Η αιώνια ζωή στον άλλο κόσμο

 

Κλείνοντας το κεφάλαιο του χριστιανισμού θα εξετάσουμε τι πιστεύουν οι κύριες χριστιανικές ομολογίες για την επιβίωση της ψυχής και πού είναι σωστές ή πού σφάλλουν σύμφωνα με τις νέες αποκαλύψεις. Και πάλι το γενικό πλαίσιο θα το δανειστούμε από τον Γκλάζεναπ για να δούμε το κεντρικό πιστεύω των χριστιανών σχετικά με την ανταπόδοση και την τελείωση στον άλλο κόσμο:

«Σαν δίκαιος κριτής, ο Θεός αμείβει κάθε τι καλό και τιμωρεί το κακό. Σε πολλές περιπτώσεις η πληρωμή δίδεται κατά τη γήινη ύπαρξη. Εν τούτοις, η πείρα διδάσκει ότι ο Θεός συχνά αφήνει τον ενάρετο άνθρωπο να ζει στη δυστυχία, ενώ δεν τιμωρεί τον ακόλαστο με την τιμωρία που του αξίζει, κι αυτό γιατί οι δρόμοι του Θεού δεν είναι οι ίδιοι με των ανθρώπων και Εκείνος δεν υπολογίζει με βάση τις μικρόχρονες περιόδους του ανθρώπου. Η οριστική αμοιβή όλων των πράξεων θα δοθεί στο υπερπέραν. Μετά τον θάνατο η ψυχή χωρίζεται από το σώμα και κρίνεται, για να αμειφθεί κατάλληλα. Οι δίκαιοι πάνε στην αιώνια ζωή. (Ματθ. 25,46)

… Αυτοί που πέθαναν έχοντας θανάσιμα αμαρτήματα κι αυτοί που δεν κατέχουν την αληθινή πίστη, πηγαίνουν μετά θάνατον στην κόλαση. Σύμφωνα με τη σοβαρότητα των αμαρτημάτων τους υφίστανται μία τριπλή τιμωρία: 1ον η τιμωρία της απώλειας (απώλεια της ευτυχίας του να βλέπει το πρόσωπο του Θεού). 2ον η τιμωρία της αίσθησης (η τιμωρία της αίσθησης της φωτιάς της κολάσεως, Ματθ. 25-41 – και Αποκ. 20,15) της συνυπάρξεως με τους διαβόλους και τους κολασμένους. 3ον η τιμωρία της συνειδήσεως δηλαδή το να υποφέρουν από το «σκουλήκι που δεν πεθαίνει ποτέ» (Μαρκ. 9,44) αυτοκατηγορούμενοι οι ίδιοι αδιάκοπα».

Η καθολική εκκλησία διδάσκει: Κατά το θάνατο η ψυχή αποχωρίζεται το σώμα το οποίο αποσυντίθεται. Η ψυχή τότε περνά από τη θεία κρίση όπου δίνει λόγο για κάθε πράξη, λέξη και σκέψη της. Αυτή η κρίση λέγεται «ειδική» ή «μυστική» σε αντίθεση με τη «γενική κρίση» που θα λάβει χώρα την Έσχατη Ημέρα.

Μετά την «ειδική» κρίση, οι ψυχές που είναι αναμάρτητες και δεν είναι καταδικασμένες σε (εκκλησιαστικές) τιμωρίες, περνούν κατευθείαν στους ουρανούς.

Εκεί μπορούν να βλέπουν τον Θεό, δεν τις ενοχλεί κανένα κακό και απολαμβάνουν ανείπωτες μακαριότητες. Από την άλλη μεριά οι ψυχές που βαρύνονται ακόμη από μικρότερες αμαρτίες ή που δεν πλήρωσαν με επίγειες (εκκλησιαστικές) τιμωρίες, πηγαίνουν στο καθαρτήριο. Γιατί οι περισσότερες ψυχές δεν έχουν διαπράξει θανάσιμα αμαρτήματα, αλλά ούτε είναι τόσο αγνές που να μπορούν να περάσουν κατευθείαν στον παράδεισο. Γι’ αυτό πρέπει πρώτα να εξαγνιστούν από τις αμαρτίες τους. Τέλος, οι ψυχές που βαρύνονται από ένα θανάσιμο αμάρτημα κατά την αποδήμησή τους, με άλλα λόγια που έχουν παραβεί συνειδητά και οικειοθελώς μία θεϊκή ή εκκλησιαστική εντολή σε κάποιο σημαντικό θέμα και δεν έχουν λάβει άφεση από την εκκλησία, αυτές πηγαίνουν στην κόλαση. Εκεί δεν πρόκειται να δουν ποτέ τον Θεό και υποφέρουν αιώνια μύρια μαρτύρια.

Αλλά εκτός από αυτήν την ατομική κρίση της κάθε ψυχής, θα λάβει χώρα, όποτε κρίνει ο Θεός, η Δευτέρα Παρουσία και η Έσχατη Κρίση. Στη Δευτέρα Παρουσία ο Θεός θα αναστήσει τα σώματα των ανθρώπων και θα τα ενώσει με τις ψυχές τους, οπότε των ενάρετων θα είναι ένδοξα ενώ των κακών άσχημα. Στο εξής εκτός από την ψυχή θα συμμετέχει και το σώμα στην αιώνια ζωή ή στην αιώνια καταδίκη, «ανάλογα με τα έργα του».

Μετά από αυτήν την «ανάσταση της σάρκας», στα «τέλη των καιρών» θα λάβει χώρα για όλους τους ανθρώπους η «Κρίση του Κόσμου». Η έσχατη κρίση θα γίνει από τον Ιησού Χριστό προκειμένου να αναγνωρίσει ο κόσμος τη δόξα του και «οι δίκαιοι να λάβουν την τιμή που τους αξίζει ενώ οι άθεοι να λάβουν το όνειδος που τους αξίζει».

Η καθολική διδασκαλία για τη μεταθανάτια τύχη των ψυχών διαφέρει λίγο από την ορθόδοξη. Η κύρια διαφοροποίηση αφορά στην έννοια του καθαρτηρίου. Έτσι διαβάζουμε στο Εγκόλπιον Ορθοδοξίας του εκπαιδευτικού Π.Ν. Αλεξανδρίδη:

«Η ψυχή φεύγοντας από το σώμα πηγαίνει σε μέρος, που πηγαίνουν οι ψυχές σε μία μέση κατάσταση. Αφού περάσει διά μέσου ομάδων πονηρών πνευμάτων τα οποία έχουν εξουσία στον αέρα και ζητούν να την πάρουν από τα χέρια του αγγέλου φύλακος και προστάτου της ψυχής, παρουσιάζοντας τις αμαρτίες που είχε κάνει στη γη.

Όσες ψυχές πρόλαβαν και μετανόησαν για τις αμαρτίες τους είναι σωσμένες και λυτρωμένες, και στη μέση κατάσταση των ψυχών που βρίσκονται, απολαμβάνουν και προγεύονται κάποια χαρά και ικανοποίηση. Αντίθετα όσες ψυχές πέθαναν χωρίς να μετανοήσουν, εκεί στην κατάσταση που βρίσκονται, υποφέρουν και προγεύονται την τιμωρία που τους περιμένει όταν θα γίνει η κρίση του κόσμου κατά τη Δευτέρα Παρουσία».

Συνεπώς για την ορθόδοξη εκκλησία: «Μετά θάνατον μετάνοια και σωτηρία πλέον δεν υπάρχει» (Αθ. Φραγκόπουλου Η Ορθόδοξος Χριστιανική Πίστις μας).

Η Μεταρρύθμιση άλλαξε ελάχιστα αυτές τις βασικές αντιλήψεις. Απλώς ο Λούθηρος απέρριψε το Καθαρτήριο και έτσι αμφισβήτησε τη δυνατότητα των ψυχών να εξαγνιστούν στον άλλον κόσμο. Η δική του διδασκαλία για το μέλλον της ψυχής είναι «πενιχρότερη κι από των καθολικών».

Ας δούμε τι λένε, διευκρινίζοντας, διορθώνοντας ή συμπληρώνοντας τα παραπάνω, οι λεγόμενες νέες αποκαλύψεις για τη μεταθανάτια μοίρα της ψυχής. Καταρχάς τη διδασκαλία ότι η ψυχή κοιμάται και θα αφυπνιστεί πάλι από τον Θεό στα τέλη των καιρών ο Ιησούς Χριστός την χαρακτηρίζει εσφαλμένη στον Λόρμπερ: «Μετά την αποδήμηση της ψυχής δεν ακολουθεί μία νύκτα θανάτου που να είναι σχεδόν αιώνιας διάρκειας. Απεναντίας, την ίδια στιγμή που θα αποβάλεις το βαρύ σου σώμα, θα αναστηθείς αμέσως και έτσι θα συνεχίσεις να ζεις και να ενεργείς αιώνια, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι όταν αφήσεις αυτόν τον κόσμο θα είσαι δίκαιος ενώπιον του Θεού. Στην αντίθετη περίπτωση οπωσδήποτε θα μεσολαβήσει μία πολύ μακριά νύκτα ανάμεσα στο σωματικό θάνατο και στην αληθινή σου ανάσταση. Όμως η ψυχή θα έχει πλήρη συνείδηση αυτής της νύκτας, και γι’ αυτό για εκείνης θα είναι ένας παρατεταμένος θάνατος. Γιατί εάν η ψυχή δεν είχε επίγνωση του θανάτου δεν θα ήταν γι’ αυτήν θάνατος, ενώ το ότι έχει συνείδηση του θανάτου και βρίσκεται στον κόσμο των ακάθαρτων πνευμάτων αποτελεί φρικτό μαρτύριο για εκείνη». (ΜΕΙ VII 209, 12-13).

Οι αποκαλύψεις στην Μπέρτα Ντούντε για τη λανθασμένη αντίληψη του αιώνιου ύπνου της ψυχής είναι πιο συγκεκριμένες : «Η ψυχή περνάει βέβαια σε μία νεκρή κατάσταση, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι παύει να υφίσταται. Πρόκειται για μία κατάσταση όπου δεν έχει απολύτως κανένα φως ούτε δύναμη, μία κατάσταση αδυναμίας, που όμως συνοδεύεται πάντοτε από τη συναίσθηση ότι υπάρχει. Η ψυχή δεν χάνει ποτέ τη συναίσθηση της ύπαρξής της. Αλλά αυτό μπορεί να σημαίνει είτε ότι έχει την πληρότητα της μακαριότητας είτε όμως και ανείπωτα μαρτύρια, πάντοτε σε αντιστοιχία με την πορεία της στη Γη. Επομένως η ζωή της ψυχής αντιστοιχεί στη ζωή που έζησε ένσαρκη σε αυτήν τη Γη. Κατά συνέπεια, από τα έργα της σάρκας καθορίζεται η μοίρα και ο τόπος παραμονής της ψυχής μετά θάνατον. Ως εκ τούτου η ημέρα του θανάτου για τον άνθρωπο είναι η έσχατη Ημέρα ύστερα από την οποία η ψυχή σηκώνεται για να ζήσει στο φως ή στο σκοτάδι.

Η ψυχή είναι κάτι το πνευματικό που δεν μπορεί ποτέ να πάψει να υπάρχει ούτε να εξαφανιστεί έστω και προσωρινά, παρά ζει παντοτινά κι αιώνια. Όμως η ύπαρξη μέσα στο σκοτάδι δεν μπορεί να ονομαστεί ζωή, παρά είναι πνευματικός θάνατος, αλλά ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για μία κατάσταση ανάπαυσης. Είναι λανθασμένη η άποψη ότι η ψυχή αναπαύεται μέχρι την Έσχατη Ημέρα, καθότι οι ψυχές που βρίσκονται σε απραξία υποφέρουν. Αντίθετα η δραστηριότητα είναι η αληθινή ζωή για την ψυχή. Αυτό όμως προϋποθέτει πως η ψυχή έχει έναν ορισμένο βαθμό ωριμότητας, τον οποίο εύκολα μπορεί να κατακτήσει στη Γη, αρκεί να έχει καλή θέληση».

«…Αυτή η λανθασμένη αντίληψη (περί αιώνιου ύπνου) εκτός των άλλων βλάπτει εξαιρετικά τις ψυχές των νεκρών. Γιατί έτσι οι άνθρωποι δεν προσεύχονται για τις ψυχές, με αποτέλεσμα αυτές να στερούνται τη βοήθεια που τόσο πολύ έχουν ανάγκη… Και σε αυτό το σημείο είναι ολοφάνερη η δράση του αντίθεου πνεύματος που επιδιώκει να εμποδίσει τους ανθρώπους να προσεύχονται για τις ψυχές. Γιατί μία τέτοια προσευχή θα μπορούσε να τις βοηθήσει να λυτρωθούν κι ο αντίθεος θέλει να το εμποδίσει…».

Η μεταθανάτια εξέλιξη της ψυχής: Σύμφωνα με την εκκλησιαστική διδασκαλία τη στιγμή του θανάτου σφραγίζεται η αιώνια μοίρα του ανθρώπου, εάν δηλαδή θα καταλήξει στον παράδεισο ή στην κόλαση. Μία αλλαγή της κατάστασης της ψυχής του στον Άδη αποκλείεται κατηγορηματικά εκ των προτέρων. Οι νέες αποκαλύψεις καταρρίπτουν αυτήν τη θεωρία αποδεικνύοντας ότι εξέλιξη είτε προς το καλό είτε προς το κακό υπάρχει ως συμπαντικός νόμος παντού και πάντοτε.

Παράλληλα όμως τονίζεται ότι η ψυχή πρέπει να καταβάλλει πολύ κόπο, πόνο και χρόνο για να επανορθώσει στον άλλον κόσμο τις ανομίες ή τις παραλείψεις της. Για παράδειγμα, ο Ιησούς Χριστός λέει σε ένα σημείο στο Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, τομ. Χ 2,5: «Αναρίθμητοι άγγελοι διδάσκουν το Ευαγγέλιο στις ψυχές των νεκρών. Όσοι το ακούν, το ασπάζονται και το ακολουθούν, θα φθάσουν στη μακαριότητα∙ όμως αυτό δεν γίνεται το ίδιο εύκολα όσο στη Γη. Στη Γη ο άνθρωπος έχει να διεξάγει πολλούς, συχνά επώδυνους αγώνες ενάντια στον κόσμο, ενάντια στη σάρκα του και σε πολλά άλλα πράγματα – έστω κι αν είναι για λίγο μόνο καιρό – επιδεικνύοντας ταυτόχρονα κάθε δυνατή υπομονή, αυταπάρνηση, πραότητα και ταπεινοσύνη».

Παρ’ όλο που το Ευαγγέλιο διδάσκεται στον Άδη, ωστόσο ο Ιησούς παροτρύνει τους μαθητές του να το διαδίδουν με το μέγιστο δυνατό ζήλο, για το λόγο ότι: «Μόνο στη Γη μπορεί να κατακτηθεί η πραγματική υιοθεσία από τον Θεό που οδηγεί στον τρίτο και εσώτατο κι αγνότατο Ουρανό της Αγάπης. Στον πρώτο και στο δεύτερο Ουρανό μπορεί να φθάσει κάποιος κι όταν βρίσκεται στον άλλο κόσμο». (ΜΕΙ IV 247,9)

«Εκείνο που έχει σημασία είναι το εσωτερικό ήθος της ψυχής όταν αφήνει το σώμα της. Εάν αυτό συμφωνεί με τους υφιστάμενους καλούς νόμους, αντίστοιχη θα είναι ασφαλώς η κατάσταση της ψυχής στον άλλον κόσμο. Έτσι μπορεί πάραυτα να περάσει σε μία ανώτερη βαθμίδα τελείωσης της ελεύθερης ζωής και να προχωρήσει σε ένα υψηλότερο επίπεδο». (ΜΕΙ V 225)

Ατελείς άνθρωποι παρερμήνευσαν ή αλλοίωσαν το νόημα του Ευαγγελίου αναφορικά με τη μεταθανάτια εξέλιξη της ψυχής. Η μεγαλύτερη δε παραμόρφωση προκλήθηκε από τη διδασκαλία του Αυγουστίνου τον 4ο αιώνα, σύμφωνα με την οποία η πλειοψηφία των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων και των ενάρετων αλλόθρησκων, θα βρουν την αιώνια καταδίκη γιατί γι’ αυτήν τους έχει προορίσει ο Δημιουργός τους. Έτσι ο ευπροσήγορος, σπλαχνικός Πατέρας μετατράπηκε σε έναν αδιάλλακτο τιμωρό.

Υπήρχαν βέβαια και οι αντίθετες φωνές, όπως του πιο εμπνευσμένου αναλυτή της Γραφής, του Ωριγένη. Ο Ωριγένης περί το 250 μ.Χ. τόλμησε να πει ότι ο Θεός θα επαναπατρίσει όλες τις ψυχές των ανθρώπων, αν και θα χρειαστεί ανυπολόγιστα πολύς χρόνος γι’ αυτό.

Ο «άσωτος υιός» συμβολίζει όλη την ανθρωπότητα που ως το τέλος του (υλικού) κόσμου θα έχει επιστρέψει στο πατρικό της σπίτι. Αυτή η ωριγένεια διδασκαλία «της αποκαταστάσεως των πάντων» καταδικάστηκε τον 6ο αιώνα, αλλά επιβεβαιώνεται από τις νέες αποκαλύψεις. Παράλληλα με την καταδίκη αυτής της διδασκαλίας εισήχθη η ιδέα της αιώνιας καταδίκης, η οποία ήταν μέχρι τότε άγνωστη στην εκκλησία.

Ο Αυγουστίνος διακήρυξε ότι η τιμωρία στην κόλαση είναι αιώνια. Μία αιώνια τιμωρία στην κόλαση περίμενε κατά τον Αυγουστίνο ακόμη και τα νήπια που πέθαναν αβάπτιστα, πράγμα που ίσχυε τότε για την πλειονότητά τους. Η ιδέα του Αυγουστίνου ότι ο Θεός δημιούργησε σχεδόν όλη την ανθρωπότητα για να βασανίζεται στο πυρ το αιώνιο επικυρώθηκε από τη σύνοδο της Φλωρεντίας (1438-1445). Η απόφαση της συνόδου εκείνης έλεγε επί λέξει πως «Κανένας δεν γίνεται μέτοχος της αιώνιας ζωής εάν βρίσκεται εκτός της καθολικής εκκλησίας, ούτε εθνικός, ούτε εβραίος, ούτε άπιστος (μωαμεθανός), ούτε αποσχισθείς από την ενότητα της εκκλησίας, αλλά καταδικάζεται στο αιώνιο πυρ».

Υπό την πίεση της παγκόσμιας κοινής γνώμης αποσύρθηκε αυτή η παράλογη θεωρία τη δεκαετία του ’60 του 20ου αιώνα στη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού. Όμως η διδασκαλία περί αιώνιας τιμωρίας στην κόλαση ισχύει ακόμη στην καθολική εκκλησία. Αυτή η μισάνθρωπη άποψη του Αυγουστίνου, ότι η αιώνια Αγάπη προορίζει αυθαίρετα ορισμένους για τη μακαριότητα κι άλλους για το αιώνιο πυρ, ανασκευάζεται από τη νέα αποκάλυψη στον Ιάκωβο Λόρμπερ. Είναι φανερό πως ο Πλάστης προικίζει τα πλάσματά του με τις πιο διαφορετικές ιδιομορφίες, για τους πιο διαφορετικούς σκοπούς. Ένας που φτιάχνει κεραμικά, θα κάνει με τον πηλό του σύμφωνα με την κρίση του λεπτεπίλεπτα κομψοτεχνήματα ή πιο λιτά σκεύη για την καθημερινή χρήση. Το ίδιο κι ο Θεός από την αρχή κιόλας της δημιουργίας, προίκισε τους πρώτους αγγέλους (π.χ. τον Μιχαήλ και τον Εωσφόρο), με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που χρειάζονταν για το σκοπό που είχαν να εκπληρώσουν. Έτσι και με τον άνθρωπο, γι’ αυτό, σφραγίζει τον καθένα με τα ατομικά του χαρακτηριστικά και του αναθέτει το ρόλο του.

Συνάμα όμως εφοδιάζει με ελευθερία της βούλησης και θέτει για όλους, χωρίς καμία εξαίρεση, τον ίδιο τελικό στόχο: να γίνουν νωρίτερα ή αργότερα, ανάλογα με την προσπάθεια που καταβάλλει ο καθένας, αυτοτελή, μακάρια, αληθινά παιδιά του.

Μπορεί δηλαδή οι ενδιάμεσοι σταθμοί της εξέλιξης να διαφέρουν από τον έναν άνθρωπο στον άλλο, αλλά ο τελικός προορισμός είναι ίδιος για όλους κι αυτό είναι που μετράει. Δεν υπάρχει ανισότητα, αδικία ή «προκαθορισμένη αιώνια καταδίκη» που να τρομοκρατεί.

«Το μόνο που έχει καθορισμένο από αιώνων ο Κύριος, είναι πως η κάθε ύπαρξη έχει να περάσει από συγκεκριμένους δρόμους, απ’ όπου δεν μπορεί να παρεκκλίνει. Αυτοί οι δρόμοι είναι τόσο στενά συνυφασμένοι με τη φύση και τη ζωή (της συγκεκριμένης ύπαρξης), που μόνο βαδίζοντάς τους θα βρει την ευτυχία στη ζωή. Αν δοκίμαζε κανείς να φράξει σε έναν άνθρωπο έναν τέτοιο δρόμο, θα του έκοβε την ελευθερία του και μαζί μ’ αυτήν και το νήμα της ζωής του. Και ένα τέτοιο κόψιμο θα σήμαινε την Καταδίκη σε θάνατο». (Γ. Λόρμπερ Πνευματικός Ήλιος 2,121)

Επομένως το σχέδιο του Θεού είναι να καθοδηγούνται οι ψυχές, με σεβασμό στην απόλυτη ελευθερία τους, από τον καλύτερο δυνατό δρόμο μέσα από τα βάθη και τα ύψη της ζωής μέχρι την τελειότητα και την ευτυχία.

Μία πολύ ενδιαφέρουσα αποκάλυψη στην Μπέρτα Ντούντε δείχνει κατάδηλα πόσο λανθασμένη είναι η άποψη – σε οποιαδήποτε θρησκεία – ότι ο Δημιουργός έχει επιλέξει αυθαίρετα εκ των προτέρων ποιος θα σωθεί και ποιος όχι. Επίσης δείχνει ότι όλοι, ακόμη και οι αλλόθρησκοι, έχουν τη δυνατότητα να σωθούν :

«Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι του είναι αδύνατο να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που του δίνει η θεία χάρη. Γιατί είναι ελεύθερος ο καθένας να κατευθύνει τη βούλησή του όπως θέλει, άρα μπορεί να την στρέψει προς τον Θεό ή εάν δεν Τον αναγνωρίζει ακόμη, τουλάχιστον να την στρέψει προς το καλό. Εάν το κάνει, ο Θεός τον αρπάζει αμέσως με την αγάπη Του και τον προωθεί ένα βήμα παρακάτω. Ως συνέπεια ένας τέτοιος άνθρωπος θα αντιληφθεί ότι εφόσον δεν προβάλλει εσωτερική αντίσταση, έχει υποστήριξη και καθοδήγηση. Έτσι οδηγείται σε τέτοιες καταστάσεις όπου μπορεί να λάβει μερίδιο από τη χάρη.

Συνεπώς υπάρχουν δωρεές της χάρης στη διάθεση του καθενός, ο ποταμός της χάρης δεν στερεύει ποτέ. Ωστόσο είσαστε όλοι σας ελεύθεροι να αποφασίσετε αν και με ποιον τρόπο θα τις δεχθείτε και θα τις αξιοποιήσετε.

Η αγάπη του Θεού απευθύνεται σε όλα τα πλάσματά Του και ακριβώς εκείνοι που Του αντιστέκονται περισσότερο είναι που χρειάζονται σε μεγαλύτερο βαθμό τις δωρεές της χάρης, όμως ποτέ δεν ενεργούν σε έναν άνθρωπο παρά τη θέλησή του. Ως εκ τούτου η ελευθερία της βούλησης είναι η εξήγηση γιατί υπάρχουν διαφορές μεταξύ των ανθρώπων στη Γη και όχι ότι οι δωρεές της χάρης δεν μοιράζονται εξίσου δίκαια και ότι άλλος παίρνει περισσότερο κι άλλος λιγότερο.

Και ακόμη πιο λανθασμένη είναι η άποψη ότι ο Θεός έχει προκαθορίσει ήδη ποιοι άνθρωποι θα γίνουν μακάριοι και ποιοι θα καταδικαστούν στην αιωνιότητα…».

Για το τι σημαίνει πνευματικά ο όρος «αιωνιότητα» διαβάζουμε στις Νέες Αποκαλύψεις διά χειρός Λόρμπερ : «Η αιωνιότητα στους υλικούς κόσμους αντιστοιχεί σε διάρκεια χρόνου, όμως στον κόσμο του πνεύματος δεν μετριέται όπως εδώ ο χρόνος». (ΜΕΙ Χ 155,2)

«Αφού Εγώ ο Ίδιος είμαι η αιώνια Ζωή, προφανώς είναι αδύνατον να έχω δημιουργήσει όντα με προοπτική τον αιώνιο θάνατο. Επομένως, αυτό που αποκαλείται τιμωρία μπορεί απλώς να αποτελεί ένα βοηθητικό μέσο για να φτάσει μία ψυχή στο βασικό προορισμό της. Είναι ευνόητο πως η τιμωρία δεν μπορεί να αποβλέπει σε ένα στόχο που φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα, που αντιστρατεύεται το βασικό στόχο. Άρα δεν μπορεί να γίνει λόγος για αιώνια τιμωρία».

«Υπάρχει μήπως κάποιος πατέρας που αγαπάει έστω και λίγο τα παιδιά του, που να βάζει στη φυλακή ισόβια ένα παιδί του επειδή παράκουσε μία εντολή του, και επιπλέον να του επιβάλλει τιμωρίες για όσο ζει;

Αλλά εάν ένας ανθρώπινος πατέρας που κατά βάση ως άνθρωπος είναι κακός, δεν το κάνει αυτό, τότε πώς θα το κάνει ο ουράνιος Πατέρας που είναι η άπειρη και πάναγνη αγάπη και καλοσύνη;» (ΜΕΙ VI 243,9)

Πολλά νεοαποκαλυπτικά έργα ασχολούνται με την τύχη των ψυχών και τις συνθήκες στην άλλη ζωή.* Διαβάζοντας περιγραφές του άλλου κόσμου, θα πρέπει πάντως να έχει κανείς υπ’ όψιν του αυτό που λέγεται στη νέα αποκάλυψη: «Όλα αυτά αποτελούν απλώς ένα σκιαγράφημα της αλήθειας, όμως είναι μελετημένα έτσι που να την αναπαριστάνουν με ακρίβεια». Ως γνωστόν τα πνευματικά πράγματα μεταφράζονται στη γήινη γλώσσα μόνο κατά προσέγγιση, μέσα από αντιστοιχίες και συμβολισμούς.

Άρα δεν πρέπει να ερμηνεύονται κατά λέξη τα χωρία της Γραφής τα σχετικά με την κόλαση, όπως γινόταν επί αιώνες. Σε μία νέα αποκάλυψη λέει π.χ. ο Κύριος : «Μιλώντας για το ποιες είναι οι συνέπειες της μη τήρησης της διδασκαλίας Μου χρησιμοποίησα τις εκφράσεις “στο πυρ και στο σκότος το αιώνιο”. Οι εκφράσεις αυτές υπονοούν αυτοκατηγορίες που βασανίζουν το πνεύμα και επίσης σημαίνουν ότι η καρδιά είναι παραμελημένη».

Ουσιαστικές είναι οι αποκαλύψεις στην Μπέρτα Ντούντε για το τι σημαίνει πραγματικά η κόλαση:

Είναι λανθασμένη η δοξασία ότι δεν υπάρχει καμία λύτρωση από την κόλαση κι ότι τις ψυχές εκεί τις έχω καταδικάσει στον αιώνα τον άπαντα. Δεν είμαι Εγώ που τις καταδικάζω, παρά εκείνες οι ίδιες έχουν επιλέξει την καταδίκη. Δεν τις γκρεμίζω Εγώ στα έγκατα, παρά εκείνες μόνες τους κατευθύνθηκαν στο βάραθρο. Όμως η αγάπη Μου δεν αφήνει κανέναν να μείνει επ’ άπειρον σε μία τέτοια τεράστια απόσταση. Γι’ αυτόν το λόγο υπάρχει λύτρωση ακόμη και από την κόλαση∙ γιατί Εγώ πέθανα στο σταυρό και για χάρη των κολασμένων και σήκωσα πάνω Μου την ενοχή τους, επειδή η αγάπη Μου είναι μεγαλύτερη από την οργή Μου, από τη δικαιοσύνη Μου.

Και η κόλαση επίσης θα αναγκαστεί να αφήσει ελεύθερα μία μέρα τα τελευταία θύματά της. Με άλλα λόγια ακόμη κι η συμπαγέστερη ύλη κάποτε θα διαλυθεί και το πνευματικό που περιέχει θα ελευθερωθεί, προκειμένου να ανέλθει στη Ζωή. Γιατί η κόλαση δεν είναι, όπως την φαντάζεστε σεις οι άνθρωποι, ένα αιωνίως άσβηστο πυρ ούτε είναι κάποιος τόπος όπου εξορίζονται οι καταδικασμένοι.

Η κόλαση είναι μία κατάσταση, της οποίας τα μαρτύρια δεν περιγράφονται∙ είναι μία κατάσταση που αρχίζει πάνω στη Γη όταν οι άνθρωποι δεν Με αναγνωρίζουν, Με απαρνούνται και χάνουν τη δύναμη που παρέχει η αγάπη Μου. Φυσικά ζουν χωρίς Εμένα τη σωματική τους ζωή δίχως να τους βασανίζει ακόμη η κατάσταση της αδυναμίας που συνεπάγεται η απομάκρυνσή τους από Εμένα. Αλλά μόλις τελειώσει η σωματική ζωή, αρχίζει το μαρτύριο. Και το μαρτύριο είναι η συναίσθηση ότι υπάρχουν, όμως δεν έχουν καθόλου δύναμη.

Στην αρχή στην άλλη ζωή υπάρχει η δυνατότητα να παραιτηθεί μία ψυχή από την αντίστασή της, εφόσον ακούσει τις συμβουλές που τις δίνουν οντότητες που έχουν τη Γνώση. Σπάνια όμως αξιοποιούνται αυτές οι δυνατότητες με αποτέλεσμα η ψυχή να βυθίζεται όλο και πιο βαθιά. Έτσι η απόσταση από Εμένα μεγαλώνει διαρκώς, η αδυναμία προχωρεί, μέχρι που επέρχεται τελικά η πλήρης σκλήρυνση… η φυλάκιση μέσα στη σκληρότατη ύλη…».

 

***

 

Σύμφωνα πάντως με τις νέες αποκαλύψεις ελπίδα και προοπτική εξέλιξης υπάρχει για όλους, όπου και αν βρίσκονται πνευματικά και σε κάθε θρησκεία, γιατί η αγάπη του Θεού δεν εγκαταλείπει κανέναν:

«Σε εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα έχουν την ευκαιρία να ακούσουν για την διδασκαλία Μου στον κόσμο αυτόν, θα δοθούν στον άλλο κόσμο οδηγοί που θα τους φέρουν στη γέφυρα. Αν ακολουθήσουν τους οδηγούς τους θα περάσουν και αυτοί τη γέφυρα και θα φτάσουν στην αληθινή, αιώνια ζωή. Αν αντίθετα εμμείνουν στη δική τους διδασκαλία, τότε θα κριθούν απλώς ως δημιουργήματά Μου με βάση το αν έζησαν σύμφωνα με αυτήν». (ΜΕΙ Ι 81,12)

 

Και όπως λέγεται στο Ευαγγέλιο : «Στο σπίτι του Πατέρα μου υπάρχουν πολλά διαμερίσματα» (Ιωάννη

*      Για μία εμβάθυνση στο θέμα της μεταθανάτιας εξέλιξης προτείνονται τα εξής έργα: Ε. Σβέντενμποργκ: Περί Ουρανού και των Θαυμαστών Αυτού Πραγμάτων. Γ. Λόρμπερ: Μάρτιν και Η εξέλιξη των Παιδιών μετά τη Γήινη Ζωή. Β.Λουτς: Η Πατρίδα της Ψυχής. Συλλογικό: Υγεία και Ζωή-Ασθένεια-Θάνατος και Επέκεινα.