Η ΠΑΡΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η παραψυχολογία είναι ένας συλλογικός όρος με τον οποίο εν­νοείται η επιστήμη των υπεραισθητών φαινομένων και των ανεξή­γητων ψυχικών δυνάμεων. Αποτελεί δηλαδή ουσιαστικά μία ορια­κή επιστήμη καθώς είναι ο συνδετήριας κρίκος μεταξύ της επίση­μης επιστήμης και του πνευματικού κόσμου. Σαν ένας επιμέρους τομέας της ψυχολογίας ερευνά τα παραφυσικά φαινόμενα πέραν των πέντε αισθήσεων και αναζητεί παράλληλα λογικές εξηγήσεις γι’ αυτά.

Η γέννησή της χρονολογείται το 1882, όταν ιδρύθηκε στην Αγ­γλία η «Εταιρία ψυχικών ερευνών» (Society for Psychical Re­search). Οι ιδρυτές ήταν κυρίως επιστήμονες και διανοούμενοι ακα­δημαϊκού επιπέδου. Μέχρι και σήμερα η Ε.Ψ.Ε. έχει δημοσιεύσει πε­ρισσότερους από σαράντα τόμους με παραφυσικά φαινόμενα και έρευνες. Με την πάροδο του χρόνου το αντικείμενο της διευρύν­θηκε σε τομείς όπως η τηλεπάθεια, η ψυχομετρία, η ψυχοκίνηση, η μετεώρηση, η τηλεκινησία, ο πνευματισμός, η υπνοβασία, οι εκ­δηλώσεις φαντασμάτων, η διόραση, ο ζωικός μαγνητισμός, τα αστρικά ταξίδια, η ραδιαισθησία, ο υπνωτισμός, ο εξορκισμός, η τηλαισθησία, η τηλενέργεια, κ.τ.ό.

Οι παραψυχολόγοι διαχωρίζονται σε δύο μεγάλες ομάδες: 1. Στους ανιμιστές, που πιστεύουν ότι όλα τα παραφυσικά φαινόμε­να προέρχονται αποκλειστικά από ψυχικές ενέργειες ανθρώπων ή ζώων. 2. Στους πνευματιστές που παραδέχονται τη δράση αόρατων υπερκόσμιων οντοτήτων. Κατά μία άλλη διατύπωση, η παραψυχολογία χωρίζεται σε δύο μεγάλες θεωρίες, τη θεωρία του διαπρο­σωπικού πεδίου και τη θεωρία των πνευματιστών.

Η πρώτη θεωρία για να εξηγήσει φαινόμενα που υπερβαίνουν το χώρο, το χρόνο και το νόμο της αιτιότητας, παίρνει ως βάση μία ψυχική ενέργεια, η οποία έχει προκύψει από το μετασχηματισμό μίας από τις γνωστές φυσικές μορφές ενέργειας. Ένα μοντέλο το οποίο αρέσκεται να χρησιμοποιεί η θεωρία αυτή είναι το πεδίο βαρύτητας των αστρικών σωμάτων. Η βαρύτητα, την οποία διατύπω­σε μαθηματικά ο Ισαάκ Νιούτον (1643-1727). εξακολουθεί να απο­τελεί μία αινιγματική μορφή ενέργειας που δρα δυναμικά και υπερ­βαίνει τα όρια του χώρου. Παρόμοιες ιδιότητες αποδίδονται στην «ψυχική ενέργεια».

Πολλά ερωτήματα παραμένουν ωστόσο αναπάντητα με αυτή τη θεωρία, όπως π.χ. η «χρονική υπερβατικότητα» της ψυχής, δηλαδή η ικανότητα όρασης μελλοντικών ή παρελθόντων γεγονότων. Έ­τσι απαιτούνται άλλες βοηθητικές υποθέσεις για τη στήριξη της ά­ποψης των ανιμιστών.

Σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρία οι τηλενέργειες, η υπερβατικότητα της ψυχής, δεν πραγματοποιούνται μέσω ενός πεδίου ψυχικής ενέργειας, αλλά από την ψυχή που εξέρχεται από το σώμα, όπου η ψυχή εννοείται ως μία ανεξάρτητη προσωπική οντότητα, Πάντως πολλοί παραψυχολόγοι οπαδοί της δεύτερης θεωρίας αποφεύγουν συστηματικά εκφράσεις και υποθέσεις που θυμίζουν τον πνευμα­τισμό, γιατί υπό τη σκέπη του έχουν γεννηθεί πολλές κινήσεις με θρησκευτικές κοσμοθεάσεις, ενώ οι παραψυχολόγοι προτιμούν να θεωρούνται ως επιστήμονες. Αυτό όμως σημαίνει γι’ αυτούς ένα ο­ρισμένο δίλημμα γιατί περιορίζονται σε επιστημονικά αποδεκτές υποθέσεις και έτσι αγνοούν ή απορρίπτουν συναρτήσεις με την ψυχικο-πνευματική σφαίρα. Σχετικά με την επιστημονική τεκμηρίω­ση πνευματικών φαινομένων σε μία καταγραφή της Μπέρτα Ντούντε λέγονται όμως τα εξής:

«Μέσω της έρευνας δεν μπορείτε να προσπελάσετε σε καμία πνευ­ματική περιοχή και θα είναι μάταιη οποιαδήποτε προσπάθεια να αποκτήσετε μία αληθινή εικόνα όσων βρίσκονται πέρα από τα. γή­ινα. Με εργαλείο την έρευνα μπορείτε μεν να λύσετε όλα τα γήινα προβλήματα και να βρείτε επίσης αποδείξεις που να τεκμηριώνουν την ορθότητα των πορισμάτων σας, αλλά δεν θα καταφέρετε ποτέ να προσκομίσετε αποδείξεις που να θεμελιώνουν πνευματικούς συλλογισμούς».

Αυτό θα πρέπει να είναι απόλυτα κατανοητό τουλάχιστον για εκείνους που γνωρίζουν το Λόγο του Θεού από τη Βίβλο ή και τις νέες αποκαλύψεις, γιατί είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος τοποθετείται στον κόσμο με τον προορισμό να φτάσει στη μακαριότητα με τη βο­ήθεια της πίστης, καθώς από ένα σημείο και μετά η επιλογή της πί­στης είναι ταυτόχρονα και επιλογή της βούλησης. (Κατά Ιωάννη 20. 31. Προς Γαλάτες 3, 26. Ιωάννη Α’ 5, 4. Προς Εβραίους 11,6).

Με άλλα λόγια δεν πρέπει να είναι οι αποδείξεις που πειθαναγκάζουν κάποιον να πιστέψει και για το λόγο αυτό το σχέδιο του Θεού για την πνευματοποίηση των ανθρώπων, πραγματώνεται μέ­σα σε τελείως φυσιολογικά πλαίσια εδώ στη Γη. Ούτε επιτρέπεται να καταργηθεί ο νόμος της ελεύθερης βούλησης με το να γίνεται χρήση υπερφυσικών σημείων προκειμένου να αφυπνιστεί η πίστη όσων δεν πιστεύουν.

Είναι λοιπόν εύδηλο ότι κάθε προσπάθεια να πειστούν οι άνθρω­ποι υπό το βάρος αποδεικτικών στοιχείων δεν ανταποκρίνεται στη θεία θέληση, όσο ευγενικά και αν είναι τα κίνητρα. Όποιος επο­μένως προσπαθεί παρ’ όλα αυτά να επηρεάσει τους άθεους με ε­πιχείρημα κάποιες αποδείξεις, στην ουσία αποδεικνύει ότι ακόμη δεν γνωρίζει την τάξη και τη βούληση του Θεού. Κατά συνέπεια δεν είναι δυνατό μία τέτοια προσπάθεια να έχει την ευλογία του, μια που αυτός που αναζητεί πειστικές αποδείξεις εργάζεται κατά βάση χωρίς θεϊκή βοήθεια, παρ’ όλο που είναι πολύ πιθανό να έρ­θει σε επαφή με κάποιες πνευματικές δυνάμεις που προκαλούν το θαυμασμό του κόσμου. Αλλά είτε οι δυνάμεις αυτές βρίσκονται ε­ξίσου σε άγνοια είτε εργάζονται συνειδητά ενάντια στον Θεό, αν και υπό το μανδύα του καλού και αληθινού.

Αναμφισβήτητα η παραψυχολογία δεν είναι εξασφαλισμένη α­πό κινδύνους, για το λόγο ότι είναι ένας τομέας όπου ο άνθρωπος ανοίγεται απέναντι σε άγνωστες υπερκόσμιες δυνάμεις συνειδητά ή ασυνείδητα. Η θεληματική ενασχόληση μαζί της προσελκύει α­ναπόφευκτα διάφορα πνεύματα που είναι κατά κανόνα ανώριμα και προσκολλημένα ακόμη στο γήινο πεδίο. Επίσης το πνευματικό επίπεδο των παραψυχολόγων παίζει σημαντικό ρόλο και επειδή συνήθως πρόκειται για ερωτήματα εγκόσμιου χαρακτήρα που τους απασχολούν, οι απαντήσεις που τους μεταβιβάζονται είναι αντί­στοιχα μέσα στην εγκόσμια λογική.

Το άνοιγμα προς την παραψυχολογία το δηλώνει κάποιος φανε­ρά από τη στιγμή που ασχολείται ενεργά μαζί της, π.χ. διαβάζο­ντας σχετικά βιβλία, συμμετέχοντας σε διαλέξεις ή σεμινάρια, πει­ραματιζόμενος με κάποιο από τα παρακλάδια της κ.λπ.

Επειδή η παραψυχολογία είναι ένας συλλογικός όρος που περι­λαμβάνει πάρα πολλές και τελείως διαφορετικές μεταξύ τους από­ψεις και κατηγορίες ανθρώπων, το οποίο μεθερμηνευόμενο σημαί­νει από τον «άπιστο Θωμά» έως τους συνειδητά πιστούς χριστια­νούς, είναι προφανές ότι αντίστοιχα πολυειδή είναι τα πνεύματα που προσελκύονται από τον άλλο κόσμο. Και συνεπώς είναι επί­σης προφανές ότι οι ενασχολούμενοι με την παραψυχολογία, προ­σελκύουν ανάλογα με τις αντιλήψεις τους και την ωριμότητα τους αντίστοιχα πνεύματα που τους υποβάλλουν τις σκέψεις και τα πι­στεύω τους.

Ως γνωστόν, η νοοτροπία, η στάση ζωής, το φρόνημα και η θέλη­ση του καθενός καθορίζουν τι είδους πνευματικές οντότητες τον περιβάλλουν αλλά ένα γεγονός που ελάχιστοι γνωρίζουν είναι ό­τι στα πνευματικά θέματα δεν παράγουμε εμείς μόνοι μας τις σκέψεις μας παρά τις αντλούμε από αυτές τις πνευματικές οντότητες που μας περιβάλλουν και ανταποκρίνονται στην ποιότητα της βούλησης μας, στο πώς θέλουμε να ζούμε και να σκεφτόμαστε, με απλά λό­για. Από αυτό εξάγεται λογικά το συμπέρασμα ότι ο κάθε άνθρω­πος καθορίζει από μόνος του το εάν προσελκύει το φως ή τo σκο­τάδι. Αλλά το θέμα αυτό θα εξεταστεί αναλυτικά σε ένα ξεχωρι­στό κεφάλαιο για τον πνευματισμό στη συνέχεια του βιβλίου.

Καθώς λοιπόν η παραψυχολογία συνεπάγεται ουσιαστικά ένα ά­νοιγμα προς το άγνωστο, από το οποίο απουσιάζει η αγγελική προ­στασία, είναι άρα ευνόητοι οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν και ιδιαί­τερα για εκείνους που δεν γνωρίζουν ότι είναι πολύ δεκτικοί σε αμφισβητήσιμης ή κακής ποιότητας πνευματικές επιρροές.

Το κέντρο βάρους της παραψυχολογίας καταλαμβάνει η έρευ­να των αποδείξεων, για την οποία απαιτούνται διαρκώς νέα στοι­χεία, γιατί όσο ο άνθρωπος δεν αποκτά μέσα στην καρδιά τον την εσωτερική βεβαιότητα για τα πνευματικά ερωτήματα, εξακολουθεί να αμφιβάλλει για τις εξωτερικές αποδείξεις και να αντιδρά όπως ο «άπιστος Θωμάς». Για όσους ενδιαφέρονται πραγματικά για την πνευματική τους εξέλιξη, αξίζει να αναφερθεί μία συμβουλή του Ιησού από το «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» (M.E.I.) του Ιάκωβου Λόρμπερ: «Αφήστε καταρχάς κατά μέρος τις άχρηστες έρευνες αναφορικά με τις σχέσεις, τα φαινόμενα, τα αίτια και τα αιτιατά των πραγμάτων μέσα στον κόσμο, μια και με τον τρόπο αυ­τό σε εκατό χρόνια δεν θα πλησιάσει η ψυχή ούτε ένα χιλιοστό πιο κοντά στον αληθινό σκοπό της ζωής της. Γιατί από αυτό το δρόμο δεν μπορεί να φτάσει σε καμία αληθινή, εσωτερική γνώση παρά μόνο σε εξωτερικές, επιφανειακές και ασύνδετες μεταξύ τους αντιλήψεις και τυφλές υποθέσεις, από τις οποίες ποτέ δεν προκύ­πτει ένα τακτικό, χαρακτηριζόμενο από συνοχή σύνολο γνώσης και επίγνωσης. Για το λόγο αυτό η ψυχή βρίσκεται διαρκώς σε μία αγ­χώδη αναζήτηση, από την οποία ελάχιστα αποκομίζει για την αληθινή τελείωση της»

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως οι άνθρωποι οφείλουν να φτά­σουν από το δρόμο της πίστης στον Θεό και αυτό βέβαια είναι αντίθετο με τις αποδείξεις της παραψυχολογίας, καθότι η αληθινή πίστη δεν βασίζεται πάνω στην ανθρώπινη σοφία, αλλά στη δύνα­μη του Θεού (Προς Κορινθίους Α’ 2, 5) αφού με την πίστη νικιέται ο κόσμος (Ιωάννη Α’ 5,4).

Δεν επιτρέπεται επομένως να αναγκάζεται κάποιος να πιστέψει υπό την πίεση συγκεκριμένων, απτών αποδείξεων, γιατί η ελευθε­ρία της βούλησης είναι απαραβίαστη σύμφωνα με το θεμελιακό συμπαντικό νόμο. Ειδάλλως θα ήταν προφανώς πολύ εύκολο για το Δημιουργό να παρουσιάσει τις πιο πειστικές αποδείξεις της ύπαρ­ξης του κόσμου του πνεύματος. Αλλά αυτό θα υπονόμευε τον απώ­τερο προορισμό του ανθρώπου αφού η επιστροφή του στον Θεό και η θέωσή του πρέπει να είναι προϊόν ελεύθερης απόφασης. Και το γε­γονός αυτό αποκλείει να βρεθεί ποτέ μία εκατό τα εκατό ατράντα­χτη εξωτερική απόδειξη, όσο ο ίδιος ο άνθρωπος δεν έχει κάνει κτήμα του τη ζωντανή εσωτερική πίστη. Σε τελευταία ανάλυση άλ­λωστε, τα εξωτερικής προέλευσης τεκμήρια έχουν ως αποτέλεσμα ότι οι άνθρωποι εμποδίζονται να στραφούν στο εσωτερικό τους και να δουλέψουν συνειδητά πάνω στον εαυτό τους για να τελειοποιη­θούν. Αντίθετα διεγείρουν ακόμη περισσότερο τη φυγόκεντρο τάση για εξωστρεφή έρευνα από την οποία τρέφεται ο νους αλλά ό­χι η ψυχή. Από την άλλη ωστόσο είναι λάθος ο ισχυρισμός ότι πρέπει να πιστεύουμε τυφλά. Όποιος διαβάζει με προσοχή τη Βί­βλο και τις νέες αποκαλύψεις βρίσκει πολλά σημεία που λένε ρη­τά ότι θα πρέπει να ελέγχεται επισταμένα κάθε διδασκαλία. Έτσι στην Ντούντε π.χ. εξηγείται δημιουργικά πώς η πίστη μπορεί να είναι καρπός ενδελεχούς ή ώριμης σκέψης: «Χάρη στην πίστη του θα πρέπει να γίνει ο άνθρωπος μακάριος… Τι είναι όμως πίστη; Πότε μπορεί να πει κανείς δικαιωματικά ότι πιστεύει; Όταν δίνεται σε κάποιον μία πνευματική διδασκαλία, δεν μπορεί να απαιτήσει ή να προσάγει αποδείξεις που θα την στηρίξουν, γιατί αυτό που είναι πνευματικό βρίσκεται έξω από τη σφαίρα της διανοητικής του λει­τουργίας και δεν μπορεί ποτέ να τεκμηριωθεί βάσει αποδείξεων. Ε­πομένως, αυτός που πιστεύει είναι υποχρεωμένος να δεχθεί σαν α­ληθινό κάτι το οποίο δεν μπορεί να αποδειχθεί.

Και εντούτοις, εάν θέλει να γίνει μακάριος, δεν αρκεί η τυφλή πί­στη, η οποία σημαίνει ότι δεν εκφέρει αντίθετη γνώμη, ότι δηλαδή αποδέχεται φαινομενικά σαν αληθινά αυτά που τον διδάσκουν. Αυ­τό που απαιτείται αντίθετα από τον καθένα, είναι ν’ αποδεχθεί μια διδασκαλία από πλήρη εσωτερική πεποίθηση, επειδή έχει πεισθεί ενδόμυχα απολύτως, ακόμη και χωρίς καμία απόδειξη. Όμως η ε­σωτερική αυτή πεποίθηση είναι πάντοτε καρπός μίας διανοητικής λειτουργίας, πρόκειται δηλαδή για μία τοποθέτηση απέναντι σε αυ­τά που του ζητούν να πιστέψει. Και η τοποθέτηση αυτή πρέπει να προέλθει από αυτόν τον ίδιο χωρίς εξωτερική πίεση, οφείλει δηλα­δή να στοχασθεί επισταμένα γύρω από τη συγκεκριμένη διδασκα­λία, ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά, εωσότου καταλήξει από μό­νος του σε μία γνώμη, την οποία θα μπορεί να υποστηρίξει με πλήρη πεποίθηση, όταν αυτό του ζητηθεί».

Στη βάση αυτής της πίστης που έχει υποβληθεί στη διαφωτιστι­κή βάσανο της λογικής, μιας λογικής όμως που εδράζεται στην καρδιά και όχι στον εγκέφαλο, γεννιέται κατόπιν η ζωντανή πί­στη που είναι εκείνη όπου κάποιος πρεσβεύει απόλυτα πεισμένος κάτι που δεν μπορεί να αποδειχτεί. Και το πιστεύει για το λόγο ό­τι εφαρμόζει την πίστη του στη ζωή του και έτσι του το αποδει­κνύει η πράξη, όπως είναι άλλωστε γνωστό ότι η πίστη από μόνη της χωρίς έμπρακτη αγάπη είναι νεκρή.

Η αγάπη, όπως λέει ο Παύλος είναι ένας καρπός του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου που αν δεν έχει αγάπη να ζωντανεύει την πίστη του, παραμένει πνευματικά νεκρός. Το συμπέρασμα είναι επομένως ότι η παραψυχολογία μπορεί να σημαίνει ένα ξεκίνημα στον πνευματικό δρόμο ενός ανθρώπου, αλλά είναι κατά βάση ένα πρωτογενές ξεκίνημα και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με το τέρμα του δρόμου.

Εκεί λοιπόν όπου ασκείται από ανθρώπους με πίστη και αίσθημα ευθύνης, η παραψυχολογία δεν μπορεί να απορριφθεί εντελώς.

Αλλά για τους θαυμαστές της συνήθως δεν είναι απλά και μόνο η είσοδος του αρχάριου στα πνευματικά ενδιαφέροντα, παρά γίνε­ται αυτοσκοπός, ώστε οδηγεί κατά συνέπεια στην αποτελμάτωση ή στην αλυσιτελή κατανάλωση χρόνου και ενέργειας.

Είναι υπαρκτός επομένως ο κίνδυνος να παγιδευτεί κάποιος στην εντυ­πωσιακή επιφάνεια και έτσι να μην προωθηθεί στο βάθος του α­ληθινού του στόχου, που είναι η αυτογνωσία, η θεογνωσία και η αγάπη που υπερβαίνει τα όρια του εγώ για να μπορεί να επιστρέψει στο «σπίτι τον Πατέρα».

Είναι βέβαια αλήθεια ότι ο άνθρωπος πρέπει πρώτα να έχει πιστέψει στην ύπαρξη του φωτεινού βασιλείου για να αποφασίσει να αγωνιστεί για την κατάκτηση του, ωστόσο για τον αληθινό ερα­στή της αλήθειας σίγουρα η παραψυχολογία δεν είναι απαραίτη­τη, για το λόγο ότι υπάρχουν απλά άλλοι καλύτεροι και πιο ασφα­λείς δρόμοι. Παρ’ όλα αυτά για τους σκεπτικιστές, που χρειάζο­νται πάντοτε χειροπιαστές αποδείξεις, η επιστήμη αυτή μπορεί να Είναι ένα έναυσμα για να φτάσουν μια μέρα να πιστέψουν, καίτοι μία τέτοια μορφή «πνευματικής αφύπνισης» ασφαλώς έχει λιγότε­ρη αξία από την πίστη χωρίς αποδείξεις, εκτός από εκείνες εννο­είται που προσκομίζονται από την ίδια τη ζωή. Έτσι κι αλλιώς η εμβέλεια της παραψυχολογίας είναι εκ των πραγμάτων περιορι­σμένη, όπως μαρτυρεί η παρακάτω παρατήρηση στην Μπέρτα Ντούντε: «Οι άνθρωποι προσπαθούν να αφυπνίσουν το πνεύμα τους μέσω της επιστημονικής εργασίας. Φρονούν ότι με αυτό τον τρόπο μπορούν να φωτίσουν κάθε σκοτεινό σημείο στη γνώση τους, αλλά στην πραγματικότητα απέχουν πολύ απ’ αυτό, δεδομένου ότι η γήινη σοφία δεν μπορεί ποτέ να διερευνήσει τη Θεότητα και τη δρά­ση της. Αντ’ αυτών υπάρχουν όμως πολλοί άλλοι τομείς που επιτρέ­πεται να ερευνήσει η επιστήμη.

Το μεγάλο έσχατο ερώτημα όμως είναι απροσπέλαστο και θα πα­ραμείνει απροσπέλαστο για αυτήν. Η αποδοχή τον Λόγου του Θε­ού με την καρδιά αποτελεί τη μοναδική πύλη εισόδου από όπου ο άνθρωπος φτάνει στην αιώνια αλήθεια και τη Θεϊκή σοφία. Χωρίς το Λόγο του Θεού όμως κάθε πρόσβαση προς τη γνώση είναι κλειστή.

Μπορεί να προβληθεί βέβαια το επιχείρημα ότι η παραψυχολο­γία είναι ένα κατάλληλο μέσο σύζευξης της επιστήμης με τη θρη­σκεία. Αυτό είναι σωστό όταν οι επιστήμονες που την ασκούν έ­χουν να επιδείξουν μία βαθιά σύνδεση με τον Θεό, οπότε έχουν και την ανάλογη καθοδήγηση από ψηλά.

Είναι δυνατό όμως η παραψυχολογία να προκαλέσει το αντίθε­το, να οδηγήσει, δηλαδή σε μία πλήρη απομυθοποίηση, καθώς ένας ερευνητής συνήθως επιδιώκει να σκέφτεται τελείως ορθολογιστι­κά και με βάση εμπειρικά δεδομένα.

Η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα ορθολογιστών που προσπάθησαν να διαβάλουν κάθε μορφή μυστικισμού σαν απάτη και σκοταδισμό. Αλλά στα μυστικιστικά φαινόμενα μόνο μυστι­κιστές μπορούν να διεισδύσουν και να τα κατανοήσουν και είναι ουσιαστικά υπερφίαλη η σκέψη ότι ο άνθρωπος μπορεί να εισχω­ρήσει σε πνευματικούς χώρους με όχημα τη σπουδή ή την επιστήμη.

Υπήρχαν και υπάρχουν βέβαια αρκετοί γνήσια θρησκευόμενοι φισιοδίφες, όπως ο Γιοχάνες Κέπλερ, ο Ισαάκ Νιούτον, ο Μπλαιζ Πασκάλ, ο νομπελίστας Μαξ Πλανκ κ.ά., που θεωρούσαν τις φυ­σικές επιστήμες εναρμονισμένες με τους θεϊκούς νόμους της δη­μιουργίας. Ωστόσο δεν μπορεί ούτε να αγνοηθεί το γεγονός ότι α­πό τις επιστήμες προήλθαν επίσης πολλοί διανοούμενοι που πολέ­μησαν συστηματικά την καλώς εννοούμενη θρησκευτική συνείδηση. Σαν αποτέλεσμα έχει προκύψει ένα μεγάλο πνευματικό κενό και τέλμα που μεγαλώνει με γεωμετρική πρόοδο και θα μεγαλώ­νει όλο και περισσότερο με την πάροδο του χρόνου, παρ’ όλο που ομολογουμένως στη νεότερη εποχή υπάρχουν και πολλές φωτεινές εξαιρέσεις. Η εμφανής αυτή τάση θα συνεχιστεί όσες γέφυρες προς την επιστήμη και αν προσπαθήσουν να χτίσουν πάνω στις αποδείξεις τους οι παραψυχολόγοι και οι πνευματιστές. Γιατί έρχεται κάποια στιγμή το σημείο όπου ο κάθε άνθρωπος πρέπει στον προσωπικό του μικρόκοσμο να πάρει την απόφαση εμπρός στη βασικό­τερη από όλες τις γέφυρες, τον Ιησού Χριστό.

Μπροστά σε αυτή τη γέφυρα διχάζονται τα πνεύματα σε εκείνα που θέλουν να ψηλαφίσουν από μόνα τους το δρόμο της πνευματικής τους προόδου και σε εκείνα που προχωρούν καθοδηγούμενα από τον Ιησού Χριστό, εναρμονισμένα με τη θέληση του. Ο δεύτερος είναι ο μοναδικός απευθείας δρόμος για την τελειοποίηση, την απολύτρωση και την υιοθεσία από τον Θεό, η οποία είναι ο τελικός προορισμός του ανθρώπου. Η ελευθερία του καθενός να πάρει ό­ποιο δρόμο θέλει είναι ιερή, όμως μπορεί να είναι ωφέλιμο να γνω­ρίζει ότι άλλες διαδρομές, όπως μέσα από την παραψυχολογία ή τον πνευματισμό, δεν χρειάζονται ουσιαστικά ούτε και μπορούν να οδηγήσουν στην ένωση με τον Θεό, γιατί γι’ αυτή δεν απαιτεί­ται γνώση και λογική, αλλά μόνο αγάπη και πίστη.

Γι’ αυτό λέει μία διαπίστωση στην Μπέρτα Ντούντε: “Εξαιτίας της φαινομενικής σοφίας τους οι άνθρωποι απομακρύνονται όλο και πιο πολύ από την αλήθεια και κατά συνέπεια επίσης από την πίστη, γιατί όσο περισσότερο θέλουν να ερευνούν αυτόνομα, τόσο περισσότερο καταργούν το ρόλο της Αιώνιας Θεότητας. Τόσο σο­φούς θεωρούν μάλιστα τους εαυτούς τους που νομίζουν ότι μπο­ρούν να αναλύσουν επιπλέον και αυτή τη δύναμη που προέρχεται από τον Θεό, με αποτέλεσμα να βυθίζονται διαρκώς περισσότερο στην πλάνη. Όμως το Πνεύμα από τον Θεό διαφωτίζει κάθε άνθρω­πο που επιθυμεί να βρει την αγνή αλήθεια προς χάρη αυτής της ί­διας της αγνής αλήθειας».