρώμης.

Στο μεταξύ η παπική ισχύς αυξανόταν συνεχώς καθώς με επιδέξιους χειρισμούς οι πάπες απέσπασαν αρκετά προνόμια από τους Φράγκους ηγεμόνες. Με έναν τέτοιο χειρισμό ο πάπας Στέφανος Β΄ παρακίνησε τον βασιλιά των Φράγκων Πεπίνο τον Βραχύ να εκδιώξει τους Λομβαρδούς από τις κατακτήσεις τους στην Ιταλία, που σημειωτέον ανήκαν στο Βυζάντιο. Μετά τη νίκη του ο Πεπίνος τις δώρισε στον πάπα, ο οποίος κατόπιν τούτου ίδρυσε το παπικό κράτος. Συγχρόνως προκάλεσε τη ρήξη των σχέσεων με την Κωνσταντινούπουλη παρουσιάζοντας ένα φαλκιδευμένο έγγραφο. Σύμφωνα με αυτό το έγγραφο ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε παραχωρήσει στον πάπα τη Ρώμη μαζί με το δυτικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρόκειται για τη γνωστή ως ψευδο-κωνσταντίνεια δωρεά.

Η εξάπλωση του χριστιανισμού στην υπόλοιπη Ευρώπη ευνοήθηκε από τις πολιτικές συγκυρίες αλλά και από την τακτική του αναγκαστικού εκχριστιανισμού που είχε τις ευλογίες της Αγίας Έδρας. Αυτή εφαρμόστηκε επίσης στη διάρκεια των Σαξονικών Πολέμων, όπου ο Κάρολος ο Μέγας επέβαλε μαζικά το βαπτισμό των ευγενών, ενώ όσοι Σάξονες δεν βαπτίζονταν θανατώνονταν ή εξορίζονταν. Μπροστά πήγαιναν τα νικηφόρα στρατεύματα του Καρλομάγνου που έκανε υποτελείς τους Σάξονες, Σλάβους και Αβάρους και πίσω ακολουθούσαν οι ιεραπόστολοι. Το 800 μ.Χ. ο πάπας Λέων Γ΄ στέφει τον Καρλομάγνο πρώτο αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Η ρωμαϊκή εκκλησία συντελεί τα μέγιστα στη δημιουργία της αυτοκρατορίας και σε αντάλλαγμα απολαμβάνει εξαιρετικών προνομίων. Έτσι μπόρεσε τους επόμενους αιώνες να επεκτείνει την εξουσία της και να κυριαρχήσει στο δυτικό τμήμα της Ευρώπης.

Στο απώγειο της δύναμής τους βρέθηκαν οι πάπες μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα όπου με βάναυσες μεθόδους τιμωρούσαν κάθε απόκλιση από την εκκλησιαστική ορθοδοξία.

Το έτος 1302 ο πάπας Βονιφάτιος Η΄ επιβάλει το δόγμα ότι δεν υπάρχει σωτηρία έξω από την καθολική εκκλησία. Το δόγμα αυτό είχε διατυπώσει πρώτος ο Κυπριανός, επίσκοπος Καρχηδόνας, εννοώντας τότε την αδιαίρετη εκκλησία. Μάλιστα ο Βονιφάτιος το διευρύνει προσθέτοντας ότι κάθε κοσμικός άρχοντας οφείλει άνευ όρων υπακοή στον πάπα. Εξέλιξη αυτού του δόγματος υπήρξε το «αλάθητο του πάπα», το οποίο επικυρώθηκε επίσημα το 1870 στην Α΄ σύνοδο του Βατικανού. Σύμφωνα με αυτό ο πάπας «είναι εκπρόσωπος του Χριστού επί γης και ο μοναδικός, απόλυτος ηγέτης όλης της χριστιανοσύνης».

Στις αρχές του 14ου αιώνα άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τη μέχρι τότε ανοδική πορεία της παποσύνης. Ακόμη και εκκλησιαστικοί κύκλοι κατήγγειλαν τον πολυτελή και έκλυτο βίο στη Ρώμη, ενώ τα οικονομικά βάρη που επέβαλε στους λαούς ήταν δυσβάσταχτα. Αυτές οι προκλήσεις και οι αξιώσεις κοσμικής υπερεξουσίας αποξένωναν το πλήρωμα από την εκκλησία. Οι μαιτρέσες διοικούσαν από τα παρασκήνια ή προωθούσαν νόθους απογόνους του πάπα σε υψηλά αξιώματα. Η σιμονία ήταν διαδεδομένη, ενώ πριν την εκλογή ενός νέου πάπα προηγούνταν αναγκαστικά χρηματισμοί και εγγυήσεις για την παραχώρηση επικερδών αξιωμάτων με αντάλλαγμα την ψήφο στον επίδοξο πάπα. Ο τιμοκατάλογος που ίσχυε για την εξαγορά της ψήφου προς όφελος του ενός ή του άλλου υποψήφιου ήταν κοινό μυστικό στη Ρώμη.

Ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ Γάλλων και Γερμανών για ένα διάστημα υπήρχαν δύο πάπες, ένας στη Ρώμη και ένας στην Αβινιόν. Συνεπεία τούτου προέκυψε το προσωρινό Δυτικό Σχίσμα το οποίο έληξε με τη Σύνοδο της Κωνσταντίας (1414-1418). Παρ’ όλα αυτά τα σκάνδαλα η εκκλησία αισθανόταν πολύ ισχυρή χάρη στην απόλυτη ηγεμονία της και αγνοούσε επιδεικτικά τις φωνές διαμαρτυρίας και τις εκκλήσεις για αυτοκάθαρση. Ωστόσο αντιφρονούντες πιστοί που είχαν αρχίσει δειλά-δειλά σποραδικές κινήσεις διαμαρτυρίας δυνάμωναν ολοένα τη φωνή τους. Ο θεολόγος Τζων Γουίκλιφ (περ. 1330-1384) στην Αγγλία, πολέμιος του πάπα και του κλήρου, κάλεσε την εκκλησία να επιστρέψει στα πρωτοχριστιανικά ιδεώδη της πενίας, κατηγορώντας την ότι παραμόρφωσε τη χριστική διδασκαλία και τον πάπα ότι ήταν ο αντίχριστος.

Το παράδειγμα αυτού του προδρόμου της μεταρρύθμισης ακολούθησε ο Γιαν Χους (1369-1415) στη Βοημία, με ακόμη πιο ριζοσπαστικές ιδέες. Ο Χους επέμενε στην καυστική κριτική του παρά την τρομακτική πίεση που υφίστατο. Έτσι τελικά η καθολική εκκλησία τον κάλεσε να υπερασπίσει τις ιδέες του στη Σύνοδο της Κωνσταντίας το 1415, εγγυώμενη την ασφάλειά του. Ωστόσο μόλις έφθασε εκεί συνελήφθη και εκτελέστηκε χωρίς καν να ανακριθεί. Ως επακόλουθο ξέσπασαν οι χουσιτικοί πόλεμοι, που ταλάνισαν από το 1419 ως το 1436 τη Βοημία και τις γείτονες χώρες, γιατί ο πάπας και ο αυτοκράτορας έστειλαν στρατό εναντίον των οπαδών του.

Αρχικά η εκκλησία περιοριζόταν σε καταδικαστικές συνοδικές αποφάσεις και αναθεματισμούς για να εξοστρακίσει τους αντιφωνούντες. Καθώς όμως γιγάντωνε η λαϊκή αντίσταση, η εξουσιομανής «Αγία» Έδρα κατέφυγε σε ένα μέσον ισάξιο των ρωμαϊκών διωγμών για να επιβάλει με την τρομοκρατία τη μονοφωνία, την ιερά εξέταση. Η ιερά εξέταση θα μας απασχολήσει πιο αναλυτικά αργότερα.

Τα τρομακτικά μέτρα καταστολής από την πλευρά των εκκλησιαστικών αρχών δεν μπόρεσαν να ανακόψουν το ρεύμα της εξέγερσης των καταδυναστευμένων λαών. Τα κινήματα διαμαρτυρίας αποτέλεσαν απλώς τον προάγγελο ριζοσπαστικότερων εξελίξεων στη χριστιανική Ευρώπη το 16ο αιώνα. Ωστόσο η αμφισβήτηση του παπισμού και το αίτημα για μεταρρύθμιση της εκκλησίας αντιμετωπίστηκε από αυτήν με σιωπή ή με καταπίεση.

Η ηθική παρακμή στο Βατικανό μεγάλωσε την περίοδο της Αναγέννησης, καθώς οι τότε πάπες αφοσιώθηκαν στη λατρεία του ωραίου προωθώντας τις καλές τέχνες, την κατασκευή επιβλητικών ναών και απολαμβάνοντας έναν τρυφηλό βίο. Για την πολυτελή διαβίωσή τους, που δεν διέφερε ουσιαστικά από εκείνη των κοσμικών αρχόντων με τους οποίους διαπλέκονταν με κάθε είδους δεσμούς, χρειάζονταν τεράστια χρηματικά ποσά, ομοίως και για τα μεγαλεπίβολα αναγεννησιακά έργα, όπως ήταν η κατασκευή του ναού του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Για να χρηματοδοτηθούν όλα αυτά η Αγία Έδρα εκπόνησε διάφορες μεθόδους. Για παράδειγμα για να αναλάβει κάποιος ένα εκκλησιαστικό αξίωμα, έπρεπε να καταβάλει ένα καθορισμένο, υψηλό αντίτιμο. Επίσης οι πιο εύποροι των πιστών είχαν τη δυνατότητα να «εξαγοράζουν» την απαλλαγή τους από ένα θρησκευτικό καθήκον όπως φερ’ ειπείν τη νηστεία. Ωστόσο το προκλητικότερο όλων ήταν το έγγραφο που εξέδιδε επί πληρωμή η επίσημη εκκλησιαστική αρχή για να δώσει άφεση αμαρτιών. Μάλιστα το συγχωρητήριο αυτό έγγραφο μπορούσε να το αγοράσει κάποιος και για τα αγαπημένα του πρόσωπα που είχαν πεθάνει. Δικαιολογημένα, λοιπόν, τα συγχωροχάρτια στάθηκαν η κύρια αφορμή για τη Μεταρρύθμιση.

Ωστόσο το γεγονός που άλλαξε κυριολεκτικά το ρου της ιστορίας ήταν η εφεύρεση της τυπογραφίας περί το 1440. Χάρη στην τυπογραφία είχε πλέον και ο πολύς λαός – τουλάχιστον όσοι δεν ήταν αναλφάβητοι – πρόσβαση σε προσιτά αντίτυπα βιβλίων. Αυτό έπαιξε έναν καταλυτικό ρόλο στη ριζοσπαστικοποίηση των μεταρρυθμιστών. Σημαντικό υπήρξε επίσης το γεγονός ότι τα λατινικά, που τα μιλούσαν μόνον οι διανοούμενοι, αντικαταστάθηκαν στον εκκλησιαστικό βίο, από την καθομιλουμένη σε κάθε λαό.

Ο Γκλάζεναπ γράφει γι’ αυτήν την περίοδο: «Τα αμέσως επόμενα χρόνια, μετά το 1500 έχουν για την ιστορία του Χριστιανισμού ιδιαίτερα εξαιρετική σπουδαιότητα, καθοριστική για το πεπρωμένο. Τα χρόνια αυτά δημιουργείται το μεγάλο σχίσμα στο ζήτημα της πίστεως που διαίρεσε σε δύο τελείως διαφορετικά στρατόπεδα τη βόρεια και μέση Ευρώπη, η οποία κατά τους τελευταίους αιώνες ήταν βασικά ενωμένη από θρησκευτικής απόψεως. Όταν εκδηλώνεται μία ισχυρή αντίδραση εναντίον ενός εγκατεστημένου θρησκευτικού ή κοινωνικού συστήματος, συνήθως δεν εκφράζεται από μία μοναδική κίνηση αλλά και από μεγάλη ποικιλία κινήσεων. Όπως κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. ο Γκοσάλα, ο Μαχαβίρα και ο Βούδας εμφανίστηκαν συγχρόνως, διδάσκοντας τις αντιβραχμανικές σωτηριολογίες τους, έτσι και τα Χριστιανικά μεταρρυθμιστικά κινήματα, που ο δρόμος τους είχε ανοιχθεί από τους Ουίκλιφ, Χους και άλλους ακόμη, επήραν με τους Μαρτίνο Λούθηρο, Χούλντραϊχ Ζβίγκλι και Ιωάννη Καλβίνο τρεις διαφορετικές όψεις, αν και στο πνεύμα τους συγγένευαν.

Αφετηρία των μεταρρυθμιστών υπήρξε η αντίθεσή τους όχι μόνο με τις διάφορες ατέλειες που είχε η Εκκλησία, όπως κάθε ανθρώπινο ίδρυμα, αλλά ο ισχυρισμός της ότι ο προορισμός της είναι μεσολαβητικός μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Αυτοί δίδασκαν αντίθετα ότι η ψυχή του ατόμου είναι τοποθετημένη κατ’ ευθείαν απέναντι στον Θεό. Δεν συνδέεται με καμία ορατή Εκκλησία, εννοουμένη σαν δεσμό σωτηρίας φτιαγμένο από τον Χριστό, ή με κανένα από τα όργανά της. Το άτομο δεν μπορεί να απαλλαγεί από το βάρος της αμαρτίας με την άφεση από έναν ιερέα ή με τις πράξεις του (συγχωροχάρτια κ.λπ.), αλλά μόνον από τον Θεό, στον οποίο απευθύνεται έχοντας την ελευθερία να παίρνει την ευθύνη των πράξεών του. Αν απ’ αυτή την πλευρά η Μεταρρύθμιση δίνει αξία στην ελευθερία της συνειδήσεως και διδάσκει έναν ατομικισμό που έχει για ιδανικό την ευσυνείδητη προσωπικότητα, υπεύθυνη απέναντι του Θεού της, από μία άλλη πλευρά προσκολλάται στερεά στο απόλυτο κύρος της Αγίας Γραφής και δίνει μάλιστα στη Βίβλο ακόμη μεγαλύτερη αξία απ΄ αυτήν που είχε πριν. Γιατί, για τους μεταρρυθμιστές αποτελεί το μόνο προσιτό μέσο για να γνωρίσει κανείς τη φανερωμένη Αλήθεια. Αποκρούοντας σαν αδικαιολόγητους νεωτερισμούς όλες τις αντιλήψεις και τους θεσμούς που δεν αναφέρονται στη Βίβλο (η Μεταρρύθμιση) ήθελε να αποκαταστήσει την αρχική αγνότητα της πίστεως και της λατρείας των πρώτων Χριστιανών. Όπως όλες οι ανάλογες κινήσεις επιστροφής στις ρίζες επέτυχε αυτό τον σκοπό σε περιορισμένο μόνο βαθμό. Μπόρεσε βέβαια να απορρίψει θρησκευτικές αντιλήψεις (όπως την πίστη στους αγίους), ιερουργικές πράξεις (λειτουργία, προφορική εξομολόγηση) σαν ξένες προς την Καινή Διαθήκη και εκκλησιαστικούς θεσμούς (μοναστήρια, αναγνώριση του πάπα). Ήταν όμως τόσο βαθειά ριζωμένη μέσα της η προηγούμενη δογματική εξέλιξη, που παραδέχτηκε χωρίς δισταγμούς σαν ιδρυμένα από τον Χριστό δόγματα και τύπους που η προέλευσή τους είναι μεταγενέστερη. Ακόμη κι εκεί όπου μπόρεσε να βασισθεί κυριολεκτικά στο Ευαγγέλιο ή στις αποστολικές επιστολές, παρ’ όλη τη ρητή πιστότητα εμφανίσθηκε αναγκαία η ανυπέρβλητη διαφορά που ξεχωρίζει τις αντιλήψεις τόσο απομακρυσμένων εποχών από τον νεώτερο τρόπο του σκέπτεσθαι και για το νόημα της ζωής.

Ελευθερία συνειδήσεως και πιστότητα στις άγιες γραφές είναι μία αντινομία που μόνο προσωρινά και σύμφωνα με τις ατομικές αντιλήψεις μπορεί να υπερπηδηθεί. Γι’ αυτόν το λόγο βλέπουμε αυτές τις δύο αρχές διαφορετικά εφαρμοσμένες από τους διάφορους αντιπροσώπους του προτεσταντισμού κατά διάφορες εποχές. Και σε τελευταία ανάλυση, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη μεταγενέστερη ιστορία του προτεσταντισμού λέγοντας ότι η πίστη στην αυθεντία της Βίβλου συνεχώς περιορίζεται προς όφελος μιας ανεξάρτητης σκέψεως. Σημειώνεται έτσι μια διαρκώς αυξανόμενη απομάκρυνση από τη χριστιανική παράδοση.

… Ο Λούθηρος άρχισε το μεταρρυθμιστικό του έργο το 1517 στην Βυτεμβέργη, ο Ζβίγκλιος το 1524 στην Ζυρίχη και ο Καλβίνος το 1536 στην Γενεύη. Οι προσπάθειές τους βρήκαν τόσο μεγάλη απήχηση ώστε η νέα διδασκαλία, με διάφορες αποχρώσεις εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Πολλοί άρχοντες ενώ τους προσφερόταν η προοπτική να αυξήσουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα και να πετύχουν προσωπικά οφέλη (όπως έκανε ο Ερρίκος ο VIII στην Αγγλία) ιδρύοντας ανεξάρτητες τοπικές εκκλησίες, έμειναν πιστοί στην παλιά πίστη κι έγιναν πρωτεργάτες της, αντιμετωπίζοντας το ορμητικό κύμα που ανέβαινε ασταμάτητα.

 

 Σ’ αυτό τον αγώνα ο καθολικισμός ξαναδυνάμωσε. Το Τάγμα των Ιησουιτών που ιδρύθηκε το 1540 από τον Ιγνάτιο Λογιόλα, αναζωογόνησε τις εκκλησιαστικές δυνάμεις και η Σύνοδος του Τριδέντου, που συνήλθε το 1545 με 1563, έδωσε στην διδασκαλία της εκκλησίας νέα κέντρα βάρους. Η καθολική αντιμεταρρύθμιση κατάφερε να απωθήσει τον Προτεσταντισμό έξω από την Βαυαρία και τις κληρονομικές κτήσεις της Αυστρίας και να τον εμποδίσει να ριζωθεί μόνιμα στις ρομανικές χώρες (μεταξύ άλλων και στην Γαλλία, όπου για λίγο καιρό είχε μεγάλη επίδραση).

Αν και είχε εξασθενίσει από τις εσωτερικές δογματικές αντιθέσεις ο Προτεσταντισμός μπόρεσε να επιβληθεί στις περισσότερες γερμανικές περιοχές. Οι θρησκευτικές διαμάχες οδήγησαν στην Γερμανία, το 1618 στον Τριακονταετή πόλεμο, ο οποίος μετά από τεράστιες απώλειες αίματος και ανεκτίμητων αξιών δεν κατέληξε σε κανένα αποτέλεσμα ούτε και στην κατάργηση των διαφορών. Αργότερα οι αντιθέσεις ελαττώθηκαν, ιδιαίτερα δε από τη στιγμή που ο διεθνής διαφωτισμός αντιτάχθηκε στις άκαμπτες δογματικές αντιλήψεις και οι έρευνες στα πεδία των φυσικών επιστημών και της φιλοσοφίας εκλόνισαν την πίστη στις υπερφυσικές επεμβάσεις του Θεού.

Η μεταβολή που μετά τη Μεταρρύθμιση επήλθε προοδευτικά στην πνευματικότητα των Δυτικών, μπορεί να χαρακτηρισθεί κατά τον Μαρξ Βέμπερ σαν “ξεμάγεμα του κόσμου” και σαν δράση “κοσμικοποίηση”. Η εξαφάνιση της πίστεως στη μαγική δύναμη των ιερών πράξεων της Εκκλησίας αφαίρεσε από τις θρησκευτικές τελετές του βαπτίσματος, του Μυστικού Δείπνου κ.τλ. κάθε αντικειμενική αξία ότι θα αντικαταστούσαν την ανθρώπινη ατέλεια και κατάργησε έτσι το ρόλο της Εκκλησίας που την πίστευαν σαν θείο ίδρυμα σωτηρίας.

Το άτομο έτσι στις σχέσεις του με τον Θεό περιορίσθηκε στον εαυτό του. Η «εκκοσμίκευση» ωστόσο πραγματοποιήθηκε σε αρκετά στάδια. Οι πρώτοι Χριστιανοί θεωρούσαν την γήινη ύπαρξη σαν μια προπαρασκευή για το υπερπέραν. Στα μάτια τους η εργασία είχε τη σημασία της τιμωρίας (Γεν. 3,19 και 23) της ανθρωπότητας για την Πτώση της. Γι’ αυτό ο μεσαίων θεωρούσε τη μοναχική ζωή σαν ιδεώδη στάση μέσα σ’ αυτόν τον κυριαρχούμενο από τον Σατανά κόσμο. Με τη μεταρρύθμιση γεννήθηκε η ιδέα ότι η εξάσκηση ενός κοσμικού επαγγέλματος πρέπει να θεωρείται σαν φιλανθρωπική πράξη προς τον πλησίον και σαν καθήκον ευγνωμοσύνης προς τον Δημιουργό.

Απέκτησε έτσι μια ιδιαίτερη ηθική αξία. Στον μοναστικό ασκητισμό «έξω από τον κόσμο», αντιπαρατέθηκε ο ασκητισμός «μέσα στον κόσμο» ως ευσεβής πράξη με αυτοέλεγχο και πίστη στο καθήκον, και θεωρούμενος προληπτική άμυνα κατά των υλικών πειρασμών. Οι Πουριτανοί υιοθέτησαν το «To make the best of both worlds».

Ο θεός θα διαθέσει γήινα αγαθά σε όποιον εργάζεται πιστά εδώ κάτω και μετά τον θάνατο θα έχει την προοπτική της αιωνίας ευτυχίας. Με τα χρόνια, ωστόσο το κέντρο του βάρους της σκέψεως πολλών μετατοπίσθηκε όλο και περισσότερο προς τον εδώ κόσμο. Και η ελπίδα σε μία αιώνια ζωή που επί τόσους αιώνες ήταν ο οδηγός και η διευθύνουσα αρχή των χριστιανών διανοητών έχασε όλο και πιο πολύ στη συνείδηση της εποχής τη δύναμη που είχε στις ψυχές».

Για την εξέλιξη της ανατολικής εκκλησίας σε αυτό το διάστημα ο Γκλάζεναπ γράφει :

«Η Ελληνική Εκκλησία προσβλήθηκε καίρια από την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους στα 1453, ωστόσο, καθώς στα μουσουλμανικά κράτη οι χριστιανοί απολάμβαναν ως ένα σημείο της προστασίας της κυβερνήσεως μπόρεσε να συνεχίσει την εξάσκηση της δραστηριότητάς της κατά τρόπο περιορισμένο. Φύλακας των παλιών παραδόσεων διατήρησε τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στα διάφορα Βαλκανικά Κράτη την πίστη των πατέρων της και την αναμετάδωσε. Στάθηκε, κατά συνέπεια, ένας από τους πιο σημαντικούς συντελεστές, από τους οποίους ξεπήδησαν οι πνευματικές δυνάμεις που έτειναν να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό και να θεμελιώσουν Εθνικά Βαλκανικά Κράτη».

Η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία είχε επικεφαλής ένα μητροπολίτη και υπαγόταν στο πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Όμως μετά την άλωση το 1453 οι τσάροι και η εκκλησία της Ρωσίας θεώρησαν ότι σε αυτούς εναπόκειται η ηγεσία της ορθοδοξίας. Μάλιστα για να το επιβεβαιώσουν οι τσάροι υιοθέτησαν το δικέφαλο αετό στη σημαία τους και το βυζαντινό πρωτόκολλο στην αυλή τους. Ρώσοι ιεράρχες ανακήρυξαν τη Μόσχα με τη σειρά τους «Νέα Ρώμη». Στη συνείδηση των τσάρων ήταν πλέον αυτοί οι προστάτες και θεματοφύλακες της ορθοδοξίας. Τέλος, το 1589 η ρωσική εκκλησία διακήρυξε ότι θα αποτελούσε στο εξής πατριαρχείο ανεξάρτητο από την Κωνσταντινούπολη.