Τα λάθη των εκκλησιών
«Ξέρουμε πως ο άνθρωπος δεν σώζεται επειδή κάνει τα έργα που του επιβάλλει ο νόμος, παρά μόνο επειδή πιστεύει στον Ιησού Χριστό… γιατί με τα έργα του νόμου δεν θα σωθεί κανένας άνθρωπος».
Προς Γαλάτες 2,16
Ο θρησκειολόγος Χ. Γκλάζεναπ γράφει στο μνημειώδες σύγγραμμα Η Παγκόσμιος Ιστορία των Θρησκειών για τον Ιησού Χριστό:
«Η καινούρια κατάσταση, που δημιουργήθηκε με το μαρτύριο του Χριστού, δεν αξιοποιείται ολοκληρωτικά από τον άνθρωπο παρά μόνον αν την αναγνωρίσει και την χρησιμοποιήσει. Επίσης η πίστη είναι ένας απαραίτητος όρος για την απονομή της σωτηρίας. Ως «πίστη» η ρωμαϊκή εκκλησία και η ελληνική εκκλησία εννοούν την ακράδαντη πεποίθηση για τη γνησιότητα της χριστιανικής διδασκαλίας που βασίζεται στη θεία αποκάλυψη. Επειδή η χριστιανική αλήθεια της σωτηρίας κηρύσσεται αποκλειστικά από την Εκκλησία, η “ορθοδοξία” αποτελεί την προϋπόθεση για τη σωτηρία.
Αυτό απαιτεί την απόλυτη αναγνώριση των δογμάτων που συντάχθηκαν από την Εκκλησία. Γι’ αυτό δεν είναι απαραίτητο ο πιστός να γνωρίσει όλη τη διδασκαλία λεπτομερώς. Αρκεί να θεωρεί στο σύνολό τους σαν αληθινά όλα όσα διδάσκει η Εκκλησία. Είναι γεγονός πως το να είσαι πεπεισμένος για την αλήθεια του εκκλησιαστικού δόγματος δεν αρκεί για να είσαι πραγματικός χριστιανός. Ο πιστός πρέπει να επικυρώσει την πίστη του με τις καλές του πράξεις, που συνίστανται στην εκτέλεση όλων των ηθικών καθηκόντων και με εφαρμογή θεάρεστων πράξεων (ελεημοσύνες, προσευχές, νηστείες, προσκυνήματα κ.λπ.).
… Το σημαντικότερο προνόμιο που διεκδικούν οι διάφορες χριστιανικές Εκκλησίες είναι η τέλεση των μυστηρίων, δηλαδή τα μέσα της χάρης που με ορατά σύμβολα προσφέρουνε μία αόρατη χάρη. Οι σχετικές με την φύση των μυστηρίων και τον αριθμό τους αντιλήψεις, ποικίλουν συχνά στις διάφορες χριστιανικές Εκκλησίες.
Κατά την καθολική αντίληψη, τα μυστήρια επενεργούνε τη χάρη “ex opera operato”, δηλαδή δυνάμει της ίδιας της ιεροτελεστίας, δυνάμει μιας ισχύος που ενυπάρχει σ’ αυτά. Η ιεροτελεστία είναι από μόνη της αποτελεσματική. Δεν εξαρτάται ούτε από αισθήματα αυτού που την δέχεται, ούτε από το ποιόν αυτού που την εκτελεί. Ασφαλώς για να δώσεις και να δεχθείς τα μυστήρια, επαξίως, πρέπει να εκπληρώνονται μερικοί όροι και ιδιότητες σ’ αυτόν που τα δέχεται και σ’ αυτόν που τα διακονεί, όπως προ πάντων, η επιθυμία να δεχθείς ή να τελέσεις το μυστήριο. Ωστόσο, γίνονται με την επίνευση του Χριστού και μπορεί να τελεσθούν ακόμη και από έναν άπιστο και έναν ανήθικο ιερέα.
Ενώ σύμφωνα με την αντίληψη αυτή τα μυστήρια είναι έγκυρα από μόνα τους, για τους Προτεστάντες δεν είναι παρά μόνο όταν τελούνται με πίστη και με διάθεση μετάνοιας. Για τον Λούθηρο, η Θεία Χάρη δόθηκε αντικειμενικά στα μυστήρια. Ωστόσο σ’ αυτόν που τα δέχεται, η πίστη είναι ο απαραίτητος όρος για να κερδίσει τη θεία χάρη. Αντίθετα οι Μεταρρυθμιστές δεν θεωρούν πως η ενέργεια της θείας χάρης περιέχεται στα εξωτερικά σύμβολα. Για την αποτελεσματικότητα ενός μυστηρίου μόνη η πίστη είναι αποφασιστική. Αν αυτή λείπει, ο πιστός δεν δέχεται παρά έναν εξωτερικό τυπικό, χωρίς θείο περιεχόμενο.
Η ρωμαϊκή Εκκλησία και η ελληνική Εκκλησία υπολογίζουν επτά μυστήρια. Ο Λούθηρος στην αρχή, αναγνώριζε τρία (το βάπτισμα, την Κοινωνία, τον εξιλασμό των αμαρτιών). Σήμερα, οι Λουθηριανοί και οι Μεταρρυθμιστές δεν διατηρούνε παρά δύο (το βάπτισμα και την Κοινωνία).
…Το βάπτισμα δημιουργεί μία σειρά πραγμάτων: κατά τους καθολικούς, το βάπτισμα εξαλείφει το προπατορικό αμάρτημα. Κατά τους προτεστάντες, δεν εξαλείφει παρά την ενοχή που οφειλόταν στην Πτώση και που οδηγεί στην τιμωρία. Αντίθετα, δεν εξαλείφει την ένοχη επιθυμία που παραμένει στους ανθρώπους. Στη χριστιανική σκέψη γενικά αυτός που βαπτίσθηκε ξαναγεννιέται σε μία καινούργια ζωή και «ενδυσάμενος» τον Χριστό (Γαλ. 3,27), γίνεται μέλος της Εκκλησίας που αντιπροσωπεύει, κατά κάποιο τρόπο, το σώμα του Χριστού.
Στα πρώτα χρόνια, επειδή πάρα πολλοί νεοφώτιστοι βαπτίζονταν, ο μεγαλύτερος αριθμός των βαπτιζομένων αποτελείτο από ενήλικες. Σήμερα βαπτίζουν τα βρέφη (στη θέση τους απαντούν γι’ αυτά οι νονοί και οι νονές). Όπως αποφασίσθηκε στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, οι ψυχές αυτών που πεθαίνουν με το βάρος του προπατορικού αμαρτήματος, κατεβαίνουν αμέσως στην κόλαση, για να τιμωρηθούνε. Το βάπτισμα των παιδιών είναι λοιπόν μία θρησκευτική αναγκαιότητα.
Το βάπτισμα των μικρών παιδιών καταδικάστηκε από πολλές αιρέσεις των παλιών και των νέων χρόνων (Αναβαπτιστές), γιατί δεν έπρεπε να γίνεται σε πρόσωπα που δεσμεύονται από ένα μυστήριο χωρίς να έχουν επίγνωση της προσωπικής ευθύνης. Την υπερφυσική ενέργεια του βαπτίσματος αρνήθηκε ένα μεγάλο μέρος από τους Προτεστάντες. Αυτοί το θεωρούνε αποκλειστικά σαν εξωτερικό σύμβολο που δεν μπορεί να αποδώσει μαγικά την σωτηρία. Η εξασφάλιση της χάρης επιτυγχάνεται μόνο με πνευματική εγρήγορση και μετάνοια, ανεξάρτητα από όλες τις τελετές.
Το πιο σπουδαίο μυστήριο της Χριστιανικής Εκκλησίας είναι η Αγία Κοινωνία, που λέγεται επίσης από τους Καθολικούς «Ευχαριστία». Η σημασία της Αγίας Κοινωνίας αμφισβητήθηκε σφοδρά. Για τον Ζβίγγλιο και για μερικούς άλλους προτεστάντες, η Κοινωνία είναι μόνο ένα σύμβολο της παρουσίας του Χριστού. Κατά τον Καλβίνο, ο Χριστός με αυτήν είναι παρών στη σκέψη μόνο, και είναι παρών αποκλειστικά με την επενέργειά του.
Ο Λούθηρος αντίθετα βεβαίωσε την αντικειμενική παρουσία του σώματος του Χριστού στον άρτο και τον οίνο, έτσι που όποιος δέχεται την Κοινωνία, είτε είναι άξιος είτε όχι, δέχεται το σώμα και το αίμα του Χριστού.
Σχετικά με αυτό, ο Λούθηρος πλησιάζει τη θεωρία της καθολικής Εκκλησίας που κατέληξε στην εξομοίωση του άρτου και του οίνου σε σώμα και σε αίμα του Χριστού. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, ο Χριστός είναι παρών στον άρτο και τον οίνο «αληθινά, πραγματικά και ουσιαστικά».
…Η καθολική Εκκλησία διδάσκει ότι με την Ευχαριστία αυξάνεται η αγιωτική χάρη, διάφορες χάρες παρέχονται και τα μικρά αμαρτήματα παραγράφονται. Προφυλάσσει από τα θανάσιμα αμαρτήματα και είναι εγγύηση της αιώνιας λύτρωσης της ψυχής. Δίνεται άξια σε μία κατάσταση χάρης και νηφαλιότητας, δηλαδή ολοκληρωτικής αποχής από τροφές και ποτά μετά τα μεσάνυχτα.
Σε αντίθεση με τους Προτεστάντες η καθολική Εκκλησία προσδίνει στην Ευχαριστία όχι μόνο το χαρακτήρα ενός μυστηρίου, αλλά ακόμη μιας θυσίας. Με τη θυσία, εννοεί «μια ορατή προσφορά που προσφέρεται στον Θεό» σύμφωνα με το Νόμο, με σκοπό να τον τιμήσει και να τον λατρεύσει σαν ανώτατο Κύριο με μια ολοκληρωτική ή μερική ανάλωση αυτής της προσφοράς. Οι πιστοί της Παλαιάς συνήθιζαν να προσφέρουν έναν ορισμένο αριθμό θυσιών που εκφράζουνε τη λατρεία που έκαναν στον Θεό. Στο σημείο αυτό, οι πιστοί της Καινής Διαθήκης δεν μπορούσαν να δειχτούν κατώτεροι από αυτούς. Τη θυσία των ζώων, όπως αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, αντικατέστησαν με τη θυσία της λειτουργίας, που την δέχονταν σαν αναίμακτη επανάληψη και σαν μία συνέχιση της αιματηρής θυσίας του Χριστού πάνω στο σταυρό.
Η θυσία της λειτουργίας προσφέρεται στον Θεό σαν θυσία δοξαστική, εξιλαστήρια, θυσία πράξεων χάριτος. Γίνεται από ένα ιερέα, που θεωρείται αντιπρόσωπος του Χριστού. Τα αποτελέσματά της αποβαίνουν για καλό, αφενός της Εκκλησίας, γενικά, των ζωντανών και των ψυχών που βρίσκονται στο καθαρτήριο, και αφετέρου του ιερέως και εκείνων που μετείχαν στη θυσία της Λειτουργίας, καθώς και των πιστών που έλαβαν μέρος.
Στη μέση της λειτουργίας, που διαβάζεται στα λατινικά, βρίσκεται η Μεταμόρφωση κατά την οποία ο Χριστός με τα λόγια του ιερέα είναι παρών στο θυσιαστήριο. Περιβάλλεται από μια σειρά τελετών. Πριν από αυτήν η Προσκομιδή με την οποία ο άρτος και ο οίνος καθαγιάζονται για τον ιερό τους σκοπό, μετά από αυτήν η Μετάληψη και η Θεία Ευχαριστία. Η ελληνική Εκκλησία διδάσκει επίσης τη μετουσίωση και θεωρεί το μυστήριο σαν θυσία».
Από την άλλη πλευρά ο Παύλος τονίζει ότι η θυσία του Χριστού είναι μοναδική και ανεπανάληπτη στους αιώνες (Εβρ. 10,5-14) κι ότι η ευλαβική τήρηση νόμων και τελετουργιών δεν σώζει τον άνθρωπο, παρά μόνο η πίστη. (Γαλ. 2,16 κ 8.9. Ρωμ. 3,28) Ένα παλιό ερώτημα είναι αν ο άνθρωπος μπορεί να λυτρωθεί με τις δικές του προσπάθειες ή αν χρειάζεται τη θεία χάρη. Στη σύγχρονη εποχή της «αυτοπραγμάτωσης» και του «ορθολογισμού» η απάντηση που δίνουν πολλοί είναι ανθρωποκεντρική, αφού πιστεύουν στην αυτολύτρωση. Αρκεί, λένε, να δείξει κάποιος στον άνθρωπο με σωστό τρόπο το ορθό και το αληθινό, για να πάρει από μόνος του το σωστό δρόμο. Χάρη στην ανώτερη αυτή γνώση, θα το επιδιώκει από μόνος του και θα εξελιχθεί προς το καλό και το αληθινό χωρίς σωτήρα και λυτρωτή. Αντίθετα στην Καινή Διαθήκη και στη Νέα Αποκάλυψη η λύτρωση είναι σαφώς χριστοκεντρική. «Εγώ είμαι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή» λέει ο Ιησούς Χριστός. Συγκεκριμένα στη νέα αποκάλυψη το ερώτημα γιατί η ανθρώπινη ψυχή δεν μπορεί εξ ιδίων δυνάμεων, χωρίς τη θεία χάρη, χωρίς σωτήρα και λυτρωτή, να φθάσει στην τελείωση, απαντάται με βάση τη διδασκαλία για την πτώση του Εωσφόρου και για την εξέλιξη της ψυχής. (Πέτρου Β’ 2,4. Ιούδα 6)
Είναι γνωστό από τον Λόρμπερ π.χ. ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι ένα πλάσμα σύνθετο που εξήλθε από την τάξη αγάπης του Θεού μαζί με τον Εωσφόρο και περιέπεσε σε εγωισμό και εγωλατρία, με αποτέλεσμα να γίνει αδρανής και στερεή – σκληρή σαν ύλη. Τα επί μέρους στοιχεία της, ή «σπινθήρες ζωής», μέσα στην καταδίκη που συνεπάγεται η εναντίωση προς την τάξη και η απομάκρυνση από τον Θεό, αναγκαστικά στερεοποιήθηκαν αποτελώντας έτσι την πρωταρχική ουσία της λεγόμενης ύλης. ‘Ετσι ο Παύλος μιλά για «όλη την κτίση που στενάζει περιμένοντας κι αυτή την απελευθέρωσή της» (Ρωμ. 8,18-22). Για τον ίδιο λόγο ο Ωριγένης πιστεύει ότι η λέξη “ψυχή” προέρχεται από την έννοια “ψυχρή”, εννοώντας την κατάσταση του έκπτωτου πνεύματος που απομακρύνθηκε από τον πύρινο κόλπο της Θείας Αγάπης (Σχόλια στο “Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον” ).
Αλλά κατά τη Ν.Α. η Αιώνια Αγάπη δεν άφησε τα όντα σε αυτήν την παρόμοια με το θάνατο κατάσταση. Ελευθερώνοντας διαδοχικά «σπινθήρες» από τη στερεοποίηση αυτή τους οδηγεί σταδιακά μέσω της ενσωμάτωσης μέσα από τις βαθμίδες του φυσικού βασιλείου μέχρι την ανθρώπινη βαθμίδα. Γι’ αυτόν το λόγο ο Ωριγένης μιλά για την «αποκατάσταση πάντων», δηλαδή όλης της κτίσης. Στο διάστημα αυτό περνώντας μέσα από τις διάφορες μορφές ζωής , οι ψυχικοί σπινθήρες διδάσκονται πώς να ξεπεράσουν τον παλιό εγωισμό και την αρχομανία τους, για να γίνουν ταπεινόφρονες και γεμάτοι με καθαρή αγάπη. Στην ανθρώπινη βαθμίδα, οι επανασυγκροτημένες πλέον ψυχές έχουν καθήκον να βρουν με δική τους πρωτοβουλία τον Θεό και να μάθουν να τηρούν τις εντολές του με τη δική τους ελεύθερη θέληση. Για το σκοπό αυτόν, στην ανθρώπινη ψυχή εμφυτεύεται λίγο πριν τη γέννησή της ένα καθαρό θείο πνεύμα που χρέος του είναι να λειτουργεί ως μυστικός οδηγός που θα οδηγήσει την ψυχή στην τελείωση.
Επομένως ο Παύλος έχει δίκιο αντιπαραθέτοντας στον «κακό» νόμο της σάρκας του τον «καλό» νόμο του εσωτερικού του ανθρώπου. Με τον πρώτο εννοεί την ψυχή που έχει ανάγκη να τελειοποιηθεί. Με τον «καλό» νόμο ή τον εσωτερικό άνθρωπο εννοεί το καθαρό, θείο πνεύμα, χωρίς την καθοδήγηση του οποίου η ανθρώπινη ψυχή δεν θα μπορούσε να ανυψωθεί στο φως της θείας αλήθειας και στο νόμο της αγάπης, ούτε να φθάσει ποτέ στο στόχο της θέωσης. Για τον Ωριγένη επίσης, όπως για τους περισσότερους πρώτους Πατέρες, η ψυχή ταλαντεύεται μεταξύ σώματος και πνεύματος και η επιλογή του ενός ή του άλλου πόλου είναι αναπόφευκτη, αποτελεί δε τη μόνη θρησκευτική πράξη (Ησαϊας, Ομιλίες Ε’). Γι’ αυτό άλλωστε λέει ότι η σωτηρία είναι στο χέρι μας, καθώς εναπόκειται στην ελεύθερη βούλησή μας. «Μετά την πτώση του το πνεύμα έγινε ψυχή , η δε ψυχή ασκούμενη στις αρετές θα γίνει πάλι πνεύμα» (Περι Αρχών 2,8. 1-3).
Στη διδασκαλία της νέας αποκάλυψης διασαφηνίζεται γιατί έχουμε ανάγκη τη θεία χάρη, καθώς επίσης τι από την εξελικτική πορεία μας είναι έργο της ίδιας της ψυχής και τι έργο του Θεού, πράγμα που εξηγεί διαφορές και φαινομενικές ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων.
Όλες οι χριστιανικές εκκλησίες διδάσκουν την αναγκαιότητα της σωτήριας θείας χάριτος. Όμως ειδικά στην καθολική εκκλησία, η αληθινή διδασκαλία γι’ αυτήν τη χάρη έχει αλλοιωθεί και μετατραπεί σε ένα εκκλησιαστικό δόγμα μυστηρίων ή μέσων χάριτος.
Ενώ ο Παύλος για παράδειγμα λέει ότι ο Θεός μας έσωσε επειδή πιστέψαμε (Ρωμ. 5,1-2), η καθολική εκκλησία δηλώνει ότι ο άνθρωπος δεν δέχεται τη θεία χάρη άμεσα από τη θεία πηγή, παρά με τα μέσα χάριτος ή τα μυστήρια που προσφέρει ο ιερέας.
Από την πλευρά τους οι νέες αποκαλύψεις αποσαφηνίζουν το θέμα της εκκλησιαστικής διδασκαλίας για τα μυστήρια. Από τη μία, διδάσκουν ως το μόνο αληθινό δρόμο τελείωσης, την άμεση ζωντανή επικοινωνία της καρδιάς με τον Πατέρα μέσα στον Ιησού∙ από την άλλη, προσδιορίζουν την αληθινή σημασία καθενός από τα ονομαζόμενα μέσα χάριτος. Στον Λόρμπερ λέγεται :
«Όποιος δεν θέλει να βαδίσει αυτόν το δρόμο της τελείωσης, της ενεργού αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον θα παραμείνει μέσα στην αμαρτία και στις σοβαρές συνέπειές της, ακόμη κι αν θυσιάζονταν γι’ αυτόν δέκα χιλιάδες τράγοι. Ούτε αυτό, ούτε τα άλλα εξωτερικά μέσα εξαγνισμού και τελείωσης, μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους πιο καλούς και άγιους, παρά μόνον η ζωντανή, αληθινή πίστη και η αγάπη που δρα πάνω στο έδαφος της πίστης».
Ή με τα λόγια του Παύλου: «Για τον Χριστό, δεν παίζει ρόλο ούτε η περιτομή, ούτε η παράλειψή της, παρά μόνον η πίστη που εκδηλώνεται με έργα αγάπης». (Βλ. επίσης Α’ Πετ. 3,21- Α’ Κορ. 1,17 – Πράξεις 10,47)
Στις επόμενες σελίδες ο λόγος θα δοθεί σε σύγχρονους προφήτες, με μία άλλη αντίληψη για το πώς το Άγιο Πνεύμα δίνει τη χάρη και για το ποια έννοια στην ουσία έχουν μυστήρια όπως η βάπτιση και η μετάληψη.
Μία διευκρίνιση σχετικά με τη Βάπτιση: «Σαν βάπτισμα καταλαβαίνετε μόνο το «βύθισμα στο νερό», ένα τυπικό, μία εξωτερική φόρμα την οποία χρησιμοποίησαν οι άνθρωποι για να δηλώσουν την υπακοή τους στην εντολή της βάπτισης. Τούτη όμως δεν ήταν και δεν είναι παρά μία εξωτερική πράξη που συνοδεύει αλλά δεν αγγίζει τον ουσιαστικό πυρήνα της εντολής Μου. Διότι από μόνη της η βάπτιση δεν επιφέρει την παραμικρή αλλαγή στον άνθρωπο, πράγμα που οφείλετε να το ομολογήσετε και εσείς. Στον άνθρωπο μία αλλαγή μπορεί να επιφέρει μόνο ό,τι πηγάζει από τον Πατέρα, τον Υιό και το Πνεύμα, ό,τι αποδεικνύει την Αγάπη του Πατέρα, τη Σοφία του Υιού και τη Δύναμη του Αγίου Πνεύματος, και αυτή μόνο είναι η αληθινή βάπτιση. Αυτήν πρέπει και να λάβει ο καθένας για να φθάσει στο σκοπό του στη γη, δηλαδή στην τελείωση, ώστε να μπορεί να ενωθεί αιώνια μαζί Μου.
«…Βαφτίστε τους στο όνομα του Πατέρα», σημαίνει χαρίστε τους με αγάπη το Λόγο Μου που έχει τη σοφία μέσα του, για να μπορέσει έτσι να δράσει το Πνεύμα μέσα στον άνθρωπο. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι έχει έμπρακτη αγάπη… διότι το Πνεύμα Μου είναι Αγάπη, που οδηγεί τον άνθρωπο στην Αλήθεια και στη Σοφία.
Αγάπη, Σοφία και Δύναμη – η αληθινή διαφώτιση γύρω απ’ αυτές τις τρεις ιδιότητες είναι μία “αληθινή πνευματική βάπτιση” την οποία ποτέ δεν μπορεί να υποκαταστήσει το βύθισμα στο νερό. Πρέπει να καταλάβετε εσείς οι άνθρωποι ότι δεν πρέπει να μένετε προσκολλημένοι στα εξωτερικά σχήματα. Καταλάβετε ότι πραγματικά δεν απαιτώ τίποτα το εξωτερικό από σας, αντίθετα το μόνο που αξιολογώ πάντα είναι αυτό που επιδιώκετε πνευματικά, σε αναζήτηση της Αλήθειας.
Εσείς νομίζετε ότι σκέφτεστε σωστά για αυτό το θέμα φέρνοντας σαν επιχείρημα τη βάπτισή Μου στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη. Σκεφτείτε όμως ότι εκείνη την εποχή οι άνθρωποι δεν Με ήξεραν σχεδόν καθόλου.
Επιπλέον, εκείνη την εποχή έδιναν μεγάλη σημασία στις εξωτερικές τελετές και μόνο όποιος ήταν αρκετά προχωρημένος πνευματικά μπορούσε να κατανοήσει το πνευματικό νόημα της βάπτισης. Συνάμα, με το να βαπτίζονται οι άνθρωποι από τον Ιωάννη, αποδείκνυαν την επιθυμία τους να πλησιάσουν τον Θεό και Δημιουργό τους. Αυτό ήταν για εκείνη την εποχή σημαντικό πνευματικό επίτευγμα και για να επικυρώσω τη δράση του Προδρόμου Μου, συμμετείχα και Εγώ σε αυτήν την τελετή. Θα ήταν άσκοπο τότε να εξηγούσε κανείς στους ανθρώπους ότι τέτοιες εξωτερικές τελετές ήταν άνευ σημασίας, διότι δεν είχαν καμία κατανόηση για την καθαρή πνευματική Αλήθεια. Η βάπτιση στο νερό σίγουρα δεν τους έβλαπτε, αλλά τους ωφελούσε μόνο όταν δέχονταν τον Λόγο του Θεού, δηλαδή το Λόγο Μου, που τους κήρυττε ο Ιωάννης.
Με τον ίδιο τρόπο και τώρα, ο καθένας «βαπτίζεται» πραγματικά όταν δέχεται το Λόγο Μου, που του απευθύνει η ατέλειωτη πατρική αγάπη Μου, ζει σύμφωνα με αυτόν και αποκτά έτσι τη σοφία που πηγάζει από την αγάπη. Με αυτόν τον τρόπο ξυπνάει και το Πνεύμα Μου μέσα στην καρδιά του που είναι από μόνο του φως και δύναμη και τότε ενεργεί μέσα στον άνθρωπο. Όλα αυτά όμως δεν μπορεί να τα υποκαταστήσει η βάπτιση, γιατί αυτή θα μείνει πάντα ένα «σύμβολο», μία εξωτερική φόρμα την οποία ωστόσο δεν θέλουν να εγκαταλείψουν οι άνθρωποι, επειδή θέλουν όλα να τα δείχνουν προς τα έξω και δεν αρκούνται στην αξία ενός καθαρά πνευματικού βιώματος.
Όμως δεν θα πάψω να σας επαναλαμβάνω ότι όλες οι τυπικές, εξωτερικές τελετές και συνήθειες δεν έχουν καμία αξία και ότι ποτέ δεν αξιολογώ έναν άνθρωπο για ό,τι κάνει προς τα έξω. Αντίθετα, μόνο η εσωτερική στάση του απέναντι σ’ Εμένα και στο Λόγο Μου είναι καθοριστική. Διότι μόνο όταν ο άνθρωπος δέχεται και αναγνωρίζει το Λόγο Μου και συμμορφώνει τη ζωή του ανάλογα, θα φθάσει στην τελείωση όσο ζει ακόμα στη γη.
Γιατί ο Λόγος Μου είναι το «Νερό της Ζωής» που αναβλύζει από την πρωταρχική Πηγή και σε αυτό το Νερό πρέπει να βυθιστείτε. Τότε θα αναβλύσει τούτο το Νερό και από το δικό σας σώμα – θα βιώσετε την πνευματική βάπτιση, όταν το πνεύμα μέσα σας αφυπνιστεί, όταν σας διαποτίσουν η Αγάπη, η Σοφία και η Δύναμη. Κι όταν μέσα από το «Νερό της Ζωής» ξαναγίνετε τα πνευματικά όντα που ήσασταν στην αρχή, θα έχετε φτάσει στην αιώνια ζωή και δεν πρόκειται να την χάσετε ποτέ πια». (Μπέρτα Ντούντε 13/10/1963)
Η Παράδοση, τα Μυστήρια και οι καρποί τους: Σύμφωνα με την εκκλησία, με βάση το βίο της κατά τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παράδοσης, προέκυψε η Εκκλησιαστική Παράδοση, η οποία περιλαμβάνει και μερικά τα οποία δεν αναφέρονται μεν συγκεκριμένα στη Βίβλο, όμως συμφωνούν με αυτήν.
Πολλοί κριτικοί στοχαστές, και όχι μόνο διαμαρτυρόμενοι, οι οποίοι αναγνωρίζουν μόνο τη Γραφή, βλέπουν εδώ μία σημαντική απόκλιση από την αρχική διδασκαλία του Χριστού. Το κεντρικό τους επιχείρημα είναι ότι η μεν Αγία γραφή είναι θεόπνευστη και συνεπώς φερέγγυα, η δε Παράδοση δεν είναι. Την κριτική τους τη στηρίζουν σε στίχους της ίδιας της Γραφής που μιλούν αρνητικά για τις ανθρώπινες παραδόσεις ή εντολές (π.χ. Μαρκ. 7,6-9.13. Γαλ. 1,14). Επίσης, σημειώνουν την απουσία κάποιας ρητής εντολής του Ιησού Χριστού για βασικά δόγματα, όπως αυτό των Μυστηρίων. Για το βάπτισμα λ.χ. επισημαίνουν ότι στην Καινή Διαθήκη η πίστη προηγείται της βάφτισης (Μαρκ. 16,16. Πράξεις 2,41.10,44-48.18,8). Επίσης ένα άλλο παράδειγμα είναι ότι η προσκύνηση των εικόνων, η οποία όμως είχε αποδοκιμαστεί ως αντίθετη προς την εκκλησιαστική παράδοση στη Σύνοδο της Ελβίρας το 305 μ.Χ. .
Στη συνέχεια ακολουθούν επιλογές από νεοαποκαλυπτικά κείμενα σχετικά με αυτά τα θέματα.
«… Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι οι αποκαλούμενες «παραδόσεις» περιέχουν πολλές διαστρεβλωμένες διδασκαλίες. Γιατί με βάση τη διδασκαλία που κήρυξα Εγώ ο Ίδιος στη Γη επινοήθηκαν αμέτρητα λανθασμένα δόγματα, έθιμα και άχρηστες συνήθειες. Είναι τόσες πολλές δε αυτές οι παραφυάδες που τελικά το καθαρό Ευαγγέλιο της αγάπης, που είναι το πλέον ουσιώδες που περιέχει η διδασκαλία Μου, παραγκωνίστηκε στο περιθώριο, ενώ αντίθετα οι προσθήκες των ανθρώπων επιβλήθηκαν και έχουν γίνει κυρίαρχες.
Οι δε άνθρωποι υποτάσσονται πειθήνια σε αυτήν την κατάσταση, και προσπαθούν επιμελώς να ικανοποιούν αυτές τις ανθρώπινες απαιτήσεις, ενώ δεν τολμούν να αμφισβητήσουν τα παραδοσιακά κληρονομημένα ήθη και έθιμα, τα οποία όμως δεν αποφέρουν κανένα απολύτως όφελος στις ψυχές τους. Αλλά δεν έχουν καμία δικαιολογία, για το λόγο ότι ο καθένας έχει τη δυνατότητα να σκεφτεί και επομένως έχει καθήκον να υποβάλλει στη βάσανο της σκέψης του αυτό που καθορίζει τελικά τη μοίρα του στην αιωνιότητα.
Θα όφειλε ο καθένας να παίρνει πιο σοβαρά το καθήκον του στη Γη και να μην νομίζει ότι Εγώ μπορώ να αρκεστώ σε εντελώς άχρηστες ενέργειες στις οποίες θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται επίσης η «συμμετοχή στα μυστήρια», τα οποία δεν είναι όμως «μυστήρια». Γιατί το μόνο που μπορεί να δώσει ευλογία και καθαγιασμό δίνεται από Μένα τον Ίδιον στον άνθρωπο εκείνον που χάρη στην αγάπη του πιστεύει ζωντανά, όταν με άλλα λόγια έχει δημιουργήσει ένα δεσμό μαζί Μου μέσω της αγάπης.
Τότε ο άνθρωπος ευλογείται απευθείας από Μένα τόσο πλούσια, που του είναι δυνατόν να φθάσει επί γης στην τελειοποίηση. Τότε θα φανερωθούν επάνω του όλες οι ευλογίες των μυστηρίων θα λάβει το βάπτισμα του Πνεύματος… θα διδάσκει και θα φέρνει το Λόγο στους συνανθρώπους του… θα έχει τη δυνατότητα να κοινωνεί ανά πάσα στιγμή τον Άρτο του Ουρανού, τη Σάρκα και το Αίμα Μου… Ενωμένος βαθύτατα μαζί Μου θα είναι γεμάτος σοφία και αγάπη, καθώς δεν θα τον βαραίνει πλέον η ενοχή της αμαρτίας, αφού θα έχει συγχωρεθεί προς χάριν του Ιησού Χριστού. Γιατί θα τον έχει αναγνωρίσει η γεμάτη από αγάπη καρδιά του και θα τον μαρτυρεί ανοικτά μπροστά σε όλον τον κόσμο. Τότε θα είναι γεμάτος με το Πνεύμα Μου, γιατί θα έχει γίνει ζωντανός χάρη στην αγάπη και στην πίστη του. Αλλά είναι αδύνατον να βιώσει όλες αυτές τις ευλογίες επειδή απλώς και μόνο εκτελεί κάποια καθήκοντα για να τηρήσει την παράδοση.
Οπωσδήποτε είναι καλό το να καθοδηγείται ένα παιδί να σκεφτεί για το σκοπό της επίγειας ζωής του και για το καθήκον του. όμως δεν πρέπει να το κατευθύνουν σε άψυχες, ανούσιες ενέργειες, παρά το μόνο που χρειάζεται είναι να διδάσκεται την αγάπη. Ανάλογα δε με την τοποθέτηση του καθενός απέναντι σε αυτήν τη διδασκαλία της αγάπης θα διαμορφωθεί επίσης η πνευματική του πρόοδος. Αλλά μόνο εάν ζει με αγάπη τη ζωή του μπορεί να φθάσει στην τελείωση, μόνο μία ζωή αγάπης του αποφέρει τις ευλογίες που υπόσχονται τα μυστήρια.
Διότι ο κάθε άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει την τελείωσή του με πλήρη βουλητική ελευθερία, όμως οι κανόνες και οι εντολές που υποτίθεται ότι αποτυπώνουν τη δική Μου βούληση την εμποδίζουν. Ο άνθρωπος οφείλει να κατακτήσει τη Ζωή και άρα πρέπει επίσης να είναι ζωντανός σε αυτά που σκέφτεται, θέλει και κάνει. Αλλά κάθε τυπικό είναι θάνατος γι’ αυτήν τη Ζωή και επιπλέον κάτι το καθαρά εξωτερικό δεν μπορεί να επιφέρει μία εσωτερική μεταμόρφωση.
Ο κάθε άνθρωπος φέρει μόνος του την ευθύνη για την ψυχή του και δεν θα μπορέσει να δικαιολογηθεί μία μέρα ισχυριζόμενος ότι τον δίδαξαν άλλοι λάθος. Γιατί όταν κάποιος αγωνίζεται σοβαρά να τελειοποιηθεί, του δίνεται η δυνατότητα να πάρει από Μένα την αγνή αλήθεια∙ αρκεί να θέλει πραγματικά να κερδίσει Εμένα και το βασίλειό Μου και να εκτελεί αποκλειστικά το δικό Μου θέλημα…». (Μπέρτα Ντούντε 10/1/1957)
«…Σκεφτείτε τι αποτελέσματα αποδίδετε στη «βάπτιση» και μόνο!… Σκεφτείτε ότι ενώ τελείτε απλώς μία εξωτερική τελετή, είσαστε πεπεισμένοι ότι αποκομίζετε πνευματικά οφέλη. Έτσι πιστεύετε ότι θα απαλλαγείτε από το «προπατορικό αμάρτημα» ή ότι θα γίνετε μέλη της Εκκλησίας Μου, επειδή εισέρχεστε σε μία θρησκευτική κοινότητα. Εντούτοις όλα αυτά πρέπει να τα κατακτήσει ο καθένας από μόνος του στη διάρκεια της γήινης ζωής του, καθώς πρέπει με τη θέλησή του να δεχτεί να τον λυτρώσει ο Ιησούς Χριστός από την αμαρτία. Συνεπώς απαιτούνται πολύ περισσότερα από την απλή βάπτιση που γίνεται σε ένα παιδί. Επιπλέον, μέλος της «Εκκλησίας Μου» μπορεί να γίνει κανείς μόνο με την ελεύθερη θέλησή του, εφόσον ζει ακολουθώντας Με συνειδητά και αποκτά χάρη στην αγάπη του μία ζωντανή πίστη, η οποία είναι το κύριο γνώρισμα της Εκκλησίας που ίδρυσα Εγώ.
Σκεφτείτε τα μυστήρια της εξομολόγησης και της μετάληψης…πώς τα έχετε διαστρέψει και με ποια εξωτερικά προσδοκάτε «άφεση των αμαρτιών σας». Σκεφτείτε όμως τι έννοια δίνω Εγώ στην άφεση των αμαρτιών. Συνειδητοποιείστε ότι Εγώ ζητώ να Μου ανοίξετε την καρδιά σας ώστε να μπορώ να κοινωνήσω μαζί σας και εσείς μαζί Μου. Σκεφτείτε πως τα λόγια που είπα : «Αυτό που κάνω τώρα να το κάνετε σε ανάμνησή Μου…», εσείς τα μετατρέψατε σε ένα τυπικό, σε μία τελετουργική διαδικασία. Αλλά αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να έχει καμία επίδραση στην ψυχή σας, εάν δεν έχετε τόσο βαθιά αγάπη στη ζωή σας ώστε να σας συνδέει η αγάπη μαζί Μου και τότε μπορώ και Εγώ να είμαι προσωπικά παρών στο εσωτερικό σας…». (Μπέρτα Ντούντε 29/11/1963) (Βλ. επίσης Μαρκ. 11,25-26)
‘Αλλωστε για τον Ωριγένη τα μέσα της Ευχαριστίας δεν έχουν σημασία, μόνο ο Θείος Λόγος που εκφέρεται παράλληλα εξαγιάζει. Συνάμα προτρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής έννοιας του Λόγου (Σχόλια στο Ματθαίο 22-23), ούτως ώστε η καρδιά να γεμίζει με αγνές έννοιες κι όχι με λόγια. Διότι «Η Βασιλεία δεν είναι τα λόγια αλλά η Δύναμη» (Βλ. Κορ. Β΄ 3,5.6. 15-18. Ματθ. 15,8). Επίσης για την άφεση λέει ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι σε θέση να διακρίνει ποιές αμαρτίες είναι θανάσιμες και ποιές όχι (‘Εξοδος 10,3).
Ομοίως ο Ιάκωβος στην επιστολή του 5,16 παρακινεί όλους τους χριστιανούς να εξομολογούνται ο ένας στον άλλο και να προσεύχονται ο ένας για τον άλλον για να βρουν θεραπεία.
Παρόμοια μιλάει ο Χριστός στο Μεγάλο Ευαγγέλιο του Λόρμπερ για την εξομολόγηση και την άφεση αμαρτιών: «Η εξομολόγηση των αμαρτιών στους ιερείς, όπως γίνεται τώρα, είναι κακή και απορριπτέα, γιατί δεν βελτιώνει τον άνθρωπο, παρά τον αφήνει να μένει μέχρι τέλους μέσα στις αμαρτίες του. Αλλά και πάλι δεν έχω αντίρρηση, αν ένας αδύναμος και άρρωστος στην ψυχή άνθρωπος ομολογεί καλοπροαίρετα τις αδυναμίες και τα σφάλματά του σε έναν άλλο, πιο δυνατό και ψυχικά υγιή άνθρωπο. Γιατί τότε ο υγιής και φωτισμένος άνθρωπος μπορεί να του προσφέρει, από αληθινή αγάπη προς τον πλησίον, τα σωστά μέσα τα οποία θα κάνουν την ψυχή του αδύναμου δυνατή και γερή.
Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ένας άνθρωπος μπορεί στ’ αλήθεια να γίνει σωτήρας κάποιου άλλου. Όμως, δεν το θέτω αυτό σαν νόμο, παρά σας δίνω απλώς μία καλή συμβουλή. Ό,τι κάνω, αυτό να κάνετε κι εσείς, και να διδάσκετε στον καθένα την αλήθεια.
Άλλωστε η ομολογία και μόνο δεν φθάνει για να καθαρθεί ένας άνθρωπος από τις αμαρτίες του, όπως δεν φτάνει για να θεραπευτεί ένας ασθενής το να περιγράψει με ακρίβεια στο γιατρό την πάθησή του. Αντίθετα ο ασθενής πρέπει να ακούσει τη συμβουλή του σοφού γιατρού, ύστερα να την ακολουθήσει πιστά και στη συνέχεια να αποφύγει όλα εκείνα που τον είχαν οδηγήσει στην ασθένεια».
Και στην Μπέρτα Ντούντε συμπληρώνει: «Οι άνθρωποι ερμηνεύουν πολλά λόγια της Αγίας Γραφής λανθασμένα με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε πλάνη, σε μία πίστη που απέχει πολύ από την αλήθεια. Γιατί από τις λανθασμένες ερμηνείες της Γραφής προέκυψαν στη συνέχεια διδασκαλίες που μεταφέρονταν αλυσιδωτά από τον έναν στον άλλο. Έτσι τα λάθη εξαπλώνονταν ολοένα και περισσότερο, ενώ γινόταν όλο και πιο δύσκολο να αναγνωριστούν.
Ο Θεός έδινε πάντοτε το Λόγο του στους ανθρώπους έτσι που να ανταποκρίνεται στην πνευματική τους κατάσταση και ο Λόγος πάντοτε ήταν κατανοητός για όποιον ήθελε να τον καταλάβει σωστά. Όταν όμως τον ανέλυαν με το νου τους, όταν απλώς προσπαθούσαν να διερευνήσουν επιστημονικά το νόημά του χωρίς να θέλουν ενδόμυχα να καλλιεργήσουν τον εαυτό τους ή την ψυχή τους με βάση το θεϊκό Λόγο, τότε αυτός γινόταν δυσνόητος. Ως επακόλουθο οι σκέψεις τους έπαιρναν λανθασμένο δρόμο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν διδασκαλίες που αλλοίωσαν το θεϊκό Λόγο, αφού δεν συμφωνούν με αυτά που δίδαξε ο Ιησούς Χριστός στη Γη. Ναι μεν αναφέρονται στο Λόγο του Θεού, όμως του δίνουν ένα εντελώς διαφορετικό νόημα, έτσι ώστε σήμερα η ανθρωπότητα δεν το καταλαβαίνει όπως είναι πραγματικά. Γιατί οι ανθρώπινες ερμηνείες άλλαξαν το νόημα ριζικά και ως συνέπεια ο θεϊκός Λόγος παραμορφώθηκε. Στη συνέχεια ο παραμορφωμένος Λόγος παρουσιάστηκε σαν θεϊκός στους πιστούς, με αποτέλεσμα να μην δέχονται καμία άλλη ερμηνεία πλέον και να υπερασπίζονται θερμά τούτον τον παραμορφωμένο Λόγο».
Με το χαρακτηριστικό του ύφος, ο μυστικιστής Γιάκομπ Μπαίμε (Jacob Boehme) είχε πει : «Έχετε τώρα δασκάλους οι οποίοι ισοπεδώνουν το πνεύμα της πρώτης Εκκλησίας. Αν τους εξετάσετε, θα δείτε ότι είναι λύκοι. Τώρα δολοφόνησαν και τον Υιό του, δηλαδή τη σωστή αλήθεια του θείου Λόγου και την μετέτρεψαν σε ανούσιες πράξεις που τις σοφίστηκαν μόνοι τους. Γι’ αυτό θα αποδώσουν λόγο για το πώς διαχειρίζονται τα αξιώματά τους. Αχ, Βαβέλ, θέλεις να διδάσκεις με το γράμμα από το Λόγο του Θεού, αλλά δεν είναι ζωντανός ούτε μέσα σ’ εσένα την ίδια. Όμως τα πρόβατα δεν ακούν τη φωνή σου, γιατί δεν έρχεται από τα βάθη της καρδιάς σου. Γι’ αυτό οι πεινασμένοι λιμοκτονούν επειδή τους λείπει η ουράνια τροφή, αλλά γι’ αυτό υποφέρεις και συ από πείνα που φανερώνεται σαν ακόρεστη απληστία και έπαρση».
Η μετατροπή της εκκλησίας σε θεσμική οργάνωση
Ήδη το 2ο αιώνα μ.Χ. ο Ωριγένης έγραφε για την εκκλησία : «Εάν ο Χριστός είχε λόγο να κλάψει για την Ιερουσαλήμ, θα έχει με το παραπάνω λόγο να κλάψει για την εκκλησία. Γιατί ενώ οικοδομήθηκε για να είναι ένας οίκος προσευχής, εξαιτίας της επαίσχυντης απληστίας και της φιληδονίας ορισμένων – και δυστυχώς μεταξύ τους συμπεριλαμβάνονται και οι ηγέτες του λαού της εκκλησίας – έχει γίνει ένα άντρο ληστών». (Σχόλια στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, αρ 403).
Για το πώς επήλθε αυτή η κατάσταση και μάλιστα τόσο σύντομα μετά την εποχή του Χριστού, η Ντούντε γράφει τα παρακάτω :
«… Όταν ολοκλήρωσα το λυτρωτικό έργο Μου στη Γη, οι μαθητές Μου μετέφεραν στον κόσμο το Ευαγγέλιό Μου αγνό. Είχαν πάρει από Μένα την αλήθεια σε πεντακάθαρη μορφή και την μετέδιδαν εξίσου καθαρή καθώς ήταν πλήρεις με το Πνεύμα.
Όμως το επίπεδο της ψυχικής ωριμότητας των άλλων ανθρώπων ήταν διαφορετικό, επειδή η αμαρτία της αρχικής πτώσης βάραινε ακόμη τις ψυχές τους. Επιπλέον ο πολέμιός Μου είχε ακόμη δικαιώματα επάνω τους, αν και δεν μπορούσε να τους επιβάλλει απόλυτα τη θέλησή του. Παρ’ όλα αυτά είχαν μέσα τους σε μεγάλο βαθμό ακόμη την αλαζονεία και τη φιλαρχία, τα κακά που προήλθαν από την αρχική πτώση. Έτσι ο πολέμιός Μου τα εκμεταλλεύτηκε για να ενισχύσει την επιρροή του και για να σπείρει τη διχόνοια ανάμεσα στους οπαδούς της διδασκαλίας Μου, του καθαρού Ευαγγελίου. Η συνέπεια ήταν ότι ορισμένα μεμονωμένα άτομα ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο και πρωτοστάτησαν για να ιδρύσουν με δική τους πρωτοβουλία οργανώσεις αναλαμβάνοντας συνάμα την ηγεσία τους. Έτσι έστησαν σταδιακά ένα οικοδόμημα όπου εκπροσωπούνταν πολλά γήινα και κοσμικά συμφέροντα, με αποτέλεσμα να συμμετέχει σε αυτό και ο πολέμιός Μου, αφού η πρώτιστη επιδίωξή του ήταν να υποσκάψει την αλήθεια του Ευαγγελίου.
Ως επακόλουθο, το Φως γινόταν ολοένα πιο αμυδρό, καθώς υπό την εχθρική επιρροή εισήχθησαν ξένες διδασκαλίες. Τα λάθη αυτών των διδασκαλιών δεν έγιναν αντιληπτά, αλλά αντίθετα τις υπερασπίζονταν με πάθος, επειδή δήθεν τις είχα δώσει Εγώ σε εκείνους τους ηγέτες. Έτσι εκείνοι απαιτούσαν στη συνέχεια την πίστη σε αυτές τις διδασκαλίες από τους οπαδούς της οργάνωσής τους που εξελίχτηκε σε ένα τεράστιο οικοδόμημα εξουσίας.
Ο οποιοσδήποτε θα είχε την ικανότητα και την υποχρέωση να αναγνωρίσει ότι ποτέ δεν θα μπορούσα Εγώ να κτίσω ένα τέτοιο οικοδόμημα όπου υπήρχε η πρόθεση των μεν να εξουσιάζουν τους δε. Γιατί η δική Μου η διδασκαλία λέει: «Να υπηρετείτε ο ένας τον άλλον με αγάπη…», ενώ είναι ο πολέμιος που προωθεί την αρχομανία και το πάθος για εξουσία.
… Έχω δώσει στους ανθρώπους το δώρο της προσευχής και έχω έρθει τόσο κοντά τους που μπορούσαν να Με καλέσουν με την προσευχή τους. Θα αρκούσε να προσεύχονται να τους δώσω την αλήθεια και να τους προστατέψω από τα λάθη και την πλάνη. Τότε το Πνεύμα τους θα φωτιζόταν και θα ήταν αδύνατο να εγκλωβιστούν στα ψέματα και στην πλάνη.
Ο κάθε άνθρωπος έχει χρέος να κρίνει, γιατί γι’ αυτόν το λόγο του έχει δοθεί ο νους. Άμα αποφεύγει να σκεφτεί (και να πάρει θέση) τότε ευθύνεται ο ίδιος εάν βρίσκεται μακριά από την αλήθεια και εάν πέφτει θύμα λανθασμένων διδασκαλιών…». (Μπέρτα Ντούντε 12/8/1962)
‘Ετσι ο Ωριγένης, αναλύοντας το στίχο 4,42 του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου : «Η πίστη μας δεν στηρίζεται πια στα δικά σου λόγια, γιατί εμείς οι ίδιοι τον έχουμε ακούσει τώρα και ξέρουμε ότι είναι αληθινά ο Χριστός» ,παρατηρεί : «Είναι σαφώς καλύτερο να βλέπει κάποιος το Λόγο με τα ίδια του τα μάτια και να τον ακούει χωρίς τη μεσολάβηση ενός διδάσκοντος» (Σχόλια 13,52).
Επίσης ο Γιάκομπ Μπαίμε γράφει : «…Η έκτη (εννοείται η έκτη σφραγίδα της Αποκάλυψης) περίοδος άρχισε με το θάνατο των Αποστόλων του Χριστού, όταν οι άνθρωποι επέλεξαν διδασκάλους για λόγους προτιμήσεων και εξωτερικού γοήτρου. Ξεπρόβαλλε από τη σκιά όπου ήταν κρυμμένη και φανερώθηκε με τις πέτρινες εκκλησίες, γιατί η εκκλησία έγινε πιο σημαντική από τον Ιερό Ναό του Χριστού μέσα στον άνθρωπο. Η εξωτερική εξουσία των αυτόκλητων ιερέων είναι το πύρινο ξίφος του Χερουβείμ και όλοι οι πόλεμοι που έκαναν οι χριστιανοί είναι το ίδιο ξίφος πάλι από τη Βαβέλ». (Προφητείες γύρω από το 2000)
Η δε Ντούντε γράφει σε διάφορα σημεία του έργου της :
«Κάθε γνώση πνευματικού περιεχομένου που διδάσκεται κανείς παραδοσιακά από καθέδρας, άρα και οι διδασκαλίες που υιοθετεί επειδή αποτελούν μέρος της παράδοσης, δεν αρκούν για να γνωρίσει πλήρως τη βούληση του Θεού, εφόσον δεν σκεφτεί και μόνος του για αυτές, ώστε να αφυπνιστεί μέσα του και να αναπτυχθεί το αίσθημα ευθύνης…
Όταν σκεφτεί δε σε βάθος, θα αναγνωρίσει ποιες διδασκαλίες έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο και ποιες προστέθηκαν από την ανθρώπινη πλευρά. Επομένως, για να είναι κάποιος σε θέση μία μέρα να δώσει λογαριασμό για τη ζωή του, πρέπει πρώτα να σκεφτεί ο ίδιος προσωπικά για όσα τον έχουν διδάξει. Και έτσι θα μπορεί να διακρίνει την πλάνη από την αλήθεια, υπό την προϋπόθεση ότι τον ενδιαφέρει να βρει την αλήθεια. Αντίθετα, μία δογματική διδασκαλία καταπνίγει το αίσθημα ευθύνης μέσα του. Και αυτό είναι αναπόφευκτο, διότι τότε πιστεύει ή τηρεί εντελώς μηχανικά εκείνο που του επιβάλλει η δογματική διδασκαλία. Έτσι καθώς πιστεύει ότι ακολουθεί ευσυνείδητα ό,τι του επιβάλλεται από έξω, δεν αισθάνεται ότι έχει ο ίδιος την ευθύνη γι’ αυτό. Γιατί ό,τι κάνει, το κάνει υπό μία ορισμένη πίεση επειδή του το απαιτούν»…
«Δεν αποτελεί πνευματικό βιασμό όταν σε κάποιον που ανήκει πνευματικά σε κάποιον συγκεκριμένο χώρο, του υποδεικνύεται μία άλλη κατεύθυνση. Όταν του προτείνεται μία γνώση που διαφωνεί με αυτά που ξέρει, δεν ασκείται πάνω του βία, εφόσον έχει την ελευθερία της βούλησης ώστε να μπορεί να αποφασίσει εάν θα την ασπαστεί ή εάν θα την απορρίψει. Βιασμός γίνεται όταν υποχρεώνεται από νόμους, εντολές ή κανόνες να ασπαστεί κάτι, γιατί διαφορετικά απειλείται με κάποια τιμωρία και έτσι οι σκέψεις και οι πράξεις του δεν είναι ελεύθερες. Σε αυτήν την περίπτωση πρόκειται για πνευματικό βιασμό, ο οποίος δεν μπορεί ποτέ να έχει καλές συνέπειες για την ψυχή του. Γι’ αυτό ναι μεν χρειάζεται να διδάσκεται πάντοτε ο Λόγος Μου, αλλά με τέτοιο τρόπο που να μην ασκείται πίεση σε κανέναν. Για τον ίδιο λόγο η μετάδοση της αγνής αλήθειας από ψηλά γίνεται μέσα σε πλήρη βουλητική ελευθερία. Έτσι ένα άτομο που δεν είναι φωτισμένο έχει πάντα τη δυνατότητα να θεωρήσει την αλήθεια αυτή σαν ανθρώπινο κατασκεύασμα, εάν όταν την ακούσει η θέλησή του τείνει περισσότερο να την απορρίψει παρά να την δεχτεί.
Ασφαλώς οι άνθρωποι χρειάζονται καθοδηγητές, όταν δεν αγωνίζονται από μόνοι τους για την πνευματοποίηση της ψυχής τους.
Ωστόσο ένας σοφός καθοδηγητής οφείλει απλώς να τους διδάσκει και να προσπαθεί έτσι να αφυπνίσει την καρδιά και το μυαλό τους. Γιατί τη σύνδεση μαζί Μου και με το πνευματικό βασίλειο πρέπει να την βρει ο κάθε ένας μόνος του.
Οι εκπρόσωποί Μου στη Γη οφείλουν να του δείξουν το δρόμο μεταφέροντάς του το Λόγο Μου. Οφείλουν να αφήνουν πάντοτε Εμένα να μιλώ, χωρίς να προσθέτουν ποτέ δικές τους ιδέες ούτε να δίνουν εντολές ούτε να επιβάλλουν θρησκευτικά καθήκοντα στους ανθρώπους με τη δικαιολογία ότι το θέλω υποτίθεται Εγώ. Εγώ αφήνω κάθε άνθρωπο ελεύθερο, ενώ φροντίζω απλώς να παρέχεται συνεχώς και να διαδίδεται η Αλήθεια. Όποιος αναζητεί την Αλήθεια αναζητεί κι Εμένα και όντως θα τον αφήσω να Με βρει. Αλλά όποιος δεν αγωνίζεται να βρει την Αλήθεια, δεν πρόκειται να έχει κανένα όφελος ασπαζόμενος διδασκαλίες που του τις πέρασαν σαν (αναμφισβήτητο) δόγμα και έτσι πιστεύει ότι δεν έχει το δικαίωμα να τις απορρίψει…
Ως προς Εμένα ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να παίρνει τις αποφάσεις του ελεύθερα. Το μόνο που απαιτώ από αυτόν είναι να επεξεργάζεται με τη σκέψη του αυτά που οφείλει να πιστέψει. Εάν δεν μπορεί να τα αποδεχτεί, παρ’ όλο που συλλογίστηκε διεξοδικά πάνω σ’ αυτά, δεν του το καταλογίζω ως αμάρτημα, αλλά σίγουρα αμαρτάνει όταν ομολογεί πίστη σε μία διδασκαλία με το στόμα του χωρίς όμως να έχει ρωτήσει την καρδιά του. Γιατί ο καθένας είναι μόνος του υπεύθυνος για τον εαυτό του και αποτελεί ύβρι το να θέλει ένας μόνο άνθρωπος να καθορίσει τι είναι υποχρεωμένοι να σκέφτονται και να πιστεύουν εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι, θεσπίζοντας εντολές οι οποίες θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να θεωρούνται δογματικής φύσης διδασκαλίες».
«… Είναι πολύ διδακτικό το να εξετάσει κάποιος μία-μία τις διδασκαλίες που προστέθηκαν από τους ανθρώπους στις διδαχές του Χριστού. Καταρχάς είναι ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός, ο οποίος όχι μόνο δεν είναι πάντοτε ευνοϊκός για το πνεύμα του ανθρώπου, αλλά μπορεί επίσης και να είναι θάνατος γι’ αυτό.
Είναι εντελώς λανθασμένη η άποψη ότι με τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό ο άνθρωπος στρέφεται πιο πολύ προς τον Θεό. Απεναντίας ελλοχεύει μάλλον ο κίνδυνος να του γίνει μηχανική συνήθεια κάτι που κανονικά οφείλει να είναι ένα βαθύτατο εσωτερικό βίωμα. Ο αληθινός εκζητητής του Θεού τον αναζητεί παντού. Ασφαλώς δεν τον βλάπτει να πάει στην εκκλησία, αλλά μπορεί να βρει την επαφή με τον Θεό κάθε ώρα και σε κάθε τόπο και άρα δεν χρειάζεται ένα ειδικό μέρος. Συνεπώς το μόνο που θα χρειαζόταν κάποιος εκεί είναι να ακούει το Λόγο του Θεού, εφόσον δεν θα είχε άλλον τρόπο για να τον γνωρίσει. Και μόνο αυτό αποκλειστικά έχει την απόλυτη έγκριση του Θεού, εφόσον δηλαδή ο εκκλησιασμός γίνεται μόνο για να ακουστεί ο θεϊκός Λόγος. Όλες οι άλλες τελετουργίες λίγο ως πολύ είναι προσθήκες που έχουν γίνει από τους ανθρώπους. Σήμερα ονομάζονται με τον όρο Θεία Λατρεία, αν και η λατρεία του Θεού είναι κάτι το τελείως διαφορετικό από τα να παρευρίσκεται κάποιος σε τέτοιες τελετές που δεν έχουν καμία σχέση με την καθαυτό καλλιέργεια της ψυχής του.
Είναι εντελώς ασήμαντο και αδιάφορο το αν και σε ποιο βαθμό τηρεί κανείς τους κανόνες που πρέπει να εκπληροί για να ανήκει σε μία εκκλησία. Η Εκκλησία που ίδρυσε ο Ιησούς Χριστός στη Γη δεν έχει καμία σχέση με εξωτερικότητες . οπωσδήποτε μπορεί να είναι παρούσα σε κάθε εκκλησία και να την αναγνωρίζει κανείς οπουδήποτε από τις βαθύτερες βασικές αρχές της, παρ’ όλο που θα συνυπάρχουν επίσης εξωτερικότητες.
Επομένως, το να υπάρχουν αυτές οι εξωτερικότητες δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι εμποδίζεται ο άνθρωπος να αναγνωρίσει [σε οποιαδήποτε εκκλησία] την αληθινή διδασκαλία του Χριστού και να την εφαρμόσει στη ζωή του. Ωστόσο αντίστροφα, για να είναι κάποιος αληθινός χριστιανός όπως το θέλει ο Θεός, δεν χρειάζονται απαραίτητα τέτοιες εξωτερικότητες.
Είναι φανερό ότι ακριβώς τα πολλά τυπικά απωθούν τους πιστούς. Άλλωστε ο Ιησούς Χριστός σίγουρα δεν είπε ότι η αιώνια μακαριότητα εξαρτάται από το αν τηρούν ή όχι εντολές που θεσπίστηκαν από ανθρώπους, όπως είναι για παράδειγμα ο τακτικός εκκλησιασμός, η παρακολούθηση μίας τελετουργικής πράξης που επίσης επινοήθηκε από τους ανθρώπους και είναι σαν μία θεατρική παράσταση, η οποία δεν έχει καμία αξία ή επίδραση στην ανθρώπινη ψυχή.
Οι άνθρωποι θα πρέπει να αναλογιστούν ότι ο Κύριος στη Γη ήταν εχθρός κάθε εξωτερικότητας. Ας αναλογιστούν ότι δεν έπραξε τίποτα το θεαματικό που θα ενίσχυε τα λόγια Του, εκτός από τα θαύματα που είχαν σκοπό να αποδείξουν τη θειότητά Του. Ποτέ όμως δεν τέλεσε κάποια τελετή η οποία θα μπορούσε να είναι ο λόγος ή το υπόβαθρο για τις σημερινές τελετουργίες.
Αυτές είναι αποκλειστικά και μόνο τελετουργικά τυπικά που εισήγαγαν οι άνθρωποι και δεν έχουν καμία άλλη βαθύτερη σημασία εκτός από τη σημασία που τους αποδίδουν οι άνθρωποι…». (Μπέρτα Ντούντε)
Η σωστή προσευχή σύμφωνα με τις νέες αποκαλύψεις: Στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο (6, 5-8) ο Χριστός είχε δηλώσει πολύ καθαρά πώς πρέπει να είναι η σωστή προσευχή. Εκεί συνιστά σε όποιον θέλει να προσευχηθεί, να κλειστεί στο δωμάτιό του και να προσευχηθεί στον Πατέρα του, χωρίς να φλυαρεί όπως οι εθνικοί. Τη σύσταση αυτήν του Ιησού Χριστού οι εκκλησίες όχι μόνο δεν την πήραν στα σοβαρά, αλλά και την αντέστρεψαν. Γι’ αυτό άλλωστε ποτέ δεν γίνεται ένα κήρυγμα την Κυριακή που να έχει κεντρικό θέμα αυτούς τους στίχους. Πουθενά δεν ακούγεται ότι ο τόπος όπου προσεύχεται κανείς δεν έχει καμία σημασία, όπως δίδαξε ο Ναζωραίος τη γυναίκα στο πηγάδι του Ιακώβ (Κατά Ιωάννη 4, 21-24). Αυτό το γεγονός το απωσιοπούν στους πιστούς και ιδίως στους προσκυνητές των διάφορων «αγίων τόπων». Ωστόσο ο Ωριγένης έλεγε : «Τον άγιο τόπο δεν τον αναζητώ στη Γη, αλλά στην καρδιά … Γι’ αυτό λέει ο Απόστολος : «Μην δίνετε τόπο στο διάβολο» (Λευιτικό 13,5).
Οι οδηγίες των νέων αποκαλύψεων για την προσευχή είναι σαφείς: «Ο Θεός είναι Πνεύμα και η λατρεία Του πρέπει να γίνεται πνευματικά κι αληθινά. Και γι’ αυτό δεν χρειάζεται ούτε ένας ορισμένος τύπος ούτε ένας ναός, παρά μόνο μία καρδιά όσο γίνεται πιο καθαρή, ταπεινή και γεμάτη αγάπη… και ο Πατέρας θα εισακούσει πάντα την προσευχή της χωρίς να λάβει υπόψη του τον τόπο, που δεν έχει καμία σημασία, είτε είναι το βουνό είτε η πόλη, αφού όλη η Γη είναι του Θεού που κοιτάζει μόνο την καρδιά του κάθε ανθρώπου» (ΜΕΙ Ι 124, 13-15).
«Είναι μεγάλο λάθος να Με παρακάμπτει ο άνθρωπος και να ζητά βοήθεια από εκείνους που από μόνοι τους δεν έχουν τίποτα [ενν. οι άγιοι], παρά έχουν λάβει τα πάντα από Εμένα. Δεν λέει το ευαγγέλιο: “Ελάτε σ’ Εμένα όλοι εσείς που είσαστε αποκαμωμένοι και δυστυχισμένοι και Εγώ θα σας δυναμώσω;”
«Μην ξεχνάτε ότι ένας Παντοκράτορας όπως Εγώ δεν έχει ανάγκη από μεσολαβητές, αφού Εγώ είμαι το Παν μέσα στα πάντα» (Δώρα του Ουρανού).
΄Η όπως λέει ο ίδιος ο Χριστός στο Ευαγγέλιο : «Για να φθάσει κάποιος στον Πατέρα πρέπει να περάσει από εμένα …Εγώ είμαι η Οδός…».
Η Ευλογία: ‘Οσον αφορά στην ευλογία, η Νέα Αποκάλυψη λέει: «Δεν θα αρνηθώ την ευλογία Μου σε κανέναν, εφόσον Μου την ζητεί και Με παρακαλεί γι’ αυτό συνειδητά. Διότι η ευλογία Μου σημαίνει ότι του παρέχω δύναμη από την αγάπη Μου, σημαίνει ότι ο Πατέρας καθοδηγεί το παιδί Του, το οποίο θέλει να οδηγήσει στο σωστό προορισμό…
Να ξέρετε όμως πως μόνο Εγώ μπορώ να δώσω σωστή ευλογία, γιατί η ευλογία είναι μία ακτίνα χάρης που δίνει η αγάπη στο αντικείμενο της αγάπης της. Και αυτή η ακτίνα της χάρης μόνο από Εμένα μπορεί να πηγάσει, άρα μόνο Εγώ μπορώ να δώσω την ευλογία Μου.
Εσείς οι άνθρωποι επομένως μπορείτε μεν να Με παρακαλέσετε να στείλω αυτήν την ακτίνα της χάρης Μου σε κάποιον άλλον, μα εσείς οι ίδιοι δεν είσαστε σε θέση να “ευλογήσετε”, γιατί δεν είσαστε ακόμη ικανοί να δώσετε δύναμη σε άλλους, αφού κι εσείς οι ίδιοι έχετε ελάχιστη. Το μόνο που μπορείτε είναι να προσεύχεστε για τους αδύναμους, για τους ασθενικούς, ζητώντας Μου να τους στείλω την ακτίνα της δύναμής Μου. Μπορείτε να Με παρακαλέσετε να τους “ευλογήσω”, με άλλα λόγια να τους παράσχω την ακτινοβολία της χάρης Μου. Με άλλα λόγια, αρκεί μία σιωπηλή προσευχή για το συνάνθρωπο που θέλετε να βοηθήσετε. Τότε είναι σαν να Με καλείτε να ενδιαφερθώ για τις αδυναμίες και τα ελαττώματά του και Με ικετεύετε να του δώσω τη χάρη Μου. Είναι δε βέβαιο ότι κι Εγώ θα του την δώσω, εφόσον η αγάπη σάς παρακινεί σε μία τέτοια προσευχή και εφόσον το ασθενές αυτό άτομο δεν Μου αντιστέκεται ανοικτά με τη βούλησή του.
Αντίθετα όταν η ευλογία γίνεται μία μαζική εκδήλωση, χάνει τη σημασία της, από τη στιγμή που γίνεται ένα εξωτερικό τυπικό, θεατό σε όλους, το οποίο εκτελείται από ανθρώπους που πιστεύουν ότι δίνουν την ευλογία Μου, ενώ στην πραγματικότητα κάνουν απλώς κάποιες χειρονομίες. Άρα δεν μπορεί να λέγεται τότε ότι γίνεται πράγματι μία εσώψυχη ένωση μαζί Μου και μία εσώψυχη παράκληση για την ευλογία Μου, τη στιγμή μάλιστα που συγκεντρώνονται μεγάλα πλήθη όπου όλοι περιμένουν να έχουν μεγάλο όφελος για τη σωτηρία της ψυχής τους. Όμως δεν νιώθουν ούτε να ρέει η δύναμη της θεϊκής αγάπης ούτε μία εσωτερική αίσθηση μακαριότητας. Γιατί δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς την παρουσία Μου εκεί όπου οι σκέψεις των παρισταμένων έχουν αποκλειστικά εγκόσμιο προσανατολισμό, όπου τηρούνται απλώς εξωτερικά έθιμα και όπου λόγω της μαζικότητας της συγκέντρωσης αποκλείεται να υπάρξει μία βαθιά, εσώψυχη ένωση μαζί Μου.
Γιατί και η λέξη “ευλογία” ακόμη έχει γίνει πλέον πιο πολύ μία τυπική έκφραση. Στην πραγματικότητα σημαίνει να σκέφτεστε το καλό για τους συνανθρώπους σας και να προσεύχεστε γι’ αυτούς, πράγμα που πρέπει να πηγάζει από τα βάθη της καρδιάς και όχι να γίνεται με μία ορατή χειρονομία…».
Η χειροτονία: Ο Πάυλος γράφει προς τους Εβραίους 5,4 ότι κανένας δεν παίρνει μόνος του την τιμή να γίνει ιερέας, παρά μόνο εάν τον καλέσει ο Θεος. Μια Νέα Αποκάλυψη επεξηγεί:
«… Θα πρέπει να ξέρετε πως οι εξωτερικές τελετές δεν αρκούν ούτε για να εκδηλωθεί το Πνεύμα Μου ούτε για να μπορεί κάποιος να αναλάβει το λειτούργημα του δασκάλου, ή του πνευματικού ηγέτη ή του προϊστάμενου μίας εκκλησιαστικής κοινότητας. Πολλοί είναι μεν οι κλητοί αλλά λίγοι οι εκλεκτοί και σε αυτούς τους λίγους δίνω Εγώ ο Ίδιος την εντολή, Εγώ ο Ίδιος τους τοποθετώ στη θέση εκείνη όπου μπορούν να εργαστούν για Εμένα και για τη βασιλεία Μου. Όμως θέτω και όρους στα άτομα αυτά ώστε να είναι ικανά να γίνουν δάσκαλοι και καθοδηγητές των συνανθρώπων τους. Πρέπει να μπορεί το Πνεύμα Μου να ενεργήσει εντός τους ώστε να πορεύονται και οι ίδιοι στην αλήθεια. Έτσι θα είναι οι επίγειοι εκπρόσωποί Μου που επιτελούν το έργο τους επ’ ονόματί Μου, σύμφωνα με τη βούλησή Μου και υπό την καθοδήγησή Μου.
Είναι αναμφισβήτητο ότι και μεταξύ αυτών που λέγονται επίγειοι αντιπρόσωποί Μου, υπάρχουν επίσης τέτοιοι που ζουν σε πλήρη συμφωνία με τη βούλησή Μου και που Με υπηρετούν με όλη τους τη θέληση.
Όμως και αυτούς τους έχω τοποθετήσει Εγώ ο Ίδιος στα καθήκοντά τους. Δεν έγιναν υπηρέτες Μου αφού πέρασαν πρώτα κάποιες εξωτερικές διαδικασίες που εκτέλεσαν οι συνάνθρωποί τους. Διότι η αποστολή τους είναι ένα εσωτερικό αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης, η οποία υποτάσσεται απόλυτα σ’ ΕΜΕΝΑ. Έτσι ένας τέτοιος άνθρωπος συνδέεται στενά μαζί Μου με τους δεσμούς της αγάπης, γι’ αυτό μπορώ ΕΓΩ ο Ίδιος να του υποδείξω το λειτούργημα που οφείλει να ασκήσει.
Αυτή η απόλυτη αφοσίωση και η ζωή αγάπης εξασφαλίζουν την αφύπνιση του πνεύματός τους και τότε εισδύουν επίσης στην Αλήθεια. Τέτοιοι άνθρωποι αντιτάσσονται σε κάθε πλάνη και αλλοίωση της διδασκαλίας ΜΟΥ και τελικά απομακρύνονται από αυτούς οι οποίοι επιμένουν στην πλάνη τους.
Γι’ αυτό μπορείτε να καταλάβετε ότι δεν θα βρείτε τους αληθινούς αντιπροσώπους Μου εκεί όπου οι άνθρωποι τους υποθέτουν και τους αναγνωρίζουν. Διότι τέτοιοι εγκόσμια αναγνωρισμένοι “αντιπρόσωποι” αποκλείονται από μόνοι τους από την υπηρεσία Μου, εφόσον εκπροσωπούν πλάνες και δεν αναζητούν ουσιαστικά την Αλήθεια. Δεν μπορούν να είναι υπηρέτες και εκπρόσωποί Μου διότι πλανώνται και δεν κάνουν τίποτα για να βρουν την καθαρή Αλήθεια».
Η αληθινή Εκκλησία του Χριστού: «…Μέλη της εκκλησίας Μου θα είναι μόνο εκείνοι οι άνθρωποι που έχουν δεθεί τόσο στενά μαζί Μου ώστε να νιώθουν την παρουσία Μου και η πίστη τους είναι τόσο ακράδαντη που δεν μπορεί να κλονιστεί. Μία τέτοια πίστη αντιστέκεται σαν βράχος σε κάθε δοκιμασία που προέρχεται από έξω και γι’ αυτό είπα στον Πέτρο: “Θα κτίσω την Εκκλησία Μου πάνω σου”.
Όποιος ανήκει στην Εκκλησία Μου αναγνωρίζει πάντα ποια είναι η αλήθεια και απαρνιέται κάθε πλάνη. Γιατί μέσα του ενεργεί το Πνεύμα Μου, αφού αυτό είναι το γνώρισμα ότι αποτελεί μέλος της Εκκλησίας που ίδρυσα Εγώ. Και όπου ενεργεί το Πνεύμα Μου δεν υπάρχει πια ασάφεια ούτε αμφιβολία ούτε σύγχυση εννοιών. Εκεί υπάρχει φως και η σκέψη εκείνου που ανήκει στην εκκλησία Μου είναι σωστή. Αυτή, λοιπόν, η Εκκλησία δεν χρειάζεται εξωτερικά σημάδια ούτε οργανώσεις. Γιατί σε όλες τις εκκλησιαστικές οργανώσεις υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ζωντανή πίστη, που ζουν με αγάπη και έτσι αφυπνίζουν το πνεύμα στο εσωτερικό τους. Και όλοι αυτοί ανήκουν στην «Εκκλησία του Χριστού» που στην πραγματικότητα αποτελεί μία καθαρά πνευματική ένωση όλων εκείνων που χάρη στην αγάπη τους είναι δεμένοι μαζί Μου. Και αυτοί ό,τι κάνουν το κάνουν συνειδητά κι όχι σαν μία εξωτερική πράξη που δεν έχει νόημα παρά εκτελείται απλώς μηχανικά…».
Υπάρχουν πολλά εκκλησιαστικά συστήματα, αλλά σε ποιο βρίσκεται η αλήθεια; «Κάθε έριδα και διχογνωμία στα πνευματικά θέματα θα μπορούσε να λυθεί εάν ο κάθε ένας που υποστηρίζει μία άποψη απευθυνόταν εξαρχής σ’ Εμένα για να την κρίνω Εγώ και περίμενε την αποσαφήνισή Μου. Τότε πραγματικά δεν θα υπήρχαν πια διχογνωμίες και όλες οι αντίθετες πλευρές θα ομονοούσαν και θα ενώνονταν πάλι, γιατί όλες θα έπαιρναν την ίδια απάντηση από Μένα. Το ότι έχουν γίνει τόσα πολλά σχίσματα ως τώρα και το ότι έχουν δημιουργηθεί τόσες πολλές πνευματικές τάσεις αποτελεί αναμφισβήτητη απόδειξη πως δεν απευθύνθηκαν σ’ Εμένα για να ζητήσουν την κρίση Μου. Επιπλέον αποτελεί απόδειξη πως οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν μόνο το νου τους και επειδή διαμόρφωναν την άποψή τους αποκλειστικά με τη βοήθειά του, δεν ήταν ποτέ δυνατόν να καταλήξουν όλοι στα ίδια συμπεράσματα. Γιατί ο εχθρός Μου μπορεί πανεύκολα να παρεμβληθεί στις λειτουργίες του νου και να τον φέρει σε σύγχυση, εάν ο άνθρωπος δεν ζητά από Μένα τον Ίδιο να τον φωτίσω.
Μπορεί μεν μεμονωμένα άτομα να το έχουν κάνει, οπότε η δική τους η άποψη είναι η πιο κοντινή στην αλήθεια, όμως η σωστή άποψη δεν επιβλήθηκε στις υπόλοιπες απόψεις όλων εκείνων που δεν απευθύνθηκαν σ’ Εμένα για να τους δώσω το φως Μου. Ως εκ τούτου, το σωστό, το αληθινό δεν παύει μεν να λάμπει με το φως του, αλλά του δίνουν πολύ λίγη σημασία.
Άρα και οι έριδες δεν λύνονται, παρά θα υπάρχουν πάντα, για το λόγο ότι δίνεται μεγαλύτερη αξία στο νου. Αλλά ο νους μπορεί να παράγει τις χειρότερες διαστρεβλώσεις και να τις μεταμφιέσει έτσι που να θεωρηθούν καταπληκτικές σοφίες, οπότε βρίσκονται και άλλοι να τις υποστηρίξουν.
Εάν σκεφτείτε τα πολλά και διάφορα δόγματα και τις πολυσχιδείς τάσεις στο χώρο της πίστης, θα πρέπει κανονικά να αμφιβάλλετε για το πόσο είναι αληθινά όλα όσα υποστηρίζει η μία ή η άλλη, αφού δεν μπορεί παρά να υπάρχει μία μόνο αλήθεια. Επομένως εάν υπήρχε μία σωστή ανάμεσά τους, θα έπρεπε όλες οι υπόλοιπες να είναι λάθος. Αλλά ποια είναι η αληθινή; Η κάθε μία ισχυρίζεται ότι κατέχει την αλήθεια, όμως είναι φανερό ότι δεν την έχει, αφού διαφορετικά δεν θα υπήρχαν άνθρωποι που την αμφισβητούν και καταφεύγουν σε μία άλλη που τους εκπροσωπεί καλύτερα. Συλλογιστείτε αυτό το γεγονός… Συλλογιστείτε ότι η αλήθεια είναι δικό Μου κτήμα και επίσης συλλογιστείτε ότι είσαστε παιδιά Μου και σας αγαπώ. Επομένως δεν πρόκειται ποτέ να σας στερήσω την αλήθεια και επιπλέον η αλήθεια θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε φανερή…».
Η αληθινή Εκκλησία και τα χαρίσματα του Πνεύματος σε σχέση με τις διάφορες εκδοχές του χριστιανισμού: «Το γεγονός ότι υπάρχουν τόσες πολλές πνευματικές τάσεις και δόγματα, στα οποία μάλιστα εισάγονται οι άνθρωποι χωρίς τη δική τους θέληση, θα έπρεπε να σας βάζει σε σκέψεις. Κανένα παιδί δεν επιλέγει από μόνο του σε ποια ομολογία πίστης εισάγεται με το που γεννιέται. Επομένως κανένας δεν κερδίζει με την αξία του σε ποια θρησκευτική κοινότητα θα μεγαλώσει, αλλά ούτε και φέρει την ευθύνη γι’ αυτό. Άλλωστε εάν θα υπήρχε μόνο μία εκκλησιαστική κοινότητα που θα είχε το προνόμιο να “οδηγεί αποκλειστικά στη μακαριότητα”, ή εάν η μία ή άλλη θα ήταν η μόνη σωστή και αρεστή στον Θεό, τότε οι άλλοι άνθρωποι που βρέθηκαν επειδή τους τοποθέτησε Αυτός σε μία από τις υπόλοιπες λατρευτικές κοινότητες, θα είχαν κάθε δίκιο να αισθάνονται αδικημένοι, αφού θα είχαν γεννηθεί εκτός της “μίας αληθινής εκκλησίας”.
Στην πραγματικότητα όμως κανένας δεν μπορεί να βρεθεί στην αλήθεια χωρίς να κοπιάσει ο ίδιος, όπως από την άλλη πλευρά είναι εντελώς αδιάφορο σε ποιο χώρο πίστης έχει γεννηθεί κανείς. Γιατί ο καθένας οφείλει να αγωνιστεί από μόνος του για να βρει το Φως της αλήθειας. Είναι εξίσου βέβαιο δε ότι η αλήθεια δεν μπορεί να εμφυτευθεί σε κάποιον με τον ίδιο τρόπο που του μεταδίδεται η μόρφωση. Γιατί πρέπει να συγκεντρώσει ο ίδιος μέσα του το κατάλληλο έδαφος στο οποίο θα ριζώσει η αλήθεια, προκειμένου να γίνει έπειτα μόνιμα προσωπικό του κτήμα. Ωστόσο το γεγονός που αναφέρθηκε στην αρχή θα έπρεπε να βάζει σε σκέψη όλους εκείνους που επιμένουν ότι σωστά ανήκουν σε μία συγκεκριμένη κοινότητα πίστης και που θεωρούν ότι “πορεύονται εν αληθεία”.
…Είναι μία αλαζονική σκέψη το να πιστεύει κάποιος ότι κατέχει το αποκλειστικό προνόμιο για να μπει στη βασιλεία των Ουρανών. Ωστόσο αυτήν την αλαζονική σκέψη την κάνουν πάρα πολλοί, αφού οι οπαδοί όλων των χριστιανικών ομάδων είναι πλήρως πεπεισμένοι ότι κατέχουν κατ’ αποκλειστικότητα την αλήθεια.
Μα ως επί το πλείστον έχουν απλώς παραλάβει τις διδασκαλίες που πιστεύουν από άλλους που θεωρούσαν εξίσου φανατικά πως ήταν αλάθητοι. Ούτε ένας τους δεν σκέφτηκε ποτέ πώς αντιμετωπίζει ο ίδιος ο Θεός όσους δεν ανήκουν στο δικό τους το δόγμα…
…Η βασική θρησκεία είναι η τήρηση των εντολών της αγάπης. Όσο ο άνθρωπος τις παραμελεί, βρίσκεται εκτός της Εκκλησίας του Χριστού και εκτός της Αλήθειας, έστω κι αν ανήκει σε μία εκκλησία που ισχυρίζεται πως είναι η “μόνη αληθινή και η μόνη που οδηγεί στη σωτηρία και στη μακαριότητα”…».
Θα γίνει ένωση των εκκλησιών; «Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να ενωθούν οι εκκλησίες, για το λόγο ότι όλες επιμένουν σε διαστρεβλωμένες διδασκαλίες και δεν προσπαθούν να τις αποβάλλουν. Γιατί όλες τους επικεντρώνουν την προσοχή τους σε εξωτερικές πράξεις. Όλες τους πρεσβεύουν έναν χριστιανισμό που δεν συμφωνεί με τον ορισμό που έδωσε ο Ιησούς στην Εκκλησία που ίδρυσε ο Ίδιος. Γιατί η δική Του η Εκκλησία αποτελεί μία πνευματική ένωση με τα μέλη της να ζουν ζωντανά το χριστιανικό Πνεύμα. Τούτο μεταμορφώνει τον άνθρωπο από το εσωτερικό του και δεν μπορεί να συγκριθεί με το χριστιανισμό που εκπροσωπούν τα διάφορα δόγματα. Γιατί αυτός τηρεί κυρίως εξωτερικά έθιμα, καθώς έχει ενσωματώσει αναρίθμητες τελετές και ιερουργικές πράξεις στις οποίες δίνει το κύριο βάρος. Έτσι βάζει σε δεύτερη μοίρα την εσωτερική μεταμόρφωση του ανθρώπου με στόχο την απόκτηση μίας φύσης αγάπης. Γι’ αυτόν το λόγο με τον εξωτερικό χριστιανισμό δεν μπορεί ποτέ ο πιστός να αποκτήσει το σωστό δεσμό με τον Θεό και να φθάσει στην αναγέννηση του Πνεύματός του, η οποία όμως αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της Εκκλησίας που ίδρυσε ο Ίδιος ο Ιησούς στη Γη. Αλλά καμία εκκλησία δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τις παραδόσεις της. Ούτε μία από αυτές δεν πρόκειται να παραιτηθεί από την παραμικρή συνήθεια για χάρη των άλλων, μολονότι είναι απλώς ανθρώπινα έργα και χωρίς καμία αξία ενώπιον του Θεού αυτά τα οποία υπερασπίζονται.
Η διαμάχη μεταξύ των εκκλησιών αφορά σε εκείνες τις διαφορές που δημιούργησαν μόνες τους με το πέρασμα του χρόνου. Όμως κανένας δεν θέτει υπό αμφισβήτηση αυτές καθαυτές τις λανθασμένες διδασκαλίες, οι οποίες είναι που δημιούργησαν καταρχάς τη σύγχυση και τις πλάνες. Έτσι υποστηρίζεται με φανατισμό ότι αυτές αποτελούν την αρχική, αυθεντική θρησκεία, την οποία όμως μόνο στην αλήθεια που δίδαξε ο Ίδιος ο Ιησούς στη Γη μπορεί να βρει κανείς. Αλλά στο μεταξύ έχει διαστρεβλωθεί και αυτή επίσης και κανένα από τα υφιστάμενα δόγματα δεν την εκπροσωπεί, μα ούτε και μπορεί να το κάνει. Γιατί για να εκπροσωπεί κάποιος την αλήθεια πρέπει να έχει την επενέργεια του Πνεύματος και τούτη την κατακτά μόνο εφόσον τηρεί τις θεϊκές εντολές της αγάπης.
Μα ακριβώς αυτήν την εντολή της αγάπης την διδάσκουν μεν αλλά δεν της δίνουν παρά ελάχιστη σημασία, γιατί ρίχνουν το βάρος σε όλες τις άλλες εντολές που αποτελούν ανθρώπινες προσθήκες. Γι’ αυτό δεν έχουν καμία απολύτως αξία αφού δεν προήλθαν από τον Θεό παρά αποκλειστικά από τον άνθρωπο. Ως εκ τούτου είναι εφήμερες και δεν προωθούν την εξέλιξη της ανθρώπινης ψυχής προς υψηλότερα επίπεδα ούτε την ωρίμανσή της στη Γη». (Μπέρτα Ντούντε)
Στη δε Καινή Διαθήκη αναφέρεται ότι η μόνη βασική εντολή που έδωσε ο Ιησούς Χριστός είναι αυτή της αγάπης για το Θεό κ’ για το συνάνθρωπο (Ματθ. 22,36. Ιω. Α’ 3,23. 4,21).