ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ

Τι λένε οι νέες αποκαλύψεις για τη ζωή του Ιησού

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

«Πάνω στη γη η αλήθεια δεν έχει πατρίδα και περιπλα­νιέται

εδώ κι εκεί χωρίς να την αναγνωρίζουν οι άνθρω­ποι».

ΜΠΛΑΙΖ ΠΑΣΚΑΛ (1623-1662)

(Γάλλος εφευρέτης, φιλόσοφος και. μυστικός)

«Πολλές επιμέρους διδασκαλίες Θα σχηματίσουν μία με­γάλη διδασκαλία φωτός και ζωής, που θα είναι η μεγάλη Νέα Ιερουσαλήμ όπου οι μακαριότητες δεν θα έχουν αριθμό και τέλος και ο Θεός ο ίδιος θα κατοικεί μαζί με τους ανθρώπους».

Καταγραφή του Γιάκομπ Λόρμπερ (1800-1864)

 

Ο άνθρωπος είχε ανέκαθεν τον πόθο να ανακαλύψει τις έσχατες αλήθειες γύρω από αυτές τις έννοιες που τις θεωρούμε σαν το καθαυτό υπόβαθρο της ύπαρξης μας. Ο Θεός, η δη­μιουργία, ο άνθρωπος, το νόημα και οι άγνωστες διαστάσεις της ζωής, είναι τα πεδία όπου σήμερα ακόμη βαδίζουμε ανι­χνεύοντας για τις σωστές απαντήσεις.

Οι τελευταίοι αιώνες κινήθηκαν κυρίως πάνω στους δρόμους της εγκεφαλικής γνώσης και αναμφισβήτητα διέγραψαν τεράστια βήματα στην έρευνα του φυσικού κόσμου, γεγονός που αποτέλεσε το εφαλτήριο για μία πρωτοφανή τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη. Αλλά ο άνθρωπος δεν έγινε ούτε πιο σοφός, ούτε πιο καλός, ούτε πιο ευτυχισμένος σαν επακόλου­θο. Αντίθετα, εγωκεντρισμός και αυταρέσκεια έχουν εκτροχιάσει την ανθρωπότητα και την παρασέρνουν σε όλο και με­γαλύτερες καταστροφές κάθε μορφής.

Hope_EdeMorganΗ εξωτερική, εγκεφαλική ερμηνεία του κόσμου υποβίβασε τη Δημιουργία σε ένα υδροκέφαλο μηχανισμό χωρίς νόημα και ψυχή. Παράλληλα ωστόσο με το όργανο της νόησης ο κάθε άνθρωπος διαθέτει ένα δεύτερο λιγότερο φανερό όργανο, ένα εσωτερικό φως που βρίσκει τη γνώση μέσα από τον πνευματικό δρόμο. Σε καλλιτέχνες, εφευρέτες και στοχαστές το ονο­μάζουμε έμπνευση, σε πνευματικούς αθλητές και σε προφή­τες αναγνωρίζουμε τη θεϊκή προέλευση του.

Αυτό το θείο πνεύμα σε όλες τις εποχές, σε όλες τις Θρησκεί­ες και σε όλες τις κουλτούρες διαφώτιζε τον άνθρωπο για το γιατί και το σκοπό της ύπαρξης του. Από τη δημιουργία του πρώτου νοήμονος ανθρώπου η ανθρωπότητα δεν έμεινε ποτέ χωρίς ουράνια αποκάλυψη και καθοδήγηση από ψηλά. Και πέ­ρα από τις πολιτισμικές διαφορές το μήνυμα ήταν πάντα το ί­διο: «Σε έχει δημιουργήσει ο Θεός και πρέπει να τον αγαπάς όπως και όλα τα άλλα σου αδέρφια στην πλάση σαν τον εαυ­τό σου». Τη διδασκαλία αυτή τη δίνει ο Θεός, από τους πα­νάρχαιους χρόνους, με τις πιο διαφορετικές μορφές ανάλογα με το επίπεδο ωριμότητας που έχουν οι παραλήπτες της.

Η ζωή μας εκτυλίσσεται με βάση ένα θεϊκό σχέδιο: να τε­λειοποιήσουμε κάθε καλή αξία μέσα μας ασκούμενοι παράλληλα στη μέγιστη δυνατή ανεξαρτησία σκέψης και θέλησης. Αλλά ο άνθρωπος πόρρω απέχει από το θεϊκό καλό ούτε μπο­ρεί να το κατακτήσει μόνο με τις δικές του δυνάμεις. Για τού­το το λόγο η χάρη του Θεού τον προϋπαντά στα μισά του δρό­μου και τον φωτίζει με το «φως από τους ουρανούς». Κάθε μέ­ρα και κάθε ώρα παίρνει ο καθένας τη διδασκαλία που χρειάζεται, μέσα από τα μικρά και τα μεγάλα γεγονότα της ζω­ής του, μέσα από τα λόγια ή τα γραφτά ανθρώπων, μέσα από τον εξωτερικό ή τον εσωτερικό Λόγο.

Για να αφυπνιστεί και να «δέσει» η ψυχή είναι απαραίτητο να ερχόμαστε συνεχώς αντιμέτωποι με τις Σειρήνες της παρά­βασης των συμπαντικών νόμων. Γιατί μόνο μέσα από αγώνα ανακαλύπτει η ψυχή την εσωτερική ζωή της, γίνεται λαγαρή και προχωρεί προς την τελειοποίηση που είναι ο μοναδικός λόγος και σκοπός του περάσματος της από τη γη.

Είναι γνωστό από τη Βίβλο και άλλες πηγές αποκάλυψης ότι πριν δύο χιλιάδες χρόνια ο μοναδικός Θεός και Δημιουργός για να διδάξει από κοντά τους ανθρώπους, ενσαρκώθηκε μέσα στην ψυχή και το σώμα του Ιησού Χριστού πάνω σε αυτό τον πλανήτη. Για την κάθοδο αυτή στον κόσμο της ύλης είχε προβλέψει απαρχής και επιλέξει την πιο ώριμη στιγμή της ανθρωπότητας. Τη χρονική αυτή στιγμή την απηχεί συμβολικά η παραβολή του άσωτου υιού:

«Σηκώθηκε και κίνησε να επιστρέψει στον πατέρα του. Ε­νώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίστηκε, οπότε έτρεξε να τον προϋπαντήσει, τον αγκάλιασε αφιχτά και τον καταφιλούσε». (Κατά Λουκά 15, 20)

Στη νεότερη αποκάλυψη διαβάζουμε σχετικά με αυτή τη μο­ναδική στην αιωνιότητα στιγμή: «Ο χρόνος αυτός που είχε υ­πολογιστεί επακριβώς από τον Θεό από αιώνων έχει έρθει τώ­ρα αφού όλα τα πλάσματα έχουν αποκτήσει την απαραίτητη ανεξαρτησία και ωριμότητα. Κι αυτό φαίνεται ολοκάθαρα από το γεγονός ότι οι περισσότεροι δεν έχουν πια σχεδόν καμία ιδέα για τον Θεό και συνακόλουθα έχουν χάσει κάθε επαφή μαζί του. Γι’ αυτό έχω έρθει τώρα ως Θεός επειδή έχω βάλει σκοπό να μην οδηγώ πια τους ανθρώπους με την Παντοδυνα­μία Μου, αλλά αποκλειστικά και μόνο με τη διδασκαλία που τους τη δίνω τώρα σαν να μην ήμουν σε τίποτα διαφορετικός από εκείνους. Μπορώ τώρα να επικοινωνώ μαζί τους προσω­πικά, όπως κάνει ένας άγνωστος με έναν άλλον. Έτσι καταρ­γήθηκε ο παλιός απαράβατος όρος που όριζε ότι κανείς δεν μπορεί να δει τον Θεό και να μείνει στη ζωή».

Πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι ο χωρίς προηγούμενο κι επόμενο στόχος της ενανθρώπισης του Θεού μπόρεσε να πραγματοποιηθεί επειδή ο Ιησούς ήταν Θεός ως προς το πνεύ­μα αλλά ήταν άνθρωπος όπως εμείς ως προς την ψυχική και σωματική υπόσταση του. Γιατί αλλιώς δεν ήταν δυνατό να γί­νει πρότυπο ζωής για τον ατελή άνθρωπο ο υπερτέλειος Θεός που δεν γνωρίζει αδυναμίες, πειρασμούς, αγώνες.

Πώς αλλιώς θα μπορούσε να αξιολογηθεί στην πραγματική της αξία η θυσία του Ιησού σαν αντίτιμο για την ελευθερία και  τη λύτρωση των ανθρώπων εάν δεν ήταν όντως ένας άνθρω­πος με σάρκα και οστά που πέθανε μαρτυρικά στο Γολγοθά; Αλλά γιατί ειδικά ο Ιησούς Χριστός -και κανένας άλλος-[1] εί­ναι ο ελευθερωτής και λυτρωτής του ανίσχυρου κι αδύναμου ανθρώπινου γένους, είναι ένα θέμα στο οποίο έχει σκοπό να απαντήσει αυτό το βιβλίο.

Ο άνθρωπος Ιησούς χρειάστηκε να αγωνιστεί για την τελειο­ποίηση του όπως κάθε άλλος για να μπορέσει να ενωθεί το εσωτερικό του θείο πνεύμα με την ψυχή του. Ο δρόμος που έδειξε και βάδισε είναι ανοιχτός πια για τον καθένα που θέλει να τον ακολουθήσει για να βιώσει τη θεϊκή παρουσία και όχι μόνο για λίγες δυνατές ψυχές όπως ήταν πριν τη σταύρωση του.

Και υπάρχουν πράγματι πολλοί που ακολούθησαν στη συ­νέχεια το δρόμο του Χριστού αν και είναι ένας δρόμος διά­σπαρτος με κόπους, υπερβάσεις και θυσίες, γι’ αυτό άλλωστε δεν είναι πολλοί οι εθελοντές μιμητές του. Πολύτιμες πληρο­φορίες για τη δομή και τη βατότητα του δρόμου παρέδωσαν οι μυστικιστές ώστε έχουμε στα χέρια μας έναν πλήρη τοπο­γραφικό χάρτη για το τι χρειάζεται για να φτάσει κανείς ως το υπέρτατο τέλος, το «ακρότατο ποθητό», την ένωση με τον Θεό.

Πολλοί είναι αυτοί που εμφορούνται από ένα βαθύ θρησκευ­τικό συναίσθημα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι απαραίτη­τα μυστικιστές. Η αρχή του μυστικού δρόμου είναι η πλήρης ανατροπή των ιδεών και των πρακτικών του ανθρώπου: «εάν δεν γεννηθεί κανείς ξανά, δεν μπορεί να δει τη βασιλεία του Θεού» (Κατά Ιωάννη 3,3). Η αγάπη για τον κόσμο πρέπει να πεθάνει και τη θέση της να την καταλάβει η αγάπη για τον Ιησού Χριστό έτσι που να καλύπτει οτιδήποτε άλλο. Γιατί ο προορισμός του μυστικού δρόμου είναι η αναγέννηση του πνεύματος, η γέννηση του Ιησού Χριστού μέσα στην ανθρώ­πινη καρδιά, ή ο ιερός γάμος στη γλώσσα των μυστικιστών. Για να κάνει κανείς το πρώτο βήμα πάνω σε αυτό το δρόμο πρέπει πρώτα απ’ όλα να έχει αναγνωρίσει ότι η διαδρομή και  ο προορισμός αξίζουν πάνω από όλα, και να ποθεί πραγματικά να φτάσει ως το τέρμα με τη βοήθεια της Χάρης. Όσο μακρύς και κοπιαστικός κι αν είναι αυτός ο δρόμος, είναι σε κάθε περίπτωση ο καλύτερος που μπορεί να διαλέξει κανείς για να πορευτεί στη ζωή του.

Ένα επόμενο αποφασιστικό βήμα στο δρόμο της μέθεξης με το θείο είναι η προσευχή. Σε όλους τους μυστικούς η προσευ­χή παίζει τέτοιο πρωταγωνιστικό ρόλο που μπορεί κανείς τε­λικά να ταυτίσει το μυστικό βίο με τον προσευχητικό βίο.

Όταν επιτευχθεί το «ακρότατο ποθητό», η πνευματική ανα­γέννηση, δεν ικανοποιείται μόνο ο πόθος του ανθρώπου για τη μυστική ένωση αλλά και ο πόθος του μυσταγωγού Χριστού. Ο μυστικός δρόμος είναι ο δρόμος της αμφίδρομης αγάπης, τόσο της αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό όσο και αντίστροφα. Είμαστε όλοι εκπατρισμένοι «άσωτοι υιοί» που αν δείξουμε ότι είμαστε πρόθυμοι να επαναπατρισθούμε, αλλάξουμε δηλαδή εσωτερικά κατεύθυνση, ανταποκρινόμαστε στον πόθο του Ιησού Χριστού να μας δείνα επιστρέφουμε στο Πατρικό μας. Τότε μπορούμε να βασιζόμαστε ότι θα μας προϋπαντήσει -παρέχοντας τη χάρη του-στα μισά του δρόμου της επιστροφής, που είναι συνώνυμος με το δρόμο του μυστικισμού.

Μονάχα εκείνοι που βαδίζουν ήδη πνευματικά μπορούν να συλλάβουν και να εξηγήσουν το μυστικιστικό βίωμα, γιατί μο­νάχα το πνεύμα έχει προσπέλαση σε σφαίρες εξωλογικές που είναι απροσπέλαστες για τη λογική νόηση. Χωρίς αφύπνιση του πνεύματος η κάθε θεϊκή αποκάλυψη παραμένει νεκρό γράμμα κι η θλιβερή απόδειξη γι’ αυτό είναι οι ατέλειωτες θε­ολογικές διαμάχες κι ο κατατεμαχισμός σε δόγματα και αιρέ­σεις. Ο μυστικός βίος δεν έχει καμία συνάφεια με τη θεολογία στην ακαδημαϊκή της έννοια, ούτε μπορεί να ερμηνευτεί με τα δικά της κριτήρια ούτε να καταταχθεί με τις δικές της κατηγο­ρίες.

Την ουσιώδη διαφορά ανάμεσα στη θεολογία και στη μυστηριώδη κοινωνία με τον Θεό τη διαισθάνθηκε μεταξύ άλ­λων και η Ζαν ντ’ Αρκ που είχε μια άμεση σχέση με το θείο, καθώς είπε στους άντρες που την ανέκριναν: «Ο Θεός έχει πε­ρισσότερα βιβλία από όσα έχετε εσείς» και πρόσθεσε μετά από λιγόλεπτη σκέψη: «Ο Θεός έχει ένα βιβλίο που κανένας κλη­ρικός δεν το έχει δει ως τώρα». Το μυστηριώδες αυτό βιβλίο περιγράφει πάνω απ’ όλα το μυστικό βίο και επιτρέπεται να το δει μόνο όποιος κατέβει πρώτα από την καθέδρα του θεο­λόγου ή κι αυτή ακόμη του επιστημονικού ερευνητή γιατί το βιβλίο παραμένει επτασφράγιστο για τους διανοούμενους όσο και για τον αυτάρεσκο κλήρο. Τα εξώφυλλα του παραμένουν ερμητικά κλειστά τόσο μπροστά στη δοκησισοφία των θεολό­γων όσο και στην περιέργεια των διανοουμένων. Ένα μυστι­κό βιβλίο προσφέρεται για ανάγνωση μόνο σε εκείνον που πει­νάει και διψάει για θεία κοινωνία, που ψάχνει έναν οδηγό για την εσωτερική του ζωή, για να φτάσει στην ειρήνη και την άμεση βίωση της ένωσης με το θείο.

Τέτοιοι άνθρωποι που πάσχιζαν να φτάσουν στη θεοπτία ή­ταν πάντα λιγοστοί, κι οι λιγοστοί αυτοί σχεδόν ποτέ δεν ανα­γνωρίστηκαν όπως έπρεπε. Το Πνεύμα του Θεού πνέει όπου κι όποτε θέλει- με σοφούς και με προφήτες προσπαθούσε να αφυπνίσει την ανθρωπότητα όποτε κινδύνευε να αποχαυνω­θεί από τον υλισμό, κι η καθαρή διδασκαλία παραμορφωνό­ταν από ανθρώπινες ερμηνείες ή απολιθωνόταν σε εκκλησια­στικά δόγματα και θεολογικές κενολογίες.

Ποτέ δεν έμεινε η ανθρωπότητα χωρίς καθοδήγηση και ου­ράνια αποκάλυψη- αλλά πάντοτε δινόταν έτσι που να μην πε­ριορίζεται η περίφημη ελευθερία της βούλησης. Οι αληθινές αποκαλύψεις δίνονταν πάντα χωρίς τυμπανοκρουσίες, μέσα σε ησυχία και απομόνωση, αλλά επειδή συνήθως υπέσκαπταν το οικοδόμημα της ιδεολογίας ή της εξουσίας των διαφόρων αρχόντων – πολύ συχνά δε αυτών της εκάστοτε εκκλησίας –  γι’ αυτό ως επί το πλείστον απαγορεύονταν ή εξοβελίζονταν σιω­πηρά. Ο εξοστρακισμός κι η δαιμονοποίηση πολλών θεόπνευστων ανδρών και γυναικών είναι αείποτε πάγια πρακτική, όπως καταμαρτυρεί η ιστορία κι όπως θα δούμε σε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο.

Δύο χιλιάδες χρόνια χριστιανοσύνης κάθε άλλο παρά καταλήγουν σε ένα θετικό απολογισμό. Η πλειοψηφία των χριστια­νών είναι μοιρασμένη σε χίλια κομμάτια που εποφθαλμιούν ή πολεμούν ανοιχτά το ένα ενάντια στο άλλο, που μηρυκάζουν λέξεις και λειτουργίες που έχουν απογυμνωθεί από την ουσία τους. Υπάρχουν όμως και οι λίγοι πραγματικά αφυπνισμένοι από τον Θεό αγνοημένοι αν όχι και καταδιωγμένοι. Η δύναμη της συνήθειας, η πνευματική νωθρότητα και χλιαρότητα, η αδιαφορία απέναντι στην αλήθεια, ο εγωισμός, ο φόβος για το άγνωστο, είναι μερικά από τα αίτια για την πνευματική κενό­τητα των πολλών και για την αρνητική τους στάση απέναντι στούς απεσταλμένους από ψηλά.

Ο Θεός επικοινωνεί και σήμερα μαζί μας όπως έκανε πάντοτε και μάλιστα ακόμη περισσότερο από ποτέ καθώς έχουμε δρασκελίσει το κατώφλι μιας εποχής καινοφανών αλλαγών για την οποία μιλούσαν ανέκαθεν οι προφητικές φωνές. Κι επει­δή βρισκόμαστε μπροστά από μεγάλα γεγονότα, η θεϊκή Πηγή ρέει προς τη γη πιο πολύ από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν.

Και η ίδια η Βίβλος δεν αφήνει αμφιβολία ότι ο δίαυλος των αποκαλύψεων από το Υπερούσιο προς τα πεδία της γης είναι διαρκώς ανοιχτός, αφού δεν έκλεισε ούτε θα κλείσει ποτέ. Γι’ αυτό λέει ο Παύλος: «Μη σβήνετε το Πνεύμα. Μην περιφρο­νείτε τα λόγια των προφητών, αλλά να τα εξετάζετε όλα και να κρατάτε ό,τι είναι καλό».

Και το ίδιο αφήνει να εννοηθεί ο «επιστήθιος μαθητής» στο τέλος της αναφοράς του για το διδάσκαλο του: «Υπάρχουν κι άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, που αν γράφονταν ένα προς ένα, θεωρώ πως όλος ο κόσμος δεν θα χωρούσε τα βιβλία που θα ’πρεπε να γραφτούν» (Κατά Ιωάννη 21,25).

Πράγματι, εκείνη την εποχή η ανθρωπότητα δεν ήταν αρκετά ώριμη για βαθύτερες αποκαλύψεις – γι’ αυτό πολλές διδα­σκαλίες δόθηκαν τότε συμβολικά ή κεκαλυμμένα, πράγμα που ανέφερε κι ο ίδιος ο Ιησούς: «Αυτά σας τα είπα μέσα από ει­κόνες. Όμως θα έρθει η ώρα που δεν θα σας μιλάω πια με ει­κόνες, αλλά θα σας μιλήσω ανοιχτά για τον Πατέρα». Εκτός αυτού έκανε επίσης μία σαφή δήλωση που προμηνούσε μετα­γενέστερες αποκαλύψεις: «Πολλά έχω ακόμη να σας πω, αλλά τώρα δεν μπορείτε να σηκώσετε το βάρος τους. Όταν όμως έρθει εκείνος, το Πνεύμα της Αλήθειας, θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια. Γιατί δεν θα μιλήσει από μόνος του, αλλά θα πει όσα θα ακούσει και θα σας αναγγείλει αυτά που μέλλουν να συμβούν. Θα δοξάσει εμένα, γιατί θα πάρει από τα δικά μου για να σας τα αναγγείλει» (Κατά Ιωάννη 16, 12-14).

Από τις δηλώσεις αυτές είναι σαφές ότι θα δίνονταν στη συ­νέχεια περαιτέρω αποκαλύψεις όταν θα μπορούσαμε «να τις βαστάξουμε». Ήταν αλήθειες που θα οδηγούσαν «σε όλη την αλήθεια» του Θεού και θα προάγγειλαν «αυτά που μέλλουν να συμβούν». Ο λόγος είναι επομένως για μια εκτεταμένη και βα­θιά αποκάλυψη που βασίζεται στο Ευαγγέλιο και που διευρύ­νει τον κύκλο των διδασκαλιών του. Πραγματικά πολλοί εμπνευσμένοι διδάσκαλοι, ενορατικοί και προφήτες έχουν ανα­φερθεί σε ένα Αιώνιο Ευαγγέλιο όπως προαγγέλθηκε και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη (14,6).

Ο Ωριγένης, μεγάλος γνώστης της Βίβλου, είχε επισημάνει ότι οι απόστολοι είχαν διδάξει μόνο τα τελείως απαραίτητα στοιχεία της διδασκαλίας κι όχι ολόκληρη την αλήθεια κι επί­σης ότι οι αποκαλύψεις του Θεού δεν έκλεισαν με την Καινή Διαθήκη, που πρέπει να θεωρηθεί ως η πύλη εισόδου προς το Αιώνιο Ευαγγέλιο.

Μία Γερμανίδα προφήτης του μεσαίωνα που είχε δεχτεί τη χάρη του Πνεύματος, η Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν (1098-1179) είδε σε ένα όραμα ότι στο μέλλον θα δινόταν στην ανθρωπό­τητα ένα άγνωστο εκτεταμένο ευαγγέλιο. Στο «Βιβλίο των έρ­γων του Θεού» γράφει η ίδια: «Το όραμα εκείνο με δίδαξε τα λόγια και το περιεχόμενο αυτού του Ευαγγελίου που αναφέ­ρεται στην αρχή του θείου έργου (Στην αρχή ήταν ο Λόγος…) και πώς να το κατανοήσω. Τότε κατάλαβα ότι η ερμηνεία αυ­τή θα ήταν ταυτόχρονα η αρχή μιας άλλης Γραφής που δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμη. Στη Γραφή αυτή θα διερευνηθούν πολλά ερωτήματα από τη μυστηριώδη τάξη της θείας δημιουρ­γίας…»

Η ίδια προφητεία για ένα Αιώνιο Ευαγγέλιο προβάλλεται επίσης από τον Ιταλό ηγούμενο Ιωακείμ του Φιόρε, που πέθανε γύρω στο 1205. Ο Καλαβρέζος προφήτης στη διδασκαλία του περί τριών εποχών της ανθρωπότητας υπέδειξε ότι στην αρχή της επονομαζόμενης εποχής του Πνεύματος (βλέπε επίσης στο κεφάλαιο για το Σβέντενμποργκ την εξαγγελία της « Νέας Εκκλησίας») θα δοθεί ένα «Αιώνιο Ευαγγέλιο». Ο οραματιστής Εμάνουελ Σβέντενμποργκ επεσήμανε το 1766 ότι ύστερα από τον ίδιο ένας άλλος άντρας με εσωτερικό φωτισμό, θα λάβαινε μία ουράνια αποκάλυψη, τούτη τη φορά ακούγογοντας μία φωνή η οποία όπως τόνισε θα προερχόταν από το εσωτερικό αυτού του ανθρώπου.

Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Ιάκωβος Λόρμπερ που όντως άκουγε εσωτερικά τη θεία Φωνή και συγκεκριμένα στην περιοχή της καρδιάς του. Εφτακόσια χρόνια μετά το όραμα της αγίας Χίλντεγκαρντ και τις προφητείες του Ιωακείμ του Φιόρε, στον Γιάκομπ Λόρμπερ υπαγορεύτηκε μέσα από την καρδιά του μεταξύ άλλων η λεπτομερής παρουσίαση των τριών χρόνων δη­μόσιας διδασκαλίας και δράσης του Ιησού Χριστού και κυρί­ως η μυστική διδασκαλία που παρέδωσε στους πιο στενούς μαθητές του. Επί είκοσι τέσσερα χρόνια, από το 1840 ως το θάνατό του το 1864, ο Λόρμπερ ήταν ο «γραφιάς του Θεού» και κατέγραψε ένα πραγματικά αμύθητο πλούτο νέων αποκα­λύψεων. Αλλά όχι μόνο ο Λόρμπερ μα και πολλοί άλλοι ακό­μη, που θα έχουν το λόγο σε αυτό το βιβλίο πρέπει να θεωρη­θούν σαν μέρος της προετοιμασίας για την αλλαγή «αιώνα» ή την πνευματική επιστροφή του Χριστού. Προεξάρχουσα λει­τουργία σε αυτή την προετοιμασία είχαν κυρίως ο Σουηδός Εμάνουελ Σβέντενμποργκ εκατό χρόνια περίπου πριν τον Λόρ­μπερ και η προφήτης Μπέρτα Ντούντε έναν αιώνα μετά από αυτόν.

Για τους αναγνώστες που μέχρι τώρα οι νέες αποκαλύψεις τους ήταν άγνωστες, θα ακολουθήσει μία περιληπτική σκια­γράφηση των κυρίων σημείων τους:

Στις νέες αποκαλύψεις φωτίζονται καταρχήν μέχρι την τε­λευταία λεπτομέρεια οι φυσικο-πνευματικές διαδικασίες τόσο στο μικρόκοσμο όσο και στο μακρόκοσμο της δημιουργίας. Το φυσικό σύμπαν περιγράφεται το ίδιο αναλυτικά όπως ο αστρικός και ο πνευματικός κόσμος, το εδώ και το επέκεινα. Πέραν τούτου δίνονται πληροφορίες για τη γένεση των κό­σμων και την εξέλιξη τους σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, για την οντότητα του Θεού και των αγγέλων, όπως και εκτε­ταμένες γνώσεις για τον άνθρωπο, τον απώτατο προορισμό του, για το ανεξάντλητο μυστήριο της ενανθρώπισης του Θεού μέσα στον Ιησού και το έργο του στο βαθμό που μπορεί να το συλλάβει ο σημερινός άνθρωπος. Εδώ θα ακροθιγούν μόνο με­ρικά από τα βασικά σημεία της αρχιτεκτονικής σύλληψης του Θεού για το πως προέκυψε και πως θα ολοκληρωθεί ο κόσμος: Πριν γίνει η ορατή υλική πλάση προηγήθηκαν άλλες καθα­ρά πνευματικές όπου ο Θεός δημιούργησε άπειρες πνευματι­κές οντότητες. Οι οντότητες αυτές όφειλαν με τη μέγιστη α­νάπτυξη της αγάπης για τον Πατέρα και για τα αδέρφια τους να φτάσουν στη μέγιστη τελειοποίηση της ύπαρξης τους. Αλ­λά αντί γι’ αυτό ένα μεγάλο μέρος τους που το επηρέαζε το πρωτοδημιούργητο πνεύμα, ο Εωσφόρος, δυνάμει της ελεύ­θερης προαίρεσης τους παρασύρθηκαν να αναπτύξουν τη φι­λαυτία τους. Τελικά το αποτέλεσμα ήταν ότι αδρανοποιήθη­καν και έτσι συμπυκνώθηκαν σε ανενεργές μάζες από τις οποίες σχηματίστηκαν οι αρχέγονες νεφέλες κοσμικής ύλης. Η θεϊκή αγάπη συμπόνεσε τον πεσόντα πνευματικό κόσμο και με. βάση αυτές τις νεφέλες δημιούργησε το σύμπαν με τη βοή­θεια των πιστών στον Θεό αγγέλων. Αφού πρώτα τις διέλυσε και τους έδωσε εκ νέου ζωή, έκτισε με αυτές τον υλικό κόσμο που στο σύνολο του παριστάνει τον «άσωτο υιό». Με τον τρό­πο αυτό ανοίχτηκε ο δρόμος προς την ελευθερία για τα πνευ­ματικά όντα που είναι φυλακισμένα μέσα στην ύλη.

Τα απειροελάχιστα μόρια εωσφορικής καταγωγής που προ­έρχονται από τη διάλυση των κοσμικών νεφελών στέλνονται σε «σχολεία» πνευματικής κάθαρσης. Συγκεκριμένα, αφού συνδεθούν σε όλο μεγαλύτερες ενώσεις, σχηματίζουν διάφο­ρες μορφές ζωής οι οποίες εξελίσσονται βαθμιδωτά μέσα από τα τρία βασίλεια της φύσης. Έτσι μαθαίνουν να αποβάλουν σταδιακά τον εγωισμό τους καθώς όντας υποχρεωτικά ενταγ­μένα στη θεία τάξη αλληλοβοηθούνται και αλληλοϋπηρετούνται συνεχώς. Γι’ αυτό το Ευαγγέλιο μιλάει για τη «λύτρωση όλης της κτίσης» με τη δύναμη της αγάπης.

Με τον τρόπο αυτό μέσα από την εωσφορική ύλη αναδύεται τελικά η ανθρώπινη ψυχή. Είναι τώρα έτοιμη με τη βοήθεια ενός σπινθήρα θεϊκού πνεύματος, δηλαδή αγάπης που της εμφυσεί ο Θεός, να δοκιμαστεί στη γήινη ζωή καθώς απολαμβάνει πάλι μετά από αιωνιότητες την ελευθερία της βούλησής της. Εφόσον πραγματώνει εθελοντικά τις εντολές της αγάπης, ο άνθρωπος προχωρεί συνεχώς προς την ολοκλήρωση με αποκορύφωμα την αληθινή υιοθεσία από τον ουράνιο Πατέρα.

Όταν η δημιουργία ήταν έτοιμη να ανυψωθεί σε ένα ανώτερο στάδιο κι επίπεδο σχέσης με το Δημιουργό της, ο Θεός επέλεξε σαν θέατρο του λυτρωτικού του σχεδίου τον πιο υστερημένο πλανήτη για την ένσαρκη εμφάνιση του στους ανθρώπους. Στη Γη που στο κέντρο της κρατείται δέσμιος ο εσώτατος  πνευματικός πυρήνας του Εωσφόρου ο Θεός επένδυσε με ύλη το προαιώνιο κέντρο της Ισχύος του («ο Λόγος έγινε σάρκα») για να διδάξει ανθρώπους και πνεύματα σε όλο το άπειρο. Ο Θεός ο ίδιος ενσαρκώθηκε στον Ιησού για να δώσει τη μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης του, δείχνοντας στους στασιαστές πώς μπορούν να βγουν από τη φυλακή τους και να επιστρέψουν στην πνευματική τους πατρίδα, εξ ου και η παραβολή  του άσωτου υιού. Ο Ιησούς δίδαξε το θεμελιακό νόμο όλης της  δημιουργίας, το μοναδικό δρόμο που οδηγεί στην τελείωση και στην αφθαρσία, το «αγάπα τον Θεό πάνω από όλα και τους συναδέλφους σου στην πλάση σαν τον εαυτό σου!» Γι’ αυτό το στόχο δεν αρκούν ούτε η σκέτη πίστη ούτε μόνο τα καλά έργα κι η ακολουθία κάποιων τυπικών. Στην καλύτερη περίπτωση είναι επιβοηθητικά μέσα στο δρόμο της αυθεντικής, έμπρακτης αγάπης. Όταν μία τέτοια ουράνια αγάπη κυριαρχήσει μέσα στον άνθρωπο με τη βοήθεια του θεϊκού πνεύματός του, τότε αυτός ελευθερώνεται από την καταδίκη της ύλης και αναγεννάται πνευματικά πια. Η καθαρμένη ψυχή του έχει ενωθεί τότε με το εμφυτευμένο θεϊκό πνεύμα, οπότε γίνε­ται αληθινά παιδί του Θεού, ένα με το Δημιουργό της και αιώνια μέτοχη της απεριόριστης δύναμής του.

Συγκεφαλαιώνοντας πρέπει να παρατηρηθεί ότι στα έργα των Σβέντενμποργκ, Λόρμπερ, Ντούντε και άλλων, ανασηκώ­νεται το πέπλο του μυστηρίου αφήνοντας να φανεί μια πρω­τόγνωρη πληθώρα από τα απόκρυφα αίτια και δρώμενα στην πνευματική και υλική δημιουργία.

Επιπλέον ας σημειωθεί ότι ο Λόρμπερ και η Ντούντε έλα­βαν τις αποκαλύψεις τους μέσω του ακούσματος εσωτερικά του Λόγου, σε αντίθεση με ενορατικούς, όπως π.χ. ο Σβέντενμποργκ, που συνήθως κατέγραφαν με δικά τους λόγια από μνή­μης τα οράματα τους. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι ο Λόρ­μπερ και η Ντούντε δεν έπεφταν σε έκσταση ούτε το χέρι τους έγραφε αυτόματα καθοδηγημένο από κάποια πνευματική οντό­τητα. Οι λήπτες του εσωτερικού Λόγου τον ακούνε ως ευκρι­νή φωνή στην περιοχή της καρδιάς τους και καταγράφουν αυτολεξεί τα ακουόμενα.

* * *

«Τον καιρό αυτό ακούγονται πολλά για τον εσωτερικό Λόγο του Θεού. Υπάρχει επόμενως εκτός από την Αγία Γραφή ή τη Βίβλο και άλλος, πιο άμεσος Λόγος τον Θεού;

Βέβαια, εκτός από την Αγία Γραφή υπάρχει ένας άλλος, αμεσότερος Λόγος του Θεού, ο επονομαζόμενος “εσωτερικός Λόγος”.

Αλλά ο Παύλος γράψει στους Γαλάτες 1,8: “Ακόμη κι αν εμείς ή ακόμη κι ένας άγγελος από τον ουρανό σας κη­ρύξει ευαγγέλιο διαφορετικό από το ευαγγέλιο που σας κηρύξαμε, να είναι ανάθεμα! ” Πώς λοιπόν εξηγείται αυ­τό;

Ο Παύλος εννοεί άλλες αντίθετες διδασκαλίες που από εκείνο τον καιρό κιόλας προσπαθούσαν να εισαγάγουν οι ψευδοαπόστολοι. Αντίθετα α εσωτερικός Λόγος για τον οποίο μιλάμε δεν είναι διαφορετικός ως προς το νόημα και την κατανόηση του αλλά μόνο ως προς το ύφος και τη μορφή της αποκάλυψης.

Και υπάρχουν τη σημερινή ημέρα τέτοιοι άνθρωποι που  ακούνε στ’ αλήθεια τον Θεό να μιλά από το εσωτερικό τους;

Ναι ασφαλώς, και στις περισσότερες περιπτώσεις μά­λιστα αναγνωρίζονται εύκολα από τις διώξεις που υφί­στανται, αν και υπάρχουν επίσης μερικοί που αξιώνονται να ακούσουν εσωτερικά το Λόγο και παραμένουν άγνω­στοι. (Ψαλμός 31.20.21).

Τι είναι δηλαδή τελικά ο εσωτερικός Λόγος;

Δεν είναι άλλο από μία άμεση, φιλική ομιλία του θεού Ιησού Χριστού μέσω του Αγ. Πνεύματος προς τα παιδιά του που τον πιστεύουν αληθινά, μέσα από το εσώτατο βά­θος της ψυχής τους (την καρδιά) με στόχο την καθημερινή δι­δασκαλία και την αιώνια σωτηρία τους».

Γιοχάνες Τένχαρτ (1661 -1720)

Γερμανός μυστικός

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ

Χάρη στις νέες αποκαλύψεις – αλλά και στην ιστορική έρευ­να εν μέρει –έχουν γίνει γνωστά στοιχεία τα οποία δίνουν μια νέα διάσταση τόσο στο θέμα του πώς δημιουργήθηκαν τα Ευαγγέλια όσο και στην περαιτέρω εξέλιξη τους και ως εκ τού­του πολλές λανθασμένες θεωρίες μπορούν να απορριφθούν. Καθοριστική σημασία έχει το γεγονός ότι με βάση αυτά τα νέ­α στοιχεία ήρθαν στο φως διάφορες αυθαίρετες και παραμορφωτικές επεμβάσεις που υπέστη το Ευαγγέλιο από ορισμένους επισκόπους τους πρώτους αιώνες μετά τον Χριστό. Ας σημειω­θεί ότι καν σε αυτή την περίπτωση επίσης η ιστορική έρευνα επαληθεύει την ορθότητα και τη φερεγγυότητα των πληροφο­ριών της νέας αποκάλυψης.

Οι πρώτοι χριστιανικοί αιώνες σε ένα μεγάλο μέρος τους κα­λύπτονται από ένα αρκετά βαθύ σκοτάδι. Ήδη γύρω στο 200μ.Χ. δεν υπήρχε πλέον κανένα από τα πρωτότυπα χειρόγραφα  Ευαγγελίων. Μελετητές της ιστορίας παρατηρούν εξάλλου ότι ούτε για τον πρώτο αιώνα δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητα στοιχεία ότι διασώζονται τα πρωτότυπα κείμενα. Οι πιο παλαιές ολοκληρωμένες αντιγραφές πάνω στις οποίες βασίζεται η Και­νή Διαθήκη προέρχονται από τον 4ο αιώνα και όπως είναι γνωστό κατά τη διαδικασία της αντιγραφής έγιναν αμέτρητα λάθη. Οι ιστοριοδίφες τα υπολογίζουν γύρω στις 250.000 από τα οποία περίπου τα διακόσια σύμφωνα με τον καθολικό θεολόγο Ανρί Ντανιέλ-Ροπ αφορούν διαφορετικές παραλλαγές που αποκλίνουν μεταξύ τους. Επίσης από τους πιστούς αποσιωπήθηκε το γεγονός ότι οι τέσσερις Ευαγγελιστές αντιφάσκουν μεταξύ τους στην περιγραφή των ίδιων περιστατικών αν και ο άγιος Αμβρόσιος, επίσκοπος του Μιλάνου τον 4ο αιώνα, έκανε μια σχετική παρατήρηση στα σχόλια του πάνω στα Ευαγγέλια.

Στη συνέχεια ακολουθεί μια σειρά από παραδείγματα το οποία αποδεικνύουν εμπεριστατωμένα ότι παρ’ όλη τη Θεόπνευστη καταγωγή τους τα Ευαγγέλια εμπεριέχουν λάθη. Η μέρα του θανάτου του Ιησού είναι διαφορετική στον Ιωάννη από ό,τι στους συνοπτικούς Ματθαίο, Μάρκο και Λουκά. Ενώ κατά τον Ιωάννη η σταύρωση έγινε την Παρασκευή, οι δεύτε­ροι αναφέρουν ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε ημέρα Σάββατο, πράγμα όμως αδιανόητο, καθώς η ημέρα αυτή συνέπιπτε με μια μεγάλη γιορτή. Όσον αφορά την ώρα της σταύρωσης, ο Μάρκος (15,25) την τοποθετεί στην τρίτη ώρα (9 π.μ.) του πρωινού, αλλά ο Ιωάννης που ήταν αυτόπτης μάρτυς λέει ότι η καταδικαστική απόφαση του Πιλάτου δόθηκε στις δώδεκα το μεσημέρι. Πέραν τούτου και η ώρα που πήγαν οι γυναίκες στον τάφο ανήμερα το Πάσχα ποικίλλει. Στο μεν Ιωάννη ήταν «ακόμη σκοτεινά» (20,1), στο δε Μάρκο «ο ήλιος είχε ανατεί­λει» (16,2). Κατά τον Ματθαίο οι γυναίκες είδαν έναν άγγελο πάνω στον παραμερισμένο βράχο μπροστά από τον τάφο (28,2). Σύμφωνα όμως με το Μάρκο οι γυναίκες είδαν τον άγ­γελο στο εσωτερικό του τάφου (16,5). Από αυτά που αναφέ­ρει ο Λουκάς εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο Ιησούς πήγε μια μόνο φορά στην Ιερουσαλήμ όσο καιρό δίδασκε. Αντίθετα ο Ιωάννης -σε συμφωνία με τη νέα αποκάλυψη- πιστοποιεί ότι είχε πάει πολλές φορές στα τρία αυτά χρόνια. Ο Ματθαίος και ο Μάρκος παρουσιάζουν τους άλλους δύο σταυρωμένους στο Γολγοθά να χλευάζουν τον Ιησού ενώ ο Λουκάς λέει το αντί­θετο, ότι δηλαδή ο ένας μόνο λοιδωρούσε τον Ιησού αλλά ο δεύτερος τον επέπληξε γι’ αυτό. Για το Λουκά η Ανάληψη έγι­νε στη Βηθανία (24,50-51) ενώ στις πράξεις των Αποστόλων τοποθετείται στο Όρος των Ελαιών.

Οι αναντιστοιχίες σε σχέση με τα ίδια περιστατικά επιβε­βαιώνουν τις μαρτυρίες της νέας αποκάλυψης, ότι οι Ευαγγε­λιστές δεν βασίστηκαν πάντοτε σε αξιόπιστους πληροφοριο­δότες. Άλλωστε το γεγονός των αλλοιώσεων στα Ευαγγέλια που παραθέτει η νέα αποκάλυψη αποτελεί από καιρό κοινή παραδοχή στους κύκλους των ειδημόνων. Δεν πρόκειται βέβαια για κάτι το καινούριο, αλλά είναι απλά δεδομένα τα οποία αποσιωπούνταν από τους πιστούς. Άλλωστε ήδη το 250 μ.Χ. ο επιφανής μελετητής της Βίβλου Ωριγένης είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ορισμένα σημεία της ήταν προϊόν ανθρώπινης φαντασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της επίσημης αντιμετώπισής τους είναι το γεγονός ότι μόνο μετά τη δεύτερη σύνοδο του Βατικανού μπόρεσαν επιτέλους οι καθολικοί θεολόγοι να ανακοινώσουν ανοικτά την αλήθεια την οποία γνώριζαν από πολύ καιρό, για τα πολυάριθμα λάθη που περιέχονται στην Καινή Διαθήκη και τα οποία εκάλυπταν μέχρι τότε με διάφορες σοφιστείες. Μετά από σκληρούς αγώνες με την έδρα  Βατικανού, που διήρκησαν αιώνες ολόκληρους, τελικά επετεύχθη η απαραίτητη στροφή. Στην τελευταία σύνοδο πολλοί επίσκοποι δήλωσαν ότι οι ισχυρισμοί με τους οποίους παρέκαμπταν μέχρι τότε τα προβληματικά σημεία της Βίβλου δεν ευσταθούσαν πλέον ενώπιον των δεδομένων της επιστημονικής έρευνας. «Όλα αυτά τα λάθη πρέπει να φύγουν», έλεγε ο Λόγος τον περασμένο αιώνα στον Γιάκομπ Λόρμπερ. «Ας αφήσουμε την επιστήμη να κάνει τη δουλειά της, καθώς τώρα αποτελεί ένα αποτελεσματικό σάρωθρο που καθαρίζει τις ακαθαρσίες από τον κόσμο…».

Χρειάστηκαν σχεδόν εκατό χρόνια για να επαληθευθεί αυτή η πρόβλεψη από τη νέα αποκάλυψη. Παρά τη σθεναρή αντίσταση των αντιπροσώπων του συντηρητισμού, εντέλει επετράπη στους καθολικούς επιστήμονες να ασκούν κριτική έρευνα πάνω στη Βίβλο και να δημοσιεύσουν τα συμπεράσματά  τους. Παρ’ όλο που η ιεραρχία γνώριζε για τις αντιφάσεις και τις ανθρώπινες επεμβάσεις στο βιβλικό έργο, απαιτούσε εκβιαστικά – επισείοντας την απειλή μιας αιώνιας καταδίκης στη κόλαση –  να πιστεύει ο κόσμος ότι κάθε μια λέξη του είχε δοθεί από Άγιο ΙΙνεύμα κι ως εκ τούτου δεν υπήρχε η παρα­μικρή υποψία λάθους. Αλλά με τις παραποιήσεις αυτές η χαρμόσυνη αγγελία είχε μετατραπεί σε ένα απειλητικό μήνυμα. Ο Θεός της απέραντης αγάπης μεταβλήθηκε σ’ ένα εκδικητικό Θεό ο οποίος τιμωρεί τους πιστούς του με αιώνια καταδίκη στην κόλαση εξαιτίας της παράβασης εκκλησιαστικών κανό­νων. Άλλωστε η καθολική εκκλησία επί αιώνες απαγόρευε στους πιστούς της να διαβάζουν την Αγία Γραφή για να εμπο­δίσει την πιθανότητα να αναδυθούν αμφιβολίες στο χριστια­νικό πλήρωμα. Στην Ισπανία μάλιστα η απλή κατοχή της Βί­βλου επέσυρε τη θανατική καταδίκη. Μεταξύ άλλων το πανε­πιστήμιο της Σορβόνης είχε απαγορεύσει τη μάθηση των ελληνικών για να εμποδίσει πιθανές έρευνες με βάση τον ελ­ληνικό κώδικα της Κ. Διαθήκης. Η έρευνα θεωρείτο παράπτω­μα που επέσυρε την ποινή του θανάτου.

Διάφορα ιδεολογήματα που προέκυψαν την περίοδο του δια­φωτισμού (17ος-18ος αιώνας) αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό μια αντίδραση στις εκκλησιαστικές δοξασίες που αποκοίμιζαν τον κόσμο. Η εκκλησία θεωρήθηκε από τους διαφωτιστές ως ο κατεξοχήν εχθρός των λαών που τυραννούσε ψυχές και πνεύ­ματα με αποβλάκωση, σκοταδισμό, δεισιδαιμονία, άγνοια και δογματισμό. Ως αντίδραση σ’αυτά κυριάρχησε τελικά ο ακραίος ορθολογισμός και οι συνέπειες είναι ορατές μέχρι σήμερα.

Έτσι από τη μία πλευρά στην εκκλησία κυριαρχούσαν οι πα­ρωπίδες και η πολιτική της αποσιώπησης εμπρός στα εμφα­νώς ασθενή σημεία της Βίβλου και από την άλλη πλευρά στους φιλελεύθερους ερευνητές επικράτησε μία ισοπεδωτική, κατα­στροφική μανία. Το γεγονός αυτό είχε ως απώτερη κατάληξη τον υποβιβασμό του ιερού Λόγου σε ένα εξ ολοκλήρου προϊ­όν της ανθρώπινης μυθοπλασίας. Κατά βάση οι μελετητές αυ­τοί δεν κατάλαβαν ότι το Ευαγγέλιο είναι ένα sui generis «φι­λολογικό» είδος και ότι προσεγγίζοντας κανείς τον Ιησού δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την ίδια αναλυτική μέθοδο όπως με το μέγα Αλέξανδρο ή το Ναπολέοντα.

Δεν μπορεί κανείς π.χ. να παραθέτει επιλεκτικά ορισμένα σημεία του Ευαγγελίου για να στηρίξει μία συγκεκριμένη υπό­θεση και όποιο άλλο σημείο δεν συνηγορεί με την υπόθεση του να το χαρακτηρίζει αστήρικτα ως παρεμβολή στο σώμα του κειμένου. Ακριβώς σε μία τέτοια αυθαίρετη ανάλυση προ­έβησαν ορισμένοι συγγραφείς σε βαθμό αυτογελοιοποίησης. Πολλές διηγήσεις της Αγίας Γραφής θεωρήθηκαν ακραιφνής δεισιδαιμονία για το λόγο ότι οι ιστορικοί ήταν ανίκανοι να αντιληφθούν τη μεταφυσική βαθύτητα των εννοιών. Πέραν τούτου ορισμένοι φανατικοί αναλυτές προσπάθησαν να εξηγήσουν με φυσικά αίτια όλα τα θαύματα του Ιησού καθώς προφανώς οτιδήποτε δεν χωρούσε στα καλούπια της σκέψης τους δεν μπορούσε και να είναι, αληθινό. Τελικά κάποιοι ακραίοι κριτικοί της Βίβλου, ιδίως το 19ο αιώνα, έφθασαν στο σημείο να διατυπώσουν τον ισχυρισμό ότι ο Ιησούς δεν είχε καν υπάρξει. Τούτος όμως ο ισχυρισμός καταρρίφθηκε και σχεδόν κανένας δεν τον υποστηρίζει πλέον.

Με την πάροδο του χρόνου προέκυψε ένα συνονθύλευμα υποθέσεων ούτως ώστε τελικά να υπάρχουν τόσες απόψεις όσοι και καθηγητές, όπως έλεγε και ο Άλμπερτ Σβάιτσερ. Έτσι ο Ιησούς χαρακτηρίστηκε κατά το δοκούν προφήτης, θρησκευτικός διδάσκαλος, ηθικό πρότυπο, Εσσαίος, παρανοϊκός, κοινωνικός επαναστάτης και πολιτικός ηγέτης μιας αποτυχημέ­νης εξέγερσης ενάντια στους Ρωμαίους κατακτητές. Το μόνο που δεν του αναγνωρίστηκε είναι η αληθινή του ταυτότητα ως γιου του Θεού και λυτρωτή των ανθρώπων.

Στις 30 Οκτωβρίου 1842 υπαγορεύτηκε στο Λόρμπερ γι’ αυτό το θέμα: «Πόσους και πόσους ρόλους δεν Μου απέδωσαν οι άνθρωποι! Πόσες φορές δεν στιγματίστηκα ως απατεώνας, λαοπλάνος, αρχιτεμπέλης, μπαγαμπόντης, αλαφροΐσκιωτος, παρανοϊκός, μάγος.  ακόμη και υπηρέτη του Βεελζεβούλ Με Ονόμασαν. Μα ακόμη και τη σημερινή εποχή δεν έχω καμία Καλύτερη αντιμετώπιση».

Είναι αλήθεια ότι χάρη στις έρευνες αυτές ήρθαν στο φως καινούργια  άγνωστα στοιχεία αλλά και διαπράχθηκαν άλλα τόσα λάθη. Σήμερα οι επιστήμονες συμφωνούν ότι η ιστορική κριτική έρευνα δεν έφερε κανένα αξιόλογο αποτέλεσμα. Οι κριτικοί της Βίβλου δεν έλαβαν υπόψη τους ότι το Ευαγγέλιο αποκαλύπτει αλλά και καλύπτει. «Η αλήθεια δίνεται μό­νο κεκαλυμμένη στους ανθρώπους αυτής της Γης».

Πάνω στο σώμα της Αγίας Γραφής δεν μπορεί να γίνει μάθημα ανατομίας όπως έκαναν για πολύ καιρό οι φιλελεύθεροι κριτές της. Στις νέες αποκαλύψεις υπάρχει μία αξιοσημείωτη υπόδειξη πάνω σε αυτό το θέμα: «Όποιος θέλει να φτάσει στην εσωτερική, αληθινή σοφία του Πνεύματος του Θεού αποκλει­στικά και μόνο μέσω της παρατήρησης και βασιζόμενος στην κρίση της εγκόσμιας λογικής του, αυτός πλανάται οικτρά. Κι έτσι καταλήγει σε αδιέξοδα τα οποία είναι γεμάτα απότομους γκρεμούς όπου μέσα στη νύχτα του πνεύματος του μπορεί πο­λύ εύκολα να πέσει και να τσακιστεί».

Από την άλλη πλευρά, η πάλη ανάμεσα στην πίστη και στην αθεΐα, ως πάλη ανάμεσα στο πνεύμα και στον υλισμό, για τις νέες αποκαλύψεις είναι ένα σημάδι ότι η ανθρωπότητα, προ­χωρεί, με παλινδρομήσεις μεν, αλλά σταθερά προς την ωριμό­τητα. Γιατί μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει μία μέρα να κρίνει ώριμα και να επιλέξει το πνεύμα αντί της ύλης.

Ο υλισμός όχι μόνο έκανε τον άνθρωπο να απομακρυνθεί α­πό τον Θεό, με αποτέλεσμα οι εωσφορικές δυνάμεις να βρί­σκουν ελεύθερο πια πεδίο δράσης στη γη, αλλά επιπλέον τον παρέσυρε στην ύβρι της υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων του εγκεφάλου του. Όμως η νόηση δεν μπορεί να συλλάβει το Θείο, γιατί δεν είναι μόνο υπεραισθητό αλλά και υπεράνω κά­θε λογικής. Άλλωστε η πρωταρχική μορφή της γνώσης είναι η διαίσθηση και η αυτογνωσία…

Η βαθύτερη αιτία όμως του αθεϊσμού και του υλισμού δεν είναι απλά η εγκεφαλική γνώση, αφού σε μεγάλο βαθμό και οι ίδιες οι θετικές επιστήμες έχουν περάσει πλέον από το συμ­βατικό χώρο της ύλης στην έρευνα του άυλου. Στην πραγμα­τικότητα η αιτία είναι η ίδια η εγωλατρεία των ανθρώπων που εδράζεται πάνω στο εωσφορικό στοιχείο. Η υπεροψία του νου τους δεν αναγνωρίζει καμία ανώτερη-θεία εξουσία επάνω τους και συνεπώς δεν αισθάνονται ευθύνη για τις πράξεις τους. το αποτέλεσμα είναι μία αυτοκαταστροφικότητα που θυμίζει αρ­χαία ελληνική τραγωδία, ύβρι και τιμωρία.

Λογικό είναι ότι μέσα σε αυτό το κλίμα οι πνευματικές έννοιες διαστρεβλώνονται λόγω της τριβής τους με το άγονο γήινο πεδίο κι από κει πηγάζει τότε πλέον η ανάγκη να ξαναδοθούν ζωντανές, στην αυθεντική, πρωταρχική τους μορφή.

Τι λένε οι νέες αποκαλύψεις για τη ζωή του Ιησού

Οι νέες αποκαλύψεις προσφέρουν τη δυνατότητα να γνωρίσει κανείς τις μυστικές διδαχές που παρέδωσε ο Κύριος όσο και τις αληθινές διδασκαλίες και τις πράξεις του Ιησού χωρίς προσμείξεις. Αν κανείς συγκρίνει αυτές τις γνώσεις που δεν είναι προϊόν εγκεφαλικής σκέψης, με τις ποικίλες κι αντιφατικές απόψεις των κριτικών, καταλήγει τελικά στο συμπέρασμα ότι πολύ σπάνια μπορεί να διεισδύσει κάποιος στη γεμάτη μυστήρια πορεία του Ιησού με εργαλείο την κριτική σκέψη και μόνο.

Όλοι οι ερευνητές συμφωνούν ότι με βάση τα Ευαγγέλια δεν μπορούν να προσδιορισθούν επακριβώς οι μεμονωμένοι σταθ­μοί της διαδρομής του Ιησού. Αλλά και όσον αφορά τη διάρκεια της δημόσιας διδασκαλίας του υπάρχουν διιστάμενες απόψεις, αφού ήδη από τους πρώτους μ.Χ. αιώνες ο Ωριγένης, ο Ευσέβιος και ο Ιερώνυμος αναφέρουν διαφορετικές εκτιμήσεις.

Οι πληροφορίες από τις νέες αποκαλύψεις αντίθετα είναι σαφείς γι’ αυτό το θέμα. Κυρίως γύρω από τα πρώτα χρόνια της ζωής του περιστρέφεται το εκτεταμένο έργο «Τα παιδικά  χρόνια του Ιησού».[2]

Από τη διήγηση της γέννησης προκύπτει για άλλη μία φορά ότι τα στοιχεία που αναφέρουν ο Λουκάς και ο Ματθαίος δεν  είναι απολύτως αξιόπιστα, αλλά επιβεβαιώνεται το γεγονός της πνευματικής γονιμοποίησης της Μαρίας από το Άγιο Πνεύμα.

Έτσι η Μαρία που τότε ήταν δέκα τεσσάρων χρόνων «γέννησε  ένα γιο χωρίς να έχει ποτέ γνωρίσει έλξη για έναν άντρα. Δεν καταλάβαινε ούτε άλλωστε μπορούσε να καταλάβει τι διαδραματίστηκε στη σύλληψη ή στη γέννηση, ούτε όσα συνέβησαν  στη συνέχεια, γιατί ακολουθούσε απλά την καθοδήγηση από ψηλά. Γι’ αυτό συμπεριφερόταν πιο πολύ παθητικά παρά ενεργητικά, ακολουθώντας αποκλειστικά τα αισθήματα της ως γυναίκα και μητέρα που την έδεναν με το βρέφος.

…«Ακόμη και η φυσική Μου μητέρα δεν κατάλαβε την απάντηση που της έδωσα στις στοργικές επιπλήξεις της επειδή τους είχα κάνει να ανησυχήσουν ψάχνοντας Με επί μέρες όταν έφυγαν από την Ιερουσαλήμ. Γιατί όταν τους ρώτησα: “Δεν ξέρετε ότι πρέπει να είμαι στο σπίτι του Πατέρα Μου;” ο Ιωσήφ και η Μαρία δεν κατάλαβαν τι εννοούσα. Ήταν και οι ίδιοι πολύ αφοσιωμένοι στο ιουδαϊκό λατρευτικό τυπικό και πίστευαν ότι η θρησκεία δεν ήταν άλλο από την τήρηση των κανόνων. Δεν γνώριζαν ούτε Εμένα κι ακόμη λιγότερο τον Πατέρα Μου, διότι γι’ αυτούς υπήρχε ένας μόνο αδιαίρετος Θεός. Ως εκ τούτου, και στην περίπτωση ακόμη που θα είχαν ανα­γνωρίσει το θεϊκό Εγώ Μου δεν θα είχαν συλλάβει τι σήμαι­νε αυτό το διττό ον, ο Κύριος κι Εγώ ή ο Πατέρας κι ο Υιός.

Μπορούσε βέβαια να φαντασθεί ότι ο γιος της θα γινόταν κάτι το ξεχωριστό καθώς η σύλληψη, η γέννηση και τα άλλα περιστατικά της ζωής του είχαν συμβεί υπό εντελώς ιδιαίτε­ρες συνθήκες. Όμως το ότι η Μαρία είχε κρατήσει μέσα στην κοιλιά της τον Θεό ως άνθρωπο και μάλιστα τον αναμε­νόμενο Μεσσία, δηλαδή τον πνευματικό σωτήρα, όχι μόνο του δικού της λαού, αλλά και όλης της ανθρωπότητας, της ήταν τελείως αδιανόητο. Γι’ αυτό ακόμη κι όταν πέθανα δεν Με έ­κλαιγε σαν Θεό, παρά σαν άνθρωπο, σαν το γιο της. Μόνο με­τά την ανάσταση Μου πείστηκαν τόσο αυτή όσο και οι από­στολοι Μου γι’ αυτό που τους είχα πει τόσες πολλές φορές.

…Το είχα πει ο ίδιος επανειλημμένα σε εκείνη και στους α­ποστόλους τι Με περίμενε και πως θα νικούσα το θάνατο και την κόλαση. Μα πού να βρεθεί η πίστη – ιδίως εκείνη την επο­χή που δρούσαν Εσσαίοι θαυματοποιοί και προφήτες –  ότι Εγώ, ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά όπως οι ίδιοι, που έτρωγε κι έπινε μαζί τους, ήμουν ένας Θεός και μάλιστα ο Κύριος όλων των αγγελικών ταγμάτων. Και επιπλέον ότι ο Θεός αυ­τός με την ανθρώπινη μορφή θα άρχιζε την επίγεια πορεία του από αδύναμο μωρό για να καταλήξει στο σταυρό, που εκείνο τον καιρό ήταν το σημάδι της ντροπής και της ατίμωσης»…

Γι’ αυτό λοιπόν ο Ιωσήφ και η Μαρία τα είχαν χάσει, αφού «δεν καταλάβαιναν ποιος ήταν αυτός που είχε έρθει για να φέ­ρει την πτώση και την ανάσταση των Ιουδαίων»

Λίγο πριν από τη γέννα κοινοποιήθηκε ένα διάταγμα του αυτοκράτορα Αυγούστου «σύμφωνα με το οποίο όλοι οι λαοί της  αυτοκρατορίας του έπρεπε να απογραφούν και να ταξινομηθούν για λόγους φορολογίας και στράτευσης».

Πηγαίνοντας λοιπόν ο Ιωσήφ με τους γιους του από τον πρώτο του γάμο να απογραφεί πήρε μαζί του και την ετοιμόγεννη Μαρία γιατί δεν ήθελε να την αφήσει μόνη της. Όταν πλησίαζαν να φθάσουν στη Βηθλεέμ η Μαρία δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο και παρακάλεσε να την οδηγήσουν σε μία μεγάλη σπηλιά η οποία χρησίμευε ως στέγη στα ζώα που έβοσκαν. Η  γέννηση δεν έλαβε χώρα επομένως ούτε σε ένα πανδοχείο (Λουκάς 2), ούτε σε ένα σπίτι (Ματθαίος 2,10).

Το άστρο που οδήγησε τους τρεις σοφούς από την Ανατολή  δεν ήταν απλανής αστέρας ούτε κομήτης ούτε είχε καμία σχέση με μία σπάνια συζυγία άστρων που παρατηρήθηκε το έτος  7π.Χ. Οι σοφοί είχαν προσέξει μεν «την ασυνήθιστη διάταξη  των άστρων» αλλά παράλληλα και «ένα πολύ μεγάλο αστέρι το οποίο είχε μία πολύ μακριά ουρά προς τη μεριά της δύσης. Επιπλέον στεκόταν πολύ χαμηλά και το φως του ήταν δυνατό σαν της ημέρας».

Η φυγή προς την Αίγυπτο δεν έγινε από την ξηρά. Ο δρόμος μέσα από την έρημο ήταν πολύ δύσκολος για τη λεχώνα και νεογέννητο.  Αλλά κι ο Ιωσήφ ήταν τότε πάνω από εβδομήντα χρόνων. Εκτός αυτού ο Ιωσήφ είχε υπολογίσει ότι ο Ηρώδης θα είχε ενημερώσει με έφιππους αγγελιοφόρους τους φρουρούς των συνόρων να τους συλλάβουν.

Γι’ αυτό το λόγο κατευθύνθηκαν προς Βορρά, παρακάμπτοντας όμως την Ναζαρέτ και στην Τύρο επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο με προορισμό την Αίγυπτο. Σύμφωνα με τη νέα αποκάλυψη στον Λόρμπερ, εγκαταστάθηκαν στην Οστρακίνη, μία πόλη την οποία κατανομάζει ο ιστορικός Φλάβιος στο σύγγραμμά του «Ο Ιουδαϊκός πόλεμος». Ο Ιωσήφ και οι γιοι του κατασκεύαζαν οικήματα για το βιοπορισμό τους αλλά και έπιπλα και  ξύλινα γεωργικά εργαλεία. Κατά τη διάρκεια της παραμονής στην Οστρτρακίνη η Μαρία συνεισέφερε στο βαλάντιο της οικογένειας  παραδίδοντας στα παιδιά μαθήματα λατινικών και ελληνικών που είχε μάθει στο ναό. Την επιμέλεια του μικρού Ιη­σού είχε ο δεκαπεντάχρονος γιος του Ιωσήφ, ο Ιάκωβος. Ο Ιάκωβος έγραψε αργότερα το ευαγγέλιο του Ιακώβου και με­τά την ανάληψη του Ιησού ηγείτο της χριστιανικής κοινότη­τας στην Ιερουσαλήμ μέχρι το μαρτυρικό θάνατο του.

Ύστερα από τρία χρόνια παραμονής στην Αίγυπτο ο Ιωσήφ επέστρεψε στην πατρίδα του. Η Ναζαρέτ δεν ήταν ωστόσο στο σημείο όπου την τοποθετούν σήμερα. Ύστερα από τη δεύτε­ρη εξέγερση κατά των Ρωμαίων το 132-133 μ.Χ. η Παλαιστίνη μετατράπηκε σε καμμένη κι έρημη γη.

Οι κάτοικοι της είτε είχαν σκοτωθεί από τους Ρωμαίους είτε είχαν καταλήξει αιχμάλωτοι ή σκλάβοι. Όταν έληξαν οι διωγ­μοί των χριστιανών και επέστρεψαν στην Παλαιστίνη ύστερα από διακόσια χρόνια δεν ήξερε κανένας πλέον πού βρίσκονταν οι βιβλικές τοποθεσίες και τις τοποθέτησαν κατά το δοκούν. Δεν θα πρέπει συνεπώς να παρασύρεται κανείς από ιστορικούς χάρτες διότι τις πιο πολλές φορές διαφέρουν μεταξύ τους, ενώ συχνά τα τοπωνύμια συνοδεύονται κι από ένα ερωτηματικό. Άλλωστε είναι πολύ δύσκολο να εξακριβωθεί το στίγμα των βι­βλικών τόπων καθώς το Ισραήλ βρίθει από ερείπια.

Σε συμφωνία με τα ιστορικά δεδομένα η νέα αποκάλυψη ανα­φέρει ότι: «από την εποχή Μου δεν έχει σωθεί κανένα μέρος απ’ όπου είχαμε περάσει Εγώ κι οι απόστολοι Μου και μάλι­στα σε ολόκληρη τη χώρα των Ιουδαίων, όπως κι αν τους ονό­μασαν εκ των υστέρων τους τόπους αυτούς… Μόνο η Βηθλε­έμ βρίσκεται περίπου στην ίδια περιοχή. Επίσης από την Τιβεριάδα έχουν μείνει μερικά ερείπια αλλά από τα άλλα μέρη που στην εποχή Μου βρίσκονταν στις όχθες της θάλασσας της Γαλιλαίας δεν έχει μείνει ίχνος». Συνεπώς η Ναζαρέτ δεν βρισκό­ταν εκεί που θεωρείται σήμερα1 αλλά βορειοδυτικά της Καπερ­ναούμ κοντά στα βόρεια όρια της Γαλιλαίας. Σύμφωνα με αυ­τά που αποκαλύπτει ο Ιησούς στο Λόρμπερ η περιοχή της Ναζαρέτ καταστράφηκε ολοσχερώς από μεγάλους σεισμούς.

Όσον αφορά το διάστημα ανάμεσα στο δωδέκατο και το τρια­κοστό έτος του Ιησού στις νέες αποκαλύψεις μεταξύ άλλων λέγονται τα εξής:

« Μετά τα δώδεκα του χρόνια χάθηκε καθετί το ιδιαίτερο από πάνω του οι μεγάλες προσδοκίες των γονιών του διαψεύστηκαν και μέχρι τα τριάντα του παρέμεινε ένας τελείως αφανής και απλοϊκός μαραγκός…

Ήταν εξαιρετικά λιγόλογος, στις δέκα ερωτήσεις ζήτημα εάν έπαιρνε κανείς μία μοναδική μονοσύλλαβη απάντηση… Απέφευγε τις θορυβώδεις συγκεντρώσεις και τις διασκεδάσεις και πάνω απ’ όλα αγαπούσε τη μοναξιά. Το δε πιο περίεργο από  όλα ήταν ότι πολύ σπάνια τον έβλεπε κανείς είτε σε μία συναγωγή  είτε σε ένα σχολείο, κι επιπλέον κανείς δεν τον είχε δει  ποτέ να περνάει το κατώφλι ενός οίκου προσευχής».

Όταν ο Ιησούς έγινε τριάντα χρόνων έκανε τη δημόσια εμφάνιση του. Κατ’ αρχάς πήγε σαράντα μέρες στην έρημο της Βηθαβαρά, «μία πάμπτωχη περιοχή όπου κατοικούσαν πολύ στερημένα μερικοί ψαράδες» κοντά στην εκβολή του Ιορδάνη στη θάλασσα της Γαλιλαίας. «Σε μια φτωχή ψαροκαλύβα από πηλό και καλάμια έμεινα κι Εγώ, αρκετά βαθιά μέσα στην έρημο κι όχι μακριά από το μέρος όπου έκανε τα κηρύγματά του ο Ιωάννης».

Οι στίχοι 2-11 από το τέταρτο κεφάλαιο του Ματθαίου σύμφωνα με το οποίο ο Ιησούς νήστεψε σαράντα μέρες στην έρημο και ήρθε αντιμέτωπος με τους πειρασμούς του διαβόλου δεν πρέπει να εννοηθούν κυριολεκτικά, όπως και άλλες αλληγορικές αφηγήσεις. Ο ίδιος ο Κύριος λέει σχετικά στη νέα αποκάλυψη: «Αυτή η διήγηση από φυσική άποψη είναι σκέτος παραλογισμός διότι κανένας άνθρωπος δε μπορεί ποτέ να ζήσει τόσο πολύ καιρό χωρίς τροφή και χωρίς νερό… Ούτε στη Γαλιλαία ούτε και στη Χαναάν ή στη Σαμάρεια υπήρχε στην εποχή Μου μία τέτοια έρημος… Αυτή η νηστεία στην έρημο που περιγράφει ο ψευδο-Ματθαίος[3] είναι άλλη μία παρεξηγημένη έννοια,  όπως πολλές άλλες… Στη διήγηση του αληθινού Ευαγγελιστή Ματθαίου υπάρχει μία ουσία, αλλά δεν πρόκειται για κάτι το υλικό».

Κοντά στην εκβολή του Ιορδάνη κατοικούσε ο Πέτρος. Όταν ο αδελφός του ο Ανδρέας του μίλησε για τον Ιησού, ο Πέτρος «ο οποίος συνεχώς φανταζόταν τον ερχομό του Μεσσία κι ήταν της γνώμης ότι ο αναμενόμενος σωτήρας θα βοηθούσε τους φτωχούς και θα εξαφάνιζε τους σκληρόκαρδους πλουτοκράτες, είπε: «αφήνω τα πάντα πίσω μου στη στιγμή και θα Τον ακολουθήσω μέχρι τα πέρατα της γης εάν μου το ζητήσει».

Έτσι όταν την επόμενη μέρα ο Ιησούς τον ρώτησε εάν θέλει να τον ακολουθήσει, ο Πέτρος δέχτηκε πρόθυμα. Μετά από λίγο συνάντησαν το Φίλιππο, ο οποίος γνώριζε τον Ιωσήφ και δίχως δεύτερη σκέψη ενώθηκε μαζί τους.

Όλοι τους είναι πάμπτωχοι ώστε δεν έχουν πολλά να χάσουν κι όλοι. έχουν τις ελπίδες τους στο Μεσσία από τον οποίο πε­ριμένουν να βάλει τέλος στη φτώχεια. Συνάμα όμως μισούν τους Ρωμαίους στο έπακρο. Ο επόμενος μαθητής, ο Ναθαναήλ, λέει στον Ιησού: «Δίχως άλλο είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ που περιμένουμε με λαχτάρα από καιρό, ο οποίος θα ελευθερώσει το λαό του από τα νύχια των εχθρών του».

Η εντύπωση ότι ο Μεσσίας θα τους απελευθέρωνε από τη ρωμαϊκή κατοχή ήταν βαθιά ριζωμένη στους μαθητές. Ακόμη και ύστερα από τρία χρόνια εντατικής διδασκαλίας από τον Ιησού ο μαθητής του Ο Κλεώπας παραπονιόταν καθ’ οδόν προς τους Εμμαούς: «Είχαμε ελπίσει ότι θα ήταν αυτός που θα λύ­τρωνε το Ισραήλ (από το ζυγό των Ρωμαίων)» (Λουκάς 24,21).

Καταρχάς ο Ιησούς πήγε με τους τέσσερις μαθητές του στο πατρικό του στη Ναζαρέτ. Ο Ιωσήφ είχε πεθάνει πριν λίγους μήνες. «Τόσο η Μαρία όσο κι όλοι οι επί γης συγγενείς Μου το Μεσσία τον φαντάζονταν σαν το νικητή των Ρωμαίων και των άλλων εχθρών της Γης της επαγγελίας. Ακόμη και οι κα­λύτεροι άνθρωποι είχαν περίπου την ίδια αντίληψη. Γι’ αυτό το λόγο και μόνο ήμουν στο κέντρο της προσοχής για πάρα πολλές οικογένειες, όπως φυσικά και όλοι οι μαθητές Μου. Έτσι και ο Ιάκωβος (σ.σ. ο ετεροθαλής αδελφός του Ιησού) και ο Ιωάννης (σ.σ. θετός γιος του Ιωσήφ) αποφάσισαν να γίνουν μαθητές Μου για να κυριαρχήσουν στη συνέχεια μαζί Μου στους λαούς της γης… Είχαν ήδη ξεχάσει δηλαδή αυτά που συχνά τους έλεγα στα παιδικά Μου χρόνια και με αρκετή σαφήνεια.

…Επειδή λοιπόν περίπου σε όλα τα ευυπόληπτα σπίτια ολό­κληρης σχεδόν της Γαλιλαίος είχα αποκτήσει τη φήμη του μελ­λοντικού ελευθερωτή από το ρωμαϊκό ζυγό, Με κάλεσαν μαζί με τους μαθητές Μου, τη μητέρα Μου και ένα πλήθος άλλων συγγενών και γνωστών σε ένα πολύ αρχοντικό γάμο στην Κανά, που δεν ήταν μακριά από τη Ναζαρέτ (σ.σ. υπήρχαν δύο Κανά)».

Από τις αποκαλύψεις αυτές μπορεί κανείς να αντιληφθεί με ποιες προϋποθέσεις ήταν αναγκασμένος ο Ιησούς να αρχίσει τη δράση του και τι κόπος απαιτήθηκε για να καταλάβουν οι πολιτικά φανατισμένοι μαθητές του ποιες ήταν οι αληθινές του προθέσεις. Ως εκ τούτου ήταν ευνόητο ότι η διάθεση ενός μεγάλου μέρους του λαού απέναντι του θα αντιστρεφόταν όταν θα καταλάβαινε ότι ο Ιησούς δεν είχε καμία πρόθεση να τα βάλει με τους Ρωμαίους.

«Επτά μέρες μετά το γάμο της Κανά μαζί με τη Μαρία, τους πέντε αδερφούς Μου, δύο από τους οποίους είχαν γίνει μαθητές Μου, και με τους υπόλοιπους μέχρι εκείνη την ώρα δηλωμένους μαθητές, πήγαμε στην Καπερναούμ μία αρκετά σημαντική εμπορική πόλη.

Στην περιοχή της Βηθαβαρά κοντά στην Καπερναούμ βάφτιζε ο Ιωάννης ο πρόδρομος όσο ο Ιορδάνης είχε αρκετό νερό, γιατί συχνά ήταν τελείως άδειος… Χωρίς να χάσω καιρό άρχισα να διδάσκω τους ανθρώπους… Αρκετοί τότε πίστεψαν αλλά πολλοί σκανδαλίστηκαν, ήθελαν να Με πιάσουν και να Με ρίξουν από ένα βουνό στη λίμνη… Στην Καπερναούμ έμεινα λίγο, καθώς εκεί δεν υπήρχε καθόλου πίστη κι ακόμη   λιγότερη αγάπη».

Το Πάσχα ο Ιησούς πήγε στην Ιερουσαλήμ και καθάρισε το ναό (Ιωάννης 2, 14-17) «όπου σχεδόν ο καθένας που επισκεπτόταν το ναό δεν μπορούσε να αντέξει τη δυσωδία και το θόρυβο. Το έδαφος ήταν γεμάτο σκουπίδια και κοπριές… Όποιον  τον έβρισκε το μαστίγιο τον έπιαναν στη στιγμή πολύ ισχυροί, σχεδόν αβάστακτοι πόνοι και το ίδιο συνέβαινε με τα ζώα. Αμέσως έγινε φοβερή φασαρία από τις κραυγές και τους γογγυσμούς ανθρώπων και ζώων».

Ο ισχυρισμός ορισμένων ιστορικών ότι αυτή η πράξη θα έπρεπε να είχε φυσιολογικά δυσμενείς συνέπειες για τον Ιησού δεν ευσταθεί, όπως σε γενικές γραμμές πολλά πράγματα εξε­λίχθηκαν διαφορετικά από ό,τι έπρεπε κατά τη γνώμη των κρι­τικών. Υπήρχε ένας πολύ συγκεκριμένος λόγος άλλωστε που ο Ιησούς έμεινε ανενόχλητος. Καθώς αναποδογύρισε τα τρα­πέζια των σαράφηδων και των εμπόρων, αυτοί το έβαλαν στα πόδια και τα χρήματα τους έπεσαν στο έδαφος. Οι ιερείς με τους υπηρέτες τους μάζεψαν τότε γρήγορα χίλια σακιά χρυσό κι άργυρο τα οποία βέβαια δεν επέστρεψαν στους ιδιοκτήτες τους. Κι επειδή ήταν πολύ απασχολημένοι με αυτό το έργο δεν είχαν καιρό να ζητήσουν λόγο από τον Ιησού.

Στη συνέχεια «άρχισαν να έρχονται από την πόλη για να Με βρουν μέρα – νύχτα σχεδόν πλήθη ανθρώπων όλων των τά­ξεων. …Κι Εγώ έκανα πολλά θαύματα μεταξύ των φτωχών ελευθέρωνα τους δαιμονισμένους από τα πνεύματα που τους τυραννούσαν, έκανα τους χωλούς να περπατούν, αυτούς που έπασχαν από αρθριτικά να στέκονται ίσια, τους λεπρούς να γιατρευτούν, τους κωφάλαλους να μιλούν και να ακούν, τους τυφλούς να βλέπουν κι όλα αυτά μόνο με το λόγο Μου ως επί το πλείστον».

Αυτά ωστόσο δεν συνέβαιναν μέσα στην Ιερουσαλήμ αλλά σε ένα μικρό μέρος στα περίχωρα. Γι’ αυτό είπαν μερικοί: «Τέ­τοιες μεγάλες πράξεις αξίζει να γίνονται σε ένα μεγάλο μέρος κι. όχι στο τελευταίο χωριουδάκι», αλλά πήραν από τον Ιησού την απάντηση: «Οτιδήποτε είναι μεγάλο στα μάτια του κό­σμου, στα μάτια του Θεού προκαλεί την αποστροφή».

Μεταξύ άλλων ήρθε και ο Νικόδημος, ο ανώτατος άρχων της Ιερουσαλήμ, προσήλθε όμως μέσα στη νύχτα για να δει τον Ιησού. Αλλά δεν καταλάβαινε τα λόγια του και γι’ αυτό του είπε ανοικτά: «Πρέπει να Σου ομολογήσω ότι εάν δεν με είχαν πείσει οι ανυπέρβλητες πράξεις Σου, θα θεωρούσα είτε ότι είσαι τρελός είτε ότι αστειεύεσαι, γιατί όπως μιλάς Εσύ δεν είχα μιλήσει ποτέ λογικός άνθρωπος. Αλλά οι πράξεις Σου δεί­χνουν ότι Σε έχει στείλει ο Θεός να μας διδάξεις».

Σε απάντηση ο Ιησούς τον παρηγόρησε: «Κάνε λίγο καιρό υπομονή και θα καταλάβεις τα πάντα. Σε λίγο θα έρθω πάλι να Με φιλοξενήσεις και τότε θα τα μάθεις όλα».

Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής τότε δεν ήταν ακόμη στη φυλακή. Είχε όμως μετακινηθεί από την περιοχή όπου είχε βαπτίσει τον Ιησού προς τη Σαλήμ, κοντά στην εκβολή του Ιορδάνη στη Νεκρά Θάλασσα, «γιατί ο Ιορδάνης στη Βηθαβαρά είχε πολύ Ι λίγο νερό που ήταν γεμάτο επιπλέον με ζωύφια και δυσοσμία». Έτσι πολλοί μαθητές του Ιωάννη μεταπήδησαν στον Ιησού, αλλά αργότερα τον εγκατέλειψαν και πάλι.

Τότε οι Φαρισαίοι άρχισαν να κάνουν σχέδια για το πώς θα απαλλάσσονταν από αυτόν και τον Ιωάννη και συνάμα έστρε­ψαν την προσοχή των Ρωμαίων κατακτητών επάνω του. «Έτσι οι Ρωμαίοι έστειλαν πληροφοριοδότες να Με παρακολουθήσουν, αλλά αυτοί δεν βρήκαν να επαληθεύονται οι κατηγορίες εναντίον Μου». Ως εκ τούτου η προσπάθεια των Φαρισαίων να συκοφαντήσουν στους κατακτητές τον Ιησού ως υποκινη­τή του λαού σε εξέγερση έπεσε για άλλη μια φορά στο κενό. Στη συνέχεια ο Ιησούς πήγε στη Γαλιλαία. Περνώντας από τη Σαμάρεια απευθύνθηκε σε μία γυναίκα που έπαιρνε νερό από ένα πηγάδι (Ιωάννης 4, 7 – 24). Μεταξύ άλλων της είπε και τα εξής αξιοσημείωτα: « Κοίτα, ο Θεός είναι Πνεύμα, επομένως όσοι τον λατρεύουν θα πρέπει να τον λατρεύουν πνευματικά κι αληθινά. Για το σκοπό αυτό δεν χρειάζεται ούτε να ανέβει κανείς σε κανένα ιερό βουνό ούτε να πάει σε κανένα ναό για να τον προσκυνήσει, χρειάζεται μόνο μια καρδιά γεμάτη αγάπη και ταπεινοσύνη. Άρα όποιος αγαπάει με τέτοια καρδιά τον Θεό είναι σωστός προσκυνητής του, γι’ αυτό κι ο Πατέρας θα ακούει πάντα τις προσευχές του χωρίς να λαμβά­νει υπ’ όψη του τον τόπο που βρίσκεται, αφού έτσι κι αλλιώς δεν έχει καμία σημασία».

Ο Ιησούς έκανε πολλά θαύματα που δεν περιλαμβάνονται στα Ευαγγέλια. Στον Ιωάννη που τα κατέγραφε σχολαστικά είχε πει να παραλείψει τα αμέτρητα θαύματα που πραγματο­ποιούσε σε στενό κύκλο. «Νομίζεις ότι ο κόσμος θα τα πίστευε διαβάζοντας τα; Κοίτα, αυτοί που είναι εδώ τα πιστεύουν, επειδή τα βλέπουν. Ο κόσμος όμως που πορεύεται σε βαθύ σκο­τάδι δεν θα τα πίστευε ποτέ γιατί είναι αδύνατο η νύχτα να φα­ντασθεί τα έργα του φωτός… Ωστόσο κάποτε θα έρθει μία επο­χή όπου όλα αυτά τα πράγματα θα αποκαλυφθούν στον κόσμο». (Στις νέες αποκαλύψεις αναφέρονται διεξοδικά όλα τα θαύματα που έγιναν σε στενά ιδιωτικά πλαίσια ).

Είχε φθάσει πλέον η ώρα να δώσει στους μαθητές του να κα­ταλάβουν ότι «όλοι τους έχουν μία τελείως λανθασμένη αντίλη­ψη για το Μεσσία και το βασίλειο του κι ότι θα χρειασθεί πολύς χρόνος ακόμη να το συνειδητοποιήσουν … Διότι το βασίλειο του Μεσσία δεν θα είναι ένα βασίλειο του κόσμου αυτού, αλλά ένα βασίλειο του πνεύματος και της αλήθειας στο αιώνιο βασί­λειο του Πατέρα Μου. … Σας λέω ότι θα χρειασθεί να βγάλετε από πάνω σας τον παλιό σας εαυτό και να βάλετε έναν τελείως καινούργιο. Βέβαια αυτό στην αρχή θα είναι κάπως δύσκολο…».

Εκείνη την εποχή ο Ιησούς ανέθεσε την καταγραφή των πε­πραγμένων του στο Ματθαίο ο οποίος ήταν τελώνης και γρα­φέας στην υπηρεσία των Ρωμαίων. Την ίδια περίοδο κήρυξε δημόσια την επί του όρους Ομιλία που διήρκεσε τρεις ώρες. Οι σχετικές σημειώσεις του Ευαγγελιστή μπορούν να αναγνωσθούν σε λίγα μόνο λεπτά. Μετά το κήρυγμα, συζητώντας οι ντόπιοι ιερείς με τον Ιησού, επέκριναν κυρίως τον ακρωτηρια­σμό που συμβούλευε στους παραβάτες του ηθικού νόμου (κα­τά Ματθαίο 5, 29). Η απάντηση που έλαβαν ήταν αυτή: «Εγώ σας δίνω εδώ μεταφορικές εικόνες μα εσείς αναλώνεσθε μό­νο στην υλική τους πλευρά, η οποία απειλεί να σας πνίξει. Αλ­λά από το πνεύμα που έχω βάλει μέσα σε αυτές τις εικόνες φαί­νεστε να μην καταλαβαίνετε τίποτα».

Σε αυτό το σημείο ανταπαντά εκνευρισμένος ο αρχιερέας: «Μίλα καλύτερα Εσύ πιο καθαρά για τα σκληρά Σου λόγια που δεν θα μπορέσει κανένας ποτέ να τα καταλάβει χωρίς ικα­νοποιητικές εξηγήσεις».

Πάνω σε αυτό αποκρίθηκε στον αρχιερέα ο απόστολος Ναθαναήλ: «Ο Κύριος μας δίνει τη διδασκαλία του στα ουσιώδη σημεία της…  Όταν λέει, σε αυτόν που σου ζητά το χιτώνα δώστου και το μανδύα από πάνω, θέλει απλά να υπονοήσει ότι εσείς που είστε πλούσιοι  και κατέχετε πολλά θα πρέπει να δίνετε και πολλά στους φτωχούς όταν σας ζητούν».

Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο λέγεται ότι με το τέλος της  επί του όρους ομιλίας «το πλήθος είχε εντυπωσιαστεί βαθιά από τη διδασκαλία του… και τον ακολούθησε κόσμος πολύς».

Προφανώς το  σημείο αυτό έχει υποστεί βελτιώσεις από μεταγενέστερα χέρια. Η νέα αποκάλυψη αναφέρει ότι ναι μεν μετά το κήρυγμα «είχε μείνει πολύς λαός, αλλά ώσπου να τελειώσω την ομιλία Μου πολλοί έφυγαν οργισμένοι γιατί δεν  ήθελαν να πιστέψουν σε αυτά που τους είπα».

Μετά την παραμονή στη Σαμάρειαο Ιησούς επέστρεψε στη Γαλιλαία όπου έδωσε άδεια στους μαθητές του να γυρίσουν προσωρινά σπίτια τους «για να φροντίσουν τα χωράφια  τους… Το ίδιο κι η Μαρία με τους πέντε γιους του Ιωσήφ που  ήταν επίσης στην Ιερουσαλήμ έμειναν πίσω για να φροντίσουν  τα του οίκου τους» και μόνο ο ένας από αυτούς ξαναγύρισε κοντά στον Ιησού.

Μετά την Κανά, όπου θεράπευσε το παιδί ενός αξιωματούχου που ήταν συγγενής του αρχιερέα, ο Ιησούς ξαναπήγε στην Καπερναούμ. «Έπρεπε να πάω γιατί υπήρχε μεγάλη δυστυχία εκεί όπως και στις άλλες κωμοπόλεις γύρω από τη λίμνη της  Γαλιλαίας».

Αυτή η πληροφορία έχει σημασία για το λόγο ότι αρκετοί κάνουν μία τελείως διαφορετική παρουσίαση των πραγμάτων, αφού μιλούν για εύπορους αγρότες και ιχθυέμπορους να αποτελούν το πλήθος που ακολουθούσε τον Διδάσκαλο.

Στην περί τον Ιησού φιλολογία τίθεται συχνά το ερώτημα από τι ζούσαν επί τρία χρόνια ο ίδιος μαζί με τη συχνά πολυπληθή ακολουθία του. Έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις, αλλά κανένας συγγραφέας δεν θέλει να δεχθεί την αυτονόητη εξήγηση ότι για το γιο του Θεού όλα είναι δυνατά, για το λόγο ότι τα θαύματα ξεφεύγουν από τη δυνατότητα ελέγχου της επιστημονικής σκέψης κι ως εκ τούτου τα θεωρούν ανυπόστατα.

Το κατά Λουκά Ευαγγέλιο το οποίο σημειωτέον περιέχει πολλά λάθη περιλαμβάνει μία φράση η οποία οδήγησε σε πολ­λές εσφαλμένες υποθέσεις. Συγκεκριμένα στο όγδοο κεφά­λαιο, τα εδάφια 2-3 αναφέρουν ότι στην ακολουθία του Ιησού συμμετείχαν ορισμένες εύπορες γυναίκες που τους συντηρού­σαν με τα δικά τους μέσα. Είναι ευνόητο όμως ότι οι λίγες αυ­τές γυναίκες δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων να τρέφουν επί τρία χρόνια ένα πλήθος το οποίο κατά καιρούς ανερχόταν σε μερικές εκατοντάδες. Στην αρχή των περιπλανήσεων τους ο Ιούδας, ο οποίος εκπλήρωνε τα καθήκοντα του ταμία και του οργανωτή της ομάδας είπε κάποια στιγμή στο δάσκαλο του: «Είμαι της γνώμης ότι λίγα χρήματα δεν θα βλάπτουν κανένα όταν ταξιδεύει». Την απάντηση που του έδωσε ο Ιησούς την κατάλαβε πολύ αργότερα: «Όποιος Με γνωρίζει ξέρει επίσης ότι μαζί Μου μπορεί να τα βγάλει μια χαρά πέρα και χωρίς χρήματα. Κοίτα, Εγώ δεν έχω ούτε πουγγί ούτε καθόλου χρή­ματα και παρ’ όλα αυτά οδήγησα εκατοντάδες ανθρώπους μέ­σα από την Ιουδαία και τη Σαμάρκια μέχρις εδώ, για ρώτησέ τους πόσο στοίχισε στον καθένα τους αυτό το ταξίδι. Κι επιπλέον σε πληροφορώ ότι σε λίγο καιρό θα χορτάσω χιλιάδες ανθρώπων χωρίς να έχω περισσότερα χρήματα επάνω Μου απ’ ό,τι τώρα».

Στο μεταξύ οι μαθητές οι οποίοι είχαν γυρίσει προσωρινά στα σπίτια τους επέστρεψαν στον Ιησού «φέρνοντας νέους μα­θητές από όλα τα μέρη μαζί τους». Ο Πέτρος έφερε το γιο του το Μάρκο που γνώριζε γραφή και είναι αυτός που συνέταξε το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο.

Στη συνέχεια ο Ιησούς πήγε στην Καπερναούμ όπου θερά­πευσε το δούλο του Ρωμαίου εκατόνταρχου. Εκείνη την πε­ρίοδο 0 Θωμάς επέστησε την προσοχή του στη φιλαργυρία και στη διπλοπροσωπεία του Ιούδα, συμβουλεύοντας τον να τον διώξει από κοντά του. Από την απάντηση που του έδωσε ο Ιησούς φαίνεται πόσο λαθεύουν ορισμένοι συγγραφείς οι οποίοι με βάση την προσωπικότητα του Ιούδα καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο Ναζωραίος δεν ήταν πραγματικά γιος του Θεού, γιατί τότε θα είχε αναγνωρίσει το ποιόν του μαθητή του και τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε. «Αγαπημένε Μου Θωμά, αυτά που Μου λες τα ξέρω από καιρό, εντούτοις έχω να σου πω το εξής: Εάν θέλει να φύγει, μπορεί να φύγει κι εάν θέλει να μείνει τότε ας μείνει. Η ψυχή του είναι ένας διάβολος που θέλει να μάθει τη σοφία από τον Θεό, όμως η επιδίωξη  αυτή δεν θα της βγει σε καλό!»

Το ιερατείο στην Καπερναούμ είχε εξοργισθεί πολύ με την εντύπωση που είχαν δημιουργήσει στο λαό η θεραπεία του δούλου κι οι ομιλίες του Ιησού. «Η ομιλία κι η διδασκαλία του είναι όλο φλόγα», έλεγε ενθουσιασμένο το πλήθος. Αλλά ο Ιησούς αποκάλυψε ήδη τότε στους μαθητές του ότι γνώριζε την αντίδραση και τις προθέσεις του κλήρου απέναντι του. «Κάποια μέρα θα καταφέρουν τους ποταπούς σκοπούς τους σε βάρος Μου, αλλά δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα αυτή». Στον Πέτρο είχε πει ο Ιησούς ότι είναι Γιος του Θεού αλλά του είχε συστήσει επανειλημμένα «να μην το αποκαλύψει σε κανένα, καθώς ανάμεσά τους υπήρχε ένα προδότης».

Από εκεί επιβιβάστηκαν σε ένα πλοιάριο για να περάσουν στα Γαδάρα στην ανατολική ακτή της λίμνης. Εν πλω κινδύνεψαν να βυθιστούν από μία δυνατή τρικυμία, αλλά ο Ιησούς διέταξε τα κύματα να γαληνέψουν προς κατάπληξη των μαθητών (Ματθαίος 8, 25). Κατά την επιστροφή αποφάσισε να περάσει από τη Ναζαρέτ «για να ξεκουραστούν λίγο και επίσης με αυτή την ευκαιρία  να ανάψουν το φως της αλήθειας για τους Ναζαρηνούς που ήταν πολύ ασταθείς ως λαός.

Στο σπίτι ήταν η Μαρία, οι τρεις μεγάλοι γιοι του Ιωσήφ και τέσσερα κορίτσια που ήδη από την εποχή του Ιωσήφ είχαν υιοθετηθεί και ανατρέφονταν σαν παιδιά του». Γι’ αυτό και οι Ναζαρηνοί θεωρούσαν όλα αυτά τα πρόσωπα σαν αδέλφια του Ιησού, πράγμα που αναφέρει κατά λέξη και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (13, 56).

Κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης ήρθε ο λόγος γύρω από τη Μαρία. «Είναι κιόλας σαράντα πέντε χρόνων», σχολίασε ένας μαθητής «και μοιάζει να μην έχει φτάσει ούτε στα είκοσι». «Σωστά», παρατήρησε ο Ιησούς, «η Μαρία είναι η πρώτη και δεν θα υπάρξει άλλη σαν κι αυτή.

Αλλά θα έρθει η εποχή ό­που οι άνθρωποι θα χτίζουν πιο πολλούς ναούς προς τιμή της απ’  ό,τι για Μένα και θα την προσκυνούν δέκα φορές περισ­σότερο από Μένα πιστεύοντας ότι μόνο με τη βοήθεια της θα μπορούν να γίνουν μακάριοι. Για το λόγο αυτό δεν θέλω τώ­ρα να την εξυψώνει κανείς ιδιαίτερα αφού ξέρει ότι. είναι η μη­τέρα του σώματος Μου. Επομένως να είσαστε μαζί της πολύ καλοί και ευγενικοί αλλά προσέξτε να μην της δείχνετε λα­τρεία που αρμόζει μόνο στον Θεό. Γιατί μαζί με όλα τα εξαιρε­τικά χαρίσματα της παραμένει γυναίκα κι ακόμη και η καλύ­τερη γυναίκα δεν είναι πολύ μακριά από τη φιλαρέσκεια».

Την επόμενη ημέρα ο Ιησούς ανέστησε την πεθαμένη κόρη του ανώτερου ιερέα της συναγωγής της Καπερναούμ που λε­γόταν Ιάειρος. Την πράξη αυτή η οποία έφερε το λαό σε πα­ραλήρημα ενθουσιασμού την αναφέρει μόνο ο Ματθαίος, αν και ήθελε κι ο Ιωάννης να την καταγράψει. Το γεγονός ότι ανά­λογα θεαματικά περιστατικά δεν παρουσιάζονται ταυτόχρονα από όλους τους Ευαγγελιστές οδήγησε ορισμένους επικριτές της Βίβλου στο συμπέρασμα ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και άρα ότι είναι μύθοι. Στη νέα αποκάλυψη όμως δίνεται η πραγματική εξήγηση γι’ αυτές τις παραλείψεις.

Ο Ιωάννης που θα ήθελε ευχαρίστως να καταγράψει αυτό το εντυπωσιακό γεγονός της νεκρανάστασης είπε στον Κύριο: «Δεν θα ήταν καλύτερα να έγραφα όλα όσα κάνεις και διδά­σκεις, ακριβώς όπως ο αδελφός Ματθαίος; Διότι διαβάζοντας οι μεταγενέστεροι τα δύο γραπτά και συγκρίνοντας τα θα δια­πιστώσουν ότι το δικό μου δεν περιέχει τα ίδια με αυτό του Ματθαίου. Δε θα αρχίσουν τότε να κάνουν διάφορες σκέψεις και να αμφιβάλουν για τη γνησιότητα όλου του Ευαγγελίου αφού θα λένε: «Δεν ήταν άραγε ένας ο Ιησούς που δίδαξε τα ίδια και σίγουρα έκανε και τα ίδια; Γιατί λοιπόν ο Ματθαίος έγραψε το ένα και ο Ιωάννης το άλλο τη στιγμή που και οι δύο ήταν συνεχώς μαζί Του;» Νομίζω ότι μία τέτοια κρίση των μελ­λοντικών ανθρώπων είναι αναπόφευκτη».

Κι η απάντηση που έλαβε: «Έχεις βέβαια απόλυτο δίκιο αδελφέ Μου, αλλά έχω ένα λόγο που αφήνω να γίνουν έτσι τα πράγματα, τον οποίο όμως εσύ θα καταλάβεις αργότερα. Αυτά που γράφει ο Ματθαίος είναι χρήσιμα ειδικά και μόνο γι’ αυτή τη γη. Αυτά όμως που γράφεις εσύ ισχύουν για όλη την απεραντοσύνη και την αιωνιότητα. Γιατί σε όλα όσα γράφεις είναι κρυμμένη η υψηλή θεία διακυβέρνηση από τη μία αιωνιότητα στην άλλη τόσο σε όλες τις υφιστάμενες δημιουργίες και σε αυτές που θα πάρουν τη θέση των σημερινών στις μελλοντικές αιωνιότητες! Έστω κι αν έγραφες χιλιάδες βιβλία με αυτά που θα σας αποκαλύψω ακόμη, ο κόσμος δεν θα τα καταλάβαινε κι ως εκ τούτου ούτε θα τον ωφελούσαν. (Πρβλ. Ιωάννη 21, 25, σ.σ.). Όποιος όμως ζει σύμφωνα με τη διδασκαλία και πιστεύει στον Υιό, θα αναγεννηθεί έτσι κι αλλιώς στο πνεύμα, το οποίο θα τον οδηγήσει στα βάθη της αιώνιας αλήθειας. Αφού τώρα ξέρεις λοιπόν γιατί δεν σε αφήνω να τα γράφεις όλα, γι’ αυτό στο μέλλον μη Με ξαναρωτήσεις πια. Διότι. η αλήθεια δεν πρέπει να λέγεται τελείως καθαρά στον κόσμο, για να μην πέσει σε ακόμη μεγαλύτερη καταδίκη από αυτή στην οποία βρίσκεται αναγκαστικά από παλιά. Γι’ αυτό θέλω να δίνω τη διδασκαλία Μου έτσι που να μην μπορεί κανένας να φτάσει στα βάθη της ζωντανής αλήθειας με το να ακούει ή να διαβάζει απλά και μόνο το Ευαγγέλιο. Αλλά μόνο το να εφαρμόζει τη διδασκαλία Μου στην πράξη θα οδηγήσει τον καθένα στο φως!»

Στη Ναζαρέτ στο μεταξύ είχαν συγκεντρωθεί έξω από το σπίτι της Μαρίας περί τους τρεις χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι είχαν βάλει σκοπό να ανακηρύξουν τον Ιησού βασιλιά, αυτός όμως τους ξέφυγε περνώντας μέσα από τον κήπο του σπιτιού και πήγε στην Καπερναούμ. Το πλήθος τον ακολούθησε ως εκεί, μπροστά στην κινητοποίηση όμως των ρωμαϊκών δυνάμεων της περιοχής παραιτήθηκε μεν από την πρόθεση του να τον ανακηρύξει βασιλιά, αλλά έμεινε κοντά του και στη συνέχεια.

Μεταξύ Καπερναούμ και Βηθαβαρά ο Ιησούς επισκέφθηκε ένα σπίτι το οποίο περιζώθηκε αμέσως από χιλιάδες κόσμο ούτως ώστε ήταν αδύνατο να φέρουν από την πόρτα ένα παραλυτικό για θεραπεία. Τότε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού είπε: «Το σπίτι μου είναι σκεπασμένο με καλάμια, όπως οι περισσότε­ρες ψαροκαλύβες. Θα βάλουμε απέξω σκάλες ως τη στέγη και παραμερίζοντας τα καλάμια θα ανοίξουμε μια τρύπα ίσα – ίσα για να χωρέσει ο άρρωστος με το κρεβάτι του, ενώ εγώ θα ανοίξω την καταπακτή για να κατέβει». Το εύρημα αυτό με τη στέγη αναφέρεται επειδή σε μερικούς η ιστορία αυτή δημιούρ­γησε ερωτηματικά.

Ο επόμενος σταθμός του Ιησού ήταν σε ένα πανδοχείο που ανήκε σε ένα τελώνη επίσης με το όνομα Ματθαίος: «Ο νεα­ρός πανδοχέας και τελώνης Ματθαίος, ο οποίος δεν πρέπει να συγχέεται με το Ματθαίο που ήταν γραφέας των Ρωμαίων, κά­λεσε τους μαθητές Μου, τους Φαρισαίους και τους γραμμα­τείς να περάσουν μέσα, πράγμα που έκαναν και εκεί έφαγαν και ήπιαν με πολλή όρεξη». Στη διάρκεια του γεύματος προ­έκυψε μία αντιπαράθεση ανάμεσα σε έναν «προοδευτικό» και σε έναν «παραδοσιακό» Φαρισαίο: «Η διδασκαλία του Ιησού είναι αγνή», είπε ο πρώτος, «ανταποκρίνεται απόλυτα στην ανθρώπινη φύση κι ούτε προδίδει τίποτα το διαβολικό. Δεν εί­μαι βέβαια τελείως πεπεισμένος ότι ο Μωυσής κατά βάση δί­δασκε τα ίδια με αυτόν τον Ναζαρηνό. Η αλήθεια είναι ότι σε αυτά που λέει -να αγαπάμε δηλαδή τον Θεό πάνω από όλα, ενώ τον πλησίον σαν τον εαυτό μας, να μην ανταποδίδουμε μία κακή πράξη με ένα άλλο κακό αλλά να κάνουμε καλό ακό­μη και στους εχθρούς μας, αντίθετα να ευλογούμε όσους μας αναθεματίζουν και να είμαστε ταπεινοί και πράοι – δεν βλέπω καμία διαβολικότητα». Έξω φρενών του απάντησε ο άλλος Φαρισαίος: «Εσύ ασφαλώς όχι, γιατί είσαι κι εσύ με το διάβο­λο. Μήπως δεν το ξέρεις ότι ο διάβολος είναι πολύ πιο επικίν­δυνος όταν εμφανίζεται μεταμφιεσμένος σε άγγελο;»

Εκείνο τον καιρό ο Ιησούς επέλεξε τους δώδεκα αποστόλους του, στους οποίους συμπεριλήφθηκε και ο τελώνης Ματθαίος (δηλαδή όχι ο γραφέας και Ευαγγελιστής) και τους ανέθεσε την αποστολή τους.

Στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου 10, 5 λέγεται απλά: «Μην πη­γαίνετε στους δρόμους των εθνικών». Το υπόλοιπο κείμενο που απαιτεί από τους αποστόλους και τους διαδόχους τους να «μη χρησιμοποιήσουν κανενός είδους βία» εξαλείφθηκε από τους άνδρες της εκκλησίας από τη στιγμή που επέλεξαν το δρόμο της βίας και του εξαναγκασμού για την επικράτηση ή την επέκτασή της. Είναι όμως γνωστό το πώς ιδίως στην καθολική εκκλησία αγνόησαν αυτή τη σύσταση του Ιησού.

Το πλήρες κείμενο έχει ως εξής: «Πάνω από όλα να αποφεύγετε τους δρόμους των εθνικών! Αυτό σημαίνει, μην χρησιμοποιείτε βία όπως οι εθνικοί. Επιπλέον να αποφεύγετε τους βάρβαρους λαούς γιατί είναι μάταιος κόπος να προσπαθείτε να διδάξετε στους σκύλους και στους χοίρους το Ευαγγέλιο για τη βασιλεία του Θεού… Εφ’ όσον λοιπόν ο δάσκαλος και κύριος σας δεν χρησιμοποιεί βίαια μέσα για να επιβάλει τη διδασκαλία του στους ανθρώπους, γιατί να θελήσουν να το κάνουν οι μαθητές και υπηρέτες του;

…Σας παραδίδω μία τελείως ελεύθερη εκκλησία που δεν χρειάζεται άλλο ναό από την καρδιά του καθενός όπου κατοικεί το πνεύμα και η αλήθεια γιατί μονάχα εκεί θέλει ο Θεός να τον αναγνωρίζουν και να τον λατρεύουν οι αληθινοί προσκυνητές του… Την αποστολή που σας παραδίδω δεν θα πρέπει να την |μετατρέψετε σε κάποιο σταθερό επάγγελμα όπως κάνουν οι ειδωλολάτρες ή οι σκοταδιστές Ιουδαίοι και Φαρισαίοι».

Όπως είναι εμφανές επομένως το σημερινό κατ’ επάγγελμα ιερατείο προέκυψε σε αντίθεση με τις οδηγίες του Ιησού. Στο μεταξύ οι Φαρισαίοι και οι ιερείς του ναού είχαν προωθήσει το σχέδιό τους να απαλλαγούν από τον Ιησού. Όμως οι στρατιώτες που έστειλαν για να τον συλλάβουν πνίγηκαν στη θάλασσα της Γαλιλαίας από μία ξαφνική θύελλα. Ο Ιησούς διαβλέποντας τον κίνδυνο, αποφασίζει να καταφύγει προσωρινά στο βορρά της χώρας και ενημερώνει σχετικά τους μαθητές του: «Στη θέση των πνιγμένων θα έρθουν άλλοι οι οποίοι θα μας φέρουν σε δύσκολη θέση, οπότε θα αναγκαστούμε να καταφύγουμε στις περιοχές που κατοικούν οι Έλληνες, πράγμα που θα αργήσει να γίνει».

Στο μεταξύ διάστημα παρέμειναν στη Γαλιλαία και συνέχισαν τις περιπλανήσεις τους. Για πρώτη φορά επισκέφτηκαν την Κανά στο νότο. Ο σχεδόν αμιγώς ελληνικός πληθυσμός της υποδέχτηκε με ενθουσιασμό τον Ιησού κι αυτός γιάτρεψε τους αρρώστους. Επιστρέφοντας στην Κις βρήκαν τη Μαρία και τους γιους του Ιωσήφ. Το ιερατείο τους είχε διώξει από το σπίτι τους αφού κατείσχε πρώτα τα εργαλεία της δουλειάς τους. Ο Ιησούς όμως βρήκε τρόπους να τους επιστραφούν.

Από την ώρα εκείνη οι κατάσκοποι του Ηρώδη παρακολου­θούν τον Ιησού «σε κάθε του βήμα» και τον καταδιώκουν. Κά­θε φορά όμως ο Ιησούς με τους μαθητές του που στο μεταξύ έχουν φθάσει τους οκτακόσιους καταφέρνουν να ξεγλιστρή­σουν. Αρχικά μετέβησαν στην έρημο της Βηθαβαρά όπου τους ακολούθησαν χιλιάδες λαού και άρρωστοι οι οποίοι «γιατρεύ­τηκαν όλοι μέσα σε μία στιγμή» (βλ. Ματθαίο 14, 14). «Οι δο­ξολογίες και οι επευφημίες του λαού δεν έπαιρναν τέλος». Τό­τε ήταν που ο Ιησούς πέτυχε να χορτάσει «πέντε χιλιάδες άνδρες, συν τις γυναίκες και τα παιδιά» (βλ. επίσης στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 14, 21).

Όπως ήταν αναμενόμενο ο λαός ήθελε εκ νέου να τον ανα­κηρύξει βασιλιά καθώς τον θεωρούσαν σαν τον ηγέτη που θα νικούσε τους μισητούς Ρωμαίους. Ο Ιησούς όμως κατέφυγε σε ένα βουνό για να τους αποφύγει. Προηγούμενα είχε παραγγεί­λει στους μαθητές του να πάνε κωπηλατώντας μέσα στη φεγγαρόλουστη βραδιά στην άλλη όχθη της λίμνης.

Ο Πέτρος υπάκουσε μεν στην παραγγελία, όμως εν πλω οι μαθητές φοβήθηκαν λόγω της τρικυμίας και είπαν: «Οι αφροί από τα κύματα έχουν σκεπάσει την ακτή. Εάν δεν αντέξουμε ως το πρωί, είμαστε όλοι μας χαμένοι». Ο Πέτρος που συμμε­ριζόταν την ανησυχία τους έλεγε: «…ακόμη κι εγώ που άσπρι­σα πάνω στο νερό, δεν μπορώ να σας εγγυηθώ για τίποτα». Ενώ οι μαθητές έβλεπαν να έρχεται το τέλος τους, ο Ιησούς «στεκόταν σε απόσταση δέκα βημάτων από το πλοιάριο» … Τα υπόλοιπα είναι γνωστά από το Ευαγγέλιο.

Ο Ιησούς κατηύθυνε τότε το πλοίο προς τη Γεννησαρέτ όπου ήταν σίγουροι από τους διώκτες τους, τόσο εκ μέρους του να­ού όσο και του Ηρώδη, «διότι η πόλη αυτή βρισκόταν υπό την προστασία των Ρωμαίων, γεγονός που δεν αναφέρεται σε κα­νένα Ευαγγέλιο καθώς δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο». Στις επόμενες μέρες θεράπευσε δύο χιλιάδες αρρώ­στους. Στο πανδοχείο της Γεννησαρέτ βρίσκονταν Φαρισαίοι από τη γειτονική πόλη Ιεσαΐρα, Ο Ιησούς τους προκάλεσε συ­νειδητά λέγοντας στους μαθητές του να φάνε επιδεικτικά με άπλυτα χέρια το ψωμί τους. Το διαπληκτισμό που ακολούθη­σε τον περιγράφει ο Ματθαίος στο 15ο κεφάλαιο. Στο τέλος ο Ιησούς δήλωσε ότι καταργεί μια για πάντα αυτούς τους αν­θρώπινους κανόνες οπότε το πλήθος άρχισε να πανηγυρίζει, καθώς οι αγρότες δεν μπορούσαν συνήθως να τηρήσουν αυτή την εντολή όταν βρίσκονταν στα χωράφια τους. Για το λόγο αυτό οι τυπολάτρες Φαρισαίοι θεωρούσαν τον απλό λαό «αμχααρές», δηλαδή καταδικασμένους. Γι’ αυτό φώναξαν όλο πυρ και μανία στον Ιησού: «Ακούσαμε ως τώρα αρκετά, αυτός εξυ­βρίζει τον Θεό. Τώρα ξέρουμε με ποιον έχουμε να κάνουμε!» Έτσι τον συκοφάντησαν ότι είχε στρέψει όλο το λαό εναντίον του ναού και γι’ αυτό θα έπρεπε να πληρώσει.

Ο Ιησούς είχε φθάσει τότε στο αποκορύφωμα της επιτυχίας του. Σε όλη τη θάλασσα της Γαλιλαίος ο λαός αποσκιρτούσε αθρόα από το ναό. Οι ιερείς τόσο στην επαρχία όσο και στην Ιερουσαλήμ παρακολουθούσαν αυτή την εξέλιξη με ανησυχία και οργή, καθώς μάλιστα τα έσοδα τους μειώνονταν σημαντι­κά. Ποιος κλήρος και ποια ιεραρχία δεν στρέφονται σε μια τέ­τοια περίπτωση όλο μίσος ενάντια στον «ταραξία» που τους βγάζει βίαια από την αυταρέσκεια τους;

Στη συνέχεια ο Ματθαίος αναφέρει ότι «ο Ιησούς έφυγε από εκεί (τη Γεννησαρέτ) και πήγε στη χώρα της Τύρου καν της Σιδώνος». Στη νέα αποκάλυψη αναφέρεται όμως ότι σε από­σταση τριών ωρών από την Τύρο ο Ιησούς άλλαξε γνώμη και στράφηκε πάλι προς την κατεύθυνση της λίμνης της Γαλιλαίας. Βόρεια της Ιεσαΐρας ανέβηκε με είκοσι από τους μα­θητές του σε ένα βουνό με την πρόθεση να μείνουν εκεί τρεις μέρες. Αν και θεωρούσαν ότι είχαν περάσει απαρατήρητοι «αμέσως μετά ανέβηκαν στο βουνό χιλιάδες λαού μεταξύ των οποίων ήταν και πεντακόσιοι άρρωστοι τους οποίους ο Ιησούς θεράπευσε με μία του λέξη…. Επί τρεις ημέρες δίδασκε με τους μαθητές του το λαό. Την τρίτη ημέρα πάλι με ένα θαύμα τράφηκαν τέσσερις χιλιάδες άνδρες και άλλα τόσα γυναικό­παιδα».

Την επομένη ο Ιησούς έστειλε μερικούς μαθητές στην Και­σαρεία του Φιλίππου ως εμπροσθοφυλακή για να μάθουν εάν οι άνθρωποι εκεί είχαν ακούσει για το πρόσωπο του και τι γνώμη είχαν γι’ αυτόν, καθώς δεν είχε πάει ακόμη σε εκείνη την περιοχή. Αποδείχτηκε ότι όλοι είχαν ήδη ακούσει για αυ­τόν, όμως τα νέα είχαν πάρει φανταστικές και εξωφρενικές διαστάσεις. Παραδείγματος χάριν διηγούνταν ότι ο Ιησούς «μπορούσε να γίνει μεγάλος σαν γίγαντας και μετά να μικρύ­νει ίσα με το μέγεθος ενός δακτύλου». Οι μαθητές απαγόρε­ψαν στο λαό να επαναλαμβάνει τέτοιες ανοησίες. «Από τότε άλλωστε προέκυψε κι ένας ορμαθός από πενήντα περίπου ευαγγέλια, τα οποία καλώς έκαψαν ως απόκρυφα κατά την πρώτη μεγάλη συγκέντρωση των εκκλησιών της ανατολής».

Πριν επιστρέψει ο Ιησούς στην Άνω Γαλιλαία, πήγε για άλ­λη μια φορά ακτοπλοϊκά στην Ιεσαΐρα όπου ήρθαν πάλι αμέ­τρητοι άρρωστοι να τον βρουν. Αυτή τη φορά ωστόσο αρνή­θηκε να τους θεραπεύσει λέγοντας στο πλήθος: «Δεν ήρθα για να θεραπεύσω τους αρρώστους σας, μα αντίθετα για να σας ανακοινώσω ότι έχει έρθει κοντά σας η βασιλεία του Θεού, όπως το είχα ξανακάνει πριν από λίγο καιρό. Αλλά τότε δεν δώσατε πολλή προσοχή, επειδή σας ήμουν γνωστός από τη Ναζαρέτ και τώρα το πιστεύετε ακόμη λιγότερο. Γι’ αυτό κι Εγώ δεν θα μείνω κοντά σας ούτε θα θεραπεύσω τους αρρώ­στους σας. Πηγαίνετε στους δικούς σας τους γιατρούς».

Στην Ιεσαΐρα ο Ιησούς δήλωσε για πρώτη φορά ανοικτά στο λαό ότι είναι ο υπεσχημένος Μεσσίας και πρόσθεσε: «Μακά­ριος όποιος από σας το πιστέψει».

Στη συνέχεια πήγαν να ξεκουραστούν μερικές ημέρες στο σπίτι του Πέτρου και μετά επισκέφτηκαν «πολλά μέρη, χωριά και συνοικισμούς» στη Γαλιλαία. «Εγώ κι οι μαθητές κηρύσ­σαμε το Ευαγγέλιο και συναντήσαμε πολλές φορές καλή υπο­δοχή αλλά και πολλή αντίδραση, γιατί σε αυτά τα ταξίδια έκα­να πολύ λίγα θαύματα, καθώς δεν υπήρχε παρά λίγη πίστη σε αυτά. Γενικά εκείνη την εποχή η βόρεια Γαλιλαία ήταν γεμάτη με Έλληνες και Ρωμαίους, συνεχώς δε περνούσαν από εκεί επαγγελματίες μάγοι και ως εκ τούτου τα θαύματα δεν τους εντυπωσίαζαν ούτε τα είχαν σε μεγάλη εκτίμηση».

Καθώς το φθινόπωρο πλησίαζε στο τέλος του ο Ιησούς ανα­κοίνωσε στους μαθητές του ότι θα περνούσε το χειμώνα στην Κις, κοντά στην Κανά.

Μια μέρα στο σπίτι του Πέτρου είχαν μαζευτεί πολλά παι­διά από τη γειτονιά. Ο Ιησούς φώναξε ένα από αυτά κοντά του και είπε στους μαθητές του: «Αλήθεια σας λέω, εάν δεν εγκα­ταλείψετε τις μεγαλομανείς εγκόσμιες σκέψεις σας (σ.σ. γιατί υπολόγιζαν να γίνουν υπουργοί στο κοσμικό βασίλειο του) κι αν δεν γίνετε ταπεινοί σαν αυτά τα παιδιά, δεν πρόκειται ού­τε σεις να έρθετε στην ουράνια βασιλεία, παρ’ όλο που είσα­στε μαθητές Μου. Όποιος βάζει τον εαυτό του τελευταίο όπως τούτο το παιδί και δεν νιώθει ίχνος αλαζονείας μέσα του, αυ­τός είναι ο ανώτερος στους ουρανούς διότι το μόνο που κα­θορίζει εκεί το βαθμό της μακαριότητας είναι η αληθινή τα­πεινοφροσύνη μιας αγνής καρδιάς». (Κατά Ματθαίον Ευαγ­γέλιο 18, 4)

Στη συνέχεια περιόδευσε στα πολύ εύφορα τότε υψίπεδα του Γκολάν στα οποία επέστρεψε άλλη μια φορά αργότερα. Κα­τόπιν πήγε στην Ιερουσαλήμ, όπου από δώδεκα χρόνων ήδη γνώριζε την οικογένεια του Λάζαρου. Εκεί στη διάρκεια μιας αντιπαράθεσης με Φαρισαίους ο Ιησούς παραδέχτηκε ανοικτά ότι είναι ο Μεσσίας. Οι Ιουδαίοι, οι οποίοι είχαν ήδη εξοργι­σθεί προηγουμένως εξαιτίας της θεραπείας ενός παράλυτου στην κολυμπήθρα της Βηθεσδά την ημέρα του Σαββάτου, εί­παν: «Ορίστε, τώρα μας το λες και ανοικτά ότι ο Ύψιστος εί­ναι ο Πατέρας Σου!»

Πριν την επιστροφή στη Γαλιλαία ο Ιησούς γνωστοποιεί στους μαθητές του τα σχέδια του για το χειμώνα και την επό­μενη άνοιξη. «Από εδώ και στο εξής εκτός από τη θεραπεία αρρώστων δεν πρόκειται όλο το χειμώνα να κάνω θαύματα ού­τε θα δώσω καμία διδασκαλία». Ως τα μισά του χειμώνα κα­ταλύει εναλλάξ σε ένα πανδοχείο και στο φίλο του το Λάζα­ρο. «Κατόπιν θα επισκεφθούμε τον Κισιωνό (σ.σ. στην Κις, στη βόρεια ακτή της λίμνης της Γαλιλαίας) και πριν τη γιορ­τή του Πάσχα θα επιστρέψουμε στην Ιερουσαλήμ. Ύστερα θα περιοδεύσουμε πάλι τη Γαλιλαία, όπου θα αρχίσω να διδάσκω εκ νέου και να κάνω σημεία, οπότε θα συνοδευόμαστε από με­γάλο πλήθος και πολλούς νέους μαθητές».

Στην Ιερουσαλήμ ο Ιησούς είχε κοντά του εβδομήντα μαθη­τές οι οποίοι όμως δεν τον ακολουθούσαν μόνιμα όπως οι δώ­δεκα απόστολοι. «Οι μαθητές έχουν ακούσει και δει τόσα όσα χρειάζονται για να ξέρουν επακριβώς τι πρέπει να κάνουν για να κατακτήσουν την αιώνια ζωή και δεν χρειάζονται να μά­θουν περισσότερα. Άλλωστε λόγω των οικογενειακών τους υ­ποχρεώσεων δεν ήθελαν να Με ακολουθούν παντού και πά­ντα. Γι’ αυτό προς το παρόν τους έστειλα στα σπίτια τους, θα γυρίσουν όμως πάλι για να Με ακολουθήσουν σε όλους τους δρόμους στο μέλλον». Οι μαθητές του Ιησού όπως και οι από­στολοι του ήταν ως επί το πλείστον Γαλιλαίοι.

Όταν ο Ιησούς εγκατέλειψε την Ιουδαία πλήθος λαού τον α­κολούθησε μέχρι τη Γαλιλαία (Ιωάννης 6,2). Όταν έφτασε στη λίμνη επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο με προορισμό την Κις. Κα­θώς το πλοίο έπλεε κοντά στην Τιβεριάδα, ο πληθυσμός της πόλης τον αναγνώρισε από μακριά και ήθελε να τον ακολου­θήσει για να θεραπεύσει τους αρρώστους. Εντούτοις ο Ιησούς δεν πήγε ποτέ στην Τιβεριάδα διότι «οι άνθρωποι αυτής της πόλης δεν έχουν τίποτα καλό στο νου τους και ακόμη λιγότε­ρη πίστη, δεδομένου ότι είναι έμποροι και το μόνο που έχουν κατά νου είναι χρήματα και κέρδη».

Ο Ιησούς εγκατέλειψε το πλοίο σε ένα ακατοίκητο σημείο και ανέβηκε σε ένα βουνό. Το πλήθος που τον είχε ακολουθή­σει από την Ιουδαία μεγάλωνε καθημερινά με αφίξεις ανθρώ­πων της περιοχής. Καθώς παρέμειναν εκεί πέντε συνεχείς ημέ­ρες τα τρόφιμα τους τελείωσαν κάποια στιγμή. Έτσι για τρίτη φορά πολλαπλασίασε το ψωμί ώστε ήταν αρκετό για «σχεδόν πέντε χιλιάδες άνδρες, εκτός τις γυναίκες και τα παιδιά» (Ιω­άννης 6, 10)

Τότε είπαν πάλι οι Ιουδαίοι μεταξύ τους: «Αφού είναι πιο δυνατός από κάθε άλλη δύναμη στον κόσμο και σοφότερος από το Σολομώντα, είναι καιρός να τον κάνουμε βασιλιά με τη βία». Στο μεταξύ ακόμη και ο Ιούδας είχε καταλάβει ότι «εμφανώς ο Κύριος δεν χρειάζεται καθόλου χρήματα για να .ζήσει».

Το πλήθος που τον αναζητούσε τον βρήκε τελικά σε ένα σχο­λείο στην Καπερναούμ. Ο Ιησούς ήξερε ότι ο κύριος λόγος που πήγαιναν στις συγκεντρώσεις του ήταν επειδή ήθελαν να γίνουν καλά οι ασθενείς τους. Και όπως έγραψε ο Ευαγγελι­στής Ιωάννης μετά το τρίτο θαύμα με τον πολλαπλασιασμό των άρτων ο Ιησούς τους είπε: «Με ψάχνετε … μόνο και μό­νο επειδή χορτάσατε με το ψωμί που σας έδωσα να φάτε».

Όμως στην Καπερναούμ τους το είπε ακόμη πιο απροκάλυ­πτα και ταυτόχρονα παρατήρησε στον Ιωάννη ότι δεν έχει κα­νένα νόημα να διδάσκει έναν τόσο ανώριμο λαό. Γι’ αυτό εί­πε στις χιλιάδες κόσμου που τον περιτριγύριζαν: «Αυτό που σκεφτήκατε κατά βάθος ήταν ότι αυτός έχει αρκετή δύναμη να επιβληθεί στους εχθρούς μας που για χάρη τους πρέπει να εργαζόμαστε σκληρά, επιπλέον μπορεί συνεχώς να μας εφο­διάζει με ψωμί κι επομένως δεν χρειάζεται να κοπιάζουμε πια». Και στο τέλος ψιθύρισε στον Ιωάννη: «Είδες πώς επαληθεύ­τηκαν αυτά που σου έλεγα χθες κρυφά στο βουνό (όπου έγινε ο πολλαπλασιασμός των άρτων); Οι άνθρωποι αυτοί είναι ακό­μη στο επίπεδο των ζώων και γι’ αυτό μιλώ κεκαλυμμένα, ώστε μην Με καταλαβαίνουν και έτσι να απομακρυνθούν από κοντά Μου διότι δεν έχει φθάσει ακόμη ο καιρός τους… Εί­ναι δύσκολο να διδάσκει κανείς τους κουφούς και να γράφει για τους τυφλούς!»

Όταν ο Ιησούς είπε στο πλήθος ότι είναι ο Μεσσίας και «ο άρτος της ζωής που κατέβηκε από τον ουρανό» (Ιωάννης 6, 41) ο κόσμος άρχισε να μουρμουρίζει και παρά τα θαύματα του δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι ο γιος ενός μαραγκού ήταν ο αναμενόμενος σωτήρας. Γι’ αυτό έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο ξυλουργός, ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ του μάστορα; Αφού ξέρουμε καλά τον πατέρα και τη μητέρα του, πώς μπορεί λοι­πόν αυτός εδώ να ισχυρίζεται ότι έχει έρθει από τον ουρανό;» Τότε ο Ιησούς τους έδωσε την απάντηση: «Όποιος θα φάει από αυτό το ψωμί θα ζήσει αιώνια. Γιατί το ψωμί που θα σας δώσω είναι η σάρκα Μου, την οποία θα προσφέρω για να ζή­σει ο κόσμος» (Ιωάννης 6, 52).

Στον Γιάκομπ Λόρμπερ ειπώθηκε επεξηγηματικά γι’ αυτό το δυσνόητο σημείο: «Με αυτό εννοείται το εξωτερικό υλικό περίβλημα του Λόγου Μου, μέσα στο οποίο βρίσκεται ο ζω­ντανός πνευματικός Λόγος όπως το ζωντανό φύτρο περιβάλ­λεται από το νεκρό φλοιό του».

Οι Ιουδαίοι αναρωτήθηκαν τότε: «Πώς μπορεί να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του; (Ιωάννης 6, 52). Και ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Μπορείτε να αμφιβάλετε και να μουρμουρίζε­τε όσο θέλετε, αλλά είναι όπως σας το είπα, και σας λέω ακό­μη επιπλέον: Εάν δεν φάτε τη σάρκα του Γιου του Ανθρώ­που και εάν δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε καθόλου ζωή μέ­σα σας» (κατά Ιωάννη 6, 53).

Άλλη μία συμπληρωματική επεξήγηση δόθηκε στον Γιάκο­μπ Λόρμπερ τόσο για τον ίδιο όσο και για τους μελλοντικούς αναγνώστες του: «Έχει ήδη αποκαλυφθεί το τι σημαίνει η σάρ­κα. Το αίμα είναι το καθαυτό φυσικό ζωτικό ρευστό το οποίο δίνει τη ζωή στο σώμα, το διατηρεί, το τρέφει και του δίνει την ικανότητα της αναπαραγωγής. Με άλλα λόγια είναι συμβολι­κά το καθαυτό εσωτερικό πνεύμα της ζωής μέσα στα εξωτε­ρικά γράμματα των λέξεων».

«…Αυτά τα λόγια του Ιησού δεν τα κατάλαβε ο κόσμος αλ­λά ούτε οι πολυάριθμοι μαθητές του, μάλιστα ούτε καν οι δώ­δεκα επιλεγμένοι απόστολοι, οι οποίοι περίμεναν να τους δο­θεί μία εξήγηση. Αναμεταξύ τους μουρμούριζαν και έλεγαν: Τι μυστήριος που είναι! Εάν είχε δώσει σήμερα μία ευκρινή και λογική διδασκαλία θα είχε κερδίσει χιλιάδες σταθερούς οπαδούς. Έτσι όμως όπως τα κατάφερε σήμερα έβλαψε τον ίδιο του τον εαυτό και μακροπρόθεσμα. Γιατί ποιος πρόκειται στο εφεξής να τον ακούσει και να τον αντέξει;»

Αλλά ο Ιησούς τους εξήγησε  ότι εκείνοι οι άνθρωποι δεν εί­χαν ακόμη την απαραίτητη ωριμότητα για να συλλάβουν εσω­τερικά τη βασιλεία του Θεού και πρόσθεσε:

«Τα λόγια που σας είπα είναι πνεύμα και ζωή και δεν είναι γήινη σάρκα και αίμα… Το ψωμί και η σάρκα είναι ένα και το αυτό, όπως επίσης το κρασί με το αίμα. Όποιος λοιπόν τρώει τον ουράνιο άρτο με το Λόγο Μου και πίνει τον οίνο της ζωής αφού πράττει σύμφωνα με αυτόν, οι πράξεις του δηλαδή κινού­νται από αληθινή, ανιδιοτελή αγάπη προς τον Θεό και τον πλη­σίον, αυτός τρώει επίσης τη σάρκα Μου και πίνει το αίμα Μου. Γιατί όπως το φυσικό ψωμί που τρώει ο άνθρωπος μέσα του με­τατρέπεται σε σάρκα ενώ το κρασί γίνεται αίμα, έτσι και ο άρ­τος του Λόγου Μου γίνεται σάρκα ενώ ο οίνος της έμπρακτης αγάπης μεταμορφώνεται σε αίμα μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Όταν λοιπόν λέω: «Όποιος τρώει τη σάρκα Μου» ήδη με αυτό εννοείται ότι έχει αφομοιώσει το Λόγο Μου όχι μόνο μέσα στη μνήμη του και με την εγκεφαλική του νόηση αλλά ταυτόχρονα και μέσα στην καρδιά του, η οποία – όπως έχουμε πει – είναι το “στομάχι” της ψυχής. Και το ίδιο ισχύει επίσης για το κρασί της έμπρακτης αγάπης, το οποίο με αυτόν τον τρόπο δεν είναι πια απλά κρασί αλλά είναι ήδη το αίμα της ζωής. Διότι η μνήμη και η νόηση του ανθρώπου παίζουν για την καρδιά περίπου τον ίδιο ρόλο που παίζει το στόμα για το φυσικό στομάχι.

Όσο το φυσικό ψωμί δουλεύεται με τα δόντια μέσα στο στό­μα δεν έχει γίνει ακόμη σάρκα, είναι σκέτο ψωμί. Όταν όμως το μασήσει κανείς και το καταπιεί και μέσα στο στομάχι αναμειχθεί με τα γαστρικά υγρά, τότε ως προς τις πιο λεπτοφυείς θρεπτικές του ουσίες έχει γίνει ήδη σάρκα, επειδή είναι παρό­μοιες με αυτήν. Το ίδιο συμβαίνει με το κρασί ή με το νερό ακόμη, το οποίο σίγουρα εμπεριέχει την ουσία για το κρασί, αφού το κλήμα θα ξεραινόταν χωρίς το νερό με το οποίο τρέ­φονται όλα τα φυτά και τα ζώα. Όσο κρατάς το κρασί μέσα στο στόμα, δεν αφομοιώνεται από το αίμα, γι’ αυτό πρέπει να κατέβει πρώτα στο στομάχι. Ομοίως όποιος ακούει το Λόγο Μου και τον κρατάει στη μνήμη του, κρατάει το ψωμί στο στό­μα της ψυχής του. Όταν αρχίσει να τον σκέφτεται σοβαρά μέ­σα στο μυαλό του, τότε μασά το ψωμί με τα δόντια της ψυχής, γιατί η νόηση του εγκεφάλου αποτελεί για την ψυχή αυτό που είναι τα δόντια για το σωματικό άνθρωπο. Όταν το ψωμί Μου ή τη διδασκαλία Μου τη μασήσει ο νους, την καταλάβει και  τη δεχτεί ως αλήθεια, τότε από αγάπη προς την αλήθεια πρέ­πει να γίνει δεκτή και στην καρδιά και με σταθερή βούληση να εφαρμοστεί στην πράξη. Άμα γίνει αυτό, τότε ο Λόγος με­τατρέπεται σε σάρκα της ψυχής και με τη συνεπή εφαρμογή μετατρέπεται σε αίμα της ψυχής, δηλαδή σε πνεύμα Μου μέ­σα της, που χωρίς αυτό θα ήταν η ψυχή νεκρή όπως το σώμα που δεν έχει αίμα.

… Να αγαπάτε και με βάση αυτή την αγάπη να ενεργείτε από κοινού μαζί Μου. Δεν αρκεί να έχετε την καλή πρόθεση να αγαπάτε, πρέπει να αγαπάτε και στην πράξη. Με άλλα λόγια η αγάπη Μου για σας και συνακόλουθα η δική σας η αγάπη για Μένα να σας κάνουν να τη δείχνετε με έργα… Αυτή λοι­πόν είναι η αληθινή θεία κοινωνία. Αυτό είναι το αληθινό σώ­μα της αιώνιας Αγάπης που θυσιάστηκε για χάρη σας και το αληθινό αίμα που χύθηκε για σας. Αφομοιώστε αυτό το σώμα και το αίμα, φάτε και πιείτε από αυτά, ώστε να δυναμώσει η σάρκα σας και να αναστηθεί στην αληθινή, την αιώνια ζωή!»

Κατά τη διάρκεια του μυστικού δείπνου, το βράδυ πριν το θάνατο του, ο Ιησούς είπε στους αποστόλους του σύμφωνα με τη νέα αποκάλυψη μεταξύ άλλων: «Πάρτε ο καθένας την μπου­κιά που σας ετοιμάζω. Είναι η σάρκα Μου, ο Λόγος Μου που έγινε σάρκα, που πρέπει να ζωντανέψει μέσα σας. Πιέστε όλοι σας από αυτό το ποτήρι! Είναι το αίμα Μου που θα χυθεί για σας για να συγχωρεθούν οι ανομίες σας.

Όποιος δεν φάει τη σάρκα Μου και δεν πιει το αίμα Μου δεν πρόκειται να γίνει ποτέ μακάριος. Τώρα που ξέρετε τι εννοώ με αυτό δεν θα απορείτε πλέον με τέτοια λόγια. Να τρώτε, να πίνετε και όποτε κάνετε αυτά που σας λέω, να τα κάνετε στη μνήμη Μου».

(Ακολουθώντας αυτή την τελευταία προτροπή τα μέλη της πρώτης χριστιανικής κοινότητας στην Ιερουσαλήμ συγκεντρώ­νονταν για να συμφάγουν. Σύμφωνα με τις Πράξεις των Απο­στόλων 2, 46 οι πρώτοι χριστιανοί μοίραζαν το ψωμί μεταξύ τους και έτρωγαν από κοινού αδερφικά, τη δε επιτραπέζια προ­σευχή την ονόμαζαν ευχαριστία).

Πίσω στην Καπερναούμ ο Ιησούς δήλωσε στους μαθητές του ότι πολλοί ανάμεσα τους δεν είχαν καθόλου ή πολύ λίγη πίστη στον ίδιο και ότι μάλιστα ένας από αυτούς θα τον πρό­διδε. Σαν αντίδραση τότε πολλοί μαθητές του τον εγκατέλειπαν λέγοντας: «Τα σκληρά και τα απίστευτα σημεία της διδα­σκαλίας Σου δεν τα καταλαβαίνουμε και γι’ αυτό και δεν μπο­ρούμε να τα πιστέψουμε».

Στη συνέχεια ο Ιησούς με είκοσι μαθητές πήγε στα βόρεια σύνορα της Γαλιλαίας, μια περιοχή που δεν είχε ξαναεπισκεφθεί. Από εκεί κατευθύνθηκαν προς τη Μικρά Ασία όπου επι­σκέφτηκαν τις πόλεις της Καππαδοκίας και ακόμη βορειότε­ρα τη Μήλιτο. «Από εκεί πήγαμε στη μεγάλη πόλη της Αντιό­χειας, όπου μείναμε έναν ολόκληρο μήνα… Αυτό το πολύ παραγωγικό ταξίδι διήρκησε όλο το καλοκαίρι».

Επιστρέφοντας στη Γαλιλαία έκαναν μία ανάπαυλα σε ένα πανδοχείο κοντά στην Καπερναούμ. Μετά από λίγο τους μαθητές «συνηθισμένους από παλιότερα, τους κατέλαβε εκ νέου η διάθεση για ταξίδια», και επιπλέον, όπως είπε ο Ιησούς, «για γιορτές και πανηγύρια». έτσι του πρότειναν να μεταβεί μαζί τους στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή της συγκομιδής. «Αλλά ο ουσιαστικός λόγος που το είπαν αυτό ήταν επειδή η πίστη τους σε Μένα είχε εξασθενήσει πολύ. Προβάλλει βέβαια το ερώτημα πώς ήταν καν δυνατό κάτι τέτοιο εν όψει των πολ­λών σημείων και διδαχών που τους είχα δώσει. Κι όμως μπο­ρεί να συμβεί πανεύκολα με τον καθένα. Αρκεί να τον πιάσει λίγο η έπαρση και πάρουν λίγο τα μυαλά του αέρα για τις ικα­νότητες του και αμέσως η ψυχή του πέφτει σε ένα σκοτάδι που το γεμίζουν οι αμφιβολίες. Το μόνο δε που μπορεί να τον βο­ηθήσει να βγει από αυτή την κατάσταση είναι να υποστεί μια κάποια μικρή ταπείνωση».

Έτσι άφησε τους μαθητές να φύγουν μόνοι τους, αλλά τους ακολούθησε στα κρυφά. Στην Ιερουσαλήμ πέρασε «μέσα από την οχλαγωγία του πανηγυριού και διασχίζοντας το εκστασια­σμένο και ξέφρενο πλήθος έφθασε στο ναό χωρίς να τον ανα­γνωρίσει ή να τον προσέξει κανείς». Όταν έφθασε εκεί πήρε κατευθείαν το λόγο αλλά οι Φαρισαίοι άρχισαν αμέσως να φω­νάζουν: «Κοιτάξτε πως παραπλανά το λαό μας! Και έστειλαν τους δούλους τους για να Με συλλάβουν και να Μκ δέσουν με σκοινιά… Αυτοί Με περικύκλωσαν αμέσως, όμως καθώς ετοι­μάζονταν να Με πιάσουν, Εγώ εξαφανίστηκα από μέσα από το Ναό τελείως αιφνιδιαστικά. Πώς εξαφανίστηκε έτσι ξαφνι­κά, αυτό είναι σίγουρα θαύμα, έλεγαν τότε οι Φαρισαίοι εμ­βρόντητοι.» Πριν εξαφανισθεί ως δια μαγείας ο Ιησούς, τους φώναξε: «Κανένας δεν μπορεί να Με πιάσει προτού έρθει ο καιρός Μου!» Και το ίδιο είχε πει στους μαθητές του πριν την αναχώρηση τους.

Ύστερα από αυτή την αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του ο Ιησούς πήγε με τους μαθητές του στο σπίτι του Λαζάρου όπου διανυκτέρευσαν. Κατά την παραμονή του σε αυτό το ήσυ­χο, απομονωμένο σπίτι έκανε ορισμένες πολύ σημαντικές προ­φητείες σχετικά με τις πρωτοφανείς καταστροφές και τον α­ποδεκατισμό της ανθρωπότητας που θα συμβούν στην εποχή μας. Από τις νέες αποκαλύψεις είναι σαφές ότι βρισκόμαστε στην έσχατη εποχή. Οι πρώτες καταστροφές έχουν άλλωστε ήδη αρχίσει εμφανώς.

Ο Ιησούς γνώριζε ότι ακόμη και οι πιο πειστικές αποδείξεις δεν μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να πιστέψουν είτε επειδή δεν θέλουν να πιστέψουν ή επειδή είναι προσκολλημέ­νοι σε κάποιο ιδεολογικό σύστημα από το οποίο δεν μπορούν να απαγκιστρωθούν συνεπεία μιας μακροχρόνιας λανθασμέ­νης εκπαίδευσης. Από τις πολυάριθμες αποτυχημένες απόπει­ρες εναντίον του και τις προειδοποιήσεις που λάμβανε από φι­λικά προσκείμενες πλευρές -κυρίως από το Νικόδημο ο οποίος ήταν πάντοτε άριστα ενημερωμένος- ήξερε ότι ποτέ δεν θα τον αναγνώριζε ο ιουδαϊκός κλήρος. Γι’ αυτό παρατήρησε μία φορά σε στενό κύκλο: «Μεγαλύτερη ελπίδα έχω να προσηλυ­τίσω τα ψάρια στη θάλασσα από ό,τι τους ραβίνους μας». Επι­πλέον έλεγε για ορισμένα στρώματα του λαού ότι «δεν θέλουν να εγκαταλείψουν την εγκόσμια νοοτροπία και ιδεολογία τους ούτε να περιορίσουν την καλοπέραση τους».

Φεύγοντας από το σπίτι του Λαζάρου καθ’οδόν προς την Ιε­ριχώ ένας πλούσιος άνδρας τον ρώτησε τι έπρεπε να κάνει για να γίνει μακάριος. Στο σημείο αυτό η νέα αποκάλυψη συμπληρώνει το Ευαγγέλιο μόνο κατά μία λέξη, η οποία όμως αλλά­ζει σημαντικά το νόημα. Ενώ στο Ευαγγέλιο λέγεται: «πόσο δύσκολο είναι να έρθει ένας πλούσιος στο ουράνιο βασίλειο», στην πραγματικότητα ο Ιησούς είπε «ένας τέτοιος πλούσιος» και περιέγραψε την άπληστη και σκληρόκαρδη προσωπικότη­τα του ερωτητή του. Επιπλέον εξήγησε στους μαθητές του ποιες καταστάσεις θα έχει να αντιμετωπίσει στην άλλη ζωή ένας τέτοιος άνθρωπος που παραβιάζει συστηματικά την εντο­λή της αγάπης για το συνάνθρωπο: «Το μόνο που παίρνει μα­ζί της στον άλλο κόσμο η κάθε ψυχή εγκαταλείποντας το σώ­μα της είναι η αγάπη της, και τα έργα που προέκυψαν από τη θέληση της. Όταν η αγάπη της ψυχής έχει προσκολληθεί τό­σο έντονα στα πράγματα αυτού του κόσμου, ώστε να έχει γί­νει ένα μαζί τους, τότε είναι και αυτή «νεκρή», κι αυτό είναι η κόλαση ή ο αιώνιος θάνατος. Γι’ αυτό πάνω από όλα προ­σέξτε να μην αιχμαλωτίσει την ψυχή σας η αγάπη για τον κό­σμο με τα πλούτη και τα θέλγητρα του. Γιατί έτσι και αιχμα­λωτισθεί κάποιος από τον κόσμο, πολύ δύσκολα θα μπορέσει να ξεφύγει από την εξουσία του».

Το φθινόπωρο της τελευταίας χρονιάς που δίδασκε περιπλα­νώμενος, ο Ιησούς επισκέφτηκε διάφορα μέρη στη λίμνη της Γαλιλαίας και κυρίως τη λεγόμενη Δεκάπολη με κέντρο βά­ρους τις πόλεις Πέλλα, Γκολάν, Αφέκ και Αμπίλα. Μετά την επιστροφή στη Βηθσαϊδά ο Ιησούς έστειλε τους μαθητές να διδάξουν σε όλη την περιοχή «από την πηγή σχεδόν του Ιορ­δάνη μέχρι την εκβολή του στη Νεκρά Θάλασσα με την εξής σύσταση: «Ο μόνος Κύριος είμαι Εγώ! Όλοι οι άλλοι είσαστε εξίσου αδέλφια και κανένας από σας δεν επιτρέπεται να είναι κάτι περισσότερο ή λιγότερο. Γιατί ακόμη και η πιο μικρή πρω­τοκαθεδρία ξυπνάει μέσα στον πρωτοκάθεδρο τη σατανική αρχομανία, ώστε έτσι σύντομα καταστρέφεται η αγνή αγάπη κα­θώς και η ολοζώντανη αλήθεια που πηγάζει από αυτήν όπως αποδεικνύεται τώρα όλο και πιο καθαρά στο ναό της Ιερου­σαλήμ. Όποιος λοιπόν από σας θέλει να είναι ο πρώτος στους μαθητές Μου, ας είναι τότε ο τελευταίος και ο πιο ασήμαντος μεταξύ σας, δούλος και υπηρέτης όλων διότι αυτή η τάξη υφίσταται ανάμεσα στους αγγέλους, στους Ουρανούς Μου.

Σας βεβαιώνω ότι όσοι θα θελήσουν να έχουν τα πρωτεία με μια άλλη έννοια, στον άλλο κόσμο θα έχουν να αντιμετω­πίσουν μεγάλες δυσκολίες. Γιατί η πιο δύσκολη άσκηση στη ζωή για έναν άνθρωπο επηρμένο – πράγμα που είναι κάθε πρωτοκάθεδρος σε τελευταία ανάλυση – είναι η ταπείνωση του». Τα ίδια λόγια περιλαμβάνονται εν συντομία και στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου 20, 25-28, του Μάρκου 10, 42 και του Λουκά 22, 24-26, Με το πέρασμα των αιώνων όμως, με­ταξύ της εντολής του Χριστού και της πραγματικότητας προ­έκυψε ένα βαθύ και αγεφύρωτο χάσμα, όπως είναι γνωστό. Εκτός από αυτό, ο Ιησούς είπε επιπλέον στους μαθητές του: «Ποτέ να μην επιδιώκετε να αποκομίσετε οποιοδήποτε υλι­κό όφελος χρησιμοποιώντας το Όνομα και το Λόγο Μου ού­τε να επιδιώκετε οποιαδήποτε εξουσία στον κόσμο… Στο ε­ξής δεν θα πρέπει να χτίζετε κανένα ναό ή βωμό προς τιμήν Μου διότι ποτέ δεν θα κατοικήσω σε ένα ναό κατασκευασμένο από ανθρώπινα χέρια ούτε θα δεχθώ να Με τιμούν σε ένα τέτοιο βωμό. Όποιος Με αγαπάει και ακολουθεί την εύκολη εντολή Μου, αυτός είναι ένας ζωντανός ναός για Μένα, ενώ η γεμάτη αγάπη και υπομονή καρδιά του είναι ο αληθινός, ζω­ντανός βωμός θυσίας προς τιμήν Μου που είναι ο μόνος που Με ευχαριστεί».

Καθώς η δημόσια διδασκαλική δραστηριότητα του Ιησού πλησίαζε στο τέλος της έκανε απολογισμό των επιτυχιών και αποτυχιών του. Εν πρώτοις είχε απευθυνθεί στον ιουδαϊκό λαό αλλά παράλληλα είχε δώσει την οδηγία το Ευαγγέλιο της θέωσης του ανθρώπου να διαδοθεί και στους μη Ιουδαίους. Ακατανοησία απέναντι στη διδασκαλία του είχε να αντιμετω­πίσει από πολλές πλευρές. πρώτα-πρώτα από τους συντοπίτες του τους Ναζαρηνούς, εξ ου και το γνωστό «ουδείς προφήτης στον τόπο του», αλλά ακόμη και από τους τρεις αδελφούς του που είχαν μείνει στη Ναζαρέτ, δυο λόγοι για τους οποί­ους έπαψε τελικά να την επισκέπτεται. Μα και οι ίδιοι οι μα­θητές του δεν τον καταλάβαιναν ακόμη μετά από δυόμισι χρό­νια διδασκαλίας. Ο Πέτρος του είχε προσάψει ότι η ομιλία του «περιείχε ακόμη κάτι το σκληρό και αινιγματικό, παρ’ όλες τις διευκρινίσεις» που τους είχε ήδη δώσει. Στην απάντηση του ο Ιησούς είπε ότι ήταν ακόμη αναγκασμένος «να τους τρέφει με γάλα διότι δεν ήταν ακόμη σε θέση να δεχθούν και να αφο­μοιώσουν καμία σκληρή και δύσπεπτη τροφή».

Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι ο Πέτρος, αν και απλός ψα­ράς, κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να καταλάβει τη διδασκα­λία. Άλλωστε το γεγονός ότι την επεξεργαζόταν μέσα στο μυα­λό του αποδεικνύει μία ερώτηση που έθεσε στο Δάσκαλο σχε­τικά με τη μοίρα εκείνων των ψυχών στον άλλο κόσμο οι οποίες δεν είχαν ακούσει μέχρι τότε τη διδασκαλία του ούτε προφανώς επρόκειτο να την ακούσουν. Η απάντηση που πή­ρε ήταν η ακόλουθη: «Πώς θα μπορούσα να κατακρίνω ή να καταδικάσω τους ανίδεους και τους αθώους; .. Στο σπίτι του Πατέρα Μου υπάρχουν πολλά διαμερίσματα αλλά και πολλά αναμορφωτήρια…» Από αυτή τη διαβεβαίωση του Ιησού γί­νεται εμφανές πόσο εσφαλμένη είναι η διδασκαλία ότι η αιώ­νια μοίρα του κάθε ανθρώπου κρίνεται τελεσίδικα στη διάρ­κεια αυτής της σύντομης επίγειας ζωής.

Όπως είχε επανειλημμένα ήδη κάνει, για άλλη μία φορά επι­σήμανε στους αποστόλους του ότι το επόμενο Πάσχα θα εκ­πληρώνονταν όσα είχαν προείπει οι προφήτες για αυτόν. Αργά το φθινόπωρο ταξίδεψε για πολλοστή φορά στην Ιερουσαλήμ. Στη σύντομη παραμονή του εκεί έγινε η ανάσταση του Λαζάρου, «το αποκορύφωμα του διδακτικού Μου έργου». Η πράξη αυτή απετέλεσε μεγάλη πρόκληση για τους ναΐτες γιατί έγινε πολύ κοντά στην Ιερουσαλήμ σε έναν από τους πλουσιότε­ρους και σημαντικότερους άνδρες της χώρας. Πέραν τούτου, καθώς ο Λάζαρος δεν είχε παιδιά, με το θάνατο του το ένα τρί­το της μεγάλης περιουσίας του θα κατέληγε στα ταμεία του ναού σύμφωνα με ένα ναΐτικο νόμο.

Ο Λάζαρος μετά το θαύμα παρακάλεσε τον Ιησού για άλλη μία φορά να μείνει ένα μέρος του χειμώνα μαζί του. Εκείνος ωστόσο δεν ανταποκρίθηκε σε αυτή την παράκληση αλλά αποφάσισε να αποσυρθεί σε ένα ησυχαστήριο μαζί με έντεκα από τους αποστόλους – πλην δηλαδή του Ιούδα – και οκτώ άλλους μαθητές. Οι υπόλοιποι μαθητές επέστρεψαν όπως κάθε χειμώ­να στις πατρίδες τους. Όπως αναφέρει και το Ευαγγέλιο, πή­γε σε ένα μικρό μέρος ονόματι Εφραίμ στα βουνά της Ιουδαί­ας, το οποίο το χειμώνα δεν το επισκεπτόταν σχεδόν κανείς. Εκεί οι μαθητές με την άδεια του πρεσβύτερου του χωριού επι­σκεύασαν ένα ερειπωμένο φρούριο τόσο ώστε να γίνει κατοι­κήσιμο. Σε αυτό το κατάλυμα έμειναν περίπου τρεις μήνες, σχεδόν όλο το χειμώνα.

Φεύγοντας από το Εφραίμ ο Πέτρος προειδοποίησε εκ νέου τον Κύριο για τον κίνδυνο από τους ιερείς του ναού, επειδή είχε τη διαίσθηση ότι τα πράγματα θα έπαιρναν μία δραματι­κή τροπή. «Από εκείνη την ώρα ο Πέτρος είχε κρυφά πάντα πάνω του ένα μαχαίρι έτοιμος να θυσιάσει για Μένα τη ζωή του εάν θα έρχονταν να Με πιάσουν. Μετά την επιστροφή από το Εφραίμ οι μέρες που ακολούθησαν ήταν πολύ σημαντικές, καθώς τις αφιέρωσα στο να πείσω τόσο το Λάζαρο όσο και τους μαθητές Μου για τον απώτερο στόχο που έχω θέσει για την ανθρωπότητα. Για το λόγο αυτό τους αποκάλυψα πολλά πράγματα, τα οποία δεν είναι ακόμη ώρα να τα μάθει η ανθρω­πότητα. Στο μέλλον ωστόσο θα γίνει και αυτό… Το βράδυ κα­θόμασταν στη γνωστή μεγάλη αίθουσα του πανδοχείου στο όρος των Ελαίων, το οποίο ανήκε επίσης στο Λάζαρο, επειδή συνήθως ερχόταν πολύς λαός που ήθελε να Με δει… Το πρώ­το μας βράδυ εκεί είχαμε απομονωθεί από τον κόσμο που δεν ήταν πολύς εκείνη την ημέρα και καθόμασταν στην αίθουσα των συγκεντρώσεων μας όταν ξαφνικά έφθασε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης… Με ζωντανά χρώματα περιέγραψε πόση δυστυ­χία είχε συναντήσει στο δρόμο του από την Ιεριχώ μέχρι την Ιερουσαλήμ, πώς ο φτωχός λαός καταπιεζόταν και υπέφερε κάτω από το ζυγό της σκλαβιάς. Κλείνοντας είπε: “Αχ Κύριε, το ένα δέκατο μόνο της δύναμης Σου να είχα μέσα μου, θα έβαζα αμέσως τέρμα στη βία και θα ελευθέρωνα το λαό που μέσα από τις αλυσίδες του χιλιοπαρακαλεί τον Ιεχωβά να τον σώσει. Έτσι θα τον έκανα χαρούμενο και ευτυχισμένο ώστε θα δόξαζε το όνομα του Κυρίου και Θεού του και θα αναγάλ­λιαζε από χαρά. Για πόσο ακόμη θα διστάζεις Κύριε και δεν εισακούς τις παρακλήσεις τους;”

Μετά από αυτά τα λόγια από τα οποία φαινόταν καθαρά ότι ο Ιούδας περίμενε επίσης από Μένα να είμαι ο ελευθερωτής Μεσσίας με την εγκόσμια έννοια, πράγμα που όμως είχα πολ­λές φορές τονίσει ότι δεν ήμουν, επικράτησε μία σιγή γεμάτη προσδοκίες. Αλλά εγώ του αποκρίθηκα: “Δεν καλούσα συνε­χώς τους φτωχούς να έρθουν κοντά Μου; Δεν παρηγόρησα ιούς θλιμμένους, δεν έκανα υγιείς τους αρρώστους και τους φτωχούς πλούσιους στο βαθμό που το είχαν ανάγκη; Ποιος εί­ναι λοιπόν αυτός που διστάζει; Πάντως όχι Εγώ, ο κόσμος εί­ναι που διστάζει και δεν θέλει να βρει τη σωτηρία του! Ωστό­σο σύντομα ο Υιός του Ανθρώπου θα ανέλθει στα ύψη της εξουσίας εκείνης που είναι εφικτή εδώ. Έτσι ο κόσμος θα δει ότι Αυτός μπορεί ασφαλώς να αποκτήσει εκείνο που επιδιώ­κει και ποθεί ο κόσμος. Όμως τούτο δεν θα συμβεί για να σω­θεί αυτός ο κόσμος, αλλά αντίθετα θα γίνει για τη σωτηρία των Ουρανών Μου. Γι’ αυτό ησύχασε και αρκέσου σε αυτά που έχεις ήδη δει και που θα δεις ακόμη σε λίγο”. Ο Ιούδας σιώπησε τότε και χαιρόταν βαθιά μέσα του επειδή πίστευε ότι με τα λόγια του είχε δώσει το έναυσμα για να πάρω την απόφα­ση να ελευθερώσω το λαό από το ρωμαϊκό ζυγό, πράγμα για to οποίο είχα τη δύναμη και το γνώριζε καλά… Ο Ιούδας νό­μιζε ότι Εγώ δεν ήμουν ικανός να διαβάσω τις πιο κρυφές σκέ­ψεις του, γιατί παρ’ όλες τις καλές δυνατότητες του πνεύμα­τος του, παρέμεινε ένας πολύ υλιστής άνθρωπος κι ως εκ τού­του δεν είχε διεισδύσει τόσο βαθιά στη φύση Μου ούτε είχε καταλάβει την προσωπικότητα Μου. Έτσι το μόνο που μπο­ρούσε να δει στο πρόσωπο Μου ήταν ένας πολύ χαρισματικός άνθρωπος προικισμένος με πολλές ιδιαίτερες ικανότητες… Ο Ιούδας βγήκε από το πανδοχείο όπου είχαν συγκεντρωθεί πλή­θη κόσμου και διηγήθηκε σε όλους ότι ήμουν εκεί και ότι το πρωί της επομένης θα πήγαινα στην πόλη. Και καθώς ο αριθ­μός των οπαδών Μου ήταν μεγάλος, το νέο διαδόθηκε ταχύ­τατα παντού, δεδομένου μάλιστα ότι για το λαό εκείνη την εποχή το πιο σημαντικό που μπορούσε να συμβεί στην Ιερου­σαλήμ ήταν να εμφανισθώ Εγώ στην πόλη. Και ενώ το νέο της παρουσίας Μου απλωνόταν σε όλη την περιοχή, εμείς καθό­μασταν εντελώς ήσυχα στο σπίτι του Λαζάρου συζητώντας για πιο αδιάφορα θέματα όταν κάποια στιγμή ο Πέτρος παρατή­ρησε ότι ο Ιούδας δεν ήταν πια παρών.

Τότε Εγώ έφυγα μόνος Μου και πήγα στην κορυφή του Όρους των Ελαιών από όπου κανείς μπορεί να απολαύσει το πανό­ραμα της Ιερουσαλήμ και όλες τις γύρω περιοχές. Εκεί, η Θε­ότητα μέσα Μου χωρίστηκε από τον Υιό του Ανθρώπου Ιησού και του είπε: “Κοίτα εκεί, μπροστά σου κείτεται η πόλη του μαρτυρίου σου που θα αρχίσει τις επόμενες μέρες εφόσον δε­χθείς να υποστείς τα πάθη που θα λυτρώσουν όλη την ανθρω­πότητα!”… Τότε είπε η ψυχή του Ιησού, ο Υιός του Ανθρώ­που: “Πατέρα, το θέλημα Σου είναι παντοτινά και το δικό Μου και μόνο ό,τι θέλεις Εσύ ας γίνει”. Και η Θεότητα απάντησε μέσα στην καρδιά του Υιού του Ανθρώπου: “Θα σε ρωτήσω άλλη μία φορά όπως σήμερα και τότε θα γίνει όπως θέλεις, ε­άν Μου δώσεις την ίδια απάντηση. Τώρα όμως κοίτα τι έχει να σου προσφέρει ο κόσμος…”

Το άλλο πρωί είχαν όλοι σηκωθεί πριν ανατείλει ο ήλιος και έτσι βγήκαμε αμέσως έξω στον πρωινό αέρα. Τότε κάλε­σα γύρω Μου τους δώδεκα αποστόλους και τους είπα: “Αγαπη­μένοι Μου, η σημερινή ημέρα θα είναι ημέρα ύψιστης τιμής για τον Υιό του Ανθρώπου, διότι έτσι θέλει ο Πατέρας προς χάριν των ανθρώπων”. Οι μαθητές, συμπεριλαμβανομένου πά­λι και του Ιούδα, Με ρώτησαν: “Τι εννοείς Κύριε και με τι τρό­πο θα προστατευθούμε από τον εχθρό;” Σε απάντηση στρά­φηκα προς την περιοχή της Ιερουσαλήμ και φώναξα δυνατά: “Εσύ κόρη Σιών ετοιμάσου να υποδεχθείς το βασιλιά σου!” Οι μαθητές δεν ρώτησαν άλλο και παραξενεμένοι ψιθύριζαν μεταξύ τους τι να σήμαινε η περίεργη στάση Μου.

Ο Ιούδας ακούγοντας τούτα τα λόγια είπε με ένα χαμόγελο στον Ιωάννη: “Φίλε μου, ο Κύριος ξέρει πλέον ποιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσει. Δεν πορεύεται προς την κόλαση, πα­ρά πορεύεται το δρόμο του Χρισμένου για την τιμή και τη δό­ξα του λαού Του”. Συνεπαρμένος στύλωσε τα μάτια του επά­νω Μου επειδή τα λόγια Μου του φάνηκαν ότι ήταν η επιβεβαίωση όλων των πόθων του, καθώς έβλεπε ανοικτό μπροστά του το δρόμο προς όλες τις τιμές που σίγουρα θα τον περίμε­ναν ως τον άνθρωπο που προετοίμασε τον ερχομό τού Μεσ­σία, ο οποίος βέβαια θα του ήταν υπόχρεος γι’ αυτή την πρά­ξη. Ο Πέτρος κοίταζε κατάπληκτος τον Ιούδα, ο οποίος έδει­χνε περηφάνεια και αυτοπεποίθηση αλλά δεν είπε λέξη, μια και όλα όσα συνέβαιναν εκείνο το πρωί του φαίνονταν πολύ περίεργα και έτσι σιωπηλός συνέχισε το δρόμο του μαζί με τους άλλους έντεκα.

Στα μισά του δρόμου μεταξύ Βηθανίας και Ιερουσαλήμ συ­ναντήσαμε αριστερά μας ένα χωριουδάκι με το όνομα Βηθφαγή το οποίο έχει πια εξαφανισθεί τελείως. Τότε ζήτησα να Μου κάνουν δύο μαθητές μία χάρη. Όλοι προσφέρθηκαν αλλά Εγώ διάλεξα τον Ιωάννη και τον Πέτρο και τους είπα να πάνε στο κοντινό χωριό. Φτάνοντας εκεί θα έβρισκαν στο πρώτο σπίτι μια γαϊδουρίτσα η οποία έβοσκε δεμένη μαζί με το γαΐδουράκι της. “Θέλω να Μου φέρετε αυτό το γαϊδουράκι γιατί το χρειάζομαι. Εάν σας ρωτήσουν ποιος σας έστειλε, να πείτε μό­νο: Είναι ο Κύριος που χρειάζεται το ζωντανό’ και θα σας το δώσουν. Ο ιδιοκτήτης του πουλαριού ο Μιγκράμ είχε ακού­σει από το Μάρκο πολλά για Μένα και είχε μυηθεί στη διδασκαλία Μου”. Σαν Ρωμαίος που ήταν δεν νοιαζόταν για τους Ιουδαίους της Ιερουσαλήμ, αφού είχε να κάνει μόνο με απε­σταλμένους και πολίτες της Ρώμης και ήταν ανοιχτά υποστη­ρικτής Μου. Τη στιγμή λοιπόν που οι μαθητές βρήκαν τα ζώα και προσπαθούσαν να λύσουν το σκοινί τους ο Μιγκράμ βγή­κε στην πόρτα και τους ρώτησε απότομα με ποιο δικαίωμα ήθελαν να πάρουν το ζώο μαζί τους. Ο Ιωάννης του απάντησε ό­πως τους είχα δασκαλέψει, οπότε ο Μιγκράμ καταχαρούμενος που θα Μου έκανε μία εξυπηρέτηση, έσπευσε να λύσει μαζί και τη γαϊδουρίτσα για να Μου τη δώσει, αλλά οι μαθητές τού είπαν ότι ο Κύριος χρειάζεται μόνο το πουλάρι.

Όσο ήμασταν απασχολημένοι με αυτή τη διαδικασία φάνη­κε στο δρόμο της Ιερουσαλήμ ένα μεγάλο καραβάνι ανθρώ­πων. Όταν μας αντιλήφθηκαν ήρθαν γοργά προς το μέρος μας και μέσα σε ελάχιστο διάστημα μας περικύκλωσαν εκατοντάδες άνθρωποι οι οποίοι Με καλωσόριζαν με ενθουσιασμό και Με χαιρετούσαν σαν σωτήρα του Ισραήλ. Στην πλειοψηφία τους ήταν Ιουδαίοι οι οποίοι είχαν προσέλθει για τη γιορτή και εν μέρει τους ήμουν γνωστός από τα ταξίδια Μου σαν ευερ­γέτης του κόσμου. Έτσι Με επευφημούσαν σαν βασιλιά τους, καθώς μάλιστα πολλοί ανάμεσα τους ήταν από εκείνους που τους είχα χορτάσει με το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων. Γι’ αυτό ήθελαν άλλωστε, ήδη από τότε, να Με ανα­κηρύξουν βασιλιά αλλά Εγώ τους είχα αποφύγει.

Όταν επιπλέον διέκριναν και τον πασίγνωστο Λάζαρο, του οποίου το όνομα μετά την ανάσταση του είχε γίνει το κατεξο­χήν αντικείμενο συζήτησης γενικά, οι πανηγυρισμοί τους δεν είχαν πια όρια και μας περιέβαλαν όλους με ωσαννά και ζη­τωκραυγές. Εγώ δεν απέκρουσα αυτή την απόδοση τιμής πα­ρά καβαλίκεψα σιωπηρά το ζωντανό με κατεύθυνση προς την Ιερουσαλήμ. Στο μεταξύ το πλήθος μεγάλωνε διαρκώς, καθώς ο θόρυβος τραβούσε τους πάντες στο πέρασμα μας, οπότε μας ακολουθούσαν κι αυτοί. Οι άνθρωποι έκοβαν πρασινισμένα κλαδιά και τα έστρωναν στο δρόμο. Μετά άπλωσαν τα ρούχα τους στο χώμα για να περάσει από πάνω τους το υποζύγιο -όλα αυτά ήταν εκδηλώσεις τιμής με τις οποίες παλιότερα υπο­δέχονταν τους βασιλείς. Καθώς πλησιάζαμε την πλαγιά του όρους των Ελαιών από όπου έβλεπε κανείς πανοραμικά την πόλη, είδαμε χιλιάδες να περιμένουν στις πύλες της και η κοι­λάδα των Κέδρων ήταν επίσης πλημμυρισμένη από κόσμο. Όταν πλησιάσαμε την πύλη εκείνη της Ιερουσαλήμ που απο­τελούσε την κύρια είσοδο για όσους έρχονταν από το όρος των Ελαιών, ο Ρωμαίος φρουρός προσπάθησε να την κλείσει για­τί αυτοί που φυλούσαν σκοπιά φοβήθηκαν ότι προετοιμαζό­ταν εξέγερση. Σαν είδαν όμως ότι τα πλήθη Με πλησίαζαν ει­ρηνικά με κλαδιά και φύλλα φοινικιάς στα χέρια, εγκατέλει­ψαν κάθε αντίσταση και παρακολουθούσαν με κατάπληξη τα διαδραματιζόμενα σκεφτόμενοι πως αποτελούσαν ένα μέρος μιας γιορτής που αυτοί δεν ήξεραν. Έτσι μπήκαμε χωρίς απρό­βλεπτα στην πόλη και κατευθυνθήκαμε αμέσως προς το Ναό. Εντωμεταξύ οι Φαρισαίοι, οι ιερείς και οι υπηρέτες του Ναού είχαν περιέλθει σε μεγάλη αναστάτωση γιατί δεν ήξεραν πώς να αντιμετωπίσουν αυτή τη μεγάλη διαδήλωση. Δεν άργησαν να καταλάβουν πως ήταν αδύνατο να την καταστείλουν με τη βία καθώς σε μία τέτοια περίπτωση δίχως αμφιβολία ο λαός θα στασίαζε ενάντια στη διοίκηση του Ναού που ήταν έτσι κι αλλιώς μισητή. Το πλήθος βρισκόταν σε ένα τέτοιο παραλή­ρημα ενθουσιασμού που δεν θα μπορούσε να καταπνιγεί με τη βία. Επομένως δεν τους απέμενε άλλο από το να αφήσουν προ­σωρινά τα πράγματα να εξελιχθούν και αν θα παρουσιαζόταν κάποια απρόβλεπτη αλλαγή να αποσπάσουν εάν ήταν δυνα­τόν κάποιο όφελος για το Ναό. Σε μια έκτακτη συνεδρίαση του συμβουλίου ο αρχιερέας Καϊάφας πρότεινε καταρχάς να περιμένουν για να δουν ποιες ήταν οι πραγματικές Μου προ­θέσεις και προς τα που θα κατευθυνθεί το όλο κίνημα.

Ωστόσο διέταξαν τους υπηρέτες του Ναού να ενημερώσουν άμεσα για τον ερχομό Μου τους πωλητές που είχαν πάλι κα­τακλύσει τους προθαλάμους του ώστε να αποφευχθεί η δυσά­ρεστη σκηνή που είχα προκαλέσει την πρώτη φορά. Όμως η προειδοποίηση αυτή έφτασε πολύ αργά γιατί μόλις οι σαράφηδες και οι κάθε λογής έμποροι αναστατωμένοι από την οχλαγωγή εκτός των τειχών πληροφορήθηκαν τον ερχομό Μου, ενθυμούμενοι την παλαιότερη ενέργεια Μου, μάζεψαν βιαστικά τα πράγματα τους και έσπευσαν να εξαφανιστούν μαζί με την πραμάτειά τους.

Αυτός ο δεύτερος καθαρισμός του Ναού παρόλο που δεν εί­χα εμφανιστεί ακόμη προσωπικά οδήγησε στη λανθασμένη γνώμη ότι η κυρίως σκηνή του βίαιου καθαρισμού του Ναού έγινε την ίδια μέρα με τη θριαμβευτική είσοδο Μου στην πόλη, ενώ στην πραγματικότητα είχε συμβεί πολύ νωρίτερα στην αρχή της δημόσιας διδασκαλίας Μου.

Όταν το πλήθος εισέβαλε με μεγάλη οχλοβοή στο Ναό αναζήτησε αμέσως τους ιερείς, γιατί ήθελε να ζητήσει από τον Καϊάφα να Με χρίσει βασιλέα, αλείφοντάς Με με το ιερό έλαιο του χρίσματος και στη συνέχεια να Με οδηγήσουν στην ακρόπολη της Σιών για να Με επευφημήσουν. Οι ιερείς ήταν όμως άφαντοι κι έτσι το πλήθος ανεμπόδιστο προχώρησε από τα προαύλια στο ιερό του Ναού.

Οι Φαρισαίοι και οι προκαθήμενοι του Ναού είχαν διαγνώ­σει σωστά ότι η διάθεση του λαού ήταν πολύ ευμετάβλητη. ενώ προηγούμενα ήταν έτοιμος να επιβάλει τη θέληση του στους ιερείς με τη βία, τώρα η εντύπωση που δημιουργούσε ο ίδιος ο χώρος συν το γεγονός ότι το πεδίο εκτόνωσης των εχθρι­κών συναισθημάτων πάνω σε συγκεκριμένα πρόσωπα είχε χα­θεί, λόγω της απουσίας των ιερέων, προκάλεσαν μια καινούρ­για κατάσταση. Έτσι τη γενική έξαψη είχε διαδεχθεί μία πα­νηγυρική σιγή φορτισμένη από αδημονία για την επόμενη κίνηση Μου. Είχα παραγγείλει στους δικούς Μου να μείνουν πίσω κι έτσι στεκόμουν εκεί μόνος Μου κάτω από τα βλέμμα­τα όλων. Τελικά πήρα το λόγο και τους μίλησα με δυνατή φω­νή: “Έχει έρθει η ώρα να μάθει ο κόσμος πού οδηγούν οι δρό­μοι στους οποίους βάδιζε μέχρι τώρα και ο καθένας οφείλει να αποφασίσει εάν θέλει να γυρίσει στον Πατέρα του ή όχι. Με οδηγήσατε σε αυτό τον οίκο όπου παλαιότερα κατοικού­σε φανερά το Πνεύμα του Θεού. όμως τώρα έχει φύγει από εδώ και ο τόπος είναι άδειος. Αλλά τώρα έχει διαλέξει έναν άλλο τόπο να κατοικεί, όπου ο καθένας μπορεί να χτίσει μόνος του έναν δικό του ναό, φθάνει να εφαρμόζει τα λόγια και τις διδασκαλίες Μου.

Ας αφήσει λοιπόν ο καθένας να υπερισχύσει η ταπεινοσύνη και ας πάρει την ευθεία οδό για τον οίκο του Θεού που τώρα είναι άδειος και πρέπει να ξαναγεμίσει με πράξεις αγάπης. Κά­θε πράξη αγάπης είναι από ένα λιθαράκι για να κτισθεί ο νέος ναός μέσα στην καρδιά του κάθε ανθρώπου· εάν το θεμέλιο είναι αποκλειστικά και μόνο η αγάπη ο ναός αυτός θα επιστε­φθεί με το έμβλημα της σοφίας και της δύναμης.

Για το λόγο αυτό έχω έρθει σε σας, για να μάθετε από Μέ­να την αγάπη που την παραμελείτε. Και δεν εννοώ τη φιλαυ­τία, την οποία ασφαλώς και έχετε με το παραπάνω, αλλά την αγάπη για τον άλλον που δεν την έχετε κι όμως αυτή σας κά­νει θεούς και είναι η μόνη που μπορεί να σας οδηγήσει στον Θεό. Εάν λοιπόν πιστεύετε ότι είμαι και ότι θέλω να είμαι ο βασιλιάς σας, τότε να ξέρετε ότι το βασίλειο Μου δεν είναι τούτου του κόσμου. Αντίθετα αυτό βρίσκεται με όλη του τη μεγαλοπρέπεια μέσα στον άνθρωπο και είναι το μερίδιο της κληρονομιάς που έχει δώσει ο Πατέρας στον Υιό και μέσω αυ­τού σε όλους τους ανθρώπους στη γη και σε όλους τους ουρα­νούς. Γι’ αυτό μη νομίζετε ότι θα εισερχόμουν ποτέ στην ακρόπολη του Δαβίδ για να ιδρύσω ένα επίγειο βασίλειο. Όποιος θέλει να Με ακολουθήσει, ας Με ακολουθήσει στις πράξεις Μου κι έτσι θα γίνει μακάριος!

…Για να δείτε λοιπόν τι πετυχαίνει η δύναμη του Πατέρα μέ­σα στον άνθρωπο, φέρτε Μου όσους πάσχουν από σωματικές παθήσεις για να τους κάνω καλά.

…Τα λόγια Μου είναι η αλήθεια και επειδή είναι η αλήθεια είναι επίσης η ζωή με όλη τη δύναμη της. Ως άνθρωπος ενερ­γούσα πάντα βάσει αυτής της αλήθειας και έτσι έγινα κύριος της ζωής. Γι’ αυτό λέω σε όλους σας: να κάνετε κι εσείς το ίδιο και μην αμαρτάνετε πλέον ούτε με τα λόγια ούτε με τις πρά­ξεις σας. Και αυτό σημαίνει να μην κάνετε τίποτα που να εί­ναι ενάντια στην αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον έτσι θα μείνετε υγιείς και 0α γίνετε αληθινά κύριοι της ζωής. Σηκωθείτε λοιπόν και πορευθείτε σε αυτό το νέο δρόμο!” Ύστερα από αυτά τα λόγια εξαφανίστηκε κάθε πάθηση από τους αρ­ρώστους και σηκώθηκαν όλοι επάνω γεροί και ακμαίοι.

Ο λαός ξέσπασε τότε πάλι σε δυνατές κραυγές ενθουσια­σμού, πανηγύριζε και Με αποθέωνε με κάθε τρόπο. Πολλοί έπεσαν μπροστά στα πόδια Μου στο χώμα και προσπαθούσαν να πιάσουν τα χέρια και τα ρούχα Μου για να τα φιλήσουν. Και Εγώ δεν εμπόδισα κανέναν αλλά τους άφησα όλους να Με πλησιάσουν.

Αρκετοί από αυτούς ήθελαν να προσπαθήσουν άλλη μια φο­ρά να διεισδύσουν στα άδυτα των αρχιερέων για να τους επιβάλουν να Με χρίσουν βασιλιά. Αλλά εκείνοι είχαν κρυφτεί τόσο καλά που δεν υπήρχε ίχνος τους και έτσι αφού δεν τους
βρήκαν γύρισαν πάλι πίσω. Καθώς σπρώχνονταν γύρω Μου για να Με πλησιάσουν, Εγώ πρόσταξα να γίνει σιωπή και μετά είπα στους ενθουσιώδεις βασιλόφρονες: “Πέστε Μου, μπορεί αυτός που στέκεται ενώπιον του Θεού σαν φορέας της δύναμής του, μπορεί ποτέ να τοποθετηθεί ακόμη πιο ψηλά επί γης απ’ ό,τι είναι μπροστά στον Θεό;”

Τότε είπε κάπως πειραγμένος ο αρχηγός της ομάδας: “Αυτός ο ίδιος Κύριε, σίγουρα όχι. Αλλά εκείνοι που του είναι αφο­σιωμένοι θέλουν να υπάρχει οπωσδήποτε και προς τα έξω ένα ορατό σημάδι της εξουσίας του σαν εγγύηση ότι ο λαός θα εί­ναι ευτυχισμένος καθώς θα οδηγείται από το στιβαρό του χέ­ρι και δεν θα καταπιέζεται!”

Αλλά Εγώ απάντησα: “Τι κέρδισε λοιπόν ο λαός όταν κατ’ απαίτηση του ο Σαμουήλ έχρισε το Σαούλ βασιλέα; Σίγουρα όχι ειρήνη ή γαλήνη, παρά πόλεμο και ταραχή! Και γιατί αυτό; Διότι είχε κουραστεί από τον ελαφρό ζυγό που του είχε επιβάλλει ο Κύριος λόγω των έργων του και επιθυμούσε το στι­βαρό χέρι ενός ορατού ηγέτη. Και στη συνέχεια άλλωστε δεν έλλειψαν οι βασιλείς από αυτό τον τόπο’ και τώρα ακόμη σας έχει δοθεί ο Ηρώδης για βασιλιάς. Πιστεύετε λοιπόν ότι ένας νέος βασιλιάς, τον οποίο θέλετε να δείτε στο πρόσωπο Μου, θα σας έφερνε την ειρήνη εάν κι αυτός επιθυμούσε να είναι ένας ισχυρός βασιλέας από εξωτερική σκοπιά; Καταρχάς ο Ηρώδης και οι Ρωμαίοι θα προσπαθούσαν να τον εξοντώσουν μαζί με όλους τους οπαδούς του. Εάν γινόμουν επίγειος βασι­λιάς σας αυτό θα είχε σαν επακόλουθο δυστυχία, πόλεμο και καταστροφή. Πώς θα συμβιβαζόταν όμως αυτό με τη διδασκα­λία Μου που επιτάσσει να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου, εάν θα σας έφερνα τον πόλεμο και το θάνατο; Γι’ αυτό ξεχάστε τις εξωτερικές τιμές για Μένα! Το βασίλειο Μου δεν είναι τούτου του κόσμου. Δημιουργείστε μέσα σας το αλη­θινό βασίλειο της ειρήνης και εκεί ευχαρίστως θα είμαι για πά­ντα ο βασιλιάς σας”.

Μετά από αυτά τα λόγια εκείνοι που ήθελαν οπωσδήποτε ένα βασιλιά απομακρύνθηκαν δυσαρεστημένοι λέγοντας ότι δεν ήμουν κανένας ήρωας από τον οποίο ο ισραηλιτικός λαός μπορούσε να περιμένει μία εξωτερική επίσης σωτηρία. Γι’ αυ­τό αναμείχθηκαν πάλι με τον όχλο και δεν έκρυβαν τη δυσα­νασχέτηση τους. Ωστόσο δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να μεταστρέψουν και τους υπόλοιπους καθώς οι πράξεις Μου μιλούσαν πολύ εύγλωττα από μόνες τους.

…Στο μεταξύ οι Φαρισαίοι, οι ιερείς και οι Ιουδαίοι του Ναού είχαν αντιληφθεί ότι είχε επικρατήσει μια πολύ πιο ήσυχη α­τμόσφαιρα και μερικοί από αυτούς είχαν ανακατευθεί με το πλήθος μεταμφιεσμένοι για να κατασκοπεύσουν πού βρίσκο­νταν τα πράγματα. Έτσι δεν άργησαν να συμπράξουν με τους βασιλόφρονες (σ.σ. που ήθελαν την εξέγερση), οι οποίοι στο μεταξύ έδειχναν μεγάλη δυσαρέσκεια, με σκοπό να φανατί­σουν το λαό εναντίον Μου και να προκαλέσουν ένα εχθρικό κλίμα απέναντι Μου. Κατά παρόμοιο τρόπο και οι μεταμφιε­σμένοι Ιουδαίοι που ήταν πιστοί στο Ναό πήραν θέση εναντίον Μου και προσπαθούσαν προσεκτικά να μεταστρέψουν τις δια­θέσεις του λαού απέναντι Μου.

…Η ψυχή Μου ένιωθε ότι πλέον είχε έρθει η ώρα Μου και την έπιασε θλίψη για τα μαρτύρια που Με περίμεναν και για το λαό που ήταν τόσο ευμετάβλητος. Γι’ αυτό είπα σε εκεί­νους που ήταν κοντά Μου: “Η ψυχή Μου είναι τώρα θλιμμέ­νη. Και τι να πω; Πατέρα γλίτωσε Με από αυτή την ώρα; Αλ­λά ακριβώς γι’ αυτό το λόγο (σ.σ. για να τελειώσω το έργο της λύτρωσης) έχω έρθει στον κόσμο. Γι’ αυτό θα πω, Πατέρα, δόξασε το όνομά Σου!”

Τότε ήχησε μια φωνή από τον ουρανό, η οποία όμως στην πραγματικότητα ακούστηκε μόνο μέσα στις καρδιές εκείνων που είχαν έστω και μία ελάχιστη ελπίδα να αφυπνισθούν σε μία πνευματική ζωή: “Το όνομά Μου το έχω δοξάσει και θα το δοξάσω ξανά”.

…Στο μεταξύ οι ιερείς και οι προκαθήμενοι του Ναού είχαν  πληροφορηθεί  ότι ο λαός είχε ησυχάσει και ότι Εγώ είχα αρνηθεί να ηγηθώ ενός ανοιχτού πραξικοπήματος εναντίον της  εξουσίας για να αναδειχθώ βασιλιάς. Επιπλέον γνώριζαν ότι για το λόγο αυτό αυτόματα είχε προκληθεί μία δυσαρέσκεια στο πλήθος και έσπευσαν να εκμεταλλευθούν αυτό το κλίμα. Δόθηκε ταχύτατα η διαταγή σε όλους τους ιερείς και τους λευίτες να σχηματίσουν μία λαμπρή πομπή. Μπροστά πήγαιναν οι σαλπιγκτές και αγγελιοφόροι ανήγγειλαν στο λαό ο αρχιερέας είχε λάβει την εντολή από τον Κύριο να τελέσει μία εξαιρετικά μεγάλη εξιλαστήρια θυσία για τις αμαρ­τίες του λαού. Διότι ο Κύριος έβλεπε με ευμένεια το λαό του και γι’ αυτό θα του συγχωρούσε όλες τις αμαρτίες που είχε διαπράξει στο διάστημα έξι μηνών. Με κάθε επισημότητα και αίγλη παρήλασε η μεγαλοπρεπής πομπή των ιερέων και ο Κα­ϊάφας προσωπικά τέλεσε τη θυσία πάνω στο μεγάλο βωμό του Ναού. Με την ενέργεια αυτή οι ναΐτες πέτυχαν το σκοπό τους, καθώς ο λαός ήταν ακόμη πολύ προσκολλημένος στις παλιές τελετουργίες όπως και σε οτιδήποτε προερχόταν από το περι­βάλλον του Ναού. Επρόκειτο για μία εντυπωσιακή κίνηση τα­κτικής η οποία έκανε ζωηρή αίσθηση στις μάζες με την ιδιαι­τερότητα της. Έτσι πριν περάσει καν μισή μέρα δεν είχε μεί­νει πλέον ίχνος από την πρωτοφανή έξαρση που είχε προκαλέσει στο πλήθος η είσοδος Μου στην πόλη…

…Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στο σπίτι του Λαζάρου. Στο δρόμο όλοι ήταν σιωπηλοί και Μου έριχναν συχνά – πυκνά ανήσυχα βλέμματα καθώς γενικά είχαν την εντύπωση ότι εκεί­νη την ημέρα είχα επιχειρήσει ένα σημαντικό βήμα το οποίο για κάποιο ακατανόητο γι’ αυτούς λόγο, είχε αποτύχει οικτρά. Τι είχε απογίνει η θαυματουργή Μου δύναμη η οποία θα μπο­ρούσε πολύ εύκολα να επιβεβαιώσει την αποστολή Μου με ένα αδιάσειστο εξωτερικό σημάδι; Γιατί η θεραπεία των αρ­ρώστων πλέον ήταν υπόθεση ρουτίνας κατά τη γνώμη τους, αφού και οι ίδιοι οι μαθητές Μου ακόμη μπορούσαν να την καταφέρουν και ως εκ τούτου δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο στα μάτια του πλήθους. Αμφέβαλαν ακόμη και για τη φωνή από τον Ουρανό επειδή δεν είχε ηχήσει τόσο πολύ δυνατά που να παραμερίσει κάθε αμφιβολία.

Όλα αυτά τα ερωτήματα τα συζήτησαν μεταξύ τους διεξο­δικά οι μαθητές Μου όταν φθάσαμε στη Βηθανία ενώ Εγώ αποσύρθηκα σε ένα μοναχικό δωμάτιο για να συγκεντρώσω και να δυναμώσω την ψυχή Μου. Στον κύκλο των πιο κοντι­νών μαθητών Μου ήταν κυρίως ο Ιούδας που ήταν περισσό­τερο εξανεστημένος για την υποτιθέμενη αποτυχία Μου. Υποστήριξε εντελώς ανοιχτά την άποψη του ότι η υπερβολι­κή πραότητα και καλοσύνη Μου Με εμπόδιζαν στο να δείξω πυγμή απέναντι στο λαό:

“Αναμφισβήτητα ο Κύριος είναι ένας άνθρωπος με εξαιρε­τική δύναμη και σοφία και δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι Αυ­τός είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας και κανένας άλλος. Αλλά αυτό το ισχυρό πνεύμα μέσα Του, το οποίο συχνά εμφανίζε­ται κεραυνοβόλα με απαράμιλλη δύναμη, περιβάλλεται από έ­να πολύ ασθενή εξωτερικό φορέα που δείχνει πολλή αδυνα­μία απέναντι στους ανθρώπους. Τον κόσμο δεν τον κυβερνά μόνο η πραότητα και η καλοσύνη, αλλά είναι και η πυγμή που ξέρει να κραδαίνει το ξίφος, αυτή που εγγυάται την επιτυχία και πρέπει όταν είναι απαραίτητο να το χειρίζεται με αιμοστα­γή δριμύτητα.

Εάν ο Κύριος ήταν αναγκασμένος να προστατέψει τον εαυ­τό του και τους δικούς Του από τα χέρια των δημίων, τότε η θεία δύναμη που κατοικεί μέσα του θα αναγκαζόταν να εκδη­λωθεί τελείως διαφορετικά για να μην εξοντωθεί μαζί με τους ανθρώπους Του αλλά για να ευοδωθεί το έργο Του. Μα όπως είναι ο χαρακτήρας Του αποτύχαινε συνέχεια μέχρι τώρα”.

Τότε ο Πέτρος του είπε: “Ιούδα, δεν έχεις δει ότι συχνά τό­σο ο Κύριος όσο κι εμείς βρεθήκαμε σε κίνδυνο και δίχως αυ­τή τη δύναμή Του θα είχαμε χαθεί; Για θυμήσου πώς πρόστα­ξε την τρικυμία να σταματήσει και πόσο συχνά έπεσαν στο κε­νό οι απόπειρες των εκτελεστών που έστελνε ο Ναός για να μας σκοτώσουν!”

Αλλά ο Ιούδας απάντησε: “Κι όμως αυτό δεν είναι απόδει­ξη γιατί κάθε φορά προέκυπταν τέτοιες ευνοϊκές συγκυρίες που ίσως και χωρίς τη δική Του δύναμη, μόνο με τις δικές μας δυνάμεις θα μπορούσαμε να είχαμε γλιτώσει από τον κίνδυ­νο. Αυτό που εννοώ είναι ότι εάν ξαφνικά Τον απειλούσε ένας σωματικός κίνδυνος που ο καθένας θα τον έβλεπε και θα τρό­μαζε, δεν θα αναγκαζόταν τότε ο Κύριος να αντιδράσει πολύ πιο δυναμικά; Αν έτσι είχε αντιδράσει και τώρα, δεν θα είχε κερδίσει τον όχλο ώστε να μην μπορεί να τον κάνει να μετα­στραφεί ένα χαζό, ψευτοεντυπωσιακό παιχνίδι του Ναού;”

Ο Πέτρος με τους υπόλοιπους κουνούσαν τα κεφάλια τους λέγοντας: “Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό το πράγμα και ποιος θα μπορούσε να το κρίνει; Σίγουρα ο ίδιος ο Κύριος θα ξέρει καλύτερα που αποσκοπεί και τι σκοπεύει να κάνει”.

Ο Ιούδας έμεινε σιωπηλός στις σκέψεις του και όλη την η­μέρα ήταν κακοδιάθετος και κλεισμένος στον εαυτό του. Στο σπίτι του Λαζάρου είχε απλωθεί ησυχία και δεν Με ενόχλησε κανείς όσο ήμουν μοναχός στο δωματιάκι Μου και συνομι­λούσα με τον Πατέρα μέσα Μου. Κανένας άνθρωπος όμως δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβει σε όλο του το βάθος πώς ήταν αυτό δυνατό.

…Ο Νικόδημος μαζί με αυτούς που είχαν έρθει μαζί του ανη­συχούσαν για Μένα και τρομαγμένοι Με παρακαλούσαν επί­μονα να μην έχω καμιά εμπιστοσύνη στον Ηρώδη ούτε να εκ­θέσω τον εαυτό Μου στον κίνδυνο που Με απειλούσε από τους ανθρώπους του Ναού. Ήταν οι μόνοι που είχαν τολμήσει να Μου φέρουν αυτά τα νέα. Στον κύκλο τους υπήρχαν πολλοί άλ­λοι ακόμη οι οποίοι Με έβλεπαν πολύ φιλικά αλλά λόγω των Φαρισαίων δεν τολμούσαν να έρθουν οι ίδιοι να Με βρουν.

Αλλά Εγώ τους απάντησα: “Μην ανησυχείτε για αυτά που έγιναν ούτε για όσα θα γίνουν ακόμη. Λίγο ακόμη και ο Υιός θα είναι πια για πάντα μέσα στον Πατέρα. Το πώς θα επιτευ­χθεί αυτό, εσάς να μη σας απασχολεί προς το παρόν πάντως θα είναι για το καλό το δικό σας και όλης της ανθρωπότητας”.

Ο Νικόδημος όμως είπε: “Κύριε, δεν καταλαβαίνουμε εντε­λώς τα λόγια Σου. Εξάλλου νομίζουμε ότι αυτό που προέχει είναι να σκεφθείς για την προσωπική Σου ασφάλεια και για αυτό το λόγο έχουμε έρθει εδώ, για να Σου την εξασφαλίσου­με στο μέτρο των δυνατοτήτων μας. Το καλύτερο δεν θα ήταν επομένως να αφήσεις αυτό τον τόπο και να κρυφτείς κάπου αλλού; Ο γιος του αδελφού μου εδώ θα μπορούσε να Σε συνοδεύσει με ασφάλεια επειδή έχει πολλές γνωριμίες στο εξω­τερικό όπου θα μπορούσες να ζήσεις χωρίς κανένα κίνδυνο για ένα διάστημα”.

Αλλά ο Ιησούς απέρριψε την πρόταση του με τα λόγια: “Μην είσαστε τόσο ανόητοι! Δεν χρειάζομαι βοήθεια από τους αν­θρώπους. Εάν ήθελα να εξολοθρεύσω τους εχθρούς Μου θα Μου ήταν πανεύκολο. Αλλά δεν το θέλω γιατί και αυτοί επίσης πρέπει να έχουν μερίδιο στη σωτηρία όπως και όλος ο λαός. Θα μείνω εδώ! Να είσαστε βέβαιοι ότι δεν πρόκειται κα­νείς να Με συλλάβει εάν δεν το θελήσω Εγώ ο Ίδιος”.

…Το επόμενο πρωί ο Ιούδας πλησίασε το Θωμά και του ζή­τησε να μιλήσουν ιδιαιτέρως. Έτσι βγήκαν έξω όπου διαμείφθηκε η εξής στιχομυθία: «Αδελφέ μου», είπε ο Ιούδας, «μπο­ρείς εσύ να καταλάβεις τη συμπεριφορά του Κυρίου; Ήμασταν και οι δύο χτες μάρτυρες του θριάμβου του όπου λίγο έλειπε για να κερδίσει οριστικά το λαό, που έτσι κι αλλιώς είναι μα­ζί Του, και θα Τον ακολουθούσε όπου κι αν ήθελε. Αλλά αντί να πείσει όλο τον κόσμο για τη μεσσιανική αποστολή Του, αφήνει το Ναό να Του αρπάξει μέσα από τα χέρια όλους τους καρπούς της εργασίας Του. Επιπλέον δεν κάνει τίποτα από ό­σα προσδοκά ο λαός παρόλο που έχει πράγματι τόση δύναμη μέσα Του που θα μπορούσε να διατάξει το Ναό και μαζί όλη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, φθάνει μόνο να το έπαιρνε απόφα­ση. Τι Τον ωφελεί όλη η δύναμη του Θεού με την οποία επι­βάλλεται στις θύελλες, στις αρρώστιες και σε κάθε κακό, όταν ο ίδιος παραείναι αδύναμος για να τη χρησιμοποιήσει εκεί που είναι απαραίτητο;

Η καρδιά μου πάει να σπάσει από χαρά μέσα στα στήθη Μου όταν σκέφτομαι πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα, αλ­λά δυστυχώς δεν είναι. Και γιατί δεν είναι; Γιατί Αυτός που εί­ναι ο μόνος μέσα στον οποίο ζει η δύναμη του Θεού, δεν μπορεί να βρει το θάρρος να δράσει γρήγορα και αποφασιστικά. Και εγώ έχω πειστεί απόλυτα ότι μόνον από Αυτόν μπορεί να βρει τη σωτηρία του όλος ο κόσμος, αλλά είμαι εξίσου πεπεισμένος ότι πρέπει να συμβεί κάτι προκειμένου να πραγματοποιηθεί αυτή η σωτηρία. Η ώρα είναι τώρα ή ποτέ.

Ο Ηρώδης Τον βλέπει με καλό μάτι. Αυτή ακριβώς την περίοδο η στρατιωτική παρουσία των Ρωμαίων εδώ είναι ασή­μαντη επειδή χρειάζονται αλλού τις πολεμικές τους δυνάμεις. Επομένως τα πάντα είναι ευνοϊκά γι’ Αυτόν που θα ήταν ο πιο ισχυρός άνδρας, φθάνει να το ήθελε. Αλλά το ζήτημα είναι να ξυπνήσει μέσα του αυτή η θέληση. Γιατί είδαμε πόσο διστάζει και ακούσαμε τι θέλει ο Ναός. Εάν δεν βρει μόνος Του το θάρρος να κάνει αυτό που πρέπει τότε θα πρέπει να Τον εξαναγκάσει κάποιος να το κάνει».

Καταταραγμένος τον διέκοψε ο Θωμάς; «Να Τον εξαναγκά­σει; Ποιος θέλει να εξαναγκάσει Αυτόν που μέσα του μιλάει ο ίδιος ο Παντοδύναμος;»

Την ίδια ημέρα ο Ιησούς πήγε με τους μαθητές στην Ιεριχώ. «Φεύγοντας από το Λάζαρο περάσαμε δύο γεμάτες ημέρες στον Ιορδάνη. Το χρόνο αυτό τον εκμεταλλεύθηκα για να εξη­γήσω για άλλη μια φορά στους αποστόλους τη διδασκαλία Μου και τα καθήκοντα τους.

…Τότε ο Ιούδας μας αποχαιρέτησε και γύρισε στην Ιερου­σαλήμ. Το πρώτο που έμαθε ήταν ότι οι πάντες είχαν εκπλα­γεί με την ξαφνική εξαφάνιση Μου. Από τον ενθουσιασμό που είχε προκαλέσει η θριαμβευτική είσοδος Μου στην πόλη δεν είχε μείνει ίχνος. Η άποψη που επικρατούσε σε γενικές γραμ­μές στον κόσμο ήταν ότι το είχα βάλει στα πόδια εμπρός στη δύναμη του Ναού. Στο μεταξύ το Ναό τον φυλούσαν αυστη­ρά διπλές σκοπιές από ανθρώπους του ιερατείου και στρατιώ­τες του Ηρώδη, ενώ Ρωμαίοι στρατιώτες περιπολούσαν καθη­μερινά την πόλη για να διαλύσουν οποιαδήποτε πιθανή συγκέ­ντρωση του πλήθους. Εξάλλου οι ναΐτες είχαν ήδη ζητήσει προστασία από τον Πόντιο Πιλάτο για το ενδεχόμενο κάποιας ταραχής και Με είχαν καταγγείλει ότι υποκινούσα το λαό σε επανάσταση.

Αλλά και ο Πιλάτος είχε ήδη διατάξει να διεξαχθεί μία σχε­τική έρευνα, από την οποία είχε ωστόσο προκύψει ότι ο λαός δεν είχε δείξει κανενός είδους εχθρικές προθέσεις παρά μόνο ένα έντονο ενθουσιασμό για το θαυματουργό σωτήρα που ήταν πλέον γνωστός και στον Πιλάτο. Για το λόγο αυτό δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός, παρ’ όλα αυτά για τη διατήρη­ση της τάξης διέταξε συχνές περιπολίες των στρατιωτών στην πόλη. Τα μέτρα αυτά είχαν κατατρομάξει το λαό επειδή ήξε­ρε πολύ καλά ότι οι Ρωμαίοι αντιμετώπιζαν με ανήλεη σκλη­ρότητα εξεγέρσεις και έκτροπα.

Ο Ναός είχε βγει πάλι ενισχυμένος. Έτσι οι ναΐτες θεώρη­σαν ότι είχε έρθει η ώρα να Μου καταφέρουν ένα οριστικό πλήγμα, μόνο που δεν ήξεραν πού και πώς θα μπορούσα να πέσω στα χέρια τους χωρίς δικό τους κίνδυνο, αφού όπως εί­χαν διαπιστώσει αρκετές φορές στο παρελθόν κάτι τέτοιο δεν ήταν τόσο εύκολο. Κατά τη διάρκεια μιας μυστικής συνεδρία­σης συζητούσαν διάφορα πιθανά μέσα και τρόπους χωρίς να μπορούν να συμφωνήσουν σε κάτι. Τότε ήρθε η είδηση ότι κά­ποιος άνθρωπος ήθελε να δώσει μία πληροφορία στο ανώτα­το συμβούλιο για το Ναζωραίο. Πασιχαρής ο Καϊάφας διέτα­ξε να του φέρουν τον Ιούδα και τον οδήγησε στο συμβούλιο.

Εκεί του απηύθυνε την ερώτηση: «Ξέρεις πού βρίσκεται τώρα;»

Ο Ιούδας αποκρίθηκε: “Όχι, αυτό δεν μπορώ να το ξέρω για­τί ίσως να έχει ήδη φύγει. Αλλά ξέρω ότι όπως πάντα θα θέ­λει και φέτος να φάει το αρνί του Πάσχα στον κύκλο των ακο­λούθων του, πράγμα που θα συμβεί κοντά στην πόλη”. Ένας Φαρισαίος εξέφρασε τότε τη γνώμη του: “Το καλύτερο είναι να τον πιάσει κανείς τη νύχτα, αφενός λόγω του λαού που σί­γουρα τον συμπαθεί ιδιαίτερα και αφετέρου γιατί έχω επανει­λημμένα ακούσει να λένε ότι τη νύχτα αυτοί οι μάγοι έχουν μικρότερη δύναμη”.

Ο Καϊάφας δεν ήθελε να ακούσει περισσότερα επειδή ήταν σίγουρος, όπως είπε, ότι ο Ναζωραίος δεν διέθετε καμία υπερ­φυσική δύναμη όπως άλλωστε και οι Εσσαίοι των οποίων ήταν γνωστές οι απάτες. Εντούτοις συμφωνούσε και αυτός να συλ­λάβουν τον Ιησού μέσα στη νύχτα για να αποφύγουν οποια­δήποτε αναστάτωση. Γι’ αυτό συμφώνησαν με τον Ιούδα να πάει το συγκεκριμένο βράδυ στο Ναό και από εκεί να οδηγή­σει ένα απόσπασμα στον τόπο όπου θα βρισκόταν ο Ναζωραί­ος. Ο Καϊάφας τον ρώτησε τότε τι αμοιβή ήθελε για αυτή του την υπηρεσία. Ο Ιούδας, που χαιρόταν κρυφά γιατί νόμιζε ότι το ανώτατο συμβούλιο είχε πέσει στην παγίδα του, χάρηκε ακόμη περισσότερο καθώς το σχέδιο του θα του απέφερε επί­σης χρήματα, πράγμα που δεν ήταν αρχικά στις προθέσεις του. Έτσι ζήτησε τα τριάντα ασημένια νομίσματα τα οποία και του υποσχέθηκαν, εφόσον θα εμφανιζόταν το προκαθορισμένο βράδυ. Ο Ιούδας αντιλαμβανόταν σαφώς ότι θα μπορούσα ακόμη και τότε να πάρω όλο το λαό με το μέρος Μου φθάνει να ήμουν έτοιμος για μια οποιαδήποτε ηρωική πράξη. Επιπλέον ήξερε, ότι ο λαός είχε αμφιβολίες για το πρόσωπο Μου λόγω της συμπεριφοράς Μου, αλλά δεν είχε αποκοπεί τελείως από Μένα. Η γνώση αυτή τον χαροποιούσε και τον ενίσχυε ακόμη περισσότερο στην πρόθεση του να Με φέρει σε τέτοια θέση που να είμαι αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να αντιδράσω για να σώσω τη ζωή Μου. Περίμενε δηλαδή ότι ενδεχομένως θα εξολόθρευα αυτούς που θα Μου επιτίθεντο ή τουλάχιστον θα τους έβαζα εκτός μάχης, έτσι που ο καθένας θα αντιλαμ­βανόταν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι κανένας στη γη δεν μπο­ρεί να Μου προβάλει αντίσταση, αρκεί να το θέλω στα σοβαρά.

…Μετά το μεσημέρι πήρα μαζί με τους δικούς Μου τον επαρ­χιακό δρόμο που ένωνε την Ιεριχώ με την Ιερουσαλήμ. Ήταν η ημέρα του αρνιού του Πάσχα.

…Όλα αυτά που συζητήθηκαν εκείνο το βράδυ (σ.σ. του μυ­στικού δείπνου) τα έχει καταγράψει με μεγάλη ακρίβεια ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Εδώ θα παρατεθούν μερικά συμπλη­ρωματικά στοιχεία ώστε να μπορεί κανείς να καταλάβει κα­λύτερα πώς διαδραματίστηκαν τα γεγονότα.

Υπήρχε τότε το έθιμο μετά το γεύμα ο οικοδεσπότης να προ­σφέρει στον καθένα από μία μπουκιά λέγοντας του ταυτόχρο­να και μία ρήση από τη Γραφή. Ενώ λοιπόν ετοιμαζόμουν να τηρήσω αυτό το έθιμο, βαθιά θλίψη κατέλαβε την ψυχή Μου γι’ αυτό είπα τα λόγια: ‘Ένας από σας θα Με προδώσει!” Οι μαθητές αναστατωμένοι από αυτή τη δήλωση που τους φαι­νόταν μυστηριώδης Με κατέκλυσαν με ερωτήσεις για το τι εν­νοούσα και ποιος θα μπορούσε να Με προδώσει. Αλλά αρνή­θηκα να τους δώσω οποιαδήποτε απάντηση και άρχισα να μοι­ράζω τα κομμάτια του ψωμιού δίνοντας στον καθένα και από μία σύσταση ανάλογα με το χαρακτήρα του. Ο Πέτρος, που η δήλωση Μου τον είχε καταθλίψει πιο πολύ από όλους έκανε νόημα στον Ιωάννη που καθόταν δίπλα Μου να ανακαλύψει ποιον εννοούσα. Αυτό που λέει το Ευαγγέλιο για τον Ιωάννη ότι είχε γείρει κοντά στο στήθος Μου έχει γίνει συχνά αντικεί­μενο παρανοήσεων από λάθη που οφείλονται σε ακατανοησία σχετικά με τη σωστή χρήση της γλώσσας. Επιπλέον δεν ήμα­σταν ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα σαν τους Ρωμαίους όπως συ­χνά αφήνεται να εννοηθεί, καθότι οι Ιουδαίοι δεν είχαν υιοθε­τήσει αυτή τη συνήθεια ως ειδωλολατρική, όπως επίσης απέ­φευγαν οτιδήποτε θα μπορούσε να έχουν κοινό με τους ειδωλολάτρες. Ο τιμώμενος κατά το γεύμα καθόταν δεξιά του οικοδεσπότη ο οποίος του έδειχνε την εκτίμηση του με το να του ετοιμάζει τα εδέσματα. Όπως είναι ευνόητο για να γίνει αυτό ο οικοδεσπότης έπρεπε να στρέφεται συχνά προς το μέ­ρος του, να στρέφει δηλαδή το στήθος προς τον τιμώμενο συνδαιτημόνα του. Στην καθομιλουμένη εκείνης της εποχής η στά­ση αυτή αποδιδόταν με την έκφραση “εν τω κόλπω του”, η οποία έκφραση μεταφράσθηκε “κοντά στο στήθος του” και οδήγησε σε διάφορες παρανοήσεις, χωρίς να υπάρχει τέτοια πρόθεση.

Ο Ιωάννης Με ρώτησε σιγανά και Εγώ του απάντησα καθώς ήταν ο πιο κοντινός μαθητής Μου: “Είναι εκείνος στον οποίο θα δώσω τώρα αυτό το κομμάτι ψωμί”. Στο δε Ιούδα είπα δί­νοντας του το ψωμί: “Ό,τι είναι να κάνεις, κάνε το γρήγορα!”

Εννοείται ότι οι άλλοι μαθητές δεν μπορούσαν να διαγνώ­σουν τι εννοούσα με αυτό. Αλλά ο Ιούδας που είχε επίσης τα­ραχτεί από την πρώτη Μου δήλωση επειδή ένιωσε ότι εννοού­σα εκείνον, τα λόγια αυτά που του απηύθυνα τα εξέλαβε ως την προτροπή να αναλάβει δράση, με την οποία θα επικυρώ­νονταν τα σχέδια του. Έτσι σηκώθηκε γρήγορα και θριαμβο­λογώντας ενδόμυχα έφυγε από την αίθουσα. Εκείνη την ώρα τον γέμιζε όλη η έπαρση ενός μελλοντικού συγκυβερνήτη, πράγμα που έλπιζε να γίνει χάρη σε Μένα, καθώς και ο αχα­λίνωτος πόθος να υφαρπάξει χωρίς ηθικούς φραγμούς δόξα και τιμές για το πρόσωπο του. Έτσι ο Σατανάς μαζί με όλους τους αλαζονικούς διαβόλους του κατέλαβε πλήρως την ψυχή του η οποία φλεγόταν πλέον από την μοναδική επιθυμία να άρχει πάνω στους άλλους και να εξοντώσει όλους τους αντι­πάλους του».

Ο Ιησούς τότε μοίρασε το ψωμί ευλογώντας τους αποστό­λους με τα λόγια που προαναφέρθηκαν σε άλλο σημείο. «Στη συνέχεια βγήκαμε έξω και πήραμε το δρόμο για το όρος των Ελαιών. Υπήρχε εκεί ένας κήπος που ακόμη σήμερα ονομά­ζεται “Γεθσημανή” αν και το μέρος έχει μετατοπισθεί… Ενώ οι υπόλοιποι ξάπλωσαν Εγώ κάλεσα τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο να απομακρυνθούμε λίγο από τους άλλους και αυτοί Με ακολούθησαν».

Τότε ήρθε η στιγμή όπου το κακό που πλησίαζε κατέλαβε με όλο του το βάρος την ψυχή του Υιού του Ανθρώπου ενώ πα­ράλληλα η Θεότητα αποσύρθηκε τελείως στα άδυτα του αν­θρώπου Ιησού για να τον αφήσει να αποφασίσει μόνος του απολύτως ελεύθερα. Γι’ αυτό και εκείνος ένιωσε εκείνη την ώρα όλη την αγωνία και είπε: «Η ψυχή Μου είναι περίλυπη μέχρι θανάτου!» Και πρόσθεσε απευθυνόμενος προς τους . τρεις: «Μείνετε εδώ και προσευχηθείτε μαζί Μου!»

Ύστερα απομακρύνθηκε λίγο για να προσευχηθεί: «Πατέρα Μου εάν είναι δυνατό, ας μην πιω αυτό το ποτήρι. Όμως ας μη γίνει αυτό που Θέλω Εγώ, αλλά αυτό που θέλεις Εσύ!» Επειδή όμως λέγοντας τα λόγια αυτά ο ίδιος δεν είχε πάρει ακόμη τελείως την απόφαση, γι’ αυτό η Θεότητα δεν εκδηλώ­θηκε πάλι μέσα του. Ο Ιησούς επέστρεψε τότε στους δικούς του αλλά τους βρήκε να κοιμούνται. Απομακρύνθηκε πάλι και προσευχήθηκε με αυτά τα λόγια: «Πατέρα Μου, εάν δεν είναι δυνατό να αποφύγω αυτό το ποτήρι, τότε ας το πιω και ας γί­νει το θέλημα Σου!»

Για άλλη μια φορά η ψυχή στην ταραχή της αναζήτησε την επαφή προς τα έξω αλλά βρήκε για άλλη μια φορά τους δικούς της να κοιμούνται και μάλιστα τόσο βαθιά που όταν τους φώ­ναξε δεν ξύπνησαν, παρά μόνο μόλις που κουνήθηκαν ασυ­ναίσθητα μέσα στον ύπνο τους.

Τότε πλέον νίκησε ο Ιησούς, ο Υιός του Ανθρώπου.

Έριξε ένα βλέμμα γεμάτο συμπόνια στους δικούς του, ύστε­ρα γύρισε στον τόπο της προσευχής του και φώναξε δυνατά: «Πατέρα, ας γίνει το δικό Σου μόνο θέλημα, γι’ αυτό και θέ­λω να το πιω!»

Τότε η Θεότητα επέστρεψε μέσα του με όλη της την πληρό­τητα, τον δυνάμωσε διαπερνώντας τον ολόκληρο και είπε: «Υιέ Μου, έπρεπε να αποφασίσεις για τελευταία φορά. Τώρα Πα­τέρας και Υιός έχουν ενωθεί μέσα σου και έχουν γίνει αχώρι­στοι για πάντα. Σήκωσε λοιπόν αυτό που σου έχει δοθεί να επωμιστείς! Αμήν!»

Μετά από αυτό σηκώθηκα και πήγα στους μαθητές Μου που κοιμόνταν ακόμη και τους ξύπνησα… Εκείνη τη στιγμή μας πλησίασε μία ομάδα από οπλισμένους φρουρούς του Ναού κρατώντας δαυλούς. Επικεφαλής ήταν ο Ιούδας και πήγαιναν προς το πανδοχείο όπου υπέθετε ότι θα Με έβρισκε. Οι μαθη­τές Με ρώτησαν τι να σήμαινε αυτό, αλλά Εγώ τους παρήγ­γειλα να μείνουν πίσω και βγήκα στο δρόμο για να τους προ­ϋπαντήσω. Όταν ο Ιούδας Με είδε, Με πλησίασε και ήθελε να Με φιλήσει επειδή αυτό ήταν το συμφωνημένο σημάδι για να Με αναγνωρίσουν. Εγώ όμως τον απέκρουσα λέγοντας: “Ιού­δα, έτσι προδίδεις τον Υιό του Ανθρώπου; Θα ήταν καλύτερα για σένα να μην είχες γεννηθεί ποτέ!”

Μετά στράφηκα προς τους ένοπλους και ρώτησα με δυνατή φωνή: “Ποιον ψάχνετε;” Ο αρχηγός τους απάντησε: “Τον Ιη­σού από τη Ναζαρέτ!” Τότε τους είπα “Εγώ είμαι!” και έκανα μερικά βήματα προς το μέρος τους. Οι φρουροί όμως πισωδρόμησαν γιατί είχαν ακούσει πολλά για τη δύναμη Μου και τη φοβόνταν γι’αυτό άλλωστε ο Καϊάφας είχε επίτηδες δια­λέξει υπηρέτες που δεν Με ήξεραν. Μάλιστα με την οπισθο­χώρηση των μπροστινών μερικοί από εκείνους που στέκονταν τελευταίοι έπεσαν από την πρόσκρουση στο χώμα.

Για άλλη μία φορά τους ρώτησα “Ποιον ζητάτε;» γιατί στέ­κονταν διστακτικοί και φοβισμένοι. Όταν ο αρχηγός τους Μου έδωσε την ίδια απάντηση Εγώ επανέλαβα “Σας είπα ότι Εγώ είμαι. Αφού λοιπόν ζητάτε Εμένα, αφήστε τους αυτούς να φύγουν”.

Όταν οι φρουροί αντιλήφθηκαν ότι δεν κινδύνευαν, ντράπη­καν για τον αρχικό τους τρόμο και Με περικύκλωσαν ενώ ο αρχηγός τους τούς φώναζε να έχουν τα μάτια τους αποκλει­στικά σε Μένα επειδή η διαταγή του αρχιερέα ήταν να συλλά­βουν μόνο Εμένα. Ο Ιούδας στεκόταν παράμερα περιμένοντας ότι θα συνέβαινε κάτι. που θα τρομοκρατούσε τους φρουρούς.

Καθώς όμως δεν συνέβη τίποτα ενισχύθηκε η πεποίθηση του ότι η δύναμη Μου θα εκδηλωνόταν μπροστά στο συμβούλιο.

…Η πομπή πέρασε πάνω από το χείμαρρο των Κέδρων και μπήκε στην πόλη από την ίδια πύλη από όπου είχε γίνει η θριαμβευτική είσοδος Μου λίγες μέρες πριν. Οι φύλακες του Ναού Με οδήγησαν καταρχάς στον Άννα που ήταν πεθερός του αρχιερέα Καϊάφα. Ο λόγος που Με έφεραν πρώτα σε εκεί­νον ήταν επειδή ήταν αναπληρωτής του Καϊάφα και επιπλέον είχε δείξει έντονη δραστηριότητα στην υπόθεση Μου. Γι’ αυ­τό έφεραν πρώτα σε εκείνον την είδηση ότι είχαν πετύχει να Με συλλάβουν.

Η πρόθεση δεν είναι να επαναληφθούν σε αυτό το σημείο όλα όσα αναφέρονται αναλυτικά στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη – γιατί αυτή η αποκάλυψη δεν έχει σκοπό να υποκαταστήσει το Ευαγγέλιο του Ιωάννη – απλά θα συμπληρωθούν μερικά κε­νά στα ακόλουθα γεγονότα. Ως εκ τούτου για την υποδοχή που Μου επιφύλαξε ο Άννας καθώς και για την πτώση του Πέτρου μπορεί να διαβάσει κανείς στην Καινή Διαθήκη.

Ο Άννας Με έστειλε δεμένο στον Καϊάφα. Ο Ιούδας ο οποί­ος είχε συνειδητοποιήσει πλέον ότι όλα εξελίσσονταν διαφο­ρετικά από ό,τι περίμενε, ακολούθησε από κοντά σαστισμέ­νος και γεμάτος φόβο για την αποτυχία του σχεδίου του. Ήθε­λε να έρθει μαζί Μου και στον αρχιερέα αλλά δεν του επετράπη η είσοδος.

Στον Καϊάφα είχε συγκεντρωθεί όλο το συμβούλιο και πε­ρίμενε από ώρα την εμφάνιση Μου με ανυπομονησία και εκ­δικητικό μένος. Με κάθε τύπο Μου απήγγειλαν την κατηγο­ρία εναντίον Μου και παρουσιάστηκαν μάρτυρες οι οποίοι όφειλαν να αποδείξουν ότι ήμουν ένοχος εσχάτης προδοσίας. Συγκεκριμένα, τα τεκμήρια που επικαλέστηκαν ήταν η είσο­δος Μου στην πόλη με την παλλαϊκή υποδοχή, το ότι αποτόλ­μησα να εισχωρήσω στα Άγια των Αγίων και ως εκ τούτου είχα αντιποιηθεί την ιερατική εξουσία την οποία δεν κατείχα. Επιπλέον τεκμηριώθηκε λεπτομερώς ότι ήθελα να υποκινήσω το λαό ενάντια στο Ρωμαίο αυτοκράτορα για να γίνω Εγώ βα­σιλιάς. Αλλά όταν χρειάστηκε να παρουσιαστούν μάρτυρες για να το επιβεβαιώσουν με όρκο βασιζόμενοι σε δηλώσεις Μου, δεν βρέθηκε κανένας.

Στο τέλος παρήλασαν οι μάρτυρες που βεβαίωσαν ότι είχα πει: “Γκρεμίστε αυτό το ναό και Εγώ θα τον ξανακτίσω μέσα σε τρεις ημέρες!” Ο Καϊάφας είπε τότε ότι τούτο αποτελεί εξύ­βριση του ιδίου του Ναού, καθότι για ένα τέτοιο έργο απαιτείτο θεϊκή εξουσία, την οποία μόνο ο κεχρισμένος του Κυρίου, ο οποίος θα ερχόταν κάποτε με μεγάλη δύναμη, μπορούσε να διαθέτει. Εγώ είχα δηλώσει ότι είμαι ο Χριστός, δηλαδή ο κε­χρισμένος, και Με όρκισε να πω εάν είμαι στα αλήθεια ο Χρι­στός, ο Υιός του Θεού.

Εγώ του απάντησα σε αυτό: “Συ είπας, όμως σας λέω ότι από εδώ και στο εξής ο Υιός του Ανθρώπου θα κάθεται στα δεξιά της δύναμης του Θεού και θα έρθει πάνω στα σύννεφα του ουρανού στον Πατέρα που κατοικεί μέσα του!” Ακούγο­ντας το αυτό ο αρχιερέας διερρήγνυε τα ιμάτια του και έλεγε: “Βλασφήμησε τα θεία! Τι χρειαζόμαστε άλλους μάρτυρες; Ορί­στε, ακούσατε τις βλασφημίες του!”

Εννοείται ότι όλοι συμφώνησαν μαζί του διότι το συμβού­λιο είχε συγκληθεί μόνο με εκείνους για τους οποίους ο Καϊ­άφας ήξερε ότι του ήταν αφοσιωμένοι και τον υπάκουαν τυ­φλά. Άλλωστε το σχέδιο να Με συλλάβουν και η προδοσία του Ισκαριώτη είχε κρατηθεί κρυφή από εκείνους που ήταν φι­λικά διακείμενοι απέναντι Μου, πράγμα που είχε ήδη φανεί κατά τις τελευταίες προηγούμενες συνεδριάσεις. Έτσι η θανα­τική καταδίκη είχε εκδοθεί ταχύτατα και το μόνο που έλειπε ήταν η επικύρωση από τον Πόντιο Πιλάτο.

Νωρίς το πρωί Με οδήγησαν στο Ρωμαίο άρχοντα και του παρουσίασαν την υπόθεση Μου, ότι δηλαδή ήμουν ένας επα­ναστάτης και βλάσφημος απέναντι στο Θεό και ως εκ τούτου Μου έπρεπε ο θάνατος. Ο Πόντιος Πιλάτος ο οποίος γνώριζε τα της εισόδου Μου στην Ιερουσαλήμ, από την οποία δεν εί­χε διαπιστώσει τίποτα το επαναστατικό, προσπάθησε να Με σώσει, επειδή ως Ρωμαίος έτεινε να πιστέψει ότι ήμουν ένα είδος ημίθεου με ιδιαίτερες δυνάμεις. Έτσι συνομίλησε μαζί Μου όπως είναι γραμμένο στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη και τελικά δήλωσε στους ναΐτες που περίμεναν μπροστά στο πραιτώριο ότι δεν έβρισκε να ευσταθεί καμία κατηγορία εναντίον Μου.

…Οι ιερείς και οι ναΐτες είχαν συγκεντρώσει έξω από το πραν-τώριο όλους τους δικούς τους ανθρώπους (σ.σ. 25.000 άνθρωποι ζούσαν εξαρτημένοι οικονομικά από το Ναό στην Ιερου­σαλήμ) και δεν άφηναν κανέναν άλλον να περάσει. Έτσι ο λα­ός που ήταν με το μέρος Μου στεκόταν τρομοκρατημένος σε κάποια απόσταση ενώ κοντά ήταν μόνο η κλίκα του Ναού που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να επιτύχει την εξόντωση Μου… Είχαν αποφασίσει εκ των προτέρων να Με συλλάβουν και να Με οδηγήσουν στον Πιλάτο σαν επαναστάτη κατά της κρατι­κής εξουσίας. Εάν Με καταδίκαζε θα έβγαινε αβλαβής από αυ­τή την υπόθεση. Εάν όμως δεν δεχόταν να Με καταδικάσει, οι ιερείς τότε θα τον κατήγγειλαν στον Καίσαρα ως ύποπτο και ο Ηρώδης θα τους είχε δώσει μετά χαράς ένα χέρι να στηρί­ξουν αυτή την κατηγορία.

Βέβαια ο Πιλάτος είχε πληροφορηθεί τα σχετικά με αυτό το σχέδιο αλλά επειδή δεν ήξερε πως να το εμποδίσει είχε απο­φασίσει να περιμένει να εξελιχθούν καταρχάς τα πράγματα α­πό μόνα τους. Εντούτοις ενόσω ακόμη αναρωτιόταν τι θα έκα­νε εάν όντως το ιερατείο τού έστηνε αυτή την παγίδα με τον περιβόητο Ιησού, ιδού που εκείνοι είχαν έρθει κιόλας και α­παιτούσαν την άμεση καταδίκη του κατηγορούμενου. Ο Πι­λάτος, κεραυνοβολημένος από την έκπληξη ρώτησε με βρο­ντερή φωνή: “Τι έχει κάνει αυτός ο δίκαιος; Λεν βρίσκω κα­μία αιτία να καταδικαστεί!” Αλλά το ιερατείο και η πληρωμένη κλίκα του φώναζαν με δεκαπλάσια μανία: “Αυτός εδώ είναι ένας λαοπλάνος, ένας στασιαστής που υποκινεί το λαό να ε­παναστατήσει, βεβηλώνει την ημέρα του Σαββάτου, βλασφη­μεί τα θεία και ισχυρίζεται ότι είναι ο γιος του ζωντανού Θεού! Όλα αυτά τιμωρούνται με την εσχάτη των ποινών σύμφωνα με τους νόμους μας που και η Ρώμη τους σέβεται αλλά και σύμφωνα με τους νόμους του Καίσαρα. Γι’ αυτό καταδίκασέ τον και σταύρωσέ τον, αλλιώς είσαι εχθρός του Καίσαρα!” Η κατηγορία αυτή έκανε τον Πιλάτο να τα χάσει κάπως και δεν ήξερε πράγματι τι να κάνει. Έτσι σκέφτηκε εν τάχει ότι δεν του έμενε άλλο από το να υποχωρήσει μπροστά σε αυτή την κάπως απρόβλεπτη ύπουλη πλεκτάνη και εν ονόματι της ανε­ξιχνίαστης ειμαρμένης να συμβιβαστεί ικανοποιώντας τις απα­ιτήσεις της μισητής του κάστας των ιερέων.»

…Ο Πιλάτος είχε φοβηθεί διότι γνώριζε το Ναό και ήξερε ότι ήταν ικανοί για όλα… Προσπάθησε με όλα τα μέσα να γλι­τώσει τον Ιησού μα ήταν όλα άδικος κόπος, ώσπου τελικά τε­λείως αγανακτισμένος ένιψε δημόσια τα χέρια του λέγοντας: «Δεν θέλω να έχω καμία ευθύνη για το αίμα αυτού του αθώου. Γιατί για το δικό μας νόμο δεν έχει φταίξει. Αφού εσείς έχετε ένα δικό σας νόμο, όπως λέτε, πάρτε τον και καταδικάστε τον». Τότε οι αρχιερείς κραύγαζαν: «Το αίμα του ας πέσει επάνω σε μας και στα παιδιά μας! Όμως δεν μας επιτρέπεται να λερώ­σουμε τα χέρια μας με αίμα, γι’ αυτό δώσε μας Ρωμαίους στρα­τιώτες!»

…Μετά την απελευθέρωση του Βαραββά ο όχλος απαιτού­σε ακόμη πιο πεισματικά τη σταύρωση του Ιησού και δεν δε­χόταν επουδενί να φυλακισθεί αντί να σταυρωθεί, καθώς δε έλεγαν τον Πιλάτο δειλό, εκείνος αγανάκτισε στο έπακρο και είπε: «Να, ελεεινοί! Πάρτε τον εγκληματία σας που είναι πιο δίκαιος από ό,τι είσαστε εσείς και ορίστε και οι στρατιώτες! Φύγετε και κάντε μαζί του ό,τι θέλετε, τη μαρτυρία μου για αυτόν και για σας θα τη δώσω με το ίδιο μου το χέρι!» Με τα λόγια αυτά τους γύρισε την πλάτη αφήνοντας τους τον Ιησού και οι ιερείς έβαλαν τους στρατιώτες να τον πιάσουν και να τον σταυρώσουν…

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να εξετασθεί ένα θέμα το οποίο έχει απασχολήσει πολλούς ιστορικούς και θεολόγους. Συγκεκριμένα προβάλλει το ερώτημα πώς ήταν δυνατό ο ισχυρός άρχοντας Πιλάτος, που κατά τα άλλα ήταν ανήλεος με τους Ιουδαίους, να υποκύψει στις πιέσεις του ιερατείου και να κα­ταδικάσει τον Ιησού σε κατάφωρη παραβίαση του δικαίου που είχε αναγνωρίσει και ο ίδιος. Έχουν γίνει πολλές υποθέσεις πάνω σε αυτό το θέμα’ μία ευρύτατα διαδεδομένη π.χ. είναι η άποψη ότι ο Πιλάτος εξέλαβε τον Ιησού όντως για έναν πολιτικό επαναστάτη. Αυτή η άποψη όμως αντιφάσκει με την κα­τηγορηματικά αθωωτική δήλωση του για τον Ιησού. Άλλωστε είναι ευνόητο ότι οι Ρωμαίοι θα παρακολουθούσαν στενά έναν άνθρωπο ο οποίος επανειλημμένα συγκέντρωνε είκοσι ως τριά­ντα χιλιάδες άτομα στα κηρύγματα του.

Οι νέες αποκαλύψεις σε σύμπραξη με τα ιστορικά στοιχεία ρίχνουν ένα νέο φως στα παρασκήνια αυτής της κακοδικίας που είναι ανεπανάληπτη στα δικαστικά χρονικά.

Καταρχάς θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του τα ιστορικά δεδομένα της εποχής εκείνης. Αυτοκράτορας τότε ήταν ο Τι­βέριος και ο πιο στενός συνεργάτης του ήταν ο στρατηγός της πραιτοριανής φρουράς Σεϊανός, ο οποίος ήταν φανατικός αντισημίτης. Όπως γράφει ο ιστοριογράφος Ευσέβιος απαιτούσε «την εξόντωση όλης της ιουδαϊκής φυλής».

Το έτος 26 ο ηλικιωμένος Τιβέριος αποσύρεται στο ανάκτο­ρο του στο Κάπρι και αφήνει την κυβέρνηση στα χέρια του Σεϊανού χωρίς να παραλείψει όμως να παρακολουθεί κρυφά τις κινήσεις τού προστατευομένου του. Και κάνει πολύ καλά, καθώς από τον Εωσφόρο και ύστερα πολύ συχνά οι υψηλά ιστάμενοι δεν δέχονται ευχαρίστως κάποιον ακόμη υψηλότε­ρα ιστάμενο από πάνω τους. Την ίδια χρονιά ο Σεϊανός τοπο­θετεί διοικητή της Ιουδαίας τον Πόντιο Πιλάτο, ο οποίος ήταν ένας ιππέας της κατώτερης τάξης και ως εκ τούτου κανονικά ανάξιος για ένα τόσο υψηλό αξίωμα κατά τα ειωθότα της τό­τε εποχής. Προφανώς λοιπόν ο Σεϊανός γνώριζε ότι ο Πιλάτος δεν συμπαθούσε τους Ιουδαίους. Η συνεργασία μεταξύ των δύο ανδρών είναι αγαστή και ο Πιλάτος ακολουθεί πιστά τις πολιτικές επιλογές του προϊσταμένου του.

Στο μεταξύ όμως ο Τιβέριος έχει πληροφορηθεί ότι ο Σεϊανός θέλει να τον παραμερίσει και φροντίζει να τον προλάβει. Στις 18 Οκτωβρίου του 31 ο Σεϊανός συλλαμβάνεται και εκτε­λείται στη Ρώμη και η ίδια μοίρα περιμένει και τους πολιτι­κούς του φίλους. Ταυτόχρονα όλοι οι διοικητές των διαφόρων επαρχιών λαμβάνουν την εντολή να παύσουν αμέσως κάθε αντισημιτικό μέτρο. Ο Πιλάτος που είχε γίνει διοικητής χάρη στην εύνοια του Σεϊανού φοβάται το χειρότερο και κάνει τα αδύνατα δυνατά για να μην προκαλέσει την προσοχή της Ρώ­μης. Ο ανώτερος ιουδαϊκός κλήρος ήταν πλήρως ενήμερος για αυτές τις λεπτές ισορροπίες και η εκβιαστική τακτική του στη δική του Ιησού ήταν καλά υπολογισμένη. Όταν αντιλήφθηκαν ότι ο Πιλάτος δίσταζε να γίνει όργανο τους τον έβαλαν προ­μελετημένα μπροστά στο δίλημμα: «Καταδίκασε τον Ιησού, αλλιώς είσαι εχθρός του αυτοκράτορα!»Έτσι ο Πιλάτος, ανα­γκάστηκε να συμπλεύσει μαζί τους παρά τη θέληση του για να μην καταποντισθεί και ο ίδιος.

Για την περαιτέρω εξέλιξη της ιστορίας των παθών η νέα αποκάλυψη αναφέρει τα ακόλουθα: «Δεν πρόκειται να ακο­λουθήσει η ακριβής περιγραφή όλων των μαρτυρίων στα οποί­α αναγκάστηκε να υποβληθεί το σώμα Μου διότι αυτά είναι πράγματα τα οποία δεν μπορεί να τα συλλάβει καμία ανθρώ­πινη ψυχή όσο βρίσκεται ενσαρκωμένη ακόμη μέσα στο σώ­μα… Εδώ θα διορθωθούν μόνο διάφορα λάθη ώστε να δοθεί φως γύρω από ορισμένα πράγματα σχετικά με το σωματικό θάνατο στο σταυρό. Έτσι με βάση το Ευαγγέλια τα οποία εί­ναι αρκετά ακριβή όσον αφορά αυτό το θέμα θα μπορεί να δια­γραφεί μία σαφής εικόνα της τελευταίας ώρας του Υιού του Ανθρώπου… Ο Σίμων ο Κυρηναίος που ήταν γνωστός στους ιερείς ως οπαδός της διδασκαλίας Μου διασταυρώθηκε με την πορεία και κοίταζε με αποτροπιασμό και γεμάτος συμπόνια την αξιοθρήνητη κατάσταση Μου. Τότε του φώναξε σαρκάζοντας ένας από τους νάΐτες: “Κοίτα λοιπόν το μεγάλο σου δά­σκαλο που δεν μπορεί ούτε τον εαυτό του να βοηθήσει. Τώρα ξεσκεπάζονται όλες οι απάτες του!” Ο Σίμων αγανακτισμένος απάντησε με προφητικό πνεύμα: “Θα καταριέστε την ώρα και τη στιγμή που κάνατε αυτό το πράγμα! Όσο για μένα, θα ήθε­λα να μπορούσα να υπηρετήσω τον Κύριο μου για να απαλύ­νει ο πόνος του”.

‘Έλα τότε να τα πάθεις!” φώναξαν με κακεντρέχεια μερικοί ιερείς. “Αφού τολμάς να εξυβρίζεις τις πράξεις του Ναού, γι’ αυτό σου βάζουμε τιμωρία να κουβαλήσεις το σταυρό του δα­σκάλου σου!” Ακούγοντας το ο Σίμων έσπευσε με χαρά να φορτώσει το βαρύ σταυρό στους γεροδεμένους ώμους του και επιπλέον Μου έτεινε το χέρι για να στηριχθώ και να σηκωθώ από το χώμα όπου ήμουν πεσμένος. Μα τη στιγμή που έπια­σα το χέρι του ο Σίμων δυνάμωσε τόσο πολύ ώστε σήκωσε με μεγάλη ευκολία το βαρύ φορτίο.

Όλοι οι κοντινοί Μου φίλοι οι οποίοι δεν μπορούσαν να φτά­σουν στο δικαστήριο στη διάρκεια της δίκης τώρα ακολουθού­σαν από κοντά. Συνάμα είχε πλησιάσει και ένα μεγάλο μέρος του πλήθους το οποίο προηγούμενα είχε σταθεί παράμερα φο­βισμένο καθώς η κλίκα του Ναού ωρυόταν ζητώντας τη σταύ­ρωση Μου. Όταν η πορεία πλησίασε την πύλη όπου υπήρχε η δυνατότητα να απλωθούν σε ένα γειτονικό πλάτωμα, όλοι αυ­τοί έδειξαν απειλητικές διαθέσεις. Αλλά οι Φαρισαίοι που εί­χαν βέβαια φοβηθεί κάτι τέτοιο είχαν παρατάξει εκεί από πριν ένα μεγάλο απόσπασμα από Ρωμαίους στρατιώτες οι οποίοι θα τηρούσαν την τάξη. Όταν οι οπαδοί Μου είδαν ότι δεν εί­χα πια ελπίδα σωτηρίας και ότι ήταν αδύνατο να επιχειρηθεί η βίαιη απελευθέρωση Μου από τα χέρια των εκτελεστών του Ναού ένας μεγάλος θρήνος αναδύθηκε με προεξάρχουσες τις γυναίκες. Γι’ αυτό στράφηκα σε αυτούς που ήταν κοντά Μου και τους είπα: “Μη θρηνείτε για Μένα, αλλά για σας και για τα παιδιά σας. Γιατί αυτοί θα πάθουν πολύ χειρότερα από τα δικά Μου πάθη! Εγώ πηγαίνω να ενωθώ με τον Πατέρα Μου, εκείνοι όμως δεν θα ξέρουν που θα πηγαίνουν!”

Η εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ότι μία δούλη, η Βερο­νίκη, Μού έδωσε ένα μαντήλι για να σκουπίσω τον ιδρώτα Μου. Αυτό είναι αλήθεια γιατί αυτή στεκόταν στην πρώτη σει­ρά με τις άλλες μοιρολογίστρες. Ωστόσο το ότι το πρόσωπο Μου αποτυπώθηκε σε αυτό το μαντήλι είναι ένας θρύλος που δημιουργήθηκε αργότερα, όπως επίσης ας ειπωθεί εδώ παρεμ­πιπτόντως ότι δεν υπήρξε ποτέ κάποιος Ιουδαίος ονόματι Αχαζβέρ ο οποίος Με έδιωξε τάχα από το σπίτι του. Και τα δύο είναι μύθοι που προέκυψαν αργότερα από τις αφηγήσεις ευσεβών ανθρώπων οι οποίοι πάσχιζαν να κοσμήσουν το σω­ματικό Μου θάνατο με όλα τα δυνατά θαύματα και εν μέρει παρεισέφρησαν και στα Ευαγγέλια. Εάν είχαν όντως συμβεί όλα αυτά που θρυλούνται ενόσω το σώμα κρεμόταν στο σταυρό – ο μεγάλος σεισμός, το σκοτείνιασμα του ήλιου, η εμφά­νιση των πνευμάτων και ούτω καθεξής – τότε υπό το βάρος τέ­τοιων συγκλονιστικών σημείων όλοι στην Ιερουσαλήμ θα εί­χαν κάνει χίλιες μετάνοιες για να εξιλεωθούν. Τη δε ανάστα­ση Μου δεν θα την είχαν αντιμετωπίσει με αμφιβολίες, αλλά με χαρά και σαν σημάδι ότι θα είχαν συγχωρεθεί όλες οι αμαρ­τίες τους. Όμως την ώρα της επιθανάτιας αγωνίας Μου δεν έγινε τίποτα το τόσο εξαιρετικό που να υποχρέωνε τον κόσμο να το φέρει αναγκαστικά σε άμεση συσχέτιση με το θάνατο Μου.

… Λέγεται παραδείγματος χάριν ότι όσο το σώμα Μου κρε­μόταν στο σταυρό είχε απλωθεί βαθύ σκοτάδι. Είναι αλήθεια ότι ένα μεγάλο εσωτερικό σκοτάδι κάλυψε την Ιερουσαλήμ, όχι όμως και εξωτερικά. Ο καθένας ένιωθε μέσα του σαν να είχε χάσει κάτι χωρίς να ξέρει τι ήταν. Ακόμη και οι αρχιερείς, οι γραμματείς, οι Φαρισαίοι και οι Ιουδαίοι του Ναού οι οποίοι είχαν ζητήσει επιτακτικά τη θανάτωση Μου, δεν αισθάνθηκαν καμία ικανοποίηση ή χαρά από την πράξη τους.

Για το λόγο αυτό άλλωστε ο Ναός δεν προέβη σε καμία ενέρ­γεια ενάντια στους μαθητές Μου ή τους άμεσους συγγενείς Μου, ούτε εναντίον του Νικόδημου, του Ιωσήφ από την Αριμαθαία και του Λαζάρου που όλοι τους ήρθαν για προσκύνη­μα στο σταυρό Μου και παρευρίσκονταν στις τελευταίες Μου ώρες. Μάλιστα οι δικοί Μου έλαβαν την άδεια να μείνουν κο­ντά Μου, γεγονός που οφειλόταν κυρίως στο κύρος του Νικό­δημου που ήταν μέλος του ανώτατου συμβουλίου, καθώς δια­φορετικά οι στρατιώτες απέκλειαν το χώρο και απαγορευόταν αυστηρά η πρόσβαση στον καθένα. Αλλά κατόπιν μεσολάβη­σης του έγινε μία εξαίρεση. Ωστόσο εκτός από τον Ιωάννη οι πιο κοντινοί μαθητές Μου δεν ήταν παρόντες, όπως το είχα συχνά προφητέψει παλιότερα. Ο ποιμένας κτυπήθηκε κι έτσι τα πρόβατά του σκορπίστηκαν. Ύστερα από τη σύλληψη Μου είχαν εν μέρει καταφύγει στο Λάζαρο ή κρύβονταν σε φίλους. Μόνο ο Ιωάννης τολμούσε να εμφανίζεται παντού ανοιχτά, να στηρίζει και να παρηγορεί τη φυσική Μου μητέρα.

Ο Πέτρος ο οποίος είχε πέσει σε βαθιά μεταμέλεια μετά την πτώση του, ακολούθησε κρυφά την πορεία καθώς περνούσε μέ­σα από τους δρόμους της Ιερουσαλήμ. Απέφυγε να έρθει σε επαφή με τους άλλους αδερφούς επειδή στην ψυχή του ένιωθε την ανάγκη να είναι μόνος του. Για πρώτη φορά καταλάβαινε πλήρως τι σήμαινε το έργο Μου και σε αυτό αποδείχθηκαν πο­λύ χρήσιμες οι ασκήσεις που είχε κάνει στο Εφραίμ. Είχε ανα­γνωρίσει τη φύση και το σκοπό της αποδημίας Μου από τη γη, γι’ αυτό είχε πειστεί ολόψυχα για την αναγκαιότητα της όπως και για την προφητεμένη ανάσταση Μου στην οποία πίστευε ακράδαντα χωρίς να το φανερώσει ούτε με μία λέξη.

…Τη στιγμή που η ψυχή Μου έφευγε από το σώμα Μου έγινε είναι η αλήθεια ένας σεισμός. Αλλά το φαινόμενο αυτό δεν έ­κανε ιδιαίτερη αίσθηση, καθώς στην εποχή Μου σε εκείνη την περιοχή οι υποχθόνιες δυνάμεις της κοιλάδας του Ιορδάνη εκ­δηλώνονταν πολύ πιο συχνά από ό,τι σήμερα και ως εκ τού­του οι δονήσεις της γης δεν ήταν κάτι τόσο σπάνιο. Εξάλλου στους πορωμένους Ιουδαίους δεν πέρασε καν από το νου ότι το φαινόμενο αυτό είχε να κάνει στην πραγματικότητα με το θάνατο Μου.

Είναι επίσης αλήθεια ότι το παραπέτασμα στο Ναό σχίστη­κε σαν ένα εξωτερικό σημάδι ότι δεν υπάρχει πλέον κανένας φραγμός για αυτόν που θέλει να φτάσει στα Άγια των Αγίων της καρδιάς του Πατέρα, απεναντίας ο καθένας μπορεί να φθά­σει ως εκεί για να λάβει την αιώνια ζωή, αλλά και αυτό το συμ­βάν αν και αξιοπερίεργο δεν προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στη συνέχεια. Οι ιερείς που ήταν της υπηρεσίας εκείνη την ημέρα έβαλαν πάλι το παραπέτασμα στη θέση του και με αυτό έλη­ξε το θέμα.

Μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι ο ήλιος έχασε τη λάμψη του. Έχει ήδη ειπωθεί ότι δεν έγινε έκλειψη του ηλίου. Ωστόσο εί­ναι γνωστό τοις πάσι ότι στις θερμότερες χώρες πριν από ένα σεισμό επικρατεί μια βαριά, μουντή ατμόσφαιρα με αποτέλε­σμα να χάνει αρκετά ο ήλιος από τη λάμψη του. Κάτι παρό­μοιο έγινε και εδώ. Βέβαια ο λόγος που ο ήλιος δεν έλαμπε ήταν διαφορετικός από ό,τι συνήθως, αν και το φαινόμενο ήταν το ίδιο.

Όταν το σώμα είχε πλέον πεθάνει και η εκδικητικότητα των εχθρών είχε τελείως καταλαγιάσει, το πλήθος δεν άργησε να διασκορπιστεί για το λόγο ότι ένα εσωτερικό αίσθημα φρίκης – ακριβώς αυτό το εσωτερικό σκοτάδι που αναφέρθηκε προη­γούμενα- έσπρωχνε τον καθένα να αναζητήσει καταφύγιο στο σπίτι του, όπου οι Ιουδαίοι σύμφωνα με το έθιμο τους έπρεπε να προετοιμαστούν για την αργία του Σαββάτου που άρχιζε ήδη με τη δύση του ήλιου.

Οι οπαδοί Μου πλησίαζαν τώρα όλο και πιο κοντά στον τό­πο της εκτέλεσης έτσι ώστε ο κύκλος γύρω Μου μεγάλωσε σημαντικά. Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία είχε πάει πρωτύτερα από τον Πιλάτο και είχε ζητήσει να του δοθεί η σωρός Μου, μία προνομιακή μεταχείριση η οποία δεν δινόταν πάντοτε. Εντούτοις ο Πιλάτος του την παραχώρησε ευχαρίστως μια και με αυτό τον τρόπο, όπως και με την τρίγλωσση επιγραφή στην κορυφή του σταυρού ότι ήμουν ο βασιλέας των Ιουδαίων, ήθελε να τους εξοργίσει.

Οι φίλοι Μου κατέβασαν το σώμα Μου από το σταυρό, το καθάρισαν και το μύρωσαν και με μεγάλη προσοχή το ενταφίασαν μέσα σε ένα λαξεμένο βράχο που ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας προόριζε για δική του τελευταία κατοικία. Ο Γολγοθάς ήταν βέβαια ένας βραχώδης λόφος όμως το σημείο αυτό συ­νόρευε με μία πυκνοκατοικημένη περιοχή όπου πολλοί πλού­σιοι Ρωμαίοι και Ιουδαίοι είχαν αγοράσει γη για να χτίσουν πολυτελείς επαύλεις, έτσι εξηγείται και η εγγύτητα του κή­που… Ρωμαίοι στρατιώτες είχαν λάβει την εντολή να φυλούν σκοπιά στον τάφο επί πέντε ημέρες…»

Τα όσα διαδραματίστηκαν στη συνέχεια στο πνευματικό επί­πεδο θα παρουσιαστούν αναλυτικά στο κεφάλαιο της «Υπέρβασης του Θανάτου».