Η Παρθένος Μαρία και οι Άγιοι

14141606_828684367168043_9011164146371084310_nΣτον Γκλάζεναπ διαβάζουμε για τη ρωμαιοκαθολική αντίληψη του πώς οφείλει ο χριστιανός να λατρεύει τον Θεό: «Ενώ οι πρώτοι χριστιανοί και οι Προτεστάντες έχουν σαν μοναδικό αντικείμενο λατρείας τον Θεό (τα χωρία των Πράξεων των Αποστόλων 10, 25 και συνέχεια, της προς Κολ. Επιστολής 2, 18 και της Αποκαλύψεως 19, 10 και 22, 8 φαίνονται να αποκλείουν τη λατρεία ανθρώπων και αγγέλων), η πλειονότητα των Χριστιανών λατρεύει επίσης τους αγγέλους και τους αγίους, δηλαδή πεθαμένα πρόσωπα που είχαν εξαιρετικά χαρίσματα και για τα οποία πιστεύεται πως μπορούν να μεσολαβήσουν στον Θεό λόγω της στενής τους σχέσεως μ’ Αυτόν. Η λατρεία αυτή θεωρείται σαν έμμεσος λατρεία του Θεού και λέγεται “Veneratio” ή “Cultus duliae”. Πάνω από όλους τους αγγέλους και τους αγίους, βρίσκεται η Παρθένος Μαρία ως μητέρα του Θεού, της οποίας η σύλληψη έγινε χωρίς την κηλίδα του προπατορικού αμαρτήματος. Ξεχωρίζοντας στον ουρανό απ’ όλους τους αγγέλους και τους μακαρίους αγίους, με τη δόξα της έχει την υπέρτατη εξουσία της μεσολαβήσεως. Γι’ αυτό της απονέμεται μία «υπέρτατη λατρεία». Η λατρεία αυτή της Παναγίας άρχισε στην Ανατολή, ανάμεσα στον V και VI αιώνα. Στα μέσα του VII αιώνα μεταφυτεύτηκε στη Δύση, και πήρε κυρίαρχη θέση, προτού καταργηθεί από τον Προτεσταντισμό.

Μαζί με την εμφάνιση της λατρείας των αγίων και των μαρτύρων, γεννήθηκε η λατρεία των λειψάνων τους γιατί ήταν θαυματουργά. Αυτήν τη συνήθεια πολλοί δεν την παραδέχονταν, αλλά γενικά επικράτησε και καταργήθηκε μόνο από τον Προτεσταντισμό».

Η επιβίωση ειδωλολατρικών επιρροών στην εκκλησία οφείλεται πρωταρχικά στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο σύμφωνα με ιστοριογράφους. Ο Μέγας Κωνσταντίνος έσπρωξε την εκκλησία να αφομοιώσει ειδωλολατρικές πρακτικές που έλαβαν χριστιανικό μανδύα. Για να μείνουν ικανοποιημένα τα πλήθη που ήταν συνηθισμένα στα ειδωλολατρικά θεάματα και τώρα συνέρρεαν στη νέα θρησκεία, προώθησε την εισαγωγή των ειδωλολατρικών στοιχείων στη χριστιανική λατρεία.

Ένας από τους μεγάλους Πατέρες της εκκλησίας, ο Αυγουστίνος, γράφει για την εποχή εκείνη: «Όποιος πάει σε μία εκκλησία (του 4ου αιώνα), θα δει αναπόφευκτα ανθρώπους που φορούν φυλακτά, που είναι φανατικοί πελάτες μάγων κι αστρολόγων… Οι ίδιες μάζες που συρρέουν στην εκκλησία στις χριστιανικές γιορτές, γεμίζουν τα θέατρα στις ειδωλολατρικές γιορτές».

Ο ιστορικός Γουίλ Ντιράντ γράφει για την ειδωλολατρική παρείσφρυση: «Η ειδωλολατρία διατηρήθηκε μέσα στην εκκλησία. Υπό τη μορφή παλαιών τυπικών και εθίμων επιβίωσε στην εκκλησία, που πολλές φορές παραήταν υποχωρητική και είτε έκλεινε τα μάτια είτε τα υιοθετούσε είτε τα τροποποιούσε. Η λατρεία των αγίων αντικατέστησε τη λατρεία των ειδωλολατρικών θεών… Αγάλματα της Ίσιδος και του Ώρου μετονομάστηκαν σε Μαρία και Ιησούς. Τα ρωμαϊκά Λουπερκάλια και η γιορτή του εξαγνισμού της Ίσιδος έγιναν γιορτή του Χριστού και της γέννησης της Θεοτόκου. Τα Σατουρνάλια αντικαταστάθηκαν από τα Χριστούγεννα, μία αρχαία εορτή για τους νεκρούς έγινε των Αγίων Πάντων. Οι ειδωλολατρικοί βωμοί αφιερώνονταν σε χριστιανούς ήρωες. Θυμιατά, φώτα, άνθη, περιφορές, άμφια, ύμνοι, εισήχθησαν στο τελετουργικό της εκκλησίας και πήραν ανώτερη έννοια. Σύντομα λαός και κλήρος χρησιμοποιούσαν το σημείο του σταυρού σαν ένα μαγικό φυλακτό για να εξορκίσουν τους δαίμονες ή για να τους κρατήσουν σε απόσταση… Η ειδωλολατρία μεταγγίστηκε σαν μητρικό αίμα στη νέα θρησκεία και η αιχμάλωτη Ρώμη κατέκτησε τον κατακτητή της. Ο κόσμος προσηλύτισε τον χριστιανισμό». (Civilization τ. Δ΄, σ. 657)

Έτσι από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου η εκκλησία προσαρμοζόταν κάθε φορά στις ειδωλολατρικές θρησκείες που η αυτοκρατορία «εκχριστιάνιζε» επιφανειακά. Σε μία μνημειώδη έρευνα της ειδωλολατρίας, ένας άλλος διαπρεπής ιστορικός, ο Γουόλτερ Έβανς Γουέντζ , παρατηρεί: «… Θα ήταν ανεδαφικό να περιμένει κανείς ότι οι αρχαίες λατρείες θα έσβηναν μετά από παράδοση αιώνων. Έτσι η μία κατόπιν της άλλης ενσωματώθηκαν στη νέα θρησκεία.

Σε ένα ιερό δέντρο ή τάφο, σε μία ιερή πηγή ή στην ακτή μίας λίμνης ή ποταμού τοποθετούσαν πλέον μία εικόνα της Παρθένου ή ενός αγίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έλαβε χώρα ασυνείδητα μία μεταμόρφωση, καθώς ο απλοϊκός αγροτικός πληθυσμός θεώρησε ότι οι πολύτιμες εικόνες αποτελούσαν νέες και ενδοξότερες κατοικίες για τα πνεύματα τα οποία λάτρευαν επί αιώνες οι πρόγονοί τους». (The Fairy Faith in Celtic Countries).

Πράγματι, η Βίβλος δεν αναφέρει πουθενά τίποτα για εικόνες, αγιασμούς και τελετουργίες κι όλα αυτά αφομοιώθηκαν από τις ειδωλολατρικές θρησκείες της εποχής.

Ο Αμερικανός συγγραφέας Χάντ σημειώνει : «Η λατρεία των εικόνων εισχώρησε στο χριστιανισμό όταν ο Κωνσταντίνος θέλοντας να ικανοποιήσει τους εθνικούς που δεν ανήκαν πια στην εκκλησία, τους επέτρεψε να διατηρήσουν τις ειδωλολατρικές εικόνες τους με χριστιανικά ονόματα. Για την ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία στις εικόνες εγκατοικεί μία εσωτερική δύναμη.

Οι καθολικοί απολογητές των εικόνων υποστηρίζουν ότι οι πιστοί δεν λατρεύουν την ίδια την εικόνα αλλά τον άγιο που απεικονίζεται. Ωστόσο ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ λέει πως οι εικόνες διαθέτουν μία δύναμη, αφού : «…υπό μία έννοια μπορούν πράγματι να θεωρηθούν δίαυλοι της θείας χάριτος, όπως τα μυστήρια».

Οι περισσότερες εικόνες στις καθολικές εκκλησίες παριστάνουν τη Θεοτόκο ή άλλους «αγίους» που εμφανίζονται από το υπερπέραν στους ζωντανούς και τους συνδράμουν. Αλλά στη Βίβλο άγιοι ονομάζονται όλοι οι πιστοί ενόσω ζουν ακόμη στη Γη, τόσο στην Παλαιά Διαθήκη (Ψαλμοί 30, 4. 85,8. 149,1 κ.α.) όσο και στην Καινή Διαθήκη (Προς Ρωμ. 1,7. 15,25 Προς Κορινθ. Α΄ 1,2 κ.α.). Οι επιστολές της Καινής Διαθήκης απευθύνονται στους αγίους της Ρώμης, της Κορίνθου κ.λπ.

Η ιδέα ότι η εκκλησιαστική ιεραρχία μπορεί να ανακηρύξει κάποιον άγιο μετά θάνατον (και να τον επικαλείται κανείς όποτε χρειάζεται βοήθεια) είναι εντελώς άγνωστη στη Βίβλο. Πρόκειται για ειδωλολατρικό αποκρυφισμό…

…Κυκλοφορούν ιστορίες για εμφανίσεις «αγίων» και για «θαύματα» που κάνουν συνεχώς. Μαζί με αυτές τις ιστορίες διαδίδεται η πίστη ότι οι «άγιοι» προστατεύουν και φροντίζουν όποιον κάνει την προσευχή του σε αυτούς.

Όχι μόνο οι εικόνες και οι τάφοι των αγίων θεωρούνται τόποι ιδιαίτερης δύναμης, αλλά κι ακόμη περισσότερο στα λείψανά τους αποδίδεται ξεχωριστή δύναμη, π.χ. σε ένα δάκτυλο, σε λίγα μαλλιά από το κεφάλι, σε ένα οστούν, σε ένα μπουκαλάκι με υποτιθέμενα δάκρυα του αγίου κ.ο.κ.

Τέτοια λείψανα εκτίθενται σε καθολικούς και ορθόδοξους ναούς και προσκυνήματα ανά την υφήλιο. Ο κόσμος αποδίδει σε αυτά τα αντικείμενα «θαυματουργικές δυνάμεις», όπως γίνεται με τα αντίστοιχα αντικείμενα που λατρεύονται στις ειδωλολατρικές θρησκείες…» (Ντέιβ Χάντ).

Η δε Μπέρτα Ντούντε γράφει από τη θεϊκή σκοπιά για τις παρακλήσεις προς τους αγίους : «Εσείς οι άνθρωποι χρειάζεστε υπέρογκη βοήθεια από το πνευματικό βασίλειο, αν θέλετε να νικήσετε στον τελικό αγώνα πάνω στη γη. Αυτή η βοήθεια είναι απεριόριστα στη διάθεσή σας φτάνει να την ζητήσετε. Γι’ αυτό πρέπει να μάθετε με ποιον τρόπο σας χορηγείται και πώς μπορείτε να την ζητήσετε.

Η «κοινότητα των αγίων», όπως την λέτε εσείς οι άνθρωποι, σας συμπαραστέκεται. Ωστόσο η έννοια «άγιος» πρέπει να αποσαφηνιστεί για να κατέχετε την Αλήθεια και να μην έχετε λαθεμένες αντιλήψεις. Οι φωτεινές υπάρξεις είναι οι πιο πιστοί οδηγοί και βοηθοί του ανθρώπου, και είναι πάντα έτοιμες όταν τις καλεί κανείς, να προστρέξουν. Το πώς όμως μοιράζονται μεταξύ τους τη φροντίδα των ανθρώπων, αυτό το ορίζει μόνο ο ΘΕΟΣ με τη Σοφία Του. Ομοίως αυτός είναι που γεμίζει τα πνευματικά όντα με φως και δύναμη ανάλογα με το βαθμό της τελειότητάς τους.

Οι άνθρωποι όμως δεν μπορούν να εκτιμήσουν το βαθμό ωριμότητας ενός άλλου ανθρώπου, γι’ αυτό δεν έχουν το δικαίωμα αλλά ούτε και την ικανότητα να τον ανυψώσουν σε «άγιο», διότι μόνο ο Θεός γνωρίζει πώς είναι η ψυχή εκείνου που απελευθερωμένος μετά από το θάνατο του σώματός του, περνάει στο πνευματικό βασίλειο. Ο ΘΕΟΣ μόνο γνωρίζει τι δεσμό είχε μαζί ΤΟΥ ο άνθρωπος αυτός στη γη και κατά πόσον ήταν δραστήριος σε έργα Αγάπης∙ γιατί μόνο τα έργα Αγάπης είναι καθοριστικά. Τούτα μπορούν να αποφέρουν στον άνθρωπο ήδη πάνω στη γη απεριόριστο φως και δύναμη, έτσι που αν το επιθυμεί, να μπορεί να κάνει θαύματα.

Όμως μόνο ο ΘΕΟΣ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να αναθέτει τον κύκλο της δραστηριότητάς τους σ’ αυτές τις ώριμες ψυχές στην άλλη ζωή, ανάλογα με το βαθμό ωριμότητας που έχουν αποκτήσει. ΑΥΤΟΣ τους αναθέτει τις δραστηριότητές τους και ΑΥΤΟΣ καθορίζει ποιο είδος βοήθειας πρέπει να δοθεί στους ανθρώπους στη γη!

Για τις φωτεινές οντότητες η βοήθεια προς τους ανθρώπους είναι μία κατάσταση ευδαιμονίας, γι’ αυτόν το λόγο ο Θεός επιτρέπει οι άνθρωποι να ζητούν τη συνδρομή τους. Όμως δεν είναι ποτέ θέλημά Του να καλούν συγκεκριμένους «αγίους», γιατί η δραστηριότητα και ο προορισμός τους μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικός από ό,τι πιστεύεται. Οι άνθρωποι στην άγνοιά τους μπορούν π.χ. να καλέσουν ένα ον που ακόμη πόρω απέχει από την τελειότητα. Μ’ αυτό το κάλεσμα όμως παραδίδονται απόλυτα στα χέρια του και τούτο μπορεί να επιδράσει πάνω τους αρνητικά. Διότι οι καλεσμένες οντότητες εμφανίζονται και παραμένουν κοντά σ’ αυτόν που τις επικαλέστηκε και προσπαθούν να του επιβάλουν τις δικές τους σκέψεις, οι οποίες όμως δεν είναι απαραίτητο να είναι και αλήθεια.

Επιπλέον, η ανακήρυξη ενός αγίου από τους ανθρώπους εξαρτάται κατά πρώτο λόγο από τη διαγωγή του σύμφωνα με τις απαιτήσεις μίας «εκκλησιαστικής κοινότητας», πράγμα που σημαίνει ότι για την αγιοποίηση τίθενται προϋποθέσεις που δεν απαιτεί ποτέ ο Θεός, αλλά μόνο η συγκεκριμένη εκκλησία. Και η ανακήρυξη σε άγιο εξαρτάται από αυτές τις προϋποθέσεις, πράγμα όμως που δεν μπορεί ποτέ να είναι η θέληση του Θεού. Κατά συνέπεια δεν είναι απαραίτητα φωτεινή οντότητα ο καθένας που έχει «ανακηρυχθεί άγιος» μ’ αυτόν τον τρόπο, όπως από την άλλη πλευρά υπάρχουν πολλές φωτεινές υπάρξεις στο πνευματικό βασίλειο, οι οποίες έζησαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αλλά όχι σύμφωνα με τις απαιτήσεις που επέβαλλε η συγκεκριμένη εκκλησιαστική κοινότητα.

Όλες οι φωτεινές οντότητες έχουν μέσα τους «δύναμη από τον Θεό» την οποία θέλουν να αξιοποιήσουν. Γι’ αυτό τους έχουν δοθεί υπό την προστασία τους άνθρωποι, τους οποίους θέλουν και μπορούν να βοηθήσουν στην τελειοποίησή τους, εφόσον η ανθρώπινη θέληση δεν είναι ενάντια. Μία αίτηση βοήθειας προς αυτές τις οντότητες που ο Θεός έχει ορίσει για τη βοήθεια των ανθρώπων, δεν θα μείνει ποτέ ανικανοποίητη, ενώ η έκκληση σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ω ν υπάρξεων μπορεί να είναι επιζήμια, αφού προσδοκάται βοήθεια από αυτές που δεν μπορούν να την προσφέρουν, σε περίπτωση που δεν είναι ήδη συνδεδεμένες με τον Θεό.

Επίσης είναι λανθασμένη η σκέψη ότι οι εκκλήσεις πρέπει να γίνονται προς τις φωτεινές οντότητες για να μεσολαβήσουν στον Θεό. Η προσευχή είναι μία έκκληση προς τον Θεό. Μέσω της προσευχής συντελείται η σύνδεση του ανθρώπου μαζί ΤΟΥ και ο Θεός απαιτεί αυτό το κάλεσμα να γίνεται απευθείας προς ΑΥΤΟΝ, γιατί αυτή η έκκληση μαρτυρεί την αφοσίωση της ανθρώπινης θέλησης σε ΑΥΤΟΝ.

Σύμφωνα με τη γνώμη των ανθρώπων είναι οι φωτεινές οντότητες που πραγματοποιούν αυτήν τη σύνδεση με τον Θεό, επειδή βρίσκονται ήδη πιο κοντά ΤΟΥ. Αν ήταν έτσι όμως ο άνθρωπος θα έχανε τη δυνατότητα να συνδεθεί με τον Θεό,πράγμα το οποίο είναι ο σκοπός και ο στόχος της ανθρώπινης ζωής. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να συντελεστεί η σύνδεση με τον Θεό, για να μπορέσει να εισρεύσει μέσα του η δύναμη, χωρίς την οποία δεν μπορεί να ωριμάσει η ψυχή του. Οι φωτεινές οντότητες δεν μπορούν (χωρίς τη θέληση του Θεού) να προσφέρουν αυτήν τη δύναμη στους ανθρώπους, γιατί και στο πνευματικό βασίλειο υπάρχουν νόμοι στους οποίους υπακούουν οι κάτοικοί του, διότι αναγνωρίζουν ότι προέρχονται από την Αγάπη και τη Σοφία του Θεού.

 

Οι φωτεινές οντότητες είναι πάντα έτοιμες να βοηθήσουν, υποτάσσονται όμως στο θέλημα του Θεού. Συνεπώς ο άνθρωπος πρέπει κατ’ αρχάς να προσπαθεί να κατακτήσει την εύνοια του Θεού για να του παράσχει τη βοήθειά Του ΑΥΤΟΣ άμεσα, ή μέσω των φωτεινών υπάρξεων, οι οποίες πραγματικά δεν αφήνουν κανέναν αβοήθητο, εφόσον αυτή είναι η θέλησή Του.

Η έκκληση για βοήθεια προς τις φωτεινές οντότητες δεν είναι ποτέ μάταιη, η έκκληση όμως για μεσολάβηση είναι άσκοπη, γιατί το παιδί πρέπει να έρθει από μόνο του στον ΠΑΤΕΡΑ γεμάτο εμπιστοσύνη, για να του χαρίσει ο ΠΑΤΕΡΑΣ την Αγάπη Του. Αν ο άνθρωπος όμως πιστεύει ότι με τη μεσολάβηση των αγίων θα επιτύχει εξίσου το στόχο του, δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσει αυτήν τη σχέση εμπιστοσύνης».

 

***

Ακόμη σημαντικότερο ρόλο σε σύγκριση με τους αγίους παίζει η Παναγία στη λαϊκή λατρεία. Πολλοί μελετητές, όπως ο θρησκειολόγος Έρνστ Μπενζ (Ernst Benz), γράφουν ότι οι εθνικοί λαοί της Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής λάτρευαν για χιλιάδες χρόνια τη θεά – Μητέρα και τη θεία Παρθένο (Αστάρτη, Άρτεμη κ.ά.). Έτσι επειδή δυσκολεύονταν να δεχθούν την παντοκρατορία του Ενός Θεού και την ιουδαϊκή πατριαρχική κληρονομιά, επένδυσαν τη Θεοτόκο με τις ιδιότητες των ειδωλολατρικών θεαινών. Και αυτή η λαϊκή λατρεία επιβλήθηκε από πολύ νωρίς στη θεσμική εκκλησία, υποχρεώνοντάς την να υιοθετήσει εκούσα-άκουσα αντιβιβλικά δόγματα και πρακτικές.

Ο καθολικός «άγιος» Βερνάρδος του Κλαιρβώ έγραφε για τη Θεοτόκο: «Όπως μόνο μέσω του Ιησού Χριστού έχουμε πρόσβαση προς τον Πατέρα, έτσι μόνο μέσω της Μαρίας έχουμε πρόσβαση προς τον Ιησού Χριστό. Μέσω εσού μπορούμε να φθάσουμε στον Υιό, ευλογημένη Κεχαριτωμένη, Ζωοτόκε και Μητέρα της Σωτηρίας…».

Και ένας άλλος καθολικός άγιος, ο Γερμανός, υπερθεμάτιζε: «Κανένας δεν μπορεί να σωθεί ούτε να λυτρωθεί χωρίς εσένα, Παναγία Μαρία».

Όντως οι καθολικοί προσεύχονται πολύ περισσότερο στη Μαντόνα και της δείχνουν πολύ μεγαλύτερη λατρεία από ό,τι στον Ιησού Χριστό. Διάσπαρτοι σε όλη την υδρόγειο υπάρχουν χιλιάδες ιεροί τόποι όπου υποτίθεται ότι παρουσιάστηκε και θαυματούργησε η Παναγία και πάνω από 100 εκατομμύρια προσκυνητές τα επισκέπτονται κάθε χρόνο, για να ζητήσουν να κάνει ένα θαύμα.

Σύμφωνα με ρήσεις «αγίων» για την Παναγία που συνέλεξε ο καρδινάλιος Λιγκουόρι (Liguori), «… μόνο η Μαρία δίνει άφεση αμαρτιών. Η Μαρία είναι η πύλη προς τον παράδεισο… η οδός προς τη σωτηρία… Μόνον όποιος έχει την εύνοια, το έλεος, και την προστασία της θα σωθεί… Ο Θεός δεν θα μας σώσει χωρίς τη μεσολάβησή της…» και πολλές άλλες τέτοιες αντιβιβλικές αντιλήψεις.

Σε Παλαιά και Καινή Διαθήκη πολλά σημεία μας παρακινούν να έχουμε εμπιστοσύνη στη χάρη και στο έλεος του Θεού, πουθενά δεν γίνεται λόγος για το έλεος της Θεοτόκου.

Ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ προσευχόταν στη Μαντόνα στο επισήμως αφιερωμένο «έτος της Παναγίας» να προστατεύει, να καθοδηγεί και να δυναμώνει «όλη την ανθρωπότητα». Για να το κάνει αυτό η Παναγία θα έπρεπε να έχει θεϊκές ιδιότητες, να είναι παντοδύναμη, παντογνώστρια κ.λπ. Στην ίδια προσευχή ο πάπας παρακαλούσε την Παναγία να μεσολαβήσει «για μας για το έλεος της αιώνιας σωτηρίας».

Μία τέτοια παράκληση υποτιμά τη θυσία του Χριστού στο σταυρό και διαψεύδει το έλεος που μας εξασφάλισε η αγάπη του, όπως παρατηρεί ο Ντέιβ Χαντ και συνεχίζει διαπιστώνοντας ότι πουθενά στην Καινή Διαθήκη δεν γράφει ότι χρειαζόμαστε τη μεσιτεία της Παναγίας – ή οποιουδήποτε άλλου – για να εισακουστούμε από τον Χριστό ή για να μας δεχθεί ο Χριστός. Ούτε πουθενά γίνεται μνεία πως πρέπει να επικαλούμαστε ή να προσευχόμαστε στην Παναγία, ή ότι αυτή έχει τη δύναμη να ικανοποιήσει τα αιτήματά μας.

Αλλά για παράδειγμα η (υποτιθέμενη) Παναγία που εμφανίστηκε στις 13.6.1917 σε τρία μικρά παιδιά στη Fatima της Πορτογαλίας, που έκτοτε έγινε τόπος προσκυνήματος για τους πανταχού καθολικούς, έλεγε: «Ο Ιησούς θέλει να θεσπίσει στη Γη τη λατρεία της άσπιλης καρδιάς μου… Δεν πρόκειται να σας εγκαταλείψω ποτέ, ή άσπιλη καρδιά μου θα είναι το καταφύγιό σας και ο δρόμος για τον Θεό».

Ας δούμε όμως πώς κρίνουν οι νέες αποκαλύψεις αυτές τις «εμφανίσεις της Παναγίας»: «Η μητέρα του γήινου σώματός Μου είχε τον προαιώνιο προορισμό να γεννήσει Τον Λυτρωτή της ανθρωπότητας. Ήταν μία φωτεινή ψυχή που ενσαρκώθηκε στη γη για να εκπληρώσει την υψηλή αποστολή της, γι’ αυτό μπορούσε να ονομαστεί αγνή και τέλεια σε σύγκριση με τις γήινες αδελφές της. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε να ζήσει μία δύσκολη ζωή για να φθάσει στη μεγαλύτερη μακαριότητα στο πνευματικό βασίλειο, να γίνει ένα πραγματικό παιδί του Θεού και να καταλήξει στον υπέρτατο στόχο: την πλήρη ένωση μαζί Μου.

Με την ολοκλήρωση της αποστολής της, απέκτησε το δικαίωμα να θεωρείται αγιότατο ον στο Πνευματικό Βασίλειο. Γιατί μέσα από το δρόμο του μαρτυρίου που έπρεπε να ακολουθήσει επί γης, έγινε ομοίωμά Μου.

Η αγάπη της για Εμένα την έκανε να υποφέρει τόσο πολύ, πέρασε μια τέτοια κατάσταση πόνου, που αυτή πνευματοποίησε και το σώμα της. Και έτσι έγινε ένα φωτεινό παράδειγμα μιας μητέρας που υπόφερε βαθιά για το παιδί της.

Ωστόσο η θεία λατρεία με την οποία την τιμούν οι άνθρωποι δεν είναι σύμφωνη με το θέλημά Μου. Διότι, αν και υπήρξε μητέρα του γήινου σώματός Μου, στο πνευματικό βασίλειο είναι και αυτή απλώς μία φωτεινή οντότητα, που γεμάτη Αγάπη και Σοφία επιθυμεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να φθάσουν στο φως και επομένως στη μακαριότητα.

Η μακαριότητα όμως στο πνευματικό βασίλειο μπορεί να προκύψει μόνο από την ένωση μαζί Μου. Αυτό το δέσιμο μαζί Μου το κατορθώνει μια ψυχή μόνο μετά από συνειδητό αγώνα και εσώψυχη σύνδεση μαζί Μου. Πρέπει λοιπόν να γεμίζω Εγώ μόνο ως ο μοναδικός ποθητός στόχος τις σκέψεις όποιου θέλει να γίνει μακάριος. Ο άνθρωπος πρέπει με ελεύθερη τη θέλησή του να αναζητήσει τη σύνδεση μαζί Μου ανεπηρέαστος από πνευματικές δυνάμεις.

…Όποιος λοιπόν γνωρίζει ποια είναι πραγματικά η σχέση των φωτεινών υπάρξεων μ’ Εμένα και έχει συνειδητοποιήσει ότι η αγάπη τους για Εμένα είναι μία ολοφώτεινη φωτιά, μπορεί να καταλάβει πόσο πλανημένες είναι οι σκέψεις αυτών των ανθρώπων που αποδίδουν τέτοιες τιμές στη μητέρα του σώματός Μου, όπως γίνεται συνήθως. Θα καταλάβει ακόμη ότι αυτό δεν μπορεί να είναι σύμφωνα με τη θέλησή Μου, διότι έτσι οι άνθρωποι δημιουργούν κατά κάποιον τρόπο ένα «δεύτερο θεό», ένα ον στο οποίο αποδίδουν σεβασμό και λατρεία, που όμως το ίδιο δεν θέλει να δεχθεί. Γιατί ο άνθρωπος οφείλει να έχει μοναδική του φροντίδα τη σύνδεση μαζί Μου, για να φθάσει ήδη επί γης στο σκοπό του…».

Την τελευταία εποχή ο Σατανάς μάχεται με όλα τα μέσα για να κάνει τις ψυχές να παραδοθούν σε αυτόν και να χαθούν. Η δε πανουργία του συνίσταται στο να περιπλέκει τους ανθρώπους μέσα σε ένα λαβύρινθο από πλάνες.

…Η ζωή στη Γη είναι τόσο σύντομη που δεν υπάρχουν περιθώρια να φθάσει κανείς στον προορισμό του μέσα από παρακαμπτήριους δρόμους. Και όλοι εκείνοι που δεν καταφεύγουν απευθείας στον Ιησού Χριστό κάθε ώρα της ημέρας, ακολουθούν χρονοβόρους παρακαμπτήριους στην πραγματικότητα.

Αυτή λοιπόν την ένωση μαζί Μου προσπαθεί να την εμποδίσει με κάθε μέσο ο αντίπαλος του Θεού, πράγμα που καταφέρνει καλύτερα όσο πιο πολύ κατευθύνει τις σκέψεις των ανθρώπων προς την Παναγία. Και αυτό το κατορθώνει με «εμφανίσεις» της, δηλαδή με υπερφυσικά φαινόμενα των οποίων είναι ο ίδιος ο αυτουργός. Μεταμφιέζεται δηλαδή σε άγγελο του φωτός και εμφανίζεται ορατά στους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι είναι οι πλέον κατάλληλοι για να δουν υπεραισθητά φαινόμενα. Στη διάρκεια αυτών των εμφανίσεων προλέγει διάφορα γεγονότα, τα οποία βέβαια μπορεί να δει ότι θα συμβούν. Έτσι δημιουργεί την εντύπωση της αξιοπιστίας, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένας παραπλανητικός ελιγμός για να μπορεί να προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση.

Κάθε φορά δε καλύπτεται μέσα σε ένα πέπλο μυστηρίου, ισχυριζόμενος ότι φανερώνει απόκρυφα πράγματα, συχνά μάλιστα με την εντολή να μην γίνουν γνωστά δημόσια, για το λόγο ότι τότε θα μπορούσαν εύκολα να ξεσκεπαστούν τα ψέματά του.

…Το πιο ασφαλές γνώρισμα ενός αντίθεου, μεταμφιεσμένου, ψευδούς πνεύματος, είναι ότι απαιτεί από τους ανθρώπους να το τιμήσουν δημόσια μπροστά στον κόσμο. Ένα γνήσιο πνεύμα του Φωτός δεν απαιτεί ποτέ εξωτερικές μορφές λατρείας, όπως η ανέργεση εκκλησιών και ιερών τόπων, απεναντίας παροτρύνει τους ανθρώπους να μετατραπούν οι ίδιοι σε ναούς του Θεού χάρη στην έμπρακτη αγάπη τους.

… Ένα πολύ ιδιαίτερο τέχνασμα του αντιμάχου Μου είναι να παρασύρει τους ανθρώπους να Με βγάλουν από τη σκέψη τους. Για το σκοπό αυτόν τους παρουσιάζει «άλλους θεούς» και τους εμπνέει την ιδέα ότι οι «θεοί» αυτοί οφείλουν να αποτελούν μία γέφυρα προκειμένου να φτάσουν οι άνθρωποι σ’ Εμένα. Έτσι καλλιεργεί την αντίληψη ότι χάρη στην εύνοια αυτών των θεών είμαι κι Εγώ ελεήμονας με τους ανθρώπους που επομένως πρέπει καταρχάς να κάνουν τα πάντα για να εξασφαλίσουν την εύνοια αυτών των θεών. Αλλά όλοι αυτοί που τοποθετείτε δίπλα Μου, για να είναι οι «πρεσβευτές» σας στο πλευρό Μου, είναι «ξένοι θεοί».

Οφείλετε να πάρετε τον απευθείας δρόμο για να έρθετε σ’ Εμένα, γιατί αυτός είναι ο σκοπός και ο στόχος της γήινης ζωής σας. Εάν ξέρετε ποια ήταν η πρώτη σας αμαρτία (της πρωταρχικής πτώσης), θα ξέρετε επίσης ότι μόνο με την αντίστροφη πορεία μπορείτε να την επανορθώσετε. »

Σημείωση : Για το θέμα της μαριολατρίας βλ. επίσης : Οι Πνευματικοί Κόσμοι, σελ. 143-176.