ΕΙΣΑΓΩΓΗ

«Πάνω στη γη η αλήθεια δεν έχει πατρίδα και περιπλα­νιέται εδώ κι εκεί χωρίς να την αναγνωρίζουν οι άνθρω­ποι».

ΜΠΛΑΙΖ ΠΑΣΚΑΛ (1623-1662)

(Γάλλος εφευρέτης, φιλόσοφος και. μυστικός)

 

«Πολλές επιμέρους διδασκαλίες Θα σχηματίσουν μία με­γάλη διδασκαλία φωτός και ζωής, που θα είναι η μεγάλη Νέα Ιερουσαλήμ όπου οι μακαριότητες δεν θα έχουν αριθμό και τέλος και ο Θεός ο ίδιος θα κατοικεί μαζί με τους ανθρώπους».

Καταγραφή του Γιάκομπ Λόρμπερ (1800-1864)

sto06Ο άνθρωπος είχε ανέκαθεν τον πόθο να ανακαλύψει τις έσχατες αλήθειες γύρω από αυτές τις έννοιες που τις θεωρούμε σαν το καθαυτό υπόβαθρο της ύπαρξης μας. Ο Θεός, η δη­μιουργία, ο άνθρωπος, το νόημα και οι άγνωστες διαστάσεις της ζωής, είναι τα πεδία όπου σήμερα ακόμη βαδίζουμε ανι­χνεύοντας για τις σωστές απαντήσεις.

Οι τελευταίοι αιώνες κινήθηκαν κυρίως πάνω στους δρόμους της εγκεφαλικής γνώσης και αναμφισβήτητα διέγραψαν τεράστια βήματα στην έρευνα του φυσικού κόσμου, γεγονός που αποτέλεσε το εφαλτήριο για μία πρωτοφανή τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη. Αλλά ο άνθρωπος δεν έγινε ούτε πιο σοφός, ούτε πιο καλός, ούτε πιο ευτυχισμένος σαν επακόλου­θο. Αντίθετα, εγωκεντρισμός και αυταρέσκεια έχουν εκτροχιάσει την ανθρωπότητα και την παρασέρνουν σε όλο και με­γαλύτερες καταστροφές κάθε μορφής.

Η εξωτερική, εγκεφαλική ερμηνεία του κόσμου υποβίβασε τη Δημιουργία σε ένα υδροκέφαλο μηχανισμό χωρίς νόημα και ψυχή. Παράλληλα ωστόσο με το όργανο της νόησης ο κάθε άνθρωπος διαθέτει ένα δεύτερο λιγότερο φανερό όργανο, ένα εσωτερικό φως που βρίσκει τη γνώση μέσα από τον πνευματικό δρόμο. Σε καλλιτέχνες, εφευρέτες και στοχαστές το ονο­μάζουμε έμπνευση, σε πνευματικούς αθλητές και σε προφή­τες αναγνωρίζουμε τη θεϊκή προέλευση του.

Αυτό το θείο πνεύμα σε όλες τις εποχές, σε όλες τις Θρησκεί­ες και σε όλες τις κουλτούρες διαφώτιζε τον άνθρωπο για το γιατί και το σκοπό της ύπαρξης του. Από τη δημιουργία του πρώτου νοήμονος ανθρώπου η ανθρωπότητα δεν έμεινε ποτέ χωρίς ουράνια αποκάλυψη και καθοδήγηση από ψηλά. Και πέ­ρα από τις πολιτισμικές διαφορές το μήνυμα ήταν πάντα το ί­διο: «Σε έχει δημιουργήσει ο Θεός και πρέπει να τον αγαπάς όπως και όλα τα άλλα σου αδέρφια στην πλάση σαν τον εαυ­τό σου». Τη διδασκαλία αυτή τη δίνει ο Θεός, από τους πα­νάρχαιους χρόνους, με τις πιο διαφορετικές μορφές ανάλογα με το επίπεδο ωριμότητας που έχουν οι παραλήπτες της.

Η ζωή μας εκτυλίσσεται με βάση ένα θεϊκό σχέδιο: να τε­λειοποιήσουμε κάθε καλή αξία μέσα μας ασκούμενοι παράλληλα στη μέγιστη δυνατή ανεξαρτησία σκέψης και θέλησης. Αλλά ο άνθρωπος πόρρω απέχει από το θεϊκό καλό ούτε μπο­ρεί να το κατακτήσει μόνο με τις δικές του δυνάμεις. Για τού­το το λόγο η χάρη του Θεού τον προϋπαντά στα μισά του δρό­μου και τον φωτίζει με το «φως από τους ουρανούς». Κάθε μέ­ρα και κάθε ώρα παίρνει ο καθένας τη διδασκαλία που χρειάζεται, μέσα από τα μικρά και τα μεγάλα γεγονότα της ζω­ής του, μέσα από τα λόγια ή τα γραφτά ανθρώπων, μέσα από τον εξωτερικό ή τον εσωτερικό Λόγο.

Για να αφυπνιστεί και να «δέσει» η ψυχή είναι απαραίτητο να ερχόμαστε συνεχώς αντιμέτωποι με τις Σειρήνες της παρά­βασης των συμπαντικών νόμων. Γιατί μόνο μέσα από αγώνα ανακαλύπτει η ψυχή την εσωτερική ζωή της, γίνεται λαγαρή και προχωρεί προς την τελειοποίηση που είναι ο μοναδικός λόγος και σκοπός του περάσματος της από τη γη.

Είναι γνωστό από τη Βίβλο και άλλες πηγές αποκάλυψης ότι πριν δύο χιλιάδες χρόνια ο μοναδικός Θεός και Δημιουργός για να διδάξει από κοντά τους ανθρώπους, ενσαρκώθηκε μέσα στην ψυχή και το σώμα του Ιησού Χριστού πάνω σε αυτό τον πλανήτη. Για την κάθοδο αυτή στον κόσμο της ύλης είχε προβλέψει απαρχής και επιλέξει την πιο ώριμη στιγμή της ανθρωπότητας. Τη χρονική αυτή στιγμή την απηχεί συμβολικά η παραβολή του άσωτου υιού:

«Σηκώθηκε και κίνησε να επιστρέψει στον πατέρα του. Ε­νώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίστηκε, οπότε έτρεξε να τον προϋπαντήσει, τον αγκάλιασε αφιχτά και τον καταφιλούσε». (Κατά Λουκά 15, 20)

Στη νεότερη αποκάλυψη διαβάζουμε σχετικά με αυτή τη μο­ναδική στην αιωνιότητα στιγμή: «Ο χρόνος αυτός που είχε υ­πολογιστεί επακριβώς από τον Θεό από αιώνων έχει έρθει τώ­ρα αφού όλα τα πλάσματα έχουν αποκτήσει την απαραίτητη ανεξαρτησία και ωριμότητα. Κι αυτό φαίνεται ολοκάθαρα από το γεγονός ότι οι περισσότεροι δεν έχουν πια σχεδόν καμία ιδέα για τον Θεό και συνακόλουθα έχουν χάσει κάθε επαφή μαζί του. Γι’ αυτό έχω έρθει τώρα ως Θεός επειδή έχω βάλει σκοπό να μην οδηγώ πια τους ανθρώπους με την Παντοδυνα­μία Μου, αλλά αποκλειστικά και μόνο με τη διδασκαλία που τους τη δίνω τώρα σαν να μην ήμουν σε τίποτα διαφορετικός από εκείνους. Μπορώ τώρα να επικοινωνώ μαζί τους προσω­πικά, όπως κάνει ένας άγνωστος με έναν άλλον. Έτσι καταρ­γήθηκε ο παλιός απαράβατος όρος που όριζε ότι κανείς δεν μπορεί να δει τον Θεό και να μείνει στη ζωή».

Πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι ο χωρίς προηγούμενο κι επόμενο στόχος της ενανθρώπισης του Θεού μπόρεσε να πραγματοποιηθεί επειδή ο Ιησούς ήταν Θεός ως προς το πνεύ­μα αλλά ήταν άνθρωπος όπως εμείς ως προς την ψυχική και σωματική υπόσταση του. Γιατί αλλιώς δεν ήταν δυνατό να γί­νει πρότυπο ζωής για τον ατελή άνθρωπο ο υπερτέλειος Θεός που δεν γνωρίζει αδυναμίες, πειρασμούς, αγώνες.

Πώς αλλιώς θα μπορούσε να αξιολογηθεί στην πραγματική της αξία η θυσία του Ιησού σαν αντίτιμο για την ελευθερία και  τη λύτρωση των ανθρώπων εάν δεν ήταν όντως ένας άνθρω­πος με σάρκα και οστά που πέθανε μαρτυρικά στο Γολγοθά; Αλλά γιατί ειδικά ο Ιησούς Χριστός -και κανένας άλλος-[1] εί­ναι ο ελευθερωτής και λυτρωτής του ανίσχυρου κι αδύναμου ανθρώπινου γένους, είναι ένα θέμα στο οποίο έχει σκοπό να απαντήσει αυτό το βιβλίο.

Ο άνθρωπος Ιησούς χρειάστηκε να αγωνιστεί για την τελειο­ποίηση του όπως κάθε άλλος για να μπορέσει να ενωθεί το εσωτερικό του θείο πνεύμα με την ψυχή του. Ο δρόμος που έδειξε και βάδισε είναι ανοιχτός πια για τον καθένα που θέλει να τον ακολουθήσει για να βιώσει τη θεϊκή παρουσία και όχι μόνο για λίγες δυνατές ψυχές όπως ήταν πριν τη σταύρωση του.

Και υπάρχουν πράγματι πολλοί που ακολούθησαν στη συ­νέχεια το δρόμο του Χριστού αν και είναι ένας δρόμος διά­σπαρτος με κόπους, υπερβάσεις και θυσίες, γι’ αυτό άλλωστε δεν είναι πολλοί οι εθελοντές μιμητές του. Πολύτιμες πληρο­φορίες για τη δομή και τη βατότητα του δρόμου παρέδωσαν οι μυστικιστές ώστε έχουμε στα χέρια μας έναν πλήρη τοπο­γραφικό χάρτη για το τι χρειάζεται για να φτάσει κανείς ως το υπέρτατο τέλος, το «ακρότατο ποθητό», την ένωση με τον Θεό.

Πολλοί είναι αυτοί που εμφορούνται από ένα βαθύ θρησκευ­τικό συναίσθημα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι απαραίτη­τα μυστικιστές. Η αρχή του μυστικού δρόμου είναι η πλήρης ανατροπή των ιδεών και των πρακτικών του ανθρώπου: «εάν δεν γεννηθεί κανείς ξανά, δεν μπορεί να δει τη βασιλεία του Θεού» (Κατά Ιωάννη 3,3). Η αγάπη για τον κόσμο πρέπει να πεθάνει και τη θέση της να την καταλάβει η αγάπη για τον Ιησού Χριστό έτσι που να καλύπτει οτιδήποτε άλλο. Γιατί ο προορισμός του μυστικού δρόμου είναι η αναγέννηση του πνεύματος, η γέννηση του Ιησού Χριστού μέσα στην ανθρώ­πινη καρδιά, ή ο ιερός γάμος στη γλώσσα των μυστικιστών. Για να κάνει κανείς το πρώτο βήμα πάνω σε αυτό το δρόμο πρέπει πρώτα απ’ όλα να έχει αναγνωρίσει ότι η διαδρομή και  ο προορισμός αξίζουν πάνω από όλα, και να ποθεί πραγματικά να φτάσει ως το τέρμα με τη βοήθεια της Χάρης. Όσο μακρύς και κοπιαστικός κι αν είναι αυτός ο δρόμος, είναι σε κάθε περίπτωση ο καλύτερος που μπορεί να διαλέξει κανείς για να πορευτεί στη ζωή του.

Ένα επόμενο αποφασιστικό βήμα στο δρόμο της μέθεξης με το θείο είναι η προσευχή. Σε όλους τους μυστικούς η προσευ­χή παίζει τέτοιο πρωταγωνιστικό ρόλο που μπορεί κανείς τε­λικά να ταυτίσει το μυστικό βίο με τον προσευχητικό βίο.

Όταν επιτευχθεί το «ακρότατο ποθητό», η πνευματική ανα­γέννηση, δεν ικανοποιείται μόνο ο πόθος του ανθρώπου για τη μυστική ένωση αλλά και ο πόθος του μυσταγωγού Χριστού. Ο μυστικός δρόμος είναι ο δρόμος της αμφίδρομης αγάπης, τόσο της αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό όσο και αντίστροφα. Είμαστε όλοι εκπατρισμένοι «άσωτοι υιοί» που αν δείξουμε ότι είμαστε πρόθυμοι να επαναπατρισθούμε, αλλάξουμε δηλαδή εσωτερικά κατεύθυνση, ανταποκρινόμαστε στον πόθο του Ιησού Χριστού να μας δείνα επιστρέφουμε στο Πατρικό μας. Τότε μπορούμε να βασιζόμαστε ότι θα μας προϋπαντήσει -παρέχοντας τη χάρη του-στα μισά του δρόμου της επιστροφής, που είναι συνώνυμος με το δρόμο του μυστικισμού.

Μονάχα εκείνοι που βαδίζουν ήδη πνευματικά μπορούν να συλλάβουν και να εξηγήσουν το μυστικιστικό βίωμα, γιατί μο­νάχα το πνεύμα έχει προσπέλαση σε σφαίρες εξωλογικές που είναι απροσπέλαστες για τη λογική νόηση. Χωρίς αφύπνιση του πνεύματος η κάθε θεϊκή αποκάλυψη παραμένει νεκρό γράμμα κι η θλιβερή απόδειξη γι’ αυτό είναι οι ατέλειωτες θε­ολογικές διαμάχες κι ο κατατεμαχισμός σε δόγματα και αιρέ­σεις. Ο μυστικός βίος δεν έχει καμία συνάφεια με τη θεολογία στην ακαδημαϊκή της έννοια, ούτε μπορεί να ερμηνευτεί με τα δικά της κριτήρια ούτε να καταταχθεί με τις δικές της κατηγο­ρίες.

Την ουσιώδη διαφορά ανάμεσα στη θεολογία και στη μυστηριώδη κοινωνία με τον Θεό τη διαισθάνθηκε μεταξύ άλ­λων και η Ζαν ντ’ Αρκ που είχε μια άμεση σχέση με το θείο, καθώς είπε στους άντρες που την ανέκριναν: «Ο Θεός έχει πε­ρισσότερα βιβλία από όσα έχετε εσείς» και πρόσθεσε μετά από λιγόλεπτη σκέψη: «Ο Θεός έχει ένα βιβλίο που κανένας κλη­ρικός δεν το έχει δει ως τώρα». Το μυστηριώδες αυτό βιβλίο περιγράφει πάνω απ’ όλα το μυστικό βίο και επιτρέπεται να το δει μόνο όποιος κατέβει πρώτα από την καθέδρα του θεο­λόγου ή κι αυτή ακόμη του επιστημονικού ερευνητή γιατί το βιβλίο παραμένει επτασφράγιστο για τους διανοούμενους όσο και για τον αυτάρεσκο κλήρο. Τα εξώφυλλα του παραμένουν ερμητικά κλειστά τόσο μπροστά στη δοκησισοφία των θεολό­γων όσο και στην περιέργεια των διανοουμένων. Ένα μυστι­κό βιβλίο προσφέρεται για ανάγνωση μόνο σε εκείνον που πει­νάει και διψάει για θεία κοινωνία, που ψάχνει έναν οδηγό για την εσωτερική του ζωή, για να φτάσει στην ειρήνη και την άμεση βίωση της ένωσης με το θείο.

Τέτοιοι άνθρωποι που πάσχιζαν να φτάσουν στη θεοπτία ή­ταν πάντα λιγοστοί, κι οι λιγοστοί αυτοί σχεδόν ποτέ δεν ανα­γνωρίστηκαν όπως έπρεπε. Το Πνεύμα του Θεού πνέει όπου κι όποτε θέλει- με σοφούς και με προφήτες προσπαθούσε να αφυπνίσει την ανθρωπότητα όποτε κινδύνευε να αποχαυνω­θεί από τον υλισμό, κι η καθαρή διδασκαλία παραμορφωνό­ταν από ανθρώπινες ερμηνείες ή απολιθωνόταν σε εκκλησια­στικά δόγματα και θεολογικές κενολογίες.

Ποτέ δεν έμεινε η ανθρωπότητα χωρίς καθοδήγηση και ου­ράνια αποκάλυψη- αλλά πάντοτε δινόταν έτσι που να μην πε­ριορίζεται η περίφημη ελευθερία της βούλησης. Οι αληθινές αποκαλύψεις δίνονταν πάντα χωρίς τυμπανοκρουσίες, μέσα σε ησυχία και απομόνωση, αλλά επειδή συνήθως υπέσκαπταν το οικοδόμημα της ιδεολογίας ή της εξουσίας των διαφόρων αρχόντων – πολύ συχνά δε αυτών της εκάστοτε εκκλησίας –  γι’ αυτό ως επί το πλείστον απαγορεύονταν ή εξοβελίζονταν σιω­πηρά. Ο εξοστρακισμός κι η δαιμονοποίηση πολλών θεόπνευστων ανδρών και γυναικών είναι αείποτε πάγια πρακτική, όπως καταμαρτυρεί η ιστορία κι όπως θα δούμε σε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο.

Δύο χιλιάδες χρόνια χριστιανοσύνης κάθε άλλο παρά καταλήγουν σε ένα θετικό απολογισμό. Η πλειοψηφία των χριστια­νών είναι μοιρασμένη σε χίλια κομμάτια που εποφθαλμιούν ή πολεμούν ανοιχτά το ένα ενάντια στο άλλο, που μηρυκάζουν λέξεις και λειτουργίες που έχουν απογυμνωθεί από την ουσία τους. Υπάρχουν όμως και οι λίγοι πραγματικά αφυπνισμένοι από τον Θεό αγνοημένοι αν όχι και καταδιωγμένοι. Η δύναμη της συνήθειας, η πνευματική νωθρότητα και χλιαρότητα, η αδιαφορία απέναντι στην αλήθεια, ο εγωισμός, ο φόβος για το άγνωστο, είναι μερικά από τα αίτια για την πνευματική κενό­τητα των πολλών και για την αρνητική τους στάση απέναντι στούς απεσταλμένους από ψηλά.

Ο Θεός επικοινωνεί και σήμερα μαζί μας όπως έκανε πάντοτε και μάλιστα ακόμη περισσότερο από ποτέ καθώς έχουμε δρασκελίσει το κατώφλι μιας εποχής καινοφανών αλλαγών για την οποία μιλούσαν ανέκαθεν οι προφητικές φωνές. Κι επει­δή βρισκόμαστε μπροστά από μεγάλα γεγονότα, η θεϊκή Πηγή ρέει προς τη γη πιο πολύ από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν.

Και η ίδια η Βίβλος δεν αφήνει αμφιβολία ότι ο δίαυλος των αποκαλύψεων από το Υπερούσιο προς τα πεδία της γης είναι διαρκώς ανοιχτός, αφού δεν έκλεισε ούτε θα κλείσει ποτέ. Γι’ αυτό λέει ο Παύλος: «Μη σβήνετε το Πνεύμα. Μην περιφρο­νείτε τα λόγια των προφητών, αλλά να τα εξετάζετε όλα και να κρατάτε ό,τι είναι καλό».

Και το ίδιο αφήνει να εννοηθεί ο «επιστήθιος μαθητής» στο τέλος της αναφοράς του για το διδάσκαλο του: «Υπάρχουν κι άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, που αν γράφονταν ένα προς ένα, θεωρώ πως όλος ο κόσμος δεν θα χωρούσε τα βιβλία που θα ’πρεπε να γραφτούν» (Κατά Ιωάννη 21,25).

Πράγματι, εκείνη την εποχή η ανθρωπότητα δεν ήταν αρκετά ώριμη για βαθύτερες αποκαλύψεις – γι’ αυτό πολλές διδα­σκαλίες δόθηκαν τότε συμβολικά ή κεκαλυμμένα, πράγμα που ανέφερε κι ο ίδιος ο Ιησούς: «Αυτά σας τα είπα μέσα από ει­κόνες. Όμως θα έρθει η ώρα που δεν θα σας μιλάω πια με ει­κόνες, αλλά θα σας μιλήσω ανοιχτά για τον Πατέρα». Εκτός αυτού έκανε επίσης μία σαφή δήλωση που προμηνούσε μετα­γενέστερες αποκαλύψεις: «Πολλά έχω ακόμη να σας πω, αλλά τώρα δεν μπορείτε να σηκώσετε το βάρος τους. Όταν όμως έρθει εκείνος, το Πνεύμα της Αλήθειας, θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια. Γιατί δεν θα μιλήσει από μόνος του, αλλά θα πει όσα θα ακούσει και θα σας αναγγείλει αυτά που μέλλουν να συμβούν. Θα δοξάσει εμένα, γιατί θα πάρει από τα δικά μου για να σας τα αναγγείλει» (Κατά Ιωάννη 16, 12-14).

Από τις δηλώσεις αυτές είναι σαφές ότι θα δίνονταν στη συ­νέχεια περαιτέρω αποκαλύψεις όταν θα μπορούσαμε «να τις βαστάξουμε». Ήταν αλήθειες που θα οδηγούσαν «σε όλη την αλήθεια» του Θεού και θα προάγγειλαν «αυτά που μέλλουν να συμβούν». Ο λόγος είναι επομένως για μια εκτεταμένη και βα­θιά αποκάλυψη που βασίζεται στο Ευαγγέλιο και που διευρύ­νει τον κύκλο των διδασκαλιών του. Πραγματικά πολλοί εμπνευσμένοι διδάσκαλοι, ενορατικοί και προφήτες έχουν ανα­φερθεί σε ένα Αιώνιο Ευαγγέλιο όπως προαγγέλθηκε και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη (14,6).

Ο Ωριγένης, μεγάλος γνώστης της Βίβλου, είχε επισημάνει ότι οι απόστολοι είχαν διδάξει μόνο τα τελείως απαραίτητα στοιχεία της διδασκαλίας κι όχι ολόκληρη την αλήθεια κι επί­σης ότι οι αποκαλύψεις του Θεού δεν έκλεισαν με την Καινή Διαθήκη, που πρέπει να θεωρηθεί ως η πύλη εισόδου προς το Αιώνιο Ευαγγέλιο.

Μία Γερμανίδα προφήτης του μεσαίωνα που είχε δεχτεί τη χάρη του Πνεύματος, η Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν (1098-1179) είδε σε ένα όραμα ότι στο μέλλον θα δινόταν στην ανθρωπό­τητα ένα άγνωστο εκτεταμένο ευαγγέλιο. Στο «Βιβλίο των έρ­γων του Θεού» γράφει η ίδια: «Το όραμα εκείνο με δίδαξε τα λόγια και το περιεχόμενο αυτού του Ευαγγελίου που αναφέ­ρεται στην αρχή του θείου έργου (Στην αρχή ήταν ο Λόγος…) και πώς να το κατανοήσω. Τότε κατάλαβα ότι η ερμηνεία αυ­τή θα ήταν ταυτόχρονα η αρχή μιας άλλης Γραφής που δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμη. Στη Γραφή αυτή θα διερευνηθούν πολλά ερωτήματα από τη μυστηριώδη τάξη της θείας δημιουρ­γίας…»

Η ίδια προφητεία για ένα Αιώνιο Ευαγγέλιο προβάλλεται επίσης από τον Ιταλό ηγούμενο Ιωακείμ του Φιόρε, που πέθανε γύρω στο 1205. Ο Καλαβρέζος προφήτης στη διδασκαλία του περί τριών εποχών της ανθρωπότητας υπέδειξε ότι στην αρχή της επονομαζόμενης εποχής του Πνεύματος (βλέπε επίσης στο κεφάλαιο για το Σβέντενμποργκ την εξαγγελία της « Νέας Εκκλησίας») θα δοθεί ένα «Αιώνιο Ευαγγέλιο». Ο οραματιστής Εμάνουελ Σβέντενμποργκ επεσήμανε το 1766 ότι ύστερα από τον ίδιο ένας άλλος άντρας με εσωτερικό φωτισμό, θα λάβαινε μία ουράνια αποκάλυψη, τούτη τη φορά ακούγογοντας μία φωνή η οποία όπως τόνισε θα προερχόταν από το εσωτερικό αυτού του ανθρώπου.

Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Ιάκωβος Λόρμπερ που όντως άκουγε εσωτερικά τη θεία Φωνή και συγκεκριμένα στην περιοχή της καρδιάς του. Εφτακόσια χρόνια μετά το όραμα της αγίας Χίλντεγκαρντ και τις προφητείες του Ιωακείμ του Φιόρε, στον Γιάκομπ Λόρμπερ υπαγορεύτηκε μέσα από την καρδιά του μεταξύ άλλων η λεπτομερής παρουσίαση των τριών χρόνων δη­μόσιας διδασκαλίας και δράσης του Ιησού Χριστού και κυρί­ως η μυστική διδασκαλία που παρέδωσε στους πιο στενούς μαθητές του. Επί είκοσι τέσσερα χρόνια, από το 1840 ως το θάνατό του το 1864, ο Λόρμπερ ήταν ο «γραφιάς του Θεού» και κατέγραψε ένα πραγματικά αμύθητο πλούτο νέων αποκα­λύψεων. Αλλά όχι μόνο ο Λόρμπερ μα και πολλοί άλλοι ακό­μη, που θα έχουν το λόγο σε αυτό το βιβλίο πρέπει να θεωρη­θούν σαν μέρος της προετοιμασίας για την αλλαγή «αιώνα» ή την πνευματική επιστροφή του Χριστού. Προεξάρχουσα λει­τουργία σε αυτή την προετοιμασία είχαν κυρίως ο Σουηδός Εμάνουελ Σβέντενμποργκ εκατό χρόνια περίπου πριν τον Λόρ­μπερ και η προφήτης Μπέρτα Ντούντε έναν αιώνα μετά από αυτόν.

Για τους αναγνώστες που μέχρι τώρα οι νέες αποκαλύψεις τους ήταν άγνωστες, θα ακολουθήσει μία περιληπτική σκια­γράφηση των κυρίων σημείων τους:

Στις νέες αποκαλύψεις φωτίζονται καταρχήν μέχρι την τε­λευταία λεπτομέρεια οι φυσικο-πνευματικές διαδικασίες τόσο στο μικρόκοσμο όσο και στο μακρόκοσμο της δημιουργίας. Το φυσικό σύμπαν περιγράφεται το ίδιο αναλυτικά όπως ο αστρικός και ο πνευματικός κόσμος, το εδώ και το επέκεινα. Πέραν τούτου δίνονται πληροφορίες για τη γένεση των κό­σμων και την εξέλιξη τους σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, για την οντότητα του Θεού και των αγγέλων, όπως και εκτε­ταμένες γνώσεις για τον άνθρωπο, τον απώτατο προορισμό του, για το ανεξάντλητο μυστήριο της ενανθρώπισης του Θεού μέσα στον Ιησού και το έργο του στο βαθμό που μπορεί να το συλλάβει ο σημερινός άνθρωπος. Εδώ θα ακροθιγούν μόνο με­ρικά από τα βασικά σημεία της αρχιτεκτονικής σύλληψης του Θεού για το πως προέκυψε και πως θα ολοκληρωθεί ο κόσμος: Πριν γίνει η ορατή υλική πλάση προηγήθηκαν άλλες καθα­ρά πνευματικές όπου ο Θεός δημιούργησε άπειρες πνευματι­κές οντότητες. Οι οντότητες αυτές όφειλαν με τη μέγιστη α­νάπτυξη της αγάπης για τον Πατέρα και για τα αδέρφια τους να φτάσουν στη μέγιστη τελειοποίηση της ύπαρξης τους. Αλ­λά αντί γι’ αυτό ένα μεγάλο μέρος τους που το επηρέαζε το πρωτοδημιούργητο πνεύμα, ο Εωσφόρος, δυνάμει της ελεύ­θερης προαίρεσης τους παρασύρθηκαν να αναπτύξουν τη φι­λαυτία τους. Τελικά το αποτέλεσμα ήταν ότι αδρανοποιήθη­καν και έτσι συμπυκνώθηκαν σε ανενεργές μάζες από τις οποίες σχηματίστηκαν οι αρχέγονες νεφέλες κοσμικής ύλης. Η θεϊκή αγάπη συμπόνεσε τον πεσόντα πνευματικό κόσμο και με. βάση αυτές τις νεφέλες δημιούργησε το σύμπαν με τη βοή­θεια των πιστών στον Θεό αγγέλων. Αφού πρώτα τις διέλυσε και τους έδωσε εκ νέου ζωή, έκτισε με αυτές τον υλικό κόσμο που στο σύνολο του παριστάνει τον «άσωτο υιό». Με τον τρό­πο αυτό ανοίχτηκε ο δρόμος προς την ελευθερία για τα πνευ­ματικά όντα που είναι φυλακισμένα μέσα στην ύλη.

Τα απειροελάχιστα μόρια εωσφορικής καταγωγής που προ­έρχονται από τη διάλυση των κοσμικών νεφελών στέλνονται σε «σχολεία» πνευματικής κάθαρσης. Συγκεκριμένα, αφού συνδεθούν σε όλο μεγαλύτερες ενώσεις, σχηματίζουν διάφο­ρες μορφές ζωής οι οποίες εξελίσσονται βαθμιδωτά μέσα από τα τρία βασίλεια της φύσης. Έτσι μαθαίνουν να αποβάλουν σταδιακά τον εγωισμό τους καθώς όντας υποχρεωτικά ενταγ­μένα στη θεία τάξη αλληλοβοηθούνται και αλληλοϋπηρετούνται συνεχώς. Γι’ αυτό το Ευαγγέλιο μιλάει για τη «λύτρωση όλης της κτίσης» με τη δύναμη της αγάπης.

Με τον τρόπο αυτό μέσα από την εωσφορική ύλη αναδύεται τελικά η ανθρώπινη ψυχή. Είναι τώρα έτοιμη με τη βοήθεια ενός σπινθήρα θεϊκού πνεύματος, δηλαδή αγάπης που της εμφυσεί ο Θεός, να δοκιμαστεί στη γήινη ζωή καθώς απολαμβάνει πάλι μετά από αιωνιότητες την ελευθερία της βούλησής της. Εφόσον πραγματώνει εθελοντικά τις εντολές της αγάπης, ο άνθρωπος προχωρεί συνεχώς προς την ολοκλήρωση με αποκορύφωμα την αληθινή υιοθεσία από τον ουράνιο Πατέρα.

Όταν η δημιουργία ήταν έτοιμη να ανυψωθεί σε ένα ανώτερο στάδιο κι επίπεδο σχέσης με το Δημιουργό της, ο Θεός επέλεξε σαν θέατρο του λυτρωτικού του σχεδίου τον πιο υστερημένο πλανήτη για την ένσαρκη εμφάνιση του στους ανθρώπους. Στη Γη που στο κέντρο της κρατείται δέσμιος ο εσώτατος  πνευματικός πυρήνας του Εωσφόρου ο Θεός επένδυσε με ύλη το προαιώνιο κέντρο της Ισχύος του («ο Λόγος έγινε σάρκα») για να διδάξει ανθρώπους και πνεύματα σε όλο το άπειρο. Ο Θεός ο ίδιος ενσαρκώθηκε στον Ιησού για να δώσει τη μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης του, δείχνοντας στους στασιαστές πώς μπορούν να βγουν από τη φυλακή τους και να επιστρέψουν στην πνευματική τους πατρίδα, εξ ου και η παραβολή  του άσωτου υιού. Ο Ιησούς δίδαξε το θεμελιακό νόμο όλης της  δημιουργίας, το μοναδικό δρόμο που οδηγεί στην τελείωση και στην αφθαρσία, το «αγάπα τον Θεό πάνω από όλα και τους συναδέλφους σου στην πλάση σαν τον εαυτό σου!» Γι’ αυτό το στόχο δεν αρκούν ούτε η σκέτη πίστη ούτε μόνο τα καλά έργα κι η ακολουθία κάποιων τυπικών. Στην καλύτερη περίπτωση είναι επιβοηθητικά μέσα στο δρόμο της αυθεντικής, έμπρακτης αγάπης. Όταν μία τέτοια ουράνια αγάπη κυριαρχήσει μέσα στον άνθρωπο με τη βοήθεια του θεϊκού πνεύματός του, τότε αυτός ελευθερώνεται από την καταδίκη της ύλης και αναγεννάται πνευματικά πια. Η καθαρμένη ψυχή του έχει ενωθεί τότε με το εμφυτευμένο θεϊκό πνεύμα, οπότε γίνε­ται αληθινά παιδί του Θεού, ένα με το Δημιουργό της και αιώνια μέτοχη της απεριόριστης δύναμής του.

Συγκεφαλαιώνοντας πρέπει να παρατηρηθεί ότι στα έργα των Σβέντενμποργκ, Λόρμπερ, Ντούντε και άλλων, ανασηκώ­νεται το πέπλο του μυστηρίου αφήνοντας να φανεί μια πρω­τόγνωρη πληθώρα από τα απόκρυφα αίτια και δρώμενα στην πνευματική και υλική δημιουργία.

Επιπλέον ας σημειωθεί ότι ο Λόρμπερ και η Ντούντε έλα­βαν τις αποκαλύψεις τους μέσω του ακούσματος εσωτερικά του Λόγου, σε αντίθεση με ενορατικούς, όπως π.χ. ο Σβέντενμποργκ, που συνήθως κατέγραφαν με δικά τους λόγια από μνή­μης τα οράματα τους. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι ο Λόρ­μπερ και η Ντούντε δεν έπεφταν σε έκσταση ούτε το χέρι τους έγραφε αυτόματα καθοδηγημένο από κάποια πνευματική οντό­τητα. Οι λήπτες του εσωτερικού Λόγου τον ακούνε ως ευκρι­νή φωνή στην περιοχή της καρδιάς τους και καταγράφουν αυτολεξεί τα ακουόμενα.

* * *

«Τον καιρό αυτό ακούγονται πολλά για τον εσωτερικό Λόγο του Θεού. Υπάρχει επόμενως εκτός από την Αγία Γραφή ή τη Βίβλο και άλλος, πιο άμεσος Λόγος τον Θεού;

Βέβαια, εκτός από την Αγία Γραφή υπάρχει ένας άλλος, αμεσότερος Λόγος του Θεού, ο επονομαζόμενος “εσωτερικός Λόγος”.

Αλλά ο Παύλος γράψει στους Γαλάτες 1,8: “Ακόμη κι αν εμείς ή ακόμη κι ένας άγγελος από τον ουρανό σας κη­ρύξει ευαγγέλιο διαφορετικό από το ευαγγέλιο που σας κηρύξαμε, να είναι ανάθεμα! ” Πώς λοιπόν εξηγείται αυ­τό;

Ο Παύλος εννοεί άλλες αντίθετες διδασκαλίες που από εκείνο τον καιρό κιόλας προσπαθούσαν να εισαγάγουν οι ψευδοαπόστολοι. Αντίθετα α εσωτερικός Λόγος για τον οποίο μιλάμε δεν είναι διαφορετικός ως προς το νόημα και την κατανόηση του αλλά μόνο ως προς το ύφος και τη μορφή της αποκάλυψης.

Και υπάρχουν τη σημερινή ημέρα τέτοιοι άνθρωποι που  ακούνε στ’ αλήθεια τον Θεό να μιλά από το εσωτερικό τους;

Ναι ασφαλώς, και στις περισσότερες περιπτώσεις μά­λιστα αναγνωρίζονται εύκολα από τις διώξεις που υφί­στανται, αν και υπάρχουν επίσης μερικοί που αξιώνονται να ακούσουν εσωτερικά το Λόγο και παραμένουν άγνω­στοι. (Ψαλμός 31.20.21).

Τι είναι δηλαδή τελικά ο εσωτερικός Λόγος;

Δεν είναι άλλο από μία άμεση, φιλική ομιλία του θεού Ιησού Χριστού μέσω του Αγ. Πνεύματος προς τα παιδιά του που τον πιστεύουν αληθινά, μέσα από το εσώτατο βά­θος της ψυχής τους (την καρδιά) με στόχο την καθημερινή δι­δασκαλία και την αιώνια σωτηρία τους».

Γιοχάνες Τένχαρτ (1661 -1720)

Γερμανός μυστικός