Οι εκκλησίες, οι λατρευτικές κοινότητες  και οι αιρέσεις

Είναι τραγικό το γεγονός ότι ο χριστιανικός κόσμος είναι κατακερματισμένος σε απίστευτα πολλές ομαδοποιήσεις που οι περισσότερες διαφέρουν μεταξύ τους σε πολύ λίγα σημεία. Δεδομένου ότι πολλές από αυτές με την εμφάνισή τους επηρέασαν την εξέλιξη του χριστιανισμού, γι’ αυτό είναι σκόπιμο να τις δούμε από πιο κοντά.

Οι διαμαρτυρόμενες εκκλησίες, κοινότητες και αιρέσεις:

Το 1529 το συνέδριο του Σπάγιερ έθεσε τέλος στην περαιτέρω εξάπλωση της μεταρρύθμισης. Κατά της απαγόρευσης αυτής διαμαρτυρήθηκαν τότε πέντε ηγεμόνες και όλοι οι οπαδοί του Λούθηρου που έκτοτε ονομάστηκαν διαμαρτυρόμενοι. Επίσης οι ίδιοι αυτοαποκαλέστηκαν «ευαγγελικοί» για να υποδηλώσουν ότι η μόνη αυθεντία που αναγνωρίζουν είναι το Ευαγγέλιο. Ο προτεσταντισμός δεν είναι ωστόσο μία ενιαία εκκλησία, αλλά περιλαμβάνει πολλές εκκλησίες, ομολογίες και αιρέσεις που διαφωνούν σε αρκετά σημεία

Εντούτοις έχουν επίσης πολλά κοινά σημεία και το πιο βασικό είναι η απόρριψη της ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας ότι δεν υπάρχει σωτηρία έξω από την εκκλησία, επειδή αυτή θεωρεί ότι έχει την αποκλειστικότητα να μεσολαβεί μεταξύ Θεού και πιστών.

Αντίθετα, το σύνολο των διαμαρτυρομένων πιστεύει ότι η κάθε ψυχή που πιστεύει συνδέεται άμεσα και όχι έμμεσα με τον Θεό και επίσης δέχεται ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η μοναδική πηγή σωτηρίας.

Η δε σωτηρία κερδίζεται μόνο διά της θείας χάριτος, που δόθηκε μέσω του Ιησού Χριστού και που ενεργεί μέσα στον άνθρωπο χάρη στην πίστη του.

Επειδή οι διαμαρτυρόμενες κοινότητες είναι πάρα πολλές, εδώ θα αναφερθούν μόνο οι σημαντικότερες. Η διάσπαση άρχισε από νωρίς ήδη από τις αρχές της Μεταρρύθμισης, μεταξύ Γερμανών και Ελβετών μεταρρυθμιστών. Βασικά συμφωνούσαν στα κύρια σημεία, δηλαδή απέρριπταν ό,τι δεν περιέχεται στη Βίβλο, όπως π.χ. η ιερά παράδοση, η λατρεία των εικόνων και των αγίων.

Επίσης απέρριπταν : α) το δόγμα ότι τα μυστήρια οπωσδήποτε ενεργούν χωρίς περιορισμούς και σε κάθε περίπτωση, β) τη μεσολαβητική λειτουργία και την ιεραρχία της εκκλησίας και γ) το ρόλο του πάπα. Ωστόσο διαφωνούσαν ριζικά σε αρκετά σημεία όπως η Θεία Ευχαριστία και ο απόλυτος προορισμός. Έτσι παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες όχι μόνο δεν μπόρεσαν να ενωθούν, αλλά και εμπλέκονταν συχνά σε ατέρμονες έριδες. Πάντως τόσο ο Λουθηρανισμός με έδρα τη Γερμανία, όσο και ο Καλβινισμός με βάση την Ελβετία διαδόθηκαν ύστερα και σε άλλες χώρες.

Οι Αγγλικανοί : Τη Μεταρρύθμιση εισήγαγε στην Αγγλία ο βασιλιάς Ερρίκος Η΄, αποκόπτοντας το 1534 την Αγγλικανική Εκκλησία από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία ορμώμενος από καθαρώς πολιτικά κίνητρα.

Ωστόσο η πρόθεσή του δεν ήταν να απαρνηθεί την καθολική πίστη. Έτσι οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στην Αγγλικανική Εκκλησία έγιναν μετά το θάνατο του Ερρίκου το 1547.

Ο Αγγλικανισμός είναι ο πιο κοντινός στον καθολικισμό και στην ορθοδοξία ως προς τη διδασκαλία, τη λατρεία και την ιεραρχική διάρθρωση της εκκλησίας.

Οι Μεννονίτες: Είναι μία κίνηση που ιδρύθηκε από τον Ολλανδό, πρώην καθολικό ιερέα Μέννο Σίμονς (Menno Simons, 1496-1561). Αυτός ανήκε στο κίνημα των Βαπτιστών, οι οποίοι πίστευαν πως το βάπτισμα των παιδιών έρχεται σε αντίθεση με τις βιβλικές διδασκαλίες. Γι’ αυτόν το λόγο ζητούσαν το βαπτισμό ή επαναβαπτισμό των ενήλικων. Οι κοινότητες που ίδρυσε ο Menno Simons είχαν μία αυστηρή εκκλησιαστική πειθαρχία. Διακρίσεις εις βάρος τους και διωγμοί ανάγκασαν ένα μεγάλο μέρος τους να μεταναστεύσουν το 17ο και 18ο αιώνα στη Βόρεια Αμερική. Πιστεύουν ότι ως οπαδοί του Χριστού οφείλουν να τηρούν λιτή ζωή, χρηστά ήθη, να κάνουν φιλανθρωπικά έργα, να αρνούνται τη βία και τον όρκο. Ως εκ τούτου αρνούνται να στρατευθούν και να αναλάβουν υπεύθυνα αξιώματα.

Ο Πουριτανισμός: Προήλθε από ριζοσπαστικές καλβινιστικές-πρεσβυτεριανές ομάδες στην Αγγλία του 16ου αιώνα, που απαιτούσαν από την Αγγλικανική Εκκλησία να αποβάλει όλα τα καθολικά υπολείμματα και να επιστρέψει στην «πούρα», ανόθευτη βιβλική διδασκαλία. Έμεναν αυστηρά προσηλωμένες στο γράμμα των Γραφών και ζητούσαν οι πρεσβύτεροι και όχι οι επίσκοποι να ηγούνται της εκκλησίας. Καθώς από το 1570 άρχισαν να υφίστανται διώξεις από τη μοναρχία και τους φιλοβασιλικούς, μετανάστευσαν μαζικά στην Ολλανδία και στη Β. Αμερική. Πουριτανοί ήταν οι Pilgrim Fathers, οι Πατέρες Προσκυνητές που το 1620 έφθασαν στην Αμερική και ίδρυσαν την πρώτη πουριτανική κοινότητα.

Οι Βαπτιστές: Προήλθαν από τον πουριτανισμό και αρνούνται επίσης το νηπιοβαπτισμό, αφού μόνο ένας ενήλικος είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει το μυστήριο της βάπτισης, να το επιλέξει ελεύθερα και να μετανοήσει. Η πρώτη κοινότητα Βαπτιστών ιδρύθηκε το 1609 στο Άμστερνταμ. Για τους Βαπτιστές ο κάθε πιστός είναι ιερέας και γι’ αυτό δεν έχουν εκκλησιαστική ιεραρχία. Οι περισσότεροι Βαπτιστές (27 εκ. περίπου) είναι στις ΗΠΑ.

Οι Κουάκεροι: Ως αντίδραση στον κομφορμισμό της Αγγλικανικής Εκκλησίας ο πιετιστής νεαρός παπουτσής Τζορτζ Φοξ ίδρυσε τη «Θρησκευτική Εταιρεία των Φίλων». Τα μέλη της πήραν την ειρωνική επονομασία Κουάκεροι από το ρήμα to quake, επειδή στις συγκεντρώσεις τους πολλοί καταλαμβάνονταν από ταραχή και τρέμουλο. Το ενδιαφέρον είναι ότι στις συναθροίσεις τους μένουν βουβοί περιμένοντας να τους δοθεί το «εσωτερικό φως». Πιστεύουν ότι, σύμφωνα με το ευαγγέλιο του Ιωάννη 1,9, ο Θεός είναι παρών ως εσωτερικό Φως σε κάθε άνθρωπο.

Η μόνη αρχή που αναγνωρίζουν είναι αυτό το Φως, καθώς αρνούνται κάθε δογματισμό και θεσμοποίηση της χριστιανικής πίστης. Είναι πολύ δραστήριοι σε φιλανθρωπικά έργα και στους αγώνες για ίσα δικαιώματα των μειονοτήτων και για την ισότητα των γυναικών. Από το 1681 οι ιδέες τους μεταφυτεύτηκαν στην Πενσυλβανία της Αμερικής, όπου βρίσκεται τώρα το κέντρο τους.

 

Οι Μεθοδιστές: Είναι άλλο ένα παρακλάδι του Αγγλικανισμού. Ιδρυτές του μεθοδισμού υπήρξαν δύο ιερείς της Αγγλικανικής Εκκλησίας, οι αδελφοί Charles και John Wesley που προέβησαν στην κίνησή τους με σκοπό να αφυπνίσουν την επίσημη εκκλησία.

Ως φοιτητές στην Οξφόρδη είχαν οργανώσει έναν κύκλο μελέτης της Βίβλου. Επειδή καθοδηγούσαν τα μέλη του κύκλου αυτού σε έναν θεάρεστο βίο με μία αυστηρά συστηματική μέθοδο πήραν το όνομα Μεθοδιστές. Καθήκον κάθε πιστού είναι να αγαπά τον Θεό και τον πλησίον, ώστε να έχει τη δύναμη να νικά την αμαρτία και επίσης να βοηθάει κι άλλους να βρουν τη σωτηρία. Γι’ αυτόν το λόγο οι Μεθοδιστές επιδόθηκαν με επιτυχία στο κήρυγμα του Ευαγγελίου και στην ιεραποστολή, ιδίως σε πληθυσμούς εγχρώμων. Πολλοί εξ αυτών μετανάστευσαν στην Αμερική και το 1784 οργανώθηκαν σε κοινότητες που αργότερα συναποτέλεσαν τη Μεθοδιστική Εκκλησία. Σήμερα αριθμούν περί τα 30 εκ. σε όλον τον κόσμο.

Τι είναι αιρέσεις και γιατί υπάρχουν;

 

Κατά κανόνα όποτε υπάρχουν βαθιές κοινωνικο-οικονομικές κρίσεις, στις οποίες η επίσημη εκκλησία αδυνατεί να προτείνει μία πειστική διέξοδο, ή όποτε η ίδια η εκκλησία βρίσκεται σε κρίση αλλά δεν έχει τη θέληση ή τη δύναμη να την αντιμετωπίσει, προκύπτουν αποσχιστικές τάσεις. Αυτές αρχικά μπορεί να αποβλέπουν απλώς στην ανανέωση και στην αφύπνιση της εκκλησίας. Εάν τα αιτήματα αυτά δεν ικανοποιηθούν, είναι δυνατόν οι τάσεις αυτές να αυτονομηθούν και να αναζητήσουν έναν χώρο εκτός εκκλησίας για να αναπτυχθούν. Όταν οι απόψεις της σχισματικής ομάδας είναι πολύ πιο «αιρετικές», αφού αρνούνται βασικές θέσεις της επίσημης εκκλησίας ενώ αμφισβητούν και την ίδια, μιλάμε για αίρεση.

Επομένως η αμφισβήτηση στους κόλπους μίας εκκλησίας ή ομολογίας δεν αποτελεί πάντα αίρεση, αλλά μπορεί να είναι έκφραση ανικανοποίητων αιτημάτων. Όταν ο μητρικός οργανισμός δεν το λάβει σοβαρά υπόψη του και δεν διορθώσει τα κακώς κείμενα, τότε συχνά οι αμφισβητίες εξωθούνται στην απόσχιση. Αυτό το κριτήριο είναι σημαντικό για να κατανοήσει κάποιος γιατί έγιναν τόσες πολλές διασπάσεις των μεγάλων εκκλησιών.

Βέβαια στο μεταξύ ο κατακερματισμός έχει γίνει πάρα πολύ μεγάλος και οι διαφορές μεταξύ της μίας ή της άλλης οργάνωσης είναι συχνά μηδαμινές. Έτσι πολλές φορές είναι πια δύσκολο να πει κάποιος με σιγουριά ποια κίνηση αποτελεί αίρεση και ποια όχι. Κατ’ αρχήν πρέπει πάντα να την κρίνει με βάση το αν δέχεται τον Ιησού Χριστό ως ενανθρωπισμένο Θεό και Σωτήρα που είναι και το μόνο κριτήριο αιρετικότητας που αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη.

Το άλλο κριτήριο είναι κατά πόσον τα καινούρια στοιχεία που φέρνει μία νέα κίνηση είναι συμβατά με τη χριστική διδασκαλία ή όχι. Ας σημειωθεί εδώ η θέση του Ωριγένη, σύμφωνα με τον οποίον «η αίρεση συνιστά μια μορφή ανάλυσης του περιεχομένου της πίστης καιείναι απαραίτητη προκειμένου να μείνει η διδασκαλία ζωντανή. Εξάλλου “αίρεση” είναι ένας σχετικός όρος, δεδομένου ότι κανένας δεν καταλαβαίνει πλήρως τη μαρτυρία του Χριστού». Για τον Ωριγένη πάντοτε προκύπτουν διαφορετικές τάσεις στην πνευματική ζωη και «γι’ αυτό αναγκαστικά παρουσιάστηκαν αιρέσεις, όχι από φιλεριστικότητα και αποσχιστική διάθεση, αλλά επειδή αρκετοί διανοούμενοι επιδίωξαν να εισχωρήσουν βαθύτερα στις αλήθειες του χριστιανισμού…γιατί σκέφτονται βαθύτερα, αλλά όχι πιο αληθινά». (Κατά Κέλσου ΙΙΙ , 12)

Στη σύγχρονη εποχή, ο 19ος αιώνας υπήρξε γενικά ένας αιώνας αναβρασμού και αναταραχής, από οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και βέβαια και θρησκευτική άποψη. Στον τελευταίο τομέα κυριάρχησε η επιθυμία πολλών χριστιανών, εντός και εκτός εκκλησιών, να βιώσουν σχεδόν με το «έτσι θέλω» την αφύπνιση διά του Αγίου Πνεύματος.

Σε τέτοια αφυπνιστικά ή χαρισματικά κινήματα δεν ήταν σπάνια τα θεαματικά «θαύματα», όπως η θεραπεία των ασθενών, με αποτέλεσμα μερικά από αυτά να γνωρίσουν μεγάλη δημοτικότητα.

(Σημ. Για την εξήγηση αυτών των «θεραπειών από θαύμα» βλ. Υγεία και Ζωή σελ.87-96).

Μία άλλη αιτία για τον πολλαπλασιασμό των αιρέσεων το 19ο αιώνα ήταν η συρροή ενδείξεων ότι πλησίαζε η Δευτέρα Παρουσία, σύμφωνα με την αντίληψη πολλών πιστών. Το γεγονός δε ότι οι εκκλησίες δεν συμμερίζονταν αυτήν την εσχατολογική αντίληψη τις έκανε ακόμη πιο κατακριτέες στα μάτια των πιστών και αποτελούσε άλλη μία απόδειξη ότι ήταν πολύ κοντά το τέλος του κόσμου.

Γενικά, μία άλλη αιτία εμφάνισης νέων διδασκαλιών είναι η άνωθεν αποκάλυψη που δίνεται – αληθινά ή υποτιθέμενα – από το Άγιο Πνεύμα. Εδώ η διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και στην πλάνη δεν είναι εύκολο να γίνει, γιατί δεν είναι πάντα εμφανής η αυθεντικότητα ή όχι της αποκάλυψης. Εμφανής είναι π.χ. στην περίπτωση της Βίβλου του Μορμόν που εκδόθηκε το 1830, έργο του Τζόζεφ Σμιθ, και κατά τους Μορμόνους ισότιμο της Αγ. Γραφής.

Σύμφωνα με το βιβλίο αυτό – που έχει αποδειχθεί πλαστό – ο Ιησούς Χριστός παρουσιάστηκε υποτίθεται στις φυλές του Ισραήλ που ζούσαν στην Αμερική για να τις εκχριστιανίσει. Κατά τους Μορμόνους οι άνθρωποι μετά θάνατον γίνονται θεοί, γι’ αυτό είχαν θεσπίσει την πολυγαμία, προκειμένου να μεγαλώσει ο αριθμός τους. Στη δική τους δοξασία το Ύψιστο Όν υπήρξε επίσης κάποτε ένας κοινός θνητός που με τη μελέτη των κοσμικών νόμων έφθασε ως τη θέωση. Παρά τις παράδοξες αυτές διδασκαλίες η Εκκλησία των Μορμόνων, γνωστή επίσης με την ονομασία Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Εσχάτων Ημερών, εξαπλώθηκε γρήγορα, ιδίως στην Πολιτεία της Γιούτα, την οποία κατά μεγάλο βαθμό αποίκισε, εισάγοντας μάλιστα δικούς της νόμους, όπως την πολυγαμία.

Για μας οι Μορμόνοι έχουν ενδιαφέρον από την άποψη ότι είναι χαρακτηριστικοί του θρησκευτικού κλίματος που επικρατούσε, κυρίως στις ΗΠΑ, το 19ο αιώνα.

Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά: Από το γεγονός ότι αυτοαποκαλούνται «Οργάνωση του Θεού επί Γης» γίνεται φανερό ότι θεωρούν εαυτούς ως τη μοναδική οδό σωτηρίας. Διοικούνται από ένα συμβούλιο που απαρτίζεται από έντεκα άντρες, οι οποίοι πιστεύουν ότι είναι οι εκλεκτοί του Θεού. Χαρακτηριστικό τους, όπως και κάθε άλλης αίρεσης, είναι η πεποίθηση πως αυτοί αποκλειστικά κατέχουν τη μοναδική θεϊκή αλήθεια. Ενώ οι ίδιοι αποτελούν την επίγεια «Οργάνωση του Θεού», ο υπόλοιπος κόσμος παριστάνει «το σύστημα του κακού». Οι άλλοι χριστιανοί –εννοείται επίσης οι οπαδοί κάθε άλλης θρησκείας – ανήκουν στη Βαβέλ της Αποκάλυψης του Ιωάννη (17,5). Γι’ αυτό θα τιμωρηθούν από τον Θεό την Ημέρα της Κρίσης («Η Σκοπιά», Έκδοση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, 1.3.1996).

Οι ηγέτες των Μαρτύρων του Ιεχωβά μεταβάλλουν συχνά τη διδασκαλία τους, όπως π.χ. όσον αφορά στη Δευτέρα Παρουσία, με τη δικαιολογία ότι ο Ιεχωβά τούς δίνει νέο φως.

Ο οπαδός οφείλει τυφλή υπακοή στην ηγεσία και στους κατά τόπους υπεύθυνους της οργάνωσης, καθότι κατ’ επέκταση υπακούει στον ίδιο τον Χριστό.

Η ηγεσία θεωρεί ότι εκπροσωπεί τη μοναδική νόμιμη κυβέρνηση της Γης, η οποία συστήθηκε το 1914 και απαρτίζεται από το Βασιλέα Χριστό και τους 144.000 συγκυβερνήτες του. Από αυτόν τον αριθμό, που προέρχεται βέβαια από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, το 1992 βρίσκονταν ακόμη εν ζωή 8683 Μάρτυρες.

Μόνο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θα επιβιώσουν μετά τον Αρμαγεδδώνα, την εξολόθρευση όλων των αντίθεων δυνάμεων την Ημέρα της Κρίσης. Όλοι οι άλλοι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των χριστιανών, θα αφανιστούν για πάντα.

Κατόπιν ο Θεός θα μετατρέψει πάλι τη Γη σε παράδεισο, όπου θα εγκαταστήσει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, αφού πρώτα τους ξαναδώσει τα νεανικά τους σώματα.

Από το 1874 που ιδρύθηκε η οργάνωση στις ΗΠΑ από τον Τσαρλς Τέιζ Ράσελ, έχουν δημοσιοποιηθεί πάνω από δέκα προφητείες σχετικά με τη συντέλεια του κόσμου και την επιστροφή του Χριστού. Ούτε μία από αυτές δεν εκπληρώθηκε.

Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι προσηλωμένοι αυστηρά στο γράμμα της Γραφής, αλλά ερμηνεύουν αυθαίρετα και ιδιότυπα το νόημά της. Ενώ διαβάζουν με ζήλο τη Βίβλο, ουσιαστικά δεν την μελετούν παρά αποσπούν επιλεκτικά κομμάτια ή στίχους όπως τους διδάσκουν οι ηγέτες τους. Αυτά τα χρησιμοποιούν μετά ξεκομμένα από το υπόλοιπο κείμενο για να στηρίξουν τις δικές τους ερμηνείες. Επιπλέον η ερμηνεία που δίνουν στα βιβλικά κείμενα είναι πάντα στενή, κατά γράμμα, καθότι αδυνατούν να δουν τη συμβολική διάσταση ή τη μεταφορική έννοιά τους. Εκτός αυτού έχουν μία δική τους μετάφραση της Βίβλου, η οποία σε πολλά σημεία παρεκκλίνει από το αυθεντικό κείμενο για να υποστηρίξει τις δικές τους θέσεις. Εξάλλου θεωρούν ότι οι αποκαλύψεις τους είναι η μοναδική, τελευταία λέξη του Θεού για την ανθρωπότητα. Ως εκ τούτου πιστεύουν πως είναι οι μόνοι που έχουν την αλήθεια και πως είναι οι μόνοι αληθινοί χριστιανοί.

Ο Ιησούς Χριστός είναι γι’ αυτούς απλώς η ενανθρώπηση του Αρχάγγελου Μιχαήλ, που ήταν ο πρώτος γιος που δημιούργησε ο Θεός. Καθώς δεν πιστεύουν στο ομοούσιο του Χριστού με τον Πατέρα, δεν τον λατρεύουν ούτε προσεύχονται σε αυτόν. Μάλιστα θεωρούν τη λατρεία του Χριστού ισοδύναμη με ειδωλολατρία (Η Σκοπιά 15.12.1984, σελ. 7).

Ας σημειωθεί όμως ότι πουθενά στη Βίβλο δεν γίνεται λόγος για μία αποκλειστική «Οργάνωση του Θεού», όπως ούτε γίνεται πουθενά λόγος ότι δεν υπάρχει σωτηρία εκτός εκκλησίας.

Η Καινή Διαθήκη παρομοιάζει το σύνολο των χριστιανών με το «σώμα» ή τη «νύμφη» του Χριστού, ή «τη μία ποίμνη υπό τον Έναν Ποιμένα». Και αυτή η «ποίμνη» περιλαμβάνει όλους τους γνήσιους πιστούς όλων των εποχών, ανεξαρτήτως ομολογίας.

Γι’ αυτό λέγεται στην πρώτη επιστολή προς τους Κορίνθιους ότι ο Χριστός είναι το σώμα που αποτελείται από πολλά μέλη, από όλους όσους τον πιστεύουν και τον αγαπούν. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός δίδαξε πως τα “ζιζάνια” θα αποβληθούν όταν θα έρθουν τα τέλη των καιρών.

Συνήθως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι απλοϊκές αγαθές ψυχές με καλές προθέσεις, και με την τάση να βλέπουν στον κόσμο υπεραπλουστευμένα σχήματα του τύπου: «Ο Θεός είναι μόνο μαζί μας και όλοι οι υπόλοιποι είναι καταδικασμένοι να χαθούν». Γι’ αυτό το πρώτιστο καθήκον του Μάρτυρα του Ιεχωβά προς το συνάνθρωπο και ύψιστη απόδειξη της αγάπης του γι’ αυτόν είναι να τον προσηλυτίσει στη δική του πίστη και να τον κάνει μέτοχο της επίγειας βασιλείας του Χριστού που χρονολογείται από το 1914. Για το σκοπό αυτό θυσιάζει τα πάντα, προσωπική ζωή, οικογένεια, επάγγελμα κ.λπ. Επιπλέον, από τη νηπιακή ηλικία ως την τελευταία τους πνοή οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ακολουθούν πιστά έναν αυστηρό ηθικό κώδικα που επιβάλει ενιαίες απόψεις και συμπεριφορές.

Μετά το 19ο αιώνα άρχισαν να εμφανίζονται μαζικότερα παραθρησκευτικές οργανώσεις των οποίων οι φιλοσοφίες δανείζονται μεν στοιχεία από το χριστιανισμό, όμως παραμορφωμένα, και απομακρύνονται αισθητά από το έδαφος της Βίβλου.

Και πάλι το κύριο φυτώριο τέτοιων κινημάτων είναι οι ΗΠΑ. Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η Christian Science. Η ιδρύτρια της Χριστιανικής Επιστήμης Mary Baker Eddy πρέσβευε τη θεωρία ότι η ασθένεια είναι απότοκο λανθασμένης σκέψης. Συνεπώς ο ασθενής, που είναι ο μόνος υπεύθυνος για την πάθησή του, όταν λυτρωθεί από τη λανθασμένη σκέψη λυτρώνεται και από το κακό. Ο στόχος του ανθρώπου είναι να αναγνωρίσει ότι είναι ήδη τέλειος και αθάνατος. Με άλλα λόγια, η αμαρτία, η ασθένεια και ο θάνατος είναι απλώς ψευδαισθήσεις του ατόμου που δεν έχει ακόμη αφυπνιστεί.

Χαρακτηριστικό του πνεύματος του 19ου αιώνα είναι το κίνημα της Μεγάλης Αφύπνισης στην Αμερική, από το οποίο προέκυψαν πολλά αφυπνιστικά –ενθουσιαστικά – πνευματιστικά ρεύματα όπως οι Χαρισματικοί και οι Πεντηκοστιανοί.

Τα συνήθη χαρακτηριστικά αυτών των ρευμάτων είναι η βίωση της αφύπνισης που συνοδεύεται από «χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος», σαν τη γλωσσολαλία και την προφητεία, οι εκστατικές συγκεντρώσεις, και η ιεραποστολική πεποίθηση ότι οφείλουν να οδηγήσουν πλατιές μάζες στην αφύπνιση.

Η πιο γνωστή τέτοια κίνηση είναι της Πεντηκοστής, ένας όρος που περιλαμβάνει αμέτρητες θρησκευτικές κοινότητες ενθουσιαστικού χαρακτήρα. Κοινή πεποίθηση όλων αυτών είναι ότι μία νέα έκχυση του Αγίου Πνεύματος έχει αφυπνίσει μέσα τους εκ νέου τα χαρίσματα των πρώτων χριστιανών. Αισθάνονται ότι το καθήκον τους είναι να μεταδώσουν στα πλήθη το μήνυμα του Χριστού, επειδή επίκειται η επιστροφή του.

Η εμφάνιση της κίνησης της Πεντηκοστής χρονολογείται από τις αρχές του 20ου αιώνα. Υπήρξε παρακλάδι της αφυπνιστικής κίνησης των Ευαγγελικών και της Κίνησης Αγίωσης που σημάδεψαν τις ΗΠΑ στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Η προοπτική ότι θα βίωναν την «έκχυση του Πνεύματος» όπως στη βιβλική Πεντηκοστή, προσέλκυσε γρήγορα ευρύτερα στρώματα, που γι’ αυτό εγκατέλειψαν μαζικά τις παραδοσιακές εκκλησίες, ομολογίες και άλλες αιρέσεις.

Ο ενθουσιαστικός-ιεραποστολικός και μεσσιανικός χαρακτήρας της κίνησης υπήρξε ένα ισχυρό δέλεαρ κυρίως για τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις. Έτσι μέσα σε λίγα χρόνια συσπείρωσε μεγάλη πλήθη σε Ευρώπη, Λατινική Αμερική και Ασία.

Στη σημερινή κίνηση περιλαμβάνονται πολλά διαφορετικά ρεύματα, από συντηρητικά φονταμενταλιστικά έως πολύ ακραία. Παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία φιλοσοφίας, λατρείας και οργανωτικής δομής και δεν υπάρχει ένα κοινό πιστεύω.

Σε γενικές γραμμές θεωρούνται Πεντηκοστιανά τα ρεύματα που διδάσκουν δύο ξεχωριστά (από άποψη χρόνου και ουσίας) βιώματα θρησκευτικού τύπου. Το ένα είναι το βίωμα της ανάνηψης ή πνευματικής αναγέννησης. Το δεύτερο είναι η βάπτιση με το Πνεύμα, την οποία ως επί το πλείστον ταυτίζουν με τη γλωσσολαλία.

(Για τη λανθασμένη αντίληψη των Πεντηκοστιανών όσον αφορά τη γλωσσολαλία και για την αληθινή αιτία αυτού του φαινομένου βλ. Οι Πνευματικοί Κόσμοι σ.229 έως 232).

Παρ’ όλο που οι περισσότερες χριστιανικές εκκλησίες πολέμησαν εξαρχής με σφοδρότητα τους Πεντηκοστιανούς, το κίνημά τους παρουσίασε τον 20ο αιώνα τη μεγαλύτερη αύξηση οπαδών σε σύγκριση με όλες τις άλλες ομολογίες. Λόγω του ενθουσιαστικού-εκστατικού χαρακτήρα των συγκεντρώσεων στις εκκλησίες της Πεντηκοστής, (πέφτουν θεληματικά και μαζικά σε «έκσταση»), είχαν και έχουν τη μεγαλύτερη απήχηση στη Νότια Αμερική και στην Αφρική.

 

Δομή και Ψυχολογία της σέκτας

 

Είναι χρήσιμο στο σημείο αυτό να παρεμβληθούν μερικά κριτήρια διάκρισης των αιρέσεων, οι οποίες έχουν αφετηρία τους τη Βίβλο. Το κύριο γνώρισμά τους είναι ότι αποκλίνουν από την ορθή ερμηνεία ή διδασκαλία του Ευαγγελίου, πράγμα που εν μέρει παρατηρείται και στις μεγάλες εκκλησίες. Συνήθως πρόκειται για μία μίξη του Ευαγγελίου με ανθρώπινες αξίες, απόψεις και δοξασίες. Ακριβώς επειδή πρόκειται για ένα κράμα που έχει ωστόσο έναν πυρήνα αλήθειας, είναι δύσκολο για όποιον δεν έχει μελετήσει σοβαρά κι εμπνευσμένα τη Βίβλο να διακρίνει τις ανθρώπινες προσθήκες.

Κατά κανόνα οι επικεφαλής απομονώνουν επιλεκτικά ορισμένα σημεία της Αγίας Γραφής από τον υπόλοιπο κορμό της και τα αναδεικνύουν σε κεντρική διδασκαλία τους, πάνω στην οποία στηρίζουν μετά μονόπλευρα ολόκληρη την ιδεολογία τους. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι φερ’ ειπείν η γλωσσολαλία και τα χαρίσματα του πνεύματος στους Πεντηκοστιανούς.

Έτσι προκύπτουν μία ιδιαίτερη ορολογία και κοσμοθεωρία χαρακτηριστικές της συγκεκριμένης ομάδας. Οι απλοί οπαδοί οφείλουν να τις εγκολπιστούν χωρίς αντίλογο. Εξάλλου οι ηγέτες και τα ανώτερα στελέχη της οργάνωσης θεωρούνται αυθεντίες με αδιαμφισβήτητο κύρος, με το αλάθητο και με απόλυτη εξουσία. Μάλιστα συχνά οι οπαδοί τους αποδίδουν υπερφυσικές ικανότητες, δηλαδή ότι θεραπεύουν, προφητεύουν κ.λπ.

Κάθε αίρεση αποτελεί έναν κλειστό κύκλο που θεωρεί ότι είναι ο μοναδικός κάτοχος της αλήθειας, ενώ όλες οι άλλες χριστιανικές κοινότητες σφάλλουν. Η Αγία Γραφή αποκαλύπτει το δρόμο της σωτηρίας για όλους τους ανθρώπους, άσχετα από την πνευματική τους τοποθέτηση ή τη θρησκεία τους, αλλά η αίρεση υπόσχεται μόνο στους δικούς της οπαδούς τη σωτηρία.

Ως συνέπεια οι οπαδοί έχουν την πεποίθηση ότι αποτελούν κάτι το ξεχωριστό, μία ελίτ με μεσσιανική αποστολή. Συχνά τους καλλιεργούν την αντίληψη ότι αυτοί κρατούν στα χέρια τους τη σωτηρία της ανθρωπότητας, γιατί είναι οι μόνοι που έχουν τη σωστή διδασκαλία και μπορούν να την σώσουν από την ολική καταστροφή, την προσεχή συντέλεια του κόσμου.

Πολλές φορές η αίρεση παρουσιάζει μία σφικτή, σχεδόν στρατιωτική οργάνωση. Η ιεραρχία μεταξύ των μελών γίνεται αυστηρά σεβαστή, οι ανώτεροι διατάσσουν και οι απλοί οπαδοί υπακούν. Συνήθως κάθε υπο-ομάδα έχει έναν επιτηρητή που φροντίζει να ακολουθείται η σωστή γραμμή, ενώ δεν είναι σπάνιος και ο χαφιεδισμός μεταξύ των μελών.

Η στρατιωτική δομή στηρίζεται επίσης σε ένα εκτεταμένο σύστημα κανόνων και εντολών που επιβάλλουν μία ενιαία, μονοδιάστατη πίστη και συμπεριφορά. Έτσι επιβάλλεται η ομαδική πειθαρχία καθώς το σύστημα δεν ανέχεται αμφισβητήσεις, ερωτήματα και συνειδησιακές αντιρρήσεις από τα μεμονωμένα μέλη.

Αν και συνήθως δεν συναντάται η λατρεία στο πρόσωπο του αρχηγού της αίρεσης, όπως συμβαίνει στις οργανώσεις της Ανατολής, μπορεί και εδώ να υπάρχουν στοιχεία ειδωλοποίησης-θεοποίησης του «χαρισματικού» ηγέτη, δασκάλου ή θεραπευτή, όπως παρατηρείται π.χ. σε αρκετές κινήσεις Ευαγγελικών ή Πεντηκοστιανών.

Βασικά, όσο πιο αυταρχική δομή έχει μία ομάδα, τόσο περισσότερο έλεγχο και πίεση ασκεί στα μέλη της. Σε ακραίες περιπτώσεις ο συνειδησιακός έλεγχος και η ψυχολογική πίεση που ασκείται στα μέλη μπορεί να πάρει μορφή ψυχολογικών βασανιστηρίων και να οδηγήσει στην ισοπέδωση της προσωπικότητάς τους. Τα μέλη που θα τολμήσουν να αποχωρήσουν από την οργάνωση έχουν να αντιμετωπίσουν εκβιασμούς, πιέσεις και μία δυσφημιστική εκστρατεία εις βάρος τους. Γεγονός είναι πως όσο εύκολο είναι να μπει κάποιος σε μία αίρεση, τόσο δύσκολο είναι να βγει.

Γενικά μπορεί να πει κανείς ότι οι περισσότεροι αποζητούν εκεί προσανατολισμό και σταθερές αξίες σε μία εποχή κρίσης. Πάρα πολλοί άνθρωποι προσχωρούν σε μία λατρευτική κοινότητα ή οργάνωση επειδή πραγματικά αναζητούν την αλήθεια και θεωρούν ότι δεν την βρίσκουν αλλού, ιδίως στις παραδοσιακές εκκλησίες. Τέτοιοι αναζητητές της αλήθειας αποχωρούν πιο εύκολα από μία οργάνωση όταν διαπιστώσουν ότι τα ερωτήματά τους μένουν αναπάντητα.

Για μία μεγάλη μερίδα όμως το ζητούμενο είναι να βρουν στην ομάδα ένα υποκατάστατο της οικογένειας ή και των άλλων προσωπικών σχέσεων.

Μεθοδικά τους καλλιεργούν την εντύπωση ότι η οργάνωση είναι η πνευματική τους οικογένεια και ότι η κοσμοθεωρία της δίνει τη λύση σε όλα τα προβλήματά τους. Επίσης πολύ σημαντικό ρόλο παίζει η αίσθηση που τους δίνουν ότι έχουν πλέον αξία, αποστολή και σκοπό στη ζωή τους.

Σήμερα συνηθίζεται η διάκριση ανάμεσα σε αιρέσεις γενικά και σε αιρέσεις ή σέκτες με ολοκληρωτικό χαρακτήρα, αν και τα όρια είναι ρευστά. Στις ολοκληρωτικές οργανώσεις τα συστήματα ελέγχου των μελών είναι σχεδόν τέλεια. Πολλές φορές τα μέλη ζουν σε κοινόβια με αυστηρά επιτηρούμενες συνθήκες και απομονωμένα από τον εξωτερικό κόσμο, παθητικά υποταγμένα στους κοινοβιακούς κανόνες. Σε αυτήν την περίπτωση ως επί το πλείστον ασκείται ψυχολογική τρομοκρατία που είναι δυνατό να καταλήξει σε απώλεια της προσωπικότητας.

Μερικές φορές, ιδίως όταν στην ιδεολογία περιέχονται εσχατολογικές δοξασίες, ο έλεγχος των μελών είναι τέτοιος που δέχονται να αυτοκτονήσουν ομαδικά. Παραδείγματα τέτοια έχουν υπάρξει σποραδικά στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ουγκάντα και αλλού.

Σε άλλες σέκτες, όπως είναι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, η Νεοαποστολική Εκκλησία ή οι Μορμόνοι, η πλύση εγκεφάλου και ο έλεγχος που υφίστανται τα μέλη είναι λιγότερο ολοκληρωτικοί.

Σε αυτές τις περιπτώσεις ο έλεγχος ασκείται κυρίως με την αυταρχική επιβολή ενός άκαμπτου ηθικού κώδικα. Μόνο εάν επιδεικνύει το μέλος τυφλή υπακοή σε αυτόν τον κώδικα αναγνωρίζεται από την υπόλοιπη ομάδα.

Οι ολοκληρωτικές σέκτες με εξειδικευμένες ψυχολογικές πιέσεις επιδιώκουν να διαλύσουν την προσωπικότητα του μέλους και ειδικά τις ιδέες, τα συναισθήματα, τις σχέσεις και τη συμπεριφορά του, ώστε να αντικατασταθεί από μία νέα.

Με το νέο προγραμματισμό της προσωπικότητας η σέκτα καθορίζει όχι μόνο το χαρακτήρα του ατόμου, αλλά και το ποιες πληροφορίες προσλαμβάνει. Έτσι το πρώτο μέλημα της οργάνωσης είναι να κοπούν οι δεσμοί του μέλους με την οικογένεια και με τον φιλικό κύκλο του.

Για να καμφθεί η ατομική βούληση του μέλους ορισμένες οργανώσεις επιβάλλουν παρατεταμένες νηστείες, στέρηση ύπνου, ακόμη και ηλεκτροσόκ (π.χ. η οργάνωση του Γιαπωνέζου Αούν). Ο ελεύθερος χρόνος είναι λιγοστός και συνήθως καλύπτεται από κοινές δραστηριότητες της ομάδας. Έτσι ο οπαδός υφίσταται αδιάλειπτα την ίδια επιρροή, ακούει την ίδια ορολογία και την ίδια φιλοσοφία.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα επ’ αυτού είναι η Scientology. Ο ιδρυτής της Ρον Χάμπαρτ (Ron Hubbard) δημιούργησε δικούς του όρους για να δώσει τη διδασκαλία του. Λόγου χάριν «engrams», είναι οι επαχθείς αναμνήσεις από αυτήν ή από μία υποτιθέμενη άλλη ζωή. Για να απαλλαγεί ο οπαδός από αυτές πρέπει να κάνει ένα είδους εξομολόγησης, “auditing”, όπου επιστρατεύεται και ένας ανιχνευτής ψεύδους.

Το άτομο που δεν έχει σωματικά ή ψυχικά προβλήματα θεωρείται “clear”. Αλλά για να γίνει κάποιος clear πρέπει να συμμετάσχει σε μία σειρά από σεμινάρια. Ο φωτισμένος άνθρωπος με τη διευρυμένη συνειδητότητα είναι ένας “operating thetan” που μπορεί να αναπτύσσει επ’ άπειρον τις ικανότητές του, ώστε να γίνει ικανός να ελέγχει πλήρως το περιβάλλον του.

Σχεδόν σε όλες τις σέκτες οι οπαδοί τους πιστεύουν ότι τους επέλεξε ο Θεός για να προειδοποιήσουν τον υπόλοιπο κόσμο για την επικείμενη θεία δίκη. Είναι πεισμένοι δε πως μόνο η δική τους οργάνωση θα γλυτώσει από την τιμωρία του Θεού.

Για να γίνει πλήρης ο έλεγχος του ατόμου εκτός από τις σκέψεις χειραγωγούνται επίσης τα αισθήματα. Για το σκοπό αυτόν αρχικά αφυπνίζουν στα μέλη την προσδοκία ενός αυριανού καλύτερου κόσμου, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι μόνο η συγκεκριμένη οργάνωση έχει τον τρόπο να το πραγματοποιήσει.

Επιπλέον στον οπαδό καλλιεργούνται τεχνηέντως συνεχώς εναλασσόμενα συναισθήματα που ποικίλουν από τη χαρά ως την ενοχή και το φόβο. Έτσι δεν μπορεί να έχει εσωτερική συναισθηματική ισορροπία.

Μια άλλη μέθοδος ελέγχου επιτυγχάνεται με τον έλεγχο των πληροφοριών. Ο οπαδός πληροφορείται μόνο τα θετικά για την ομάδα ή αυτά που συμφωνούν με την ιδεολογία της. Φυσικά οφείλει να διαβάζει μόνο το ιδεολογικό υλικό που εκδίδει ή επικροτεί η οργάνωση για να μην κινδυνέψει να μολυνθεί από τις πλάνες των άλλων θεωριών.

Όλοι αυτοί οι έλεγχοι αποσκοπούν στο να αναγκάσουν το άτομο να αποβάλει την προσωπική γνώμη και την υγιή κριτική αντίληψη. Γιατί από κάποια στιγμή χάνει κάθε μέτρο σύγκρισης ή έχει διαπαιδαγωγηθεί να καταπνίγει κάθε αμφιβολία εν τη γενέσει της. Ως επακόλουθο όλοι οι οπαδοί σκέφτονται το ίδιο και έτσι οι ηγέτες της οργάνωσης μπορούν να τους ποδηγετήσουν κατά βούληση πνευματικά και οικονομικά.

***

Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο για τον κατακερματισμό του χριστιανισμού σε αναρίθμητες παραφυάδες, ας παρατεθεί η παρακάτω αποκάλυψη του Ιησού Χριστού στον προφήτη Γιάκομπ Λόρμπερ:

«Όποιος θέλει να ζήσει σωστά, μπορεί να το κάνει σ’ οποιαδήποτε εκκλησία. Γιατί ένας βασικός κανόνας είναι : Ελέγχετε τα πάντα και κρατάτε ό,τι είναι καλό! Εγώ δεν λέω σε κανένα να γίνει καθολικός ή προτεστάντης ή ελληνορθόδοξος. Ο καθένας ας μείνει αυτό που είναι, άμα θέλει. Ό,τι όμως και να’ ναι, πρέπει να είναι χριστιανός με έργα εν πνεύματι και εν αληθεία. Γιατί ο καθένας μπορεί να έχει τον καθαρό Λόγο του Θεού, αν το θέλει.

Εγώ δεν είμαι όπως ένας Πάπας, Πατριάρχης ή Προτεστάντης Επίσκοπος, αλλά είμαι όπως ένας καλός και δικαιότατος πατέρας για όλα τα παιδιά Μου, και χαίρομαι μόνο όταν συναγωνίζονται στα έργα αγάπης∙ όχι όμως όταν ο ένας αποκαλεί τον άλλον ανόητο, θέλοντας να δείξει με τις αμπελοφιλοσοφίες του ότι είναι εκείνος ο πιο σοφός κι αλάνθαστος, χωρίς όμως να κάνει τίποτα έμπρακτα.

Το βασίλειό Μου είναι βασίλειο της μέγιστης δραστηριότητας κι όχι βασίλειο τεμπέληδων και αργόσχολων. Δεν είπα στους Αποστόλους: “Μείνετε σπίτι σας, σκεφτείτε και διαλογιστείτε πάνω στη διδασκαλία Μου!” παρά “Πηγαίνετε σ’ ολόκληρο τον κόσμο!”

…Γι’ αυτό και για σας τους ανθρώπους είναι καλύτερο να είσαστε ενεργοί μέσα σε κάποια τάξη παρά να έχετε μονάχα πολύ αγνή πίστη. Γιατί είναι απείρως καλύτερο να ενεργείτε σύμφωνα με τη διδασκαλία Μου από το να ξέρετε απέξω όλη τη Βίβλο και να την πιστεύετε».

Στη δε Ντούντε λέγεται: « Τη μεγαλύτερη ανοησία της ζωής του κάνει όποιος εγκαταλείπει την εκκλησία στην οποία ανήκει… Δεν είναι εύκολη η θέση του κλήρου σήμερα. Κάνει μεν ότι μπορεί να κρατήσει το ποίμνιο της εκκλησίας, όμως ο ένας πιστός μετά στον άλλον απομακρύνεται και συχνά δεν βρίσκει πια τον δρόμο της επιστροφής. Τότε είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο για τον κληρικό να ασκήσει μία επιρροή στην ψυχή ενός τέτοιου αποστάτη…Οποιος φεύγει από την μητρική του εκκλησία στερείται τη θεική χάρη, εάν δεν αγωνιστεί με τη δική του τη θέληση να βρεί μέσα στη καρδιά του τη θεική διδασκαλία.

Για αυτό μείνετε πιστοί στη μητρική σας εκκλησία και μην την εγκαταλείπετε, γιατί κάθε εκκλησία μπορεί να σας δώσει τη βάση πάνω στην οποία θα στηριχθείτε για να μπορέσετε να ανελιχθήτε υψηλότερα. Αυτό βέβαια υπό τη προυπόθεση ότι δεν ακούτε μόνο με τα αυτιά αλλά με την καρδιά».

 

 

Ο Διαφωτισμός και η Νεωτερικότητα

Η απολυταρχία υπήρξε η μορφή διακυβέρνησης που διαμόρφωσε το κλίμα στην Ευρώπη το 17ο και 18ο αιώνα. Επρόκειτο για ένα αυστηρά προσωποπαγές καθεστώς, όπου ο ηγεμόνας συγκέντρωνε στα χέρια του όλες τις εξουσίες και έλεγχε όλους τους τομείς της ζωής από την πολιτική και το δίκαιο ως την επιστήμη και την τέχνη. Επειδή ο ανώτατος άρχοντας αισθανόταν μόνο απέναντι στον Θεό υπεύθυνος, δεν δίσταζε να περιορίσει την ισχύ της εκκλησίας και να την κάνει να υποταχθεί στα συμφέροντά του. Υπό την επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού, η εκκλησία υποχρεώθηκε από τον ηγεμόνα να ασχοληθεί με κοινωνικά έργα.

Καθώς ένα επίτευγμα της εποχής αυτής ήταν η ανοχή απέναντι στις πεποιθήσεις των άλλων, έστω κι αν αντιγνωμούσαν, η εκκλησία έχασε την προνομιακή, δεσπόζουσα θέση στην κοινωνία. Ως επακόλουθο σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου επικράτησε σταδιακά η εκκοσμίκευση.

Ο Διαφωτισμός υπήρξε ουσιαστικά, αν και με καθυστέρηση, παιδί της Αναγέννησης. Η Αναγέννηση ήθελε να αποτινάξει τα δεσμά από τη μακραίωνη κυριαρχία της εκκλησίας, επιστρέφοντας με τον επιστημονισμό πίσω στις πηγές της γνώσης. Παράλληλα ο Διαφωτισμός πρέσβευε την επιστροφή στη φύση. Και στις δύο περιπτώσεις επρόκειτο για μία αντίδραση απέναντι στο σχολαστικισμό και στον εκκλησιαστικό δογματισμό. Η γαλλική επανάσταση ενίσχυσε αυτήν την κατεύθυνση.

Το θεολογικό-μεταφυσικό κοσμοείδωλο έπρεπε να αντικατασταθεί από μία ορθολογική, επιστημονική προσέγγιση των πραγμάτων. Οι Διαφωτιστές δεν ήθελαν πια να τους υπαγορεύει δογματικά η εκκλησία τι να σκεφθούν και μάλιστα με βάση ένα μεταφυσικό υπόβαθρο.

Ο άνθρωπος της εποχής του Διαφωτισμού αισθανόταν ότι είχε ενηλικιωθεί πνευματικά και δεν χρειαζόταν πια την κηδεμονία της εκκλησίας ούτε στο δημόσιο ούτε στον ιδιωτικό βίο. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις και η αλματώδης πρόοδος σε μαθηματικά, φυσική και τεχνολογία προωθούσαν αυτήν τη χειραφέτηση. Η εκκλησία, αμήχανη, δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει την προέλαση της επιστήμης και προσπάθησε είτε να την αγνοήσει είτε να την πολεμήσει, όπως στην περίπτωση του Γαλιλαίου. Εκτός από τον Γαλιλαίο άλλοι σημαντικοί διανοητές και επιστήμονες της εποχής ήταν οι Ρουσώ, Βολταίρος, Νεύτων, Κέπλερ, Καντ κ.ά.

Για τους μορφωμένους της εποχής, που μπορούσαν να παρακολουθήσουν τα επιστημονικά ευρήματα, η απάντηση στο δίλημμα πίστη ή επιστήμη ήταν υπέρ της δεύτερης. Εγκαταλείποντας δε τη μεταφυσική εξήγηση του κόσμου, απογαλακτίστηκαν ταυτόχρονα από την εκκλησιαστική διδασκαλία και ηθική και σε άλλους τομείς.

Οι λιγότερο μορφωμένοι έμειναν συσπειρωμένοι γύρω από την εκκλησία τους, που επέμενε να αντιστέκεται στην εξέλιξη. Από τη δική τους την πλευρά οι αστικές και πιο μορφωμένες τάξεις στη δυτική και κεντρική Ευρώπη ταύτιζαν πλέον τις εκκλησίες με το μεσαιωνικό σκοταδισμό και τη δεισιδαιμονία. Χωρίς να εγκαταλείψουν την πίστη στην ύπαρξη του Θεού, απομακρύνθηκαν από τις εκκλησίες.

Έχοντας αποκλείσει το μεταφυσικό υπόβαθρο, πολλοί ταύτιζαν πλέον τη θρησκεία μόνο με την ηθική και γι’ αυτό επιδίωκαν έναν ηθικό βίο χωρίς όμως τις υποχρεώσεις που επέβαλλε η εκκλησία.

Άλλοι πιο ριζοσπάστες, όπως ο Βολταίρος, θεωρούσαν ότι μόνο ο ορθός λόγος οφείλει να καθοδηγεί το άτομο, ενώ η θρησκεία χρειάζεται μόνο για να κρατά τους αμόρφωτους εντός των ηθικών φραγμών.

Καθώς η κοινή χριστιανική πίστη παύει να είναι ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας, αντικαθίσταται από άλλες αξίες που διευκολύνουν τη συμβίωση, όπως η ανεξιθρησκία και τα ατομικά δικαιώματα.

Στα παιδαγωγικά βιβλία του ο φιλόσοφος Ζαν Ζακ Ρουσώ ζητά η παιδεία να προωθεί τις φυσικές ικανότητες του ανθρώπου. Ο πολιτισμός και ο κόσμος γίνονται ανθρωποκεντρικοί. Ο Ρουσώ υποστηρίζει ότι η ηθική συμπεριφορά είναι λογική και φυσική και μόνο η απομάκρυνση από τη φύση, όχι από τον Θεό, κάνει τον άνθρωπο να σφάλλει.

Οι φιλοσοφικές αναζητήσεις, ακόμη κι όταν περιστρέφονται γύρω από τον Θεό, βασίζονται κυρίως στον ορθό λόγο. Ως επακόλουθο τα περισσότερα εκκλησιαστικά δόγματα καταρρίπτονται. Μόνο η ύπαρξη του Θεού και η αθανασία της ψυχής παραμένουν αδιαμφισβήτητες. Η θρησκεία περιορίζεται στη λειτουργία του θεματοφύλακα της ηθικής. Οτιδήποτε είναι άλογο ή υπερφυσικό, όπως τα θαύματα, απορρίπτεται. Για τους φιλοσόφους ο Θεός δημιούργησε μεν τον κόσμο, όμως μετά αποσύρθηκε από αυτόν. Το σύμπαν ακολουθεί απλώς τους νόμους που δημιουργήθηκαν στην αρχή. Υπάρχει στην ουσία μία μόνο αληθινή θρησκεία, η φυσική (κατά άλλους λογική) θρησκεία.

Οι ιστορικές θρησκείες αποτελούν απλώς εκφάνσεις της φυσικής θρησκείας που για κάποιους λόγους απέκλιναν από αυτήν. Επιπλέον λένε ότι ο Χριστός δίδαξε τη φυσική-λογική θρησκεία η οποία όμως παραχαράχτηκε από τους οπαδούς του είτε εμπρόθετα είτε από άγνοια και ακατανοησία.

Η σύγκριση του χριστιανισμού με τις άλλες θρησκείες έπαψε να είναι ταμπού και έτσι άνοιξε ο δρόμος για μία κριτική τοποθέτηση απέναντί του. Η θεολογία δεν περιορίστηκε πλέον στο να ασχολείται με την ανάλυση των κειμένων και των βασικών αρχών της πίστης. Η μεθοδολογία και οι στόχοι της έγιναν πιο επιστημονικοί καθώς επικεντρώθηκε στη γένεση και στην ιστορική πορεία του χριστιανισμού και των γραφών του. Η κριτική αντιπαράθεση με τα ιερά κείμενα ήταν κάτι το άγνωστο μέχρι τότε αφού κάθε μελέτη είχε μόνο απολογητικό χαρακτήρα. Μάλιστα η καθολική εκκλησία απειλώντας με αφορισμό απαγόρευε μέχρι τα μισά του 20ου αιώνα στους καθολικούς διανοούμενους να ασκούν μία ανεξάρτητη κριτική της Βίβλου.

Οι εκτός της καθολικής εκκλησίας ερευνητές επιδόθηκαν το 19ο και 20ο αιώνα σε μία ιστορική κριτική έρευνα της Βίβλου. Με μεγάλο ζήλο, επιμονή και οξύτητα νου προσπάθησαν να αναλύσουν και να κατανοήσουν λογικά τη χριστική διδασκαλία. Έτσι μπόρεσαν να ανιχνεύσουν προσθήκες που έγιναν εκ των υστέρων και αλλοίωσαν το αρχικό κείμενο.

Πολλοί ερευνητές είχαν αγνά κίνητρα και επιδίωκαν πραγματικά να βρουν την αλήθεια, επιδιώκοντας την αναδόμηση της θρησκείας και όχι την απόρριψή της (Γιώργος Μουστάκης).

Πάρα πολλοί ωστόσο, έκαναν πολεμική προς χάριν της πολεμικής, και η κριτική τους μαρτυρεί προκατάληψη, μονομέρεια και φανατισμό. Ναι μεν διαπίστωσαν σωστά ότι ο λόγος του Ευαγγελίου έχει υποστεί αλλοιώσεις εκ των υστέρων, όμως υπερέβησαν τα εσκαμμένα. Κατά την απόρριψη των αυθαίρετων προσθηκών στο Ευαγγέλιο, απέρριψαν επίσης αυθαίρετα πολλά σωστά χωρία. Μαζί με τα ζιζάνια ξερίζωσαν επίσης πολλούς καλούς καρπούς, σύμφωνα με την έκφραση του Κουρτ Εγκενστάιν (Kurt Eggenstein). Η επονομαζόμενη ιστορική κριτική ή «φιλελεύθερη κριτική θεολογία» ξεπέρασε τα όρια, με συνέπεια να καταρρίψει σχεδόν τα πάντα και να αφήσει σχεδόν μόνο ερείπια.

Ξεκινώντας από την αμφισβήτηση της θεοπνευστίας της Αγίας Γραφής, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μυθολογικό έργο. Πρώτος διδάξας υπήρξε ο Γερμανός θεολόγος Καρλ Μπούλτμαν που υποστήριζε ότι δεν είναι δυνατόν να πιστεύει η ανθρωπότητα από τη μία μεριά στη σύγχρονη επιστήμη κι από την άλλη στα πνεύματα, στα δαιμόνια και στα θαύματα της Καινής Διαθήκης και άρα οφείλουμε να τα αντιμετωπίζουμε ως μύθους και να αναρωτιόμαστε κατά πόσον είναι πραγματικά.

Όντως κριτικοί θεολόγοι θεώρησαν ότι πολλά σημεία της Αγίας Γραφής, όπως αυτά για τα θαύματα, ανήκουν στο χώρο των προλήψεων, της δεισιδαιμονίας και της λαϊκής μυθοπλασίας. Όντας οι ίδιοι υλιστές-ορθολογιστές ήταν ανίκανοι να συλλάβουν το μεταφυσικό βάθος της Καλής Αγγελίας. Έτσι επιχείρησαν λ.χ. να εξηγήσουν τα θαύματα του Ιησού Χριστού με βάση νόμους της φυσικής.

Η μέθοδός τους στηρίζεται στο να επιλέγουν χωρία της Γραφής ξεκομμένα από τον υπόλοιπο κορμό και, εάν δεν συμφωνούν με τις θεωρητικές υποθέσεις τους, τα απορρίπτουν σαν ψεύτικες προσθήκες. Ασφαλώς με αυτήν τη μέθοδο μπορεί ο καθένας να αποδείξει ό,τι θέλει με οποιοδήποτε κείμενο, εφόσον καθορίζει ο ίδιος αυθαίρετα τα κριτήρια ελέγχου. Το αξιοσημείωτο είναι πως ενώ τις υποθέσεις της επιστήμης, μολονότι καθαρά θεωρητικές, τις αφήνουν στο απυρόβλητο, απορρίπτουν το λόγο της Γραφής επειδή δεν συνοδεύεται από επιστημονικές αποδείξεις.

Προφανώς από το ένα άκρο της τυφλής πίστης στο γράμμα της Βίβλου που υπαγόρευαν επί αιώνες οι εκκλησίες, το εκκρεμές της αντίδρασης πήγε στο άλλο άκρο της σχεδόν ολοκληρωτικής απόρριψης. Οι κριτικοί θεολόγοι διαστρέβλωσαν το νόημα βιβλικών εννοιών όπως η αμαρτία, η λύτρωση, η χάρη κ.ο.κ.

Στη θέση του θεϊκού σχεδίου σωτηρίας του πεσμένου ανθρώπου και της λύτρωσής του μέσω του Ιησού Χριστού, αυτοί είδαν ανθρώπινους στόχους και σχέδια για την (κυρίως υλική) βελτίωση του κόσμου.

Επιπλέον ισχυρίζονται ότι ο Ιησούς υπήρξε απλώς μία ιστορική προσωπικότητα και ότι δεν είπε όσα αναφέρουν τα ευαγγέλια. Κατ’ ακολουθία το έργο Του, η σταύρωση, η ανάσταση και ανάληψή Του εκμηδενίζονται, αφού είτε τις αρνούνται είτε τους δίνουν άλλο νόημα.

Το αποτέλεσμα αυτής της κριτικής ιδεολογίας με την υποτιθέμενη επιστημονική χροιά, ήταν θεωρίες που πολύ λίγη σχέση έχουν με τη διδασκαλία και το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Με την πάροδο του χρόνου παρουσιάστηκε ένα πλήθος από υποθέσεις για την προσωπικότητά Του. Τον θεώρησαν Εσσαίο, προφήτη, απλώς καλόν άνθρωπο ή πρότυπο ηθικής, θρησκευτικό διδάσκαλο, παράφρονα, κοινωνικό ή εθναπελευθερωτικό επαναστάτη. Το μόνο που δεν θέλησαν να δουν ήταν ποιος είναι πραγματικά : ο Θεάνθρωπος και ο λυτρωτής του ανθρώπου.

Στις 30 Οκτωβρίου του 1842 στον προφήτη Ιάκωβο Λόρμπερ υπαγορεύτηκαν γι’ αυτό το θέμα τα εξής : «Τι και τι δεν έχουν πει οι άνθρωποι για Μένα! Πόσες φορές Με χαρακτήρισαν απατεώνα, λαοπλάνο, αργόσχολο χαραμοφάη, μπαγαπόντη, ονειροπαρμένο, τρελό, μάγο, ακόμη και υπηρέτη του Βελζεβούλ Με αποκάλεσαν. Αλλά ούτε και τώρα Με έχουν σε καλύτερη μοίρα στη Γη».

Οι έρευνες της «φιλελεύθερης κριτικής θεολογίας» ανακάλυψαν άγνωστες πλάνες της χριστιανικής θρησκείας αλλά περιέπεσαν και σε πολλά λάθη. Σήμερα οι επιστήμονες συμφωνούν ότι τα πορίσματα αυτά δεν είναι τόσο άξια λόγου ώστε να τους δίνεται σημασία.

Οι κριτικοί δεν αντιλήφθηκαν ότι καθετί βαθύ καλύπτεται από πολλά στρώματα και ότι το Ευαγγέλιο αποκαλύπτει αλλά και κρύβει πολλά μυστικά. Ο Λόρμπερ γράφει ότι «η αλήθεια δίνεται μόνο κεκαλυμμένη στους ανθρώπους της Γης».

Επιπλέον, τα ιερά κείμενα και ιδίως η Γραφή, δεν μπορούν να αναλυθούν όπως γίνεται με ένα ιστορικό ή φιλολογικό έργο. Στον Λόρμπερ επισημαίνεται γι’ αυτό το ζήτημα: «Όποιος θέλει να βρει την εσωτερική, αληθινή σοφία του πνεύματος που είναι από τον Θεό κάνοντας απλώς συλλογισμούς και κρίνοντας μόνο με την κοσμική λογική του, πλανάται οικτρά. Γιατί έτσι οδηγείται σε λάθος δρόμους που είναι γεμάτοι γκρεμούς και επειδή το πνεύμα του βρίσκεται σε βαθύ σκοτάδι είναι πολύ εύκολο να πέσει και να τσακιστεί πολύ άσχημα».

Ο Θεός για τους δικούς του σοφούς λόγους έχει εμπρόθετα καλύψει την αλήθεια στη Βίβλο σκεπάζοντας με πέπλα το εσωτερικό της νόημα. Όποιος επιχειρεί να διεισδύσει στον εσωτερικό πυρήνα ανασηκώνοντας το πέπλο με λογικές αναλύσεις οδηγείται σε αδιέξοδο.

Η ανθρώπινη νόηση δεν αρκεί για να συλλάβει το μυστήριο. Γι’ αυτό λέγεται στον Λόρμπερ : «Όποιος κρίνει εξωτερικά τα Ευαγγέλια χρησιμοποιώντας τη λογική του για να κάνει μία καθαρά ιστορική ανάλυση, κι αν μάλιστα θέλει να ασκήσει μία σοφιστική κριτική, τι θα πρέπει να βρει άραγε εκ των πραγμάτων, αφού θα έχει να κάνει με τόσες διαφορετικές εξιστορήσεις;

Ή η λογική του θα βρει το θάνατο ή η πίστη του».

Η επιχειρηματολογία της ιστορικής κριτικής έρευνας και της λεγόμενης απομυθοποίησης επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα των εθνικών πολέμιων του χριστιανισμού όπως ήταν ο Κέλσος (2ος αιώνας) και ο Πορφύριος (3ος αιώνας). Παρόμοια με τους σημερινούς φιλελεύθερους θεολόγους οι νεστοριανοί τον 5ο αιώνα υποστήριζαν ότι στο σταυρό πέθανε ένας άνθρωπος και όχι ο Γιος του Θεού. Επίσης για τους Γνωστικούς, όπως ο Βαλεντίνος, ο «λυτρωτής Χριστός» έχει την έννοια του φωτισμένου διδασκάλου, την ίδια έννοια που του δίνουν σήμερα οι περισσότεροι φιλελεύθεροι θεολόγοι.

Η σύγχρονη κριτική έρευνα βρίσκεται μπροστά στο ίδιο μυστήριο που αδυνατούσαν να συλλάβουν οι εθνικοί και οι Γνωστικοί φιλόσοφοι. Όποιος όμως δεν μπορεί να δεχθεί την ανάσταση και τη λυτρωτική δράση του Χριστού, αφήνει ολόκληρο το οικοδόμημα της διδασκαλίας του μετέωρο στον αέρα (Προς Κορ. Α΄ 15,14. Ιωάννη 5,23).

Είναι γεγονός ότι η θειότητα του Ιησού Χριστού αποτελεί ένα μυστήριο ασύλληπτο για τον άνθρωπο που δεν έχει ακόμη κατακτήσει την υιοθεσία από το Θεό. Όπως οι ειδωλολάτρες Ρωμαίοι έτσι και οι σημερινοί απομυθοποιητές είναι ανίκανοι να φανταστούν πως μπορεί ένας θεός να υποφέρει. Για να προσεγγίσουν το μυστήριο αυτό παίζουν τους αρχαιολόγους που προσπαθούν να λύσουν τα αινίγματα της ιστορίας ή καταφεύγουν σε συνεχώς μεταβαλλόμενες ερευνητικές μεθόδους με αστήρικτες υποθέσεις και εν μέρει αστεία, παράλογα συμπεράσματα. Ο στίχος του ευαγγελίου του Ιωάννη (1,5) «το φως ήρθε στο σκοτάδι, αλλά το σκοτάδι δεν το κατάλαβε» είναι επίκαιρο όσο ποτέ.

Οι χριστιανοί στη σύγχρονη Ευρώπη απέναντι σε αυτήν την υπονόμευση της θρησκείας τους βρίσκονται σε αμηχανία και σύγχυση. Δικαιολογημένα αναρωτιούνται αν όλα όσα διδάσκουν οι εκκλησίες είναι μύθος. Ευτυχώς ανέκαθεν υπήρχαν εμπνευσμένα πνεύματα που διόρθωναν ή εμπλούτιζαν τη διδασκαλία, όπως ο Ωριγένης, ο Meister Eckhart, οι Wycliff, και Hus, o Μπαίμε μ.α., και αργότερα οι εκπρόσωποι των Νέων Αποκαλύψεων.

 

Οι Νέες Αποκαλύψεις εξηγούν και συμπληρώνουν το Ευαγγέλιο

 

Οι περισσότερες σημερινές εκκλησίες, ομολογίες και αιρέσεις, όπως συνηθίζεται εξάλλου και στις άλλες θρησκείες, απαιτούν από τους οπαδούς τους μία απόλυτη, τυφλή πίστη στις θέσεις τους.

Οι εκκλησίες των χριστιανικών δογμάτων αναγνωρίζουν για παράδειγμα ότι το κύριο δόγμα τους, η διδασκαλία για τον τριαδικό Θεό, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό με τη βοήθεια της λογικής. Παρ’ όλα αυτά, απαιτούν από όλα τα μέλη τους να δέχονται χωρίς όρους αυτό το δόγμα, το οποίο μάλιστα έχουν ανάγει σε κύριο θεμέλιο της διδασκαλίας τους. Πέρα από αυτό απαιτούν π.χ. την πίστη στο «προπατορικό αμάρτημα», στην «αιώνια ζωή της ψυχής», χωρίς να δίνουν άλλες αποδείξεις γι’ αυτά, εκτός από τα όσα αναφέρονται στην Αγία Γραφή. Πώς κρίνει όμως αυτήν τη γραπτή απόδειξη εκείνος που δεν μπορεί να πιστέψει ότι η Αγία Γραφή έχει το χαρακτήρα αποκάλυψης, εκείνος που πρέπει πρώτα να του αποδειχθεί το θεόπνευστο αυτών των κειμένων; Οι Εκκλησίες δεν δίνουν σ’ αυτούς τους ανθρώπους, που τους χαρακτηρίζει μεγαλύτερη κριτική διάθεση, κάποιες διαυγέστερες λογικές αιτίες για τις διάφορες διδασκαλίες τους. Την ανάγκη για πειστικές, λογικές επεξηγήσεις και εμβαθύνσεις στο Λόγο του Χριστού καλύπτουν οι νεότεροι προφήτες που είναι γνωστοί με το συλλογικό όρο Νέα Αποκάλυψη ( Ν.Α.), αν και δεν συνδέονται μεταξύ τους.

Η διδασκαλία για την πίστη στα γραπτά της νέας αποκάλυψης, διαφέρει από τις εκκλησιαστικές χριστιανικές και πολλές άλλες θρησκείες στο γεγονός ότι απορρίπτει εντελώς κάθε τυφλή πίστη και προσπαθεί να κάνει σαφώς κατανοητά σε κάθε άνθρωπο όλα τα στοιχεία της πίστης, ανάλογα με την ωριμότητά του και την αντιληπτική του δυνατότητα. Δεν υπάρχει δηλαδή μυστικιστικό σκοτάδι, ούτε μυστικοπάθεια «μυημένων», δεν υπάρχουν κληρικοί και λαϊκοί, φωτισμένοι και κοινοί θνητοί, «εσωτερικός και εξωτερικός κύκλος», «εσωτερική» και «εξωτερική» σχολή. Αντίθετα, μέσα από τα γραπτά της νέας αποκάλυψης αποκαλύπτεται σε κάθε αναζητητή της αλήθειας όσο το δυνατόν πιο λογικά και σαφέστερα, η φύση και η δημιουργική δράση του Θεού, ο σκοπός και ο δρόμος της τελείωσης, αυτός και ο άλλος κόσμος.

Τα πολυάριθμα γραπτά της νέας αποκάλυψης που καταγράφτηκαν από τον κύριο εκπρόσωπό της, τον Γιάκομπ Λόρμπερ πραγματεύονται επίσης όλα εκείνα τα ερωτήματα για τη ζωή και την πίστη, που μέχρι την εποχή του βρίσκονταν, τόσο για τους Χριστιανούς, όσο και για τους μη Χριστιανούς, σε βαθύ σκοτάδι.

Η φύση του Θεού, τα στάδια της δημιουργίας, ο σκοπός της τελείωσης, το νόημα της ανθρώπινης ζωής, ο δρόμος προς την τελείωση σ’ αυτόν και στον άλλο κόσμο, όλα αυτά αναλύονται βαθιά και διαφωτιστικά από το στόμα του Ιησού Χριστού, κυρίως στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» αλλά και σε άλλα έργα του Λόρμπερ, ώστε ο κάθε αληθινός πνευματικός αναζητητής μπορεί να τα κατανοήσει εκ βαθέων και να πάρει ικανοποιητικές απαντήσεις.

Σύμφωνα με όσα κατέγραψε ο Λόρμπερ, οι νέες αποκαλύψεις μεταξύ άλλων αποκωδικοποιούν τα μυστικά του Ευαγγελίου. Μεταξύ άλλων αποσκοπούν στο να καθαρίσουν τη διδασκαλία του Χριστού από τις ανθρώπινες επεμβάσεις και συγχρόνως να αποκαλύψουν την πραγματική έκταση και σημασία της στο σύγχρονο άνθρωπο που είναι ικανός να την καταλάβει.

Όπως γράφει ένας άλλος νεότερος μυστικός και προφήτης, ο Γκότφριντ Μαγερχόφερ, κατά θεία υπαγόρευση: «η Βίβλος διατηρήθηκε για να σας παρέχει τη μεγαλύτερη και ισχυρότερη απόδειξη (ενν. υπέρ της χριστικής διδασκαλίας σ.τ.μ.), αφού σε αυτήν έχουν καταγραφεί ήδη όλα όσα θα εξελίσσονταν σταδιακά στις μεταγενέστερες εποχές».

Και ο Λόρμπερ σημειώνει : «Αυτή η μεγάλη ζωντανή δωρεά (σ.τ.μ. η νέα Αποκάλυψη) που σας δίνει η χάρη Μου προορίζεται βέβαια για να γίνει γνωστή στον (ευρύτερο) κόσμο. Τούτο θα γίνει όμως μόνο όταν ο διεφθαρμένος κόσμος αισθανθεί πάλι πείνα για τη δική Μου τροφή. Την πείνα την προετοιμάζει τώρα η ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Πώς το κάνει; Με την κακή τροφή που προσφέρει, η οποία χαλάει το στομάχι της ανθρώπινης ψυχής. Ως αποτέλεσμα η ψυχή θα αποφεύγει κάθε τροφή για ένα διάστημα και έτσι αργότερα θα γνωρίσει πραγματική πείνα. Τότε, λοιπόν, θα αρπάξει με βουλιμία αυτόν τον ουράνιο άρτο που προσφέρω, για να χορτάσει με αυτόν και να μπορεί να κατακτήσει την αιώνια ζωή».

Αυτή η ώρα, λένε, έχει έρθει. Τα τελευταία χίλια εννιακόσια τόσα χρόνια η ανθρωπότητα εξελίχθηκε, ενηλικιώθηκε και χρειάζεται πλέον πιο δυναμωτική τροφή για τις πνευματικές της ανάγκες. Τα ευαγγέλια αποτελούν την πιο εξαιρετική τροφή, όμως αναφέρουν πολύ συνοπτικά τα λόγια και τα έργα του Χριστού, που κι αυτά έχουν πολλές φορές παρερμηνευτεί ή διαστρεβλωθεί.

Τελικά πολλά από αυτά που κάνει σήμερα ο οποιοσδήποτε χριστιανός πιστεύοντας ότι έτσι ακολουθεί τις οδηγίες του Χριστού έχουν πολύ λίγη σχέση με την αληθινή διδασκαλία του, πράγμα που θα διαπιστώσει ο καθένας που θα εξετάσει τις λατρευτικές απαιτήσεις της εκκλησίας του.

Γι’ αυτό μία άνωθεν απαγόρευση στον Μαγερχόφερ στα τέλη του 19ου αιώνα έλεγε: «Για να μην χαθούν όλοι οι άνθρωποι, έχω φροντίσει ώστε στο εφεξής μεμονωμένα άτομα να λαμβάνουν τη διδασκαλία και το Λόγο Μου ανόθευτα, όπως κάποτε τα έλαβαν οι μαθητές Μου. Και μάλιστα όχι καλυμμένα, όπως είχε γίνει με τους προφήτες, παρά σαφώς και κατανοητά, όπως δίδασκαν κάποτε οι μαθητές Μου τους λαούς… Πρόθεσή Μου τώρα είναι να ανοίξω τα μάτια σε εκείνους που δεν πιστεύουν και να εξηγήσω την πραγματική σημασία της Βίβλου Μου σε εκείνους που προσκολλημένοι στο γράμμα της την ερμηνεύουν μόνο κατά λέξη» .

Είναι προφανές ότι ο Θεός δεν έπαψε ούτε θα πάψει να αποκαλύπτεται στην ανθρωπότητα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες και ικανότητές της. ‘Η όπως λέγεται στον Ιωάννη 14,26: «Θα σας στείλω τον Παράκλητο που θα σας διδάξει όλη την αλήθεια».

Στον Λόρμπερ μάλιστα λέγεται πως όταν μεγαλώσει κι άλλο ο γνωστικός ορίζοντας των ανθρώπων, «τότε θα δοθούν ακόμη μεγαλύτερες αποκαλύψεις και ακριβέστερες οδηγίες… Όποιος τότε δεχτεί ότι είναι αληθινή η αποκάλυψη, και την ακολουθήσει στην πράξη, θα αποκτά ολοένα διαυγέστερη γνώση και αληθινά ανεξάρτητη, ελεύθερη ζωή» (ΜΕΙ VI 204, 9-10).

Είναι γνωστό από τα πρωτοχριστιανικά κείμενα ότι στον αρχέγονο χριστιανισμό το χάρισμα της προφητείας ήταν αυτονόητο (Προς Τιμ. Β΄ 3, 16-17). Μάλιστα ο Παύλος προέτρεπε τους Κορίνθιους να επιδιώκουν πρωτίστως το χάρισμα της προφητείας. Όπως είδαμε στην ιστορική επισκόπηση, με την πάροδο του χρόνου και με τη διαμόρφωση της ιεραρχίας, οι επίσκοποι έγιναν οι πρώτοι τη τάξει και υποσκέλισαν τα άλλα λειτουργήματα. Από εκείνη την εποχή υποστήριξαν ορισμένοι ότι δεν θα υπάρξουν άλλες αποκαλύψεις του Θεού, παρ’ όλο που στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται σαφώς ότι «Θα σας διδάσκει ο ίδιος ο Θεος» και «νέοι και νέες θα έχουν θεικά όνειρα και θα προφητεύουν» μέσω του “”Εμφυτου Λόγου” (Ιακώβου 1,21). Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Βάλτερ Νιγκ (Walter Nigg) αυτήν την παράλογη αντίληψη την «πρέσβευαν μόνο εκείνοι οι θεολόγοι που δικαιολογημένα φοβόντουσαν ότι το έργο των προφητών θα έφερνε άνω-κάτω τις ταξινομημένες παραγράφους τους».

Την εποχή της ενανθρώπησής του ο Χριστός δεν είχε τη δυνατότητα να πει τα πάντα στα πλήθη, γιατί δεν θα τον καταλάβαιναν εάν τους μιλούσε λ.χ. για τη γένεση και τη δομή της δημιουργίας. Η μόρφωση και η ωριμότητα των τότε ανθρώπων δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο.

Ακόμη και οι κοντινοί μαθητές του, που διδάχτηκαν πολύ βαθύτερα θέματα, συχνά είχαν δυσκολία να τα καταλάβουν, αφού δεν είχαν τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Γι’ αυτόν το λόγο πολλά πράγματα τα είπε ακόμη και σε αυτούς καλυμμένα ή συμβολικά.

Από τις νέες αποκαλύψεις είναι γνωστό ότι ο Ναζωραίος είχε δώσει επανειλημμένα την οδηγία στους μαθητές του να μην δημοσιοποιήσουν ορισμένες διδασκαλίες λέγοντάς τους: «Τα πιο ιδιαίτερα θέματα δεν χρειάζεται να τα πείτε σε όλους τους ανθρώπους παρά μόνο σε εκείνους που θα σας διαδεχθούν» (ΜΕΙ VIII 77,17).

«…Ωστόσο στο απώτερο μέλλον θα αφυπνίσω εργάτες στους οποίους θα υπαγορεύσω το Λόγο Μου μέσω του πνεύματος που είναι εμφυτευμένο στην καρδιά τους. Έτσι θα τους υπαγορεύσω να γράψουν όλα όσα έγιναν και όσα δίδαξα από τότε που άρχισα να διδάσκω… επίσης αυτά που θα ακολουθήσουν στο μέλλον και πολλά άλλα ακόμη» (ΜΕΙ VIII 79, 3-4).(Βλ. Επίσης Ιω. 14,21. 21,25. Ιω. Α’ 2,27).

Στο Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, το κύριο έργο του Λόρμπερ που εξιστορεί το βίο και την πολιτεία του Ιησού Χριστού με κάθε λεπτομέρεια, σε ένα σημείο οι μαθητές ρώτησαν το Δάσκαλο για ποιο λόγο δεν τους έδινε από τότε τη διδασκαλία του αποκαλυμμένη πλήρως και ο Ιησούς απάντησε: «Θα είχα πολλά ακόμη να σας πω και να σας αποκαλύψω, αλλά δεν μπορείτε ακόμη να τα αντέξετε». (ΜΕΙ ΙΧ 90,6) (Ιω. 16,12-15)

Στη συνέχεια τους εξήγησε ότι τους δίδασκε «σαν να ήταν από μία άποψη παιδιά και ότι τότε «ήταν ακόμη ανίκανοι να φανταστούν σε ποιο βαθμό θα ανέπτυσσαν οι άνθρωποι στο μέλλον επιστήμες και τεχνολογία» (ΜΕΙ ΙΧ 90,8).

Βέβαια η μερική κάλυψη του περιεχομένου του Ευαγγελίου και η διάνθισή του με συμβολισμούς επέτρεψε να γίνουν οι λανθασμένες ερμηνείες και οι επεμβάσεις στο κείμενο από την ανθρώπινη πλευρά. Σε μία σχετική ερώτηση του ευαγγελιστή Ιωάννη προς τον Ιησού Χριστό εκείνος απαντά:

«Είναι καλύτερο να δοθεί καλυμμένη η ουσία του Ευαγγελίου στον κόσμο. Γιατί έτσι μπορεί να ερίζει για το κάλυμμα, ενώ ο πυρήνας Ζωής στο εσωτερικό του παραμένει ακέραιος… Όταν θα είναι αναγκαίο μία μέρα θα αφυπνίσω εκ νέου ανθρώπους στους οποίους θα υπαγορεύσω όλα όσα συνέβησαν εδώ (στην Παλαιστίνη) και επίσης θα φανερώσω τι θα πρέπει να περιμένει ο κόσμος εφόσον παραμείνει κακός κι αδιόρθωτος» (ΜΕΙ Ι 216, 13-14).

Πριν την ανάληψή του ο Χριστός υποσχέθηκε στην ανθρωπότητα να στείλει τον Παράκλητο. Μιλώντας στον Μαγερχόφερ εξηγεί τη σημασία του Παράκλητου για τη σύγχρονη ανθρωπότητα ως εξής : « Ο “Παράκλητος” που υποσχέθηκα να στείλω στους μαθητές Μου βρισκόταν ήδη μέσα στα λόγια που κατέγραψε ο αγαπημένος Μου μαθητής, ο Ιωάννης. Οι μαθητές Μου τότε δεν τα καταλάβαιναν. Αλλά εσείς τώρα έχετε εκπαιδευτεί αρκετά και είσαστε προετοιμασμένοι να καταλάβετε τη διδασκαλία Μου, όπως θέλω Εγώ να την καταλάβετε και να την εφαρμόσετε. Εσείς μπορείτε τώρα σε αυτές τις διδασκαλίες που σας παραδίδω (σ.τ.μ. τις νέες Αποκαλύψεις) να βρείτε τον Παράκλητο που έχει τη δύναμη να σας φωτίσει, να σας ανυψώσει και να σας κάνει δυνατούς απέναντι σε όλα όσα πρόκειται να έλθουν. Με τον ίδιο τρόπο τότε το Πνεύμα Μου έδωσε δύναμη στους μαθητές να αντέξουν τις μελλοντικές τους δοκιμασίες με το ψυχικό σθένος που χρειάζονταν για την αποστολή τους».

Γι’ αυτό γράφει ο Γρηγόριος Λαρεντζάκης, καθηγητής ορθόδοξης θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς, «να παρακαλούμε το Θεό να μας στείλει το Άγιο Πνεύμα Του, να μας φωτίσει ώστε να μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη φωνή των προφητών και των Αγίων, και των συγχρόνων μας επίσης, που συχνά φωνάζουν ακούραστα στην έρημο».