Οι Εσχατολογικές Προφητείες και η Παγκόσμια Μονοκρατορία του Αντίχριστου

 

Η ιδέα ότι τα προβλήματα της ανθρωπότητας θα λυθούν με μία παγκόσμια θρησκεία, ένα παγκόσμιο κράτος και μία παγκόσμια διακυβέρνηση είναι μία παλιά ουτοπία που εύλογα απηχεί τον πόθο του ανθρώπου για ειρήνη και γενική ευημερία. Στην ιστορία των ατελών ανθρώπων που αναζητούν την τελείωση, η ιδέα αυτή έχει εμφανιστεί με πολλές μορφές. Μεταξύ άλλων, στα τέλη του 19ου αιώνα υπήρξε το ιδανικό της ηγεσίας της Θεοσοφικής Εταιρείας που με τη σειρά της εμπνεόταν από τον τεκτονισμό. Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ η ιδέα μίας Νέας Παγκόσμιας Τάξης έχει μακρά παράδοση και μεγάλη δημοτικότητα τόσο ως πολιτικό όσο και ως πνευματικό ιδεώδες. Είναι γνωστό εξάλλου και όχι τυχαίο ότι πάνω στο χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου γράφει στα λατινικά : «Novus ordo seculorum». Επίσης είναι γνωστό ότι τα σύμβολα που απεικονίζονται στο δολάριο, η πυραμίδα και ο οφθαλμός του Εωσφόρου, αποτελούν κλασικά τεκτονικά σύμβολα. Άλλωστε η ιδέα της Νέας Παγκόσμιας Τάξης προέρχεται από τους Τέκτονες και ιδίως τους Ιλλουμινάτους.

Ο Άνταμ Βάισχαουπτ (Adam Weishaupt), ο ιδρυτής της μυστικής αδελφότητας των Ιλλουμινάτων το 1776 προσδιόρισε τους σκοπούς της με τα παρακάτω λόγια: Οι πολιτικοί ηγέτες και τα μεμονωμένα κράτη θα εξαφανιστούν από προσώπου γης χωρίς να υπάρξει βία. Έτσι η ανθρωπότητα θα αποτελεί μία μεγάλη οικογένεια ανθρώπων που θα ακολουθούν αποκλειστικά τη λογική στη ζωή τους. Σε όλους τους τομείς θα επικρατεί η ανεκτικότητα απέναντι στο διαφορετικό και στο ξένο. Επίσης δεν θα είναι δυνατό ούτε θεμιτό να υπάρχει μία μοναδική, απόλυτη αλήθεια ή θρησκεία.

Το Παγκόσμιο Λεξικό του Τεκτονισμού γράφει πως η θεμελιακή αρχή των Τεκτόνων είναι «ότι αναγνωρίζουν μόνο τη θρησκεία εκείνη για την οποία μπορούν να συμφωνήσουν όλοι οι άνθρωποι, ενώ αφήνουν τον καθένα ελεύθερο να έχει την προσωπική του γνώμη».

Τους ίδιους στόχους σε γενικές γραμμές έχει η ιδεολογία της Νέας Παγκόσμιας Τάξης, οι βασικές δομές σε αυτήν την κατεύθυνση έχουν ήδη δημιουργηθεί. Η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογία με τη ραγδαία πρόοδο των τελευταίων δεκαετιών έχουν ήδη σε μεγάλο βαθμό μετατρέψει τον κόσμο σε «παγκόσμιο χωριό». Το κύριο πρόβλημα αποτελούν ακόμη οι πολιτισμικές, εθνικές και θρησκευτικές ιδιαιτερότητες. Τις δύο πρώτες τις εξαλείφει σταθερά η παγκοσμιοποιημένη «κουλτούρα», οι τελευταίες εξακολουθούν να παραμένουν ένα σοβαρό εμπόδιο που πρέπει να παραμεριστεί.

Κατά παρόμοιο τρόπο με τους Ιλλουμινάτους μια σειρά από άτομα που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα της Θεοσοφίας, η Μπλαβάτσκι, ο Όλκοτ, η Μπεζάντ και η Μπέιλη, πρέσβευαν την ιδέα της «ανθρωπότητας που αποτελεί μία οικογένεια», στην οποία «όλοι οι άνθρωποι καλής θέλησης» συνεργάζονται και εγκαθιδρύουν το βασίλειο της ειρήνης στη Γη. Χαρακτηριστικά έλεγε ο Όλκοτ : «Καμία θρησκεία δεν είναι ανώτερη από την αλήθεια. Η ειρήνη και η πρόοδος της ανθρωπότητας βρίσκεται στην αδελφοποίηση όλων των θρησκειών».

Η «ανεξιθρησκεία» και «η οικουμενική ένωση των θρησκειών» θα πρέπει να οδηγήσουν στο ενιαίο παγκόσμιο κράτος με ένα ενιαίο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και μία ενιαία παγκόσμια θρησκεία. Ειδικά η Μπέιλη εκπόνησε σχέδια για μία νέα παγκόσμια τάξη, μία παγκόσμια πιστωτική κάρτα και μία κατανομή των τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ίδια ανέπτυξε επίσης ένα θεολογικό σύστημα για μία νέα οικουμενική θρησκεία και ζήτησε την εξάλειψη όλων των θρησκειών που υποστηρίζουν ότι κατέχουν τη μοναδική αλήθεια, όπως ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός και το Ισλάμ, υποδηλώνοντας προφανώς ότι εκεί είναι τα όρια της ανοχής των υπερασπιστών της «ανεξιθρησκείας» απέναντι στους άλλους.

Όπως προαναφέρθηκε, η Μπέιλη ίδρυσε μεταξύ άλλων οργανώσεις όπως η «Παγκόσμια Καλή Θέληση», οι «Υπηρέτες του Νέου Κόσμου» κ.ά. προκειμένου να προωθήσουν έμπρακτα τα ιδανικά της Νέας Εποχής. Σε έναν κριτικό σχολιασμό της Νέας Εποχής, στο βιβλίο της Η Παραπλάνηση του Υδροχόου η Constance Cumbey υποστηρίζει ότι το κίνημα της Νέας Εποχής ήδη επηρεάζει σημαντικά διάφορες παγκόσμιες οργανώσεις όπως ο ΟΗΕ, πολλές Μ.Κ.Ο., κυβερνήσεις και εκκλησίες (και οπαδοί της έχουν καταλάβει εκεί θέσεις-κλειδιά). Ο φόβος των ανθρώπων για ενδεχόμενη διεθνή οικονομική κρίση, για οικολογικές καταστροφές και πολέμους, παρέχει το έδαφος για να προπαγανδίζεται η ιδέα της μίας παγκόσμιας κοινωνίας και μίας παγκόσμιας θρησκείας.

Σε αντίθεση, πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά, διαπιστώνει ότι οι σκοποί τόσο της Θεοσοφικής Εταιρείας όσο και της θυγατρικής της Νέας Εποχής συμπίπτουν εξόφθαλμα σχεδόν στα περισσότερα σημεία με τα χαρακτηριστικά του μελλοντικού παγκόσμιου αντιχριστικού συστήματος για το οποίο μιλάει η Γραφή και κυρίως η Αποκάλυψη του Ιωάννη. Θα αναφέρουμε τα τρία βασικά σημεία: α. Ένα παγκόσμιο πολιτικό σύστημα και κράτος όπου όλοι θα έχουν αναγκαστικά την ίδια γνώμη (Αποκ. 17,13). β. Ένα ενιαίο οικονομικό σύστημα στο οποίο θα μπορεί να αγοράζει και να πουλά μόνο όποιος θα φέρει ένα ιδιαίτερο γνώρισμα. Στη συμβολική γλώσσα τής κατά Ιωάννη Αποκάλυψης το γνώρισμα αυτό είναι το όνομα του θηρίου ή ο αριθμός που αντιστοιχεί στο όνομά του, δηλαδή το γνωστό 666 (Αποκ. 13,17 κ. εξ.). γ. Μία παγκόσμια θρησκεία στην οποία όλοι θα λατρεύουν το δράκοντα και το θηρίο που βγαίνει από τη θάλασσα, δηλαδή τον Αντίχριστο (Αποκ. 13,8).*

Για πολλούς αυτό σημαίνει ότι οι χαρακτηρισμοί της Αποκάλυψης αποκωδικοποιημένοι και μεταφερμένοι στη σύγχρονη εποχή θα μπορούσαν κάλλιστα να περιγράφουν σημερινές έννοιες όπως Νέα Παγκόσμια Τάξη, Παγκοσμιοποίηση, Νέα Εποχή, Διαδίκτυο, Παγκόσμια Τράπεζα, Οικουμενική Κίνηση κ.λπ.

Ωστόσο το «όραμα» της μονοκρατορίας και της απόλυτης επικράτησης της δικής τους κοσμοθεωρίας, υπάρχει στα κεφάλια φανατικών σε κάθε θρησκεία. Όπως παρατηρεί ο πολιτειολόγος-δημοσιογράφος Βόλφγκανγκ Έγκερτ (Wolfgang Eggert) στο εμπεριστατωμένο, εντελώς ξένο προς τη διαδεδομένη συνωμοσιολογία βιβλίο του Μεσσιανικά Δίκτυα Προωθούν το Τέλος του Κόσμου: «Πολλοί «Ιουδαίοι» χασιντίμ, «χριστιανοί» ελευθεροτέκτονες, «μουσουλμάνοι» σούφι και «βουδιστές-ινδουιστές» ταντριστές ωθούν σήμερα προς έναν αποκαλυπτικό τζιχάντ ο οποίος περνώντας από έναν Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα καταλήξει στην επικράτηση μιας μυστικιστικής παντοκρατορίας. Είναι όλοι τους ακραίοι φονταμενταλιστές που ευαγγελίζονται την τρέλα του πολέμου. Όλοι τους προωθούν τον πόλεμο μεταξύ των πολιτισμών προκειμένου να θέσουν τέρμα στη Μαύρη Κοσμική Εποχή, την Kali Yuga την οποία ζούμε, μέσω ενός Αρμαγεδδώνα που τον θεωρούν αναπόφευκτο. Ο στόχος τους είναι να ανοίξουν τις πύλες στη «Χρυσή Εποχή», το ιερό βασίλειο που θα ακολουθήσει, υποτίθεται, ύστερα».

 

 

Το Πνευματικό Οικοδόμημα της Νέας Εποχής

 

Καθώς δεν είναι δυνατόν να εξετάσουμε όλες τις εκφράσεις της σύγχρονης πνευματικής αναζήτησης, στη συνέχεια θα δούμε επιλεκτικά κάποιες από τις κύριες τάσεις που επηρεάζουν ή συνδιαμορφώνουν τις άλλες. Θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα με μία ομογάλακτη της Θεοσοφίας κίνηση, την Ανθρωποσοφία, με την ψυχολογική θεωρία και την κοσμοαντίληψη του Καρλ Γκ. Γιουνγκ, και τέλος με μεθόδους αυτογνωσίας όπως η ύπνωση, ο διαλογισμός και η γιόγκα. Και ας μην ξεχνάμε ότι όπως καθετί ανθρώπινο, όμοια και η πνευματική αναζήτηση και ειδικά ο εσωτερισμός έχουν καλούς και κακούς καρπούς. Οι καλοί ας γίνονται παράδειγμα προς μίμηση και οι κακοί προς διαφυγή. Γι’ αυτόν το σκοπό ο αναγνώστης θα χρειαστεί να ακονίσει την κριτική του ικανότητα παραμερίζοντας τυχόν προκαταλήψεις ή «ιερές αγελάδες».

 

Η Ανθρωποσοφία του Ρούντολφ Στάινερ

 Ο Ρούντολφ Στάινερ έγινε μέλος της Θεοσοφικής Εταιρείας το 1900 και έπειτα από λίγο εξελέγη γ.γ. του γερμανικού παραρτήματός της. Ο ίδιος δήλωσε αργότερα ότι διατήρησε εσωτερικά τις αποστάσεις του από ορισμένες θεοσοφικές διδασκαλίες.

Ωστόσο η σύγκριση της δικής του «μυστικής επιστήμης» με τη «μυστική διδασκαλία» της Μπλαβάτσκι δείχνει ότι ο Στάινερ πήρε πολλά στοιχεία από τα γραπτά της, όπως π.χ. για τα σώματα του ανθρώπου, τη δημιουργία των κόσμων και την εξέλιξη της ανθρωπότητας. Τελικά όμως οι διαφωνίες του τον ανάγκασαν να αποχωρήσει και να ιδρύσει την Ανθρωποσοφία. Σαν κύριους λόγους της αποχώρησής του από τη Θεοσοφία πρόβαλε την επιλογή του Κρισναμούρτι ως νέου «Χριστού» και την υπερίσχυση ενός ρηχού πνευματισμού.

Ο Στάινερ απέρριπτε τον κοινό πνευματισμό με το σκεπτικό ότι αποτελεί ένα παρωχημένο τρόπο πρόσβασης σε υπεραισθητούς κόσμους. Έλεγε ότι ο πνευματισμός ανήκε στο παρελθόν, στην «εποχή της αίσθησης». Τώρα όμως έχει ανατείλει η «εποχή της συνείδησης» για την ψυχή, κατά την οποία η πρόσβαση αυτή επιτυγχάνεται διαμέσου της συνείδησης, της λογικής σκέψης και της αυστηρής πειθαρχίας. Οπωσδήποτε υπήρξε «ένας έμπειρος αποκρυφιστής, εξερεύνησε τους μύθους της Ατλαντίδας κ’ της Λεμούριας, καθώς και τη δυνατότητα ανάπτυξης απόκρυφων συνειδησιακών ικανοτήτων. Εκτός των άλλων είχε επαφή με διάφορες αποκρυφιστικές κινήσεις όπως το Ordo Templi Orientis και οι Ιλλουμινάτοι» (The Dictionary of the Esoteric).

Εκτός αυτού ο Στάινερ ανέπτυξε μία ιδιότυπη χριστολογία, όπου κατά τα λεγόμενά του «ο Χριστός» κατείχε μία κεντρικότερη θέση από ό,τι στη Θεοσοφία, η οποία αντλεί κυρίως από τον ινδουισμό και το βουδισμό. Ο Στάινερ πάντως απέκλειε μία ένσαρκη επιστροφή του Χριστού.

Σύμφωνα με τη σύλληψη του Στάινερ η Ανθρωποσοφία οφείλει να είναι μία ατραπός της γνώσης και όχι ένα δογματικό σύστημα. Για να αποκτήσει τη γνώση, το άτομο (ο μικρόκοσμος) πρέπει να ενωθεί με το σύμπαν (το μακρόκοσμο). Όμως η ένωση αυτή δεν μπορεί να γίνει πια μέσω του δρόμου του μεσαιωνικού μυστικισμού που συνδύαζε το δόγμα (τις διδασκαλίες της εκκλησίας) με το αίσθημα, το οποίο αντιστοιχεί στην ξεπερασμένη εποχή της αίσθησης.

Η σύγχρονη εποχή της συνειδητοποιημένης ψυχής απαιτεί ελευθερία του εγώ και διεύρυνση της συνείδησης. Ο ανθρωποσοφικός δρόμος της γνώσης σημαίνει ότι ο μαθητής καταβάλλει συνειδητή προσπάθεια να αναπτύξει τον ψυχοδυναμισμό του και να αποκτήσει ενορατικές και απόκρυφες δυνάμεις. Όπως στη γιόγκα, στο γνωστικισμό, στο διαλογισμό των Ροδόσταυρων ή σε ορισμένες μοντέρνες ψυχολογικές μεθόδους κ.α., απαιτείται από το μαθητή να ανοίξει για να μπορεί να εισρεύσει μέσα του ο υπερβατικός κόσμος. Για να το πετύχει αυτό πρέπει να κλείσει τις εξωτερικές αισθήσεις του και να συγκεντρωθεί με τις σκέψεις, τη βούληση και τα αισθήματά του στις υπεραισθητές πραγματικότητες.

Πέρα από τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε τέτοιους πειραματισμούς, ας σημειωθεί εδώ μόνο ότι ο ανθρωποσοφικός δρόμος είναι ένας δρόμος γνώσης και όχι ένας δρόμος αγάπης. Για τον αναγνώστη που θέλει να εμβαθύνει στο θέμα προτείνουμε το οικείο κεφάλαιο στο βιβλίο Οι Πνευματικοί Κόσμοι και βέβαια επίσης τα έργα του Στάινερ.

Τάσεις της σύγχρονης ψυχολογίας και ο μπερδεμένος κόσμος του Καρλ Γιουνγκ

 Σε έναν μεγάλο βαθμό σήμερα η ψυχολογία προκειμένου να βοηθήσει τους πάσχοντες υποκαθιστά τη θρησκεία και έχει καταλάβει χώρους που παλιά μονοπωλούσε η εκκλησία, ο δε ψυχοθεραπευτής υποκαθιστά τον ιερέα, το μάγο-θεραπευτή, τον εξομολογητή κ.λπ., έτσι ώστε η ψυχολογία, παίρνει θέση μεταξύ άλλων και σε θέματα μεταφυσικής, ηθικής κ.ο.κ.

Για παράδειγμα η ανθρωπιστική ψυχολογία στηρίζεται στην υπόθεση ότι ο άνθρωπος μπορεί να ολοκληρωθεί μόνος του και μάλιστα με τις δικές του δυνάμεις. Οδηγός και κριτήριο στην πορεία της αυτοπραγμάτωσής του είναι το δικό του εγώ, σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη. Είναι αξιοσημείωτο δείγμα της εποχής ότι ενώ δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο εγωκεντρισμός εθεωρείτο ελάττωμα, σήμερα το εγώ είναι ο θεός πολλών ψυχοθεραπειών, στο βωμό του οποίου πρέπει να θυσιάζονται άλλες αξίες, όπως η διαλλακτικότητα και ο σεβασμός για τις ανάγκες του άλλου. Η κεντρική ιδέα τους λέει : «Εάν είμαι εγώ καλά, αυτόματα θα είναι και οι άλλοι καλά». Και όταν κάνει κάποιος το καλό, λ.χ. ασχολείται με τον εθελοντισμό κ.λπ., πολλές φορές το κάνει επειδή έτσι, συνειδητά ή όχι, παίρνει μία ένεση για το Εγώ του.

Η αγάπη για τον εαυτό, η αποδοχή του εαυτού (ή «εσωτερικού παιδιού» ή «εσωτερικής θεότητας» ή όπως αλλιώς κατά περίπτωση ονομάζεται), η αυτοεπιβεβαίωση, η αυτοεκτίμηση, ο αυτοσεβασμός, στην ουσία συνιστούν μία υγιή, αναγκαία επιδίωξη για τον καθένα υπό την προϋπόθεση ότι επιδιώκονται με το σωστό τρόπο, στο σωστό μέτρο και για το σωστό στόχο.

Στη σύγχρονη εποχή όμως αποτελούν τα συνθήματα μίας νέας μορφής αποκρυφισμού, όπως θα φανεί στη συνέχεια. Το εγώ και το ανθρώπινο δυναμικό είναι οι νέες ιερές έννοιες. Το Εγώ και η ανθρώπινη οίηση διψούν να αποκτήσουν δύναμη, και δη υπερφυσική, με οποιοδήποτε τρόπο και με οποιοδήποτε τίμημα. Έτσι δεν είναι παράδοξο ότι συχνά η «επιστημονική» ψυχοθεραπεία μετέρχεται ουσιαστικά και αποκρυφιστικές μεθόδους, καθώς ένα χαρακτηριστικό του αποκρυφισμού είναι «η ενίσχυση του ατομικισμού» (Μ. Μπέγζος).

Επιφανείς εκπρόσωποι σύγχρονων ψυχολογικών ρευμάτων έχουν θέσει στο κέντρο του επιστημονικού τους έργου την επικοινωνία με υπεραισθητούς κόσμους. Για παράδειγμα θα αναφερθούν οι εγκέφαλοι της αναλυτικής ψυχολογίας με προεξάρχοντα τον Κ. Γ. Γιουνγκ (C. G. Jung), της ανθρωπιστικής ψυχολογίας (Maslow, Rogers), και της διαπροσωπικής ψυχολογίας (Grof, Tart). Ιδίως ο C. G. Jung θεμελίωσε το έργο του πάνω στις επαφές του με οντότητες από τον άλλον κόσμο. Απλώς αυτές οι οντότητες και οι αποκρυφιστικές-πνευματιστικές πρακτικές βαπτίστηκαν με μία κατ’ επίφασιν επιστημονική ορολογία, την οποία δεν μπορεί να ελέγξει όποιος δεν είναι ειδήμων. Λόγου χάριν ασώματες οντότητες και σφαίρες του υπερπέραν βαπτίζονται από τους Jung και Grof «συλλογικό ασυνείδητο» και «αρχέτυπα», ενώ υπερβατικές εμπειρίες ονομάζονται από το Maslow «peak» ή «border experiences».

Έτσι δεν είναι παράξενο ότι δεν αντιδρά κανείς στον αντιεπιστημονικό χαρακτήρα που παρουσιάζουν συχνά αυτές οι ψυχολογικές θεωρίες. Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Δομή, «ο Γιουνγκ υιοθέτησε μία στάση λιγότερο ορθολογική και -από ορισμένες πλευρές- καθαρά αρνητική σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των επιστημονικών μεθόδων στην ψυχολογία. Αυτό προκάλεσε ζωηρές επικρίσεις κ’ συνέβαλε στην απομόνωση της σχολής του Γ. από τα άλλα ευρωπαϊκά ρεύματα σκέψης. Στην πραγματικότητα, η θεωρία του Γ. ξεφεύγει σε πολλά σημεία από τα όρια των ψυχολογικών επιστημών και πλησιάζει, κατά τρόπο παράδοξο, τον μεσαιωνικό γνωστικισμό».

Για τον Γιουνγκ θα πρέπει ίσως να ειπωθεί ό,τι και για τον Δαρβίνο, ότι δηλαδή είδε μόνον ένα μέρος της πραγματικότητας. Αυτό δεν μπόρεσε να το αξιοποιήσει σωστά, λόγω της ατέλειας της ανθρώπινης αντίληψης, και επειδή επιπλέον βασίστηκε μόνο στις δικές του δυνάμεις. Ως αποτέλεσμα οδηγήθηκε σε λάθος συπμεράσματα και έγινε στην ουσία ένα «διάμεσο» στην υπηρεσία επίσης ατελών πνευμάτων που ήθελαν να περάσουν τα ανακριβή μηνύματά τους.

Ιδίως ο Γιουνγκ θεωρείται ο κήρυκας της Νέας Εποχής και πρόδρομος του μελλοντικού κόσμου. Σχεδόν όλες οι δημοσιεύσεις που προαγγέλουν την προσεχή μεταμόρφωση της ανθρωπότητας παραθέτουν τις θεωρίες του σε περίοπτη θέση. Οι θεωρίες του Καρλ Γιουνγκ και της Νέας Εποχής είναι ομογάλακτες. Σε αμφότερες είναι κοινή η αναζήτηση για την «αυτοπραγμάτωση», την «ολοκλήρωση του εαυτού» και την «ολότητα». Επίσης έχουν κοινό προσανατολισμό προς τις ανατολικές θρησκείες, τον πανθεϊσμό, τον ανορθολογισμό, τις αποκρυφιστικές-πνευματιστικές πρακτικές, το ολιστικό κοσμοείδωλο, και την προσδοκία μίας επικείμενης νέας εποχής που θα ανατείλει για την ανθρωπότητα και το σύμπαν.

Αποσπάσματα από τον Γιουνγκ παραθέτουν συχνά στα γραπτά τους διανοούμενοι της Νέας Εποχής με πρώτους τον Κάπρα και τη Φέργκιουσον. Στη φιλοσοφία του βασίζονται πολλοί συγγραφείς όπως ο Κεν Γουίλμπερ (Ken Wilber) που θεωρείται «ένας από τους εγκεφάλους και πρωτοπόρους της μεταβολής αξιών στην επιστήμη και στην κοινωνία».

Η υιοθέτηση των ιδεών του Γιουνγκ δεν προκαλεί εντύπωση σε όποιον γνωρίζει πώς κατέληξε στο θεωρητικό του σύστημα. Ο Γιοχάννες Λάνγκε γράφει σχετικά : «Ο C. G. Jung ασχολήθηκε σε όλη του τη ζωή με την παραψυχολογία και τον αποκρυφισμό. Ο ίδιος ο Jung σημείωνε : “Οι παρατηρήσεις των πνευματιστών, όσο παράξενες κι αμφίβολες και αν μου φαίνονταν, υπήρξαν για μένα οι πρώτες αναφορές για αντικειμενικά ψυχικά φαινόμενα… Διάβαζα το καθετί για τον πνευματισμό που μπορούσα να βρω τότε…”. Αργότερα έγραψε τις πραγματείες του με θέμα τα πνευματιστικά πειράματα που διεξήγαγε μαζί με την εξαδέλφη του. Επίσης ο ίδιος είχε δηλώσει : «Όλα τα κείμενά μου προέκυψαν από μία έσωθεν εντολή, ήταν στο πεπρωμένο μου να γράψω υπό πίεση. Ό,τι έγραφα έβγαινε με βία από μέσα μου. Άφηνα το πνεύμα που με έσπρωχνε με βία να μιλήσει… Μέσα μου υπήρχε ένα δαιμόνιο και εκείνο υπερίσχυε σε τελευταία ανάλυση… Το 1916 αισθάνθηκα την παρόρμηση να τους δώσω μορφή, σαν να λέμε πιεζόμουν από το εσωτερικό μου να γράψω… Έτσι γεννήθηκαν οι ‘Septem Sermones ad Mortuos’ (Επτά Ομιλίες προς Νεκρούς). Στην αρχή ένιωθα μία αναταραχή. Η ατμόσφαιρα γύρω μου ήταν φορτισμένη παράξενα και είχα την αίσθηση ότι ο αέρας ήταν γεμάτος φαντάσματα. Το σπίτι ήταν στοιχειωμένο. Πιστέψτε με, η ατμόσφαιρα ήταν αφόρητα φορτισμένη. Καταλάβαινα ότι κάτι θα γινόταν. Ολόκληρο το σπίτι ήταν ασφυκτικά γεμάτο με πνεύματα, σαν να το είχαν καταλάβει πλήθη ανθρώπων. …Τότε το κείμενο άρχισε να κυλάει από μέσα μου και σε τρία βράδια το γράψιμο είχε ολοκληρωθεί. … Έτσι οι Επτά Ομιλίες σχημάτισαν ένα είδος πρελούδιου σε αυτό που είχα να μεταδώσω στον κόσμο σχετικά με το Ασυνείδητο: ένα είδος μοντέλου ταξινόμησης και ερμηνείας του γενικού περιεχομένου του Ασυνείδητου». Επομένως τη θεωρία του για το συλλογικό Ασυνείδητο και τα αρχέτυπα ο Jung την εμπνεύστηκε από πνευματιστικές πηγές».

Επειδή ο Γιουνγκ έχει αναμφίβολα επηρεάσει σημαντικά τη σκέψη της μεταπολεμικής Δύσης, αξίζει να ασχοληθούμε διεξοδικότερα με το έργο του. Όπως πάντα θα παραθέσουμε την κριτική ματιά που δεν συμπλέει με το κύριο ρεύμα.

Οι παρακάτω σελίδες προέρχονται από το βιβλίο C. G. Jung (Ο Δαιμονόληπτος Οπτασιαστής) του Ελς Νάννεν. (Τα παραθέματα εντός εισαγωγικών ανήκουν στον Γιουνγκ, εκτός αν αναφέρεται άλλη πηγή).

«Ο Jung εμπνεύστηκε την ψυχολογία του κυρίως από πνευματιστική πηγή, το αποκαλούμενο «δημιουργικό δαιμόνιο» ή το «πνεύμα από το βάθος» όπως έλεγε. Όντως τα έργα του, του τα ενέπνευσαν πνεύματα του άλλου κόσμου, ενώ αυτός τα θεωρούσε εσφαλμένα «έσωθεν» γεννήματα.

Δεν ήταν όμως μόνο η έμπνευση των ιδεών του πνευματιστική. Εκτός αυτού η ερμηνεία που τους έδωσε ήταν εν μέρει επίσης πνευματιστικής προέλευσης. Γιατί ο Jung τις ερμήνευσε συμβουλευόμενος τον «Ηλία», τον «Φιλήμονα» και την «Anima» (τους ασώματους πνευματικούς καθοδηγητές του σ.τ.μ.) ή πνευματιστικά κείμενα.

… Από το Δεκέμβριο του 1913 χρησιμοποίησε τη μέθοδο της «ενεργής φαντασίας» για να έλθει σε επαφή με το «ασυνείδητο», στην πραγματικότητα με τον κόσμο των πνευμάτων. Οι παραισθήσεις δεν έρχονταν μόνο από μόνες τους, αλλά τώρα τις επιδίωκε εμπρόθετα και συνειδητά προκαλώντας τες ενεργά με συγκεκριμένες μεθόδους και τεχνικές. Κατά την ενεργή φαντασία το άτομο επιλέγει συνειδητά να αφήσει τον έλεγχο της νηφάλιας, καθαρής σκέψης και να «βυθιστεί» σε «φαντασίες» και σε εικόνες. Για να το επιτύχει φαντάζεται ενεργά «μία κάθοδο στα κοσμικά βάθη», καθώς βυθίζεται στον «εσωτερικό του κόσμο» και συγκεντρώνεται με τις σκέψεις και τη θέλησή του πάνω σε αυτά που βλέπει και ακούει.

Για τα πνεύματα του άλλου κόσμου φυσικά ήταν λίαν ευπρόσδεκτη μία τέτοια ενσυνείδητη πρόσκληση από πλευράς του να τον χειραγωγήσουν. Τον αντάμειψαν για το άνοιγμά του αυτό με διαφόρων ειδών όνειρα, με εικόνες, υπερφυσικές φωνές, ιδέες και με εμφανίσεις οντοτήτων τις οποίες ο Jung συγκαλύπτοντας ονόμαζε «φαντασιακές μορφές».

Μία μορφή ήταν ο «Κα, που ήρθε από τα βάθη της Γης. Η έκφραση του Κα έχει κάτι το δαιμονικό, θα έλεγε κάποιος μεφιστοφελικό», περιγράφει ο Jung. Στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι κατόρθωσε να αφομοιώσει στο εσωτερικό του τον «Φιλήμονα» και τον «Κα» με τη βοήθεια αλχημιστικών γνώσεων.

Αρχικά στον Jung ήταν άγνωστο ότι υφίσταται η δυνατότητα μίας τέτοιας άμεσης επικοινωνίας και φώτισης από ασώματες μορφές. Αργότερα όμως έμαθε από έναν Ινδό, ένα φίλο του Γκάντι, πως υπάρχουν άνθρωποι που διδάσκονται όχι μόνο από ζωντανούς γκουρού αλλά και – όπως ο ίδιος – από «ένα πνεύμα».

Αυτή η εξήγηση για τον Jung ήταν «παρήγορη όσο και διαφωτιστική». Κατά την αντίληψή του αποτέλεσε επιβεβαίωση και νομιμοποίηση των δικών του δασκάλων.

… Τέτοια πνεύματα μπορούν να συμπεριφέρονται σαν τύραννοι στον άνθρωπο που χειραγωγούν. Είναι ενδεικτικό το πόσο συχνά ο Jung μιλούσε για έναν «εσωτερικό εξαναγκασμό» στη ζωή του. Στα γεράματά του κάνοντας επισκόπηση της ζωής του διαπίστωνε : «Το δαιμόνιο και το δημιουργικό μού επιβλήθηκαν άνευ όρων και ανελέητα».

… Ο Jung επεδίωξε να βρει και άλλες «αντικειμενικές και γενικής ισχύος» αποδείξεις για τις ιδιαίτερες προσωπικές του εμπειρίες ώστε έτσι να τις θέσει υπό τον έλεγχό του. Για το σκοπό αυτόν κατέφυγε πρώτα στη μυθολογία και στα παραμύθια, έπειτα στο γνωστικισμό και στο μυστικισμό και τελικά στις ανατολικές θρησκείες και στην αλχημεία, αναζητώντας εκεί αντιστοιχίες με τις δικές του εμπειρίες. Μερικές φορές μάλιστα έδωσε νέες ερμηνείες σε αυτές τις «αντικειμενικές», «ιστορικές» αντιστοιχίες ανάλογα με το νόημα που έδινε ο ίδιος στις υποκειμενικές του εμπειρίες προκειμένου να τις δικαιολογήσει.

Εν τέλει ο Jung δημιούργησε την αναλυτική ψυχολογική του μέθοδο με σκοπό να προσδώσει αντικειμενικότητα και εγκυρότητα στις αυστηρά προσωπικές εμπειρίες του. Η ψυχολογία του Jung όφειλε να αποτελέσει ένα μήνυμα προς την ανθρωπότητα. Ωστόσο κατά κύριο λόγο υπηρετούσε έναν καθαρά προσωπικό στόχο. Η δική του υπαρξιακή κρίση, που παρουσίαζε «τα συστατικά στοιχεία μιας ψύχωσης», έπρεπε πρώτα από όλα να ερμηνευτεί «αντικειμενικά-επιστημονικά» ώστε να την θεωρήσει φυσιολογική και δικαιολογημένη και να την γενικεύσει. «Φυσικά αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι εγώ ως ψυχίατρος προβαίνοντας στο πείραμά μου ήρθα αντιμέτωπος σε κάθε βήμα μου με εκείνο το υλικό που συνιστά τα συστατικά στοιχεία μίας ψύχωσης και γι’ αυτό τα συναντά κανείς στο φρενοκομείο».

Κατά συνέπεια για τον Jung ήταν ζωτική η ανάγκη να δημιουργήσει μία δική του ψυχολογία : «Η επιστήμη μου ήταν το μέσο και η μοναδική δυνατότητα να βρω διέξοδο από εκείνο το χάος». «Εξαρχής μου ήταν σαφές πως ο μόνος τρόπος να βρω επαφή με τον εξωτερικό κόσμο και τους ανθρώπους ήταν να προσπαθήσω πολύ εντατικά να δείξω ότι το περιεχόμενο της ψυχικής εμπειρίας είναι “πραγματικό” και μάλιστα όχι μόνο επειδή είναι προσωπική μου εμπειρία αλλά επειδή πρόκειται για συλλογικές εμπειρίες… Αυτό προσπάθησα να αποδείξω αργότερα στο επιστημονικό μου έργο… Ήξερα ότι εάν δεν το κατόρθωνα, θα ήμουν καταδικασμένος σε απόλυτη μοναξιά».

Καταρχάς υιοθέτησε την υλιστική θεώρηση του Φρόϋντ ότι η ψυχή συγκροτείται από στρώματα, όπως και η Γη αποτελείται από διάφορα στρώματα. Αυτό είναι ένα λάθος της ψυχολογίας του βάθους στο οποίο ο Γιουνγκ επέμενε ακόμη περισσότερο μετά από ένα όνειρο που είδε. Στο όνειρο αυτό είχε δει ένα σπίτι με έναν υπόγειο θόλο, ένα κελάρι και υπέργειους ορόφους και το ερμήνευσε σαν συμβολισμό της ανθρώπινης ψυχής. Πάνω σε αυτήν τη βάση συνέλαβε τη διαίρεση της ψυχής σε τρία ξεχωριστά και αυτόνομα στρώματα που όμως αλληλοεπηρεάζονται: το συνειδητό με κέντρο το εγώ, το «προσωπικό ασυνείδητο» και το «συλλογικό ασυνείδητο», που με τη σειρά του συγκροτείται πάλι από περισσότερα στρώματα. Έτσι η δική του θεωρία για τα στρώματα της ψυχής προχωρεί μακρύτερα από εκείνη του Φρόϋντ.

… Ύστερα ο Γιουνγκ μετέφερε τη θεωρία της εξέλιξης από τις φυσικές επιστήμες στην ψυχολογία του. Ως εκ τούτου γι’ αυτόν η αποκαλούμενη ψυχική εξέλιξη, τόσο η ατομική όσο και η συλλογική, παίζει έναν πρωτεύοντα ρόλο.

Τέλος, ο Γιουνγκ δανείστηκε από τον ταοϊσμό την αρχή του γιανγκ και γιν. Έτσι κατασκεύασε μία ψυχολογία των αντιθέτων, σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη ψυχή αποτελείται από δίπολα, τα οποία είναι ενσωματωμένα στην «πρωταρχική και θεμελιακή ενότητα» των τριών στρωμάτων ή συστημάτων. Παραδείγματα τέτοιων «ψυχικών αντιθέτων» όπου ο πρώτος πόλος αντιστοιχεί στο γιανγκ και ο δεύτερος στο γιν είναι: συνειδητό-ασυνείδητο, λογική-παράλογο ή διαίσθηση, νόηση-αίσθημα, animus-anima κ.ο.κ.

Εκτός αυτού υπάρχουν επίσης τα δύο «ψυχικά» δίπολα στο «αρχέτυπο της σκιάς» : καλό, φως (γιανγκ) – κακό, σκότος (γιν). Αυτά και άλλα ψυχικά αντίθετα «αλληλοσυμπληρώνονται και ισοσταθμίζονται». Μαζί δε, απαρτίζουν μία «ενότητα» ή «ψυχική ολότητα».

… Στο προσωπικό μέρος του ανθρώπου ανήκουν μόνο όσα το εγώ «δημιούργησε ή απέκτησε με δική του συνειδητή προσπάθεια» και είναι αντίθετα προς τα «δημιουργήματα του συλλογικού ασυνείδητου».

Ο Γιουνγκ υποστήριξε ότι υπάρχει ένα τρίτο σύστημα μέσα στην ψυχή, το «συλλογικό ασυνείδητο». Τούτο είναι το πιο βαθύ, απροσπέλαστο στρώμα της προσωπικότητας, το «πρωταρχικό στρώμα» της ανθρώπινης ψυχής. Αυτό το «οικουμενικό ασυνείδητο» της ανθρωπότητας με τις εμπειρίες όλων των προγόνων μας, ζώων και ανθρώπων, χρωστά την ύπαρξή του στην εξέλιξη. Αποτελεί έναν τεράστιο συλλογικό αποθηκευτικό χώρο που περιλαμβάνει το υπερχρονικό, κληρονομικό (έμφυτο) απρόσωπο ή υπερατομικό παρελθόν. Το άτομο δεν έχει συνείδηση αυτού του παρελθόντος ούτε είναι εύκολο να την αποκτήσει.

Κατά τον Γιουνγκ από το συλλογικό ασυνείδητο πηγάζουν όλες οι ψυχικές διεργασίες. Είναι η πηγή της συνειδητής, δηλαδή «υποκειμενικής» σκέψης και η κινητήρια δύναμη που κινεί το άτομο. Ως εκ τούτου αποτελεί τη βάση της προσωπικότητας. Βέβαια το προσωπικό και το συλλογικό μέρος καθορίζουν από κοινού το πώς σκέφτεται, αντιδρά κ.λπ. το άτομο στο παρόν. Εντούτοις είναι κυρίως το συλλογικό ασυνείδητο, το κατά πολύ μεγαλύτερο, ισχυρότερο και σημαντικότερο τμήμα της προσωπικότητας που προδιαθέτει τον άνθρωπο.

Το συλλογικό ασυνείδητο, αυτό το τεράστιο «αυτόνομο», «αντικειμενικό» στρώμα της ψυχής σχηματίζει την «πραγματικότητα της ψυχής». Είναι η «αντικειμενική πηγή» παραφυσικής αντίληψης (όπως όνειρα, φαντασιώσεις, οπτασίες, φωνές από το επέκεινα, παραισθήσεις), παραφυσικών εμπειριών, μηνυμάτων, σκέψεων, εμπνεύσεων και γνώσεων. Αλλά δεν είναι απλώς η πηγή «αντικειμενικής σκέψης και γνώσης» παρά και όλης της «ανθρώπινης δημιουργίας», κατά τον Γιουνγκ.

Μεταξύ άλλων το σ.α. εκφράζεται μέσα στα παραμύθια, στους μύθους, στο μυστικισμό, στις θρησκείες και στα σύμβολα, όπως για παράδειγμα στο γνωστικισμό και στην αλχημεία. Κατ’ ακολουθία όλα αυτά αποτελούν επίσης μία «αντικειμενική», «ψυχική» πραγματικότητα. Ως εκ τούτου δεν πρέπει κανείς ούτε να τα κρίνει ούτε να τα αξιολογεί.

Λόγω του νόμου της ολότητας και της ισορροπίας όλες οι εκδηλώσεις της συλλογικής ψυχής πρέπει να έχουν την ίδια αξία και τα ίδια δικαιώματα με τις εκδηλώσεις του προσωπικού μέρους της προσωπικότητας. Δεν πρέπει τίποτα να υποτιμάται ή να απορρίπτεται γιατί αυτό οδηγεί σε νεύρωση.

Εκτός των άλλων, το σ.α. συνδέει τον άνθρωπο όχι μόνο με τους προγόνους του, «ζωικούς» και ανθρώπινους, αλλά και με τη «θεϊκή παγκόσμια ψυχή».

Θα πρέπει να παρατηρηθεί ωστόσο ότι η ερμηνεία του Jung για το σ.α. δεν έχει επιστημονικό υπόβαθρο παρά είναι απλώς μία υποθετική θεωρία. Δεν βασίζεται στην αντικειμενική παρατήρηση εμπειρικών δεδομένων, αλλά σε τρεις προϋποθέσεις και ιδεολογίες που στηρίζονται σε κοσμοθεωρίες και όχι στην επιστήμη: το (φιλοσοφικό) υλισμό, την (ψυχική) εξελιξιαρχία και τον πανθεϊσμό.

Τα περιεχόμενα του σ.α. ο Γιουνγκ τα ονόμασε «αρχέτυπα». Σύμφωνα με αυτόν αρχέτυπα είναι ασυνείδητες, προσχηματισμένες εικόνες που έχουν κληρονομηθεί από το πρώτο στάδιο εξέλιξης των «ζωικών» και ανθρώπινων προγόνων μας και ως εκ τούτου είναι «πρωτόγονες». Αυτές οι «αρχέγονες» εικόνες περιέχουν κληρονομημένες δυνατότητες ή τάσεις του ατόμου να αντιληφθεί, να σκεφθεί και να βιώσει με ένα προκαθορισμένο τρόπο. Παραδείγματα τέτοιων εικόνων είναι τα αρχέτυπα ο πατέρας, η μητέρα, το παιδί, ο ήρωας, ο σοφός γέροντας, η μάγισσα, ο μάγος, η γέννηση, ο θάνατος και η «ολότητα»∙ επίσης «θρησκευτικά μοτίβα» όπως ο παράδεισος, το πρωταρχικό αμάρτημα, η αναγέννηση (ο θεός που πεθαίνει και ανασταίνεται), οι θεοί, οι δαίμονες, ο διάβολος. Αλλά και η ίδια η «θρησκευτική αναζήτηση» αποτελεί ένα αρχέτυπο της ανθρώπινης εξέλιξης. Το αρχέτυπο «θεός» στη «συλλογική ψυχή» κάθε ανθρώπου μαζί με την προσωπική του «εμπειρία του θεού» συνιστά το «σύμπλεγμα του θεού». Αυτό επηρεάζει τη συμπεριφορά του ανθρώπου με αποτέλεσμα να χωρίζει τα πάντα σε κατηγορίες του τύπου καλό-κακό, αρετή-ανηθικότητα. Αυτά τα αρχέτυπα αλλά και άλλες «προβολές αρχετυπικού περιεχομένου» είναι ίδια σε όλη την υφήλιο. Διαφορές υπάρχουν μόνο ως προς την εξέλιξή τους και την ιδιαίτερη έκφρασή τους. Εκτός αυτού τα αρχέτυπα προδιαγράφουν τη συμπεριφορά και τη δράση, καθώς είναι ασυνείδητα, κληρονομημένα μοντέλα ή τάσεις που ακολουθεί το άτομο στις αντιδράσεις και στις πράξεις του.

Πρέπει να σημειωθεί ότι τα αρχέτυπα δεν τα ανακάλυψε ο Γιουνγκ αλλά ήταν γνωστά από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία και ο ίδιος τα συνέκρινε με τη διδασκαλία του Πλάτωνα περί ιδεών. Έτσι και σε αυτήν την περίπτωση πήρε έναν ήδη υπάρχοντα όρο και του έδωσε ένα διαφορετικό περιεχόμενο.

Το αρχέτυπο της «σκιάς»: Αυτό το αρχέτυπο κατάγεται από το «προανθρώπινο» στάδιο. Γι’ αυτό παριστάνει την αρχική «ζωική» φύση του ανθρώπου ή «το ζώο μέσα μας» με τα ζωικά (κτηνώδη) ένστικτα. Έτσι ταυτίζεται με το «κατώτερο» μέρος, «τον πρωτόγονο άνθρωπο μέσα μας». Η σκιά ως μέρος του «προσωπικού ασυνείδητου» ανήκει στο εγώ μας, ως αρχέτυπο του «αντίθεου» (διαβόλου) ανήκει στη «συλλογική ψυχή» του ανθρώπου.

Ο Γιουνγκ διαίρεσε και το αρχέτυπο της σκιάς σε δύο πόλους. Έτσι από τη μια πλευρά αποτελεί την πηγή κάθε κακού, της κακίας και της ανηθικότητας μέσα στον άνθρωπο, ανάλογα με το τι θεωρεί η εκάστοτε κοινωνία κακό και ανήθικο.

… Για να υπάρχει αρμονική συμβίωση με τον περίγυρο πρέπει «το ζώο μέσα μας να τιθασευτεί» ως έναν βαθμό. Αλλά μόνο στο βαθμό που συγκρούεται με την κρατούσα ηθική και τους νόμους.

… Για να υπάρχει όμως εσωτερική αρμονία, «ψυχική ισορροπία» πρέπει η σκοτεινή πλευρά και το κακό να έχουν επίσης το δικαίωμα να αναπτυχθούν πλήρως. Ποτέ δεν πρέπει να υπερεκτιμάται, να υπερτονίζεται ή να υπερέχει μόνο μία πλευρά, π.χ. η Persona (ο καλλιεργημένος άνθρωπος). Γι’ αυτό, λέει ο Γιουνγκ, ποτέ δεν πρέπει να απορρίπτεται ή να καταπιέζεται το κακό, όπως κάνει η χριστιανική θρησκεία. «Όσο πιο πολύ απωθείται το ζώο στο εσωτερικό του ανθρώπου, τόσο πιο κτηνώδες γίνεται».

Ταυτόχρονα όμως η σκιά αποτελεί επίσης την πηγή του καλού και της ηθικής στον άνθρωπο. Αυτή η φωτεινή πλευρά της σκιάς είναι συμπληρωματική προς τις «πρωτόγονες τάσεις» της σκοτεινής πλευράς της.

… Ο γιουγκικός νόμος της «ψυχικής ισορροπίας» θεωρεί και τις δύο πλευρές της σκιάς σαν ίσης αξίας. Ποτέ δεν πρέπει να υπερτερεί η «καλή» πλευρά, γιατί τότε το άτομο καταλήγει σε «ψυχική ανισορροπία» και σε νεύρωση.

… Φαινομενικά ο Γιουνγκ δείχνει να παίρνει στα σοβαρά το κακό. Αλλά μειώνει τη σημασία του και τη σχετικοποιεί καθώς το εξαρτά πάντα από την κρατούσα αντίληψη περί καλού και κακού της εκάστοτε κοινωνίας. Αυτή όμως είναι σχετική αφού μεταβάλλεται στο χρόνο και διαφέρει από τη μία κοινωνία στην άλλη.

… Για τον Γιουνγκ το κακό στον άνθρωπο δεν οφείλεται στην ανυπακοή του απέναντι στον θεό, τον πρώτο και σημαντικότατο νομοθέτη, παρά στους «ζωικούς προγόνους» του.

…Το καλό και το κακό αποτελούν γι’ αυτόν απλώς «ενδοψυχικές» αντιθέσεις. Η αμαρτία ενώπιον του θεϊκού νόμου είναι ανύπαρκτη στην ψυχολογία του.

…Ο Σατανάς είναι απλώς ένα αρχέτυπο μέσα στον καθένα και όχι μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Ο Σατανάς ή «αντίχριστος», όπως και οι δαίμονες, αποτελεί απλώς μία προσωποποιημένη προβολή του αρχέτυπου της σκιάς.

«Πρώτα η αγάπη για τη σκιά μου και η αποδοχή της από μέρους μου συνιστούν τη βάση για μία ηθική στάση απέναντι στον άλλον», αυτή δηλαδή είναι η προϋπόθεση της αγάπης του πλησίον κατά τον Γιουνγκ.

Πρόκειται δηλαδή για μία νέα αξιολόγηση και αντιστροφή της έννοιας του καλού και του κακού. «Καλό» είναι η κατάφαση του εσωτερικού κακού∙ «κακό» είναι ο αγώνας εναντίον του κακού, αφού αυτό ανήκει στην ατομική σκιά.

«Καλό» είναι ό,τι οδηγεί στην ολότητα∙ «κακό» ό,τι οδηγεί στο δυισμό, στην απόλυτη υπεροχή του καλού. Η αποδοχή και ενσωμάτωση του κακού είναι «καλή»∙ η διάκριση σε καλό και κακό είναι «κακή».

… Επειδή η αποδοχή του κακού είναι υποτίθεται απαραίτητη, αυτό σημαίνει ότι ο ψυχικά ασθενής αλλά και ο καθένας είναι «ηθικά υπεύθυνος» – και δη απέναντι στον εαυτό του – εάν δεν κάνει το κακό. Έτσι η ευθύνη της αποδοχής και της ενσωμάτωσης του κακού αντικαθιστά την ευθύνη απέναντι στον θεό τόσο για τη διάπραξη του κακού όσο και για την παράλειψη του καλού. Κατά συνέπεια η «ολιστική» ηθική, ακόμη και αυτή που υπηρετεί την ψυχοθεραπεία, είναι διαμετρικά αντίθετη με το Λόγο του Θεού.

Η θρησκευτική κοσμοθεωρία του Γιουνγκ: Στο σχόλιο που έγραψε ο Γιουνγκ για ένα βιβλίο του H. Zimmer κατονομάζει αυτά που πρέπει να μάθει ο χριστιανισμός από τις ανατολικές θρησκείες. Για παράδειγμα αναφέρει την «ισορροπία των αντιθέτων» στον ταοϊσμό. Αντίθετα ο χριστιανισμός προσπαθεί να νικήσει το κακό για να επικρατήσει το καλό. Για τον Γιουνγκ είναι «αυταπάτη» να νομίζει κάποιος ότι μπορεί συνεχώς η μία πλευρά να «καταπιέζει» την άλλη. Αναγκαστικά θα συμβεί μία έκρηξη και θα επικρατήσει τελικά το κακό, υποστηρίζει. Επειδή «και το κακό θέλει να ζήσει» η «λύση» είναι να επιδιώκεται «ισορροπία των αντιθέτων».

Ο Γιουνγκ επιχείρησε σε όλη του τη ζωή να αποδείξει ότι το κακό αποτελεί ένα μέρος της οντότητας και της βούλησης του θεού. Κατ’ αυτόν είναι «δυισμός» η πίστη σε έναν θεό και σε έναν αντίθεο. Ο θεός είναι «αμφιταλαντευόμενος», έχει μία φωτεινή και μία «σκοτεινή» πλευρά με «σκοτεινές πράξεις». Αλλά το πρόβλημα ήταν ότι ο θεός δεν είχε συνείδηση της σκοτεινής πλευράς του μέχρι τον ερχομό του Ιώβ. Ο Ιώβ ήταν «ηθικά ανώτερος» του θεού γιατί υπέφερε άδικα∙ επίσης υπερτερούσε του θεού σε συνειδητότητα. Χάρη στον Ιώβ ο θεός αποφάσισε να συνειδητοποιήσει τη σκοτεινή πλευρά του. Γι’ αυτόν το λόγο ενανθρωπίστηκε ως Ιησούς. Έτσι ο θεός «που υπέφερε επί αιώνες γιατί δεν είχε αυτή τη συνείδηση», χρειάζεται τον άνθρωπο για να συνειδητοποιήσει τη διπλή του φύση. Αποτέλεσμα αυτής της συνειδητοποίησης ήταν «η διχοτόμηση της ολότητας». Έτσι δημιουργήθηκε ένα φωτεινό και ένα σκοτεινό βασίλειο. Αυτή η μεταφυσική διχοτόμηση επιβίωσε εμφανέστατα και στο χριστιανισμό: ενώ στην Π. Διαθήκη ο Σατανάς βρίσκεται στην άμεση ακολουθία του Ιεχωβά, στο εξής παριστάνει τη διαμετρική και αιώνια αντίθεση προς το θείο κόσμο.

… Ο Χριστός είναι μόνο η ενσάρκωση της καλής πλευράς του θεού και άρα μονομερής και ατελής. Η «σκοτεινή» πλευρά του θεού είναι ο Σατανάς τον οποίον πρέπει να ενσωματώσει ο άνθρωπος για «να ξεπεραστεί ο δυισμός της χριστιανικής παράδοσης».

…Το μένος του Γιουνγκ δεν στρεφόταν μόνο κατά του θεού της Π. Διαθήκης μα και κατά του θεού της Αποκάλυψης. Στο β΄ μέρος του βιβλίου για τον Ιώβ επιτίθεται στη χριστιανική εικόνα του δίκαιου και αγαθού θεού. Ο ίδιος, εβδομηνταεπτάχρονος πλέον, αποκαλύπτει: «Εάν υπάρχει αυτό που ονομάζουν βίαιη κατάληψη από ένα πνεύμα, τότε με αυτόν ακριβώς τον τρόπο γράφτηκε εκείνο το κείμενο».

***

Στο βιβλίο του Αιών ο Γιουνγκ ασχολήθηκε με τον Χριστό και με το χριστιανισμό. Για αυτόν ο Χριστός είναι απλώς ένα «αρχετυπικό σύμβολο», π.χ. ένα σύμβολο για τον «Εαυτό» ή την «ολότητα». Έτσι διχοτόμησε το πρόσωπο του Ιησού Χριστού στον Ιησού, που υπήρξε απλώς άνθρωπος, και στον Χριστό, σύμβολο ενός αρχέτυπου. «Εάν ο Ιησούς ήταν ο ζωντανός Χριστός και ο Λόγος, δεν το ξέρουμε. Ούτως ή άλλως είναι αδιάφορο… καθότι η εικόνα του θεανθρώπου είναι ζωντανή μέσα στον καθένα μας και ενανθρωπίστηκε (δηλαδή έγινε προβολή της) στον άνθρωπο Ιησού για να γίνει ορατή. Έτσι οι άνθρωποι μπόρεσαν να αναγνωρίσουν ότι είναι ο εσωτερικός τους άνθρωπος, ο Εαυτός τους».

Το ότι η «ασυνείδητη ψυχή» περίμενε ακριβώς τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή να γίνει η ενανθρώπηση, οφείλεται στην τότε αστρολογική συναστρία όπου κυριαρχούσε το «αρχέτυπο Άνθρωπος». Γι’ αυτόν το λόγο ο ερχομός του Χριστού μπόρεσε «να προβλεφθεί αστρολογικά». Ωστόσο δεν είναι ιστορικά βέβαιο, συνεχίζει ο Γιουνγκ, πως ο βιβλικός Ιησούς υπήρξε ως ιστορική μορφή. Τα ευαγγέλια έχουν έναν «ανιστορικό χαρακτήρα».

… Ο Χριστός είναι ένα σύμβολο του κεντρικού «αρχέτυπου Εαυτός» αλλά μόνο για το Δυτικό, χριστιανικό πολιτισμό. Το αντίστοιχο σύμβολο στην Ασία είναι ο Βούδας ή «το άτμαν ή το Τάο».

Το ότι ο Θεός αποκαλύφθηκε μέσα στο σώμα του Ιησού Χριστού δεν είναι μοναδικό ούτε πρωτότυπο γεγονός. Το ίδιο συμβαίνει παντού και πάντα. Γιατί η «ενανθρώπηση του θεού στη θρησκευτική-μεταφυσική γλώσσα» σημαίνει στην ψυχολογία «αυτοπραγμάτωση», πίστευε ο Γιουνγκ. Έτσι ο Χριστός εκφυλίζεται σε ένα σύμβολο για ψυχικές διαδικασίες όπως η «ψυχική εξέλιξη» ή «αυτοπραγμάτωση».

Ως σύμβολο του «Εαυτού» ο Χριστός συμβολίζει την «ψυχική ολότητα» του ανθρώπου. Όμως ο Εαυτός «περιλαμβάνει τόσο το φως όσο και το σκότος» και άρα ο Χριστός, το φως, αντιστοιχεί μόνο στη μία πλευρά του. Η άλλη, η σκοτεινή πλευρά είναι ο αντίχριστος. Συνεπώς ο Χριστός χρειάζεται «να συμπληρωθεί με τον αντίχριστο» ή Σατανά, για να μπορεί να συμβολίζει την ολότητα του ανθρώπου.

Συν τοις άλλοις ο Χριστός είναι «ένα σύμβολο του αρχέτυπου Θεός-Σωτήρας» στην ανθρώπινη συλλογική ψυχή, ένα «πανάρχαιο» αρχέτυπο. Ο Χριστός παριστάνει μία μόνο από πολλές άλλες προβολές του αρχετυπικού Σωτήρα, ούτε την πρώτη ούτε την τελευταία. Ανάλογες θεωρήσεις υπήρχαν ήδη παλιότερα π.χ. στην Ινδία και στην Περσία : «Πάνω σε αυτό το πρότυπο δημιουργήθηκε η διδασκαλία για τον Χριστό-Σωτήρα της ανθρωπότητας», συμπεραίνει ο Γιουνγκ.

Εκτός αυτού το μήνυμα του θανάτου και της ανάστασης έχει «καταβολές» στους μύθους και στις μυστηριακές θρησκείες : «Η ιδεολογία του μυστηρίου (του θανάτου και της ανάστασης του Υιού του Θεού) προεικονίζεται στους μυθολογικούς κύκλους του Όσιρι, του Ορφέα, του Διονύσου, του Ηρακλή. Αυτές οι προεικονίσεις συναντώνται ήδη στους πρωτόγονους μύθους των ηρώων, όπου ήδη παίζει έναν ρόλο η υπέρβαση του θανάτου».

… Σύμβολο του Εαυτού δεν είναι μόνο το «μυθικό μοτίβο» του θανάτου του θεού, αλλά και η σταύρωση: «Η πράξη της σταύρωσης… αποτελεί μία Τετράδα, ήτοι μία ολότητα διαιρεμένη στα τέσσερα, το κλασσικό σύμβολο του εαυτού».

Συνακόλουθα και ο σταυρός, που είναι «ένα mandala χωρισμένο στα τέσσερα, παριστάνει επίσης ένα αρχετυπικό σύμβολο του Εαυτού. Καθώς συμβολίζει την ολότητα, λέει ο Γιουνγκ, ενσωματώνει και νομιμοποιεί το κακό (την αμαρτία) και τον κακό (το Σατανά). Και συνεχίζει: «ο σταυρός συνενώνει καλό και κακό, Χριστό και Αντίχριστο κ.ο.κ. και συνεπώς σημαίνει ελευθερία από τις αντιθέσεις. Αυτό συμφωνεί πλήρως με τις αντίστοιχες ιδέες της Ανατολής αλλά και με τη ψυχολογία αυτού του αρχετυπικού συμβόλου».

Ο Γιουνγκ, επειδή δεν αναγνώριζε ότι ο Γιος του Θεού σήκωσε στο σταυρό όλες τις αμαρτίες της ανθρωπότητας, ισχυριζόταν : «Αντί να σηκώνουμε μόνοι μας τον εαυτό μας, δηλαδή το σταυρό μας, φορτώνουμε το Χριστό με τα άλυτα προβλήματά μας… Ο Χριστός σήκωσε μόνος του το σταυρό, ο οποίος ήταν ο δικός του».

Η εικόνα του θεού στον Γιουνγκ: Γράφοντας τον πρόλογο στο Θεός και Ασυνείδητο του V. White, ο Γιουνγκ δήλωνε : «Με τον όρο ‘θεός’ μπορεί να εννοηθεί ο Ιεχωβά, ο Αλλάχ, ο Δίας, ο Σίβα ή ο Χιντσιλπόχτλι… Ο θεός είναι ένας αναγκαίος ψυχικός παράγοντας που δεν απαιτεί να έχει ένα συγκεκριμένο όνομα, παρά πρόθυμα δέχεται να ονομαστεί επίσης Λογική, Ενέργεια, Ύλη ή και Εγώ ακόμη».

… Ο Γιουνγκ χρησιμοποιούσε το όνομα “θεός” με πολλαπλή έννοια. Σύμφωνα με τον πανθεϊστικό του πιστεύω ο θεός είναι ένα είδος «Παγκόσμιας Ψυχής», δηλαδή ένας απρόσωπος παράγοντας, με τον οποίον προφανώς δεν μπορεί να υπάρχει προσωπική σχέση.

Αν και οι ορισμοί του Γιουνγκ για το θεό αντιφάσκουν, τελικά ο θεός του είναι αποκλειστικά και μόνο μία «ψυχική» κατηγορία, που σχεδόν ταυτίζεται πλήρως με το σ.α. ή με τον Εαυτό. «Ο θρησκευόμενος ονομάζει το absconditum (απόκρυφο) θεό, ο επιστημονικός νους Ασυνείδητο».

… Επειδή στη γιουνγκική θεωρία ο «Ατομικός Εαυτός» περιέχεται στον «Παγκόσμιο Εαυτό», άρα ο άνθρωπος βρίσκεται «εκ φύσεως» μέσα στον θεό. Η ασυνείδητη ψυχή, όντας «μέρος της Παγκόσμιας Ψυχής», είναι μέρος του θεού και ως εκ τούτου θεϊκή.

Επομένως η «αυτοπραγμάτωση» υπό την έννοια του Γιουνγκ σημαίνει ότι ο άνθρωπος γίνεται θεός, αυτό που εν δυνάμει υπήρξε ανέκαθεν στη συλλογική ψυχή του.

… Ο Γιουνγκ βλέπει τον θεό σαν μία «coincidentia oppositorum», σαν μία ολότητα που συνενώνει εντός της τις αντιθέσεις. Έτσι, σε αντίθεση με το Κατά Ιωάννη 4,24, ο θεός είναι πνεύμα και ύλη, άρρεν και θήλυ.

Η θεωρία του Γιουνγκ για τον Animus και την Anima λέει ότι κάθε άτομο κρύβει στο ασυνείδητό του μία προσωπικότητα με το αντίθετο φύλο από το δικό του. την ίδια θεωρία επανέλαβε και για τον θεό επισημαίνοντας ότι δυστυχώς αυτή η «ανδρόγυνη φύση του θεού» δεν συμπεριλήφθηκε ως έπρεπε στο δόγμα της θείας Τριάδος και η «ανδρική πλευρά» υπερτονίστηκε. Γι’ αυτό το λόγο η Τριάδα πρέπει να συμπληρωθεί από το θηλυκό για να βρει την ολότητά της.

Όπως προαναφέρθηκε, ο θεός είναι για τον Γιουνγκ «και καλός και κακός». Οι εκκλησιαστικοί πατέρες διέπραξαν μία υπερφίαλη υπερβολή χαρακτηρίζοντας τον θεό «αγαθότατο». Καλό και κακό αποτελούν «τα δύο χέρια του θεού», εκδηλώσεις του ενός θεού. Επομένως το κακό δεν είναι αντίθεο, παρά αντίθετα «μία ιδιαίτερη θεία βούληση». Για παράδειγμα «ήταν η πρόθεση του Θεού να αμαρτήσουν αναγκαστικά ο Αδάμ και η Εύα». Ο Γιουνγκ συγχέει εδώ την ανάγκη λήψης μιας απόφασης με μία αναγκαστική υποτίθεται αμαρτία, γιατί στην πραγματικότητα ο θεός ήθελε να αποφασίσουν οι πρωτόπλαστοι ελεύθερα, όχι να αμαρτήσουν.

Τη θεωρία της Τετράδας σαν σύμβολο της τελειότητας την επεξεργάστηκε ο Γιουνγκ εκτενώς σε συνάρτηση με τη θεία Τριάδα. Ο τριαδικός θεός «χρειάζεται να ολοκληρωθεί» με τον τέταρτο άξονα, το Διάβολο, για να είναι τέλειος.

«Η “λατρεία του θεού”, ήτοι η υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος στον θεό», είναι να στοχαστεί για τις αντιθέσεις εντός του «θεού» και για τη συμφιλίωσή τους στον «εαυτό» του. Αυτός είναι ο λόγος της ανθρώπινης ύπαρξης. Η εξέλιξη και η ωρίμανση της «Παγκόσμιας Ψυχής» ή του «θεού» εξαρτάται από τη δραστηριότητα ενός ανθρώπου όπως ο ίδιος ο Γιουνγκ.

Όσο εντονότερη είναι η σύγκρουση των αντίθετων πόλων την «Εποχή των Ιχθύων», τόσο περισσότερο ωριμάζει ο πόθος να συμφιλιωθούν και να ενωθούν. Είναι ο πόθος να νομιμοποιηθεί και να ενσωματωθεί το κακό, το παράλογο, ο διάβολος, ο πόθος για «ολότητα», για την Εποχή του «Υδροχόου». Η εποχή του Υδροχόου είναι για τον Γιουνγκ η «Εποχή του Αγίου Πνεύματος» που θα εκχύσει τα πνευματικά του ρεύματα προκειμένου να ενωθούν τα αντίθετα. Το Πνεύμα, που «στην προβολή της ψυχής ονομάζεται “Άγιο Πνεύμα”… είναι, όπως ο Εαυτός, η ανώτερη Αρχή της ολότητας που βρίσκεται «υπεράνω» των αντιθέσεων.» Κατά συνέπεια η Εποχή του Αγίου Πνεύματος σημαίνει την υποταγή του Χριστού σε αυτό. Στην «εξέλιξη της Παγκόσμιας Ψυχής» το Άγιο Πνεύμα προσφέρει περισσότερα από τον Χριστό. Γιατί το Πνεύμα φέρνει αρμονία και ενώνει, ενώ ο Χριστός οξύνει, χωρίζει και διχάζει.

Καθώς το Άγιο Πνεύμα ως «Αρχή της Ολότητας “ενσωματώνει” το διάβολο», οδηγεί τη θεία Τριάδα στην τελείωση, στο να γίνει τετράδα και έτσι να ολοκληρωθεί.

Ένας αντίλογος: Η διαίρεση του Κυρίου σε Ιησού και σε Χριστό, η άρνηση ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, δεν αποτελεί πρωτότυπη ιδέα του Γιουνγκ, αλλά είναι πάρα πολύ παλιά: «Ποιος είναι ο ψεύτης; Δεν είναι αυτός που αρνείται πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός;» (Ιωάννη Α΄ Επιστολή 2,22). Ωστόσο δεν ήταν η αστρολογία αλλά ο θεός που είχε προφητεύσει μέσω του Λόγου του ότι θα ερχόταν ο λυτρωτής της ανθρωπότητας από την αμαρτία. Ήταν ο θεός, και όχι το υποτιθέμενο «αρχέτυπο Άνθρωπος» ο κυρίαρχος «παράγοντας» που έστειλε τον Ιησού Χριστό στη Γη.

Ο Ιησούς Χριστός εισήγαγε την Εποχή της Χάρης με τη σταύρωση και την ανάσταση. Ο Γιουνγκ βλέπει μόνο τις αστρολογικές συναρτήσεις, επειδή ο Ιησούς εμφανίστηκε στην αρχή της Εποχής των Ιχθύων. Για τους πρώτους χριστιανούς όμως ΙΧΘΥΣ ήταν απλώς τα αρχικά του σωτήρα τους.

Για τον Γιουνγκ ο Ιησούς Χριστός ήταν απλώς ένα σύμβολο της ανθρώπινης ψυχής ή μία προβολή του «αρχέτυπου Εαυτός». Ο Ιησούς Χριστός ως θείο πρόσωπο δεν τον ενδιέφερε. Ούτε τον ενδιέφερε η ζωή και ο θάνατος του ιστορικού Ιησού Χριστού, αφού κατά την άποψή του δεν είχε σώμα. Τον Γιουνγκ τον ενδιέφερε μόνο η δική του θεώρηση για τον Χριστό και το σταυρό, περιορίζοντας τη σημασία και των δύο σε απλά σύμβολα. Δεν παραδεχόταν ότι ήταν ο ιστορικός Ιησούς Χριστός που λύτρωσε την ανθρωπότητα. Άλλωστε για τον Γιουνγκ η μη αναγνώριση, η μη αποδοχή και η μη ενσωμάτωση του κακού όπως και η εμπιστοσύνη στον Ιησού Χριστό είναι δείγμα ψυχικής πάθησης.

… Ούτως ή άλλως θεωρούσε τη Βίβλο ανθρώπινο, μυθολογικό έργο. Δεν πίστευε ότι ο Λόγος του Θεού είναι η αντικειμενική αλήθεια και δεν πίστευε καν ότι υπάρχει μία αντικειμενική αλήθεια.

Αναμφίβολα ο Γιουνγκ διαμόρφωσε ένα πολύ ιδιαίτερο θρησκευτικό σύστημα με πολλά ξεχωριστά χαρακτηριστικά, από τα οποία θα αναφερθούν εδώ μερικά.

Καταρχάς το θεμελιώδες χαρακτηριστικό αυτού του συστήματος είναι ότι στηρίζεται σε μία ψυχολογική, αρχετυπική βάση. Γενικά η μόνη πραγματικότητα που αναγνώριζε ο Γιουνγκ, ακόμη και στο θρησκευτικό πεδίο, ήταν «η πραγματικότητα της (ασυνείδητης) ψυχής» από την οποία εξαρτούσε τα πάντα. Για τον Γιουνγκ η θρησκεία δεν είναι μία μορφή «ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης» όπως υπέθετε ο Freud. Ούτε συναρτάται με μία θρησκευτική ανάγκη του ανθρώπου να βρει βοήθεια, προστασία, λύτρωση από την αμαρτία, τον πόνο ή το φόβο του θανάτου. Αντίθετα, έλεγε ο Γιουνγκ, η θρησκεία έχει μία «ψυχική» αιτία, είναι μία έκφραση της «πραγματικότητας της ψυχής». Εξαρτάται από τα αρχέτυπα και ως εκ τούτου αποτελεί «ψυχική αναγκαιότητα». Ο Erich Fromm παρατήρησε σωστά ότι ο Γιουνγκ υποβάθμισε τη θρησκεία σε ένα ψυχολογικό φαινόμενο ενώ συγχρόνως αναβάθμισε το συλλογικό ασυνείδητο ανάγοντάς το σε θρησκευτικό φαινόμενο.

Για τον Γιουνγκ συνεπώς η καταγωγή κάθε θρησκείας είναι η ανθρώπινη ψυχή∙ αλλά και το αντικείμενο της θρησκείας «δεν είναι άλλο από την ψυχή» ως εμπειρία της προσωπικής συλλογικής ψυχής, με άλλα λόγια εμπειρία του Εαυτού.

Ο Γιουνγκ αντιδρούσε στη βιβλική θεώρηση που βλέπει τον άνθρωπο μέσα στην αμαρτία του και σε απόλυτη εξάρτηση από τον Θεό για τη σωτηρία του. Αντ’ αυτού υιοθέτησε το ασιατικό θρησκευτικό πρότυπο που θέλει τον άνθρωπο να αυτολυτρώνεται. Αυτήν την ιδέα της αυτολύτρωσης ενέταξε ύστερα στην αναλυτική ψυχολογία του και στην ψυχοθεραπεία. Με τις θέσεις του στο θέμα της θρησκείας και με το ψυχολογικό του σύστημα έγινε ο πρόδρομος ενός συγκρητισμού Ανατολής και Δύσης αναμειγνύοντας συνειδητά στοιχεία και από τις δύο πλευρές αλλά αλλοιώνοντας τα κεντρικά μηνύματά τους.

Μάλιστα ο Γιουνγκ εκτιμούσε για τον εαυτό του ότι ήταν ο θεραπευτής του χριστιανισμού. Επιδίωξή του ήταν να αλλάξει το χριστιανικό «πρότυπο του θεού». Εάν ο χριστιανισμός «θέλει να έχει μέλλον, αντί να παράγει δυστυχία, οφείλει να αφομοιώσει τη σκιά του θεού (το Σατανά ή Αντίχριστο), τη Γη (την ύλη) και το θήλυ στο θεϊκό του πρότυπο».

 

Μία συνοπτική κρίση: Στην ψυχολογία του Γιουνγκ οι παραφυσικές πηγές γνώσεις αλλά και οι μυθολογικές, γνωστικιστικές, αποκρυφιστικές και ασιατικές πηγές καταλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερο χώρο από όσο το υλικό που συνέλεξε πάνω στην πράξη της ψυχοθεραπείας. Έτσι διαμόρφωσε τις θεωρίες του βασιζόμενος περισσότερο σε αυτές τις κεντρικές ιδέες του εσωτερισμού παρά σε πραγματικά εμπειρικά δεδομένα. Γι’ αυτό η Χέντα Χέρβιγκ παρατηρεί: «Ο Γιουνγκ δεν ασκεί επιστήμη ούτως ώστε να αποκτήσει βήμα-βήμα αντίληψη της πραγματικότητας μέσα από το δρόμο της έρευνας. Αντίθετα αναζητεί τρόπους να στηρίξει επιστημονικά τις «αποκαλύψεις» του. Όταν η υπόθεση που θέτει δεν επαληθεύεται [από τα πραγματικά δεδομένα], δεν την διορθώνει, παρά ξεδιαλέγει το υλικό του έτσι που να επαληθεύει τη θεωρητική του υπόθεση. Επομένως δεν τον ενδιαφέρει η αλήθεια παρά το πρεστίζ του∙ δεν υπηρετεί την αλήθεια παρά μια ιδεολογία».

Το σύνολο της αναλυτικής ψυχολογίας βασίζεται σε αυστηρά προσωπικές «εσωτερικές» εμπειρίες του Γιουνγκ. Δεν είναι ουδέτερος παρατηρητής «ψυχικών» φαινομένων∙ τουναντίον συμμετέχει σε αυτά και επιπλέον τα πιστεύει και μάλιστα πιστεύει στις προσωπικές παραφυσικές εμπειρίες, στα όνειρα, στα οράματα, στις φωνές και στις εμφανίσεις από τον άλλον κόσμο. Αντί να τα ελέγξει όλα αυτά, τα αναβιβάζει κατασκευάζοντας μία «ψυχολογία».

Ο ίδιος ο Γιουνγκ παραδέχτηκε κάποτε : «Υπήρχε ένα δαιμόνιο μέσα μου και αυτό αποφάσιζε σε τελευταία ανάλυση… Στη ζωή μου τον κύριο ρόλο τον έπαιζε αυτός ο δεύτερος και εγώ προσπαθούσα πάντα να αφήσω να εκφραστεί ελεύθερα ό,τι με πίεζε από μέσα μου».

…Από το 1934 και ύστερα η κοσμοθεωρία του επηρεάστηκε από την αστρολογία. Από αυτήν τη σκοπιά έκρινε φαινόμενα και γεγονότα όπως ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, τα ούφο ή ο χριστιανισμός.

… Συν τοις άλλοις μετά το 1928 «η αλχημεία» έπαιξε έναν αποφασιστικότατο ρόλο στην ψυχολογία του Γιουνγκ». Στους αλχημιστές βρήκε την ιδέα της Παγκόσμιας Ψυχής προσωποποιημένη στον Ερμή, μία οντότητα θεϊκής καταγωγής πνευματική και υλική συνάμα. Τέλος στην αλχημεία, που κατά τα λεγόμενά του τόνιζε ιδιαίτερα το κακό, ο Γιουνγκ βρήκε μία επιβεβαίωση του δικού του θεωρήματος για τη σύνθεση καλού και κακού. Ακριβώς επειδή τόνιζε το κακό την θεωρούσε σαν το «αναγκαίο συμπλήρωμα» του χριστιανισμού. Μεταξύ άλλων τον γοήτευε η ιδέα ότι οι αλχημιστές θεωρούσαν «ατελές» το λυτρωτικό έργο του Χριστού και ήθελαν να βοηθήσουν να τελειωθεί.

Η ψυχολογία του Γιουνγκ στην ουσία είναι ένα θρησκευτικό δόγμα που προτείνει έναν δρόμο για τη σωτηρία. Ο απώτερος θρησκευτικός στόχος είναι η αυτολύτρωση από τις αντιθέσεις του όντος. Η κατάργηση των αντιθέσεων, η πλήρης αδιαφορία απέναντι στο καλό ή στο κακό, στην αλήθεια ή στο ψέμα κ.ο.κ. συνεπιφέρει μία «ανώτερη συνείδηση», τη βίωση του satori (του φωτισμού).

… Καθόσον το κακό δεν είναι εχθρός του καλού ούτε το ψέμα της αλήθειας κ.ο.κ. οι αντιθέσεις είναι «σχετικές» και ισοσταθμισμένες και συνεπώς μπορεί κάλλιστα να τις συνθέσει κανείς. Από τη σύνθεση προκύπτει μία νέα ενότητα. Από το γιανγκ και το γιν γεννιέται ένα τρίτο, η παράδοξη ενότητα του Τάο.

Το να υπερτονίζει ή να απολυτοποιεί κάποιος το καλό, το φως, την αλήθεια, σημαίνει ότι «καταπιέζει» το κακό, το σκότος, το ψέμα. Ως εκ τούτου διαπράττει αμαρτία σε βάρος της ενότητας και της ολότητας. Αυτό εμποδίζει την ανάπτυξη και την ανέλιξη της ανθρωπότητας και των μεμονωμένων ατόμων. Κατ’ ακολουθία κάθε άνθρωπος, λέει ο Γιουνγκ και ιδιαίτερα κάθε χριστιανός που διαχωρίζει το καλό από το κακό λόγω της ασυμβατότητάς τους, είναι υπαίτιος για κάθε δυσαρμονία και όξυνση των αντιθέσεων. Το ίδιο ισχύει για όποιον τονίζει και απολυτοποιεί το καλό, την αλήθεια ή τον Χριστό. Αυτός είναι «το μεγάλο εμπόδιο στην αρμονία», την ενότητα και την ολότητα.

Εκτός αυτού ο θρησκευτικός, υπέρτατος στόχος της ψυχολογίας του Γιουνγκ είναι η ένωση του προσωπικού Εαυτού με τον υπερπροσωπικό Εαυτό. Αρχή και προορισμός της «ψυχικής εξέλιξης» είναι η ενότητα του όντος. Η γιουνγκική μέθοδος της ενεργής φαντασίας (active imagination) και της εξατομίκευσης αποτελεί έναν «δυτικό δρόμο της γιόγκα που οδηγεί στον Εαυτό», στην επιστροφή στον Παγκόσμιο Εαυτό και στη συγχώνευση μαζί του. συνεπώς αποτελεί έναν Δυτικό δρόμο για να βρει ο Δυτικός άνθρωπος την εμπειρία της «Ενότητας», την unio mystica.

Η απώτερη φιλοδοξία του Γιουνγκ είναι να λυτρώσει όχι μόνο την ανθρωπότητα από τις αντιθέσεις «που έχει δημιουργήσει ο θεός», αλλά και τον ίδιο τον θεό από τις αντιθέσεις του. «Ο θεός είναι μία contradictio in adjecto, γι’ αυτό χρειάζεται τον άνθρωπο προκειμένου να γίνει ένα… Ο θεός είναι μία πάθηση που ο άνθρωπος οφείλει να θεραπεύσει».

Ο Γιουνγκ παρέβλεψε το γεγονός ότι ο πόλος του κακού, ο Σατανάς και οι δαίμονές του, συνιστά μια σκοτεινή πραγματικότητα που έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει την ψυχική ζωή, την εμπειρία και τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Γι’ αυτόν το λόγο εννόησε το Σατανά και το βασίλειο του κακού απλώς σαν ψυχολογικές έννοιες που περιλαμβάνονται στην ανθρώπινη ψυχή. Μεγαλώνοντας έμεινε τυφλός από αυτήν την άποψη και μέχρι το τέλος της ζωής του κατηγορούσε τον θεό.

…Έτσι ο Γιουνγκ κατασκεύασε ένα μοντέλο ανευθυνότητας. Εφόσον η κινητήρια δύναμη της ατομικής συμπεριφοράς είναι το κληρονομημένο, συλλογικό ασυνείδητο, σε ποιον άρα μπορούν να καταλογιστούν ευθύνες γι’ αυτήν την κληρονομική, υπερατομική προδιάθεση; Το άτομο δεν είναι τότε «απλώς θύμα» του «πανανθρώπινου κοινού παρελθόντος»; Εφόσον τα ελατήρια των πράξεών του κρύβονται κυρίως στο ασυνείδητο, ποιος είναι τότε υπεύθυνος αφού οδηγείται και κατευθύνεται ασυνείδητα χωρίς να το ξέρει ή να το συνειδητοποιεί; Δεν είναι «απλώς θύμα» του ασυνειδήτου του με το άγνωστο περιεχόμενο και τις άγνωστες διαδικασίες; Επιπλέον το σ.α. είναι κάτι το απρόσιτο, το απροσπέλαστο∙ άρα το άτομο δεν έχει καμία δυνατότητα να αποφύγει ή να μετατρέψει την ποδηγέτηση από αυτό. Δυστυχώς μένει «απλώς θύμα» ενός απροσπέλαστου μυστηρίου.

… Ούτε τα όνειρα, τα οράματα, οι υπερκόσμιες φωνές και οι «peak experiences» της «ολότητας» μπόρεσαν να θεραπεύσουν τον Γιουνγκ από τον εσωτερικό διχασμό του. Ούτε και η αντιπαράθεσή του με τον Θεό. Έτσι έγραφε σε ένα γράμμα το 1952 : «Αναζητώ ακόμη την ησυχία. Είμαι ένα κουβάρι από αντιθέσεις και μπορώ να με ανεχθώ μόνο όταν με παρατηρώ σαν ένα αντικειμενικό φαινόμενο».

Δύο χρόνια αργότερα, έναν χρόνο πριν γίνει ογδόντα χρόνων, έγραφε : «Παρατηρώ τον εαυτό μου με μία εμπειρία σχεδόν ογδόντα χρόνων ζωής και οφείλω να ομολογήσω πως δεν βρήκα καμία πειστική απάντηση για τον εαυτό μου. Εξακολουθώ να αμφιβάλω για μένα και μάλιστα ιδιαίτερα για τα σημεία όπου προσπάθησα να δώσω συγκεκριμένες απαντήσεις».

Και στις «Αναμνήσεις» του δύο χρόνια πριν το θάνατό του παραδέχτηκε : «Όσο περισσότερο μεγαλώνω τόσο λιγότερο καταλαβαίνω, αναγνωρίζω ή γνωρίζω τον εαυτό μου».

Τι τραγικό επιμύθιο για έναν ηλικιωμένο ψυχίατρο που επιδίωκε να λυτρώσει και να θεραπεύσει όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και την ανθρωπότητα, ακόμη και αυτόν τον θεό με την ψυχολογία του. Δεν είχε απογοητευτεί από τον Freud πενήντα χρόνια νωρίτερα επειδή ο «δάσκαλος» της ψυχανάλυσης δεν μπορούσε να θεραπεύσει τη δική του τη νεύρωση; Δεν δείχνουν αυτοί οι δύο «δάσκαλοι» της ψυχοθεραπείας, πόσο ανούσιες και ατελέσφορες είναι οι προσπάθειες αυτοβελτίωσης και αυτολύτρωσης, ακόμη και όταν γίνονται με το μανδύα της ψυχολογίας και της ψυχοθεραπείας; Ποια γνώση και ποια βοήθεια μπορεί να περιμένει ή να λάβει ένας άνθρωπος από μία τέτοια ψυχολογία και ψυχοθεραπεία χωρίς θεό και χωρίς Χριστό;»

Η Ύπνωση

 Η ύπνωση ως γνωστόν είναι μία κατάσταση παρόμοια με του ύπνου, με περιορισμένη συνειδητή αντίληψη. Ως μέθοδος είναι γνωστή εδώ και χιλιετίες σε θεραπευτές, μάγους, σαμάνους και γιόγκι. Στη Δύση άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστή από τα τέλη του 18ου αιώνα – αρχικά με το όνομα μεσμερισμός – χάρη στο γιατρό Φραντς Άντον Μέσμερ (Franz Anton Mesmer, 1734-1815).

Ο Μέσμερ διατύπωσε τη θεωρία της ζωτικής ενέργειας που διαποτίζει τα πάντα, παρόμοια με το Chi των Κινέζων. Ο Μέσμερ την ονόμαζε «ζωικό μαγνητισμό» και την εφάρμοζε για θεραπευτικούς σκοπούς εισάγοντας τον ασθενή σε μία φάση ύπνωσης.

Εξίσου παλιά με την ύπνωση είναι η αυτοΰπνωση. Οι γιόγκι και οι σαμάνοι μπορούν μέσω ορισμένων μεθόδων, όπως αυτές που αναφέρθηκαν στο κεφάλαιο του σαμανισμού, να φέρουν τον εαυτό τους σε μία κατάσταση trance (έκστασης) η οποία μοιάζει πολύ με την ύπνωση. Γι’ αυτό μπορούν π.χ. να διαπεράσουν το σώμα ή μέρη του προσώπου τους με αιχμηρά αντικείμενα αφού δεν έχουν καμία αίσθηση του πόνου.

Στη συνηθισμένη σημερινή εφαρμογή της ύπνωσης ο υπνωτιστής μέσω της υποβολής φέρνει τον υπνωτιζόμενο σε μία παθητική κατάσταση κατά την οποία μπορεί εύκολα να επηρεάσει τη βούληση και εν μέρει επίσης τις σωματικές λειτουργίες του. Καθώς η επιτυχία της ύπνωσης εξαρτάται από το αν θα μπορέσει να τον πείσει, προσπαθεί να κερδίσει την πλήρη εμπιστοσύνη του πελάτη του. Ως εκ τούτου παίζει μεγάλο ρόλο το χάρισμα και η δύναμη επιβολής του υπνωτιστή. Επιπλέον αυτός πρέπει να διακατέχεται από ένα βαθύ αίσθημα ευθύνης απέναντι στον υπνωτισμένο, δεδομένου ότι ουσιαστικά εισβάλλει στην προσωπικότητά του και μπορεί να τον κατευθύνει κατά βούληση.

Η πρωταρχική επιδίωξή του είναι να αναστείλει την ικανότητα κριτικής σκέψης του υπνωτιζόμενου, ούτως ώστε να έρθει σε κατάσταση τέτοια που να βιώνει ψευδαισθήσεις. Γι’ αυτό το λόγο δουλεύει κυρίως με τη φαντασία του πελάτη του. Όσο πιο πολύ ενεργοποιείται η φαντασία, τόσο περισσότερο περιορίζονται οι λογικές λειτουργίες και η προσωπική βούληση.

Η διαδικασία της ύπνωσης διατρέχει μία σειρά από συγκεκριμένα στάδια τα οποία είναι παρόμοια με διάφορες μορφές διαλογισμού:

  • Πρώτα έρχεται μία ελαφρά ύπνωση όπου μειώνεται η ικανότητα αντίληψης.
  • Στα μεσαία στάδια ο υπνωτιζόμενος χάνει τη συνείδηση της πραγματικότητας και ο υπνωτιστής καθοδηγεί τη φαντασία του.
  • Στη βαθιά ύπνωση (ή βαθύ «τρανς») είναι ανίκανος να κάνει οποιαδήποτε σκέψη και στη συνείδησή του υπάρχει το απόλυτο κενό, το οποίο γεμίζει τότε κατά βούληση ο υπνωτιστής.

Ο Τσάρλς Ταρτ (Charles Tart), ένας γνωστός καθηγητής ψυχολογίας, έχει επαληθεύσει αυτά τα ξεχωριστά στάδια στα πειράματά του. Μετά από πειράματα βαθιάς ύπνωσης που έκανε με ένα φοιτητή του ονόματι William κατέληξε στο εξής πόρισμα:

«Αρχικά έρχεται μία αίσθηση χαλάρωσης και ακολουθεί η αποδέσμευση από το φυσικό σώμα. Ο William δεν βλέπει πια καλά και η αίσθηση του σκότους γίνεται ολοένα πιο έντονη. Αισθάνεται ήσυχος και γαλήνιος μέχρι που η «ησυχία και η γαλήνη παύουν να έχουν νόημα σαν έννοιες…. Αφότου περάσει κανείς αυτό το σημείο, δεν υπάρχει πια Εγώ ή Εαυτός που να μπορεί να αισθανθεί ησυχία ή γαλήνη». Ως ένα βαθμό ο William αισθάνεται το περιβάλλον του.

Στα πρώτα στάδια ο William έχει συναίσθηση του εαυτού του, αλλά σταδιακά ο εαυτός του «περιορίζεται στο κεφάλι του». Στη συνέχεια παύει να αισθάνεται ότι είναι ο εαυτός του, παρά νιώθει ότι είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο, ότι «έχει τη δυνατότητα να είναι τα πάντα». Επίσης παύει να έχει αίσθηση του χρόνου. Στα ακόμη βαθύτερα στάδια της ύπνωσης ακούει «ένα είδος μονότονης μουσικής ή ένα βούισμα, ενώ έχει παράλληλα την αίσθηση ότι τον περιμένουν ακόμη μεγαλύτερες εμπειρίες».

Ο Ταρτ καταλήγει ότι η αίσθηση του William πως είναι ένα με το σύμπαν θυμίζει σαφώς τα θρησκευτικά βιώματα των ινδουιστών.

Ως γνωστόν η ύπνωση χρησιμοποιείται επίσης για καθαρά θεραπευτικούς σκοπούς. Κατάλληλα εκπαιδευμένοι γιατροί, οδοντίατροι, εναλλακτικοί θεραπευτές και ψυχοθεραπευτές εφαρμόζουν συχνά την ύπνωση είτε για να κάνουν τον ασθενή να έχει την απαραίτητη χαλάρωση είτε για αναισθησία (μπορεί να αντικαταστήσει π.χ. την αναισθητική ένεση στον οδοντίατρο), είτε για να βοηθήσει στη θεραπεία ψυχοσωματικών παθήσεων ή προβλημάτων του νευροφυτικού. Ωστόσο και στο θεραπευτικό τομέα αποτελεί μία αμφισβητούμενη μέθοδο επειδή έχει σχέση με τη μαγεία, τον πνευματισμό και άλλες αμφιβόλου ποιού πρακτικές.

Ορισμένοι γιατροί την απορρίπτουν για το λόγο ότι συνιστά μία επέμβαση στην ανθρώπινη ψυχή. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι επιτρέπεται να την εφαρμόζουν για τη διάγνωση, αλλά όχι για τη θεραπεία της ασθένειας. Τέλος υπάρχει επίσης μία μερίδα που την υιοθετεί ανεπιφύλακτα.

Εκτός αυτού ορισμένοι υπνωτιστές υποστηρίζουν πως μέσω της ύπνωσης μπορούν να φέρουν στο φως προηγούμενες ή μελλοντικές ζωές. Το ιδεολογικό τους υπόβαθρο είναι η διδασκαλία της μετενσάρκωσης για την οποία θα γίνει λόγος αργότερα πιο αναλυτικά. Οι προηγούμενες ζωές που «αναδύονται» σε τέτοιες «αναδρομές» έχουν στην πραγματικότητα μία απλή εξήγηση.

Υπό κανονικές συνθήκες το πνεύμα μας κυβερνά τον εγκέφαλό μας. Αλλά όταν η επικοινωνία τους διακόπτεται, όπως συμβαίνει στην ύπνωση, ένα άλλο πνεύμα μπορεί να αναλάβει τα ηνία. Αφού λοιπόν το πνεύμα του υπνωτιστή μπορεί να κατευθύνει κατά βούληση τον υπνωτιζόμενο, ευνόητα μπορεί επίσης να κάνει το ίδιο ένα οποιοδήποτε άλλο πνεύμα είτε από αυτόν τον κόσμο είτε από τον άλλον. Ένα τέτοιο ασώματο πνεύμα έχει κάθε δυνατότητα στη διάρκεια της ύπνωσης να περάσει τα μηνύματά του ακόμη πιο εύκολα από ό,τι κατά την εγρήγορση.

Έτσι μπορεί να γεμίσει τον ανυπεράσπιστο εγκέφαλο του ασθενούς με το δικό του υλικό, με ψευδαισθήσεις, με δικές του αναμνήσεις ή με έναν ολόκληρο μύθο μίας υποτιθέμενης προηγούμενης ζωής. Άλλωστε το γεγονός ότι όλες αυτές οι δήθεν προηγούμενες ζωές που αποκαλύπτονται κατά την αναδρομή παρουσιάζουν σε εκπληκτικό βαθμό μερικά σταθερά επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά (π.χ. αριστοκρατική καταγωγή ή φήμη σε μία περασμένη ζωή) προδίδει ότι εμπνέονται από τον ίδιο τύπο πνευμάτων.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία μορφή κατάληψης από αυτά τα πνεύματα. Μία πολύ πιο ήπια και αθώα μορφή κατάληψης ή πιο σωστά επήρειας είναι λ.χ. η έμπνευση που κινεί καλλιτέχνες, επιστήμονες και δημιουργικά άτομα.

Ο Διαλογισμός

 Υπό το φως των όσων προηγήθηκαν τίθεται το ερώτημα του κατά πόσον η ύπνωση διαφέρει από τον ασιατικής έμπνευσης διαλογισμό (όπως π.χ. το Silva mindcontrol ή ο υπερβατικός διαλογισμός κ.ά.).

Και στις δύο μεθόδους εφαρμόζεται υποβολή και αυθυποβολή. Συνήθως ο διαλογιζόμενος αρχίζει με μία διαδικασία σταδιακής μυϊκής χαλάρωσης (όπως : το δεξί μου πόδι χαλαρώνει και γίνεται βαρύ, το αριστερό μου πόδι χαλαρώνει και γίνεται βαρύ κ.ο.κ.), με οραματισμό ή με αναπνευστικές ασκήσεις κατά τις οποίες μπορεί επίσης να επαναλαμβάνει κάποιο μάντρα στο ρυθμό της εισπνοής-εκπνοής. Με αυτές τις τεχνικές επιδιώκει να φθάσει στα βάθη του ασυνείδητου.

Όπως είδαμε τις ίδιες τεχνικές χρησιμοποιούν οι σαμάνοι για να συνδεθούν με τα πνεύματα που θα τους καταλάβουν, αλλά και πιστοί των ανατολικών θρησκειών προκειμένου να συνδεθούν με την Κοσμική Ψυχή.

Ένας κριτικός παρατηρητής θέτει εύλογα το ερώτημα του αν είναι καν δυνατό να εφαρμόζονται τέτοιες μέθοδοι αποκομμένες από το θρησκευτικό τους υπόβαθρο, σαν ένα ουδέτερο εργαλείο. Τόσο στην ύπνωση ή στο διαλογισμό όσο και στο σαμανισμό ή στις ανατολικές θρησκείες ο στόχος είναι ο ίδιος: να σπάσουν τα όρια της ανθρώπινης συνείδησης. Αλλά δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς ποιες επιπτώσεις έχει για την ψυχή ούτε είναι γνωστό σε ποιους κόσμους βυθίζεται ένας τέτοιος ταξιδιώτης. Δεν είναι τυχαίο ότι ειδικοί επιστήμονες επισημαίνουν τους κινδύνους του διαλογισμού. Παραδείγματος χάριν ο ψυχολόγος Μίχαελ Ουτς γράφει : «Ακόμη και ο Ιγνάτιος Λογιόλα, ο ιδρυτής του τάγματος των Ιησουιτών και συγγραφέας των “Πνευματικών Ασκήσεων”, γνώριζε πως η αληθινή έκσταση απαιτεί μία αυστηρή και έμπειρη καθοδήγηση για να μην ξεφύγει από τον έλεγχο και καταλήξει σε μία άβυσσο. Ο συνεχής διαλογισμός οδηγεί την ψυχή σε επικίνδυνες καταστάσεις. Υπάρχουν περιπτώσεις επίσης όπου η μεγάλη εξάντληση που μοιάζει με ύπνο διακόπτεται από φάσεις εγρήγορσης, για τις οποίες συχνά ο διαλογιζόμενος θεωρεί πως είναι ο «πνευματικός φωτισμός»…

Σε βιώματα τέτοιων διαστάσεων είναι αναγκαίο να μπορεί ο μαθητής ή η μαθήτρια να βασιστεί στο δάσκαλο ή στη δασκάλισσά του. Αυτή η σχέση απαιτεί από το δάσκαλο ή τη δασκάλα εξαιρετικές ικανότητες και υψηλότατο αίσθημα ευθύνης για να μην βλαφτεί ψυχικά ο διαλογιζόμενος. Για τα κινήματα της νέας θρησκευτικότητας εγείρεται συχνά το ερώτημα αν έχουν να προσφέρουν τέτοιες εγγυήσεις και αν έχουν συναίσθηση των ευθυνών τους».

Πράγματι, πολλοί άνθρωποι που έχουν αποχωρήσει από διάφορες σχολές του εσωτερισμού ή ανατολικές σέκτες μιλούν ανοικτά για τέτοιες «ανεξέλεγκτες καταστάσεις που είναι επικίνδυνες για την ψυχή», όπου ως φαίνεται είχαν να κάνουν με δαιμονικές οντότητες. Γιατί άραγε είναι «ανεξέλεγκτες» αυτές οι καταστάσεις; Μήπως η ψυχή του ανθρώπου – στο σημερινό της επίπεδο – δεν είναι αρκετά δυνατή από μόνη της για να βαδίσει σε τέτοια επικίνδυνα μονοπάτια και μήπως γι’ αυτόν το λόγο ο Δημιουργός του έχει θέσει κάποια προστατευτικά όρια που δεν πρέπει να παραβεί;

Ασφαλώς τα άτομα εκείνα που ζητούν να διευρύνουν τη συνείδησή τους έχουν θέσει σαν στόχο τους να υπερβούν αυτά τα όρια. Αλλά τι γίνεται με όλους τους άλλους που θέλουν απλώς να χαλαρώσουν ή να βρουν απάντηση σε κάποιο πρόβλημά τους; Αυτοί βέβαια δεν γνωρίζουν ότι διατρέχουν τον κίνδυνο να ξεπεράσουν κάποια όρια χωρίς να το θέλουν. Ποιος διαλογιζόμενος είναι σε θέση να αναγνωρίσει έγκαιρα ότι πλησιάζει μία οριακή περιοχή; Κανένας δεν μπορεί να την προσδιορίσει εκ των προτέρων.

Πώς είναι δυνατόν στη σύγχρονη κοινωνία, όπου η ελευθερία και ο αυτοπροσδιορισμός αποτελούν ύψιστα, απαραβίαστα δικαιώματα του ατόμου, άνθρωποι να δέχονται χωρίς περίσκεψη και χωρίς επιφύλαξη να γίνουν ετεροκατευθυνόμενοι;

Ποιος μπορεί να ελέγξει από πριν σε ποια χέρια εμπιστεύεται την ψυχή του; Ή αντίστροφα, ποιος υπνοθεραπευτής ή δάσκαλος του διαλογισμού μπορεί να είναι απολύτως βέβαιος ότι ο μαθητής του θα επιστρέψει και μάλιστα χωρίς ψυχικές βλάβες από το ταξίδι στο οποίο τον οδηγεί;

Οι νοητικές λειτουργίες του ανθρώπου μπορούν να καταρρεύσουν με διάφορους τρόπους όπως π.χ. με την ψυχολογική πίεση, την υπερβολική νηστεία, την επανάληψη ενός μάντρα ή ενός ήχου, με ορισμένες στάσεις του σώματος ή παρατεταμένες περιόδους σιωπής. Γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε τέτοιες μέθοδοι αποτελούν συνηθισμένο εργαλείο των μυστικών και άλλων συναφών υπηρεσιών. Σε τέτοιες καταστάσεις είναι δυνατόν να προκληθούν στο σώμα ορισμένες φυσιολογικές αντιδράσεις οι οποίες μοιάζουν με εκείνες που ακολουθούν τη λήψη ναρκωτικών. Είναι γνωστό λ.χ. ότι στις βαθύτερες φάσεις του διαλογισμού συχνά βιώνονται απαράμιλλα αισθήματα χαράς, ειρήνης και ευτυχίας. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μία εξάρτηση από αυτά τα αισθήματα, όπως προειδοποιεί ο προϊστάμενος σε μία βουδιστική μονή: «Αυτό που μπορεί να βλάψει περισσότερο από όλα τον διαλογιζόμενο είναι να βυθιστεί στο σαμάντι*, το σαμάντι με τη βαθιά, διαρκή γαλήνη. Αυτό το σαμάντι φέρνει μεγάλη ειρήνη και όταν κάποιος αισθάνεται ειρήνη, αισθάνεται επίσης ευτυχία. Και όταν αισθάνεται ευτυχία προσκολλάται πάνω της και εξαρτάται από αυτήν. Ο διαλογιζόμενος χάνει το ενδιαφέρον του για οτιδήποτε άλλο και θέλει να αφοσιωθεί μόνο σε αυτό το ευχάριστο αίσθημα. Όταν κάνουμε πολύ καιρό ζεν, μπορεί να μας κυριεύσει η επιθυμία να φθάσουμε όσο το δυνατόν νωρίτερα στο σαμάντι.

Μόλις συγκεντρωθούμε στο αντικείμενο του διαλογισμού μας το πνεύμα μας βρίσκει γαλήνη και δεν θέλουμε πια να την αφήσουμε προκειμένου να βιώσουμε κάτι άλλο. Απλώς κρεμόμαστε από αυτήν την ευτυχία. Αυτός είναι ένας κίνδυνος για όποιον κάνει διαλογισμό».

Ένας άλλος κίνδυνος που επισημαίνει με βάση τα δεδομένα της πείρας ο δρ. Ουτς είναι η εξάρτηση από το δάσκαλο ή τη δασκάλα του διαλογισμού. Επιπλέον, ακόμη και αν θεωρήσει κανείς ότι οι περισσότεροι δάσκαλοι του διαλογισμού έχουν καλές προθέσεις απέναντι στους μαθητές τους, παραμένει το ερώτημα αναφορικά με το ποιο είδος διαλογισμού είναι αρεστό στον Θεό. Οι περισσότερες σχολές διαλογισμού πρεσβεύουν «άλλους, ξένους θεούς» ή σαφείς τάσεις συγκρητισμού τον οποίον δεν εγκρίνει ο Θεός (Προς Κορινθ. Β΄ 6, 15-16), καθώς δεν είναι ο ευθύς δρόμος προς αυτόν.

Εκτός αυτού, όταν ο μαθητής βρίσκεται σε βαθύ trance, ο νους και η συνείδησή του είναι άδεια και χωρίς άμυνες και έτσι είναι εύκολο να εισβάλουν κακά πνεύματα και να καταλάβουν το «αφύλακτο σπίτι» (Κατά Λουκά 11, 24-26).

Ο διαλογισμός στον εσωτερισμό και στις ανατολικές θρησκείες δεν αποβλέπει σε μία απλή χαλάρωση παρά στην ένωση με το σύμπαν, με την «Κοσμική Ψυχή». Γι’ αυτόν το σκοπό απαιτείται από το μαθητή πρώτα από όλα να «αδειάσει» το νου του. Το σύνηθες επιχείρημα, που υποστηρίζει ότι αυτό το άδειασμα είναι αναγκαίο, λέει ότι η αντίληψή του έχει ευνουχιστεί επειδή στηρίζεται αποκλειστικά στη νόηση. Γι’ αυτόν το λόγο το πρώτο που πρέπει να μάθει είναι να αγνοεί τα μηνύματα της νόησης, καθότι αυτή τον εμποδίζει να βρει την πρόσβαση προς την υπέρτατη παγκόσμια συνείδηση, που θα τον βοηθήσει να αναγνωρίσει τον «αληθινό εαυτό του». Ως εκ τούτου πρέπει να εξουδετερωθεί το Εγώ του, επειδή προβάλλει συνεχώς νέες ιδέες, απαιτήσεις και επιθυμίες. Όμως τι είναι ο άνθρωπος χωρίς Εγώ, χωρίς δική του προσωπικότητα;

Ο Timothy Ward, ένας Καναδός που έζησε για ένα διάστημα σε μία βουδιστική μονή για να μάθει διαλογισμό, γράφει γι’ αυτά που συνειδητοποίησε εκεί: «Οι βουδιστές λένε πως το πνεύμα μοιάζει με έναν πίθηκο που πηδά από το ένα κλαδί στο άλλο ανήσυχος και απείθαρχος. Δεν μπορούμε να το ελέγξουμε. Διάφορα συναισθήματα, αντιλήψεις, αναμνήσεις, επιθυμίες και σκέψεις φλυαρούν συνεχώς ανάκατα μέσα στο μυαλό μας. Ποτέ δεν επικρατεί ειρήνη. Ο στόχος του διαλογισμού είναι να μάθεις πρώτα να κυριαρχείς στο πνεύμα-πίθηκο για να μπορείς έπειτα να απαλλαγείς από αυτό… Για να σωπάσει το πνεύμα-πίθηκος πρέπει να εξουδετερωθεί το Εγώ, όχι απλώς να βελτιωθεί ή να εξελιχθεί. Πρέπει να το απορρίψεις εντελώς και να το καταπνίξεις με την πειθαρχία στους κανόνες της μονής και επιπλέον να μην θέλεις να κάνεις κάτι που να έχει νόημα…».

Όμως όσο περισσότερο περνά ο καιρός και ο Ward σκέφτεται για τους μοναστικούς κανόνες και παρατηρεί τους άλλους μοναχούς, τόσο μεγαλώνουν οι αμφιβολίες του για την ορθότητα της διδασκαλίας : «Εάν δεν βρίσκω πια κανένα νόημα στη ζωή, το Εγώ μου θα σβήσει και θα πεθάνει. Τότε όμως δεν θα υπάρχει πια κανένας που να μπορεί να δει πόσο καλά το έχω καταφέρει ή τουλάχιστον να χαρεί που δεν νιώθει πια πόνο. Όταν κάποιος ενεργεί χωρίς Εγώ δεν έχει ούτε όφελος από αυτό… Δεν υπάρχει καμία ευτυχία, γιατί είναι το Εγώ που αισθάνεται ευτυχία…».

Είναι αυτονόητο ότι όλοι μας χρειαζόμαστε μία γαλήνια σφαίρα όπου μπορούμε να αποσυρθούμε για να αντλήσουμε νέα ενέργεια και απαντήσεις στα ερωτηματικά μας.

Ακόμη και ο Ιησούς Χριστός, καίτοι τέλειος άνθρωπος και Θεός, προσευχόταν και αναζητούσε τη μοναξιά στο βουνό για να νιώσει πιο κοντά στον Πατέρα του και να μιλήσει μαζί του. Πολύ περισσότερο λοιπόν εμείς χρειαζόμαστε έναν τέτοιο τόπο εξωτερικής και εσωτερικής γαλήνης. Έναν τόπο όπου μπορούμε να βρούμε ανάπαυση, ενέργεια και ειρήνη με όλες τις αισθήσεις μας σε εγρήγορση και χωρίς κίνδυνο για την ψυχή μας. Οπωσδήποτε για ενδοσκόπηση και προσευχή δεν απαιτείται περισσότερος χρόνος από όσο για έναν βαθύ διαλογισμό. Ήδη στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρονται μορφές σωστού διαλογισμού όπως στον Ψαλμό 119,27 του Δαβίδ και στο στίχο 1,8 του Ωσηέ. Κυρίως δείχνουν πώς μπορεί κάποιος να εμβαθύνει στο Λόγο του Θεού. Επίσης ο Ιωάννης παροτρύνει να προσευχόμαστε πνευματικά και αληθινά.*

Στις νέες αποκαλύψεις δεν εμφανίζεται ο όρος διαλογισμός, αλλά μία σειρά άλλων παρεμφερών, όπως «εσωτερικός διάλογος», «εσωτερικός στοχασμός», «εσωτερική αυτοπαρατήρηση», «ενδοστροφή», «απομόνωση και σιγή», «βύθισμα», «εσωτερική συγκέντρωση», «αποκλεισμός από τον κόσμο», «κατάνυξη ή εσωτερικότητα της καρδιάς».

«Το μόνο που χρειάζεται είναι να στρέψει κανείς τα νώτα του στον κόσμο, δηλαδή μέσα σε όσο δυνατόν μεγαλύτερη ησυχία, να βυθιστεί σε πνευματικές σκέψεις, γιατί μονάχα έτσι μπορεί κανείς να βρει πρόσβαση προς την περιοχή του πνεύματος…», λέγεται στην Ντούντε.

Επίσης ο Λόρμπερ γράφει για το διαλογισμό:«Όποιος αγαπάει τον Θεό αληθινά, είναι διαρκώς μαζί Του και μέσα Του. Εάν θέλει να ακούσει ή να μάθει κάτι από Αυτόν, τότε αρκεί να Του απευθύνει μία ερώτηση μέσα στην καρδιά του και από τις σκέψεις που θα αναδυθούν εκεί μέσα θα πάρει την απάντησή του. Κάθε άνθρωπος μπορεί ανά πάσα στιγμή και σε όλα τα θέματα να διδαχτεί από τον Θεό ή να διορθωθεί στα λάθη του. Όταν το ζητήσει μέσα από την καρδιά του, θα του έρθουν σε απάντηση ορισμένες σκέψεις, πολύ σιγανές μεν αλλά τελείως ευκρινείς. Θα αναγνωρίσει ασφαλώς ότι δεν είναι δικοί του καρποί και τότε οφείλει να τις μεταφέρει στην πράξη. Συνεπώς, ακόμη και όταν δεν βλέπεις τον Κύριο, μπορείς ωστόσο να Τον ακούς κάθε στιγμή και να συνομιλείς μαζί Του, γιατί εάν Τον ρωτήσεις μέσα στην καρδιά σου, Αυτός θα σου απαντήσει».

Η Μετενσάρκωση

 Ο όρος μετενσάρκωση σημαίνει την πίστη ότι η «ψυχή» – ή πιο σωστά το άυλο μέρος του ανθρώπου – μετά το θάνατό του περνά σε ένα άλλο σώμα όπου ζει μία άλλη ζωή. Υποτίθεται πως κατά κανόνα κάθε «ψυχή» περνά από πολλές χιλιάδες ενσαρκώσεις ως άνθρωπος.

Εναλλακτικά συνηθίζεται επίσης ο όρος «μετεμψύχωση», δηλ. η επανειλημμένη ενσάρκωση είτε ως άνθρωπος είτε επίσης ως ζώο. Η «μετεμψύχωση» στα καθ’ ημάς στηρίζεται στην κυρίως Δυτική αντίληψη ότι υπάρχει μία ατομική ψυχή με αποκλειστικά δική της προσωπικότητα. Αντίθετα σύμφωνα με τις ανατολικές αντιλήψεις για τη μετενσάρκωση, το ζητούμενο είναι η εξάλειψη της ατομικής ψυχής. Στη Δύση, ίσως για λόγους ευκολίας ή άγνοιας, είθισται ο «εαυτός» να ταυτίζεται με τον ινδουιστικό όρο «άτμαν», ενώ το «θείο» ταυτίζεται με το «βράχμαν». Όμως το άτμαν δεν είναι το ατομικό Εγώ που συνεχίζει να υπάρχει μετά το θάνατο. Για την ακρίβεια το άτμαν είναι η ίδια υπόσταση με το βράχμαν, το υπερ-ατομικό, απρόσωπο, υπερβατικό Απόλυτο θείο. Το άτμαν είναι πιο πολύ μία κατάσταση καθαρής συνειδητότητας όπου ο άνθρωπος ενώνεται με την Ύψιστη Αλήθεια, δηλαδή είναι ένα μέρος του βράχμαν που περνά από τη μία υπόσταση στην άλλη και στο τέλος των ενσαρκώσεων επιστρέφει στο βράχμαν για να χαθεί μέσα του όπως η σταγόνα στον ωκεανό, όπου παύει να υπάρχει ως ατομική ύπαρξη.

Η διδασκαλία της μετενσάρκωσης προέρχεται από τον ινδουισμό – όπου γεννήθηκε περίπου στην αρχή της πρώτης χιλιετίας π.Χ. – και από το βουδισμό. Σε αυτές τις θρησκείες συνιστά ένα βασικό πιστεύω ότι ο άνθρωπος οφείλει να βρει τη «λύτρωση», δηλαδή τη συγχώνευση του άτμαν με το βράχμαν, περνώντας μέσα από αμέτρητες γήινες ζωές και έτσι να σπάσει την αλυσίδα των μετενσωματώσεων. Εδώ βρίσκεται ήδη μία βασική διαφορά με τη σύγχρονη Δυτική αντίληψη για τη μετενσάρκωση, αφού για τους Ασιάτες η επανειλημμένη επιστροφή στη Γη θεωρείται κατάρα και σκλαβιά και όχι δυνατότητα εξέλιξης.

Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία συναντώνται επίσης κάποιες ιδέες περί μετενσάρκωσης όμως δεν επικράτησαν. Ο Πυθαγόρας, ο Εμπεδοκλής και ο Πλάτωνας έδωσαν μία πολύ πιο αισιόδοξη εκδοχή των ανατολικών δοξασιών, διδάσκοντας ότι ο άνθρωπος οφείλει να βελτιωθεί περνώντας από διάφορες ενσαρκώσεις.

Ο Γιάκομπ Λόρμπερ εξηγεί την ύπαρξη και αργότερα τη σταδιακή αλλοίωση αυτής της διδασκαλίας στην αρχαιότητα και ειδικά στους Ινδούς και στους Έλληνες λέγοντας ότι αρχικά οι αρχαίοι λαοί πίστευαν στη μετενσάρκωση.

«Όμως», μετά από ένα σημείο, «αυτή η αλήθεια, η οποία ήταν πασίγνωστη σε όλους τους προπάτορες της ανθρωπότητας, αργότερα διαστρεβλώθηκε και έγινε διάτρητη από λάθη. Αυτό οφείλεται στους πρώτους φιλάργυρους δασκάλους που ξεπρόβαλαν από το λαό με την πάροδο του χρόνου και άρχισαν να του δίνουν τις διδασκαλίες τους, και στους διαδόχους τους, τους φιλόδοξους και αρχομανείς ιερείς.

Γιατί η αληθινή μετενσάρκωση δεν τους απέφερε ούτε θυσίες ούτε χρήματα. Γι’ αυτό δίδαξαν ότι η ανθρώπινη ψυχή μετενσαρκώνεται ως ζώο και πάσχει ως ζώο και ότι μόνο οι ιερείς μπορούν να γλιτώσουν από τέτοια πάθη τον άνθρωπο, εφόσον βέβαια θα πρόσφερε μεγάλες θυσίες στους ναούς.

… Κατά αυτόν τον τρόπο προέκυψε η πολυθεΐα, κάθε μορφή ειδωλολατρίας, η εντελώς λαθεμένη πίστη στη μετενσάρκωση και σε χιλιάδες άλλες τερατώδεις βλακείες. Φυσικά ο Θεός έστελνε πάντοτε αληθινούς δασκάλους στους τυφλωμένους λαούς. Αλλά αυτοί κατάφεραν πολύ λίγα πράγματα, καθότι η ελεύθερη βούληση της ανθρώπινης ψυχής πρέπει να παραμένει απαραβίαστη». (Μεγ. Ευαγγ. του Ιωάννη, τόμος Χ).

Τα σύγχρονα νεοθρησκευτικά συστήματα, όπως π.χ. η Θεοσοφία, η Οικουμενική Ζωή ή άλλα παρακλάδια της Νέας Εποχής, που ενστερνίζονται τη διδασκαλία της μετενσάρκωσης, συχνά δίνουν την εντύπωση ότι έχουν ενιαίες αντιλήψεις γι’ αυτό το θέμα.

Ωστόσο τα πιστεύω τους είναι διάφορα και αντιφατικά. Φερ’ ειπείν διαφωνούν μεταξύ τους πάνω σε βασικά ερωτήματα όπως το πόσος χρόνος μεσολαβεί ανάμεσα στις επάλληλες μετενσαρκώσεις, τι στόχο έχει η καθεμία από αυτές και πώς λειτουργεί ο νόμος του κάρμα. Όμως επειδή στη μεταμοντέρνα εποχή τα πάντα θεωρούνται σχετικά, η αντιφατικότητα και η ασάφεια ως φαίνεται δεν ενοχλούν ιδιαίτερα. Ο καθένας διαλέγει το πιστεύω που του ταιριάζει ή που έτυχε να γνωρίσει πρώτο και δεν τον απασχολεί αν είναι αλήθεια ή όχι.

Τα βασικότερα επιχειρήματα των δυτικών οπαδών της επίγειας μετενσάρκωσης είναι τα εξής:

Καταρχάς η μετενσάρκωση ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη ελπίδα ότι η ψυχή ως αυτοτελής προσωπικότητα επιβιώνει μεταθανάτια και μάλιστα περισσότερο χρόνο στη Γη παρά στον άλλον κόσμο. Ακόμη και εάν βρίσκεται για ένα διάστημα στο υπερπέραν, αυτό είναι προσωρινό καθώς η αληθινή ζωή είναι στη Γη.

Η βασική ιδέα σε όλες τις σχετικές φιλοσοφίες είναι ότι υπάρχει συνεχής πρόοδος και εξέλιξη. Ο λόγος της κάθε ύπαρξης είναι η μάθηση. Κάθε ζωή αποτελεί μία βαθμίδα εξέλιξης, κάτι ανάλογο με τις τάξεις του σχολείου και αυτή η εξέλιξη, υποστηρίζουν οι θιασώτες της μετενσάρκωσης, μπορεί να γίνει μόνο ή κυρίως σε αυτήν τη Γη.

Με τη διδασκαλία της μετενσάρκωσης σε συνδυασμό με το κάρμα μπορούν να εξηγηθούν σε πρώτη όψη οι διαφορές χαρακτήρα, ικανοτήτων και ηθικής μεταξύ των ανθρώπων. Κυρίως όμως μπορούν να εξηγηθούν τα διαφορετικά πεπρωμένα. Εξάλλου είναι πολύ πιο εύκολο να φανταστεί κάποιος μία προηγούμενη ή μελλοντική ζωή στη Γη παρά στον άλλον κόσμο για τον οποίον δεν έχει συγκεκριμένη αντίληψη.

Γι’ αυτούς τους λόγους υπάρχει μία τάση και σε πολλούς χριστιανούς να συνδέουν τη χριστιανική διδασκαλία με το δόγμα του κάρμα και της μετενσάρκωσης. Κατά την άποψή τους μόνο σε αυτήν τη βάση μπορούν να εξηγηθούν οι αδικίες και οι ανισότητες στον κόσμο που φαίνεται να αντιφάσκουν με τη δικαιοσύνη του Θεού.

Ένα παραπάνω κίνητρο για τους υποστηρικτές της μετενσάρκωσης είναι συχνά μία ορισμένη χλιαρότητα και οκνηρία. Γιατί με αυτό το σκεπτικό μπορούν άνετα να πουν: «ό,τι δεν κάνω σε τούτην τη ζωή θα το κάνω σε μίαν άλλη». Ταυτόχρονα όμως απορρίπτουν ή απωθούν την πιθανότητα να περάσουν μετά θάνατο σε σφαίρες εξαγνισμού όπου θα βρεθούν σε χειρότερες συνθήκες από τις τωρινές. Γιατί μία τέτοια πιθανότητα δεν ταιριάζει με τις αντιλήψεις και τις προσδοκίες τους. Σε γενικές γραμμές μπορεί να πει κάποιος ότι στη Δύση οι οπαδοί της μετενσάρκωσης είναι άτομα ευνοημένα από τη ζωή και όχι εκείνα που αντιμετωπίζουν κακουχίες, αρρώστιες, φτώχεια, καταπίεση ή άλλα σοβαρά προβλήματα.

Βασικά στη Δύση οι θεωρίες για τη μετενσάρκωση στηρίζονται ως επί το πλείστον σε προσωπικές γνώμες και επιθυμίες ή σε πνευματιστικές μεταδόσεις και ως εκ τούτου έχουν πολύ μικρή σχέση με την πραγματικότητα.

Αντίθετα οι αντιλήψεις των ανθρώπων στην Ανατολή διαφέρουν και η πίστη τους στη μετενσάρκωση συνιστά ένα θεμελιακό στοιχείο της θρησκείας τους, στενά συνδεδεμένο με το δόγμα για το κάρμα.

Δεδομένου μάλιστα ότι στις ασιατικές χώρες μία πολύ μεγάλη μερίδα του πληθυσμού διαβιεί υπό άθλιες συνθήκες, εύλογα από μία τέτοια πίστη μπορεί να αντλεί την παρηγοριά πως στη βάση των δύο αυτών νόμων η επόμενη ζωή στη Γη θα είναι καλύτερη. Πάντως σε κάθε περίπτωση στην Ανατολή η αναγέννηση θεωρείται κατάρα και όχι ευλογία, πράγμα που ξεχνούν όσοι Δυτικοί θιασώτες της επικαλούνται τον ινδουισμό και το βουδισμό για να την υποστηρίξουν. Για τους ινδουιστές και τους βουδιστές οι ενσαρκώσεις επαναλαμβάνονται κυκλικά, δεν πιστεύουν δηλαδή στην πρόοδο της ψυχής και στην οριστική λύτρωσή της όπως στη Δύση. Έτσι ενώ ο Στάινερ π.χ. θεωρεί ότι με κάθε ενσάρκωση το άτομο μαθαίνει κάτι περισσότερο, αντίθετα οι Ασιάτες ελπίζουν απλώς ότι επιτέλους σε κάποια αναγέννηση θα πάψουν να παράγουν κάρμα, οπότε δεν θα χρειάζεται πια να ξαναγεννηθούν. Αλλά η λύτρωση ακόμη και τότε δεν είναι οριστική. Τόσο στον ινδουισμό όσο και στο βουδισμό, η αγνή ζωή ή το πλεόνασμα καλού κάρμα μπορεί να οδηγήσει σε μία αναγέννηση στο βασίλειο των θεών, αλλά ούτε οι θεοί είναι αθάνατοι. Όταν το πλεόνασμα καλού κάρμα εξαντληθεί, ακολουθεί μία ενσάρκωση. Παράδεισος και κόλαση, με άλλα λόγια, είναι απλώς προσωρινοί σταθμοί. Μάλιστα για τους βουδιστές οι θεοί υστερούν απέναντι στους ανθρώπους, γιατί δεν έχουν τη δυνατότητα να ακούσουν τη διδασκαλία του Βούδα, που προσφέρει τη μοναδική διέξοδο από τις επώδυνες υποστάσεις. ‘Αρα όποιος ζει ανεύθυνα και συσσωρεύει αρνητικό κάρμα, θα πρέπει να περιμένει ότι θα αναγεννηθεί σε μία κατώτερη μορφή ζωής και οι πιθανότητες να επιστρέψει στον κόσμο των ανθρώπων είναι ελάχιστες (Θρησκείες του Κόσμου).

Όπως είδαμε για τον μεν ινδουιστή λύτρωση σημαίνει ότι η προσωπικότητά του συγχωνεύεται με την απρόσωπη «θεία» συνείδηση (το βράχμαν), για το δε βουδιστή ότι η προσωπικότητά του εξαφανίζεται όπως σβήνει η φλόγα του κεριού (η νιρβάνα).

Οι αλλεπάλληλες γήινες ζωές επομένως δεν θεωρούνται σαν μία εξελικτική κλίμακα, αλλά σαν ένας τροχός ενσαρκώσεων με βάσανα και κόπους που περιστρέφεται αέναα.

Υποτίθεται ότι ο νόμος του κάρμα διδάσκει τον άνθρωπο να μην επαναλαμβάνει τα λάθη του. Ωστόσο κανένας σχεδόν δεν θυμάται τις προηγούμενες υπάρξεις του, ενώ είναι αμφισβητήσιμες οι λίγες εξαιρέσεις ατόμων που πιστεύουν το αντίθετο. Συνεπώς κανένας δεν ξέρει για ποιο λόγο πάσχει, έτσι ώστε να μάθει από τα λάθη του. Στο Βουδισμό π.χ. η ψυχή διαλύεται μετά το θάνατο και σε κάθε νέα ενσωμάτωση ενσαρκώνεται μία νέα ψυχή ή σωστότερα συνείδηση. Συνεπώς είναι παράλογο να φέρει ευθύνη για την προηγούμενη ενσάρκωση.

Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των συνεπειών της πίστης στο κάρμα και στη μετενσάρκωση είναι η ινδική κοινωνία. Για τον ινδουιστή είναι άσκοπο να βοηθάει τους πάσχοντες, αφού έτσι το κάρμα τους δεν εξαλείφεται παρά απλώς μεταφέρεται σε μία μελλοντική ζωή. Όποιος πρέπει να υποφέρει, θα υποφέρει είτε τώρα είτε στο μέλλον και κανένας δεν μπορεί να τον απαλλάξει από αυτήν τη μοίρα. Γι’ αυτόν το λόγο ο ινδουιστής δεν ενδιαφέρεται να βελτιώσει τη ζωή των συνανθρώπων του αλλά ούτε καν τη δική του, αφού έτσι κ’ αλλιώς λόγω της θρησκείας του πιστεύει πως δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα.

Από τις νέες αποκαλύψεις από την άλλη πλευρά, είναι γνωστό ότι η ψυχή εξελίσσεται συνεχώς σε άλλους υλικούς ή πνευματικούς κόσμους, όμως δεν επιστρέφει στη γη όπου έχει ήδη ολοκληρώσει τον κύκλο της, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις.

Υπάρχει, ωστόσο λένε, επίσης μία μετενσωμάτωση προς τα κάτω, μία υποστροφή προς τις αρχές της υλικής ζωής. Πρόκειται για την εκ νέου φυλάκιση μέσα στην ύλη που λαμβάνει χώρα στο τέλος μίας μακραίωνης εποχής λύτρωσης. Εποχή λύτρωσης ονομάζεται το κάθε ένα από τα ανυπολόγιστα μεγάλα χρονικά διαστήματα στα οποία χωρίζεται και εξελίσσεται το λυτρωτικό σχέδιο του Θεού για την ανθρωπότητα. Στο τέλος της εκάστοτε λυτρωτικής εποχής, οι άνθρωποι που δεν βρήκαν το δρόμο της επανόδου προς την πνευματική τους κοιτίδα κοντά στον Θεό, παρά επέλεξαν την αθεΐα και την ύλη, επιστρέφουν στην τελευταία. Γι’ αυτούς αρχίζει τότε πάλι μία μακριά, βασανιστική πορεία μετάστασης από τη μία υλική μορφή ζωής στην άλλη μέχρι να αναρριχηθούν πάλι στο επίπεδο του ανθρώπου, όπου θα τεθούν πάλι προ του διλήμματος να διαλέξουν το πνεύμα ή την ύλη.

Γι’ αυτό το θέμα γράφει η Μπέρτα Ντούντε: «Ικανοποιείται πάντοτε η επιθυμία του πνευματικού όντος και έτσι εάν το ον θέλει την ύλη, ενδύεται την ύλη. Επομένως εάν η ψυχή στον άλλο κόσμο έχει αρνητική εξέλιξη, επιστρέφει στη “μετενσάρκωση” (στο τέλος μίας εποχής λύτρωσης σ.τ.μ). Πρέπει να διανύσει για άλλη μία φορά τον ατέλειωτο δρόμο της εξέλιξης πάνω στη Γη για να μπορεί μετά από χιλιάδες χρόνια να δοκιμαστεί πάλι στο τέλος ως άνθρωπος σε μία γήινη ζωή…

Συνεπώς μία τέτοια μετενσωμάτωση μπορεί πράγματι να συμβεί, όμως είναι μία διαδικασία με τέτοιες φοβερές συνέπειες που θα πρέπει να παρουσιάζεται στους ανθρώπους σαν ό,τι πιο τρομερό. Συνάμα, ωστόσο, αποτελεί μία πράξη ευσπλαχνίας του Θεού, γιατί δίνει τη δυνατότητα στα πνεύματα να ελευθερωθούν έπειτα από αμέτρητους αιώνες φυλακής».

Και αλλού καταγράφει η ίδια: «Η έλλειψη πίστης είναι το χειρότερο κακό που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Γιατί τότε είναι ακόμη υπόδουλος του (εωσφορικού) όντος που τον παρασέρνει προς τα κάτω. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν έχει δυνατότητα να σωθεί μέσα σε μία μόνο λυτρωτική περίοδο σε αυτήν τη Γη. Αλλά δεν επιστρέφει στη Γη ως άνθρωπος παρά στη συνέχεια φυλακίζεται μέσα στην ύλη. Το ίδιο συμβαίνει με εκείνους τους ευρισκόμενους στον άλλον κόσμο που έχουν πέσει πάρα πολύ χαμηλά και για τους οποίους το λυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα.

Σε αυτές τις περιπτώσεις μία μόνο γήινη εποχή λύτρωσης δεν αρκεί για να απολυτρωθούν τέτοιες ψυχές… Η δε φυλάκισή τους στην ύλη δεν είναι μετενσωμάτωση όπως την φαντάζεστε εσείς οι άνθρωποι, που νομίζετε ότι η επιθυμία σας να ενσαρκωθείτε πάλι ικανοποιείται με τον τρόπο που θέλετε εσείς.

…Αμέτρητοι βοηθοί συμπαρίστανται στον άλλον κόσμο στην κάθε ψυχή και την οδηγούν ασφαλώς στα ύψη. Εάν όμως η ίδια δεν θέλει, η συνέπεια είναι να βυθιστεί στην άβυσσο, αν και εκεί ακόμη μπορεί να βρει τη λύτρωση. Μα εάν όλες οι προσπάθειες που καταβάλλουν μαζί της οι φωτεινές οντότητες αποβούν μάταιες, τότε στο τέλος θα εγκλειστεί πάλι στην ύλη…

Σας είναι γνωστό ότι ο βαθμός της συνειδητότητας της ψυχής όταν φεύγει από αυτόν τον κόσμο εξαρτάται από το βαθμό της αγάπης της. Άρα καταλαβαίνετε επίσης ότι όλα (ανεξαίρετα) τα πνευματικά συστήματα που έχουν στόχο τους την ανάπτυξη της αγάπης οδηγούν στην αναγνώριση του Ιησού Χριστού είτε πριν είτε μετά το σωματικό θάνατο των ανθρώπων που τα ακολουθούν. Έτσι βρίσκουν και αυτοί επίσης τη λύτρωση μόλις Τον αναγνωρίσουν…».

Επομένως αυτή η «παλιγγενεσία» ανθρώπων που φυλακίζονται πάλι στη γήινη ύλη επειδή απέτυχαν να πνευματοποιηθούν σε αυτόν τον κόσμο ή στον άλλο δεν έχει την έννοια της μετενσάρκωσης. Αφενός γιατί συμβαίνει μόνο στο τέλος μίας μακραίωνης εποχής λύτρωσης. Αφετέρου γιατί είναι δυνατό να περάσουν χιλιάδες ή και εκατομμύρια χρόνια μέχρι να μπορέσει μία τέτοια ψυχή να ενανθρωπιστεί πάλι στη Γη, αφού περάσει πρώτα κατακερματισμένη από ενσωματώσεις σε όλα τα φυσικά βασίλεια.

Η ενανθρώπιση μετά από μία μακρά φυλάκιση στην ύλη δεν έχει την έννοια ότι έτσι εξαλείφονται αμαρτίες περασμένων ζωών. Αλλά το ζητούμενο σε μία νέα ενανθρώπιση της ψυχής είναι να μην αποτύχει πάλι στη δοκιμασία της βούλησής της ως άνθρωπος, παρόλο που κάθε φορά έχει να αντιμετωπίσει όλο και πιο δύσκολες συνθήκες. Γι’ αυτό μπορεί και πρέπει να αντεπεξέλθει στις εξετάσεις της βούλησής της επικαλούμενη συνειδητά τον Ιησού Χριστό να την βοηθήσει να τα βγάλει πέρα σε αυτήν τη ζωή. Μόνο έτσι έχει τη δυνατότητα, να πετύχει την πλήρη υιοθεσία από τον Θεό, σύμφωνα με τις νέες αποκαλύψεις.

Η εκ νέου φυλάκιση στην ύλη στην Αγία Γραφή υποδηλώνεται με τον όρο «δεύτερος θάνατος» (Αποκάλυψη Ιωάννη 20, 1-3). Οι οπαδοί της μετενσάρκωσης ωστόσο απορρίπτουν τη δεύτερη φυλάκιση στην ύλη, επειδή αντίκειται στην ιδέα των διαδοχικών ενσαρκώσεων.

Σ.τ.μ. Το θέμα τής εκ νέου φυλάκισης στην ύλη παρουσιάζεται εκτενέστερα στα βιβλία: Το Μεγάλο Μυστήριο. Το Μέλλον είναι Τώρα. Το Πέρασμα στη Νέα Πνευματική Εποχή. Η Γέννηση της Νέας Γης (βλ. βιβλιογραφία).

                                            

 Η Γιόγκα

 Η γιόγκα είναι μία ινδουιστική παράδοση ηλικίας 5000 χρόνων που στηρίζεται σε μυστικές διδασκαλίες. Στην ουσία πρόκειται για μία θρησκευτική μορφή διαλογισμού κατά τον οποίο ο ασκούμενος διαλογίζεται παίρνοντας μια συγκεκριμένη στάση. Σκοπός είναι η τελείωση και η ένωση με το βράχμαν, την υπέρτατη Πραγματικότητα. Η γιόγκα αποτελεί ένα από τα τέσσερα θεμέλια της ινδικής πνευματικής παράδοσης. Τα άλλα τρία είναι ο νόμος του κάρμα, το οποίο κρατά τον άνθρωπο δεμένο με τον κόσμο, η μάγια, η ψευδαίσθηση ότι ο εκδηλωμένος κόσμος είναι πραγματικός και η νιρβάνα, που είναι η απόλυτη πραγματικότητα πέρα από τις ψευδαισθήσεις του κόσμου των φαινομένων. Η γιόγκα συνιστά το μέσον και την ατραπό απεξάρτησης από τις αισθήσεις. Ο άνθρωπος έχει τη ροπή να επηρεάζεται από τα αισθήματα και τις σκέψεις του και να τα συγχέει με το «πνεύμα». Σύμφωνα με τη φιλοσοφία της γιόγκα, ο ρόλος της είναι να τον βοηθήσει να ανεξαρτητοποιηθεί από τις αισθήσεις του, καθώς τον διδάσκει να βλέπει τα πράγματα όπως είναι πραγματικά και όχι όπως φαίνονται.

Γι’ αυτόν το λόγο το κέντρο βάρους στη γιόγκα είναι ο διαλογισμός. Με το διαλογισμό η συνείδηση του ασκούμενου κατευθύνεται στην εσωτερική πραγματικότητα μέχρι να φθάσει στο καθαρά υπερβατικό επίπεδο του σαμάντι, την απόλυτη φώτιση.

Αλλά για να μπορέσει να ηρεμήσει το πνεύμα, πρέπει πρώτα ο ασκούμενος να ξεπεράσει πολλά εμπόδια που του βάζει ο εαυτός του: την άγνοια, τον εγωκεντρισμό, την ταύτιση με το σώμα, την αναζήτηση χαράς και απόλαυσης, την απέχθεια προς τον πόνο και τη δυστυχία και τέλος, τη δίψα για ζωή. Όλα αυτά γιατί σύμφωνα με τη φιλοσοφία της γιόγκα οι άνθρωποι είναι αιχμάλωτοι σε έναν κόσμο όπου επικρατούν οι θολές, ακάθαρτες αντιλήψεις των αισθήσεων και οι προκαταλήψεις. Γι’ αυτό πρέπει με συγκεκριμένες ασκήσεις σώμα και πνεύμα του ασκούμενου να συνδεθούν με το «θείο» για να βρει τη φώτιση, το σαμάντι, και ταυτόχρονα την ένωση με το Παν. Σε μερικές φιλοσοφικές σχολές το Παν είναι είτε ένας από τους ανώτερους θεούς, ο Βράχμα, ο Βίσνου ή ο Σίβα, ενώ σε άλλες είναι η απρόσωπη Παγκόσμια Ψυχή ή ουσία του κόσμου, το βράχμαν. Μόνο όποιος φθάνει σε αυτήν την ένωση λυτρώνεται από τον τροχό των μετενσαρκώσεων.

Η γιόγκα αποτελείται από οκτώ βαθμίδες, οι οποίες είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους σαν συγκοινωνούντα δοχεία και είναι οι εξής πέντε καταρχάς:

  • Γιάμα: εξωτερική πειθαρχία υπό την οποία εννοείται ηθικός βίος, εντιμότητα, άρνηση της βίας, άρνηση της ιδιοκτησίας, άρνηση της κλοπής.
  • Νιγιάμα: εσωτερική πειθαρχία (τήρηση των κανόνων καθαρμού, ασκητισμός, μελέτη των ιερών κειμένων, απαγγελία μάντραμ, ιδίως της ιερής συλλαβής «ωμ», άνευ όρων υποταγή στο δάσκαλο ή γκουρού).
  • Άσανα: η σωστή στάση του σώματος που εισάγει στο διαλογισμό.
  • Πραναγιάμα: έλεγχος και επιβράδυνση της αναπνοής προκειμένου ο ασκούμενος να συγκρατήσει στο σώμα του την κοσμική ζωτική ενέργεια (το πράνα).
  • Πρατιαχάρα: τα αισθητήρια όργανα παύουν να έχουν επαφή με τον εξωτερικό κόσμο.

Στη Δύση οι δύο πρώτες βαθμίδες είναι πολύ λίγο γνωστές, κυρίως δε σε δασκάλους της γιόγκα και σε πολύ προχωρημένους μαθητές. Η πιο διαδεδομένη μορφή γιόγκα στη Δύση είναι η χάθα γιόγκα με τις ως επί το πλείστον σωματικές ασκήσεις (άσανα).

«Χα» είναι ο ήλιος στα σανσκριτικά και «θα» η σελήνη. Παρόμοια με τις πολικότητες γιν-γιανγκ του ταοϊσμού, τα δύο ουράνια σώματα συμβολίζουν δύο αντίθετες ενέργειες που όμως συνεργάζονται. Συνήθως στη Δύση η χάθα γιόγκα είναι γνωστή σαν ένα είδος θεραπευτικής γυμναστικής που βελτιώνει την κινητικότητα του σώματος και συνάμα εκπαιδεύει και ηρεμεί την ψυχή. Έτσι οι περισσότεροι θεωρούν ότι αποτελεί μία ουδέτερη, ακίνδυνη μέθοδο, καθώς ως επί το πλείστον οι δάσκαλοι δεν αναφέρουν το θρησκευτικό της υπόβαθρο παρά μόνο περιστασιακά.

Στην πραγματικότητα κάθε σωματική στάση έχει ένα θρησκευτικό νόημα και συχνά αποσκοπεί στη λατρεία μιας ινδουιστικής θεότητας, όπως είναι π.χ. ο «χαιρετισμός του ήλιου», όπου ο γιόγκι επαναλαμβάνει δώδεκα φορές το όνομα της θεότητας του ήλιου. Εκτός αυτού υπάρχουν ασκήσεις με τις οποίες λατρεύονται διάφορα ζώα που θεωρούνται ιερά, όπως ο σκορπιός, η κόμπρα ή το λιοντάρι. Κάθε στάση αποβλέπει στο να φέρει σώμα, ενδοκρινείς αδένες και ψυχικό νευρικό σύστημα σε ένα επίπεδο μεταβεβλημένης συνείδησης. Ο γκουρού Swami Vishnudevananda εξηγεί: «Στη χάθα γιόγκα ο αρχάριος μαθητής πρέπει να κάνει σωματικές ασκήσεις ούτως ώστε όταν προχωρήσει περισσότερο να μπορεί να χειραγωγήσει πιο εύκολα το πνεύμα του, προκειμένου να επικοινωνήσει με το ανώτερο «Εγώ» του».

Αφού μάθει τις πιο σημαντικές σωματικές στάσεις, ο μαθητής εισάγεται στην τέταρτη βαθμίδα, αυτή των αναπνευστικών ασκήσεων (πραναγιάμα). Με αυτές πρέπει να μάθει να έχει τον έλεγχο του πράνα. Στις επόμενες βαθμίδες προοδευτικά ελαττώνεται η επαφή με το περιβάλλον και οι νοητικές λειτουργίες αδρανοποιούνται μέχρι να επιτευχθεί ο τελικός στόχος, το σαμάντι.

Οι έμπειροι γιόγκι είναι ικανοί να μειώσουν στο ελάχιστο την κατανάλωση ενέργειας που χρειάζεται το σώμα τους και να αγνοήσουν το αίσθημα πείνας, δίψας, πόνου κ.λπ. Όμως όταν ο διαλογισμός σε μία καθιστή στάση διαρκεί πολύ, υπάρχει κίνδυνος να ανακοπεί η κυκλοφορία του αίματος, οπότε το σώμα σταδιακά στεγνώνει και πεθαίνει. Πράγματι έχουν βρεθεί σκελετοί από γιόγκι που καθιστοί στη στάση του λωτού έγιναν τελείως άκαμπτοι, τα υγρά έπαψαν να κυκλοφορούν στο σώμα τους και έτσι πέθαναν.

Οι υπόλοιπες τρεις βαθμίδες αφορούν την κλασσική μορφή της γιόγκα, τη ράτζα (raja) γιόγκα. (Από τη ράτζα γιόγκα προήλθε και η χάθα γιόγκα, η οποία επινοήθηκε από τον ιδρυτή μίας αίρεσης του Σίβα). Οι τελευταίες τρεις βαθμίδες είναι :

  • Νταράνα : Συγκέντρωση, εστίαση της σκέψης σε ένα σημείο π.χ. ένα μάνταλα.
  • Ντυάνα : διαλογισμός όπου ο γιόγκι αρχίζει να ενώνεται με το αντικείμενο του διαλογισμού του.
  • Σαμάντι : Καθαρή συνείδηση, φώτιση, διάχυση του ατομικού εγώ μέσα στην κοσμική ουσία.

Συνοψίζοντας, είναι φανερό από τα προηγούμενα ότι η γιόγκα αποτελεί καθαρά έναν δρόμο αυτολύτρωσης, πλήρως συνυφασμένο με τις κοινωνικές–πολιτισμικές συνθήκες της Ινδίας. Εκτός αυτού, καθώς ο γιόγκι δεν ελέγχει απλώς το σώμα του, αλλά επιπλέον θέτει εκτός λειτουργίας τις αισθήσεις και το νου του, το αποτέλεσμα είναι ότι έτσι δραπετεύει από τον κόσμο, τουλάχιστον όσον αφορά στη Δυτική οπτική που διαφέρει ριζικά από την ινδική. Για τους μη Ινδούς ασκούμενος στη γιόγκα ισχύει ότι αν δεν πιστεύουν στις ινδουιστικές γραφές, η άσκησή τους δεν έχει καμία αξία στον ινδουισμό. Έτσι κ’ αλλιώς πλείστοι Ινδοί πνευματικοί ηγέτες βλέπουν τον εξινδουισμό αλλοεθνών barbara αντίθετο προς τη θρησκεία τους, καθώς αυτή εξ ορισμού πρέπει να περιορίζεται στα γεωγραφικά όρια όπου γεννήθηκε.

Σε κάθε περίπτωση η Δυτική αντίληψη του ινδουισμού δεν λαμβάνει υπόψη την αλληλεξάρτηση μεταξύ μόκσα (λύτρωσης) και ντάρμα (αιώνιου νόμου). Η επιθυμία όμως για λύτρωση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες (βλ. π.χ. κάστες), που είναι αδύνατον να μεταφυτευτούν στη Δύση. (Lexicon der Religionen)

 

Ο ρόλος των γκουρού: Όπως προαναφέρθηκε, η κεντρική ιδέα του ινδουισμού λέει ότι ο άνθρωπος είναι δέσμιος του κάρμα του και των διαδοχικών ενσαρκώσεων. Επειδή λοιπόν για να ξεφύγει κάποιος από αυτόν τον αέναο κύκλο των επανειλημμένων ενσαρκώσεων χρειάζεται ειδικές γνώσεις, για τούτον το λόγο χρειάζεται επίσης έναν πνευματικό δάσκαλο.

Στη βεδική εποχή του ινδουισμού (1500-600 π.Χ.) οι Βραχμάνες, που ήταν οι τότε δάσκαλοι, μετέδιδαν τη θρησκευτική γνώση μόνο στις τρεις ανώτερες κάστες. Οι μαθητές κατοικούσαν στο σπίτι του δασκάλου τους, τον υπηρετούσαν και σε αντάλλαγμα διδάσκονταν τη ζωή του πνεύματος. Ο όρος «γκουρού» ή πνευματικός δάσκαλος εμφανίζεται για πρώτη φορά την εποχή των Ουπανισάδων (600-300 π.Χ.).

Παλαιότερα ο ινδουισμός ήταν μία εθνική θρησκεία, αφού έπρεπε να έχει γεννηθεί κάποιος σε μία από τις τέσσερις κύριες κάστες για να ανήκει σε αυτήν. Αυτό άρχισε να αλλάζει στα τέλη του 19ου αιώνα. Το 1893 επ’ ευκαιρία της Παγκόσμιας Έκθεσης στο Σικάγο Αμερικανοί χριστιανοί κάλεσαν τον Βιβεκανάντα να αντιπροσωπεύσει τον ινδουισμό σε μία «βουλή των θρησκειών». Αυτό το γεγονός οδήγησε τον Βιβεκανάντα στην πεποίθηση ότι είχε έρθει η ώρα να διαδοθεί η θρησκεία του στη Δύση. Επιστρέφοντας στην Ινδία ίδρυσε μία αποστολική εταιρεία της οποίας το πεδίο δράσης περιλάμβανε και τη Δύση. Έκτοτε η θρησκεία αυτή με τη μορφή του νεοϊνδουισμού που διαφέρει σε αρκετά σημεία από τον κλασικό ινδουισμό, έχασε τον εθνικό της χαρακτήρα και προσηλυτίζει μαζικά νέους πιστούς σε όλον τον κόσμο.

Ενώ αρχικά στη Δύση ήταν κυρίως μία διανοούμενη ελίτ που ασχολήθηκε με την ινδουιστική φιλοσοφία, σήμερα είναι ως επί το πλείστον νέοι από όλα τα κοινωνικά στρώματα που έλκονται από πολυάριθμους γκουρού. Οι ίδιοι οι Ινδοί είναι διχασμένοι απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, άλλοι θεωρούν τους γκουρού που στράφηκαν προς τη Δύση προδότες της ορθοδοξίας κ’ άλλοι επικροτούν τη διάδοση του ντάρμα στην οικουμένη.

Όπως την εποχή των Ουπανισάδων οι σημερινοί γκουρού θεωρούνται οι δάσκαλοι που δείχνουν το δρόμο για τη φώτιση. Κάθε γκουρού αποτελεί το τελευταίο μέλος μίας ιδιαίτερης μακράς παράδοσης που μοιάζει με το γενεαλογικό δένδρο μίας οικογένειας. Στην αρχή ενός τέτοιου δένδρου βρίσκεται ένας ινδουιστικός θεός και ακολουθεί μία μακριά σειρά από γκουρού που έχουν μία υπερβατική σχέση με τη συγκεκριμένη θεότητα. Ο ιδρυτής του κινήματος Χάρε Κρίσνα, «η Αυτού Θεϊκή Χάρις» Μπακτιβεντάντα Σβάμι Πραμπουπάντα (Bhaktivedanta Swami Prabhupada) γράφει σχετικά: «Ο γκουρού είναι ο εκπρόσωπος του Κρίσνα και όλων των προηγούμενων acharyas (δασκάλων). Ο Κρίσνα λέει ότι όλοι οι acharyas είναι εκπρόσωποί του και γι’ αυτό οφείλει κανείς να τιμά τον γκουρού όπως τον θεό… Επομένως όταν αφιερώνουμε τον εαυτό μας στο σωστό γκουρού, τον αφιερώνουμε στον θεό. Ο θεός δέχεται το ότι αφιερωνόμαστε στον γκουρού σαν να αφιερωνόμασταν στον ίδιο».

Κάθε γκουρού επιλέγει έναν από τους μαθητές του για να τον διαδεχθεί μετά το θάνατό του και έτσι διαιωνίζεται η συγκεκριμένη παράδοση. Ο διάδοχος πρέπει να είναι ικανός για δύο πράγματα: πρώτον διαλογιζόμενος να φθάνει στο σαμάντι και δεύτερον να μπορεί να δείξει και σε άλλους τον ίδιο δρόμο. Εξυπακούεται ότι πρέπει να γνωρίζει σε βάθος τα ιερά ινδουιστικά κείμενα και να είναι σε θέση να μυήσει άλλους μαθητές στα μυστήρια.

Ο γκουρού ζει μαζί με τους μαθητές του σε ένα άσραμ, μία κοινοβιακή κοινότητα που μοιάζει με μοναστήρι. Ένας αρχάριος πρέπει να γίνει πρώτα δεκτός από τον γκουρού προκειμένου να γίνει έπειτα επίσημα μαθητής του. Μετά από μία δοκιμαστική περίοδο ακολουθεί η τελετουργική μύηση όπου ο γκουρού παραδίδει μυστικά στο μαθητή το προσωπικό του μάντρα το οποίο σχετίζεται με μία ινδουιστική θεότητα. Υπό την καθοδήγηση του γκουρού ο μαθητής οφείλει να μάθει να απαγγέλλει με έναν καθορισμένο τρόπο το μάντρα του. Το μάντρα έχει μία ιδιαίτερη σημασία, γι’ αυτόν το λόγο μάλιστα ορισμένοι γκουρού λένε πως τελείται ένας «πνευματικός γάμος».

Μέσω του μάντρα ο μαθητής συνδέεται για πάντα με τον γκουρού του και με την ινδική θεότητα στην οποία είναι αφιερωμένο. Η σύνδεση αυτή παραμένει ακόμη και όταν ο μαθητής απομακρυνθεί από τον γκουρού του. Πολλά άτομα που εγκατέλειψαν τη σέκτα στην οποία ανήκαν αναφέρουν πως ο γκουρού εξακολουθεί να ασκεί μία μυστική επιρροή πάνω τους. Επιπλέον δηλώνουν ότι είναι αδύνατο να ξεφύγουν με δικές τους δυνάμεις από αυτήν την αόρατη σφαίρα επιρροής.

Ο μαθητής πρέπει να απαγγέλλει αδιάκοπα σε διάφορες περιστάσεις το μάντρα του, πράγμα που εξυπηρετεί πολλαπλούς σκοπούς. Για παράδειγμα βοηθά την ώρα του διαλογισμού στην αυτοσυγκέντρωση και συνάμα στη μυστική σύνδεση του μαθητή με τον γκουρού και τις θεϊκές δυνάμεις του. Πέραν τούτου, εκτός του ότι αποτελεί ένα τυπικό λατρείας της θεότητας, επιπλέον η μονότονη απαγγελία μπορεί να εμποδίσει ενοχλητικές σκέψεις.

Ο γκουρού Μπακτιβεντάντα εξηγεί την ιδιαίτερη σημασία του μάντρα «ωμ» (σ.τ.σ.: «ωμ» είναι ένας ιερός ήχος που συμβολίζει την ουσία του σύμπαντος και το πνεύμα του βράχμαν) με αυτά τα λόγια : «Ο Kρίσνα λέει στην Μπαγκαβαντγκίτα 7,8 : “Εγώ είμαι η συλλαβή ωμ σε όλα τα βεδικά μάντρα’’. Συνεπώς εδώ επιβεβαιώνεται ότι η απαγγελία αποτελεί τη σωστή μέθοδο για να συνδεθεί ο άνθρωπος με την Υπέρτατη Αλήθεια, με την προσωπικότητα του θεού. Όταν ψέλνεται το ιερό όνομα Kρίσνα, η Ύψιστη Προσωπικότητα, ο Kρίσνα, έλκει την ψυχή να επιστρέψει στον θεό».

Πολλές φορές οι ανυποψίαστοι μαθητές τής χάθα γιόγκα στη Δύση μαθαίνουν να απαγγέλλουν το μάντρα ωμ παράλληλα με ορισμένες ασκήσεις. Είναι σωστό να γνωρίζει όμως ο καθένας ότι αυτή η απαγγελία έχει μία πνευματική έννοια και συνέπεια. Γιατί το μάντρα λειτουργεί ως σύνδεσμος με έναν αόρατο κόσμο από τον οποίο δεν είναι εύκολο να αποσυνδεθεί ο μαθητής στη συνέχεια. Όλες αυτές οι πνευματικές οντότητες (όπως π.χ. οι ινδουιστικές θεότητες) και οι γκουρού (είτε ενσώματοι είτε ασώματοι) τρέφονται από την ενέργεια που τους προσφέρουν οι μαθητές εν γνώσει ή εν αγνοία τους. Όσο μεγαλύτερη δε είναι η λατρεία των μαθητών, τόσο περισσότερη ενέργεια απορροφούν προς την ενεργειακή τους σφαίρα.

Στα άσραμ η καθημερινή ζωή διέπεται από αυστηρούς κανόνες, έτσι που κάθε μέρα είναι προγραμματισμένη ως το τελευταίο λεπτό και ως την τελευταία λεπτομέρεια. Υπάρχουν π.χ. κανόνες που καθορίζουν τη συναναστροφή με τον γκουρού και τους άλλους μαθητές, την τροφή, την ενδυμασία, τις ώρες του ύπνου, το πότε επιτρέπεται ομιλία και πότε επιβάλλεται σιωπή, την αποστήθιση ιερών κειμένων του ινδουισμού, το διαλογισμό κ.ο.κ. Ένα μεγάλο μέρος καταλαμβάνουν οι ασκήσεις διαλογισμού και η τελετουργική λατρεία στο πρόσωπο του γκουρού. Η λατρεία αυτή έχει την έννοια ότι οδηγεί στη λύτρωση, δεδομένου ότι ο γκουρού είναι η ενσάρκωση του Υπέρτατου Εγώ. Γι’ αυτό έχει τη δυνατότητα να συγχωρεί αμαρτίες, να εξαλείφει το κακό κάρμα και έτσι να χαρίζει τη λύτρωση. Οι τελετουργικοί ψαλμοί των μαθητών, όπως ο παρακάτω, εκφράζουν τη λατρεία που αρμόζει στον γκουρού:

Γκουρού, είσαι ο πατέρας, η μητέρα, ο αδελφός και ο θεός μας. Για να βρω τη γνώση και τη λύτρωση πίνω το νερό που έπλυνε τα πόδια του ο γκουρού. Αυτό το νερό διαλύει την άγνοια και βάζει τέλος στο κάρμα. Όταν ο θεός Σίβα θυμώσει, θα σε σώσει ο γκουρού, μα όταν θυμώσει ο γκουρού. ο θεός Σίβα ασφαλώς δεν θα σε σώσει.

Οι τελετές και οι κανόνες διαφέρουν από τη μία παράδοση στην άλλη, όμως πάντα ο σκοπός τους είναι να δέσουν το μαθητή με τον εκάστοτε γκουρού και την ομάδα του. Συχνά οι σύγχρονοι γκουρού αναμειγνύουν στη διδασκαλία τους χριστιανικές ιδέες προκειμένου να γίνει πιο εύπεπτη και πιο εύκολα αποδεκτή από τους Δυτικούς μαθητές τους. Έτσι πολλές ομάδες χρησιμοποιούν μία χριστιανική ορολογία στην οποία όμως δίνουν ένα ινδουιστικό περιεχόμενο. Μολονότι η σχέση γκουρού-μαθητή δεν ταιριάζει στη Δυτική-ανθρωπιστική νοοτροπία, με διάφορες μεθόδους ψυχολογικής χειραγώγησης δημιουργείται μία σχέση εξάρτησης όπου ο μαθητής διαμορφώνει τη ζωή και το πιστεύω του σύμφωνα με τις επιταγές του γκουρού του. Οι πιο γνωστές ομάδες με ινδουιστικό υπόβαθρο που δρουν στο Δυτικό κόσμο είναι οι Χάρε Κρίσνα, ο Υπερβατικός Διαλογισμός του γιόγκι Μαχαρίσι, το κίνημα του Μπάγκβαν που πλέον ονομάζεται Όσο, οι οπαδοί του Σάϊ Μπάμπα, του Μπαμπάτσι, του Σρι Τσινμόι, οι Ανάντα Μάργκα, οι Μπράχμα Κουμάρις, διάφοροι ταντριστές κ.ά.

Οι ομάδες αυτές έχουν άσραμ εκτός Ινδίας στις ΗΠΑ και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Επίσης οργανώνουν συστηματικά συγκεντρώσεις για παλιούς και νέους οπαδούς. Παρά τα κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, οι περισσότερες ανταποκρίνονται στη γενική περιγραφή που προηγήθηκε.

Όπως αναφέρθηκε στο κεφάλαιο για τον ινδουισμό, πολλοί γκουρού είναι σοβαροί δάσκαλοι∙ δυστυχώς όμως πολλοί επίσης είναι απατεώνες ή/και συνεργάζονται με σκοτεινές δυνάμεις για να ασκούν εξουσία πάνω σε εύπιστους ή αδαείς Ανατολικούς και κυρίως Δυτικούς σπουδαστές. Αν και πολλές φορές αποκαλύπτεται το πραγματικό ποιόν τους, το παράδοξο είναι ότι αυτό δεν ανοίγει τα μάτια στους οπαδούς τους. Ίσως επειδή θεωρούν ότι όποιος δηλώνει διδάσκαλος, σβάμι, εσωτεριστής κ.λπ. είναι εξ ορισμού ανώτερος άνθρωπος. Αλλά πολύ συχνά ισχύει ακριβώς το αντίθετο, παρ’ όλο που μπορεί να είναι ένας χαρισματικός δάσκαλος.

Ένα πολύ γνωστό τέτοιο παράδειγμα είναι ο Σάι Μπάμπα. Υπάρχουν αδιάψευστες, μεταξύ άλλων κινηματογραφημένες, αποδείξεις για τις ταχυδακτυλουργικές ικανότητες με τις οποίες πραγματοποιεί τα «θαύματά» του και για την παιδοφιλική του δραστηριότητα μεταξύ των ανήλικων οπαδών του. Όμως δεν παύει να χαίρει της λατρείας των θαυμαστών του που πιστεύουν ότι είναι ο Παντοδύναμος Θεός, όπως αυτοδιαφημίζεται.

Ένα άλλο παράδειγμα θεοποιημένου γκουρού ήταν ο Μπάγκβαν Σρι Ραζνίς (Bhagwan Shree Razneesh). Οι παρακάτω σειρές γι’ αυτήν την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα προέρχονται από το βιβλίο Φως και Σκοτάδι στον Εσωτερισμό του εσωτεριστή συγγραφέα Ρούντολφ Πάσσιαν.

«…Καταρχάς ο Μπάγκβαν ζητούσε από τους οπαδούς του να μην προσεύχονται, γιατί η προσευχή είναι απλώς «μία συνήθεια που συνδέεται με την εξουσία και ειδικά την εξουσία του πατέρα». Αντ’ αυτού δίδασκε την “καταστροφή της διανοητικής λειτουργίας, την καθοδήγηση ώστε να παύσει η σκέψη μέσω του δυναμικού διαλογισμού”. Για τον έλεγχο των σκέψεων δανείστηκε από τις διδασκαλίες του Γκουρτζίεφ (Gurdjiew), από τον οποίον έμαθε πώς να εξευτελίζει με καψώνια τους ανθρώπους και παρ’ όλα αυτά εκείνοι να νομίζουν ότι είναι για την ευτυχία τους. Από τον ταντρισμό υιοθέτησε την πλάνη της «απελευθέρωσης μέσω του σεξ».

Άλλα βασικά στοιχεία της διδασκαλίας του ήταν: Η οικογένεια πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από το κοινόβιο, όπου τα παιδιά ανατρέφονται όλα μαζί και γνωρίζουν μόνο τη μητέρα και όχι τον πατέρα τους, ο οποίος έτσι κ’ αλλιώς είναι δύσκολο να εξακριβωθεί, αν ληφθούν υπόψη οι «πρακτικές» που εισήγαγε ο Μπάγκβαν. Είναι αυτονόητο ότι επιτρέπεται το σεξ με παιδιά. Το να έχει κανείς ενοχές είναι βλακεία, αφού αποτελούν μία επινόηση των θρησκειών ή των ιερατείων για να κρατούν υπό το ζυγό τους την ανθρωπότητα. Ο Μπάγκβαν απαιτούσε από τους οπαδούς του την πλήρη υποταγή τους σε αυτόν και την απόρριψη των μέχρι τότε ιδεών, δεσμών με άλλους ανθρώπους και του εγώ τους. Όπως ο Γκουρτζίεφ, που δίδασκε ότι πρέπει να ταρακουνιέται το ανθρώπινο μυαλό, έτσι ώστε να μην μένει τίποτα στη θέση του, και ο Μπάγκβαν τους επέβαλλε την πίστη ότι ήταν μηδενικά, όντα χωρίς νόηση και εγώ.

… Η ηγεσία από το νεοεποχικό ινστιτούτο Esalen της Καλιφόρνια και άλλοι ψυχοθεραπευτές του New Age έσπευσαν να γίνουν σβάμι κοντά του. Έτσι, σύμφωνα με έναν πρώην μαθητή του, τον Eckart Floether, «αυτοί έδειξαν στον Razneesh τις ψυχολογικές τεχνικές που χρειάζονταν για τα πειράματά του με καταστάσεις αλλοιωμένης συνείδησης. Στις ομάδες θεραπείας του συστήματός του η φυσική και η ψυχική βία, τα κατάγματα και οι βιασμοί ανήκαν στην ημερήσια διάταξη. Όμως οι μαθητές έκαναν ευχαρίστως οτιδήποτε τους ζητούσε ο γκουρού-θεός … αν και ορισμένοι τρελάθηκαν και άλλοι αυτοκτόνησαν.

… Αντί για μία νέα συνειδητότητα ή πνευματική ελευθερία , βίωνα την απόλυτη εξάρτηση και την καταστροφή ανθρώπων, έναν τέλειο μηχανισμό ψυχικής υποδούλωσης», καταλήγει ο Floether.

…Ασφαλώς ο αναζητητής της αλήθειας μπορεί να βρει στις διδασκαλίες του Bhagwan ή ενός Hubbard μία πνευματική ευχαρίστηση και τα δεδομένα εκείνα που αντιστοιχούν στο σημερινό επίπεδο της εξέλιξής του. Επειδή οι εμπειρίες οφείλουν να μας βοηθήσουν να ωριμάσουμε, γι’ αυτό πρέπει να μην είμαστε τόσο πολύ εύπιστοι, να κρατούμε κάποια απόσταση και το ρόλο του κριτικού παρατηρητή. Κάθε απόφαση να θεωρήσουμε μία διδασκαλία αληθινή και να την ακολουθήσουμε, σημαίνει στην πράξη της ζωής ότι δρομολογεί την πορεία μας και μετά το θάνατο.

Πώς θα ξεχωρίσουμε, λοιπόν, τον αληθινό από τον ψεύτικο δάσκαλο; Ή τι δεν θα έκανε ποτέ ένας αληθινά φωτισμένος μύστης; Πρώτον δεν θα ζητούσε ποτέ από τους μαθητές του να πάψουν να προσεύχονται ούτε καν με τη δικαιολογία ότι η προσευχή για έναν συνάνθρωπο συνιστά ανεπίτρεπτη επέμβαση στο κάρμα του.

Δεύτερον δεν θα εκμεταλλευόταν την εργατική δύναμη των μαθητών του ούτε θα ζητούσε ούτε θα δεχόταν να πληρωθεί. Οι αληθινοί δάσκαλοι δεν κάνουν σεμινάρια ούτε συγκεντρώνουν γύρω τους θαυμαστές.

Τρίτον δεν κάνουν ποτέ το μαθητή τους να εξαρτιέται από αυτούς ούτε ασκούν οποιαδήποτε βία. Θεωρούν ότι είναι εργαλεία του θεού και οδηγοί τους σε αυτόν και μάλιστα δεν κρύβουν ποιον θεό εννοούν.

… Επομένως οι αληθινοί δάσκαλοι επιδιώκουν πρωτίστως να υποδείξουν στους συνανθρώπους τους αληθινά πράγματα ουσίας. Και το πιο ουσιαστικό από όλα είναι η αναζήτηση του θεού. Οι γνώστες ή οι μύστες μπορούν να τους βοηθήσουν σημαντικά να αναγνωρίσουν βασικές αλήθειες, να ενισχύσουν την πίστη τους στον θεό και να τους ενθαρρύνουν να ζούν συνειδητοποιημένοι. Όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα. Και προ πάντων δεν θα περιορίσουν ποτέ την ε λ ε υ θ ε ρ ί α του αδελφού ή της αδελφής τους».

Ωστόσο η άκριτη υποταγή στον γκουρού δεν περιορίζεται στους «εξ Ανατολής σοφούς». Ένα δυτικό αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί, ως λέγεται, ο Γκουρτζίεφ. Ο προαναφερθείς θεολόγος δρ. Κοχ χαρακτηρίζει τον Γκουρτζίεφ ως εξής :

«Ο Γκουρτζίεφ ήταν μεγαλομανής και συστηματικός ψεύτης. Δεν έχανε ευκαιρία να αυτοδιαφημιστεί μεγαλόφωνα …και έπαιρνε χρήματα, πολλά χρήματα χωρίς αιδώ και ανενδοίαστα. … Η ατραπός του Γκουρτζίεφ δεν οδηγούσε στον θεό, αλλά στην εξουσία πάνω στους άλλους. Η βαναυσότητά του, η παντελής απουσία αγάπης και συμπόνιας από την καρδιά του πήγαζε από τις σκοτεινές, δαιμονικές πρακτικές που διδάσκονται στα μοναστήρια της Μογγολίας. Εκεί ασκούν συνειδητά ως τα άκρα τη σκληρότητα, το θυμό, την κακία, τις βωμολοχίες (και τις οποίες δίδασκε άριστα ο Γκουρτζίεφ), και τη φυσική βία. Ο Γκουρτζίεφ διασκέδαζε με το να προσβάλλει συνεχώς και να υβρίζει χυδαία τους μαθητές του και αυτοί όφειλαν να το δεχθούν υποταγμένοι και ταπεινοί. Όπως ο Μπάγκβαν που χαρακτήριζε τη Μητέρα Τερέζα «ηλίθια», έτσι και ο Γκουρτζίεφ γελώντας κυνικά καθύβριζε τα ευρωπαϊκά ιδεώδη για την ανθρώπινη αξία και την ελευθερία…

Εκτός από τη σεξουαλική μαγεία, ο Γκουρτζίεφ δίδασκε επίσης ότι ελάχιστοι μόνο έχουν μία αθάνατη ψυχή. Για να την αποκτήσει κάποιος, πρέπει να αποβάλει όλες τις ιδέες του, τα πανανθρώπινα ιδανικά και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του.

Οι γυναίκες πάντως έχουν ελάχιστες πιθανότητες να αποκτήσουν μία αθάνατη ψυχή, εκτός αν συνευρεθούν σεξουαλικά με έναν οπαδό του συστήματός του. Γι’ αυτό και ο ίδιος έδειχνε μεγάλο ζήλο να εξασφαλίσει μία ψυχή σε όσο το δυνατόν περισσότερες γυναίκες..»

Αυτά τα λίγα εδώ για τον Γκουρτζίεφ που δήλωνε μεταξύ άλλων για τον εαυτό του ότι υπήρξε υπουργός εξωτερικών της θιβετικής κυβέρνησης και δάσκαλος του Δαλάι Λάμα…

Για λόγους οικονομίας χώρου στο βιβλίο αυτό παρουσιάστηκαν κατά κύριο λόγο οι προβληματικές, κατακριτέες ή και επικίνδυνες πλευρές φαινομένων και προσώπων της σύγχρονης πνευματικής αναζήτησης. Φυσικά όπου υπάρχει φως υπάρχει και σκοτάδι και αντιστρόφως. Ποιες είναι, λοιπόν, οι βασικές θετικές πλευρές της νέας πνευματικότητας;

Ως πρώτο θετικό στοιχείο θα αναφέρουμε αναμφισβήτητα τη νέα αντίληψη για τη θρησκευτική αναζήτηση και ολοκλήρωση. Είναι γεγονός ότι ο σύγχρονος αναζητητής δεν περιορίζεται στην πεπατημένη οδό που του υπαγορεύουν άλλοι, «επαγγελματίες πεφωτισμένοι». Αρνείται τα ιδεολογικά ή κοσμοθεωρητικά καλούπια που αποκλείουν μία προσωπική αντιπαράθεση και τοποθέτηση πάνω σε αυτά που καλείται να πιστέψει.

Εκτός αυτού το πνευματικό κλίμα της αναζήτησης επηρεάζει ακόμη και τους παραδοσιακούς πιστούς, έτσι ώστε να παρατηρείται μία αναγκαία, αναζωογονητική ζύμωση ακόμη και στο χώρο της θεσμοποιημένης θρησκείας. Πολλές εκκλησίες έχουν μάλιστα προχωρήσει σε υπερβολικούς συμβιβασμούς υιοθετώντας άκριτα ιδέες και πρακτικές από άλλες παραδόσεις, όπως π.χ. ο ασιατικός διαλογισμός, αποσιωπώντας ότι ένα τέτοιο «εμβόλιο» είναι αναπόσπαστο τμήμα μίας διαμετρικά αντίθετης κοσμοθεωρίας.

Εκεί βέβαια καιροφυλακτεί ο κίνδυνος να βάλουν πολύ νερό στο κρασί τους και να απομακρυνθούν σε ουσιώδη σημεία από τα πιστεύω τους. Ο κίνδυνος αυτός είναι παραπάνω από υπαρκτός, καθώς οι ανάγκες της πολιτικοοικονομικής παγκοσμιοποίησης προωθούν επίμονα τις δομές για μία άνευρη, ισοπεδωμένη παγκοσμιοποιημένη θρησκεία .

Πάντως όλο και ευρύτερα στρώματα συνειδητοποιούν ότι η θρησκεία δεν είναι απλώς εκκλησιασμός την Κυριακή και αρνί το Πάσχα, αλλά η εφαρμογή των ηθικών αρχών της στην καθημερινή ζωή. Ζωντανή θρησκεία δεν είναι απλώς η πίστη σε πρόσωπα και ιδέες, αλλά η προσπάθεια να αποβάλει ο καθένας τα κακά του χαρακτήρα του και να οικειοποιηθεί τα καλά. Η προσπάθεια αυτή οδηγεί αναπόφευκτα στην αγάπη για τους πλησίον, η οποία φυσικά συμπεριλαμβάνει και τους αλλόπιστους και κάθε άλλη μορφή ζωής.

Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να ανέλθει ποιοτικά η ψυχή και να περάσει σε ένα ανώτερο επίπεδο όταν φύγει από τον υλικό κόσμο. Η θρησκεία πρέπει να έχει ακριβώς την αποστολή να φωτίζει για το μεταφυσικό νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης και για την αθανασία και όχι να γίνεται ουραγός ή και προαγωγός υλιστικών επιθυμιών, όπως παρατηρείται σε αύξοντα βαθμό.

Σε αυτό το σημείο η Νέα Εποχή έχει συμβάλει και μπορεί να συμβάλει ώστε να απεγκλωβιστεί το σύγχρονο άτομο από τον κυρίαρχο υλισμό. Ωστόσο και εδώ συχνά διακηρύσσεται ένας πιο εξευγενισμένος, κεκαλυμμένος υλισμός. Πολλές σχολές και πολλοί δάσκαλοι υπόσχονται άμεση υλική επιτυχία και επίγεια ευτυχία. Επιπλέον ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχουν ηθικοί κανόνες γενικής ισχύος, γιατί λένε, οι ηθικές αρχές είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα και άρα μεταβλητές. Ένας εξ αυτών, ο Μάρκ Σάτιν, υποστηρίζει ευθέως : «Ένας πνευματικός δρόμος έχει αξία για μας μόνο όταν καλύπτει τις ανάγκες μας, τις οποίες ορίζουμε εμείς οι ίδιοι». Με άλλα λόγια η ικανοποίηση των ατομικών αναγκών ανάγεται σε καθολικό, υπέρτατο κριτήριο.

Ένας άλλος όχι αμελητέος κίνδυνος είναι να γίνεται η αναζήτηση προς χάριν της αναζήτησης, δηλαδή για λόγους κοινής περιέργειας, εγωιστικής αυτοπροβολής κ.ο.κ.

Εντούτοις είναι ήδη θετικό το γεγονός ότι δείχνουν ενδιαφέρον για τα πνευματικά πράγματα άνθρωποι που κανονικά θα απείχαν από αυτά. Πέραν τούτου, έχει γίνει κοινή συνείδηση ότι ο νους χωρίς την καρδιά, ο ορθολογισμός, η ανεξέλεγκτη οικονομική, τεχνολογική και επιστημονική ανάπτυξη όχι μόνο δεν φέρνουν τον παράδεισο επί γης, αλλά αντιθέτως οδηγούν σε δραματικά αδιέξοδα τα οποία ο άνθρωπος αδυνατεί να ξεπεράσει από μόνος του.

Έτσι ανάμεσα στα άλλα θετικά της νέας πνευματικότητας θα πρέπει να καταγραφεί επίσης ο ολιστικός τρόπος σκέψης. Πρόκειται για τη συνειδητοποίηση ότι «όλα τα όντα και τα πράγματα στο σύμπαν συναποτελούν ένα σύνολο, μία ενότητα, σαν έναν τεράστιο ωρολογιακό μηχανισμό, όπου τα πάντα αλληλεξαρτώνται και αλληλοσυνδέονται με έναν αδιόρατο τρόπο και ως εκ τούτου αλληλοϋποστηρίζονται και αλληλοϋπηρετούνται».

Ανάμεσα στα άλλα θετικά θα πρέπει να αναφερθεί και η συνειδητοποίηση της μεταθανάτιας συνέχισης της ζωής, ότι ο θάνατος συνιστά απλώς το πέρασμα από μία κατάσταση σε μία άλλη, όπου ισχύει επίσης ο νόμος αιτίας και αιτιατού, δηλαδή της ανταπόδοσης των πράξεων, καλών και κακών.

Ένα εξίσου σημαντικό θετικό στοιχείο της νέας θρησκευτικότητας για τον πολύ κόσμο είναι η αναβίωση του ερωτήματος σχετικά με τη θεία οντότητα, με τη σχέση μας μαζί της.

Βέβαια, όπως σωστά παρατηρεί ο Πάσσιαν, αυτό ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι δεν υποβιβάζουμε τον Θεό σε μία απρόσωπη Παγκόσμια Ψυχή ούτε προβιβάζουμε τον άνθρωπο σε θεό.

Και συνεχίζει ο ίδιος: «Είναι εξάλλου μεγάλο λάθος να απορρίπτουν το δυισμό κάθε μορφής με τον ισχυρισμό ότι υπάρχουν μόνο πολικότητες, σύμφωνα με τον οποίο ισχυρισμό καλό-κακό, φως-σκότος, δεν αποτελούν αντιθέσεις, αλλά δύο ισότιμες αρχές, όπως υποδηλώνει το μάνταλα του γιν και γιανγκ».

Όπως τονίζει ο εσωτεριστής συγγραφέας δρ. Χέρμπερτ Φρίτσε «όποιος ενστερνίζεται το κοσμοείδωλο του εσωτερισμού χωρίς να έχει μία συγκροτημένη σχέση εξάρτησης από τον Θεό, αποκομίζει δηλητήριο αντί για βάλσαμο. Κάθε μορφή εσωτερισμού που δεν στηρίζεται στο πνεύμα των Δέκα Εντολών και της Επί του Όρους Ομιλίας, μπορεί να αποτελέσει πρόσφορο έδαφος για να δράσουν εωσφορικές δυνάμεις».

Και ο παλιός εσωτεριστής Πάσσιαν επισημαίνει : «Η εκτενής και αμερόληπτη μελέτη των δραστηριοτήτων της Νέας Εποχής με έχουν κάνει να υποπτεύομαι ότι δυνάμεις που δρουν από τα παρασκήνια εκμεταλλεύονται τον εσωτερισμό προκειμένου να χειραγωγήσουν ένα τεράστιο δυναμικό ανθρώπων καλής θέλησης για τους πολιτικούς-εξουσιαστικούς σκοπούς τους. Πάνω στη βάση ενός εξευγενισμένου υλισμού που συνοδεύεται από τη λατρεία του Εωσφόρου και του Μαϊτρέγια, το όλο σχέδιο αποβλέπει σε μία παγκόσμια δικτατορία ανάλογη με εκείνη της εφιαλτικής πρόβλεψης του Όργουελ στο «1984». Χάρη στις νέες τεχνολογίες αυτή η πρόβλεψη έχει πλέον περάσει από το χώρο της φαντασίας στο χώρο του εφικτού…

Μολαταύτα δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Αυτό το «Μεγάλο Σχέδιο» είναι καταδικασμένο να αποτύχει∙ γιατί η αφετηρία του είναι η μανία της εξουσίας και όχι η δύναμη της αγάπης».

 

*    Το θέμα αυτό αναπτύσσεται αναλυτικά στο βιβλίο Τα Σημεία των Καιρών.

*    Σαμάντι: πολύ βαθιά φάση του διαλογισμού που χαρακτηρίζεται από πνευματική ανάταση.

*    Σ.τ.μ. Για το χριστιανικό δρόμο του διαλογισμού βλ. Οι Πνευματικοί Κόσμοι σελ. 359 κ.εξ. και Η Εσωτερική Ζωή.