ΟΙ ΜΥΣΤΙΚΟΙ

 Παύλος ·  Ωριγένης ·  Βερνάρδος του Κλαιρβώ ·  Φραγκίσκος της Ασσίζης ·  Μάιστερ’Εκχαρτ ·  Τερέζα της Άβιλα ·  Γιάκομπ Μπαίμε ·  Εμάνουελ Σβέντενμποργκ ·  Σάντου Σούνταρ Σινγκ ·  Φιλοκαλία των Νηπτικών ·  Μοναχός Θεοφάνης ·  Μακάριος ο Αιγύπτιος

 

d2151bb26276cee8f56051cc5c7dfd17«Τα μυστικά πράγματα μόνο οι μυστικοί μπορούν να τα εξηγήσουν, με άλλα λόγια μόνο ο πνευματικός αναζητητής εισχωρεί στις περιοχές του Πνεύματος. Αντίθετα οι άνθρω­ποι που λειτουργούν μόνο ορθολογιστικά δεν θα μπορέ­σουν ποτέ να ανασηκώσουν το πέπλο των μυστηρίων. γι’ αυτό προσπαθούν να καταστρέψουν και στους άλλους αν­θρώπους την πίστη στα υπεραισθητά πράγματα και στην υπερκόσμια ενέργεια. Κι αυτό το ονομάζουν τότε διαφω­τισμό αλλά αντίθετα εκείνο που κάνουν είναι να απλώνουν ένα πέπλο πάνω από το πιο σημαντικό που θα έπρεπε να γνωρίζει ο άνθρωπος. Ο κόσμος είναι γεμάτος άπιστους και χλευαστές κι όπου σας προσφέρεται ένα εμφανές ση­μάδι σεις προσπαθείτε να το εκμηδενίσετε …»

Καταγραφή της Μπέρτα Ντούντε

«Εγώ είμαι ο δρόμος, η αλήθεια και η ζωή… Όποιος Με έβαλε με αληθινή αγάπη στην ψυχή του, αλλά όχι μόνο επειδή πιστεύει στα λόγια που άκουσε μα κι Επειδή τα ζει εξ ολοκλήρου στην πράξη, σε αυτόν θα έρχομαι πάντοτε πνευματικά για να του αποκαλυφθώ και να τον φωτίσω όπως ο λαμπερός ήλιος της αυγής φωτίζει τις σκοτεινές πεδιάδες της γης. Με μια εσωτερική πνευματική ματιά θα γνωρίσει εκ θεμελίων πολύ περισσότερα από όσα θα γνώ­ριζε μόνο με την ανάγνωση και τη σπουδή μέσα σε χίλια χρόνια».

Καταγραφή του Γιάκομπ Λόρμπερ

Σε ένα προηγούμενο σημείο αυτού του βιβλίου αναφέρθη­κε ότι μόνο ο Ιησούς μπόρεσε να τσακίσει το «δέντρο της αμαρτίας» κι ότι την απόδειξη γι’ αυτό θα τη βρει μόνο εκείνος που βαδίζει πράγματι τον εσωτερικό δρόμο καθώς έτσι μόνο θα διαπιστώσει πώς είναι φτιαγμένος.

Πράγματι υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί μυστικοί που ακο­λούθησαν αυτή τη διαδρομή και κατέθεσαν τη δική τους τεκ­μηριωμένη μαρτυρία.

Στο πλαίσιο του παρόντος βιβλίου θα σκιαγραφηθεί μόνο μια μικρή επιλογή από μυστικούς και εμπνευσμένους διδά­σκαλους. Εντούτοις υπήρξαν πολλοί, γνωστοί κι άγνωστοι που βίωσαν έντονα την επικοινωνία με το Θείο κι ήταν αυτοί περισσότερο που διατήρησαν ζωντανό το Ευαγγέλιο, ανόθευ­το από διαμάχες για την εξουσία και εμπαθείς δογματικές αντι­παραθέσεις.

Σε αντίθεση με τους περισσότερους πιστούς που είναι απλά συνοδοιπόροι, ο μυστικιστής βιώνει αυτό που κατά κανόνα οι άλλοι χριστιανοί ή και οι θεολόγοι γνωρίζουν μόνο με το νου. Οι μυστικιστές ζουν πολύ πιο βαθιά και πιο έντονα το θείο Λόγο από τον κοινό πιστό, γι’ αυτό άλλωστε έχουν αυτή την άμεση σχέση μαζί του που κανονικά θα έπρεπε να είναι η επι­δίωξη κάθε χριστιανού (κατά Ιωάννη Ι3,21και23). Χωρίς την εσωτερική αφύπνιση του πνεύματος το γράμμα του Λόγου πα­ραμένει νεκρό (προς Κορινθίους Β 3,6). Για τους μυστικούς που πέτυχαν αυτή την αφύπνιση ο Λόγος δεν έμεινε νεκρό γράμμα για στείρα κατανάλωση, πράγμα που ήταν αυτό που εννοούσε ο Παύλος λέγοντας ότι το γράμμα θανατώνει. Από την παραμέληση της ουσιαστικής, εσωτερικής σχέσης με τον Θεό προέκυπτε πάντοτε πνευματική κενότητα και φτώχεια που καθρεφτίζονταν αφενός στην εγκοσμιοποίηση και τον κα­τατεμαχισμό των εκκλησιών και αφετέρου στην προϊούσα πνευματική εξαχρείωση της κοινωνικής ζωής.

Στις περισσότερες περιπτώσεις οι χριστιανοί που ήταν μέ­τοχοι του θείου πνεύματος καταδιώχτηκαν όσο ζούσαν. Με τους εξοστρακισμούς και τους κατατρεγμούς που υπέστησαν έζησαν στο πετσί τους τα αποστολικά λόγια σύμφωνα μετά οποία όποιος θέλει να ζήσει μακάριος μέσα στον Ιησού Χρι­στό πρέπει να γευτεί τον διωγμό. Από αυτό φαινόταν ανέκαθεν ότι κάποιος ακολουθεί πραγματικά τον Χριστό, αφού τα Πάθη αποτελούν σημάδι ότι ανήκει στους εκλεκτούς του. Όταν κανείς απολαμβάνει επιτυχία κι εκτίμηση δεν βαδίζει στην ατραπό του Ευαγγελίου. οποιοσδήποτε θρίαμβος στον κόσμο είναι ύποπτος για τον αληθινό μιμητή του Χριστού. Το γιατί το Ευαγγέλιο σε αυτή τη ζωή μόνο με την ήττα μπο­ρεί να νικήσει, αναπτύχθηκε εκτεταμένα μέσα από τις νέες αποκαλύψεις σε αυτό το βιβλίο.

Η ήττα της αλήθειας οδηγεί συνειρμικά στην τραγική μοίρα παρά πολλών «αιρετικών» που υπόφεραν για χάρη της αλή­θειας η οποία δεν έχει στη γη πατρίδα. Σίγουρα οι πιο λαμπρές σελίδες της χριστιανοσύνης είναι τα παραδείγματα των θεοφόρων ανθρώπων που πορεύτηκαν στο πλευρό του Χριστού ως και μέχρι το μαρτύριο ακόμη και αντίστροφα οι πιο σκο­τεινές σελίδες της είναι οι διωγμοί της αλήθειας και οι μάρ­τυρες μέσα στους ίδιους τους κόλπους της. Οι αιρετικοί που κυνηγήθηκαν από καθεστώτα και κυρίως από τις εκκλησίες πέρασαν σε προέκταση τα πάθη του Κυρίου. Ένας τέτοιος μυ­στικισμός των παθών δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί με τη λογική γιατί αναβλύζει από το πιο έσχατο βάθος της χριστικής συνείδησης.

Ο χριστιανισμός δεν μπόρεσε να απαλλάξει τον κόσμο από τον πόνο αλλά εισήγαγε μια νέα αντίληψη του καθώς το μαρ­τύριο για χάρη της αλήθειας και του καλού το ανήγαγε σε μια ανώτερη, ιερή τάξη. Τα πάθη – όπως και η αγάπη – είναι ένας αληθινός δρόμος προς το Αιώνιο. μέσα στον ανείπωτο πόνο ο άνθρωπος συναντιέται με τον Θεό.

Η αλήθεια βρίσκεται μόνο στον Θεό και σε εκείνους που την έχουν πάρει από εκείνον. Αυτό είναι το θέμα του προκειμένου κεφαλαίου, όπου θα καταφανεί ότι το να μένει κάποιος πιστός στον Θεό και στη συνείδηση του συνήθως θεωρείται απείθεια και απιστία κατά της εκκλησίας και της συνενοχής της συχνά κρατικής εξουσίας ή οποιασδήποτε άλλης μορφής εξουσίας κι αυτό το πνεύμα της μισαλλοδοξίας αποτελεί κατάφωρη παρα­βίαση όσων δίδαξε με τα λόγια και την πράξη ο Ιησούς Χρι­στός.

 

Παύλος

 Ο Ιουδαίος υφαντής χαλιών από την Ταρσό έδειξε με τη ζωή του ένα δρόμο τον οποίο ακολούθησαν αργότερα σχεδόν όλοι οι χριστιανοί μύστες. Σαν οδοδείκτη παρέδωσε τα λόγια: «Δεν ζω εγώ πια, αλλά είναι ο Χριστός που ζει μέσα μου» (προς Γα­λάτες 2,20) και «Όσοι είναι με τον Χριστό έχουν σταυρώσει τη σαρκική τους φύση μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες τους» (προς Γαλάτες 5,24).

Αφετηρία για τη μυσταγωγική του πορεία ήταν το όραμα του Χριστού ενώ κατευθυνόταν προς τη Δαμασκό. Πριν από αυτό είχε προηγηθεί μια πορεία στενά συνυφασμένη με τον ιουδαϊ­σμό. Ήταν μόλις δεκαπέντε χρόνων όταν πήγε στην Ιερουσα­λήμ για να τελειοποιήσει τις σπουδές του ιουδαϊκού νόμου. Εκεί στην πρωτεύουσα του περιούσιου λαού, στο προπύργιο της ιου­δαϊκής τυπολατρείας δεν άργησε να γίνει φανατικός πολέμιος του Ιησού Χριστού και των χριστιανών γενικότερα παρ’ όλο που ο δάσκαλος του ο Γαμαλιήλ ήταν μια μετριοπαθής προσωπικό­τητα. Το μίσος του βασιζόταν στην πλάνη του γύρω από τις πραγ­ματικές προθέσεις του Ιησού. Από τα πρακτικά της δίκης του Ιησού και των μαθητών του είχε μάθει ότι ο Κύριος δεν αναγνώ­ριζε το μωσαϊκό νόμο ως την οριστική έκφραση της βούλησης του Θεού αλλά δεν μπορούσε να δει ότι η ζωή και ο θάνατος του Ναζωραίου είχαν τη δύναμη να ανοίξουν και στον ίδιο το δρό­μο για τον Ιεχωβά. Σαν Φαρισαίος αγωνιούσε για τη θρησκευ­τική και εθνική ιδιοπροσωπία του λαού του και μέσα σε αυτό το σχήμα τη διδασκαλία του Ιησού την αντιλαμβανόταν σαν απει­λή εναντίον του νόμου των προπατόρων του ιουδαϊκού έθνους. Γι’ αυτό στα μάτια του η σταύρωση ήταν τιμωρία του Θεού για τον «προφήτη της Ναζαρέτ» και με βάση αυτή την παρανόηση καλλιέργησε ένα μίσος απέναντι στο χριστιανισμό, που η έντα­ση του τον ξεχώριζε από τους άλλους συσπουδαστές του. Ο ίδιος μετά από χρόνια έκρινε με αυτά τα λόγια τη νεανική πλάνη του που τον οδήγησε να γίνει υβριστής, διώκτης και περιφρονητής του Χριστού: «Κι όμως με ελέησε, γιατί ό,τι έκανα το έκανα από άγνοια όσο ήμουν άπιστος» (προς Τιμόθεον Α’ 3,13).

Το μυστικιστικό βίωμα της Δαμασκού μεταμόρφωσε ριζικά τον Παύλο κι όχι μόνο τον έκανε από φανατικό πολέμιο έν­θερμο υποστηρικτή και πρέσβη του Χριστού αλλά το ίδιο του το εγώ αφομοιώθηκε από τον Ιησού Χριστό, ούτως ώστε το χριστικό πνεύμα ενεργούσε από εκεί κι εμπρός μέσα του. Με την τύ­φλωση των σωματικών του ματιών άνοιξαν οι πνευματικοί του οφθαλμοί και ανεγνώρισε την ταύτιση του εσταυρωμένου με το Μεσσία, δηλαδή ως την έσχατη εκπλήρωση των προφη­τειών και των προσδοκιών των ανθρώπων. Η αγάπη για τον Ιησού ξύπνησε μέσα του μια έντονη χαρά της ζωής, μία ανε­ξάντλητη καλοσύνη και αγάπη, που τον οδηγούσαν σε ακα­ταπόνητη δραστηριότητα. Αναντίρρητα αυτό μαρτυρούν και οι επιστολές του που είναι όλες γραμμένες με πνεύμα δικαιο­σύνης κι αδελφοσύνης.

«Είστε όλοι παιδιά του Θεού, αφού πιστεύετε στον Ιησού Χριστό. Κι αυτό γιατί ντυθήκατε το Χριστό όσοι βαφτιστήκα­τε στο όνομα του Χριστού. Δεν υπάρχει πια Ιουδαίος και ει­δωλολάτρης, δεν υπάρχει δούλος και ελεύθερος, δεν υπάρχει άντρας και γυναίκα, όλοι σας είστε ένας, χάρη στον Ιησού Χρι­στό» (προς Γαλάτες 3,26-28).

Οι συνθήκες και οι ανάγκες στις νεοσύστατες χριστιανικές κοινότητες ήταν διαφορετικές, όμως όλες οι επιστολές του Παύλου αποπνέουν το ίδιο μυστικιστικό πνεύμα το οποίο γεν­νήθηκε με το όραμα έξω από τη Δαμασκό και αποκορυφώθη­κε με το μαρτυρικό θάνατο του, με επίκεντρο τη συνεχή βίω­ση του Χριστού.

Από αυτή τη βίωση αντλούσε όλη τη δύναμη που χρειαζό­ταν για να διακονεί την αποστολή του – ο ίδιος ήταν πεισμέ­νος ότι είχε την αποστολή να φέρει το Ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο – και για να αντέξει τα δεινά και τις απαιτήσεις αυτής της αποστολής παρ’ όλη την ασθενική του κράση. Από τη Δα­μασκό ως τη Ρώμη, όπου εκτελέστηκε, η μύηση του Παύλου, είναι στην ουσία μια από κοινού βίωση των παθών και του θα­νάτου με τον Ιησού Χριστό. Όποτε κινδύνευε να λιποψυχήσει, ή όποτε τον καταλάμβανε η αποστροφή για τον κόσμο, όπως τον Ιησού, τότε αρκούσε ένα βλέμμα στο μυσταγωγό Χριστό για να πειστεί εκ νέου ότι τη νίκη στον αγώνα με το κακό θα την αποσπάσει τελικά η αγάπη του Θεού. «Όταν είναι ο Θεός με το μέρος μας, ποιος μπορεί να μας βλάψει; Τι μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού για μας;» (Προς Ρωμαί­ους 8,31 και 35).

Όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στο δρόμο του –όπως τις διαφωνίες με τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τους άλλους Ιου­δαίους χριστιανούς ή τα ανησυχητικά κρούσματα σε ορισμέ­νες κοινότητες τις ξεπέρασε με την πλήρη πεποίθηση ότι η αλήθεια του Θεού θα αναδεικνυόταν νικήτρια. Το γεγονός ότι είχε δει πνευματικά τη σταύρωση τον ξεχώριζε από τους υπό­λοιπους απόστολους και του ενίσχυε αυτή την πεποίθηση μέ­σα του, πράγμα που τον οδήγησε να γράψει στους Γαλάτες: «Πρέπει να ξέρετε, αδελφοί μου, πως το Ευαγγέλιο που σας κήρυξα δεν προέρχεται από άνθρωπο. Γιατί κι εγώ ούτε το πα­ρέλαβα ούτε το δέχτηκα από ανθρώπους, αλλά μου το αποκά­λυψε ο Ιησούς Χριστός» (προς Γαλάτες Α’ 1,11 – 12).

Γι’ αυτό ο Παύλος μπορούσε να βάλει πάνω από όλα την αγάπη: «Υπάρχουν διάφορα είδη χαρισμάτων, αλλά είναι ένα και το ίδιο Πνεύμα που τα χορηγεί.υπάρχουν διάφορα είδη διακονιών, αλλά η ανάθεση τους προέρχεται από ένα και τον ίδιο Κύριο και υπάρχουν διάφορα είδη δραστηριοτήτων, αλ­λά είναι ο ίδιος Θεός που τις θέτει σε ενέργεια σε όλους. Στον καθένα δωρίζεται η φανέρωση του Αγίου Πνεύματος για το συμφέρον όλων… Και όλα αυτά είναι ενέργειες ενός και του αυτού Πνεύματος, που χορηγεί τα χαρίσματα όπως αυτό θέλει στον καθένα χωριστά.

Εσείς όλοι μαζί αποτελείτε το σώμα του Χριστού και είστε μέλη του, ο καθένας σας χωριστά. Γι’ αυτό στην εκκλησία ο Θεός τοποθέτησε τον καθένα στην ορισμένη του θέση: πρώ­τα έρχονται οι απόστολοι, σε δεύτερη θέση οι προφήτες, σε τρίτη οι δάσκαλοι και ακολουθούν οι θαυματουργοί, οι θερα­πευτές, αυτοί που παραστέκονται στις ανάγκες, οι διαχειρι­στές, όσοι λαλούν διάφορα είδη γλωσσών. Δεν είναι όλοι από­στολοι ούτε όλοι προφήτες ούτε όλοι διδάσκαλοι. Δεν είναι όλοι θαυματουργοί ούτε όλοι θεραπευτές ούτε όλοι λαλούν γλώσσες και ούτε όλοι ξέρουν πώς να τις εξηγούν. Ο ζήλος σας μάλιστα πρέπει να στρέφεται προς τα σημαντικότερα χα­ρίσματα.

Σας δείχνω κι έναν πολύ ανώτερο ακόμα δρόμο:

Αν μπορώ να λαλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων ακόμα και των αγγέλων αλλά δεν έχω αγάπη για τους άλλους, οι λό­γοι μου ακούγονται σαν ήχος χάλκινης καμπάνας ή σαν κύμβαλου αλαλαγμός. Κι αν έχω της προφητείας το χάρισμα κι όλα κατέχω τα μυστήρια κι όλη τη γνώση, κι αν έχω ακόμα όλη την πίστη έτσι που να μετακινώ βουνά, αλλά δεν έχω αγά­πη, είμαι ένα τίποτα. Κι αν ακόμα μοιράσω στους φτωχούς όλα μου τα υπάρχοντα, κι αν παραδώσω στη φωτιά το σώμα μου για να καεί, αλλά δεν έχω αγάπη, σε τίποτα δεν μ’ ωφελεί.

Εκείνος που αγαπάει έχει μακροθυμία, έχει και καλοσύνη. εκείνος που αγαπάει δεν ζηλοφθονεί’ εκείνος που αγαπάει δεν κομπάζει ούτε περηφανεύεται, είναι ευπρεπής, δεν είναι εγω­ιστής ούτε ευερέθιστος· ξεχνά το κακό που του έχουν κάνει, δεν χαίρεται για το στραβό που γίνεται, αλλά μετέχει στη χα­ρά για το σωστό. Εκείνος που αγαπάει, όλα τα ανέχεται. σε όλα εμπιστεύεται, για όλα ελπίζει, όλα τα υπομένει.

Ποτέ η αγάπη δεν θα πάψει να υπάρχει. Τα θεία μηνύματα των προφητών κάποτε δεν θα υπάρχουν πια. η γλωσολαλία θα πάψει. θα σταματήσει η γνώση των μυστηρίων του Θεού. Για­τί και η γνώση μας και η προφητεία μας περιορίζονται μονά­χα σ’ ένα μέρος της αλήθειας . Όταν όμως το τέλειο που περι­μένουμε θα ’ρθει, τότε το μερικό θα πάψει να υπάρχει.

Μικρό παιδί όταν ήμουν, σαν μικρό παιδί μιλούσα, αισθα­νόμουν και σκεφτόμουν. Άντρας πια όταν έγινα, κατήργησα τους τρόπους του μικρού παιδιού. Αλήθεια, τώρα βλέπουμε τα πράγματα θαμπά σαν μέσα από μεταλλικό καθρέφτη. τότε όμως πρόσωπο με πρόσωπο θα δούμε το Θεό.

Τώρα γνωρίζω μόνο ένα μέρος, τότε όμως θα γνωρίσω με πληρότητα, όπως και ο Θεός μ’ έχει γνωρίσει.

Θα μείνουν τελικά για πάντα αυτά τα τρία : η πίστη, η ελπί­δα και η αγάπη. Και απ’ αυτά το πιο σπουδαίο είναι η αγάπη». (Προς Κορινθίους ΑΊ2, 4-11,27-31. 13, 1-13)

«Αφήστε να κατοικήσει πλουσιοπάροχα μεταξύ σας ο ζωντα­νός Λόγος του Χριστού, μέσα σε κάθε αγάπη και αληθινή, πλή­ρη σοφία από αγάπη! Να διδάσκετε, να νουθετείτε και να οικο­δομείτε ο ένας τον άλλο με κάθε είδους πνευματικά πράγματα Δόξας και με πνευματικές θεωρήσεις, με ψαλμούς της Αγάπης και άλλες δοξολογίες και πνευματικά τραγούδια Αγάπης. Να τραγουδάτε όμως μέσα και από τη καρδιά σας και όχι με την άδεια φλυαρία των χειλιών σας. Τότε θα είστε για τον Κύριο πολύ πιο αρεστοί από το μάταιο φλύαρο μουρμουρητό των Φαρισαίων, των Ιουδαίων και των ειδωλολατρών που λένε πολλά με τα χείλη για χάρη του χρυσού, αλλά η καρδιά τους μένει κρύα όπως ο πάγος!

Ό,τι κι αν κάνετε όμως, με λόγια ή με έργα, να το κάνετε στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και να ευχαριστείτε για όλα τον Πατέρα Θεό μέσα Του. Γιατί Εκείνος είναι ο μεσολα­βητής μεταξύ του Θεού και μας – στην καρδιά Του κατοικεί η πληρότητα του Πατέρα.»

(Από την επιστολή του Παύλου προς τους Λαοδικείς σε κα­ταγραφή του Γιάκομπ Λόρμπερ).

 

Ωριγένης

Προς το τέλος του δεύτερου μ.Χ. αιώνα η Αλεξάνδρεια τη; Αιγύπτου εξακολουθούσε – όπως και την προηγούμενη μισή χιλιετία – να αποτελεί ένα μοναδικό χωνευτήρι πολιτισμών. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία παρ’ όλη την τεράστια έκταση της δύ­σκολα θα είχε να επιδείξει μια εξίσου κοσμοπολίτικη πόλη όπου συναντιόνταν άνθρωποι από τρεις ηπείρους: Αιγύπτιοι. Κρητικοί, Έλληνες, Ιουδαίοι, Ρωμαίοι – για να αναφερθούν μόνο λίγοι – και κυρίως άνθρωποι κάθε πνεύματος, πίστης και κοσμοθεωρίας. Σε αυτό το σταυροδρόμι όλων των ρευμάτων γεννήθηκε, κατά πάσα πιθανότητα το 185 μ.Χ., ο Ωριγένης. Για τα υπόλοιπα δεδομένα της ζωής του έχει διασωθεί ένα πλή­θος πληροφοριών που οφείλονται κατά κύριο λόγο στον Ευσέβιο της Καισαρείας, επίσκοπο και εκκλησιαστικό συγγρα­φέα. Ο Ευσέβιος γεννήθηκε λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Ωριγένη ώστε πρόλαβε να γνωρίσει τον κύκλο των μαθητών του αλησμόνητου διδασκάλου. Αργότερα ανέλαβε την επιμέ­λεια της Ωριγενικής πνευματικής κληρονομιάς και επίσης του αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος στην «Εκκλησιαστική ιστορία» του.

Ο πατέρας του Ωριγένη ο Λεωνίδας, πρέπει να ήταν αρκετά εύπορος και γνώστης των επιστημών της εποχής του, αφού α­σχολήθηκε προσωπικά με την εκπαίδευση του γιου του και του κληρονόμησε μια πολύτιμη συλλογή βιβλίων «κοσμικής», δη­λαδή ελληνικής γνώσης. Κυρίως όμως καθοδήγησε από πολύ νωρίς τον τρυφερά αναθρεμμένο πρωτότοκο γιο του στην Αγία Γραφή που και ο ίδιος ως μόλις προσήλυτος, δεν γνώριζε κα­λά, γι’ αυτό υπήρχε και η απόγνωση του απέναντι στις ερωτή­σεις του ανήλικου Ωριγένη για το κρυμμένο νόημα των βιβλι­κών κειμένων.

Το έτος 202 διατάχτηκε από τον αυτοκράτορα Σεβέριο η δίω­ξη των χριστιανών και δη των προσηλυτισμένων πρόσφατα. Ο δεκαεξάχρονος περίπου τότε Ωριγένης υποστήριζε με όλο του το σθένος το Λεωνίδα που βρέθηκε στη φυλακή και τον προέτρεπε να μην προδώσει την πίστη του. Ύστερα από λίγο ο Λεωνίδας αποκεφαλίστηκε.

Ο Ωριγένης συγκέντρωνε σιγά – σιγά γύρω του νέους κατηχούμενους στην πίστη και στα δεκαοχτώ του χρόνια ορίστηκε από τον επίσκοπο της Αλεξάνδρειας υπεύθυνος του κατηχητι­κού σχολείου. Για πολλούς από τους μαθητές του που γίνο­νταν συνεχώς πιο πολυάριθμοι η προετοιμασία για το βάπτι­σμα σήμαινε ουσιαστικά προετοιμασία για το θάνατο του μάρ­τυρα και ζούσαν συνεχώς με αυτή την επίγνωση, όπως κι ο δάσκαλος τους. Ο Ευσέβιος εξιστορεί λεπτομερώς τα βασανι­στήρια που υφίσταντο οι τότε χριστιανοί τα οποία δύσκολα μπορεί να τα φανταστεί σήμερα κανείς. Ίσως στον Ωριγένη να του στοίχιζε το γεγονός ότι όπως και με τον πατέρα του ο ίδιος συνέχιζε να ζει. Ίσως εκεί να οφείλεται η χω­ρίς ανάπαυλα δραστηριότητα του, ο υπέρμετρος ασκητισμός στη ζωή του, ίσως γι’ αυτό και το παράτολμο βήμα της ζωής του.

«Υπάρχουν ευνούχοι που μόνοι τους ευνουχίστηκαν για χά­ρη της βασιλείας των ουρανών», τα μυστηριώδη αυτά λόγια του Ιησού ο Ωριγένης τα ενστερνίστηκε τόσο πολύ με το πύ­ρινο πνεύμα του που μετατρέποντας τα σε πράξη ευνουχίστη­κε μόνος του. Είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς τι διαδρα­ματιζόταν μέσα στην ψυχή αυτού του ανθρώπου για να εφαρ­μόσει με τέτοιο τρόπο τα λόγια του Χριστού.

Προφανώς του ήταν αδύνατον να οδηγήσει και το σώμα του στον πνευματι­κό δρόμο. Όπως κι αν κρίνει κανείς αυτή την πράξη, αναμφισβήτητα προδίδει μια εντελώς ασυνήθιστη προσωπικότητα και θέλη­ση. Ο επίσκοπος του Ωριγένη, ο Δημήτριος, καταρχάς ενέκρι­νε αυτή του την πράξη με το σκεπτικό ότι έτσι θα είχε ακόμη περισσότερο χρόνο για να τον αφιερώσει στην κατήχηση. Σε λιγότερο τρικυμιώδεις εποχές της ζωής του ο Ωριγένης έκρι­νε εκ των υστέρων τη χειρονομία του αυτή διαφορετικά κι ήταν αυτός που μοχθούσε μια ζωή για να αποκαλύψει το κρυμμένο νόημα πίσω από την κυριολεξία των βιβλικών κειμένων.

Οι διωγμοί των χριστιανών σταδιακά μετριάστηκαν και τέ­λος σταμάτησαν εξ ολοκλήρου. Ο κατηχητής και το σχολείο του βγήκαν πάλι στο φως της νομιμότητας, γεγονός που σή­μαινε μεγάλες αλλαγές και για τις δυο πλευρές. Σε μια επιστο­λή του αναφέρει ο ίδιος για τις απαιτήσεις της νέας εποχής : «Ενώ εγώ ήμουν αφοσιωμένος στη μελέτη και η φήμη του σχο­λείου μας απλωνόταν, έρχονταν να με βρουν πότε αιρετικοί, πότε ειδήμονες της ελληνικής επιστήμης και κυρίως της φιλο­σοφίας. Για το λόγο αυτό αποφάσισα να ερευνήσω τόσο τις διδασκαλίες των αιρετικών όσο και τις απαντήσεις που είχαν δώσει οι φιλόσοφοι στο ερώτημα της εύρεσης της αλήθειας».

Ο Ωριγένης προερχόταν από μορφωμένη οικογένεια γι’ αυ­τό τον έλκυε πάντοτε η ελληνική, και η ελληνιστική επιστήμη και ιδίως η φιλοσοφία και δεν ήταν άτομο που φορούσε πνευματικές παρωπίδες. Τη φιλοσοφία δεν τη θεωρούσε κάτι το περιττό ή που θα μπορούσε να βγάλει το χριστιανό από το δρόμο του. Αντίθετα την έβλεπε σαν ένα δρόμο που επίσης οδηγεί στον Θεό. Ο Ωριγένης διέθετε την ίδια ελευθερία πνεύματος με τον Παύλο ο οποίος στην ομιλία του στον Άρειο Πά­γο αναζητώντας κοινά σημεία αναφοράς με το ακροατήριο του δεν δίστασε να πει στους Αθηναίους: «Όπως λένε και μερικοί από τους δικούς σας ποιητές».

Ο Ωριγένης ακολούθησε την ίδια γραμμή με το πρότυπο του αποστόλου και προσπάθησε με τους Έλληνες να συνδιαλέγε­ται σαν Έλληνας. Έτσι μελέτησε την ελληνική φιλοσοφία ώστε βρίσκοντας μια κοινή γλώσσα με τους εθνικούς να μπορεί να τους περάσει καλύτερα το μήνυμα του Ευαγγελίου. Έκρινε απαραίτητη τη γνώση της φιλοσοφίας γιατί γι’ αυτόν είχε αποκτήσει μία θρησκευτική λειτουργία.

Αναμφίβολα η ενδιατριβή αυτή επηρέασε και τον ίδιο κα­θώς έμαθε να φιλοσοφεί. Ασφαλώς όμως παρέμενε πιστός στο χριστιανισμό αφού τον ζούσε, μπορεί να πει κανείς, παθιασμέ­να με όλο του το είναι. Η Βίβλος ήταν το κατεξοχήν πεδίο της αναδίφησης και της αγάπης του αλλά είχε διακρίνει και τη με­γαλοσύνη του ελληνικού κόσμου. Χάρη στον Ωριγένη έπνευσε ένα ελληνικό πνεύμα στην εκκλησία κι εγκαταστάθηκε εκεί για καλά. Το πάντρεμα αυτό έγινε με βάση το σοφό συλλογισμό ότι η «φιλοσοφία δεν αντιτίθεται σε όλα στο Νόμο του Θεού αλλά ούτε συμφωνεί μαζί του σε όλα». Ο Ωριγένης γνώ­ριζε ότι ανέκαθεν υπήρχε ένας προαιώνιος Νους και ότι ο χριστια­νισμός δεν ήταν η μόνη αποκάλυψη του καθότι μάλιστα ο Θεός έχει γράψει την αλήθεια μέσα στην καρδιά των ανθρώπων. Ο χριστιανισμός δεν χρειάζεται να φοβάται τη φιλοσοφία αφού κάθε αγάπη είναι καλή φτάνει το αντικείμενο της να έχει επι­λεγεί σωστά και να προσβλέπει προς τον υπέρτατο στόχο, την κοινωνία με τον Θεό.

Έτσι αυτός ο εμπνευσμένος στοχαστής και γεφυροποιός πέ­τυχε να εγκαινιάσει μια γόνιμη σχέση μεταξύ Ιερουσαλήμ κι Αθήνας ώστε χριστιανισμός και φιλοσοφία έπαψαν να στέκο­νται αντιμέτωποι.

Ο Ωριγένης είχε μια αδαμάντινη θέληση να ξεπεράσει τα αν­θρώπινα όρια του και ταυτόχρονα να εφαρμόσει χωρίς κανένα συμβιβασμό το Ευαγγέλιο. Θεωρία και πράξη στη δική του πο­ρεία βαδίζουν χέρι-χέρι. Με το ζήλο του ασκητή περιόρισε τη φυσική ανάγκη για ύπνο και πλάγιαζε στο γυμνό χώμα. Για χρό­νια ήταν ανυπόδητος και δεν έπινε καθόλου κρασί. Ο Ωριγένης ήθελε να τηρεί αυτά που δίδασκε στους άλλους με υποδειγμα­τικό τρόπο.

Την κατάσταση του μάρτυρα την αντιμετώπιζε με ενθουσια­σμό και ο ίδιος στο γεράματα του υπέστη βασανισμούς για χά­ρη της καλής αγγελίας. Μετά από μία ειρηνική περίοδο όπου κυβερνούσαν εν μέρει και πρόσωπα ευνοϊκά προσκείμενα προς τους χριστιανούς, στα μισά του τρίτου αιώνα ξέσπασαν οι χει­ρότεροι διωγμοί εναντίον τους. Τούτη τη φορά δεν διώκονταν μόνο οι προσήλυτοι, αλλά με βάση ένα προμελετημένο σχέδιο εκφοβισμού, στο στόχαστρο βρέθηκαν κυρίως οι ηγετικές μορ­φές της διδασκαλίας, με σκοπό να τους σπάσουν το ηθικό ή να τις εξοντώσουν φυσικά.

Έτσι ο Ωριγένης που πλησίαζε τα εβδομήντα είδε να γίνεται πραγματικότητα το νεανικό του όραμα να μαρτυρήσει, καθώς βρέθηκε στη φυλακή με ένα σιδερένιο χαλκά στο λαιμό και στο τέλος υποβλήθηκε σε βασανιστήρια. Σαν αληθινός μάρτυρας τα υπέμενε ακλόνητος, αλλά λίγο μετά την αποφυλάκιση πέθανε (περίπου το 254 μ.Χ.) από τις συνέπειες τους.

Παρ’ όλο που ο ίδιος ζούσε μια ασκητική ζωή κι ήταν αυστη­ρός με τον εαυτό του, απέναντι στους άλλους ήταν μεγαλόψυ­χος. Το απόφθεγμα του ήταν: «Το ιερό να μην το αναζητάς σε ένα τόπο, αλλά στις πράξεις, στη ζωή, στα ήθη. Αν αυτά συμφωνούν με τον Θεό και με τις εντολές του, τότε υπηρετείς το Λόγο του κι όταν είσαι στο σπίτι, ακόμη κι όταν είσαι στην αγο­ρά, τι λέω εγώ στην αγορά, ακόμη κι αν βρίσκεσαι στο θέατρο, να είσαι σίγουρος ότι βρίσκεσαι σε ιερό τόπο».

Το ερευνητικό του πνεύμα ήταν αμερόληπτο κι ανοιχτό προς όλους τους ορίζοντες, ιδιότητες που δεν είχαν πολλούς μιμη­τές στη χριστιανοσύνη. Αυτός ο από κάθε άποψη εξαιρετικός άνθρωπος πρέσβευε και μια εξαιρετική διδασκαλία. Ως χαρι­σματικός δάσκαλος μπορούσε να ξυπνά στους ακροατές του την αγάπη προς τη γνώση και τους μετέδιδε την αντίληψη ότι «κανείς δεν μπορεί να καταλάβει έναν προφήτη εάν το πνεύ­μα που ενεργεί μέσα στον προφήτη δεν δώσει και στον ίδιο την κατανόηση για τα λόγια του». Με την εργασία του ο Ωριγένης θεμελίωσε την επιστήμη της Βίβλου. Αλλά μιλούσε γι’ αυτή βιβλικά και όχι με το σχολαστικισμό των λογίων που ση­μαίνει θάνατο για τον άγιο Λόγο. Η Γραφή γι’ αυτόν είναι ιερογλυφικά που πρέπει να ερμηνευτούν αλληγορικά, δηλαδή με πνευματική θεώρηση και όχι με γραμματική ανάλυση του περιεχομένου. Οι εξιστορήσεις της Βίβλου έχουν μόνο τυπο­λογική αξία για τον Ωριγένη καθώς απλά απεικονίζουν διαδι­κασίες που λαμβάνουν χώρα σε ανώτερους κόσμους.

Η κατά γράμμα ερμηνεία της Γραφής είναι στα μάτια του αυτή που προκάλεσε τον Ιησού να στηλιτεύσει την κοντοφθαλμία των νομοδιδασκάλων. Οι απόστολοι, λέει ο Ωριγένης, δεν είχαν μεταδώσει ολόκληρη τη διδασκαλία και είναι καθήκον του φωτισμένου χριστιανού να διεισδύσει στη βαθύτερη γνώ­ση που ο Ιησούς είχε παραδώσει μόνο σε λίγους.

Πέραν τούτου για τον Ωριγένη η Καινή Διαθήκη δεν είναι η τελευταία λέξη του Θεού, αφού τα τέσσερα Ευαγγέλια δεν πε­ριέχουν όλα τα μυστήρια, αλλά απλά διαγράφουν μόνο μια «σκιά από τα μυστικά του Χριστού». Γι’ αυτό η Καινή Διαθήκη πρέπει να θεωρηθεί ουσιαστικά ως η πύλη εισόδου προς το αιώνιο Ευαγγέλιο.

Ενώ η πρόρρηση για ένα αιώνιο Ευαγγέλιο δεν έτυχε ιδιαί­τερης προσοχής, έγινε αντίθετα πασίγνωστη η διάκριση σε τρεις βαθμίδες της κατανόησης της Βίβλου: της κυριολεκτι­κής – σωματικής της ηθικής – ψυχικής και της μυστικής – πνευματικής. Σε αυτή τη διαβάθμιση κατά βάση περιέλαβε το δια­χωρισμό των γνωστικιστών σε κοινούς και πνευματικούς χρι­στιανούς. Αλλά αυτό που οι γνωστικιστές το έβλεπαν σαν ασύμβατες αντιθέσεις, το εναρμονιστικό πνεύμα του Ωριγένη το μετέτρεψε σε βαθμίδες ενός συνόλου. Φαινομενικά πρόκει­ται για μια μικρή μετατροπή αλλά στην πραγματικότητα είναι μια ιδιοφυής κίνηση, γιατί θέτει ενώπιον του ανθρώπου μια κλίμακα που μπορεί να ανέλθει, εάν θέλει, με τη βοήθεια βέ­βαια της άνωθεν δύναμης.

Στην κατώτατη βαθμίδα βρίσκεται η συνήθης πίστη του με­γάλου χριστεπώνυμου πλήθους. Ο Ωριγένης θεωρεί ότι οι πιστοί αυτοί βιώνουν την πίστη τους σαν ένα μύθο ωστόσο δεν τους καταφρονεί. Ο Χριστός ήρθε άλλωστε για όλους στη γη και η ευσέβεια του λαού της εκκλησίας μπορεί να είναι από μόνη της αρκετή για να φτάσει κανείς στη μακαριότητα. Η πί­στη αυτή βασίζεται στην κατά λέξη κατανόηση και τήρηση της Γραφής. Μάλιστα στα οκτώ βιβλία «Κατά του Κέλσου» ο Ωριγένης ανέλαβε την υπεράσπιση αυτής της απλής μορφής Θεοσέβειας.

Η δεύτερη βαθμίδα είναι υψηλότερη σε σχέση με την πρώ­τη καθώς αυτή αναζητεί απαντήσεις στα φιλοσοφικά ερωτή­ματα. Εδώ ο Ωριγένης οφείλει πολλά στο δάσκαλο του, τον Κλήμη της Αλεξάνδρειας, ο οποίος ήταν μία από τις πιο μεγά­λες μορφές των Ελλήνων πατέρων και του δίδαξε τη φιλοσο­φική προσέγγιση στη χριστική διδασκαλία.

Σαν γνώστης της φιλοσοφίας ο Ωριγένης είχε τις προϋποθέ­σεις και την προπαρασκευή για να αντιμετωπίσει διαφορετι­κά τους αιρετικούς. Σαν υπεύθυνος του κατηχητικού σχολείου χρειαζόταν συχνά να αντικρούσει τα αιρετικά λάθη. Το έργο αυτό το διεκπεραίωνε με παραδειγματικό τρόπο, χωρίς εμπά­θεια ή τυφλότητα. Άκουγε απροκατάληπτα τις διάφορες από­ψεις – μια στάση που αργότερα έγινε πια σπάνια – και μπορού­σε να πει: «Οι αιρετικοί είναι μεν στο δρόμο, όμως δεν είναι αυτός που κατευθύνεται από τον Κύριο, αλλά ακολουθούν δρό­μους τέτοιους που το κακό τους έχει στραβώσει ώστε αποκλί­νουν προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά, γιατί οι αιρετικοί δεν αρκούνται στην απλή πίστη. σκέφτονται βέβαια πιο βαθιά μα όχι πιο αληθινά».

Αυτός ο πατέρας της εκκλησίας δεν δίστασε να τονίσει την αναγκαιότητα των αιρέσεων γιατί η πίστη μένει ζωντανή μό­νο με το να δοκιμάζεται και να επικρατεί τελικά παρά τις δοκιμασίες. Για τον Ωριγένη είναι αναπόφευκτο να δημιουρ­γούνται συνεχώς διάφορα ρεύματα. το «ότι αναγκαστικά προ­έκυψαν οι αιρέσεις δεν οφείλεται σε μια τάση για σχίσματα, διχογνωμίες και φιλονικίες, αλλά απλά επειδή πολλοί διανο­ούμενοι επιχείρησαν να διεισδύσουν στις αλήθειες του χρι­στιανισμού». Με μεγάλη ενδελέχεια ερεύνησε τις διάφορες απόψεις επειδή ήταν της γνώμης ότι «με την κατανόηση των επί μέρους ιουδαϊκών και χριστιανικών αιρέσεων μπορεί κα­νείς να αποκομίσει μια βαθύτατη γνώση του χριστιανισμού». Καλύτερα δεν μπορεί να εκφράσει κανείς τη σημασία των αι­ρέσεων από ό,τι εδώ ο Ωριγένης.

Αυτή η διαπίστωση δείχνει μια προσωπικότητα που δεν αρ­νείται απλά αυτά που από την εκκλησιαστική σκοπιά ήταν υπο­χρεωμένος να αρνηθεί, αλλά με την οξυδέρκεια και τη διαύ­γεια του είναι πρόθυμος να τους αναγνωρίσει σε ορισμένες πλευρές δίκιο. Όπως θα ήταν αναμενόμενο, ήταν επίσης ελεύ­θερος από οποιοδήποτε μίσος απέναντι στους αιρετικούς. «Οι άνθρωποι που γνωρίζουν τα λόγια “Μακάριοι οι πράοι και μα­κάριοι οι ειρηνοποιοί” δεν μπορούν να απεχθάνονται όσους διαστρεβλώνουν τις διδασκαλίες του Χριστού ούτε να κακοχαρακτηρίζουν τους πλανημένους σαν υποβολιμιαίους ταρα­ξίες που εισάγουν κακά δαιμόνια». Ο Ωριγένης δεν εξύβριζε ούτε υποβίβαζε ποτέ τους χριστιανούς που ασπάζονταν δια­φορετικές διδασκαλίες από ό,τι εκείνος.

Στην τρίτη υψηλότερη βαθμίδα έρχεται ο πνευματικός χρι­στιανός ο οποίος κατέχει την αληθινή γνώση. Η λέξη γνώση ήταν εύηχη για τον Ωριγένη καθώς την τοποθετούσε πάνω από την απλή πίστη. Την αληθινή γνώση τη χαρακτήριζε σαν την τελειοποιημένη πίστη που «δικαίως παραμένει κρυφή για τη μεγάλη μάζα των ανθρώπων». Μαζί με τον Κλήμη έθεσαν τις βάσεις για μία χριστιανική γνώση, ένα έργο το οποίο δεν βρή­κε ωστόσο συνεχιστές στους μεταγενέστερους εκκλησιαστι­κούς πατέρες .

Ο χριστιανισμός του Ωριγένη στηρίζεται σε μία πολύ ευρεία βάση δεδομένου ότι «με πάσα ελευθερία κάνει τα πάντα αντι­κείμενο των ερευνών του και εμπλουτίζεται με όλα τα πνευ­ματικά αγαθά». Ωστόσο μέτοχος της χριστικής γνώσης γίνε­ται κανείς μόνο μέσω φωτισμού και μόνο τότε δικαιούται να ονομάζεται πνευματικός άνθρωπος αφού εισχωρεί με τη διο­ρατική του ματιά ως το άυλο και το υπεραισθητό.

Μονάχα ο «οφθαλμός της ψυχής» του αντιλαμβάνεται τον πόλεμο των υπερκόσμιων δυνάμεων που είναι άγνωστος για τους υπόλοιπους ανθρώπους. Ο Ωριγένης επεδίωκε συνειδη­τά να κάνει το χριστιανό «απαθή απέναντι σε κάθε πόνο και δοκιμασία και έχοντας ακλόνητη εσωτερική τάξη και εσωτε­ρική ισορροπία να γίνει τελικά αληθινά όμοιος με τον Θεό και μακάριος». Όποιος διατηρεί μια ακλόνητη στωικότητα και αδιατάραχτη ευφροσύνη απέναντι σε όλες τις δυσκολίες της ζωής θα αξιωθεί να δει τη θεϊκή δόξα. Ο μυστικισμός του Ωριγένη είναι συγγενής με το νυμφικό μυστικισμό των αγνωστικιστών όπου η νύμφη ψυχή νυμφεύεται πνευματικά το Λόγο. Το μόνο κίνητρο για τη μυστική άνοδο της ψυχής είναι ο φλο­γερός έρωτας για τον Θεό, ένας έρωτας που είναι πάλι θείο δώρο και όχι προσωπική κατάκτηση.

Η κορύφωση του Ωριγενικού μυστικισμού είναι η βίωση της γέννησης του Χριστού μέσα στην ανθρώπινη ψυχή και η εσω­τερική νοερή προσευχή χωρίς λόγια. Τον τελειοποιημένο άνθρωπο που έχει φτάσει στην κορυφή της κλίμακας τον ονόμαζε εξίσου Χριστό, ένα χαρακτηρισμό που δεν απέδιδε μόνο στο Ναζωραίο: «Ξέρουμε ότι ο Χριστός ήρθε στη γη και συ­νάμα βλέπουμε ότι χάρη σε αυτόν εγέρθησαν πολλοί χριστοί στον κόσμο που όπως εκείνος αγαπούν τη δικαιοσύνη.»

Ο χριστιανός που βρίσκεται στην πνευματική – μυστικιστι­κή βαθμίδα διεισδύει ενορατικά μέσα στον κόσμο. Χάρη στην ανεπτυγμένη πνευματικότητα τους όλοι οι ακόλουθοι του Χρι­στού τελικά θα αποπνευματωθούν και συνεπώς η επιστροφή τους δεν θα είναι μία εξωτερικά ορατή.

Ο Θεός είναι ακατάληπτος κι ασύλληπτος με το νου και τον περιβάλλει γνόφος, ενώ απέναντι του βρίσκεται ο άνθρωπος που ο Ωριγένης τον θεωρεί σαν ένα μικρόκοσμο. γι’ αυτό λέει στον εθνικό Κέλσο: «Κατάλαβε το ότι είσαι ένας δεύτερος κό­σμος σε μικρογραφία, ότι στο εσωτερικό σου κρύβεται ο ήλιος, η σελήνη ακόμη και τα άστρα». Η πορεία του κόσμου περνά μέσα από αλλεπάλληλους αιώνες κατά τους οποίους οι ψυχές κινούνται καθοδικά κι ανοδικά. Όταν κανείς συλλάβει την κατεύθυνση αυτής της πνευματικής διαδικασίας τότε εκπλήσσε­ται για το πόσο ομοιογενές είναι το όλο φαινόμενο. Υπάρχει στο βάθος μια ορισμένη βασική σκέψη η οποία επανεμφανίζεται συνεχώς παντού, η σκέψη ότι τα λογικά όντα διαπαιδα­γωγούνται από την Πρόνοια. Για τον Ωριγένη ο Θεός είναι πά­νω από όλα ο μεγάλος Διδάσκαλος που καθοδηγεί και διαπαι­δαγωγεί με κάθε τρόπο τις ψυχές ώστε να επιστρέψουν στην ουράνια πατρίδα τους χωρίς να χάσουν το ελεύθερο αυτεξού­σιο τους. Το θείο παιδαγωγικό σχέδιο αφορά τόσο το μεμονω­μένο άτομο όσο και ολόκληρο τον κόσμο.

Το μεγάλο θέμα αυτού του οράματος που είναι συνυφασμέ­νο με τη μορφή του Χριστού είναι η παλιννόστηση στον Θεό. Η καθαρτήρια άνοδος της ψυχής δεν τερματίζεται με το θάνα­το, αλλά συνεχίζεται στον άλλο κόσμο. Όταν η ψυχή βελτιω­θεί εγκαταλείπει τον τόπο του καθαρμού της και καμία τιμω­ρία δεν διαρκεί αιώνια. Η τελείωση θα έρθει όταν κάποτε όλες οι ψυχές Θα Έχουν λυτρωθεί και θα έχουν γίνει άγγελοι, συμπε­ριλαμβανομένου και αυτού ακόμη του διαβόλου, αφού ούτε εκείνος δεν θα παραμείνει επ’ άπειρον Σατανάς. Όλη η πλά­ση θα επιστρέψει στον Θεό καθώς η απέραντη ευσπλαχνία του υπερνικά κάποτε την τελευταία αντίσταση του ανθρώπου, Ο Ωριγένης το εκφράζει ως εξής: «Εφόσον όλων τα γόνατα κλί­νουν μπροστά στον Ιησού, άρα χωρίς αμφιβολία είναι ο Ιη­σούς “στον οποίο υποτάσσονται τα πάντα” και ο οποίος “θα υποτάξει, τα πάντα στον Πατέρα”. Γιατί τα πάντα υποτάσσο­νται δια της Σοφίας, δηλαδή δια του λόγου της λογικής και όχι με τη βία ή τον εξαναγκασμό. Άλλωστε το μεγαλείο του Χρι­στού είναι ότι πετυχαίνει οτιδήποτε θέλει και αυτή είναι η ύψι­στη παντοδυναμία και η πιο απαλή και φωτεινή αίγλη, ότι τα πάντα υποτάσσονται με το Λόγο και τη Σοφία κι όχι με τη βία ή τον εξαναγκασμό».

Αυτή θα είναι η οριστική ήττα του θανάτου και το τέλος κά­θε κακού, ένα τέλος στο οποίο ο Ωριγένης πιστεύει ακράδα­ντα: «Εσύ Κύριε, γνωρίζεις τα πάντα, το πρώτο και το έσχα­το. Ό,τι είναι ενδιάμεσα αποσιωπείται, γιατί είναι το κακό που κατέχει τον ενδιάμεσο χώρο. Διότι το κακό δεν υπήρχε στην αρχή ούτε θα υπάρχει στο τέλος».

Στη βασιλεία του Χριστού όλοι θα λάμπουν σαν ήλιοι και δεν θα υπάρχουν διαφορές στη λαμπρότητα τους. Γιατί τότε όλοι, μα όλοι πραγματικά, θα έχουν γίνει «ώριμοι και θα έχουν φτάσει στην τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός» σύμφωνα με την μυστηριώδη έκφραση του Παύλου.

Το μεγαλειώδες όραμα του Ωριγένη συλλαμβάνει τη σοφία του θεϊκού σχεδίου, σύμφωνα με το οποίο ο Γολγοθάς θα τε­λειώσει μόνο όταν σωθεί κι η τελευταία ψυχή, έστω κι αν χρειασθούν αμέτρητοι αιώνες γι’ αυτό” το ίδιο θέμα το συνα­ντάμε πάλι στις νέες αποκαλύψεις, κυρίως του Λόρμπερ και της Ντούντε, όπου πλέον όλοι μας μπορούμε να μάθουμε για μερικές από τις πιο απόκρυφες πλευρές του θεϊκού σχεδίου.

Ο Ωριγένης είχε αναρριχηθεί με τις συλλήψεις του αυτές σε τέτοια δυσθεώρατα ύψη όπου δεν μπορούσαν να τον ακολου­θήσουν ούτε η εκκλησία ούτε το πλήρωμα της. Το ιδεώδες του πνευματικού ανθρώπου στην πρωτοχριστιανική εποχή αφο­ρούσε μόνο μία μικρή ελίτ. Θα πρέπει όμως να τονιστεί ταυ­τόχρονα ότι οι συλλήψεις και οι ερμηνείες του δεν κατακρίθηκαν ποτέ επίσημα όσο ζούσε. Απεναντίας, από τη σχολή του πέρασε μια ολόκληρη γενιά από τους διαπρεπέστερους χρι­στιανούς καθώς η φήμη του ως αυθεντία και ηγετική φυσιο­γνωμία είχε διαδοθεί σε όλη την εκκλησία.

Εντούτοις για πολλούς μέσα στην εκκλησία που δεν μπο­ρούσαν να ακολουθήσουν τον Ωριγένη, τα ύψη όπου αιωρείτο τους προκαλούσαν δυσανεξία και ίλιγγο. Και ό,τι δεν μπο­ρεί να καταλάβει ο άνθρωπος συνήθως το αποποιείται ή και το μισεί ακόμη. Η περίπτωση του Ωριγένη δεν απετέλεσε εξαί­ρεση. Με την πάροδο του χρόνου οι ζηλόφθονοι αντίπαλοι ξε­πέρασαν αριθμητικά τους πολυπληθείς φίλους κι άρχισαν τις σκευωρίες εναντίον του. Όταν ο Ωριγένης διαπίστωσε ότι η Αλεξάνδρεια είχε στραφεί εναντίον του εγκατέλειψε εθελοντι­κά την πόλη. Μετά την αναχώρηση του μια σύναξη επισκό­πων τον χαρακτήρισε ανάξιο να είναι πρεσβύτερος λόγω του ευνουχισμού του και τον απέκλεισε από το πλήρωμα της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας. Έτσι ο Ωριγένης έγινε ένας από τους πολλούς φωτισμένους χριστιανούς που αναγκάστηκε να υποστεί διώξεις εν ονόματι των πεποιθήσεων του. Αυτός που απέναντι στον Κέλσο υπερασπίστηκε το ανεκτικό πνεύμα του χριστιανισμού έπρεπε να αποκτήσει προσωπική εμπειρία του πόσο λίγη ανεκτικότητα διέθεταν οι εν Χριστώ αδελφοί του. Ούτε μετά το θάνατο του που ουσιαστικά προκλήθηκε από το μαρτύριο του δεν έπαψαν να τον πολεμούν με λύσσα, αντίθε­τα επιδόθηκαν με ακόμη μεγαλύτερο μένος στην αμαύρωση της φήμης του.

Η διδασκαλία του, περί της αποκατάστασης των πάντων και της λύτρωσης του σύμπαντος, υπερέβαινε τα όρια της εκκλη­σιαστικής αντίληψης. Αντίθετη επίσης προς τα εκκλησιαστι­κά πιστεύω κρίθηκε η σκέψη του Ωριγένη για την προηγού­μενη υπόσταση της ψυχής και τη μνήμη του Θεού που φέρει ως τμήμα της γνώσης της. Χρόνο με το χρόνο η κακοφημία του ως επικίνδυνου ψευτοδιδάσκαλου μεγάλωνε. Όσο λιγότε­ρο καταλάβαιναν τη φιλοσοφία του με τόσο μεγαλύτερο πά­θος τον κατηγορούσαν σαν ένα «φαντασιόπληκτο και σαν το μεγαλύτερο των ειδωλολατρών». Σε αυτή τη δυσφημιστική εκστρατεία πρωτοστατούσαν οι Έλληνες μοναχοί δείχνοντας αγνωμοσύνη προς το δάσκαλο τους αφού ήταν ο Ωριγένης κυρίως που είχε διαμορφώσει με τη διδασκαλία του και την ασκη­τική του στάση ζωής το ιδανικό της θεοσέβειας πάνω στο οποίο στηρίχτηκε ο μοναχισμός. Ο Παχωμιος, ο ιδρυτής του κοινο­βιακού συστήματος, κατηγορούσε τον Ωριγένη ως βλάσφημο και αποστάτη, προέτρεπε τους αδελφούς να μην δίνουν σημα­σία στις «παράφρονες βαττολογίες» του και «μαρτυρούσε ενώ­πιον του Θεού ότι όποιος διαβάζει τα γραπτά του θα πάει στα έγκατα της κόλασης”, τη στιγμή που ο μεγάλος Αλεξανδρινός ήθελε να απαλλάξει την ανθρωπότητα από τον τρόμο της αιώ­νιας τιμωρίας»…

Το έτος 543 η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης με την υπο­κίνηση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού απήγγειλε ανάθεμα ενα­ντίον του Ωριγένη και η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος το 653 καταδίκασε οριστικά τις διδασκαλίες του. Η απόφαση αυτή ήταν μία από εκείνες με τις μεγαλύτερες συνέπειες για την ιστορία των δογμάτων, καθώς μετά την καταδίκη της θρησκευ­τικής φιλοσοφίας του Ωριγένη η εκκλησία αυτοπεριορίστηκε, έγινε μονόπλευρη, δογματική και ισχυρογνώμων, ενώ περιορίστηκε η αισιοδοξία και η ευρύτητα στη σκέψη, καθώς μάλι­στα ο παραγκωνισμός του ωριγενικού πνεύματος έγινε εξίσου αποδεκτός κι από τους λαϊκούς. Εν τούτοις η διδασκαλία του Ωριγένη δεν εξαφανίστηκε οριστικά παρά το κακό όνομα του Μολονότι παρέμεινε στιγματισμένος τα ίχνη του δεν χάθηκαν από τα έργα των πατέρων της εκκλησίας. Οι παρακαταθήκες που άφησε ήταν πραγματικά τόσο μοναδικές που ήταν αδύνα­το να ξεχαστούν τελειωτικά. Ακόμη και οι δυσφημιστές του αντλούσαν από το πλούσιο υλικό του. Έστω κι αν το όνομα του ήταν αναθεματισμένο, το πνεύμα του αποδείχτηκε ισχυ­ρότερο από κάθε ανάθεμα’ έτσι δεν έπαψαν να ανατρέχουν στα βιβλικά του σχόλια και να οικειοποιούνται κρυφά ιδέες από τα κυρήγματά του. Το στίγμα παραμερίστηκε μόλις στη νεότερη εποχή, οπότε υπήρξε μια μεγάλη αναθεώρηση της εκτίμησης του έργου του.

Επιπλέον οι νέες αποκαλύψεις που επαληθεύουν σε πολλά σημεία τις διδασκαλίες του παρείχαν το κλειδί για να παρακο­λουθήσουμε τα ιδιοφυή γεννήματα του πνεύματος του.

 

Βερνάρδος του Κλαιρβώ

Όταν ο Βερνάρδος, που καταγόταν από οικογένεια ευγενών της Βουργουνδίας, πήγε να μονάσει στη μονή Σιτώ σε ηλικία είκοσι τριών χρόνων, δεν φανταζόταν ποτέ ότι μόλις σε δύο χρόνια μέσα θα γινόταν ηγούμενος και ιδρυτής τάγματος κι ακόμη λιγότερο ότι οι ιστορικοί θα ονόμαζαν το δωδέκατο αιώ­να με το όνομα του. Μόνο δύο δεκαετίες χρειάστηκε ο νεαρός ηγούμενος του Κλαιρβώ για να γίνει ο σημαντικότερος κλη­ρικός και ένας από τους πιο παραγωγικούς μυστικιστές της δύσης. Κι εντούτοις η εμπειρία τον δίδαξε ότι είναι σχεδόν αδύ­νατο να αφοσιωθεί κανείς στη μυστικιστική ενατένιση χωρίς να θυσιάσει παράλληλα τα εγκόσμια καθήκοντα του. Βέβαια κατόρθωνε παράλληλα με την πολύπλευρη δραστηριότητα του ως κληρικού να αφιερώνει χρόνο στο διαλογισμό και στη συγ­γραφή, δρέποντας τους καρπούς μιας όλο πάθος αναζήτησης του Θεού, αλλά ασφαλώς αυτό δεν ήταν ο μυστικός βίος προσευχής και ασκητικής απομόνωσης που οραματιζόταν ως νέ­ος. Το μόνο που του απέμενε ήταν να δραπετεύει από καιρό σε καιρό από την επίγεια δραστηριότητα του για να βρει κα­ταφύγιο «στην αγκαλιά του Θεού».

Το κεντρικό θέμα του μυστικισμού του Βερνάρδου είναι η εσωτερική ενατένιση. Ένιωθε μάλιστα ότι ο Θεός τού είχε ανα­θέσει να τον τοποθετήσει πάλι στο επίκεντρο του θρησκευτι­κού βίου. Καθαρμός, φωτισμός και ένωση έλεγε ότι ήταν τα τρία σκαλοπάτια της αναγωγικής κίνησης προς τον Ιησού Χρι­στό. Στη βαθμίδα του καθαρμού ο άνθρωπος καθαρίζεται από οτιδήποτε τον χώριζε μέχρι τότε από τον Θεό. Όποιος δέχεται να υπομένει τη φτώχεια και το σταυρό έχει φτάσει σε αυτή την πρώτη βαθμίδα. Το δεύτερο σκαλοπάτι κατακτιέται με την πί­στη στον Ιησού Χριστό με τη βύθιση στο μυστήριο της ενανθρώπισής του. Η τρίτη και ύψιστη βαθμίδα είναι η ολόθερμη αγάπη για τον Ιησού Χριστό που πηγάζει από τα βάθη της καρ­διάς και οδηγεί στην unio mystica, την ιερή συνένωση μαζί του. Ο Βερνάρδος πράγματι μεταχειρίστηκε τη γλώσσα του γήινου έρωτα για να εκφράσει έννοιες της μυστηριώδους κοι­νωνίας. στα κηρύγματα του για το Άσμα Ασμάτων του Σολομώντα λόγου χάρη, μιλά για τους, «ασπασμούς της ενατένι­σης», για το «μυστικιστικό ασπασμό», για «την εσωτερική αφοσίωση της ψυχής» και για τις «ηδονές της έκστασης». Αλλά αυτό δεν ήταν κάτι το καινοφανές, καθώς ήδη τους προ­ηγούμενους αιώνες η γλώσσα της εκκλησίας είχε εμπλουτι­στεί με εκφράσεις όπως η «νύφη του Χριστού», «ο πνευματι­κός γάμος» ή ο «Νυμφίος της ψυχής».

Μια φορά ο Βερνάρδος περιέγραψε στους άλλους μοναχούς στο Κλαιρβώ το πώς βίωσε προσωπικά τον ερχομό του Νυμφίου: «Αν θέλετε, έχετε την υπομονή αδελφοί μου να ακούσε­τε ένα μικρό δείγμα της μωρίας μου. Θέλω να σας μιλήσω αφού το έχω υποσχεθεί και να σας πω τι μου συμβαίνει με αυ­τές τις καταστάσεις. Βέβαια δεν είναι σοφό από πλευράς μου, αλλά ας φανώ ανόητος, φτάνει να σας διδάξω κάτι. Κι αν εσείς γίνετε έτσι σοφοί, τότε δεν θα μετανιώσω για τη μωρία μου, κι αν όχι, τότε κι εγώ θα εξομολογηθώ την ανοησία μου.

Πρέπει να σας ομολογήσω ότι και σε μένα επίσης έχει έρθει ο Λόγος και μάλιστα σας εξομολογούμαι μέσα στην ανοησία μου ότι έχει έρθει επανειλημμένα. Αλλά παρόλο που έχει έρ­θει πολλές φορές, ούτε μία φορά δεν αντιλήφθηκα πώς έγινε αυτό. Τον ένιωθα όταν ήταν εκεί και μετά εκ των υστέρων εί­χα την ανάμνηση της παρουσίας του. Θα ’θελα καμιά φορά να είμαι προετοιμασμένος για τον ερχομό του, όμως δεν κατάφερα να νιώσω ούτε τον ερχομό ούτε τον πηγαιμό του. Από πού ήρθε μέσα στην ψυχή μου και πού πήγε φεύγοντας δεν το γνω­ρίζω, ούτε με ποιόν τρόπο έγινε αυτό. Δεν ξέρεις από πού έρ­χεται και πού πηγαίνει…. Μήπως και δεν ήρθε καν απ’ έξω; Γιατί δεν είναι κάτι από τα εξωτερικά πράγματα. Παρ’ όλα αυτά ούτε από το εσωτερικό μου δεν μπορεί να έχει έρθει, γιατί είναι κάτι καλό κι εγώ ξέρω ότι δεν υπάρχει τίποτα το καλό μέσα μου. Έτσι λοιπόν ανήλθα πάνω από όσα είναι δικά μου κι ορίστε, εκεί ψηλά ήταν πάλι ο ύψιστος Λόγος. Μετά ερεύνησα βαθύτερα από τα δικά μου πράγματα και τον βρήκα κι εκεί. Κοίταξα προς τα έξω και πάλι τον συνάντησα παραπέρα από ό,τι είναι εξωτερικό από μένα. κι αν ψάξω στα ενδότερα είναι κι αυτός μέσα. Έτσι λοιπόν ανακάλυψα ότι είναι αλήθεια αυτό που είναι γραμμένο ότι «ζούμε, κινούμαστε και υπάρχουμε μέσα Του». Αληθινά, είναι μακάριος ο άνθρωπος που Τον έχει μέσα του, ζει και κινείται μέσα σ’ Αυτόν!».

Σε μια άλλη περίσταση πάλι ο Βερνάρδος περιέγραψε έτσι τη θεϊκή παρουσία: «Με ρωτάς από πού αναγνωρίζω την πα­ρουσία Του; Μόλις μπήκε στο εσωτερικό μου ξύπνησε την ψυ­χή μου που κοιμόταν και μετά διέγειρε, μαλάκωσε και πλήγω­σε την καρδιά μου που ήταν σκληρή σαν πέτρα. Έτσι με επι­σκέφτηκε μερικές φορές ο Λόγος ως Νυμφίος. αλλά ποτέ δεν προαναγγέλθηκε ο ερχομός του με κάποιο προμήνυμα, ούτε σαν λόγια, ούτε σαν μορφή ούτε σαν κίνηση. Με λίγα λόγια δεν είχα καμία ένδειξη του ερχομού του, ούτε οι αισθήσεις μου αντιλήφθηκαν την είσοδό του στο εσωτερικό μου. Μόνο από τη συγκίνηση της καρδιάς μου αναγνώριζα, όπως είπα, τη θεϊ­κή παρουσία του”.

Ο Βερνάρδος είχε πλήρη συναίσθηση των δυσκολιών να μεταδώσει ικανοποιητικά σε άλλους τα μυστικιστικά του βιώμα­τα με τον Ιησού Χριστό, γι’ αυτό έλεγε: «Μπορώ να εξηγήσω αυτό που είναι ανείπωτο; Δεν είναι η ανθρώπινη γλώσσα, αλ­λά μόνο η χάρη του Θεού που διδάσκει αυτά τα πράγματα. Για τους τρανούς και τους σοφούς αυτού του κόσμου είναι άγνω­στα ενώ ο Θεός τα αποκαλύπτει στα μικρά παιδιά».

Ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ δεν άφησε γραπτές μαρτυρίες για τη ζωή του πνεύματος, όμως εισάγοντας τις έννοιες του νυμφικού μυστικισμού, όπως ο έρωτας, ο πόθος και η πνευ­ματική ένωση, άνοιξε το δρόμο σε μυστικιστές όπως ο Φρα­γκίσκος της Ασσίζης και ο Μάιστερ Έκχαρτ. Τα γραπτά που άφησε μέσα σε αυτό το πνεύμα αποτελούνται από κηρύγμα­τα, επιστολές και ύμνους. Πέθανε το 1153 και μόλις είκοσι ένα χρόνια μετά το θάνατο του ανακηρύχθηκε άγιος.

Παρόλο που δεν ανήλθε στην εκκλησιαστική ιεραρχία, για ένα μεγάλο διάστημα η επιρροή του ήταν καθοριστική για τη χριστιανοσύνη της Δύσης . Η υστεροφημία του διατηρήθηκε για τόσο μεγάλο διάστημα που η εποχή του ονομάστηκε ο «αιώνας του Αγίου Βερνάρδου» ενώ τα γραπτά που αναφέρο­νται στη ζωή και το έργο του απλού ηγούμενου σύντομα ανήλ­θαν σε εκατοντάδες. Η καλή του φήμη ξεπέρασε ακόμη και τα όρια των δογματικών διαφορών αφού κι ο ίδιος ο Λούθηρος τον εκτιμούσε περισσότερο «από όλους τους καλόγερους και τους παπάδες της υφηλίου». Αλλά την καλύτερη μαρτυρία για το Βερνάρδο την κατέθεσε ενορατικά ο Δάντης. Ο Φλωρεντι­νός ποιητής τον τιμούσε περισσότερο από κάθε άλλο γήινο άνθρωπο. Ήταν αυτός που συνέλαβε ότι η λειτουργία του ηγού­μενου του Κλαιρβώ ήταν η καθοδήγηση προς τον ουράνιο στό­χο, γι’ αυτό στον Παράδεισο του τον ανέδειξε σε οδηγό του προς την τελείωση.

Αλλά και ο Θωμάς Ακινάτης είχε πει κάτι πολύ ωραίο για τον Άγιο Βερνάρδο: «Με το κρασί της γλυκύτητας του μέθυ­σε ολόκληρο τον κόσμο». Ένα παρόμοιο έπαινο είχε επίσης η αγία Χίλντεργκαρτ του Μπίνγκεν γι’ αυτόν: «Είσαι ο αετός που ατενίζει μέσα στον ήλιο». Στην ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων το θείο Πνεύμα ανάβλυζε από μέσα του και η πληθωριστική γλυκύτητα της έκφρασης τού απέδωσε τον τίτλο του «μελίρρυτου διδάκτορα». Ένα δείγμα του λόγου του ακολουθεί στην συνέχεια: «Ο χωρισμός της πίστης από την αγά­πη είναι ο θάνατος της. Αν πιστεύεις στον Χριστό κάνε τα έρ­γα του Χριστού για να γίνει η πίστη σου ζωντανή. Η αγάπη πρέπει να εμψυχώνει την πίστη και η πράξη να τη συντηρεί Δεν υπάρχει κανένα γήινο έργο που να κάμψει εκείνον που τον στηρίζει μια ουράνια πίστη.

Όταν λες ότι ζεις μέσα στον Χριστό τότε θα πρέπει να πο­ρεύεσαι όπως πορεύτηκε Εκείνος. Εάν όμως αναζητείς τιμή για τον εαυτό σου, εάν φθονείς τον ευτυχή, εάν συκοφαντείς τον απόντα και πληρώνεις με το ίδιο νόμισμα τον υβριστή σου. να ξέρεις ότι ο Χριστός δεν έπραξε έτσι. Ομολογείς τον Θεό αλλά τον αρνείσαι με τις πράξεις σου. Δεν είναι σωστό, αλή­θεια, να παίρνεις στη γλώσσα σου τον Χριστό αλλά την ψυχή σου να τη δίνεις στο διάβολο. Άκου λοιπόν τι λέει ο Θεός: “ο άνθρωπος αυτός με τιμά με το στόμα μα η καρδιά του βρί­σκεται μακρυά μου”. Ασφαλώς τότε δεν είσαι έντιμος άνθρω­πος εφόσον μοιράζεις τόσο ανέντιμα. Δεν μπορείς άλλωστε να υψώσεις το κεφάλι όσο ο διάβολος το κρατάει κάτω από το ζυγό του. Ούτε μπορείς να σταθείς όρθιος όσο η αδικία σε κά­νει να έρπεις. Γιατί οι αδικίες σου ξεπερνούν το ύψος το κεφα­λιού σου και σε βαραίνουν σαν ασήκωτο φορτίο. Η αδικία έχει θρονιάσει επάνω σου και σε καταπλακώνει με το βάρος της σαν μολύβι.

Βλέπεις λοιπόν ότι και η ειλικρινής πίστη δεν κάνει τον άνθρωπο ειλικρινή και έντιμο εάν η πίστη του δεν συμπράτ­τει μαζί με την αγάπη. Όποιος δεν έχει αγάπη, δεν μπορεί να αγαπήσει τη νύμφη. Το ίδιο και τα έργα, όσο δίκαια κι αν εί­ναι δεν μπορούν να κάνουν την καρδιά δίκαιη εάν της λείπει η πίστη. Ποιος μπορεί να ονομάσει δίκαιο έναν άνθρωπο που δεν ευαρεστεί τον Θεό, αφού χωρίς πίστη είναι αδύνατο να τον ευχαριστήσει κανείς. Όποιος δεν ευαρεστεί τον Θεό, αυτόν ούτε ο Θεός δεν μπορεί να τον ευχαριστήσει. και όποιον ευα­ρεστεί ο Θεός αυτός δεν μπορεί να τον δυσαρεστεί.

Αλλά όποιον δεν τον ευαρεστεί ο Θεός, δεν τον ευαρεστεί ούτε η νύμφη του. Πώς μπορεί λοιπόν να είναι κάποιος χρη­στός καν δίκαιος όταν δεν αγαπάει ούτε τον Θεό ούτε την εκ­κλησία του (δηλαδή την ακτινοβολία του Χριστού στον κό­σμο που οδηγεί στην πραγμάτωση των αρχών του καλού κι αληθινού) για την οποία λέγεται: “Οι δίκαιοι σε αγαπούν;”

Εφ’ όσον επομένως ούτε η πίστη δίχως έργα ούτε τα έργα δίχως πίστη είναι αρκετά για να γίνει δίκαιη η ψυχή, γι’ αυτό εμείς, αγαπημένα μου αδέλφια, που πιστεύουμε στον Χριστό, ας πασχίσουμε να κάνουμε τους δρόμους και τους στόχους μας δίκαιους.

Ας υψώσουμε καρδιά και χέρια ως τον Θεό, για να γίνει όλη η ύπαρξη μας χρηστή και δίκαιη. Έτσι θα αποδείξουμε την ορ­θότητα της πίστης μας με τις ορθές μας πράξεις σαν εραστές της νύμφης και σαν αγαπημένοι του Νυμφίου, του Κυρίου μας Ιησού Χρνστού που είναι ο Θεός ο δοξασμένος στην αιωνιό­τητα».

 

Φραγκίσκος της Ασσίζης

Στις ατραπούς του χριστικού μυστικισμού η πιο ενδιαφέρου­σα, σχεδόν ανεξήγητη φυσιογνωμία είναι αυτή του «φτωχούλη του Θεού» ο οποίος ύμνησε την ομορφιά και την τόλμη «της αδελφής» του της φωτιάς, την αγνότητα και την ταπει­νοσύνη «του αδελφού του», του νερού, κι ακόμη λίγες στιγ­μές πριν φύγει από αυτό τον κόσμο είπε το απίστευτο: «Κα­λωσόρισες αδελφέ μου θάνατε!» Ο Φραγκίσκος ήταν ο πρώ­τος που βίωσε στην πράξη αυτό που δίδαξαν ο Βερνάρδος και άλλοι: μια μυστικιστική ζωή αγάπης, φτώχειας και μετάνοιας.

Γεννήθηκε το 1182 σε μιά εύπορη οικογένεια υφασματεμπόρων της Ασσίζης. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε διασκεδά­ζοντας ανέμελα σαν αρχηγός μια εύθυμης συντροφιάς νέων της γενέτειρας του και λαμβάνοντας μέρος στον πόλεμο ενα­ντίον της Περούτζια. Όταν μετά από ένα χρόνο που ήταν αιχ­μάλωτος πολέμου επέστρεψε στην Ασσίζη, αρρώστησε σοβα­ρά και για πρώτη φορά είχε ξαφνικά οράματα και συμβολικά όνειρα. Έτσι διαισθάνθηκε για πρώτη φορά ότι η ζωή του κληρονόμου της οικογενειακής επιχείρησης που τον περίμενε δεν ήταν αυτό που θα τον γέμιζε πραγματικά κι ότι θα έπαιρνε έναν άλλο δρόμο, παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις διαμάχες με τον πατέρα του. Ο ίδιος αργότερα αυτά τα κοσμικά του χρόνια τα θεωρούσε σαν χαμένο χρόνο από τη ζωή του και είχε ειλικρι­νά μετανιώσει γι’ αυτά.

Για το πέρασμα του Φραγκίσκου σε μια άλλη στάση ζωής, καταλυτική, ήταν η συνάντηση με ένα λεπρό. Από την ώρα εκείνη τον γέμιζε η συμπόνια για τους λεπρούς, έπλενε τις πυορροούσες πληγές τους, τους φιλούσε στα χέρια και στο στόμα, ονομάζοντας τους «εν Χριστώ αδελφούς», γιατί μέσα στον καθένα έβλεπε κρυμμένο τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Σε ένα ερειπωμένο εκκλησάκι είχε το πρώτο του όραμα με τον Χριστό και την προτροπή του «να ανορθώσει την εκκλησία» την εξέλαβε καταρχάς κυριολεκτικά. Έτσι αναστύλωσε όχι μό­νο το συγκεκριμένο παρεκκλήσι αλλά αργότερα κι άλλες εκ­κλησίες με τα ίδια του τα χέρια. Με τον καιρό ήρθαν να τον βοηθήσουν στις εργασίες ορισμένοι από τους παλιούς συντρό­φους του και τότε κατάλαβε ότι είχε αρχίσει να ανακαινίζει την εκκλησία και μεταφορικά.

Όλα αυτά που απαρνήθηκε ο Φραγκίσκος -πλούτη, κουλ­τούρα, τιμές κ.ο.κ.- δεν τα απαρνήθηκε από την πρόθεση να ασκητέψει, αλλά από μια απολύτως θετική στάση ζωής, επει­δή ήθελε να επαληθεύσει τη ρήση του Ιησού: «Όποιος χάσει για χάρη μου, θα κερδίσει…». Τη φτώχεια την έβλεπε σαν μια άγια γυναικεία μορφή την οποία είχε επιλέξει ως νύμφη. Ο βιογράφος του Τομάσσο ντι Μπελάνο έγραψε σχετικά: «επι­δίωκε να φτάσει στην ύψιστη βαθμίδα της τελειοποίησης, γι’ αυτό τη φτώχεια την αγκάλιασε με φλογερή αγάπη. Αφού ο ίδιος ο Γιος του Θεού υπήρξε φτωχός, ήθελε να έχει ένα αρ­ραβώνα διαρκείας με αυτήν που όλος ο υπόλοιπος κόσμος απέ­φευγε. Την αγάπησε μάλιστα τόσο πολύ περισσότερο κι από μία σύζυγο με σάρκα και οστά, ώστε ταυτίστηκε πνευματικά μαζί της και για χάρη της εγκατέλειψε τους γονείς του και απαρνήθηκε τα πάντα».

Από τη στιγμή που ο Φραγκίσκος παντρεύτηκε τη φτώχεια, απέκτησε την πιο μεγάλη ελευθερία που μπορεί να αποκτήσει κανείς στη γη, την ελευθερία του Ευαγγελίου του Ιησού που έλεγε: «Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε ούτε για το σώμα σας…». Με την απόλυτη φτώχεια του ο «φτωχούλης του Θεού» έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος της εποχής του. Ο χλευασμός των συγχρόνων του τον άφηνε αδιά­φορο τελείως γιατί το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να «είναι τρελός στα μάτια αυτού του κόσμου», όπως πρόσταξε ο Κύ­ριος του.

Ενώ δούλευε στην αναστήλωση μια εκκλησίας άκουσε έναν ιερέα να διαβάζει τα λόγια με τα οποία ο Ιησούς είχε καθο­δηγήσει τους μαθητές του στέλνοντας τους να διδάξουν στον κόσμο με την εντολή να κηρύξουν το Λόγο του Θεού, να θε­ραπεύσουν τους ανθρώπους από τα δεινά τους κι όλα αυτά δω­ρεάν, χωρίς να έχουν καμία αμοιβή ή ιδιοκτησία (κατά Ματ­θαίο 10,7-10). Ο Φραγκίσκος ακούγοντας τα αυτά, με ένα ξέ­σπασμα χαράς αναγνώρισε ότι βρήκε αυτό που ήθελε να κάνει κι ότι την ώρα εκείνη χάρη στη θεϊκή αποκάλυψη το αμυδρό του όραμα πήρε σαφή χαρακτηριστικά. Έτσι γεννήθηκε η α­δελφότητα των Φραγκισκανών μοναχών που έχει ως βάση την απόλυτη φτώχεια. Ένα τέτοιο τάγμα ήταν χωρίς προηγούμε­νο και καθώς ο τότε πάπας δίστασε να δώσει τη συγκατάθεση του για την ίδρυση του, πείστηκε τελικά από την παρέμβαση ενός καρδινάλιου που είπε το εξής χαρακτηριστικό: «Εκείνο που ζητούν στην ουσία αυτοί οι άνθρωποι είναι μόνο να τους επιτραπεί να ζουν έτσι όπως ορίζει το Ευαγγέλιο».

Μια ξεχωριστή σχέση είχε επίσης ο Φραγκίσκος με τη φύ­ση. Μιλούσε και κήρυττε το Ευαγγέλιο στα ζωντανά του Θεού γιατί σε όλα ένιωθε τη δημιουργική του πνοή. Αυτή η σχέση του με τη φύση, όπως αυτή με τον Ιησού και η κατάφαση της φτώχειας ήταν καθαρά μυστικιστική. Ο Φραγκίσκος δεν δίδα­ξε κάποιο μυστικιστικό σύστημα ούτε κατέγραψε κάποια δι­δασκαλία, γιατί ούτε το μπορούσε ούτε το ήθελε. Αλλά το μυ­στικισμό τον έζησε ζωντανά, όπως κανένας άλλος πριν ή με­τά από αυτόν.

Το πιο βαθύ μυστικιστικό βίωμα του το είχε το 1224 όταν σε κατάσταση έκστασης έλαβε από τον αγαπημένο του Ιησού τα στίγματα των παθών του πάνω στο δέρμα του, όπου αποτυπώθηκαν ξαφνικά τα σημάδια της σταύρωσης. Αυτό ήταν το αποκορύφωμα της προσπάθειας του να μιμηθεί σε όλα τον Ιησού Χριστό.

Ο Φραγκίσκος πέθανε δυο χρόνια μετά το στιγματισμό του με τα σημάδια των πληγών του Ιησού, αφού πρώτα υπέφερε από διάφορες σοβαρές παθήσεις. Μεταξύ άλλων είχε χάσει και το φως των μαπών του αλλά αυτό που δεν είχε χάσει ήταν η εσωτερική του χαρά. Όταν ένιωσε να πλησιάζει η ώρα του, πα­ρήγγειλε στους αδελφούς του να καλωσορίσουν τραγουδώ­ντας το θάνατο, κι έτσι τον υποδέχτηκε. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε ως και στην τελευταία του πνοή να μετατρέψει το πικρό σε γλυκό και να θριαμβεύσει επάνω του.

Ένας άλλος βιογράφος του «τροβαδούρου του Θεού» έγρα­ψε γι’ αυτόν: «Για να διεισδύσει κανείς στο νόημα της ζωής του Φραγκίσκου χρειάζεται έναν άλλο τρόπο ανάγνωσης από αυτόν που έχει συνηθίσει ο σύγχρονος άνθρωπος, ο οποίος συ­νήθως διαβάζει ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στις τελευταί­ες εντυπωσιακές ειδήσεις. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα επα­νειλημμένο εσωτερικό βύθισμα, όπως έκανε κι ο ίδιος ο άγιος, ο οποίος έπαυε να διαβάζει όταν συναντούσε ένα ενδιαφέρον σημείο που τον κέντριζε. Έκλεινε το βιβλίο για να στοχαστεί και να μη χάσει τίποτα από το πολύτιμο περιεχόμενο του. Αυτό το είδος ανάγνωσης το θεωρούσε καρποφόρο σε αντίθεση με την αναζήτηση σε χιλιάδες πραγματείες. Η ανάγνωση αυτή απαιτεί ένα νέο συλλαβισμό των λέξεων που γίνεται με την καρδιά, έτσι ώστε το ανάγνωσμα να φέρει καρπούς για την εσωτερική ζωή.

Ο Φραγκίσκος αναφέρθηκε κάποτε στους ανθρώπους οι οποίοι “θέλουν να αποσπούν τιμή και επαίνους μόνο με το να διαβάζουν δημόσια ή να κηρύττουν τα έργα που πραγματοποί­ησαν οι άγιοι”. Εάν κανείς δεν θέλει να κατηγορηθεί για το ίδιο σφάλμα, τότε δεν αρκεί να εγκωμιάζει το φτωχούλη του Θεού. Ο Φραγκίσκος δεν είναι απλά μια μορφή από το παρελ­θόν, άξια θαυμασμού. Το Φραγκισκανικό παράδειγμα έχει ακόμη και σήμερα δυνατότητα ύπαρξης, αν όχι για τα πλήθη, τουλάχιστον για μεμονωμένα άτομα. Το παράδειγμα αυτό αναδύ­εται από καιρό σε καιρό στο προσκήνιο της ιστορίας και ζη­τάει διακριτικά να του ανοίξει ο χριστιανικός κόσμος την πόρ­τα του αλλά αν δεν του επιτραπεί η είσοδος εξαφανίζεται για ένα διάστημα μέχρι να έρθει πάλι η κατάλληλη ώρα. Δεν εί­ναι ούτε αντιδραστικό ούτε επαναστατικό, δεν ευλογεί το κα­τεστημένο ούτε στήνει οδοφράγματα, αντίθετα διαπερνά τα πάντα για να μετατρέψει το πικρό σε γλυκό, καλεί τους αν­θρώπους να συμμετάσχουν στην ελευθερία που βασίζεται στη θρησκευτική φτώχεια και μεταδίδει εκείνη την απερίγραπτη χαρά που γεννιέται από τη μίμηση του Ιησού Χριστού. Χωρίς να κηρύξει τον πόλεμο στον κόσμο, τον εξουδετερώνει χωρίς τυμπανοκρουσίες, εκμηδενίζει την αξία του τοποθετώντας μια άλλη υψηλότερη στη θέση του. Στην αυθεντική μορφή του α­ποτελεί μια από τις ριζοσπαστικές θέσεις καθώς διαθέτει πο­λύ πιο αποτελεσματικές επαναστατικές δυνάμεις από ότι όλα μαζί τα ανατρεπτικά κινήματα, για το λόγο ό,τι δεν προκαλεί καμία αντίθετη ενέργεια. Το Φραγκισκανικό παράδειγμα είναι μια κληρονομιά του πρώτου χριστιανισμού η οποία ανατέλλει κατά καιρούς στην ιστορία της ανθρωπότητας.»

Από τις Νουθετήσεις του Φραγκίσκου της Ασσίζης: «Από αυ­τό θα αναγνωρίσεις αν ένας υπηρέτης του Θεού έχει πραγμα­τικά το θείο Πνεύμα: όταν ο Κύριος τον χρησιμοποιεί για να κάνει κάτι καλό, παρακολούθησε εάν η σάρκα του επαίρεται γι’ αυτό – γιατί η έπαρση είναι εχθρός κάθε καλού – ή εάν θε­ωρεί τον εαυτό του ακόμη πιο άχρηστο από πριν και ασήμα­ντο σε σχέση με όλους τους άλλους ανθρώπους.

Μακάριος ο δούλος που δεν βαυκαλίζεται ότι είναι καλύτε­ρος όταν οι άνθρωποι τον κάνουν να φαίνεται μεγάλος κι έν­δοξος ούτε όταν τον καταφρονούν σαν απλοϊκό, δυστυχισμέ­νο κι αξιοκατάκριτο. Γιατί ο άνθρωπος είναι αυτό μόνο που είναι ενώπιον του Θεού και τίποτα παραπάνω.

“Μακάριοι οι φτωχοί στο πνεύμα γιατί δική τους είναι η βα­σιλεία των ουρανών!”. Είναι πολλοί που κάνουν προσευχές, ψέλνουν, νηστεύουν και τιμωρούν το σώμα τους αλλά αν ακού­σουν μια μοναδική λέξη που τους φαίνεται σαν προσωπική προσβολή ή αν κάποιος αγγίξει κάτι που το θεωρούν δικό τους, αμέσως παίρνουν φωτιά κι είναι έτοιμοι να τσακωθούν. Αυ­τοί δεν είναι φτωχοί στο πνεύμα γιατί όποιος είναι αληθινά φτωχός στο πνεύμα μισεί τον εαυτό του κι αγαπάει εκείνον που του χαστουκίζει το μάγουλο.

“Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, γιατί αυτοί θα ονομαστούν παι­διά του Θεού”. Ειρηνοποιοί είναι κείνοι που ό,τι κι αν υποφέ­ρουν στον κόσμο αυτό, διατηρούν την ειρήνη στο σώμα και στην ψυχή από αγάπη για τον Κύριο Ιησού Χριστό.

“Μακάριοι όσοι έχουν καθαρή καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το πρόσωπο του Θεού”. Καθαρή καρδιά έχουν εκείνοι που πε­ριφρονούν τα γήινα επειδή αναζητούν τα ουράνια και δεν παύ­ουν να προσεύχονται με καθαρή καρδιά και πνεύμα για να δουν τον Κύριο, το ζωντανό, αληθινό Θεό.

“Μακάριος ο ευσεβής που βρίσκει χαρά και ευχαρίστηση μόνο στα άγια λόγια και έργα του Κυρίου και επιπλέον τα δί­νει και στους συνανθρώπους του για να ευφρανθούν μέσα στην αγάπη του Θεού.”

“Μακάριος ο δούλος που συσσωρεύει θησαυρούς στον ου­ρανό, όπως του υποδεικνύει ο Κύριος και μακάριος όποιος φυ­λάει τα μυστικά του Κυρίου στην καρδιά του.”

“Μακάριος ο άνθρωπος που υπομένει τις αδυναμίες του πλη­σίον του όπως θα ήθελε να υπομένουν κι οι άλλοι τις δικές του αν βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση.”

Ας μην ποθούμε άλλο τίποτα, ας μην θέλουμε κάτι άλλο, ας μην έχουμε άλλη χαρά ή ευχαρίστηση έξω από Αυτόν, τον Δη­μιουργό, Λυτρωτή και Σωτήρα μας, το μοναδικό αληθινό Θεό, που είναι η πληρότητα και η πεμπτουσία του καλού, το αληθινό, υπέρτατο καλό, ο μόνος που είναι καλός, πράος και φι­λικός, γλυκός και ήπιος, ο μόνος ιερός, δίκαιος, ειλικρινής, πι­στός, μεγαλόψυχος, αθώος και αγνός, που από αυτόν, χάρη σε αυτόν και μέσα σε αυτόν υπάρχει όλη η ευσπλαχνία, όλη η χά­ρη και η λαμπρότητα των μετανοημένων και δίκαιων και όλων των μακάριων που αγαλλιάζουν στον ουρανό”.

Μάιστερ Έκχαρτ

Ο Μάιστερ Έκχαρτ, γεννημένος το 1260 στο Χόχαϊμ, ήταν ο πιο επιφανής Θεολόγος και ο πιο περίβλεπτος διδάσκαλος της εποχής του στη Γερμανία. Μετά τις θεολογικές του σπου­δές σε Κολωνία, Στρασβούργο και Παρίσι που του απέδωσαν τον τίτλο «μάιστερ», δίδασκε και κήρυττε με μεγάλη επιτυχία. Για τον Έκχαρτ, ο καλύτερος τρόπος για να βρει ο αναζητη­τής τον Θεό είναι να πάρει ένα μοναχικό δρόμο επιλέγοντας εθελοντικά την απομόνωση την οποία τοποθετεί πάνω ακόμη κι από την αγάπη ή την ευσπλαχνία. «Όποτε διδάσκω δεν πα­ραλείπω να μιλήσω για την απομόνωση και για την ανάγκη να ελευθερωθεί κανείς από τον εαυτό του κι όλα τα πράγματα». Με αυτά τα λόγια ο Έκχαρτ εισάγει στο μυστικιστικό του δρό­μο. Όποιος θέλει να επιτύχει τον ιερό, έσχατο στόχο κάθε μυ­στικιστή, την unio mystica, πρώτα πρέπει να βαδίσει την κοπιαστική ατραπό η οποία αρχίζει με απομόνωση. Θα πρέπει όμως πρώτα να ελέγξει τις διαθέσεις του γιατί η ατραπός που προτείνει ο Έκχαρτ είναι κατάλληλη μόνο για όποιον τον οιστρηλατεί ο πόθος της ένωσης με το θείο κι όχι για όποιον θέλει απλά να τον δοκιμάσει.

Μέσα στην τέλεια απομόνωση ο άνθρωπος φτάνει σε αυτό που ο Έκχαρτ ονομάζει το τελευταίο απόκρυφο άδυτο της ψυ­χής. Αυτό το γαλήνιο, σιωπηλό άδυτο που είναι από τη φύση του θεϊκό, είναι ο «μικρός σπινθήρας», (σ.σ. πρόκειται για το θεϊκό σπινθήρα στον οποίο αναφέρονται διεξοδικότατα ο Γιά­κομπ Λόρμπερ και η Μπέρτα Ντούντε) ο «οποίος δεν σβήνει ποτέ. σε αυτό το μικρό σπινθήρα που αποτελεί το ύψιστο ση­μείο του αδύτου πρέπει να συγκεντρώνει κανείς όλη την πνευ­ματική δύναμη της ψυχής του».

Σύμφωνα με την αντίληψη της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, με τη συγκεκριμένη διδασκαλία ο Έκχαρτ ολίσθησε στον κύ­κλο των αιρετικών. Στο σημείο αυτό επαναλαμβάνεται η πα­λιά ιστορία του μυστικιστή που χάρη στο διορατικό του βίω­μα γνωρίζει με βεβαιότητα κάτι που οι κατήγοροι του αγνοούν ένεκα του ότι αυτοί είναι προσκολλημένοι στο γράμμα του λόγου και δεν προχωρούν στο πνεύμα του. Ο μυστικιστής όμως έχει τη γνώση και τη μεταδίδει και γι’ αυτό διώκεται.

Οι σύγχρονοι του κληρικοί που διακατέχονταν από εγκόσμια νοοτροπία επετέθησαν στον Έκχαρτ επειδή ήταν της γνώμης ότι με τη διδασκαλία του δηλητηρίαζε τις καρδιές των απλών ανθρώπων. Ο αρχιεπίσκοπος της Κολωνίας, που ήταν φραγκισκανός πίστευε ότι ο δομινικανός Έκχαρτ έδειχνε στους ακρο­ατές του ένα δρόμο όπου δεν χρειάζονταν πια τους ιερείς ού­τε τη θεία λειτουργία, γι’ αυτό το 1326 κίνησε αγωγή εναντίον του με την κατηγορία του αιρετικού. Ο Έκχαρτ είπε τότε σε έ­να από τα κηρύγματα του από τον άμβωνα: « Όταν κήρυττα στο Παρίσι, διαπίστωσα κάτι το οποίο επαναλαμβάνω και σή­μερα: παρ’ όλη την πολυμάθεια τους δεν υπάρχει εκεί ούτε έ­νας που να καταλαβαίνει ότι ο Θεός βρίσκεται ακόμη και μέ­σα στο πιο ασήμαντο από τα δημιουργήματα του, μάλιστα ακό­μη και μέσα σε μία μύγα».

Ο Έκχαρτ αθωώθηκε καταρχάς ως προς την κατηγορία της αιρετικότητας αλλά επειδή ο προϊστάμενος του αρχιεπίσκοπος δεν έβρισκε ησυχία κίνησε μια δεύτερη δίκη εναντίον του. Μετά την κίνηση αυτή ο Έκχαρτ προσέφυγε στον Πάπα για να διαμαρτυρηθεί και συγχρόνως για να υπερασπισθεί τον εαυ­τό του απολογούμενος εξ άμβωνος. Η απολογία αυτή δεν θα αναφερθεί στα πλαίσια του παρόντος βιβλίου, αλλά δεν θεω­ρείται από τους μελετητές του σαν μια ανάκληση των θέσεων του με την οποία ο Έκχαρτ θα είχε προδώσει τα πιστεύω του. Αυτό που τόνιζε πάντοτε μέχρι και το τέλος της ζωής του ήταν ότι υπήρχε μεν η πιθανότητα να είχε σφάλει κάποτε σε κάποιο σημείο αλλά ότι ποτέ δεν υπήρξε συνειδητά ψευδοδιδάσκαλος. Το πρώτο είχε να κάνει με τη νοητική ικανότητα ενώ το δεύτερο ήταν καθαρά ζήτημα κακόβουλης πρόθεσης. Ο Έκ­χαρτ πέθανε πριν τελειώσει η δεύτερη δίκη. Έκλεισε τα μάτια του το 1327 στην Κολωνία, όπου επί χρόνια ως δάσκαλος και κήρυκας συγκέντρωνε ενθουσιώδεις οπαδούς. Δυο χρόνια αρ­γότερα μία απόφαση του πάπα καταδίκασε ως πλάνη δεκαε­πτά σημεία από τα γραπτά του Έκχαρτ ενώ άλλα εννέα τα χα­ρακτήρισε ως τουλάχιστον αμφισβητήσιμα. Βάσει αυτών αποδεικνυόταν ότι ο Έκχαρτ «ήθελε να γνωρίζει περισσότερα από όσα του επιτρέπονται» (!)

Με την απόφαση αυτή που δεν έχει αναθεωρηθεί μέχρι σή­μερα, ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές της Ευρώπης στιγματίστηκε ως αιρετικός και εγκαταλείφθηκε στη λησμοσύνη παρόλο που δεν υπάρχει σχεδόν κανένας μεταγενέστε­ρος πνευματικός αναζητητής που να μην άντλησε από τον πλούτο των στοχασμών του, οι οποίοι είναι βέβαιο ότι σε ένα μεγάλο μέρος τους προήλθαν από μία άμεση επικοινωνία με τον Θεό.

Οι μαθητές του διηγούνταν την ακόλουθη ιστορία για το δά­σκαλο τους που έχει μια διαχρονική αξία και για το σημερινό αναγνώστη των κειμένων του: «Ένας ακροατής παραπονέθη­κε ότι δεν υπήρχε κανένας που να καταλάβαινε το κήρυγμα του και ο Έκχαρτ απάντησε: “όποιος θέλει να καταλάβει το κήρυγμα μου, πρέπει να κατορθώσει πρώτα πέντε πράγματα. Θα πρέπει να έχει αυτοσυγκέντρωση και να είναι υπεράνω κά­θε πειρασμού. Πρέπει να στοχεύει στο ύψιστο αγαθό με όλες του τις δυνάμεις. Θα πρέπει να έχει παραιτηθεί από τη δική του βούληση για να ακολουθεί τη βούληση του Θεού. Οφεί­λει επίσης να προσπαθεί να γίνει ένας αρχάριος μεταξύ αρχα­ρίων. Και τέλος πρέπει να έχει γίνει τεχνίτης στην τέχνη της αυτοκυριαρχίας και της υπέρβασης του εαυτού του.”»

Στη συνέχεια ακολουθεί ένα ιδιόχειρο κείμενο του Μάιστερ Έκχαρτ Περί της μιμήσεως της σκληρής ζωής του Ιησού: «Εί­ναι αλήθεια ότι κάποιος μπορεί να φοβηθεί από το γεγονός και μόνο ότι η πορεία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού όπως και των αγίων ήταν τόσο σκληρή και εργώδης ενώ ο ίδιος να μην είναι δυνατός ή να μην αισθάνεται καμία ιδιαίτερη παρόρμη­ση να τη μιμηθεί. Και όταν βρει τον εαυτό του τόσο ανάξιο, τότε νομίζει ότι απέχει ποιος ξέρει τι τεραστία απόσταση από τον Θεό και ότι δεν μπορεί να τον φτάσει επουδενί. Αλλά αυ­τό δεν επιτρέπεται να το πιστεύει έστω κι αν τον εμποδίζουν σφάλματα, αδυναμίες ή οτιδήποτε άλλο. Γιατί ακόμη κι αν εν­δεχομένως έχεις διαπράξει τέτοια τρομερά σφάλματα που να μην μπορείς να πλησιάσεις τον Θεό, οφείλεις όμως να αφή­σεις τον Θεό να έλθει πλησίον σου. Είναι μεγάλο λάθος να βά­ζει ο άνθρωπος μια απόσταση ανάμεσα στον εαυτό του και στον Θεό. Γιατί αυτός μπορεί να απομακρύνεται ή να τον πλη­σιάζει, αλλά ο Θεός δεν φεύγει ποτέ μακριά, είναι πάντα κο­ντά, κι αν δεν μπορεί να μπει μέσα ωστόσο δεν πάει πιο μα­κριά από το κατώφλι της πόρτας.

Το ίδιο λοιπόν ισχύει και για τη δυσκολία της ζωντανής ακο­λουθίας του Χριστού. Το πρώτο που πρέπει να καταλάβεις εί­ναι προς τα πού σε προτρέπει να πας κατά κύριο λόγο. Γιατί όπως λέει ο Άγιος Παύλος, δεν πάνε όλοι οι άνθρωποι από τον ίδιο δρόμο στον Θεό! Μπορεί λοιπόν να βρεις ότι ο επόμενος δρόμος σου δεν περνά από πολλά εξωτερικά έργα, κόπους και στερήσεις, πράγμα που έτσι κι αλλιώς δεν έχει ιδιαίτερη ση­μασία, εκτός αν κάποιος αισθάνεται ότι ο Θεός τον σπρώχνει ειδικά προς αυτήν την κατεύθυνση και έχει την ικανότητα να την πάρει χωρίς να είναι σε βάρος της πνευματικής του ζωής. Αλλά αν αυτό δεν ισχύει για σένα, μείνε ήσυχος και μην την ακολουθείς.

Αναρωτιέσαι όμως, “εφόσον δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αυ­τός ο δρόμος, γιατί τότε τον ακολούθησαν πιστά οι πρόγονοι μας και τόσο άγιοι;”

Σκέψου ωστόσο ότι ο Κύριος μας τους έδειξε αυτόν τον τρό­πο αλλά τους έδωσε επίσης τη δύναμη που χρειάζεται για να φτάσουν στο τέρμα χωρίς να παραστρατήσουν, γιατί αυτός συ­γκεκριμένα ο δρόμος ήταν για τη δική τους σωτηρία ο πιο κα­τάλληλος. Αλλά ο Θεός δεν συνέδεσε τη σωτηρία μ’ ένα μό­νο δρόμο ειδικά. φρόντισε αντίθετα ώστε όλοι οι καλοί δρό­μοι να οδηγούν στο στόχο και δεν αποκλείεται κανένας. Γιατί σίγουρα ένα καλό δεν αντιβαίνει ένα άλλο καλό. Αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουν και οι άνθρωποι που όταν γνωρί­σουν ένα εξαιρετικό άτομο που όμως δεν πηγαίνει από το δι­κό τους δρόμο αμέσως προδικάζουν την αποτυχία του. Αυτό δεν είναι σωστό. Κανείς θα πρέπει να σέβεται και να μην καταφρονεί το δρόμο του άλλου, πράγμα που αποτελεί επίσης μια πολύ καλή άσκηση. Ο καθένας ας μείνει σταθερός στο δικό του τον καλό δρόμο κι ας εκμεταλλευτεί προς όφελος του και τα καλά στοιχεία των άλλων.

Άμα αλλάζει κανείς συνεχώς δρόμο γίνεται ασταθής και σαν φύση και σαν πνεύμα. Αυτό που θα δώσει ο ένας δρόμος μπο­ρείς να τον πετύχεις και με τον άλλο. Αλλά είναι αδύνατο να πάνε όλοι οι άνθρωποι από τον ίδιο δρόμο! Το ίδιο ισχύει και για τη σκληρή, ασκητική ζωή μερικών αγίων. Το δρόμο αυτό μπορεί να τον εκτιμάς και να σ’ αρέσει, αλλά αυτό δεν σημαί­νει ότι σου επιτρέπεται να τον ακολουθείς.

Μπορείς να αντικρούσεις όμως, πως αφού ασφαλώς ο Ιησούς ακολουθούσε τον άριστο δρόμο, άρα καλό είναι να τον ακο­λουθήσουμε και εμείς.

Σωστά, τον Κύριο μας πρέπει να τον ακολουθούμε πάντοτε, μα όχι σ’ όλα τα πράγματα. Ο Ιησούς νήστεψε σαράντα μέρες μα σίγουρα δεν θα υπερτιμήσει κανείς τόσο πολύ τον εαυτό του ώστε να τον μιμηθεί σ’ αυτό. Επίσης, έκανε πολλά έργα τα οποία είναι βέβαια προς μίμηση, αλλά με την πνευματική και όχι με την κυριολεκτική έννοια. Άρα κανείς θα πρέπει να προσπαθήσει να τον μιμηθεί μ’ έναν συνετό τρόπο. Γιατί εκεί­νο που τον ενδιαφέρει πρωτίστως είναι η καρδιά μας παρά τα έργα μας. Αυτό που πρέπει να ακολουθούμε πάντα είναι το βα­θύτερο πνεύμα τού τι ζητά από μας. Πώς; Αυτό θα πρέπει να το κρίνεις σε κάθε περίπτωση χωριστά. Ένα πνευματικό έργο το θεωρώ πολύ πιο ωφέλιμο από ένα σωματικό. Τι εννοώ; Ο Χριστός νήστεψε σαράντα μέρες. εσύ κοίτα να νηστέψεις σε αυτά τα πράγματα στα οποία έχεις μεγαλύτερη αδυναμία και πρόσεχε γενικά τον εαυτό σου να πηγαίνεις στο σωστό δρό­μο. Αυτό θα σε ωφελήσει πιο πολύ από το να νηστέψεις όλες τις τροφές. Γιατί καμιά φορά είναι πιο δύσκολο να αποφύγεις να πεις μια λέξη παρά να κρατήσεις το στόμα σου τελείως κλει­στό. Η μία ασήμαντη προσβολή μπορεί να σου φανεί πιο ασή­κωτη από ένα γερό χτύπημα για το οποίο όμως ήσουν προετοιμασμένος. Η μοναξιά είναι πιο βαριά μέσα στο πλήθος πα­ρά στην απομόνωση. Είναι βασικά πιο δύσκολο να στερηθείς κάτι μικρό παρά κάτι μεγάλο ή να τελειώσεις ένα ασήμαντο έργο παρά ένα που θεωρείται σημαντικό.

Με αυτόν τον τρόπο μπορεί ο καθένας να μιμηθεί τον Κύ­ριο ανάλογα με τις δυνατότητες του και δεν επιτρέπεται να φοβάται ότι δεν θα τα καταφέρει. Φυσικά δεν πρέπει να κάνεις το λάθος να νομίζεις ότι χρειάζεσαι συγκεκριμένες τροφές ή ρούχα για την τελείωση σου. Αντίθετα πρέπει να ασκήσεις το πνεύμα σου να στέκεται υπεράνω τέτοιων πραγμάτων. Για ποιο λόγο; Γιατί σίγουρα θα ήταν μια πολύ αδύνατη εσωτερικότητα αυτή που θα χρειαζόταν ενίσχυση από κάτι το εξωτερικό όπως το ρούχο, αντίθετα, είναι το εσωτερικό που πρέπει να ενισχύ­ει το εξωτερικό! Τα προηγούμενα βέβαια ισχύουν για την πε­ρίπτωση που ό,τι κάνεις εξαρτάται μόνο από σένα τον ίδιο. αν όμως σου μέλλεται μία άλλη μοίρα, τότε θα πρέπει να την αποδεχτείς όποια κι αν είναι και να κάνεις το καλύτερο δυνατό. Το ίδιο ισχύει για τα πράγματα ή τα αγαπημένα πρόσωπα ή οτιδήποτε τέλος πάντων σου παίρνει και σου δίνει ο Θεός. Θεωρώ ότι είναι πάντοτε καλύτερο να αφήνεται κανείς με εμπι­στοσύνη στον Θεό, ό,τι βάσανο κι αν τον φορτώνει, και επι­πλέον να το δέχεται με χαρά κι ευγνωμοσύνη, καθώς είναι κα­λύτερο να αφήνεις Εκείνον να σ’ οδηγεί, παρά να πηγαίνεις κατά τη δική σου θέληση.

Γι’ αυτό αντίστοιχα σε όλα τα πράγματα να μαθαίνετε πρό­θυμα από τον Θεό και να τον ακολουθείτε κι έτσι θα πηγαί­νουν όλα καλά. Με ένα τέτοιο φρόνημα μπορεί κανείς τότε να δεχτεί τιμές και ανέσεις δίχως να του κάνουν κακό, με την προ­ϋπόθεση ότι θα ήταν εξίσου πρόθυμος να κάνει και χωρίς αυ­τές αν πρέπει. Επομένως αφού ξέρουν ποιο είναι το σωστό αυ­τοί που είναι εξίσου πρόθυμοι να νηστέψουν, μπορούν να απολαύσουν αβλαβώς και τις καλές τροφές. Αυτός είναι άλ­λωστε ο λόγος που καμιά φορά ο Θεός φυλάει και τους φίλους του από τα μεγάλα βάσανα τα οποία στην πραγματικότητα εί­ναι από τις πιο μεγάλες ευλογίες στη ζωή. Κανονικά είναι τό­σο καλός φίλος που δίνει πρόθυμα τα βάσανα στους αγαπημέ­νους του ούτε είναι εξάλλου στη φύση του να φειδωλεύται με τα καλά πράγματα. Αλλά κι εδώ αρκείται στην καλή θέληση των ανθρώπων του γιατί αλλιώς δεν θα τους απάλλασσε από καμία δοκιμασία. Επομένως, αν ο Θεός αρκείται σ’ αυτές τις δοκιμασίες που σου δίνει, τότε να είσαι και εσύ ευχαριστημέ­νος μ’ αυτές. Κι αν πάλι κρίνει διαφορετικά, κάνε και εσύ το ίδιο!

Κατά βάση ο άνθρωπος θα έπρεπε να είναι τόσο ενωμένος με τον Θεό σε αυτά που θέλει ώστε να μη χρειάζεται καν να τον απασχολούν οι δρόμοι ή τα έργα. Και ιδίως πρέπει να αποφεύγει καθετί το ιδιαίτερο, είτε είναι στο ντύσιμο ή στη διατροφή ή στην ομιλία, όπως λόγου χάρη να χρησιμοποιεί υ­ψηλές λέξεις ή ειδικές κινήσεις και τυπικά με τα οποία δεν πε­τυχαίνεται τίποτα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι του απαγο­ρεύεται οτιδήποτε το ασυνήθιστο. Υπάρχουν πολλά ασυνήθι­στα πράγματα που πρέπει να κάνει κανείς καμιά φορά και με ορισμένους ανθρώπους. Γιατί όποιος έχει μια ιδιαίτερη απο­στολή, πρέπει πολλές φορές να κάνει πολλά ιδιαίτερα πράγ­ματα και με πολλούς ιδιαίτερους τρόπους.

Σαν συμπέρασμα λοιπόν, πρέπει να εξελισσόμαστε εσωτε­ρικά μέσα στον Ιησού Χριστό από κάθε άποψη ώστε να γίνου­με μία αντανάκλαση όλων των έργων του και της θεϊκής μορ­φής του. Οφείλουμε να ζωντανέψουμε μέσα μας, όσο γίνεται πιο πιστά, όλες του τις πράξεις. Σε σένα εναπόκειται τώρα να παράγεις έργο και σε αυτόν να το δεχτεί. Εσύ κάνε το δικό σου έργο από τα βάθη της ύπαρξης και του πνεύματος σου. Ασκήσου συνεχώς σε αυτό το πνεύμα σου λοιπόν μέχρι που θα σου δοθεί η χάρη να καθρεφτίζεσαι μέσα στον Χριστό σε καθετί που κάνεις».

Τερέζα της Άβιλα

«Τίποτα να μη σε ανησυχεί και τίποτα να μη σε τρομάζει. Όλα τελειώνουν, μόνον ο Θεός μένει απαράλλακτος. Με την υπομονή πετυχαίνεις τα πάντα. Όποιος έχει τον Θεό δεν μπο­ρεί να του λείψει τίποτα. Ο Θεός μόνο αρκεί». Με βάση αυ­τές τις αρχές, γραμμένες σε ένα σημείωμα που φυλούσε μέσα στο προσευχητάρι της έζησε η Θηρεσία της Άβιλα, η σπου­δαιότερη μορφή του ισπανικού μυστικισμού. Δεν ήταν ούτε καν είκοσι χρόνων όταν ενάντια στη θέληση του πατέρα της εκάρη μοναχή σε ένα μοναστήρι της γενέτειρας της. Η από­φαση αυτή δεν ήταν εύκολη και η ίδια ομολόγησε αργότερο ότι ήταν περισσότερο ένας δουλικός φόβος παρά η αγάπη που την οδήγησε σε αυτό το βήμα.

Η Τερέζα γεννήθηκε το Ι515από μία οικογένεια ευγενών και μέχρι την ένταξη της στο τάγμα των Καρμελητισσών απόλαυ­σε τη ζωή που ήταν συνήθης για τις αριστοκρατικής κατα­γωγής δεσποινίδες της εποχής της: μετά από μία περίοδο εκπαίδευσης σε ένα μοναστήρι, ακολούθησε μία περίοδος φιλα­ρέσκειας και κοσμικότητας διανθισμένη με ερωτοτροπίες και ανάγνωση ιπποτικών μυθιστορημάτων. Αλλά τελικά οι βαθύ­τερες ανησυχίες της διέρρηξαν το φράγμα του κόσμου των ψευδαισθήσεων και ύστερα από έντονη εσωτερική πάλη η επιθυμία της να ζήσει πνευματικά την οδήγησε στο μοναστικό βίο.

Μα και στο μοναστήρι συνεχίστηκαν οι εσωτερικές της δια­μάχες. Η ίδια έχει περιγράψει με ειλικρίνεια τους μαρτυρικούς, συχνά απελπισμένους αγώνες του πνεύματος της. Αναμφισβή­τητα ο δρόμος της ήταν ακανθώδης και δύσκολος. Το γεγονός ότι μπόρεσε τελικά να τον τερματίσει νικήτρια οφείλεται αφε­νός στην εντατική, βασισμένη στην ενατένιση προσευχή που ήταν χτισμένη πάνω σε τέσσερις βαθμίδες και αφετέρου στα πολυάριθμα οράματα και αποκαλύψεις με τα οποία ο Χριστός την ενίσχυε τα δύσκολα εκείνα χρόνια.

Τα οράματα της στην αρχή χαρακτηρίστηκαν σαν «έργα του διαβόλου», αλλά μετά από αυστηρότατη εξέταση η εκκλησία τα αναγνώρισε ως αληθινά.

Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι αυτοπεριορίζονται κατά προ­τίμηση στην περιοχή του αυτονόητου, οι πνευματικές αναζη­τήσεις της Θηρεσίας προσανατολίζονταν προς εκείνο το χώ­ρο που δεν είναι προσπελάσιμος με τη μυωπική λογική. Η σπά­νια αυτή στάση είναι ενδεικτική του ασυνήθιστου χαρακτήρα της που τη βοήθησε να ξεπεράσει τις κοινοτοπίες στη δική της ζωή και να επιτύχει την υπέρβαση προς το υπερφυσικό. Έτσι κατέληξε να έχει μία ζωντανή οπτική, χάρη στην οποία έβλε­πε κάθε φορά με παρθενική ματιά καθετί υπαρκτό. Οι κεραίες της συλλάμβαναν συνεχώς τα ανεξάντλητα μυστήρια που περιβάλλουν από παντού τον άνθρωπο και της γεννούσαν ένα συνεχώς πηγαίο ενθουσιασμό που τον περνούσε αυτούσιο στα κείμενα της. «Πιστεύω οτιδήποτε έφτιαξε ο Θεός, όσο μικρό κι αν είναι, και ας είναι μόνο ένα μυρμήγκι, κρύβει πολύ πε­ρισσότερα από όσα καταλαβαίνει ο άνθρωπος», έγραφε στο «Κάστρο της ψυχή». Είτε επρόκειτο για ένα μικρό μυρμήγκι στο χώμα, είτε για μία εικόνα του Χριστού, η Τερέζα έβλεπε την ίδια θεϊκή πραγματικότητα που υπερίπταται πολύ μακριά από την ανθρώπινη σκέψη.

Από το θείο δώρο αυτών των οραμάτων γεννήθηκε ο θηρεσιανικός μυστικισμός τον οποίο, όπως παραδεχόταν η ίδια, πολύ δύσκολα μπορεί να κατανοήσει κάποιος όταν δεν έχει προσωπική εμπειρία μιας τέτοιας χάρης. Η Θηρεσία όμως γνώ­ριζε τη διαφορά ανάμεσα στις κοινές αερολογίες γύρω από το μυστικισμό και στην αληθινή βίωση της ένωσης με το θείο, γι’ αυτό ήταν σε θέση να δώσει μια τέλεια περιγραφή για την άρρητη αίσθηση της θείας παρουσίας. Κάθε μία σειρά από τα γραφτά της μαρτυρεί ότι η άνοδος της ψυχής της ως το τελευ­ταίο σκαλί έχει βιωθεί και μάλιστα όχι μόνο μία και δύο φο­ρές, αλλά επανειλημμένα. Η ίδια δεν θέλησε ούτε επιδίωξε ποτέ να έχει οράματα, εκείνα έρχονταν από μόνα τους με τέτοια ισχύ που δεν μπορούσε να τα αποτρέψει. Χάρη στον ε­σωτερικό της φωτισμό η Τερέζα έφτασε το γυναικείο μεσαιω­νικό μυστικισμό με μορφές σαν της Χίλντεγκαρντ του Μπίγκεν ή της μεγάλης Γκερτρούδης σε ένα σημείο ζενίθ το οποίο δεν ξεπεράστηκε μετά από κανένα. Η ψυχή της απογειώθηκε σε απρόσιτες σφαίρες και γεύτηκε τέτοιες άφατες μακαριότη­τες που έχανε τις αισθήσεις της. Άλλωστε και η ίδια την «πτή­ση του πνεύματος» την ονόμαζε ένα «μικρό θάνατο» που δεν ήταν άλλο από τη βίωση της θεϊκής παρουσίας. Οι μετεωρί­σεις κατά τις οποίες το σώμα της αιωρείτο ελεύθερο πάνω α­πό το έδαφος, παρά τη θέληση της, δεν ήταν μόνο ένα θαύμα αλλά και αδιαμφισβήτητο σημάδι ότι έτεινε ορατά προς τα ου­ράνια. Αυτή η ανύψωση από το φυσικό κόσμο αποτελεί τον κορμό του μυστικισμού της που ατενίζει αποκλειστικά προς τον Θεό. Όμως παρά την ανύψωση της σε άλλα πεδία η μο­ναχή της Άβιλα διατήρησε τη νηφάλια διαύγεια της και δεν παρασύρθηκε ποτέ σε φαντασιώδεις αιθεροβασίες ούτε έδει­ξε να καταφρονεί τη γήινη πλευρά της όχθης. Τόνιζε πάντοτε ότι αυτό που την ενδιέφερε ήταν να εκτελεί τη θεία βούληση και όχι να έχει εμπειρίες έκστασης. Σαν υπόβαθρο του μυστι­κισμού της υπήρχε μία σοβαρότητα που καθρεφτιζόταν στην υπευθυνότητα με την οποία αντιμετώπιζε τα καθήκοντα της γήινης ζωής.

Η καθαρά υπερβατική της τοποθέτηση την οδήγησε να εί­ναι ακόμη πιο ευσυνείδητη στα επίγεια. Από τη στιγμή που μπήκαν στη ζωή της τα οράματα με την ανατρεπτική ορμή τους, η Τερέζα κήρυξε έναν ασυμφιλίωτο πόλεμο σε ένα πο­λύ επικίνδυνο εχθρό, τη συνήθεια, της οποίας ήταν για πολύ καιρό αιχμάλωτη. «Η ροπή της φύσης μας προς τη συνήθεια είναι κάτι το τρομερό», παραπονιόταν γνωρίζοντας καλά ότι η δύναμη της συνήθειας απονευρώνει απαρατήρητα το θρη­σκευτικό βίο και απομυζά τις ζωτικές του ουσίες. Ο εθισμός της ψυχής που διαρκώς ακολουθεί την πεπατημένη αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στο δρόμο προς το θείο. Η χωρίς σκέψη επανάληψη των ειωθότων αποτελματώνει την ψυ­χή και ανακόπτει κάθε δυνατότητα ανόδου σε υψηλότερες σφαίρες, Στην ουσία το πνεύμα της συνήθειας είναι απλά ένας άλλος όρος για τη χλιαρότητα, την τόσο απεχθή στον Κύριο, σύμφωνα με το εδάφιο 3,16 της Αποκάλυψης του Ιωάννη.

Η Τερέζα της Άβιλα κατέθεσε τη ζωντανή απόδειξη ότι η μυ­στικιστική ένωση με το Θείο δεν είναι απλά μία εγωιστική ηδο­νική απόλαυση για αναχωρητές, όπως συχνά στυλιτεύεται από αδαείς. Η μυστική συμβίωση με τον Θεό δεν είναι απλά και μόνο η βίωση ηδονικών αισθημάτων, καθώς 0 Παντοκράτο­ρας ζητεί πάντοτε κάτι από την ψυχή με την οποία έρχεται σε επαφή. Στο «Κάστρο της ψυχής» η Τερέζα το λέει καθαρά: «Τόσο η εσωτερική προσευχή όσο και η εσωτερική σύζευξη οδηγούν σε ένα σκοπό, να παραχθούν έργα και πάλι μόνο έργα». Πράγματι, μυστικισμός και πράξη βαδίζουν χέρι με χέ­ρι για την Τερέζα καθώς μόνο έτσι διατηρεί ο πρώτος την αυθεντικότητά του κι αντίστροφα η πράξη χωρίς το μυστικιστι­κό υπέδαφος εκφυλίζεται σε μία ανούσια δραστηριότητα που οδηγεί απαρέγκλιτα στο θάνατο της πνευματικής ζωής.

Η εσωτερική παρακμή της Εκκλησίας που υπήρξε η αιτία της μεταρρύθμισης είχε γίνει αισθητή και στον ισπανικό μο­ναστικό βίο με πολυάριθμα συμπτώματα απειθαρχίας και δια­φθοράς. Ενάντια στο κλίμα της εποχής, το κύριο πεδίο δρά­σης της Τερέζας ήταν η αποκατάσταση της τάξης στη δική της μονή και η ίδρυση νέων μονών με υπεράνθρωπες θυσίες, αντι­μετωπίζοντας τρομερές δυσκολίες, συκοφαντίες από υψηλά ιστάμενους εκκλησιαστικούς παράγοντες και προσωπικές διώ­ξεις. Όταν τελικά ολοκλήρωσε το έργο της την εγκατέλειψαν οι σωματικές της δυνάμεις. Οι αδελφές που παρεβρίσκονταν στο θάνατο της το έτος 1582, διηγήθηκαν αργότερα ότι η συντρόφισσα τους δεν είχε πεθάνει από μία φυσική αρρώστια, αλλά «από το αβάστακτο πυρ της θείας Αγάπης». Σαράντα χρόνια αργότερα ανακηρύχτηκε αγία.

Το σημαντικότερο γραπτό έργο της αγίας Θηρεσίας είναι το «Κάστρο της ψυχής» που έγραψε στα 62 της χρόνια και για το οποίο είπε ένας εκδότης του: «η εικόνα του κάστρου με τα διαφορετικά διαμερίσματα… είναι η βάση πάνω στην οποία η συγγραφέας παρουσιάζει τη ζωή την πλημμυρισμένη από α­νώτερη Χάρη. Βλέπουμε την ψυχή εκεί μέσα να περνά κλιμα­κωτά από τα διάφορα διαμερίσματα και παράλληλα μεταβάλ­λοντας τον αρχικά ατελή, αμαρτωλό χαρακτήρα της να γίνεται η εκλεκτή της καρδιάς του Κυρίου, μία στολισμένη από αρετές νύμφη που έρχεται σε γάμου κοινωνία με το θείο Νυμφίο μέσα στο εσώτατο δώμα της κατοικίας αυτής. Το κλειδί της εισόδου και των διαφορετικών διαμερισμάτων αυτού του κάστρου είναι η προσευχή της οποίας τα στάδια, τις ιδιότητες και τους καρπούς η αγία Θηρεσία περιγράφει με απαράβλητης χάρης και σοφίας εικόνες, χαρακτηριστικές του προσωπι­κού της ύφους».

Το κάστρο της ψυχής: «Καθώς σήμερα παρεκάλεσα τον Κύριο να μιλήσει για μένα, επειδή δεν ήξερα τι και πως να το πω, μου παρουσιάστηκε μία εικόνα σαν υπόβαθρο, την οποία θα σας αναφέρω. Ας θεωρήσουμε την ψυχή μας σαν ένα κά­στρο που έχει γίνει από διαμάντι ή πολύ καθαρό κρύσταλλο και διαθέτει πολλά δωμάτια όπως ο Ουρανός έχει πολλά δια­μερίσματα. Άλλωστε η ψυχή ενός δίκαιου ανθρώπου είναι στην ουσία ένας παράδεισος, στον οποίο βρίσκει ευχαρίστηση ο Κύριος, όπως λέει ο ίδιος. Πώς νομίζετε ότι πρέπει να είναι φτιαγμένη αυτή η κατοικία για να τη χαίρεται ένας τόσο ισχυ­ρός, τόσο σοφός, τόσο καθαρός και πάμπλουτος άρχοντας; Δεν βρίσκω τίποτε που θα μπορούσε να συγκριθεί με την ανώτε­ρη ομορφιά και τις ικανότητες της ψυχής. Κι είναι αλήθεια ότι όση οξύνοια κι αν διαθέτουμε δεν πρόκειται ποτέ να τη συλ­λάβουμε όπως ούτε μπορούμε να συλλάβουμε τον Θεό, που ο ίδιος λέει ότι μας έχει δημιουργήσει κατά την εικόνα και ομοίωση του. Επομένως θα ήταν άδικος κόπος να ερευνήσου­με την ομορφιά αυτού του κάστρου, μολονότι ανάμεσα στον Θεό και στην ψυχή υφίσταται μια διαφορά όσο κι ανάμεσα στο Δημιουργό και το δημιούργημα του. Άλλωστε αρκεί η δή­λωση της θεϊκής Μεγαλειότητας ότι η ψυχή έχει δημιουργη­θεί κατ’ εικόνα του για να συμπεράνει κανείς το μέγεθος της αξίας και της ωραιότητας της.

Αλλά είναι αξιολύπητο και επονείδιστο το γεγονός ότι από δικό μας φταίξιμο δεν ξέρουμε τον εαυτό μας και ποιοι είμα­στε. Σίγουρα θα πρόδιδε μεγάλη άγνοια αυτός που δεν θα ήξε­ρε να πει ποιοι είναι οι γονείς του ή η πατρίδα του. Αλλά θα ήταν δείγμα ασύγκριτα μεγαλύτερης ανοησίας εάν δεν μας απασχολούσε καθόλου η αυτογνωσία μας παρά μόνο το σώ­μα μας, τη στιγμή που ξέρουμε επιπλέον – ίσως από προσωπι­κή εμπειρία ή από την πίστη μας – ότι έχουμε όντως μία ψυχή, και εάν παρόλα αυτά σκεφτόμασταν σπάνια τους θησαυρούς που κρύβει μέσα της και ούτε συνειδητοποιούσαμε τη μεγά­λη της αξία ή αυτού που κατοικεί εντός της. Αυτός είναι ο λό­γος που ελάχιστα ενδιαφέρεται κανείς να καλλιεργήσει με τις φροντίδες του την ομορφιά της. Όλη μας η φροντίδα αφορά το χοντροειδές περίβλημα, το τείχος που περιβάλλει το κά­στρο, με άλλα λόγια το σώμα μας…

Γνωρίζω ένα πρόσωπο στο οποίο ο Κύριος θέλησε να δείξει τη σύσταση μιας ψυχής που ενέχεται σε θανάσιμες αμαρτίες. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτού του προσώπου κανένας άν­θρωπος εάν το γνώριζε αυτό δεν θα είχε καμία διάθεση να αμαρτήσει, και μάλιστα θα προτιμούσε να υποφέρει τα πάν­δεινα προκειμένου σε αντιστάθμισμα να αποφύγει τη δυνατό­τητα και μόνο να παρασυρθεί σε μία αμαρτία. Γι’ αυτό το λό­γο το γνωστό μου αυτό πρόσωπο φλεγόταν από τη μύχια επι­θυμία όλοι οι άνθρωποι να αναγνωρίσουν τούτη την αλήθεια. Όπως είναι καθαρά τα ρυάκια που πηγάζουν από μία πεντα­κάθαρη πηγή, έτσι είναι ευχάριστα στα μάτια του Θεού και των ανθρώπων τα έργα μιας ψυχής που βρίσκεται σε κατάστα­ση χάρης. Γιατί πηγάζουν από την ίδια την πηγή της ζωής απ’ όπου φυτρώνει η ψυχή σαν ένα δέντρο.

Στην πηγή οφείλει το δέντρο τη χάρη και την καρποφορία του γιατί το νερό της το συντηρεί και το βοηθά όχι μόνο να μην ξεραθεί αλλά και να κάνει καλούς καρπούς. Άμα όμως η ψυχή με δική της πρωτοβουλία απομακρύνεται από την καθα­ρή πηγή και μεταφυτεύεται σε ένα δύσοσμο βούρκο τότε το μόνο που θα αντλήσει θα είναι βρωμιά και φθορά.

Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η πηγή της ζωής που βρί­σκεται στο βάθος της ψυχής και ο λαμπερός ήλιος δεν χάνουν τη λάμψη ούτε την ομορφιά τους, παραμένουν στο εσωτερικό και τίποτα δεν μπορεί να σβήσει την ωραιότητα τους. Αλλά όταν πάνω σε ένα κρύσταλλο που είναι εκτεθειμένο στον ήλιο απλωθεί ένα μαύρο πανί, είναι προφανές ότι ο ήλιος δεν μπο­ρεί να το φωτίσει, παρόλο που πέφτει πάνω του. Μακάρι να αναγνώριζαν την κατάσταση τους και να λυπόντουσαν τον εαυ­τό τους όλες οι ψυχές που εξαγοράστηκαν με το αίμα του Χριστού! Πώς γίνεται παρ’ ότι το ξέρουν να μην πασχίζουν να απομακρύνουν την πίσσα που αμαυρώνει το κρύσταλλο! Μακάρι να συνειδητοποιούσαν ότι δεν πρόκειται ποτέ πια να χαρούν το φως του ήλιου της θείας χάρης εάν τελειώσουν τη ζωή τους σε μία τέτοια κατάσταση. Τι θέαμα παρουσιάζει μία τέτοια ψυχή, Χριστέ μου, που είναι αποκομμένη από αυτό το φως! Σε τι θλιβερή κατάσταση βρίσκονται τα δωμάτια του κάστρου, τι αταξία επικρατεί ανάμεσα στους κατοίκους του, τις αισθήσεις της ψυχής! Τι τυφλότητα σκοτίζει τις ψυχικές ιδιό­τητες που είναι οι διαχειριστές, οι διοικητές και οι αυλάρχες του κάστρου και τι κακή διαχείριση κάνουν! Και σε τελευταία ανάλυση, τι είδους καρπούς μπορεί να παράγει ένα δέντρο που φυτρώνει σ’ ένα τέτοιο διαβολικό έδαφος;

…Έχει μεγάλη σημασία στο θέμα της προσευχής να μην πιέ­ζει κανείς μία ψυχή και να την στριμώχνει, τρόπος του λέγειν, στη γωνία. Απεναντίας ας της παραχωρήσει την ελευθερία να κινείται όπως θέλει σε αυτά τα διαμερίσματα, αφού κι ο Θεός της έδωσε τόση μεγάλη αξία. Λεν πρέπει κανείς να την κρα­τάει με τη βία σε ένα μόνο δωμάτιο ακόμη κι αν είναι αυτό της αυτογνωσίας. Βέβαια αυτή η γνώση είναι απαραίτητη ακόμη και για κείνους που τους δέχτηκε ο Κύριος στο δικό του το δω­μάτιο. Όσο ψηλά κι αν στέκονται, τίποτα δεν υποκαθιστά την αυτογνωσία, αλλά και να ήθελαν, πάλι δεν θα μπορούσαν να κάνουν δίχως αυτή. Γιατί η ταπεινοσύνη είναι σαν τη μέλισ­σα που παράγει διαρκώς το μέλι. Χωρίς την αρετή αυτή είναι όλα εις μάτην. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι η μέλισσα δεν παρα­λείπει να πετάει έξω από την κυψέλη για να αντλήσει το χυμό των λουλουδιών. Κατά τον ίδιο τρόπο οφείλει και η ψυχή πό­τε πότε να αφήνει την ενατένιση του εαυτού της και να ανυ­ψώνεται στην ατένιση του μεγαλείου και της τελειότητας του Θεού. Εκεί θα αναγνωρίσει πιο εύκολα πόσο μικρή είναι πα­ρά μέσα στον εαυτό της και συνάμα θα γίνει πιο ελεύθερη από τα βλαβερά ζωύφια που έχουν τρυπώσει μαζί της στα πρώτα δωμάτια της αυτογνωσίας. Ασφαλώς είναι μία μεγάλη απόδειξη της ευσπλαχνίας του Θεού το ότι μας ωθεί να ασκη­θούμε στην αυτογνωσία, μα κι εδώ ισχύει το ρητό: “παν μέτρον άριστον”. Πιστέψτε με, με τη δύναμη του Θεού αποκτά­με πολύ υψηλότερες αρετές παρά με το να μένουμε προσγειω­μένοι στο χώμα και να παρατηρούμε διαρκώς την αναξιότητά μας…

Αναρωτήθηκα κάποτε γιατί ο Κύριος μας είναι τόσο μεγά­λος εραστής της ταπεινοσύνης. Ξαφνικά τότε μου ήρθε σαν από μόνη της η σκέψη ότι ο Θεός είναι η ύψιστη αλήθεια και όποιος έχει ταπεινοσύνη πορεύεται μέσα στην αλήθεια. Γιατί είναι βέβαιο ότι από τον εαυτό μας δεν έχουμε τίποτε καλό, παρά μόνο αναξιότητα κι ανυπαρξία. Όποιος δεν το αναγνω­ρίζει αυτό πορεύεται μέσα στο ψέμα ενώ όσο πιο πολύ το ανα­γνωρίζουμε τόσο πιο πολύ συμβαδίζουμε με την ύψιστη αλή­θεια, γιατί τότε πορευόμαστε μέσα στην αλήθεια. Είθε ο Θεός να μας δίνει τη δύναμη να μην παρεκλίνουμε από την αυτο­γνωσία! Αμήν».

Γιάκομπ Μπαίμε

Στις βιογραφίες του Μπαίμε, του γνωστού ως ο «φιλόσοφος παπουτσής», υπογραμμίζεται η ταπεινοσύνη, η πραότητα, η απλότητα και η ολιγάρκεια του χαρακτήρα του, αρετές που δεν απέβαλε ποτέ παρά τη συναναστροφή του με τους μεγαλύτε­ρους διανοούμενους της εποχής του. Ο ίδιος είχε πει κάποτε σε σχέση με το φιλολογικό του έργο: «Αυτό το δώρο το κατέ­χω μόνο στο βαθμό που μου το παραχωρεί ο Κύριος. Εγώ εί­μαι απλά ένα εργαλείο στα χέρια του με το οποίο κάνει ό,τι θέλει. Το εξηγώ αυτό μια για πάντα για να μη με νομίζει ποτέ κανείς κάτι άλλο από ό,τι είμαι πραγματικά και με θεωρεί σαν άνθρωπο με ταλέντο και ευφυία…»

Παιδί μικροαγροτών, ήρθε στον κόσμο το 1572 σ’ ένα χωριό κοντά στο Γκέρλιτς της ανατολικής Γερμανίας, Από μικρός εί­χε την ψυχική δεύτερη όραση και συχνά οράματα. Επειδή δεν διέθετε τις απαραίτητες σωματικές δυνάμεις για τις δουλειές τού αγρότη τον έστειλαν να μάθει την τέχνη του παπουτσή στο Γκέρλιτς. Όταν τέλειωσε τη μαθητεία του περιπλανήθηκε για αρκετά χρόνια σε διάφορες χώρες της Γερμανίας με σκοπό να τελειοποιήσει τις γνώσεις του. Αυτά τα χρόνια της περιπλάνη­σης είχαν μεγάλη σημασία για τη μετέπειτα ζωή του. Στη διάρ­κεια των περιπλανήσεων του συγχρόνως προσπαθούσε να γνω­ρίσει τους ανθρώπους και πώς ήταν στη σχέση τους με τον Θεό. Αυτό που συνάντησε ήταν τέτοια ένδεια, διχόνοια και φιλονεικία, τόσο στους κοσμικούς όσο και στους εκκλησιαστικούς κύ­κλους, ώστε κατέπεσε σε βαριά μελαγχολία από την οποία ελευθερώθηκε μετά από έντονη πάλη και εντατική προσευχή, χάρη σε ένα βίωμα της παρουσίας του Θεού. Το 1595 εγκατα­στάθηκε τελικά σαν υποδηματοποιός στο Γκέρλιτς αλλά παράλληλα με τη δουλειά του μελετούσε πυρετωδώς. Χρειάστη­κε να περάσουν δεκαέξι χρόνια για να αρχίσει να καταγράφει τις εμπειρίες του. Τα ερωτήματα που τον απασχολούσαν σε αυτά τα μοναχικά χρόνια κατά κανόνα τού απαντήθηκαν εξ αποκαλύψεως. Τελικά έλαβε τη θεία εντολή να καταγράψει αυ­τές τις αποκαλύψεις κι έτσι προέκυψε το πρώτο του έργο η «Ροδαυγή». Χωρίς να το θέλει, το χειρόγραφο έπεσε σε ξένα χέρια και γρήγορα έκανε το γύρο του Γκέρλιτς. Το αποτέλε­σμα ήταν ένα κύμα έντονων αντιδράσεων που υποκίνησε ένας ευαγγελιστής πρωθιερέας ο οποίος επετέθηκε από τον άμβω­να κατά του Μπαίμε κατηγορώντας τον σαν βλάσφημο, αιρε­τικό και ψευδοπροφήτη. Ο ιερέας αυτός φανάτισε την αστική κοινωνία και το εκκλησιαστικό περιβάλλον εναντίον του με συνέπεια το συμβούλιο της πόλης να απαγορέψει στον «άθεο τσαγκάρη» την ενασχόληση με αλλότρια εκτός της δουλειάς του και την περαιτέρω συγγραφή επί ποινή.

Ο Μπαίμε παρέμεινε ταπεινός κι εγκρατής αν και στα επό­μενα έξι χρόνια αναγκαστικής σιωπής δεχόταν επισκέψεις από διάφορους διανοούμενους της εποχής του και παράλληλα δε­χόταν πιέσεις από τους φίλους του να αρχίσει να γράφει πάλι με την υπόδειξη ότι ίσως ο Θεός θα του αφαιρούσε αυτό το χάρισμα κι ότι όφειλε μεγαλύτερη υπακοή σε εκείνον παρά στους ανθρώπους. Στα σαράντα τρία του χρόνια υποχώρησε στις πιέσεις και μέχρι το θάνατο του το 1624 έγραψε μεταξύ άλλων: «Περί των τριών αρχών του θείου Όντος», «Περί της ενανθρώπισης του Ιησού Χριστού», «Τα έξι μυστικά σημεία». «Το επίγειο και το ουράνιο μυστήριο» και «Ο δρόμος προς τον Χριστό».

Το τελευταίο είναι ένα από τα πιο σημαντικά γραφτά του και περιλαμβάνει τέσσερα θέματα: περί μετανοίας, περί αναγεν­νήσεως, περί αυταπαρνήσεως και περί του υπεραισθητού βί­ου. Στις πραγματείες αυτές δείχνει ένα δρόμο προς τη λύτρω­ση που προφανώς ήταν ο δρόμος και του ίδιου του Μπαίμε.

Στην αρχή αυτού του συγγράμματος γράφει ο θεόπνευστος πα­πουτσής: «Μέσα στις γραμμές αυτές ο συντάκτης τους σου δί­νει το πιο πολύτιμο θησαυρό που διαθέτει».

Ο Χριστός ήταν για τον Γιάκομπ Μπαίμε η οδός και η ζωή και η αγαπημένη του φράση ήταν: «Η σωτηρία μας εξαρτά­ται από το να κάνουμε τον Ιησού Χριστό να ζήσει μέσα μας». Η αποκορύφωση της πορείας του και το πιο μακάριο μυστικι­στικό βίωμα του Μπαίμε ήταν η πνευματική αναγέννηση. Το έργο του ήταν να δείξει στους συνανθρώπους του το δρόμο προς αυτή την αναγέννηση που βίωσε, έργο για το οποίο είπε κάποτε: «Δεν είναι άλλο από το να δείξεις στους ανθρώπους το πώς μπορούν να δημιουργήσουν ένα βασίλειο του Φωτός μέσα τους».

Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα από τη «Ροδαυγή» του «απλού τσαγκάρη» που γνώρισε από πολύ κοντά το Θείο:

Ο Ουρανός: «Από παλιά νόμιζαν οι άνθρωποι ότι ο Ουρα­νός είναι πολλές εκατοντάδες και χιλιάδες μίλια μακριά από αυτή τη γη κι ότι μόνο εκεί κατοικεί ο Θεός. Μάλιστα υπήρ­ξαν κάποιοι φυσικοί που αποτόλμησαν να μετρήσουν τα ύψη και τα πλάτη του και κατέληξαν σε πολύ παράξενα συμπερά­σματα. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ παλιότερα πίστευα ότι ο αληθινός Ουρανός είναι αυτός που απλώνει το φωτεινό γαλάζιο του ψηλά πάνω από τα άστρα επειδή νόμιζα ότι εκεί έχει ο Θεός το κέντρο της Ισχύος του και ότι κυβερνά τον κό­σμο μόνο με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος του. Αλλά μου ήρθαν ένα δύο γερά σκουντήματα που προέρχονταν χωρίς αμ­φιβολία από το Πνεύμα που διασκέδαζε μαζί μου. Έτσι μετά έπεσα σε βαριά μελαγχολία και θλίψη καθώς παρατηρούσα πνευματικά τα τρομερά βάθη του κόσμου με τους ήλιους και τ’ άστρα, τα σύννεφα και τις θύελλες, τις βροχές και τα χιό­νια κι ολόκληρη τη δημιουργία. Γιατί σε όλα τα πράγματα βρή­κα κακό και καλό, αγάπη και οργή, τόσο στα άλογα ζώα όσο και στον άνθρωπο, τόσο στα φυτά όσο και στις πέτρες. Κι ε­πειδή βρήκα ότι σε όλα τα πράγματα υπάρχει καλό και κακό κι ότι σε τούτο τον κόσμο οι άθεοι περνούν το ίδιο καλά με τους θεοσεβείς, μάλιστα οι βάρβαροι λαοί έχουν τις πιο κα­λές χώρες και η ευτυχία τους χαμογελάει περισσότερο από ό,τι στους ενάρετους, μελαγχόλησα και καμία Γραφή – παρόλο που την ήξερα όλη καλά – δεν μπορούσε να με παρηγορήσει. Αλ­λά να που τότε το φως μού έστειλε αυτή τη διαπίστωση: ο α­ληθινός ουρανός, εκεί που πάει η ψυχή, είναι ο δικός μας, ο ανθρώπινος, ο εσωτερικός Ουρανός!… Επομένως ο πραγμα­τικός αληθινός Ουρανός είναι παντού, όπου στέκεσαι κι όπου πηγαίνεις: όταν το πνεύμα σου αγκαλιάζει τον Θεό, τότε έχεις τον Ουρανό”.

Για την αναγέννηση: «Τη νέα αναγέννηση και τη λυδία λίθο δεν τη βρίσκει κανείς διαπληκτιζόμένος (για τις διδασκαλίες και για τις γνώμες γύρω από την πίστη) ούτε σε καμία σοφή λογική. Πρέπει να αφήσεις κατά μέρος οτιδήποτε είναι αυτού του κόσμου, όσο γυαλιστερό κι αν είναι, και να αποσυρθείς μέ­σα στον εαυτό σου, Το μόνο που χρειάζεται είναι να μαζέψεις όλες τις αμαρτίες σου που σε κρατούν αιχμάλωτο κι αφού τις εναποθέσεις στην ευσπλαχνία του Θεού να καταφύγεις σε αυ­τόν ζητώντας του συγχώρεση και φώτιση του πνεύματος σου. Μη χάνεις καιρό σε συζητήσεις, το μόνο που χρειάζεται είναι σοβαρότητα, γιατί ο Ουρανός πρέπει να υποστεί βία για να σου ανοίξει τις πύλες του κι η κόλαση πρέπει να τρέμει συθέ­μελα κι έτσι μόνο θα γίνει πραγματικότητα. Χρειάζεται να ε­πενδύσεις όλο σου το είναι, όλες τις πνευματικές σου δυνά­μεις, να αξιοποιήσεις το καθετί που συναντάς στο δρόμο σου και να μην εγκαταλείψεις τον αγώνα εάν δεν σε ευλογήσει πρώτα, όπως έκανε ο Ιακώβ που πάλευε όλη τη νύχτα με τον Θεό. Ακόμη κι αν η συνείδηση σου σου λέει συνεχώς όχι, ο Θεός δεν σε θέλει! εσύ να λες: εγώ δεν σε αφήνω, ακόμη κι αν με κουβαλήσουν στον τάφο. Η βούληση μου ας είναι η δική σου βούληση. Κύριε θέλω αυτό μόνο που θέλεις εσύ. Κι έστω κι αν σε περιζώσουν όλοι οι διάβολοι και σου λένε: άντε, στρί­βε, αρκετά κάθισες εδώ! εσύ θα πρέπει να λες: όχι, δεν έχω άλλη επιθυμία κι άλλη επιδίωξη έξω από τον Θεό για όλη την αιωνιότητα. Ο Θεός είναι μεγαλύτερος από την αμαρτία μου!

Μπορεί εσείς οι διάβολοι κι ο κόσμος να κρατάτε το θνητό σώμα στη φυλακή σας, αλλά εγώ έχω το σωτήρα και τον αναγεννητή της ψυχής μου, αυτός θα μου δώσει ένα ουράνιο σώ­μα που θα κρατήσει αιώνια. Δοκίμασε το λοιπόν και θα ζήσεις θαύματα. Θα έχεις σύντομα Έναν μέσα σου που θα σε βοηθή­σει να παλέψεις, να αγωνιστείς και να προσευχηθείς. Κι έστω κι αν δεν μπορείς να πεις πολλά λόγια δεν έχει σημασία, είναι αρκετό αν πεις τη φράση του τελώνη: ο Θεός ας με ευσπλαχνιστεί τον αμαρτωλό!

Εάν τοποθετήσεις όλους σου τους πόθους στον Θεό και δεν κάνεις βήμα πίσω ακόμη κι αν σώμα και ψυχή γινόντουσαν κομμάτια, έτσι κρατάς γερά τον Θεό, περνάς νικητής μέσα από το θάνατο, την κόλαση και τον Ουρανό και μπαίνεις στο ναό του Ιησού Χριστού κι ας αντιστέκονται όλοι οι διάβολοι. Δεν μπορεί να σε αποτρέψει ούτε η οργή του Θεού για τις αμαρ­τίες σου, όσο ισχυρή κι ορμητική κι αν είναι μέσα σου’ ακό­μη κι αν φλέγονταν μέσα στην οργή σώμα και ψυχή και βρι­σκόσουν καταμεσής στην κόλαση με όλους τους διαβόλους, παρ’ όλα αυτά εσύ θα ξεφύγεις από κει και θα έρθεις στο ναό του Χριστού. Εκεί σε περιμένει ένα μαργαριταρένιο μικρό στε­φάνι στολισμένο με πολύτιμες πέτρες.

Γι’ αυτό κοιτάξτε μέσα σας αγαπημένοι μου, και διαλέξτε τη σωστή πόρτα. Στη ζωή δεν πρέπει να πάρουμε μόνο συγχώρε­ση από τον Θεό, αλλά πρέπει να αναγεννηθούμε. Όταν ανα­γεννηθούμε έχουμε συγχωρεθεί, δηλαδή η αμαρτία μετά είναι μόνο ένα άδειο κουκούλι. Ο καινούργιος άνθρωπος μεγαλώ­νει κι αποβάλλει το κουκούλι. αυτή είναι η συγχώρεση από τον Θεό. Ο Θεός συγχωρεί στον νεογεννημένο το κακό και του το παίρνει μακριά του. Όμως δεν είναι ότι το απομακρύνει από το σώμα του, αλλά στην ουσία η αμαρτία μπαίνει στο κέντρο της πυράς σαν καυσόξυλο κι έτσι αναγκαστικά γίνεται μία αι­τία της Αρχής του πυρός από όπου φέγγει το Φως. Ακόμη κι αυτό το κακό οφείλει να υπηρετεί το καλό του άγιου ανθρώ­που, όπως λέει ο Παύλος, ότι αν κάποιος αγαπάει τον Θεό, Εκείνος κάνει τα πάντα να συντελούν στο καλό του (Προς Ρω­μαίους 8,28), ακόμη και το ίδιο το ερέθισμα να αμαρτήσει. Αυτό που για τον αμαρτωλό είναι ένα κεντρί που του φέρνει το θάνατο, για τον άγιο άνθρωπο είναι μία δύναμη για ζωή, με την υπέρβαση του.

Όποιος διαβάζει αυτά τα λόγια όμως δεν τα καταλαβαίνει, δεν πρέπει να τα απορρίψει εξαρχής θεωρώντας πως είναι αδύ­νατο να τα κατανοήσει, αλλά να στρέψει την καρδιά του στον Θεό κι αφού τον παρακαλέσει για χάρη και φώτιση να συνε­χίσει το διάβασμα. Τότε θα αρχίσει να αντιλαμβάνεται πιο πολ­λά ώσπου τελικά η θεία δύναμη θα τον τραβήξει στα βάθη, στη υπερφυσική υπεραισθητή εσχατιά δηλαδή, θα έρθει στην αιώνια Ενότητα του Θεού. Εκεί θα ακούσει τότε άρρητα πραγ­ματικά λόγια του Θεού που θα τον οδηγήσουν μέσα από την θεία εκροή μέχρι την πιο χονδροειδή ύλη της Γης κι από εκεί πάλι πίσω στο Θεό: έτσι ερευνά το Πνεύμα του Θεού μαζί του όλα τα πράγματα”.

Εμάνουελ Σβέντενμποργκ

Ο Σβέντενμποργκ είχε διηγηθεί για τον εαυτό του ότι από το τέταρτο έτος της ηλικίας του τον απασχολούσε “συνεχώς ο Θεός, η μακαριότητα και οι πνευματικές καταστάσεις των αν­θρώπων”. Ο πατέρας του ήταν επίσκοπος και πολέμιος της δι­δασκαλίας της δικαίωσης που βρισκόταν σε άνοδο εκείνη την εποχή. Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή για τη σωτηρία του ανθρώπου επαρκεί αποκλειστικά και μόνο η πίστη χωρίς να χρειάζονται έργα για την έμπρακτη εφαρμογή της. Ενύπνια, αποκαλύψεις και θαύματα ανήκαν στην ημερήσια διάταξη του σπιτικού των Σβέντενμποργκ. έτσι δεν είναι απορίας άξιο που ο μικρός Εμάνουελ, γεννημένος το 1688 στη Στοκχόλμη, στράφηκε εξαρχής στα πνευματικά πράγματα. Σαν παιδί ήδη, κατά τη διάρκεια της προσευχής κρατούσε την αναπνοή του γιατί πίστευε ότι έτσι συνδεόταν με τον ανώτερο κόσμο των πνευμάτων. Η τεχνική αναπνοών που εφάρμοσε έπαιξε αργό­τερα μεγάλο ρόλο στη μυστικιστική περίοδο της ζωής του.

Μέχρι τα είκοσι πέντε του χρόνια το κέντρο βάρους των σπουδών και των ερευνών του ήταν στα μαθηματικά, στη μηχανική, στην αστρονομία και στη γεωλογία. Από εκείνα κιόλας τα χρόνια τον απασχολούσε το ερώτημά του πώς θα μπορούσε κανείς να αποκτήσει γνώσεις από έναν άλλο δρόμο α­ντί για το σχοινοτενή δρόμο της λογικής επαγωγής. Όσο πιο πολύ επικεντρωνόταν σε αυτό το θέμα τόσο πιο έντονα ήταν τα μυστικιστικά βιώματα του. Με τα οράματα και τις εκστα­τικές εμπειρίες του ερχόταν όλο και περισσότερο σε διάστα­ση με την επιστημονική εργασία του. Εφόσον η αλήθεια τού χαριζόταν μέσα από τη διαίσθηση ή τη φώτιση, για ποιο λόγο να. συνεχίσει τα επιστημονικά πειράματα του; Κι αν υπήρχε μία μυστική, άμεση μετάδοση της θεϊκής αλήθειας, ήταν ο ίδιος άξιος για μια τέτοια φώτιση; Ήταν άραγε το εσωτερικό του αρκετά αγνό κι έτοιμο να δεχτεί το Θεό; Η θρησκευτική κρίση του Σβέντενμποργκ κράτησε μέχρι το Πάσχα του 1744 όταν μετά από έντονη πάλη με κάθε είδους ερωτηματικά κι α­δυναμίες είχε ένα όραμα με το Χριστό. Στο όραμα του είδε το μεταμορφωμένο Χριστό σαν την πηγή και αρχή όλης της ζωής κι από τότε η μορφή αυτή έγινε το επίκεντρο των στοχασμών και των οραματισμών του.

Ωστόσο η κρίση παρατάθηκε γιατί τον βασάνιζαν οι αμφι­βολίες κατά πόσον το όραμά του ήταν αληθινό ή απλά παραίσθηση. Τις αμφιβολίες του τις εξαφάνισε ένα νέο όραμα του Χριστού, αυτή τη φορά ως σταυρωμένου. Παρ’ όλο που η θρησκευτική του κρίση δεν έληξε με αυτό, άρχισε να συνειδητο­ποιεί ότι είχε κάποια αποστολή εντεταλμένη από την Ύψιστη Αρχή να επιτελέσει. Την κλήση για αυτή την αποστολή την έ­λαβε το 1745 με ένα όραμα που είχε στο Λονδίνο: Ήμουν στο διαμέρισμα μου κι έτρωγα με μεγάλη όρεξη καθώς ήμουν πει­νασμένος. Προς το τέλος του γεύματος παρατήρησα ότι άρχι­σε να απλώνεται σαν μία ομίχλη πάνω από τα μάτια μου. Κα­θώς η ομίχλη πύκνωνε είδα το πάτωμα του δωματίου μου σκε­πασμένο από τα πιο αηδιαστικά ερπετά κι αυτό μου προκάλεσε τεράστια έκπληξη γιατί είχα πλήρη διαύγεια και όλες τις αι­σθήσεις μου. Το σκοτάδι εν τω μεταξύ μεγάλωνε συνεχώς αλλά ξαφνικά διαλύθηκε και είδα σε μία γωνιά του δωματίου να κάθεται ένας άντρας που με τρόμαξε με τα λόγια του, επειδή ήξερα ότι ήμουν ολομόναχος. Συγκεκριμένα μου είπε: “Μην τρως τόσο πολύ!” Αμέσως μετά σκοτείνιασαν τα πάντα αλλά ξαφνικά το δωμάτιο φωτίστηκε πάλι κι είδα τον εαυτό μου τε­λείως μόνο…

Το επόμενο βράδυ μου παρουσιάστηκε πάλι ο ίδιος άντρας, αλλά αυτή τη φορά δεν τρόμαξα. Μου είπε ότι είναι ο Κύριος, ο Θεός, ο Δημιουργός και Λυτρωτής του κόσμου κι ότι με εί­χε επιλέξει για να εξηγήσω στους ανθρώπους το πνευματικό νόημα της Αγίας Γραφής, για το οποίο έργο θα μου υπαγόρευε ο ίδιος τι θα έπρεπε να γράψω. Για να πειστώ, την ίδια νύχτα μού έδειξε τον κόσμο των πνευμάτων, την κόλαση και τον ου­ρανό, όπου είδα πολλά γνωστά μου πρόσωπα. Από την ήμερα εκείνη εγκατέλειψα κάθε εγκόσμια επιστήμη και εργαζόμουν μόνο για τα πνευματικά πράγματα, ανάλογα με το τι με διέτα­ζε ο Κύριος να γράψω. Καθημερινά μου άνοιγε την πνευματι­κή μου όραση ώστε ήμουν σε θέση να βλέπω τι γινόταν στον άλλο κόσμο και σε κατάσταση εγρήγορσης να συνομιλώ με αγγέλους και πνεύματα…

Στη συνέχεια άρχισα να δημοσιεύω κάποιες αποκαλύψεις για να τις κάνω γνωστές, με θέματα όπως ο επάνω κι ο κάτω κόσμος, η μεταθανάτια κατάσταση του ανθρώπου, η αληθινή θεία λειτουργία και το πνευματικό νόημα του Λόγου, εκτός από άλλα σπουδαιότατα ζητήματα που συνεισφέρουν στη μα­καριότητα και στη σοφία…”.

Με βάση τη διδασκαλία των αντιστοιχιών που του αποκα­λύφθηκε ο Σβέντενμποργκ φανέρωσε αναρίθμητες αλήθειες που είναι κρυμμένες μέσα στο γράμμα της Βίβλου. Έτσι με­ταξύ άλλων αποκάλυψε τις απόκρυφες έννοιες κειμένων όπως το βιβλίο του Δανιήλ, η πρόρρηση της έσχατης κρίσης από το ευαγγέλιο του Ματθαίου και η αποκάλυψη του Ιωάννη.

Η νέα Εκκλησία: Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Σβέντεν­μποργκ με τον όρο “Εκκλησία” εννοείται πνευματικά ο σύν­δεσμος του ανθρώπου με τον Θεό που πραγματοποιείται χά­ρη στην προσήλωση στο καλό και στην αλήθεια, με άλλα λό­για στην αγάπη και στη σοφία. Αυτός ο σύνδεσμος υπήρχε σε όλους τους καιρούς, αν και σε διάφορους βαθμούς έντασης, από τους νοήμονες πρωτόπλαστους έως σήμερα. Εάν η ανθρω­πότητα υπέπιπτε ολοκληρωτικά στον υλισμό και απέκρουε εντελώς την “Εκκλησία”, δηλαδή αυτήν την πνευματική ακτι­νοβολία που προέρχεται από τον Θεό, τότε θα επακολουθού­σε αναπόφευκτα η πλήρης αποκτήνωση και κατά συνέπεια η καταστροφή της. Όπως απεσταλμένοι από τον πνευματικό κό­σμο και το ουράνιο βασίλειο αποκάλυψαν στο Σβέντενμποργκ, η εξωτερική εκκλησία αντιστοιχούσε πάντα στην εκάστοτε εσωτερική κατάσταση της ανθρωπότητας. Μαζί με την προϊούσα πνευματική αλλοτρίωση του ανθρώπου σαν αποτέλεσμα της επίδρασης των εωσφορικών δυνάμεων, έχασε και η εσω­τερική εκκλησία σταδιακά τη ζωντάνια της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διαμορφώθηκε ένα εξωτερικό εκκλησιαστικό οικοδό­μημα, το οποίο τελικά εκφυλίστηκε σε μια τυπική λατρεία ρου­τίνας, χωρίς αληθινό θρησκευτικό περιεχόμενο, Εν τούτοις η θεία Πρόνοια αφύπνιζε από καιρό σε καιρό προφήτες και ανανεωτές της θρησκείας, με την αποστολή να αποκαταστήσουν ενμέρει το σύνδεσμο ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτε­ρική εκκλησία.

Στην ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξαν ως τώρα τέσσερις διαδοχικές εκκλησίες, γεγονός που αναφέρεται επίσης τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη με τις αντίστοιχες βέβαια εικόνες. Η πρώτη πανάρχαιη εκκλησία διήρκεσε από τον Αδάμ ως τον κατακλυσμό του Νώε. Εκείνη την περίοδο η πνευματική υπόσταση του ανθρώπου ήταν ακόμη εντελώς συνδεδεμένη με τα ουράνια. Γι’ αυτό συνελάμβανε το αληθι­νό νόημα του Λόγου μέσω της εσωτερικής του αντίληψης, χωρίς να υπάρχουν ιερείς ή ιερά κείμενα. Τη δεύτερη ή αρχαία εκκλησία, από τον κατακλυσμό ως την καταστροφή του πύρ­γου της Βαβέλ, περιγράφει αλληγορικά ο Μωυσής στη Γένεση. Η παράδοση της πρωτόγονης εκκλησίας είναι ακόμη ζωντανή εδώ, όμως πρέπει πλέον να μεταδοθεί μεταφορικά, μέσω αντι­στοιχιών, στο λαό. Στην τρίτη, ισραηλιτική εκκλησία, το εξω­τερικό εκκλησιαστικό οικοδόμημα έχει πλέον επικρατήσει απέ­ναντι στον καθαρά πνευματικό Λόγο. Έως την εποχή του Χριστού έπαιρνε όλο και πιο αλλοιωμένες μορφές, ώσπου στο τέ­λος η λατρεία βασιζόταν απλά σε μια παραδοσιακή πίστη, χω­ρίς καμιά κατανόηση για το ιερό νόημα του Λόγου και κατά συνέπεια και για τις παλαιές προφητείες.

Με τη ζωή και τη διδασκαλία του Ιησού άρχισε η τέταρτη, η χριστική εκκλησία. Στη διάρκεια των αιώνων που ακολού­θησαν, διέγραψε την ίδια πορεία εσωτερικής αποσύνθεσης όπως κάποτε η εκκλησία του Ισραήλ. Σύμφωνα με τον Σβέντενμποργκ, κυρίως το δόγμα περί των τριών προσώπων του Θεού ήταν που παραποίησε τη θεϊκή ενότητα. Εξάλλου η πίστη προβλήθηκε σαν ο μόνος παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει στη μακαριότητα, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την εντολή για την έμπρακτη εφαρμογή της αγάπης. Έτσι όμως έπαψαν να συμβαδίζουν η εξωτερική και η εσωτερική αιώνια εκκλησία. Το αποτέλεσμα ήταν η προϊούσα αποσύνδεση από τον Θεό καθώς και η επικράτηση της πλάνης και του κακού.

Ο Χριστός έστειλε νέες αποκαλύψεις σε επιλεγμένους πνευ­ματικούς διδασκάλους και προφήτες προκειμένου να ζωντα­νέψουν την αλήθεια μέσα στη θρησκεία. Ο Σβέντενμποργκ, όντας ένας από αυτούς, είχε τη χάρη να διδαχθεί το ουράνιο και το πνευματικό νόημα της χριστιανικής παράδοσης από υψηλότερους κόσμους. Έτσι μπόρεσε να απελευθερώσει την ανθρωπότητα από την πίστη στο νεκρό γράμμα της Γραφής και να της την ξαναδώσει βαθύτερη και αναζωογονημένη. Τα πάντα στο έργο του επικεντρώνονται γύρω από το μυστή­ριο της ενανθρώπισης του Θεού, όπως το δίδασκε προφητικά η πρώτη εκκλησία.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο Σβέντενμποργκ διέκρινε την «Επιστροφή του Χριστού», η οποία παριστάνει την ίδρυση της πέμπτης ή της νέας εκκλησίας. Χάρη σ’ αυτή θα πρέπει οι δυ­νάμεις του καλού και της αλήθειας να καταλάβουν πάλι τη θέ­ση τους μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Διότι το βαθύτερο νόημα του Λόγου συνενώνει την πίστη στην αλήθεια με το κα­λό της έμπρακτης αγάπης, προετοιμάζοντας έτσι το δρόμο για τη «Νέα Ιερουσαλήμ», την επικείμενη βασιλεία του Θεού πά­νω στη γη.

Η πέμπτη, νέα εκκλησία θα αποτελεί την εισδοχή του Αγίου Πνεύματος στη ζωή του ανθρώπου στη γη, ώστε να τον οδη­γήσει σε ζωντανούς καρπούς. Η πίστη στην αλήθεια και η έμπρακτη αγάπη θα πρέπει να γίνουν μια ενότητα, ώστε ο άνθρωπος να διαμορφωθεί σε πραγματικό ομοίωμα του Θεού.

Η εκκλησία θα πρέπει να γίνει πάλι θρησκεία στο βαθύτερο νόημα της, δηλαδή επανασύνδεση με το θείο.

Σύγχρονοι θεολόγοι προσάπτουν στον Σβέντεμποργκ ότι έχουν περάσει ήδη πάνω από διακόσια χρόνια από την εξαγ­γελία της νέας εκκλησίας – ο οραματιστής είδε πνευματικά την έναρξη της το έτος 1757 – χωρίς να έχει βεβαίως πραγματο­ποιηθεί. Είναι φανερό ότι δεν έχει επέλθει καμιά ριζική μετα­βολή της ανθρωπότητας, ούτε η προσέγγιση της προς τη θεία τάξη, επομένως, λένε, η αποκάλυψη του είναι ψευδής. Ωστόσο αυτό μπορεί να το αντικρούσει κανείς λέγοντας ότι οι μύλοι του Θεού αλέθουν αργά, αλλά αποτελεσματικά. Ακόμη και μια καταιγίδα χρειάζεται ώρες και ημέρες για το σχηματισμό της, για να εκτονωθεί μετά μέσα σε λίγα λεπτά.

Από το θάνατο του Σβέντενμποργκ και ύστερα η παγκόσμια ιστορία σύρεται με έναν χωρίς προηγούμενο ρυθμό από τη μια κρίση στην άλλη. Είναι προφανές ότι οδηγείται σε μια οικου­μενική μεταβολή όπου – περίπου δύο χιλιάδες χρόνια μετά την εποχή του Χριστού – όλα θα αναμορφωθούν, συμπεριλαμβα­νόμενης και της θρησκευτικής ζωής του ανθρώπου. Τότε πλέον η Νέα Εκκλησία θα γίνει η αληθινή οδηγός όλης της ανθρω­πότητας, η επίλεκτη αντιπρόσωπος του Πνεύματος στον ορα­τό κόσμο.

Στη συνέχεια θα ακολουθήσουν μερικά αποσπάσματα από το θεμελιακό έργο του Σβέντενμποργκ «Περί Ουρανού και των θαυμαστών αυτού πραγμάτων – Περί του κάτω κόσμου»*

«Οι άνθρωποι που εκκλησιάζονται σήμερα δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτε για τον ουρανό, τον κάτω κόσμο, ή για τη δική τους ζωή μετά το θάνατο, παρόλο που όλα αυτά περιγράφο­νται στην Αγία Γραφή. Η κατάσταση αυτή έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμα και πολλοί άνθρωποι που έχουν γεννηθεί μέσα στην εκκλησία αρνούνται αυτά τα πράγματι και αναρωτιώνται μέσα τους: “Έχει γυρίσει πίσω κάποιος για να μας πει;”

Για να εμποδίσουμε μία τόσο αρνητική τοποθέτηση (που εί­ναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σ’ όσους έχουν πολλή κοσμική σο­φία) από το να μολύνει και να διαφθείρει τους απλούς ανθρώ­πους με την αγνή πίστη, έγινε δυνατό σε εμένα να βρεθώ μα­ζί με τους αγγέλους, και να μιλήσω μ’ αυτούς πρόσωπο με πρόσωπο. Μου έχει επίσης επιτραπεί να δω πώς είναι ο ουρα­νός και μετά πώς είναι ο κάτω κόσμος. αυτό έχει κρατήσει για δεκατρία χρόνια. Έτσι μπορώ τώρα να περιγράψω τον ουρανό και τον κάτω κόσμο από όσα έχω δει και ακούσει, ελπίζο­ντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα διαφωτίσω την άγνοια και να διασκορπίσω την απιστία. Ο λόγος που συμβαίνει σήμερα μία τέτοια άμεση αποκάλυψη είναι πως αυτό σημαίνει τον “ερχομό του Κυρίου”.

…Πρέπει πρώτα να γνωρίζουμε ποιος είναι ο Θεός του ου­ρανού, εφόσον όλα τα άλλα εξαρτώνται από αυτό. Σ’ όλη την έκταση του ουρανού κανένας άλλος δεν αναγνωρίζεται ως Θεός, εκτός από τον Κύριο. Λένε εκεί, ακριβώς όπως Εκείνος ο Ίδιος δίδαξε, ότι: Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα. Ο Πατέ­ρας είναι σ’ εμένα και εγώ σ’ αυτόν. Εκείνος που έχει δει εμέ­να, έχει δει τον Πατέρα. Θα πάρει απ’ ό,τι είναι δικό μου και θα σας το αναγγείλει. (Ιω. 10:30,38. 14:9-11. 16:13-5)

Έχω πολύ συχνά μιλήσει με τους αγγέλους γι’ αυτό, και εκεί­νοι απαράλλακτα είπαν ότι στον ουρανό είναι εντελώς ανίκα­νοι να χωρίσουν το Θείο σε τρία. Αυτό συμβαίνει επειδή γνω­ρίζουν αλλά και αντιλαμβάνονται ότι το Θειο είναι ένα στον Κύριο. Έχουν ακόμα πει ότι δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί η είσοδος στον Ουρανό ανθρώπων που εκκλησιάζονται και που έρχονται από τον κόσμο με την ιδέα των τριών “Θεοτήτων”, α­φού η σκέψη τους περιφέρεται από τη μία στην άλλη, και αφού στον ουρανό δεν μπορούν να σκέφτονται τρία και να λένε ένα.

Αυτό συμβαίνει επειδή στον ουρανό όλοι μιλούν από τη σκέ­ψη τους, αφού εκεί έχουν σκέψη – ομιλία, ή φωνητική σκέψη.

Δεν υπάρχει λοιπόν καμία πιθανότητα να δεχθούν ανθρώπους που στον κόσμο διαιρούσαν το Θείο σε τρία, υιοθετώντας μία ξεχωριστή ιδέα για το καθένα και μην ενώνοντας και επικε­ντρώνοντας την αντίληψη τους στον Κύριο. Μάλιστα, υπάρ­χει στον ουρανό μία επικοινωνία όλων των σκέψεων, έτσι ώστε αν έφτανε κάποιος που σκεπτόταν τρία και έλεγε ένα, θα γι­νόταν γνωστός και αμέσως θα απωθούνταν.

Είναι, όμως, σημαντικό να γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι που δεν έχουν ξεχωρίσει αυτό που είναι αληθινό από αυτό που εί­ναι καλό (ή την πίστη από την αγάπη) όλοι τους αποδέχονται την ουράνια αντίληψη για τον Κύριο όταν διδάσκονται στην άλλη ζωή – την αντίληψη, δηλαδή, ότι ο Κύριος είναι ο Θεός του σύμπαντος. Είναι αρκετά διαφορετικά με τους ανθρώπους που έχουν διαχωρίσει την πίστη από τη ζωή, που δεν έχουν ζή­σει, δηλαδή, σύμφωνα με τις αρχές μιας αληθινής πίστης.

Οι άνθρωποι της εκκλησίας δεν πρέπει να έχουν καμία αμ­φιβολία σχετικά με το ότι ο Κύριος είναι ο Θεός του ουρανού, αφού Αυτός ο Ίδιος έχει διδάξει ότι όσα έχει ο Πατέρας είναι και δικά Του (Ματθ. 11:27, Ιω. 16:25, 17:2) και ότι κατέχει όλη τη δύναμη στον ουρανό και στη γη (Ματθ. 28:18). Είπε “στον ουρανό και στη γη” επειδή ο κυβερνήτης του ουρανού κυβερνά επίσης και τη γη, καθώς το ένα εξαρτάται από το άλ­λο. Το ότι κυβερνά τον ουρανό και τη γη σημαίνει ότι αυτά δέ­χονται από Αυτόν οτιδήποτε είναι καλό, που ανήκει στην αγά­πη, και οτιδήποτε είναι αληθινό, που ανήκει στην πίστη. Αυτό σημαίνει όλη τη νοημοσύνη και τη σοφία και επομένως όλη την ευτυχία. με μία λέξη, ότι δέχονται την αιώνια ζωή.

Ο Κύριος δίδαξε και αυτό επίσης, όταν είπε: Εκείνος που πιστεύει στον Υιό έχει ζωή αιώνια. Εκείνος όμως που απειθεί στον Υιό δεν θα δει ζωή… (Ιω. 3:36)

Και αλλού: Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πιστεύει σ’ εμένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει, και όποιος ζει και πιστεύει σ’ εμένα, δεν θα πεθάνει ποτέ… (Ιω. 11:25-26)

Και αλλού ακόμα: Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή, (Ιω. 14:6)

Υπάρχουν πολλά συγκεκριμένα πνεύματα τα οποία κατά τη διάρκεια της ζωής τους πάνω στη γη, απέδιδαν μεγάλη ση­μασία στον Πατέρα, μην έχοντας καμία αντίληψη για τον Κύ­ριο, παρά μονάχα σαν κάποιον άλλον άνθρωπο. Έτσι δεν πί­στευαν ότι Εκείνος ήταν ο Θεός του ουρανού. Εξαιτίας αυτού, τους επιτρεπόταν να ταξιδεύουν όπου ήθελαν και να ρωτούν αν υπήρχε κάποιος ουρανός που δεν ανήκε στον Κύριο. Ρω­τούσαν απ’ εδώ κι από κει για κάποιες μέρες, αλλά δεν εύρι­σκαν ένα τέτοιο μέρος.

Ήταν ο τύπος των ανθρώπων που πίστευαν ότι η ευτυχία του ουρανού βρίσκεται στη δόξα και στην εξουσία. Αφού δεν μπο­ρούσαν να πάρουν αυτό που ποθούσαν και τους λεγόταν ότι ο ουρανός δεν απαρτίζεται από πράγματα σαν αυτά, ένιωθαν χολωμένοι. Ήθελαν έναν ουρανό όπου θα μπορούσαν να έχουν εξουσία πάνω σε άλλους και όπου θα μπορούσαν να ανταγω­νισθούν το είδος της δόξας που υπάρχει στον κόσμο».

Τι είναι ο κόσμος των πνευμάτων: «Ο Κόσμος των πνευμά­των δεν είναι ούτε ουρανός ούτε κόλαση’ είναι αντίθετα, ένας τόπος ή μία κατάσταση ανάμεσα στα δύο. Εκεί όπου φτάνει πρώτα ο άνθρωπος μετά το θάνατο, και εκεί απ’ όπου, αφού έχει περάσει κάποιο χρονικό διάστημα, είτε ανυψώνεται στον ουρανό είτε ρίχνεται στον κάτω κόσμο, ανάλογα με τη ζωή του στον κόσμο.

Ο κόσμος των πνευμάτων είναι ένας τόπος στη μέση μετα­ξύ ουρανού και κόλασης, αλλά και η “ενδιάμεση” κατάσταση ενός ανθρώπου μετά το θάνατο. Έχω μπορέσει να δω ότι εί­ναι ένας ενδιάμεσος τόπος από το γεγονός ότι οι κάτω κόσμοι είναι κάτω από αυτόν, και οι ουρανοί από πάνω. και να δω ότι είναι μία ενδιάμεση κατάσταση από το γεγονός ότι όσο καιρό ένας άνθρωπος είναι εκεί, δεν είναι ακόμα ούτε στον ουρανό ούτε στην κόλαση.

Η κατάσταση του ουρανού μέσα σε έναν άνθρωπο, είναι η σύνδεση αυτού που είναι καλό με αυτό που είναι αληθινό μέ­σα του’ και η κατάσταση της κόλασης είναι η σύνδεση αυ­τού που είναι κακό με αυτό που είναι ψεύτικο μέσα του. Όταν αυτό που είναι καλό συνδέεται με αυτό που είναι αληθι­νό μέσα σε έναν άνθρωπο ο οποίος είναι ένα πνεύμα, τότε αυτός μπαίνει στον ουρανό, επειδή, όπως έχουμε πει, η σύν­δεση αυτή είναι ο ουρανός μέσα του. Αλλά όταν αυτό που είναι κακό συνδέεται με αυτό που είναι ψεύτικο μέσα του, μπαίνει στην κόλαση, επειδή αυτή η σύνδεση είναι η κόλα­ση μέσα του. Αυτή η σύνδεση πραγματοποιείται στον κόσμο των πνευμάτων, επειδή τότε ο άνθρωπος είναι σε μία ενδιά­μεση κατάσταση.

…Υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων στον κόσμο των πνευμάτων, επειδή εκεί είναι που συγκεντρώνονται αρχι­κά. εκεί είναι όπου όλοι εξετάζονται και προετοιμάζονται.

Δεν υπάρχει ένα καθορισμένο όριο στη διάρκεια Της παρα­μονής τους εκεί. Μερικοί μόλις που μπαίνουν σ’ αυτόν πριν, είτε μεταφερθούν στον ουρανό είτε ριχτούν στην κόλαση. Άλλοι μένουν εκεί μερικές μόνο εβδομάδες, μερικοί αρκετά χρόνια, αν και όχι περισσότερα από τριάντα. Οι διαφορές στο μήκος της παραμονής προκύπτουν από το βαθμό στον οποίο τα περισσότερο εσωτερικά στοιχεία του ανθρώπου αντιστοι­χούν – ή δεν αντιστοιχούν – με τα περισσότερο εξωτερικά του στοιχεία.

Στις ακόλουθες σελίδες θα αποκαλύψουμε πώς ένας άνθρω­πος σ’ εκείνο τον κόσμο οδηγείται από μία κατάσταση σε μία άλλη και προετοιμάζεται.

Μετά το θάνατο, αμέσως μόλις φτάσουν στον κόσμο των πνευμάτων, οι άνθρωποι ταξινομούνται με ακρίβεια από τον Κύριο. Οι κακοί άνθρωποι προσαρτώνται χωρίς καθυστέρηση στις διαβολικές κοινότητες όπου, όσον αφορά την αγάπη που κυριαρχούσε μέσα τους, βρίσκονταν κατά τη διάρκεια της ζωής τους στον κόσμο. και οι καλοί άνθρωποι γρήγορα προσαρτώ­νται στην ουράνια κοινότητα όπου, όσον αφορά την αγάπη και τη φιλευσπλαχνία και την πίστη τους βρίσκονταν κατά τη διάρ­κεια της ζωής τους στον κόσμο. Παρ’ όλη την ταξινόμηση αυ­τή, όμως, οι άνθρωποι σ’ εκείνον τον κόσμο πραγματικά συ­γκεντρώνονται όλοι μαζί. Όλοι οι άνθρωποι που ήταν φίλοι ή γνώριμοι κατά τη διάρκεια της σωματικής τους ζωής, ιδιαίτερα οι σύζυγοι και οι αδελφοί και αδελφές, μιλούν ο ένας με τον άλλο οποτεδήποτε το θελήσουν.

Έχω δει έναν πατέρα να μιλάει με τα έξι παιδιά του και να τα αναγνωρίζει, και πολλούς άλλους να μιλούν με τους συγγε­νείς και τους φίλους τους. Αλλά αφού είχαν διαφορετική ψυ­χική διάθεση εξαιτίας της ζωής τους στον κόσμο, δεν περνού­σε πολύς καιρός πριν χωριστούν. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι που μπαίνουν στον ουρανό ή την κόλαση από τον κόσμο των πνευμάτων δεν βλέπουν και δεν γνωρίζουν πια ο ένας τον άλλο παρά μόνο αν έχουν παρόμοια ψυχική διάθεση ως αποτέλεσμα μιας παρόμοιας αγάπης.

Ο λόγος που βλέπουν ο ένας τον άλλο στον κόσμο των πνευ­μάτων αλλά όχι στον ουρανό ή στην κόλαση, είναι ότι οι άνθρω­ποι στον κόσμο των πνευμάτων οδηγούνται σε καταστάσεις πα­ρόμοιες με αυτές που ζούσαν στον κόσμο, στη μία μετά την άλ­λη. Αργότερα, όμως, όλοι ανάγονται σε μία σταθερή κατάσταση παρόμοια με αυτή της αγάπης που κυριαρχεί μέσα τους. Στην κατάσταση αυτή, οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο μόνο πάνω στη βάση της ομοιότητας της αγάπης επειδή η ο­μοιότητα διαμορφώνει δεσμούς και η έλλειψη της διαχωρίζει».

Όπως αναφέρθηκε, ο ίδιος ο Σβέντενμποργκ τα οράματα του τα θεωρούσε ως τμήμα της επιστροφής του Χριστού και προαγγελία της επικείμενης νέας εκκλησίας. Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει μνεία του γεγονότος ότι ο Σουηδός οραματι­στής σε μία επιστολή του από τις 11.11.1766 έκανε μία πρόρρηση η οποία θα πρέπει από όσα είναι γνωστά να αναφέρεται στον προφήτη Γιάκομπ Λόρμπερ.

Συγκεκριμένα ανέφερε ότι μετά από τον ίδιο θα παρουσια­ζόταν ένας φωτισμένος άντρας που θα άκουγε ηχηρά τις απο­καλύψεις που θα λάμβανε από τον πνευματικό κόσμο. Επεσή­μανε μάλιστα με έμφαση ότι αυτός ο άνθρωπος που θα είχε μία τέτοια έμπνευση, τη φωνή που θα άκουγε δεν θα την αντιλαμ­βανόταν απ’ έξω, αλλά εσωτερικά. Όντως ο Λόρμπερ άκουγε τη φωνή στο εσωτερικό του και συγκεκριμένα μέσα στην καρ­διά, ενώ ο Σβέντενμποργκ είχε την ικανότητα να καταγράφει από μνήμης με δικά του λόγια τα οράματα του στον κόσμο των πνευμάτων.

Και αντίστροφα, αποκαλύψεις στο Λόρμπερ επιβεβαιώνουν την αποστολή του Σβέντενμποργκ να αποτελέσει μέρος της πνευματικής επιστροφής του Χριστού. Έτσι ο Σβέντενμποργκ χαρακτηρίζεται μεταξύ άλλων ως ένας οραματιστής που είχε αφυπνισθεί από τον Θεό: «Ο Σβέντενμποργκ είχε αφυπνισθεί από Μένα κι οδηγήθηκε σε κάθε Μου σοφία από τους αγγέ­λους Μου αντίστοιχα με το βαθμό της αγάπης τους. Κι αυτά που λέει είναι καλά κι αληθινά.

Ωστόσο η διδασκαλία κι ο ζωντανός Μου Λόγος που σας δίνεται από το στόμα Μου μέσω της αγάπης στο εσωτερικό σας, είναι ανώτερα από όλους τους προφήτες και όλη τη σο­φία των αγγέλων! Γιατί το πρώτο και το ύψιστο είναι η αγά­πη και ύστερα από αυτήν έρχεται η σοφία.

Γι’ αυτό το λόγο σε αυτόν που έχει αληθινή αγάπη για Μέ­να η σοφία θα δοθεί επιπρόσθετα με κάθε πληρότητα σαν χάρισμα. Όποιος όμως αναζητά τη σοφία χωρίς να έχει πριν την αγάπη, δεν θα βρει άλλο από πλάνη, θα διχαστεί στα δύο και στο τέλος δεν θα ξέρει να ξεχωρίσει την αλήθεια από το ψέμα. Επομένως πρωτίστως να έχετε αγάπη κι αφήστε κατά μέρος την υπερβολική περιέργεια κι έτσι θα ανατείλει μέσα σας ο ήλιος». («Τα Δώρα τον Ουρανού»)

Επίσης σε ένα άλλο σημείο στο Λόρμπερ ο Ιησούς εξηγεί στους μαθητές του σχετικά με την αφύπνιση προφητών κι ενορατικών: «Στο δεύτερο ερχομό Μου θα έρθω καταρχάς αόρα­τος μέσα στα σύννεφα του ουρανού, πράγμα που σημαίνει ότι πρώτα θα αρχίσω να πλησιάζω τους ανθρώπους μέσα από αλη­θινούς οραματιστές, σοφούς και αφυπνισμένους προφήτες. εκείνο τον καιρό θα υπάρχουν γυναίκες που θα προφητεύουν και νέοι που θα έχουν αποκαλυπτικά όνειρα, βάσει των οποίων θα αναγγείλουν τον ερχομό Μου στους ανθρώπους. Πολλοί μάλιστα θα τους ακούσουν και θα καλυτερέψουν, αλλά ο κό­σμος θα θεωρήσει ότι πρόκειται για αερολογίες παρανοϊκών και δεν θα τους πιστέψει, όπως γινόταν και με τους παλιούς προφήτες…».

Ένας που εμβαθύνει στο έργο των Σβέντενμποργκ, Λόρμπερ και Ντούντε δεν αργεί να διαπιστώσει ότι οι τρεις αυτοί προ­φήτες που αφυπνίστηκαν με απόσταση ενός αιώνα περίπου ο ένας από τον άλλον αποτελούν όντως τρεις βαθμίδες της επι­στροφής του Χριστού. Αρχή έγινε με τις γεμάτες σοφίες απο­καλύψεις που προήλθαν από τα υπερκόσμια οράματα του Σβέ­ντενμποργκ και στη συνέχεια ακολούθησε το εκτενέστατο και πολύπλευρο έργο του Λόρμπερ. Στην τελευταία βαθμίδα των αποκαλύψεων βρίσκεται η προφήτης της τελευταίας εποχής Μπέρτα Ντούντε, η οποία επίσης συλλάμβανε το Λόγο εσω­τερικά στην περιοχή της καρδιάς. Στην Ντούντε η γλώσσα εί­ναι πλέον γυμνή από οποιονδήποτε συμβολισμό και τόσο απλή που να γίνεται κατανοητή από τον κάθε άνθρωπο. Έτσι έφερε πολύ κοντά στο γήινο επίπεδο τον «Παράκλητο, το Πνεύμα της Αλήθειας» που είχε υποσχεθεί ο Ιησούς (κατά Ιωάννη 14, 26). Πράγματι, στις 15.6.1962 η ίδια η Ντούντε έλαβε μία μετάδοση στην οποία η αποστολή της συσχετίζεται άμεσα με αυ­τή τη βιβλική υπόσχεση:

«Σας υποσχέθηκα να σας στείλω τον Παράκλητο, το Πνεύ­μα της Αλήθειας και όντως το έκανα μεταδίδοντας σας την αμιγή Αλήθεια μέσω ενός ανθρώπου που Μου είναι απόλυτα αφοσιωμένος. Σε αυτό το παιδί Μου στη γη ανέθεσα την αποστολή να μεταφέρει αυτή την αλήθεια στους ανθρώπους εκεί­νους που είναι έτοιμοι να τη δεχτούν.

Άναψα για σας ένα φως που δεν πρέπει να μείνει κρυμμένο· αντίθετα οφείλει να λάμψει μέσα στη νύχτα που έχει απλωθεί πάνω από τη γη, γιατί μονάχα ένα φως από ψηλά μπορεί να διασπάσει αυτό το σκοτάδι».

 

 

Σάντου Σούνταρ Σινγκ

Ο Ινδός αυτός μαθητής του Χριστού μοιάζει σε πολλά με τον Παύλο και κυρίως στην πορεία του πού ήταν πλούσια από εξωτερικά κι εσωτερικά γεγονότα. Όπως για τον Απόστολο των εθνών έτσι και για το Σούνταρ Σινγκ το σημείο καμπής στη ζωή του ήταν ένα όραμα του Ιησού Χριστού, οπότε από πολέμιος του μεταμορφώθηκε σε ενθουσιώδη ακόλουθο κι ερ­γάτη του. Όπως ο Παύλος, «δεν παρέλαβε το Ευαγγέλιο από άνθρωπο, αλλά δια της αποκάλυψης του Ιησού Χριστού» και όπως εκείνος έκανε και υπέφερε τα πάντα για να μεταδώσει την καλή αγγελία.

Σε άλλα σημεία πάλι ο Σούνταρ Σίνγκ μοιάζει με το πρότυ­πο του, τον Ιησού που κήρυττε περιοδεύοντας από χωριό σε χωριό, μιλώντας με παραβολές σε μία απλή γλώσσα, κατανο­ητή σε όλους, που είχε επίσης αφήσει τα πάντα πίσω του για να ακολουθήσει στην πράξη το δάσκαλο του και που όπως εκείνος αποσυρόταν συχνά μόνος του σε ένα βουνό για να ε­πικοινωνήσει με τον Πατέρα του. Έτσι η ιστορία του Ιησού και των αποστόλων του που σε πολλούς σήμερα πια ηχεί σαν μύθος, επαναλαμβάνεται στο πρόσωπο ενός Ινδού σάντου, δη­λαδή ενός περιοδεύοντα κήρυκα.

Ο Σούνταρ Σινγκ γεννήθηκε το 1889 σε μία παλιά, αριστο­κρατική και πολύ πλούσια οικογένεια σιχ. Η μητέρα του, καλ­λιεργημένη και ευσεβής, ενέπνευσε από πολύ νωρίς στο μικρό Σούνταρ μια βαθιά θρησκευτικότητα. Πέθανε όταν ο Σούνταρ που της ήταν πολύ αφοσιωμένος ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών και οι μεταφυσικοί του αγώνες είχαν ήδη αρχίσει.

«Προσπαθούσα να βρω ειρήνη με τα μέσα που προσφέρουν οι θρησκείες της Ινδίας, ο ινδουισμός, ο βουδισμός και το ισλάμ, αλλά δεν μπορούσα να γαληνέψω… Ήθελα να λυτρώ­σω μόνος μου τον εαυτό μου και διάβαζα σαν μανιακός όλα μας τα βιβλία. Αγωνιζόμουν με όλο μου το είναι να βρω γα­λήνη κι ανάπαυση. έκανα καλά έργα, έκανα οτιδήποτε θα μπο­ρούσε να μου φέρει την ειρήνη, αλλά δεν την έβρισκα, γιατί από μόνος μου δεν μπορούσα να τη δώσω στον εαυτό μου».

Η εμφάνιση του Ιησού Χριστού είναι το αποφασιστικό ση­μείο καμπής στη ζωή του καθώς του έφερε το αντικείμενο του πόθου του, «την ειρήνη που είναι πέρα από κάθε λογική, τον ουρανό επί γης».

«Αυτό που είδα δεν ήταν φαντασίωση μου. Μέχρι τότε απε­χθανόμουν τον Ιησού και δεν τον αναγνώριζα σαν θεό. Εάν αντί γι’ αυτόν είχα δει το Βούδα, που ήμουν συνηθισμένος να τον λατρεύω, θα έλεγα ότι ήταν προϊόν της φαντασίας μου. Ούτε ήταν όνειρο αυτό που είδα- όποιος μόλις έχει βγει από ένα κρύο μπάνιο δεν ονειρεύεται! Ήταν πραγματικότητα, ήταν ο Χριστός ζωντανός! Αυτός μπορεί να μεταμορφώσει ένα εχθρό του Χριστού σε κήρυκα του Ευαγγελίου του. Μου χάρισε την ειρήνη του κι όχι μόνο για λίγες ώρες, αλλά για δεκάξι ολό­κληρα χρόνια, μία εξαίσια ειρήνη που δεν μπορώ να περιγρά­ψω με λόγια, μπορώ όμως να δώσω τη μαρτυρία ότι είναι α­ληθινή… Όταν μου αποκαλύφθηκε είδα τη λαμπρότητα του και κατάλαβα ότι ήταν ο ζωντανός Χριστός.

Από τον ινδουισμό είχα μάθει ότι υπάρχει ένας Ουρανός κι έκανα ό,τι μπορούσα για να απαλλαγώ από την αμαρτία και να ζω σε όλα τα πράγματα σύμφωνα με τη Θεία θέληση. Προ­σπαθούσα να σώσω τη ζωή μου με τα καλά μου έργα, πράγμα που ήταν ανώφελο αφού δεν μπορούσα να σωθώ έτσι. Ήμουν περήφανος για την ινδική θρησκεία και φιλοσοφία, αλλά η φι­λοσοφία δεν μπορεί να σώσει τους αμαρτωλούς από την αμαρ­τία τους. Απεγνωσμένος παρακαλούσα τον Θεό να μου δείξει πώς να σωθώ και σαν απάντηση στις προσευχές μου είδα το σωτήρα μου, μου παρουσιάστηκε ο ίδιος ζωντανά μπροστά μου. Ποτέ δεν περίμενα να δω κάτι τέτοιο».

Μετά τη μεταστροφή του ο Σούνταρ Σινγκ πέρασε το μεγα­λύτερο μέρος της ζωής του περιοδεύοντας σαν ιεραπόστολος, σαν σάντου, δηλαδή πλανόβιος προσκυνητής, περιπλανώμε­νος στην Ινδία και τις γειτονικές χώρες. Πέραν τούτου έκανε διάφορα ταξίδια στην Ευρώπη, στην Αμερική και στην Αυ­στραλία σε συνδυασμό πάντα με την αποστολή του. Είχε από παντού προσκλήσεις – μεταξύ άλλων και από την Ελλάδα – και στις ομιλίες του συνέρρεαν πλήθη κόσμου.

Ωστόσο οι απογοητεύσεις που γνώρισε στη δύση τον έκα­ναν πολύ αυστηρό κριτή της. Αφού παρέδωσε εκεί το μήνυμα του, τίναξε τη σκόνη της Ευρώπης από τα πόδια του κι επέ­στρεψε στην πατρίδα με την απόφαση να μην γυρίσει ποτέ πια στη δύση. Αυτό που είχε διαπιστώσει ήταν ότι οι δυτικοί άν­θρωποι όντας στην πλειοψηφία τους παγιδευμένοι στο κυνή­γι του χρήματος και της απόλαυσης, αδιαφορούν για το μήνυμα του Χριστού, ενώ στην ανατολή δείχνουν μεγαλύτερη προ­θυμία να, το παραλάβουν. Θεωρώντας ότι αυτή ήταν η απο­στολή του για το υπόλοιπο της ζωής του. άρχισε να περιοδεύει σαν ιεραπόστολος στο Θιβέτ. Εκτός του ότι αποτελούσε ένα πλούσιο πεδίο εργασίας, το Θιβέτ τον τραβούσε για ένα επιπλέον λόγο, επειδή προείδε ότι θα πέθαινε εκεί σαν μάρ­τυρας, μια μοίρα που γι’ αυτόν ήταν το πιο ποθητό τέλος.

Σε μία ομιλία του στην Ελβετία είχε πει: «Η σκέψη ότι μια μέρα θα πεθάνω στο Θιβέτ δεν με τρομάζει. Όταν έρθει αυτή η μέρα θα τη δεχθώ με χαρά. Πηγαίνω κάθε χρόνο εκεί και ίσως του χρόνου κιόλας να μάθετε ότι έχω πεθάνει. Μην σκεφθείτε τότε, είναι νεκρός, αλλά πέστε έχει πάει στη ζωή του Ουρανού, είναι μαζί με το Χριστό στη ζωή της τελείωσης». Προφανώς η μοίρα τού μάρτυρα τον περίμενε όντως στο Θιβέτ και δεν ήταν μόνο διωγμοί και βιαιοπραγίες που υπέστη εκεί· στο τέλος χάθηκαν μια μέρα οριστικά τα ίχνη του στα Ιμαλάια.

Ο ζωντανός Χριστός του Σούνταρ Σίνγκ: «Την πρώτη φορά που ανέβηκα στον ουρανό, κοίταξα γύρω μου και ρώτησα: “Που είναι ο Θεός;” Και μου απάντησαν: “Τον Θεό δεν τον βλέπει κάποιος εδώ περισσότερο από όσο πάνω στη γη, γιατί είναι απέραντος. Αλλά εδώ είναι ο Χριστός- αυτός είναι ο Θεός, αφού είναι η εικόνα του αόρατου Θεού και μόνο μέσα του μπο­ρεί να δει κανείς τον Θεό, τόσο στον Ουρανό όσο και στη γη”».

Στην εκστατική αυτή εμπειρία ο σάντου είδε καθαρά τη μυ­στηριακή σχέση ανάμεσα στον «ανεκδήλωτο» και στον «αποκαλυμμένο» Θεό, τον Ιησού Χριστό. Το δικό του πρόσωπο εί­χε δει με τα σωματικά του μάτια στην καταλυτική οπτασία που τον οδήγησε στη μεταστροφή και το ίδιο πρόσωπο έβλεπε πνευματικά κάθε φορά που στην έκσταση επισκεπτόταν τον ουρανό. Για το σάντου μόνο μέσα στον Χριστό υπάρχει βίω­ση, γνώση, θέαση και αγάπη του Θεού. Ο Θεός είναι μέσα στον Χριστό, ο Θεός είναι Χριστός κι ο Χριστός είναι Θεός, «τα πάντα, και μέσα στα πάντα είναι ο Χριστός» (προς Κολοσσαείς 3,11). «Ο Χριστός δεν είναι μόνο ο λυτρωτής μου, είναι η ζωή μου και τα πάντα για μένα σε ουρανό και γη».

Ο πεπερασμένος άνθρωπος δεν μπορεί να δει καταπρόσωπο τον απέραντο Θεό χωρίς να τον καταπιεί η πύρινη θάλασ­σα της μεγαλειότητας του και της λαμπρότητας του. Γι’ αυ­τό ο Θεός ντύθηκε με μία ανθρώπινη περιβολή και πήρε μορ­φή ανθρώπου. Ο Χριστός εξηγεί στο σάντου που κάθεται «στα πόδια του δασκάλου»: «Ο καλύτερος τρόπος για να αποκα­λυφθώ στην ανθρωπότητα προκειμένου να την οδηγήσω στο σωστό δρόμο, ήταν να γίνω άνθρωπος για χάρη των ανθρώ­πων, ώστε να καταλάβουν ότι ο Θεός δεν είναι μια άγνωστη δύναμη που φέρνει το φόβο, αλλά είναι αγάπη και μοιάζει στον άνθρωπο, αφού αυτός έχει γίνει κατ’ εικόνα και ομοίω­ση του».

Το μυστήριο της ενσάρκωσης του Λόγου ο Σούνταρ Σινγκ το εξηγούσε πάντοτε με εύγλωττες παραβολές: «Ένας βασι­λιάς είχε έναν πρωθυπουργό που έγινε χριστιανός και δήλωνε δημόσια ότι πίστευε στο Σωτήρα που είχε έρθει στον κόσμο για να γλιτώσει τους αμαρτωλούς. Για το βασιλιά αυτό ήταν ακατανόητο, αφού όπως έλεγε “άμα θέλω να γίνει κάτι, αρκεί να διατάξω τους υπηρέτες μου. Γιατί λοιπόν ο βασιλιάς των βασιλέων να έρθει προσωπικά στον κόσμο;” Κι ήθελε να απο­λύσει τον πρωθυπουργό λόγω του εκχριστιανισμού του, αλλά επειδή τον αγαπούσε πολύ, αποφάσισε να του χαρίσει τη θέ­ση του εάν θα του απαντούσε σε αυτή την ερώτηση. Ο πρω­θυπουργός ζήτησε μια μέρα προθεσμία, κάλεσε έναν επιτή­δειο ξυλογλύπτη και του ανέθεσε να φτιάξει ένα πιστό ομοίω­μα του δίχρονου παιδιού του βασιλιά. Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς έκανε τον καθιερωμένο του περίπατο με μία βάρκα στη λίμνη. Ο ξυλογλύπτης είχε στηθεί στην όχθη και περίμε­νε ένα προσυμφωνημένο σημάδι για να πετάξει την κούκλα στο νερό, Όταν ο βασιλιάς είδε την κούκλα να πέφτει, νομίζο­ντας ότι ήταν το παιδί του, πήδηξε στο νερό για να το σώσει. Τότε ο πρωθυπουργός τον ρώτησε γιατί θέλησε να σώσει ο ίδιος το παιδί του ενώ θα αρκούσε να δώσει μία διαταγή στους υπηρέτες του. Ήταν η πατρική μου καρδιά που αντέδρασε έτσι”, φώναξε ο βασιλιάς κι ο πρωθυπουργός του απάντησε: :Έτσι και στον Θεό δεν αρκούσε να στείλει έναν υπηρέτη του, αλλά από την απέραντη αγάπη του κατέβηκε ο ίδιος από τον ουρανό για να μας σώσει”».

Ωστόσο και στον ίδιο το Σούνταρ Σίνγκ πριν εκχριστιανι­στεί η θυσία στο σταυρό τού φαινόταν ότι ήταν τελείως παρά­λογη και αποτρόπαιη. «Όσο ήμουν ινδουιστής δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ήταν δυνατόν για τον Θεό να μας δώσει τη ζωή χάρη στο σταυρικό θάνατο του Ιησού… Αλλά όταν γνώ­ρισα την αγάπη του κι αυτή κατέλαβε την καρδιά μου, τότε φωτίστηκε ο νους μου. Ο Χριστός ήρθε για να φανερώσει την αληθινά απεριόριστη πατρική αγάπη που ήταν ανεκδήλωτη πριν από τους αιώνες και προσφέροντας τη ζωή του να λυτρώ­σει όλες τις ψυχές, όχι μόνο τις καλές, αλλά κυρίως εκείνες που είναι μέσα στην αμαρτία. Επιπλέον ήρθε για να αποδείξει με το θάνατο και την ανάσταση του ότι ο θάνατος, αυτός που ο κόσμος θεωρεί σαν θάνατο, στην πραγματικότητα είναι η πηγή της ζωής».

Για να το διδάξει αυτό παραστατικά καταφεύγει και πάλι σε ιστορίες και παραβολές.: «Πριν από πολλά χρόνια ταξίδευα στο Μπουτάν, στα Ιμαλάια. Μιλούσα στον κόσμο για τον Ιησού Χριστό και τους τόνιζα ότι η σωτηρία μας οφείλεται στο θάνατο του για χάρη μας. Πολλοί έλεγαν: “Είναι απίστευτο ότι ο θάνατος ενός μπορεί να σώσει όλους εμάς τους άλλους”. Ένας νεαρός όμως αντικρούοντας είπε ότι κάτι τέτοιο ήταν α­πολύτως δυνατό αφού και ο ίδιος είχε μία ανάλογη εμπειρία. Και διηγήθηκε στη συνέχεια ότι πριν από λίγο καιρό είχε πέ­σει σε έναν γκρεμό και κόντεψε να πεθάνει από την αιμορρα­γία. Ο γιατρός που τον είδε είπε ότι δεν υπήρχε ελπίδα να ζή­σει εάν δεν βρισκόταν κάποιος να του δώσει από το αίμα του για μετάγγιση. Ο πατέρας του που του είχε αδυναμία δήλωσε αμέσως πρόθυμος να δώσει το δικό του αίμα. Αλλά καθώς ήταν ηλικιωμένος εξαντλήθηκε από τη μετάγγιση και πέθανε, ενώ ο νέος σώθηκε· έτσι τέλειωσε τη διήγηση του με τα λόγια: “Με αυτό τον τρόπο πέθανε ο πατέρας μου- επειδή με αγαπούσε πάρα πολύ έδωσε τη ζωή του για μένα”. Και με βάση τη δική του ιστορία εγώ πρόσθεσα: “Όπως έπεσες εσύ από το βουνό στον γκρεμό, έτσι πέσαμε κι εμείς εξαιτίας της ανομίας μας από το ύψος του Θεού και χάσαμε την αληθινή ζωή μας, την πνευματική ζωή. Μα ο Χριστός πέθανε για μας στο σταυρό κι έδωσε το αίμα του για μας, που ψυχορραγούσαμε. Όσοι πιστεύ­ουν σε αυτόν, ξέρουν από προσωπική εμπειρία ότι ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να κάνει τους αμαρτωλούς να γνωρίσουν τη μακαριότητα”».

«Εγώ δεν πιστεύω στον Ιησού Χριστό επειδή διάβασα γι’ αυτόν στη Βίβλο, τον έχω δει και τον έχω βιώσει και τον γνω­ρίζω από την καθημερινή μου εμπειρία». Από αυτή την προ­σωπική εμπειρία ο σάντου τονίζει συνεχώς ότι ο Χριστός δεν είναι απλά μία ιστορική προσωπικότητα, αλλά «μία ζωντανή πραγματικότητα που πρέπει κανείς να τη ζήσει. Το να είναι κα­νείς χριστιανός σημαίνει ότι έχει βάλει τον Χριστό στην καρδιά του».

Η εκτίμηση για τον άνθρωπο Ιησού σαν διδάσκαλο και ηθι­κό πρότυπο είναι τελείως ανούσια σε σύγκριση με την προσω­πική επαφή της ψυχής με τον αιώνιο Πατέρα. Γι’ αυτό στις εμ­φανίσεις του στην Ευρώπη ο Σούνταρ Σινγκ ασκεί αυστηρή κριτική στην ορθολογιστική σύγχρονη αντίληψη του Ιησού και σαν αντίβαρο αντιπαραθέτει την προσωπική του σχέση μαζί του.

«Ο Χριστός δεν ήρθε για να μας διδάξει, αλλά για να μας απαλλάξει από το κρίμα και την τιμωρία. Δεν ήταν δυνατό να λυτρώσει τους αμαρτωλούς μόνο με το να τους διδάξει, έπρε­πε να καταθέσει και την ίδια τη ζωή του… Ο Χριστός δεν μι­λάει απλά και μόνο για τα πνευματικά χαρίσματα, αλλά είναι αυτός που μας τα δίνει… Αυτός δεν δίδαξε απλά την αγάπη, μα τελειοποίησε συνάμα τη διδασκαλία του με την προσφορά της ζωής του… Δεν θέλει να είναι μονάχα ένα πρότυπο για μας, απεναντίας, θέλει να ζει μέσα μας και να είναι η πηγή μιας νέας ζωής για μας. Δεν είναι αλήθεια αυτό που λένε ότι ο Χρι­στός δεν είναι άλλο από ένας μεγάλος άντρας, ένας προφήτης και άρα δεν μπορεί να μας βοηθήσει. Όχι, είναι ο σωτήρας μας που είναι μαζί μας συνεχώς ως το τέλος του κόσμου. Μπορού­με να πούμε ότι σώζει τους αδύναμους ανθρώπους από μέσα. γιατί μας δίνει νέα ζωή, και από έξω, γιατί μας προστατεύει, μας προασπίζεται και στο τέλος μάς οδηγεί στη ουράνια πα­τρίδα μας. Ένας μεγάλος άντρας δεν μπορεί να πει: “Θα είμαι μαζί σας συνεχώς ως το τέλος του κόσμου”, μόνο ο Χριστός μπορούσε να το πει γιατί κατέβηκε από τον ουρανό για να εί­ναι μαζί μας και δεν είναι μακριά μας. Ρώτα αυτούς που ζουν μαζί του ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός. Ο ζωντανός Χριστός έχει μεταμορφώσει τόσο θαυμαστά τη ζωή τους που αν και βρίσκονται στη γη, ζουν στον παράδεισο.

Η θεϊκότητα του Χριστού και η λύτρωση είναι θεμελιακά πράγματα που χωρίς αυτά ο χριστιανισμός δεν έχει τι το ιδιαί­τερο να πει· δεν είναι τότε τίποτα παραπάνω από μία ηθική δι­δασκαλία όπως ο βουδισμός. Καλύτερη ηθική προσωπικότη­τα από το Βούδα δεν μπορεί να βρει κανείς και όμως η ψυχή του μένει ανικανοποίητη… Έχω μελετήσει εκτεταμένα τον ιν­δουισμό. πιστεύω ότι αν μένουμε στο ένδυμα του Χριστού –το εξωτερικό πρόσωπο του – και αρνούμαστε τη εσωτερική του υπόσταση –τη θεϊκότητα του – αυτή η μορφή χριστιανισμού δεν είναι καλύτερη από τον ινδουισμό. Όπως κι αν το ονομά­σετε, ορθολογισμό, μοντέρνα θεολογία ή νέα θρησκεία, δεν έ­χει καμία αξία, είναι χειρότερα και από ειδωλολατρεία».

Η Προσευχή: Όπως ήδη υπογραμμίστηκε στην εισαγωγή η προσευχή παίζει έναν αποφασιστικό ρόλο σε όλους τους μυ­στικιστές στο δρόμο της μέθεξης με το θείο. Και για το Σούνταρ Σινγκ η προσευχή είναι το υπέδαφος από όπου πηγάζει το πάθος του για τον Χριστό, το θάρρος με το οποίο αντιμε­τωπίζει τις θυσίες και η φλόγα με την οποία επιδιώκει να μυή­σει και άλλους στην πίστη του. Χωρίς προσευχή είναι αδύνα­τον να λάβουμε τα δώρα της θείας χάρης:

«Η προσευχή είναι η απαραίτητη προετοιμασία για να λά­βει κάποιος τα πνευματικά δώρα του Θεού… Μονάχα η λα­χτάρα μας και η προσευχή, τού ανοίγουν τόπο στην καρδιά μας… Όπως ένα πουλί πετάει στον αέρα χάρη στα φτερά του που άμα κοπούν θα πέσει στη γη, έτσι τα φτερά των χριστια­νών είναι η προσευχή τους. Όποιος προσεύχεται ξεφεύγει από τις έγνοιες αυτού του κόσμου κι είναι σε θέση να πετάξει με την προσευχή στα ουράνια. Καμία χθόνια δύναμη δεν μπορεί να τον τραβήξει κάτω στη γη. Πετάει όλο και πιο ψηλά ώσπου στο τέλος φτάνει στον Θεό κι αναπαύεται σε αυτόν. Συνεπώς η προσευχή είναι ο μοναδικός δρόμος για να καταλάβουμε τα πνευματικά πράγματα, για να μας αποκαλυφθεί η αλήθεια, το μοναδικό κλειδί για τον ουρανό και για τη Βασιλεία του Θεού…

Τον Θεό δεν τον βρίσκουμε ούτε με τη φιλοσοφία ούτε με τη λογική ούτε με την επιστήμη, αλλά αποκλειστικά και μόνο με την προσευχή. Προσευχόμενος ο άνθρωπος απογειώνεται από τον αισθητό κόσμο και συλλαμβάνει εκείνη την ανώτερη, μοναδικά αληθινή και τέλεια πραγματικότητα, “την πραγμα­τικότητα της πραγματικότητας” (σατιάσια σατιάμ) όπως είναι ο μυστηριώδης όρος στις ουπανισάδες. Η πνευματική ζωή γί­νεται πραγματικότητα μονάχα γι’ αυτόν που προσεύχεται.» Και κάτι παραπάνω, λέει ο σάντου Σούνταρ Σινγκ, «η πραγ­ματικότητα αυτή αποκαλύπτεται ως η τέλεια αγάπη. Ο Θεός φανερώνεται στον προσευχόμενο ως ο προσωπικός του προ­στάτης και σωτήρας.»

Όταν ο Σούνταρ Σίνγκ πάλευε με τον Θεό στην προσευχή του το βράδυ της μεταστροφής του, είδε το ανθρώπινο πρό­σωπο του Ιησού και κατάλαβε ότι αυτός είναι ο Θεός.

«Με το απλό μέσο της προσευχής γνωρίζουμε την παρουσία του Χριστού… Αν προσευχηθείτε σ’ αυτόν μέσα στη σιωπή, θα ακούσετε τη φωνή του κι αυτό είναι το μόνο που μπορεί να σας βοηθήσει… Αν μονάχα μισή ώρα κάθε μέρα διαβάζετε το Λόγο του και προσεύχεσθε σ’ αυτόν θα βιώσετε κι εσείς το πώς αποκαλύπτεται μέσα στην ψυχή μας… Αν δεν έχετε χρό­νο να προσευχηθείτε, δεν πρόκειται να τον γνωρίσετε.

Μονάχα η προσευχή θα σας κάνει ικανούς να δείτε τον Χρι­στό και τότε θα μιλήσει στην ψυχή σας».

Για τον Σούνταρ Σινγκ η προσευχή είναι η πλήρης παράδοση της καρδιάς στο Θείο Εσύ. Γι’ αυτό η προσευχή του δεν αντιλαλεί μόνη της στο απέραντο κενό. ο Θεός του απαντά, του αποκαλύπτεται και του φανερώνει την αγάπη του.

Φιλοκαλία των Νηπτικών*

Οι φιλοκαλικοί πατέρες τους οποίους ανθολόγησε ο Αγιο­ρείτης Νικόδημος, ασχολούνται λιγότερο με θέματα πίστεως και περισσότερο και κυρίως με θέματα πνευματικής θεωρίας, ασκητικά, ησυχαστικά, νηπτικά. Και απευθύνονται μεν κυρίως τα θέματα αυτά στους μοναχούς, αφορούν όμως και κάθε πι­στό, που θέλει να μορφώσει μέσα του τον Χριστό και να φτά­σει στην τελειότητα,«εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4,13). Γι’ αυτό οι νηπτικοί πατέρες της Φιλοκαλίας υπήρξαν πάντοτε το εντρύφημα και οι αυθεντικοί οδη­γοί της πνευματικής ζωής για γενεές γενεών, και διέπλασαν το ήθος των θεουμένων, υποδεικνύοντας τους τις πρακτικές με­θόδους και τους τρόπους με τους οποίους θα φτάσουν στην κάθαρση και το φωτισμό και θα αξιωθούν να ατενίσουν το άκτιστο φως της θείας δόξας. Και θεολόγησαν έτσι, όχι για μια στείρα σχολαστική θεολογία, αποκομμένη από το Πνεύμα και γι’ αυτό νεκρή, αλλά μια θεολογία πυρπολούμενη από τη ζωή, μια θεολογία νήψεως και προσευχής: αυτή τη θεολογία έχει σήμερα όσο ποτέ άλλοτε ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος, ο άνθρωπος του άγχους και των τεχνητών παραδείσων, ο άνθρω­πος που κατέκτησε τη σελήνη αλλά έχασε τον εαυτό του, ο «απελευθερωμένος» και όμως δούλος στην τεχνολογία και στις όποιες θεωρίες που επαγγέλλονται τη σωτηρία «απ’ ανθρώ­πων» «και δι’ ανθρώπων».

Ως προς τη σημασία των ανθολογημένων έργων των ιερών Νηπτικών, θα επαναλάβουμε, μαζί με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ότι η Φιλοκαλία είναι «ταμείο της νήψεως, φυλακτήριο το νου, μυστικό σχολείο της νοεράς προσευχής, εξαί­ρετη υποτύπωση της πρακτικής αγωγής, απλανής οδηγός της πνευματικής θεωρίας, ο πατερικός Παράδεισος, η χρυσή αλυ­σίδα των αρετών, η συνεχής ενασχόληση με το όνομα του Ιησού, η σάλπιγγα που επαναφέρει τη χάρη και το μυριοπόθητο όργανο της θεώσεως …»

Οι χαρακτηρισμοί αυτοί αναφέρονται κυρίως στη νοερά προ­σευχή. Όμως η Φιλοκαλία δεν αποτελεί μόνο διδασκαλία της νοεράς προσευχής, αλλά και το σύνολο της πνευματικής εμπει­ρίας των αγίων Πατέρων, σε όλες τις διαστάσεις των κινήσε­ων του νου και της καρδιάς. Και αντιφεγγίζει τις αστραπές και τις εκλάμψεις του Αγίου Πνεύματος επάνω στις καθαρές ψυ­χές των Αγίων, ως «καρπός του Πνεύματος», όπως και τα απηχήματα των πολέμων με τους αόρατους δαίμονες, τα ψεκτά πάθη και τις γοητείες του κόσμου.

Αν και η Φιλοκαλία, ως συλλογή πατερικών κειμένων, δεν εξαντλεί όλο τον πλούτο της πατερικής γραμματείας, γίνεται φανερό, ότι αποτελεί ένα μόνο μέρος της και από ορισμένους μόνον αγίους Πατέρες. Πάντως όμως εκπροσωπεί σε όλη την πληρότητα τους τις ποικίλες πνευματικές, ασκητικές, ησυχαστικές και θεολογικές εμπειρίες των Πατέρων της Ορθοδοξίας που διακρίνονται για την ενότητα στα ουσιώδη και την ιδιο­τυπία τους, χάρη στην ιδιοπροσωπία εκάστου. γι’ αυτό και εμφανίζονται κάποιες ιδιομορφίες στα ασκητικά μέσα, στους τρόπους πνευματικής εργασίας, στον τονισμό ορισμένων αρε­τών και στην πνευματική και θεωρητική εμβέλεια εκάστου.

… Από την άποψη αυτή η Φιλοκαλία, σαν κωδικοποιημένη διδασκαλία των Πατέρων σε όλες τις διαστάσεις της πνευμα­τικής ζωής και θεολογίας, είναι μια αληθινή ευλογία του Θεού, γιατί φρονηματίζει θεοφρόνως, ελέγχει οσίως, δακτυλοδεικτεί τον μετασχηματιζόμενον εις άγγελον φωτός, χαρίζει τη βεβαιό­τητα της αλήθειας εν χάριτι, οδηγεί στη μετάνοια, προκαλεί την ταπείνωση, καλλιεργεί τη διπλή αγάπη, καθαρίζει την ψυ­χή, ελλάμπει την καρδιά, θεώνει το νου και ενώνει τον άνθρω­πο με τον Θεό σε μια ερωτική αλληλοπεριχώρηση κατά το λό­γο του Χριστού «εγώ εν υμίν και υμείς εν εμοί» (Ιω. 14,2θ).

Άξιο και δίκαιο είναι να κλείσουμε τις γραμμές αυτές με τα λόγια του αγίου Νικόδημου: «Ελάτε όλοι οι ορθόδοξοι, λαϊ­κοί και μοναχοί, όσοι τρέχετε να βρείτε τη βασιλεία του Θεού, που υπάρχει μέσα σας, και το θησαυρό, που είναι στον αγρό της καρδιάς σας, δηλαδή τον γλυκύ Ιησού Χριστό με το σκο­πό όπως, αφού ελευθερωθεί ο νους σας από την αιχμαλωσία στα γήινα και από την άτακτη περιφορά του και καθαρθεί από τα πάθη η καρδιά με την αδιάλειπτη και φοβερή επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, με τη συνεργία των άλλων αρε­τών, που διδάσκονται στο βιβλίο αυτό, ενωθείτε πρώτα με τον εαυτό σας και διά του εαυτού σας με τον Θεό, σύμφωνα με την παράκληση του Κυρίου Ιησού προς τον Πατέρα, που είπε “ίνα ώσιν εν, ως ημείς εν εσμέ”. Κι έτσι, ενωμένοι με τον Θεό και τελείως αλλοιωμένοι από την ενέργεια και έκσταση του θείου έρωτα θεωθείτε στο πιο υψηλό επίπεδο, με νοερή αίσθη­ση και αδίστακτη βεβαιότητα, επανερχόμενοι στον πρώτο σκο­πό του Θεού – που ήταν η θέση του ανθρώπου – να δοξάζετε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τη μια θεαρχικότατη Θεότητα, στην οποία πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύ­νηση στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.»

Θεόκλητος Μοναχός Διονυσώτης

Μοναχός Θεοφάνης

Κλίμακα θείων χαρίτων: Οικτρός μοναχός, λεγόμενος Θεο­φάνης, κλίμακα θείων χαρίτων σου εκθέτω, αυτήν, που η πεί­ρα δίδαξε στους θεοφόρους.

Η καθαρότατη προσευχή είναι το πρώτο. Απ’ αυτήν πηγά­ζει κάποια καρδιακή θέρμη κι ακολουθεί ενέργεια παράδοξη κι αγία. Κατόπιν τα θεία δάκρυα της καρδίας κι από αυτά η ει­ρήνη λογισμών κάθε είδους. Από αυτήν, η κάθαρση του νου αναβλύζει και η θεωρία των άνω μυστηρίων, και μετά έλλαμψη παράδοξη με άρρητο τρόπο κι ανείπωτος φωτισμός της καρδιάς από τούτη και από δω πάλι, τελειότητα χωρίς τέλος.

Πλάτος λοιπόν απέραντο έχει κάθε σκαλί της, κι ας περιλαμ­βάνεται σ’ ένα στίχο μόνο. Στην κλίμακα αυτή, το κάτω σκα­λοπάτι την καθαρή προσευχή μόνο υπογραμμίζει, της οποίας είναι πολλά, αμέτρητα τα είδη. Κι αν θέλαμε να κάνουμε ένα κατάλογο τους ο λόγος θα τραβούσε πολύ σε μάκρος. Το ίδιο σκέψου, αγαπητέ, και στ’ άλλα που ο δάσκαλος τους, είναι η πείρα, όχι ο λόγος. Κλίμακα ασυνήθιστη στα ουράνια υψωμένη. Δέκα σκαλιά, που παράδοξα ψυχές ζωογονούν, δέκα σκα­λιά που τη ζωή της ψυχής κηρύττουν. Και λέει κάπου ένας θεοφόρος πατέρας:

«Όποιος δεν τρέχει εδώ, ζωή ν’ αποκτήσει της ψυχής, ας μην ξεγελά με κούφιες ελπίδες τον εαυτό του πως θα την βρει εκεί πάνω».

Δέκα σκαλιά, θεία φιλοσοφία.

Δέκα σκαλιά, καρπός όλων των βιβλίων.

Δέκα σκαλιά, που το τέλειο δείχνουν.

Δέκα σκαλιά, στους ουρανούς π’ ανεβάζουν.

Δέκα σκαλιά που σε κάνουν το Θεό να γνωρίσεις.

Η κλίμακα φαίνεται πολύ μικρή στο μήκος αν όμως τη δοκιμάσει κανείς μεσ’ στην καρδιά του, πλούτο θα βρει που ο κόσμος δεν χωράει και θεία πηγή που ζωή άγνωστη αναβλύζει.

Άριστος δάσκαλος η κλίμακα τούτη είναι, για να γνωρίσει καθαρά τα μέτρα του ο καθένας.

Τη θεία κλίμακα βλέποντας των δέκα χαρίτων, αν σταθερά επάνω της πως βρίσκεσαι νομίζεις, πες μας σε ποιο σκαλί της έχεις φτάσει, ώστε κι εμείς οι ράθυμοι να ωφεληθούμε;

Αγαπητέ αν θέλεις γι’ αυτά κάτι να μάθεις, γίνε αμέριμνος για κάθε πράγμα είτε παράλογο είτε εύλογο το βρίσκεις.

Αδύνατο να μάθεις χωρίς αμεριμνία, κι αυτά μαθαίνονται με πείρα, όχι με λόγο.

Τούτο σου λέω ως υπενθύμιση μόνο (ο λόγος είναι αγίων πατέρων θεοφόρων, αν και θα φανεί βαρύς στην ακοή σου):

«Όποιος δεν βρεθεί σε κάποιο απ’ τα σκαλιά της ή δεν έχει αυτά παντοτινή μελέτη, στο τέλος της ζωής του, στην ώρα του θανάτου, θα κυριευτεί από φόβο και τρόμο μεγάλο κι από δειλία απέραντη, τη σωτηρία μη χάσει».

Οι στίχοι μου κατέληξαν να φοβερίσουν, όμως αυτό έγινε προς ψυχικό συμφέρον. Δεν είναι με τα ήπια μάλλον που οδηγούνται στη μετάνοια και στην καλοκαγαθία οι πιο σκληροί – εγώ ανάμεσα τους πρώτος-όσο είναι με τα φοβερά που δέος προκαλούνε.

Ας ακούει όποιος τα αυτιά τα έχει για ν’ ακούει, άκου κι εσύ που τα’ γραψες αυτά, και πρόσεξε το. που τόλμησες εσύ να αρθρώσεις τέτοια λόγια, εσύ που τίποτα απ’ αυτά δεν έχεις απολύτως,

Πώς δεν δοκίμασες φρίκη που τα διδάσκεις;

Δεν άκουσες τι έπαθε παλιά ο Ζαν εκείνος, όταν τη θεία Κιβωτό θέλησε να στηρίξει; Μη νομίζεις πως αυτά τα λέω εγώ για να διδάσκω.

τον εαυτό μου στηλιτεύω με τούτα, βλέποντας των αγωνιστών τα έξοχα βραβεία

και τη δική μου ακαρπία σε όλα.

 

Μακάριος ο Αιγύπτιος

 Περί ελευθερίας του νου: Όταν ακούσεις ότι ο Χριστός κα­τέβηκε στον Άδη και ελευθέρωσε όλες τις ψυχές που ήταν εκεί μη νομίζεις ότι αυτό είναι μακριά και από όσα γίνονται σήμερα. Να θεωρείς δηλαδή ότι η καρδιά είναι τάφος και εκεί είναι θαμμένοι οι λογισμοί και ο νους, μέσα σε βαθύ σκοτάδι. Έρχεται λοιπόν ο Κύριος στις ψυχές που Τον επικαλούνται από τον Άδη, δηλαδή στο βάθος της καρδιάς, και εκεί διατά­ζει το θάνατο. άφησε, του λέει, ελεύθερες τις φυλακισμένες ψυχές, οι οποίες ζητούν Εμένα που μπορώ να τις σώσω. Κα­τόπιν, αφού σηκώσει τη βαριά πέτρα που σκεπάζει την ψυχή, ανοίγει τον τάφο και ανασταίνει τον πράγματι νεκρό και ελευ­θερώνει τη φυλακισμένη ψυχή από τη σκοτεινή φυλακή.

…Αφού ο Χριστός έστειλε στους μαθητές του τη δωρεά της πρωταρχικής και φυσικής αγαθότητας του Αγίου Πνεύματος, από αυτούς η θεία δύναμη ερχόταν σε όλους εκείνους που πί­στευαν και κατοικούσε στις ψυχές τους και θεράπευε τα πάθη της αμαρτίας και τους ελευθέρωνε από το σκοτάδι και τη νέκρωση. Γιατί μέχρι τότε η ψυχή ήταν τραυματισμένη και φυ­λακισμένη και αιχμάλωτη στο πυκνό σκοτάδι της αμαρτίας. Αλλά και τώρα, η ψυχή που δεν αξιώθηκε να έχει ένοικο τον Κύριο, ούτε κατασκηνωμένη μέσα της τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος ενεργητικά και με κάθε δύναμη και εσωτερική βε­βαιότητα, βρίσκεται ακόμη στο σκοτάδι. Σ’ εκείνους όμως που επιφοίτησε η χάρη του θείου Πνεύματος και κατοίκησε μέσα στα βάθη του νου τους, σ’ αυτούς ο Κύριος γίνεται σαν ψυχή. όπως λέει: «Όπως κι εγώ κι εσύ Πατέρα, είμαστε ένα, να εί­ναι κι αυτοί με εμάς ένα». «Όταν η ψυχή συζούσε με την κα­κία των παθών ήταν σαν ένα με αυτή, και παρ’ όλο που είχε δική της θέληση, δεν μπορούσε να κάνει, εκείνο που ήθελε να κάνει, όπως λέει και ο Παύλος: “Δεν κάνω αυτό που θα ήθε­λα να κάνω”. Πόσο λοιπόν περισσότερο όταν επισκεφθεί η δύ­ναμη του Θεού την ψυχή που αγιάστηκε και έγινε άξια Του, δεν θα γίνει ένα το θέλημα της με το θέλημα του Θεού; Γιατί τότε γίνεται αληθινά η ψυχή κατά κάποιο τρόπο ψυχή του Κυ­ρίου, με το να εξουσιάζεται αυτοπροαίρετα από τη δύναμη του αγαθού Πνεύματος και να μην ακολουθεί πια το δικό της θέλημα».

Εκείνος λοιπόν που θέλει να γίνει μιμητής του Χριστού, για να ονομαστεί και αυτός υιός Θεού, γεννημένος από το Πνεύ­μα, οφείλει πριν απ’ όλα να υπομένει τις θλίψεις που έρχονται, δηλαδή τις σωματικές ασθένειες ή τις ύβρεις και τους ονειδισμούς από τους ανθρώπους, ακόμη και τις επιθέσεις των αό­ρατων εχθρών, με γενναιοψυχία και καρτερία. Γιατί κατ’ οικο­νομία Θεού παραχωρείται στις ψυχές η δοκιμασία των διαφό­ρων θλίψεων για να φανερωθούν οι ψυχές που τον αγαπούν ειλικρινά. Λοιπόν η ψυχή που θέλει να ευαρεστήσει τον Θεό πρέπει πριν απ’ όλα να αναλάβει την υπομονή και την ελπίδα. Μια τέχνη της κακίας είναι κι αυτό, στον καιρό της θλίψεως να βάζει μέσα μας την ακηδία, για να μας απομακρύνει από την ελπίδα στον Θεό. Ουδέποτε όμως ο Θεός άφησε την ψυ­χή που ελπίζει σ’ Αυτόν να καταβληθεί από τους πειρασμούς ώστε να φτάσει σε αδιέξοδο. Όπως λέει ο Απόστολος: «Ο Θεός κρατά τις υποσχέσεις του και δεν θα αφήσει να δοκιμάσετε πειρασμό πάνω από τη δύναμη σας, αλλά όταν έρθει ο πειρα­σμός, θα δώσει μαζί και τον τρόπο εξόδου από αυτόν, ώστε να μπορέσετε να τον αντέξετε.

Αν το κανάβι δεν χτυπηθεί πολύ, δεν μπορεί να γίνει κατάλ­ληλο να χρησιμοποιηθεί για λεπτότατα νήματα, αλλά όσο χτυ­πιέται και ξαίνεται τόσο πιο καθαρό και εύχρηστο γίνεται. Και αν το νεόπλαστο πήλινο σκεύος δεν μπει στη φωτιά , δεν μπο­ρεί να χρησιμοποιηθεί από τους ανθρώπους. και το νήπιο εί­ναι άπειρο ακόμη για τις δουλειές του κόσμου, γιατί ούτε να χτίζει, ούτε να φυτεύει, ούτε να σπέρνει, ούτε άλλη δουλειά μπορεί να κάνει. …Ώστε και οι πειρασμοί και οι θλίψεις για το συμφέρον στέλνονται στους ανθρώπους, και κάνουν την ψυ­χή πιο γνήσια και πιο στερεή. Και αν αυτή υπομείνει μέχρι τέ­λους με την ελπίδα στον Κύριο, είναι αδύνατον να μην επιτύ­χει την υπόσχεση του Πνεύματος και την απολύτρωση από τα πάθη της κακίας.

Αν θέλουμε να υποφέρουμε με ευκολία την κάθε θλίψη και τους πειρασμούς, ας επιθυμούμε και ας έχουμε εμπρός στα μά­τια μας πάντοτε το θάνατο για χάρη του Χριστού. Τέτοια μάλι­στα εντολή έχουμε, να σηκώνουμε το σταυρό και να τον ακο­λουθούμε, που σημαίνει να είμαστε πρόθυμοι και έτοιμοι για το θάνατο. Αν έχουμε τέτοια διάθεση θα υπομείνουμε, όπως εί­παμε, πολύ ευκολότερα κάθε θλίψη, φανερή ή αφανή. Γιατί εκεί­νος που επιθυμεί να πεθάνει για τον Χριστό, καθόλου δεν θα δυσκολευτεί στα επίπονα και λυπηρά. Γι’ αυτό το λόγο νομί­ζουμε ότι οι θλίψεις είναι βαριές, γιατί δεν επιθυμούμε το θά­νατο για τον Χριστό, ούτε έχουμε πάντοτε το νου μας προση­λωμένο σ’ Αυτόν. Όποιος όμως θέλει να γίνει κληρονόμος του Χριστού, πρέπει να επιθυμεί και τα πάθη του με ζήλο. Ώστε ε­κείνοι που λένε ότι αγαπούν το Κύριο, αποδεικνύονται από το ότι κάθε θλίψη που τους έρχεται την υποφέρουν όχι μόνο με γενναιότητα, αλλά και με προθυμία, γιατί ελπίζουν σ’ Αυτόν.

…Το φως που έλαμψε στον μακάριο Παύλο στο δρόμο της Δαμασκού με το οποίο υψώθηκε ως τον τρίτο ουρανό και άκου­σε αλάλητα μυστήρια, δεν ήταν κάποιος φωτισμός νοημάτων και γνώσεως. ήταν υποστατική μέσα στην ψυχή έλλαμψη της δυνάμεως του αγαθού Πνεύματος. Την υπερβολική λαμπρό­τητα αυτού του φωτός δεν μπόρεσαν να αντέξουν τα σαρκικά μάτια και τυφλώθηκαν. Με αυτό το φως αποκαλύπτεται κάθε γνώση και γνωστοποιείται αληθινά ο Θεός στην άξια και αγαπώμενη από Αυτόν ψυχή.

…Όταν ο άνθρωπος καταπάτησε την εντολή του Θεού και ξέπεσε από τη ζωή του Παραδείσου επακολούθησε το δέσιμο του με δύο αλυσίδες. Η μία είναι ο δεσμός των βιοτικών πραγ­μάτων και των σαρκικών ηδονών, όπως ο πλούτος, η δόξα, η φιλία, η γυναίκα, τα παιδιά, οι συγγενείς, η πατρίδα, τα κτή­ματα και γενικά όλα τα ορατά, από τα οποία ο λόγος του Θεού μας διατάζει να λυνόμαστε με τη θέληση μας. Η άλλη αλυσί­δα είναι αόρατη και εσωτερική. Είναι δηλαδή δεμένη η ψυχή με σκοτεινά δεσμά από τα πονηρά πνεύματα εξαιτίας των οποί­ων ούτε τον Θεό να αγαπήσει μπορεί ούτε να πιστέψει ούτε να προσευχηθεί όπως θέλει. Όταν κανείς υπακούσει στο λόγο του Θεού και απομακρυνθεί από όλα τα βιοτικά πράγματα και απαρνηθεί όλες τις σαρκικές ηδονές, τότε αφού παραμείνει κο­ντά στον Θεό και αφοσιωθεί σ’ Αυτόν, παίρνει θεία δύναμη και μαθαίνει ότι μέσα στα άδυτα της καρδιάς κρύβεται κάποια άλλη πάλη και κάποιος άλλος πόλεμος λογισμών. Και αν πα­ραμείνει έτσι κοντά στον Θεό και επικαλείται την ευσπλαχνί­α του Χριστού με μεγάλη πίστη και υπομονή, αλλά και με τη βοήθεια του Θεού, μπορεί να ελευθερωθεί από τα δεσμά και τους φραγμούς εκείνους και το σκοτάδι των πονηρών πνευμά­των, δηλαδή από τις ενέργειες των κρυμμένων παθών. Αυτόν τον πόλεμο, με τη χάρη και τη δύναμη του Χριστού μπορού­με να τον καταργήσουμε. Χωρίς όμως τη βοήθεια του Θεού, είναι εντελώς αδύνατο να λυτρώσει κανείς τον εαυτό του ώ­στε να ελευθερωθεί από την πάλη των λογισμών. Το μόνο που μπορεί κανείς είναι να αντιλέγει στους λογισμούς και να μην ευχαριστείται με αυτούς…

…Ποια είναι η οικονομία της παρουσίας του Χριστού; Η επι­στροφή και η αποκατάσταση της ανθρώπινης φύσεως στον εαυτό της. Ο Χριστός δηλαδή έδωσε πάλι στην ανθρώπινη φύση το αξίωμα του πρωτόπλαστου Αδάμ, και ακόμη της δώρι­σε την ουράνια κληρονομιά του αγαθού Πνεύματος και αφού την έβγαλε από τη φυλακή του σκότους, της έδειξε το δρόμο και τη θύρα της ζωής, από τα οποία όταν έρθει και χτυπήσει, μπορεί να μπει μέσα στη βασιλεία. Γιατί λέει: «Ζητάτε και θα σας δοθεί, χτυπάτε και θα σας ανοιχτεί». Μέσω αυτής της θύ­ρας δεν είναι αδύνατο να βρει καθένας που θέλει την ελευθε­ρία της ψυχής του, και η ψυχή να αποκτήσει τους λογισμούς που της ταιριάζουν και ν’ αξιωθεί να δεχτεί σύνοικό της τον Χριστό και να Τον έχει σαν νυμφίο με την κοινωνία του αγα­θού Πνεύματος. Τι ανέκφραστη αγάπη του Κυρίου προς τον άνθρωπο, που τον έπλασε κατ’ εικόνα Του!