ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
Εσωτερισμός και αποκρυφισμός
Σύμφωνα με το λεξικό ο εσωτερισμός περιλαμβάνει διδασκαλίες μυστικής και απόκρυφης γνώσης που είναι προσιτή μόνο σε ένα περιορισμένο αριθμό μυημένων. Οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του εσωτερισμού θεωρούν ότι πρόκειται για αντιλήψεις που είναι κατανοητές μόνο σε έναν εσωτερικό κύκλο ευαίσθητων, μυημένων και φωτισμένων. Κι αυτό γιατί περιλαμβάνουν γνώσεις και εμπειρίες απέναντι στις οποίες είναι κλειστές ακόμη η κοινή γνώμη, οι κατεστημένες επιστήμες και θρησκείες.
Συγκεκριμένα πρόκειται για πρακτικές εντατικού διαλογισμού, για επαφές με υπεραισθητές δυνάμεις (πνευματισμός, ουφολογία, μαγεία), για ανθρώπινες ή ιστορικές γνώσεις μυθικής και διαισθητικής προέλευσης (π.χ. αστρολογία, αλχημεία, ατλαντιδολογία, προϊστορική αστροναυτική – Έριχ φον Νταίνικεν). Στο πλαίσιο αυτό μπορούν επίσης να συγκατελεχθούν οικοσοφικές αντιλήψεις της «Μητέρας – Γης» ή η πνευματοποίηση της φύσης από πολλούς συγγραφείς του New Age.
Πολλοί σήμερα συγχέουν τον εσωτερισμό με τον αποκρυφισμό καθώς ήδη από τον ορισμό της λέξης είναι φανερό ότι ο πρώτος έχει στενή συγγένεια με το δεύτερο. Ως αποκρυφισμός εννοείται η ενασχόληση με τις αόρατες και μυστικές πλευρές της φύσης, της ψυχής, του επέκεινα και συνεπώς και του πνεύματος. Ο όρος «αποκρυφισμός» απαντάται για πρώτη φορά στον Αγρίπα του Νέτεχαϊμ (1486-1535), καθιερώθηκε όμως πολύ αργότερα από τον Ελιφάς Λεβί (1810-1875) και τον Καρλ Κίζβετερ (1854-1895).
Είναι αναγκαίο να διαχωριστεί ο αποκρυφισμός -όπως και ο εσωτερισμός γενικά- εκ προοιμίου από τη δεισιδαιμονία, καθότι ο πρώτος συνιστά ένα ολοκληρωμένο κοσμοθεωρητικό σύστημα. Αφετέρου πρέπει επίσης να οριοθετηθεί ως προς την παραψυχολογία, της οποίας επιδίωξη είναι να ερευνά αποκρυφιστικά φαινόμενα με επιστημονικές μεθόδους. Ταυτίζοντας τον αποκρυφισμό με προλήψεις ή μαγικές πρακτικές ουσιαστικά τον μειώνει, γιατί το πεδίο του είναι πολύ ευρύτερο. Γενικά βασίζεται στην πεποίθηση ότι ο ορατός κόσμος δεν είναι η μόνη υφιστάμενη πραγματικότητα, αλλά περιβάλλεται από έναν άλλο μεγαλύτερο κόσμο που είναι απρόσιτος στις αισθήσεις μας. Επίσης ως αποκρυφισμός εννοούνται οι προσπάθειες να προσπελάσει κανείς και σε αυτόν τον πνευματικό κόσμο. Συνεπώς στο σημείο αυτό σημασία έχει να διακρίνει κανείς με ποια μέσα επιχειρούνται αυτές οι προσπάθειες, εάν δηλαδή ο αναζητητής υπερβαίνει ή όχι τα όρια που έχει χαράξει η σοφία και η βούληση του Θεού.
Στο χριστιανικό φονταμενταλισμό κάθε απόχρωσης συχνά η αποκρυφολογία ταυτίζεται ή με την ενασχόληση με τον κόσμο των δαιμόνων ή με καταστάσεις δαιμονισμού και ως εκ τούτου καταδικάζεται αναφανδόν. Μία τέτοια εξομοίωση όμως του απόκρυφου με το δαιμονικό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως αποδεικνύει και η δραστηριότητα χριστιανών αποκρυφιστών. Άλλωστε και η Βίβλος μαρτυρεί ότι ο Θεός είναι ο Δημιουργός όλων των ορατών και των αόρατων κόσμων (Προς Κολοσ. 1, 16 και ομολογία πίστης της Νικαίας).
Κατ’ ακολουθία θα ήταν σφάλμα να στιγματίσει κανείς ως δαιμονικό καθετί το αόρατο, αντίθετα θα πρέπει να εξετάζει εμπεριστατωμένα την προέλευση των εκάστοτε φαινομένων.
Ο Γνωστικισμός
Για να καταλάβουμε καλύτερα τα σύγχρονα, πνευματικά κινήματα θα πρέπει να κάνουμε πρώτα μία αναδρομή σε μία από τις κύριες πηγές τους που, παρά τη χρονική απόσταση, γεννήθηκε σε ένα κλίμα παρόμοιο με το σημερινό. Ο Γνωστικισμός γεννήθηκε από τη διασταύρωση πολλών αρχαίων πολιτισμών σε μία εποχή που χαρακτηριζόταν από το τέλος των προχριστιανικών θρησκειών.
Η συγχώνευση του παλιού με το καινούργιο από διαφορετικές θρησκευτικές και πολιτισμικές κοσμοθεωρήσεις γέννησαν το συγκρητισμό, όπου οι μύστες του κλασικού κόσμου συνάντησαν τις λατρευτικές παραδόσεις της ανατολής. Στη γέννηση αυτή αντιπροσωπευόταν η αιγυπτιακή μυθολογία, τα αρχαιοελληνικά μυστήρια, ο ζωροαστρικός δυϊσμός και η ιουδαϊκή εσχατολογία. Επίσης από τους Βαβυλώνιους και χαλδαϊκούς πολιτισμούς της Μεσοποταμίας προήλθε η αστρολογία και η αριθμοσοφία που παίζουν ένα μεγάλο ρόλο στο Γνωστικισμό.
Ο καθαυτό Γνωστικισμός όμως είναι καθαρά ένα μεταχριστιανικό φαινόμενο. Η αντίθεση γνώσης και πίστης είναι το κεντρικό πρόβλημα αυτού του φιλοσοφικού συστήματος. Η γνώση όμως διαχωρίζεται από την απλή πολυμάθεια που φορτώνει τον άνθρωπο με γνώσεις άχρηστες για την εσωτερική του ανάπτυξη. Τους Γνωστικούς τους ενδιαφέρει η εσωτερική αλήθεια που διαπλάθει την ψυχή και την οδηγεί στην ολοκλήρωση της με τη θρησκευτική έννοια. Η μόνη γνώση που αξίζει να αποκτήσει κανείς είναι η ιερή γνώση που έχει φωτιστεί από τον Λόγο. Η ιερή γνώση στηρίζεται στη μυστική αποκάλυψη που παρέδωσε ο Ιησούς στους μαθητές του και η οποία παραδίδεται πάλι στους εσωτερικούς κύκλους των Γνωστικών.
Κύριοι εκπρόσωποι του Γνωστικισμού είναι ο Σίμων Μάγος (1ος αι. μ.Χ.) και οι Βασιλείδης, Μαρκίων, Βαλεντίνος και Τατιανός του 2ου αιώνα. Οι εκπροσωπούμενες τάσεις και θεωρίες είναι όμως πάρα πολλές και συχνά τελείως αποκλίνουσες μεταξύ τους.
Η κοσμοθεώρηση των Γνωστικών είναι εξαιρετικά τραυματική και σκοτεινή. Αρνούνται τον κόσμο το ίδιο απόλυτα όσο και οι γυμνοσοφιστές γιόγκι της Ινδίας. έτσι, δεν βρίσκουν χαρά ούτε καν στη θέα της φύσης, αφού στο βάθος διακρίνουν τη δράση ενός ανελέητου νόμου και κατά βάση αισθάνονται φυλακισμένοι μέσα σε αυτό τον κόσμο χωρίς ελπίδα διαφυγής.
Οι βασικές αρχές της κοσμογονικής τους φιλοσοφίας είναι οι εξής: Ο κόσμος δεν είναι και δεν μπορεί να είναι δημιούργημα του Υπέρτατου Όντος, του άγνωστου αγαθού Θεού, γιατί ο κόσμος είναι κακός. Ο Θεός αυτός που είναι άρρητος, ακατονόμαστος, ασύλληπτος, άμορφος, απέραντος και απόμακρος από τον άνθρωπο, έχει δημιουργήσει μόνο τον άυλο κόσμο. Η θεώρηση αυτή συγκρούεται με εκείνη που είχε διαμορφωθεί στον αρχαίο κόσμο έως τότε.
Σύμφωνα με την Π. Διαθήκη ο Θεός αφού έφτιαξε τον κόσμο, ευχαριστημένος από το μεγαλειώδες έργο του, διαπίστωσε ότι η πλάση είναι καλή. Γι’ αυτό ο γνωστός διδάσκαλος και συγγραφέας Ειρηναίος παρατηρεί στους Γνωστικούς ότι το να χαρακτηρίζουν τη δημιουργία ως λάθος και προϊόν άγνοιας, όπως θα δούμε παρακάτω, αποτελεί μεγάλη βλασφημία.
Αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες εξυμνούσαν την αιώνια αρμονία και τάξη του κόσμου. Επίσης ο νεοπλατωνιστής Πλωτίνος δεν μπορούσε να καταλάβει πώς οι Γνωστικοί περιφρονούσαν τη φύση αντί να την λατρεύουν με θρησκευτικό δέος, όπως της αξίζει: «Όποιος μέμφεται με αυτό τον τρόπο τη φύση του κόσμου, δεν ξέρει τι κάνει και πού τον παρασύρει η αυθάδειά του. Αυτό οφείλεται στο ότι πολλοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν την αλληλουχία των βαθμίδων από την πρώτη ως την τελευταία, επίσης στο ότι δεν ξέρουν πως δεν επιτρέπεται να κατηγορεί κανείς τα πράγματα επειδή είναι χειρότερα από το Πρώτο. Δεν γνωρίζουν ότι ο άνθρωπος πρέπει να υποτάσσεται καρτερικά στους νόμους του σύμπαντος, και να σπεύδει με σθένος να ολοκληρώσει την άνοδο ως το Πρώτο. Γι’ αυτό χρειάζεται να αφήνει κατά μέρος το θεατρικό υπερτονισμό φανταστικών τρόμων που υποτίθεται ότι προκαλούν οι σφαίρες του κόσμου, οι οποίες αντίθετα προωθούν τη σωτηρία του».
Ο άγνωστος Θεός των Γνωστικών περιβάλλεται από τους Αιώνες, τα όντα που έχει τοποθετήσει εκτός του εαυτού του στον άυλο κόσμο και που μαζί του συνιστούν το «Πλήρωμα» ή τη «Βασιλεία των Ουρανών». Ένα από αυτά τα όντα, η Σοφία, περιπίπτει σε κρίση επειδή αποτυχαίνει να γνωρίσει τον Θεό ή να μιμηθεί τη δημιουργική του ικανότητα.
Στο σημείο αυτό διακρίνουμε πώς η αληθινή διαδικασία της πνευματικής δημιουργίας των όντων και της πτώσης τους εξαιτίας της υποκίνησης του Εωσφόρου (βλ. σχετικά το «Μεγάλο Μυστήριο») διαστρεβλώνεται στα βασικά σημεία της ώστε τελικά διαμορφώνεται μία παραπλήσια, αλλά ουσιαστικά πολύ διαφορετική αιτιολόγηση και ιστορία της δημιουργίας.
Ως αποτέλεσμα της αποτυχημένης προσπάθειας της Σοφίας προκύπτουν κατά σειρά μία άλλη θεότητα, ο «Δημιουργός», οι βοηθοί του οι «Άρχοντες», η ύλη, ο κόσμος και ο πρωτόπλαστος Αδάμ στον οποίο τοποθετείται ένας σπινθήρας από το Πλήρωμα.
Εκτός από τις ψυχοφυσιολογικές πλευρές του ο άνθρωπος, λένε οι Γνωστικοί, διαθέτει έναν πυρήνα που δεν υπόκειται στην εξουσία του θανάτου. Αυτός ο «Εαυτός» λειτουργεί ως όργανο αναγνώρισης και βρίσκεται σε μία κατάσταση αυτολησμοσύνης (λήθης) εξαιτίας της πτώσης.
Οι κοσμικές δυνάμεις καταδυναστεύουν τους ανθρώπους χρησιμοποιώντας διάφορα εξουσιαστικά μέσα όπως είναι οι νόμοι της αστρολογίας ή η σεξουαλικότητα. Άρα, ο υλικός κόσμος κυβερνάται από το «Δημιουργό», τον γεννήτορα του κακού και αντίποδα του υπερκόσμιου απόλυτα καλού Θεού, που δεν ενδιαφέρεται για την τύχη του κόσμου αυτού. Ο άνθρωπος είναι αιχμάλωτος αυτού του τέλειου δυϊσμού, του αγεφύρωτου χωρισμού, δηλαδή, μεταξύ του απόμακρου καλού και του κακού που βιώνει.
Οι Γνωστικοί συνέθεσαν μία περίπλοκη θεωρία περί «Αιώνων», έναν όρο με τον οποίο εννοούσαν ακτινοβολίες του Θεού. Οι ακτινοβολίες είναι υπαρκτές δυνάμεις και ουράνια πρόσωπα μέσω των οποίων εκδιπλώνεται η Θεότητα. Η μεγαλύτερη από αυτές τις ακτινοβολίες είναι η μορφή του Χριστού, η οποία απαυγάζει έντονο φως και χαρά. Ο Χριστός έχει το σημαντικότερο και πιο καταλυτικό ρόλο στην ιστορία του κόσμου και η εμφάνισή του σημαίνει τη μεγάλη στροφή.
Οι Γνωστικοί όμως διαχωρίζουν τον ουράνιο Χριστό από την επίγεια εμφάνιση του Ναζωραίου Ιησού. Ο Ιησούς ήταν γι’ αυτούς «σοφότερος, αγνότερος και δικαιότερος από όλους τους άλλους ανθρώπους». Ο αληθινός Χριστός δεν έχει σωματική μορφή και το σώμα του Ιησού ήταν φαινομενικό. Σύμφωνα με τη δική τους αντίληψη συνεπώς δεν ήταν ο Χριστός που πέθανε στο σταυρό, αλλά ο Σίμων ο Κυρηναίος, «ενώ ο Χριστός γελώντας το είχε βάλει στα πόδια». Άρα, το μεγαλύτερο λάθος των μαθητών του ήταν ότι νόμιζαν πως αναστήθηκε το γήινο σώμα Του».
Η λύτρωση ως εκ τούτου είναι αποκλειστικά και μόνο έργο του ουράνιου Χριστού. Η παραπάνω δοκητιστική αντίληψη είναι βέβαια διαμετρικά αντίθετη από τη χριστιανική διδασκαλία. Την αντίληψη αυτή πολεμά ο Ιωάννης στην πρώτη επιστολή του, όπως και ο Παύλος απευθυνόμενος προς τους Κορινθίους (Α’ 15, 12 κ.ε.). Παρ’ όλα αυτά μέχρι σήμερα διατηρούνται γνωστικά κείμενα που αμφισβητούν το σταυρικό θάνατο του Ιησού ή ισχυρίζονται επιπλέον ότι ο Ιησούς δεν πέθανε στο σταυρό αλλά κατέφυγε στην Ινδία.
Η διδασκαλία αυτή είναι λανθασμένη σύμφωνα με την Κ. Διαθήκη αλλά και με τις νέες αποκαλύψεις. Σε ένα κείμενο του Γιάκομπ Λόρμπερ εξηγείται μάλιστα ότι ήταν ο απόστολος Ματθαίος που πήγε στην Ινδία και γι’ αυτό βρέθηκαν εκεί παλιά αυθεντικά χειρόγραφα της εποχής του Ιησού.
Ανάμεσα στις ιδιαιτερότητες του Γνωστικισμού που τονίζουν τον ελιτιστικό χαρακτήρα του είναι το ότι δεν δέχεται την Π. Διαθήκη και πολλά από τα κείμενα της Καινής. Χαρακτηριστικό επίσης της ανατρεπτικής διάθεσης που διέκρινε ορισμένα ρεύματα Γνωστικών είναι ότι τιμούσαν τον Κάιν, τον Ιούδα αλλά και τον όφι του προπατορικού αμαρτήματος.
Στην ουσία του πάντως ο Γνωστικισμός είναι μία φιλοσοφία της λύτρωσης, την οποία όμως οι Γνωστικοί την αντιλαμβάνονται διαφορετικά από ό,τι το κύριο ρεύμα του χριστιανισμού. Γι’ αυτούς η λύτρωση σημαίνει κατά κύριο λόγο απελευθέρωση από την ύλη, αποτελεί δηλαδή ένα «κοσμικό γίγνεσθαι». Ο άνθρωπος είναι ένα διττό ον, εν μέρει υπόδουλο στην ύλη και εν μέρει αποτελούμενο από φωτεινές ουσίες που εκπορεύονται από τον επάνω κόσμο. 0 ουράνιος Χριστός, ένας αφηρημένος θεϊκός Λόγος, λυτρώνει τον άνθρωπο από αυτό το βασανιστικό μείγμα. Πιο συγκεκριμένα, ο Γνωστικός εμπνέεται από την πεποίθηση ότι μέσω της γνώσης αποκτά δυνάμεις χάρη στις οποίες μπορεί να αποκτήσει επίγνωση των ανώτερων κόσμων και να υπερβεί τον ψυχικό διχασμό του. Με τη συνειδητοποίηση αυτή αρχίζει η ανέλιξη για το Γνωστικό, η οποία καταλήγει στη θέωση του ανθρώπου.
Η επίγνωση αυτής της αλήθειας είναι απλά το πρώτο βήμα που πρέπει να το ακολουθήσει η συμμετοχή σε θρησκευτικά δρώμενα. Οι Γνωστικοί είχαν ένα πλήθος από μυήσεις και τελετουργικά μυστήρια μέσω των οποίων πίστευαν ότι μπορούσαν να ενωθούν με τον Θεό. Παράλληλα όμως είχαν διαμορφώσει διάφορες θεωρίες αυτολύτρωσης και υποστήριζαν επίσης τη λύτρωση μέσα από μία σειρά από μετενσαρκώσεις.
Χαρακτηριστικό της αυτοεκτίμησης των Γνωστικών είναι ότι πίστευαν πως είχαν ήδη κατακτήσει την πατρότητα του Θεού, πράγμα που τους γέμιζε με ένα αίσθημα ανωτερότητας και μεγαλείου. Επειδή λοιπόν κατά την υποκειμενική, ελιτιστική άποψή τους είχαν ήδη φτάσει στη λαμπρότητα και την ελευθερία των παιδιών του Θεού, θεώρησαν εαυτούς ικανούς να δώσουν νέες λύσεις σε προβλήματα ηθικής. Βέβαια οι λύσεις αυτές, όπως έλεγαν οι ίδιοι με υπερηφάνια, ήταν εφικτές μόνο για «ένα μόνο άνθρωπο στους χίλιους και δύο στους δέκα χιλιάδες».
Έτσι, πρέσβευαν έναν αυστηρότατο ασκητισμό, με στόχο την πλήρη εξάλειψη του αισθησιασμού. Η ερωτική επαφή ήταν το πρώτο που καταδίκαζαν, σε βαθμό μάλιστα που δεν επιτρεπόταν ούτε καν για την απόκτηση παιδιών, αφού η αναπαραγωγή του είδους σημαίνει απλά τη διαιώνιση της ανθρώπινης δυστυχίας. Η ακραία αυτή στάση οφειλόταν βέβαια στο ότι το κακό το θεωρούσαν ως μία φυσική ιδιότητα που είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την ύλη.
Ας σημειωθεί ότι ο Γνωστικισμός θεωρήθηκε η πρώτη και πιο επικίνδυνη αίρεση στο χριστιανικό κόσμο. Είναι ωστόσο φανερό ότι περισσότερο από τις δογματικές διαφορές, εκείνο που έκανε την εκκλησία σφοδρό πολέμιο του Γνωστικισμού ήταν οι εξουσιαστικές αξιώσεις της να θεωρείται η ίδια ως η μόνη οδός προς τη λύτρωση και όχι η γνώση – ή οτιδήποτε άλλο.
Έτσι όταν το 367 μ.Χ. ο αρχιεπίσκοπος Αλεξάνδρειας Αθανάσιος έδωσε την εντολή να καταστραφούν όλα τα αιρετικά συγγράματα, στο στόχαστρο ήταν κυρίως τα γνωστικά. Κατά πάσα πιθανότητα, τα γνωστικά ευαγγέλια και κείμενα που ανακαλύφθηκαν το 1945 στο Nag Hammadi της Αιγύπτου κρυμμένα σε μία σπηλιά προέρχονται από αυτά τα απαγορευμένα ως αιρετικά κείμενα. Είναι γνωστό ότι από το χώρο του Γνωστικισμού είχαν προκύψει αμέτρητα ευαγγέλια και ιστορίες αποστόλων, σημειωτέον ότι χρειάστηκαν δε περίπου 200 χρόνια μέχρι να αποκρυσταλλωθεί η Καινή Διαθήκη στη σημερινή της μορφή και να αποβληθούν τα απόκρυφα.
Γεγονός είναι πάντως ότι τα περισσότερα γνωστικά κείμενα είναι πράγματι απόκρυφα, καθώς πολλά τμήματά τους είναι σε μεγάλο βαθμό τελείως αντιφατικά, αυθαίρετα ή παράξενα, γι’ αυτό δεν πρέπει να αξιολογούνται το ίδιο με τη Βίβλο ή τις νέες αποκαλύψεις. Όντως δεν είναι περίεργο που υπήρχαν τόσο πολλά απόκρυφα, αφού την εποχή εκείνη, εκτός από τις προφορικές παραδόσεις, υπήρχαν αμέτρητα πονήματα εμπνευσμένων από την ιστορία του Ιησού Χριστού και ως φαίνεται οι Γνωστικοί τα συνέλεγαν όλα χωρίς διάκριση.
Τα ευρήματα του Nag Hammadi δεν είναι όλα γνωστικής προέλευσης, ενώ μερικά από αυτά ήταν ήδη γνωστά από πολύ παλιότερα, όπως το «Πίστις Σοφία», η Αποκάλυψη του Πέτρου, το Ευαγγέλιο του Πέτρου, το Ευαγγέλιο του Θωμά, το βιβλίο Ενώχ κ.ά.
Δεν είναι όμως όλα τα απόκρυφα κείμενα αυτόματα γνωστικού περιεχομένου καθώς μερικά είναι πραγματικά θεϊκής έμπνευσης. Ένα παράδειγμα είναι το πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου το οποίο είχε διατηρηθεί μόνο αποσπασματικά. Το 1843 υπαγορεύτηκε εκ νέου ολοκληρωμένο στον Γιάκομπ Λόρμπερ και εκεί διαπιστώνεται οφθαλμοφανώς η συμφωνία της λορμπερικής καταγραφής με τα αποσπάσματα που έχουν διασωθεί.
Θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη γενικά ότι στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες μετά τον Χριστό δεν υπήρχε μία καταγραμμένη διδασκαλία κοινά αποδεχτή. Έτσι κάθε κοινότητα είχε ως ένα βαθμό και τις δικές της αντιλήψεις, η δε χριστική διδασκαλία διατηρήθηκε καθαρή εκεί όπου μπορούσε να ενεργεί το Άγιο Πνεύμα. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πάντως στους παλιούς Γνωστικούς ότι τόνιζαν την αξία της γνώσης σε αντιδιαστολή με την εκκλησία που την ενδιέφερε κυρίως να περιφρουρήσει το ποίμνιο της, αν σκεφτούμε μάλιστα ότι στην καθολική εκκλησία για παράδειγμα, η ανάγνωση της Βίβλου ήταν απαγορευμένη στους λαϊκούς μέχρι το 1920 περίπου, για να μην μπορούν να σκεφτούν οι πιστοί αυτόνομα…. Στην Ισπανία ιδιαίτερα η ανάγνωση χωρίς την άδεια ενός κληρικού επέφερε μέχρι το 18ο αι. την ποινή του θανάτου.
Στα υπέρ των Γνωστικών πρέπει να καταλογιστεί επίσης το γεγονός ότι είχαν εισάγει την ισοτιμία των γυναικών, όταν στις άλλες χριστιανικές κοινότητες τη γυναίκα την θεωρούσαν υποδεέστερη του άντρα, παρ’ όλο που ο Χριστός είχε λυτρώσει όλους από το νόμο που ίσχυε στην παλιά Διαθήκη και είχε δώσει την υπόσχεση να εκχύσει το πνεύμα του πάνω από κάθε σάρκα (Πράξεις 2, 17).
Τον 3ο αιώνα ο Γνωστικισμός με τη μορφή του Μανιχαϊσμού απειλούσε να γίνει πλέον παγκόσμια θρησκεία. Σε απάντηση οι «ορθόδοξοι χριστιανοί» τον καταδίωξαν ανελέητα, με αποτέλεσμα να περάσει στην παρανομία. Με την καταπίεση ανάγκασαν τους Γνωστικούς να συγκροτηθούν σε μυστικές εταιρείες μέσα από τις οποίες σφράγισαν το δυτικό εσωτερισμό ως Αλχημιστές, Ροδόσταυροι, Τέκτονες κ.ά.
Συνοψίζοντας, θα παρατηρήσουμε ότι παρ’ όλο που δεν είναι όλη η σκέψη στο Γνωστικισμό λανθασμένη και σε πολλά συμφωνεί με το θεϊκό Λόγο, ωστόσο εμπεριέχει επίσης πολλές διδασκαλίες που αποκλίνουν σαφώς από αυτόν. Και πρώτα-πρώτα για το λόγο ότι ο Γνωστικισμός υπερτονίζει τη σημασία της γνώσης και παραβλέπει ότι το κλειδί για τη γνώση είναι η αγάπη.
Για τους Γνωστικούς η λύτρωση από το διχασμό μεταξύ απρόσιτου καλού Θεού και απόλυτα κακής ύλης δεν έχει σχέση με την ηθική στάση, τα καλά έργα ή την πίστη, παρά εξαρτάται αποκλειστικά από την υπερβατική γνώση.
Ίσως για το λόγο αυτό υπάρχει σήμερα μία έντονη αναβίωση του Γνωστικισμού με πολλές μορφές. Για να χαρακτηριστεί ένας Γνωστικός «μυημένος» ή «φωτισμένος» αρκεί μόνο να κατέχει τη γνώση. «Όποιος παίρνει τη γνώση και την καταλαβαίνει δεν θέτει πια ερωτήσεις» είναι το απόφθεγμα των Γνωστικών. Και εκεί καιροφυλακτεί ένας σημαντικός κίνδυνος: οι φαινομενικά μόνο γνώστες, μυημένοι και φωτισμένοι αυταπατώνται ότι είναι ήδη πολύ προχωρημένοι στην ατραπό της γνώσης και δεν είναι πια ανοικτοί σε καμία κριτική είτε από τρίτους ή και από τον ίδιο τους τον εαυτό. Γιατί απλά η αυταρέσκειά τους είναι πια πολύ μεγάλη.
Για το θέμα του New Age και των σύγχρονων πνευματικών κινημάτων που θα εξετάσουμε στη συνέχεια σημασία έχει να τονιστούν οι συγγένειες της γνωστικής διδασκαλίας περί Αιώνων και της εικόνας του Χριστού που πρεσβεύει ο Γνωστικισμός αφενός, με τις αντιλήψεις της ινδικής θεοσοφίας (π.χ. Μπέιλυ) και της ανθρωποσοφίας του Στάινερ αφετέρου.
Από αυτήν την εκλεκτική συγγένεια καθίσταται σαφής η προέλευση αυτών των διδασκαλιών.
Η Θεοσοφία
Ένα μεγάλο παρακλάδι του εσωτερισμού είναι και η θεοσοφία, αν και στο θέμα αυτό θα πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός, καθότι οι περισσότεροι την ταυτίζουν με την ανατολική θεοσοφία, για το λόγο ότι συνήθως αναφέρεται σε συνάρτηση με τις Θεοσοφικές Εταιρείες. Η πρώτη Θεοσοφική Εταιρεία με το όνομα «Miracle club» ιδρύθηκε το 1875 από την Έλενα Μπλαβάτσκι, τον Χένρυ Όλκοτ και τον Ουίλλιαμ Τζατζ με αρχικό σκοπό την έρευνα πνευματιστικών φαινομένων. Σύντομα έγιναν εμφανείς οι κυρίαρχες βουδιστικές και αργότερα ινδουϊστικές τάσεις της Εταιρείας, ιδίως δε μετά την μεταφορά της έδρας της από τη Ν. Υόρκη στο Αντγιάρ κοντά στο Μαντράς της Ινδίας. Στη συνέχεια η Εταιρεία διασπάστηκε πολλές φορές, παρ’ όλο που τα ηγετικά στελέχη της αποτελούσαν από κοινού έναν εσωτερικό κύκλο.
Βασικούς άξονες της ανατολικής θεοσοφίας απετέλεσαν τα βιβλία της Μπλαβάτσκι, τα οποία άπτονται όλων των θεμάτων που απασχολούσαν τον εσωτερισμό στη δύση του 19ου αιώνα. Κυρίως καταβάλλεται σε αυτά η προσπάθεια να αποδειχτεί ότι υπάρχουν κοινοί παράμετροι μεταξύ ινδουισμού, βουδισμού, κάμπαλα, αλχημείας, αιγυπτιολογίας, γνωστικισμού κ.λπ. με σκοπό να αποδειχτεί ότι κάθε θρησκεία πηγάζει από έναν κοινό πρωταρχικό πυρήνα.
Τη γνώση αυτή λέγεται ότι τη μεταδίδουν στον κόσμο μυστικοί διδάσκαλοι που ενσαρκώνονται επί τούτου κάθε τόσο στο πέρασμα των χιλιετιών, και τέτοιοι ήταν ο Βούδας, ο Λαοτσέ, ο Ιησούς κ.α. Σημειωτέον ότι στη διδασκαλία αυτή ο Ιησούς και ο Χριστός (με την έννοια του Μεσσία) δεν είναι ένα και το αυτό πρόσωπο.
Η Μπλαβάτσκι είχε δηλώσει ότι είχε ως μέντιουμ επαφή με μεγάλους μυστικούς διδασκάλους που τους ονόμαζε μαχάτμας (δηλαδή μεγάλες ψυχές στα ινδικά), οι οποίοι αποτελούν μία μυστική αδελφότητα, τη «Μεγάλη Λευκή Αδελφότητα». Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή πρόκειται για οντότητες που έχουν ξεφύγει από τον τροχό των μετενσαρκώσεων και με βάση τα Ιμαλάια κατευθύνουν τις τύχες του κόσμου μέσα από κάποιους ανθρώπους ή ομάδες ανθρώπων, τους οποίους καθοδηγούν. Η «Μεγάλη Λευκή Αδελφότητα» συνιστά την «Ιεραρχία των μυστών» με τρεις ηγέτες στην κορυφή. Οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι μπορεί να υφίστανται και μόνο ως πνευματικά όντα, η δε επαφή τους με τους ανθρώπους λαμβάνει χώρα πνευματιστικά, μέσα από όνειρα, οράματα κ.λπ.
Οι διδάσκαλοι της άριας φυλής φυλάσσουν σε μυστικά κέντρα σοφίας που υπάρχουν κάτω από τη γη και μέσα σε σπηλιές της Κεντρικής Ασίας τα κείμενα της ιερής γνώσης ώστε οι εκλεκτοί που θα τα ανακαλύψουν, θα ανακαλύψουν ταυτόχρονα τη συνείδηση και την ταυτότητα της άριας φυλής.
Στο πιο σημαντικό έργο της Μπλαβάτσκι, τη «Μυστική Δοξασία» (1888) αναπτύσσεται διεξοδικά αυτός ο γνωστός σε πολλές μυθολογίες και παραδόσεις μύθος της ύπαρξης μιας ανώτερης απόκρυφης ιεραρχίας μυστών ή αδελφότητας.
Η «Μυστική Δοξασία» βασίζεται στις επονομαζόμενες Στροφές του Dzyan, ένα απόκρυφο βιβλίο που η Μπλαβάτσκι δήλωσε ότι ανακάλυψε σε ένα μοναστήρι βουδιστών, το οποίο περιγράφει τη γένεση του κόσμου και του ανθρώπου. Κατά τους ισχυρισμούς της Μπλαβάτσκι το βιβλίο αυτό είχε συνταχθεί από μοναχούς του Θιβέτ που ανήκαν στους μυστικούς διδάσκαλους. Τη «Μυστική Δοξασία» τής την υπαγόρεψε ο δικός της δάσκαλος Τζβαλ Κουλ που την είχε βοηθήσει να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτές τις Στροφές και να τις σχολιάσει.
Ο Γκέρσομ Σολέμ, γνωστός ερευνητής της Κάμπαλα και του ιουδαϊκού μυστικισμού, είναι της άποψης ότι η Μπλαβάτσκι είχε απλά στα χέρια της μία πρόχειρη μεταγραφή ενός τμήματος του Ζοχάρ. Το Ζοχάρ (φωτεινή λάμψη) αποτελείτο κεντρικό βιβλίο της Κάμπαλα. Η παράδοση λέει ότι είναι έργο του θρυλικού συγγραφέα Σίμων Γιοχάι από το 2ο αι. μ.Χ. Στην πραγματικότητα έχει αποδειχθεί ότι προέρχεται στο μεγαλύτερο μέρος από το χέρι του Σίμων Μπεν Σεμτόμπ ντε Λεόν (+1305) από τη Γκουανταλαχάρα και εμφανίστηκε μεταξύ 1275 και 1290 στην Ισπανία. Ένα από τα κύρια θέματα του Ζοχάρ είναι η διδασκαλία ότι είναι αδύνατο να γνωρίσει ο άνθρωπος τον Θεό. Οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν σύμφωνα με την εικόνα των Σεφιρόθ.
Τα Σεφιρόθ συμβολίζουν τη ροή της θείας ενέργειας στη δημιουργία και ταυτόχρονα απεικονίζουν τα ονόματα, τις ιδιότητες και τις δυνάμεις του Θεού. Σύμφωνα με την καμπαλιστική παράδοση το κάθε ένα από τα δέκα Σεφιρόθ αποτελεί έναν κόσμο και του αντιστοιχούν οι δικοί του άγγελοι, πλανήτες και στοιχεία. Μέσω των Σεφιρόθ μπορούν οι άνθρωποι να αποκτήσουν επαφή με τον Θεό, εφόσον ζουν και προσεύχονται σωστά.
Ένα άλλο σημαντικό βιβλίο της Κάμπαλα είναι το «Σεφέρ Ιεζίρα» (βιβλίο της Δημιουργίας). Σύμφωνα με το βιβλίο αυτό ο κόσμος προήλθε από την ένωση των δέκα Σεφιρόθ με τα 22 γράμματα της εβραϊκής αλφαβήτου. Κατά βάση η Κάμπαλα είναι μία συλλογή κειμένων που αίρει την καταγωγή της από τον ιουδαϊκό γνωστικισμό του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ. Επίσης για το άλλο βασικό βιβλίο της Μπλαβάτσκι «Ίσις αποκαλυμμένη» έχει αποδειχθεί από τον W.E. Coleman ότι είναι συμπίλημα λογοκλοπών από κείμενα 100 και πλέον συγχρόνων συγγραφέων.
Στο κεφάλαιο για τη «Λευκή Αδελφότητα» από το βιβλίο «Μυστικές εταιρείες» (εκδόσεις Αρχέτυπο, Θεσσαλονίκη 1998) αναφέρονται τα εξής:
«Οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι θεωρούνται θεματοφύλακες και εκτελεστές του Μεγάλου Σχεδίου για τον πλανήτη μας, που αποτελείται από τρία κύρια τμήματα:
- κυβέρνηση και φυλές
- θρησκεία
- πολιτισμός, πνευματική καλλιέργεια και οι υποδιαιρέσεις τους.
Όλοι οι άνθρωποι συμμετέχουν στο Σχέδιο μέχρις ότου μια ομάδα, ένα έθνος ή ένα άτομο, αποκτήσει ξαφνικά κάποια σημασία για ένα συγκεκριμένο μέρος του Σχεδίου, και αποδειχθεί αρκετά ευαίσθητο στη λήψη οδηγιών για το έργο. Οι οδηγίες αυτές πιστεύεται ότι παίρνουν τη μορφή «εντύπωσης» (νοητικής τηλεπάθειας), που μεταφέρεται στον εγκέφαλο ως ιδέα, ιδανικό, ώθηση και κάποιες φορές εντάσσεται στο πλαίσιο της αντικειμενικής πραγματικότητας (φωνές, παρουσίες κλπ). Ο δέκτης της ιδέας, όμως, δεν έχει συνήθως αντίληψη της προέλευσής της, και κινείται σαν να ήταν αποκλειστικά δική του ιδέα, παραμορφώνοντάς την πολλές φορές.
…Στην έρευνά μας πάνω στο ζήτημα αυτό, ανακαλύπτουμε και κάποιες δηλώσεις που προέρχονται από τους ίδιους τους Διδασκάλους. Κατά τη διάρκεια της διαμονής της Μπλαβάτσκι στην Ινδία, το 1874, ο δημοσιογράφος Α.Π. Σινέτ άρχισε να ενδιαφέρεται για τους Διδασκάλους της, και στα 1880 άρχισε να αλληλογραφεί με το Μορύα και τον Κουτ Χούμι. Σε ένα από τα γράμματα αυτά ο Κουτ Χούμι γράφει:
«Ένας Μύστης -είτε βρίσκεται στο υψηλότερο είτε στο κατώτατο στάδιο- είναι πάντοτε ένας κατά τη διάρκεια της εξάσκησης των απόκρυφων δυνάμεών του… Οποιαδήποτε στιγμή υπάρχει η ανάγκη των δυνάμεων αυτών, ο ισχυρός θα ξεκλειδώσει την πόρτα προς τον εσώτερο άνθρωπο (Μύστη) που μπορεί να αναδυθεί και να δράσει ελεύθερα, με τον όρο όμως πως ο φύλακάς του, ο εξωτερικός άνθρωπος, είναι απόλυτα ή εν μέρει υπό παράλυση».
Γνωστοί εκπρόσωποι της ανατολικής θεοσοφίας και μέλη της Θεοσοφικής Εταιρείας υπήρξαν μεταξύ άλλων ο Τσαρλς Λεντμπήτερ, η Άννι Μπεζάντ, ο Ρούντολφ Στάινερ, η Άλις Μπέιλυ και ο Τζίντου Κρισναμούρτι.
Η Μπεζάντ και ο Λεντμπήτερ ανακοίνωσαν το 1910, όταν και οι δύο τους ήταν ηγετικά στελέχη της Θεοσοφικής Εταιρείας, ότι ο δεκατετράχρονος τότε Κρισναμούρτι ήταν μία ενσάρκωση του Μαϊτρέγια, δηλαδή ενός είδους βούδα και ως εκ τούτου ο νέος διδάσκαλος της ανθρωπότητας, με άλλα λόγια ένας νέος μεσσίας. Για να προωθήσουν την πραγμάτωση αυτού του σχεδίου και να γίνει γνωστό το πρόσωπο του Κρισναμούρτι ίδρυσαν το «Τάγμα του Άστρου της Ανατολής». Πολλά μέλη της Εταιρείας αντέδρασαν όμως σε αυτό και αποχώρισαν με προεξάρχοντα τον Ρούντολφ Στάινερ που είχε τις δικές του ελπίδες να γίνει πρόεδρος της Εταιρείας και έτσι ίδρυσε την Ανθρωποσοφική Εταιρεία. Το 1929 ο Κρισναμούρτι διέλυσε το τάγμα και διέκοψε τις σχέσεις του με τη Θεοσοφική Εταιρεία, γιατί τον ενοχλούσε η προσωπολατρία που καλλιεργιόταν σε σχέση με το άτομό του.
Η ανατολική θεοσοφία δεν πρέπει να συγχέεται με τη Χριστοκεντρική θεοσοφία που την εκπροσωπούν φυσιογνωμίες όπως του Ωριγένη, του Γιάκομπ Μπαίμε και του Εμάνουελ Σβέντενμποργκ, γιατί η πρώτη είναι ουσιαστικά ένας συμφυρμός από ανατολικές θρησκείες, πνευματισμό, μαγεία, διδασκαλίες περί κάρμα και μετεμψύχωσης, «μυστικές διδασκαλίες» κ.ά.
Στην πραγματικότητα ωστόσο η θεοσοφία δεν είναι η πίστη σε μία συγκεκριμένη διδασκαλία ή δόγμα ή πρόσωπο ή αρχή, καθότι αφορά γενικότερα στην πρωταρχική Πηγή και στη θεμελιώδη Αλήθεια από όπου πηγάζουν όλες οι θρησκείες, δηλαδή στον Θεό. Είναι επομένως το υπόβαθρο όλων των θρησκειών και ο κύριος άξονας των διδασκαλιών των μεγάλων φιλοσόφων και των σοφών της αρχαιότητας. Άρα δεν είναι ούτε μία νέα θρησκεία ούτε μία νέα θεώρηση ή δοξασία. Παντού και πάντοτε υπήρχαν αναζητητές της κρυφής σοφίας του Θεού, όπως ο Πλάτων, ο Λαοτσέ και μετά Χριστό ο Κλήμης ο Αλεξανδρείας, ο Ωριγένης, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο Αυγουστίνος, ο Θωμάς ο Κεμπέσιος, η Χίλντεγκαρντ του Μπίγκεν, ο Μάιστερ Έκχαρτ, ο Παράκελσος και πάρα πολλοί άλλοι.
Τι είναι η αληθινή θεοσοφία
Η θεοσοφία είναι η γνώση του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ψυχή και έτσι δεν περιλαμβάνει μόνο τη γνώση όλων των πραγμάτων αλλά και τα θεία έργα και τις θεϊκές αποκαλύψεις στη φύση. Για το λόγο αυτό οι θεοσοφικές διδασκαλίες δεν βασίζονται μόνο στη θεολογία, αλλά και σε ολόκληρη τη σφαίρα της ανθρώπινης αυτογνωσίας και επίσης στο σύνολο της γνώσης της φύσης. Ωστόσο ο σκοπός της θεοσοφίας δεν είναι η γνώση, αλλά η πράξη, με άλλα λόγια η αγάπη…
Η θεοσοφία είναι μία πνευματική επιστήμη που στέκεται υψηλότερα από κάθε φιλοσοφία καθώς δεν εδράζεται σε ανθρώπινες θεωρίες αλλά στο γνώθι σ’ αυτόν, δηλαδή στη θεϊκή αλήθεια. Είναι κατ’ ακολουθία η δύναμη εκείνη χάρη στην οποία ο άνθρωπος μπορεί, εφόσον αγαπά την αλήθεια, να την ανακαλύψει μέσα στον ίδιο του τον εαυτό.
Η θεοσοφία δεν έχει το σκοπό να κερδίσει πιστούς για ένα συγκεκριμένο εκκλησιαστικό σύστημα, αλλά είναι υπεράνω δογμάτων και ομολογιών και αποβλέπει στο να καταστήσει ικανό τον καθένα να βρει την αλήθεια μέσω του θείου φωτός, του αληθινού Λόγου. Ως εκ τούτου δεν είναι ένα ανθρώπινο πόνημα, αντίθετα οι αληθινοί θεοσοφιστές έχουν πάντα τη φώτιση εκ των ένδον και με αυτή τη δύναμη του θεϊκού Πνεύματος εμβαθύνουν σε όλο και πιο βαθιές σοφίες του Θεού για να τις μεταλαμπαδεύσουν ύστερα με τον προσφορότερο τρόπο στους συνανθρώπους τους.
Αυτό που ξεχωρίζει τη χριστική θεοσοφία από την ανατολική είναι το ότι η πρώτη ανάγεται στον Ιησού Χριστό ως διδάσκαλο και απολυτρωτή, ενώ η δεύτερη επικαλείται ως θρησκευτικό ηγέτη το Βούδα και επίσης αντλεί πολλά στοιχεία από ινδικές φιλοσοφίες.
Κατά βάση όμως δεν υπάρχει ούτε ινδικός ούτε χριστικός μυστικισμός, όπως δεν υπάρχει π.χ. ούτε μία ελληνική ή γαλλική αλήθεια, δεδομένου ότι μόνο ο Θεός μπορεί να είναι η θεμελιώδης αλήθεια όλων των σχετικών, κοσμικών αληθειών. Κατ’ επέκταση, η θεϊκή αυτογνωσία είναι μία και μοναδική και αποτελεί το υπόβαθρο όλων των θρησκειών. Ως εκ τούτου εάν αντιπαραβάλει κανείς τον «ινδικό» με τον «χριστικό» μυστικισμό, διαπιστώνει ότι οι διαφορές τους είναι εξωτερικές, αφορούν δηλαδή στην πρακτική και τις θεωρήσεις σχετικά με την πίστη, ενώ τα εσωτερικά βιώματα παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες.
Η ινδική θεοσοφία πιστεύει στην επανειλημμένη μετενσάρκωση πάνω στη Γη και στο κάρμα. Θα πρέπει να παρατηρηθεί εδώ όμως ότι σε πολλές διδασκαλίες της Μπλαβάτσκι δεν υπάρχει καν η έννοια του κάρμα, ενώ στη «Μυστική δοξασία» εμφανίζεται μόνο σπάνια και δευτερευόντως. Οι διάδοχοι της Μπλαβάτσκι ήταν εκείνοι που έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στον όρο αυτό και τον έθεσαν στο επίκεντρο της θεοσοφίας.
Αρχικά η Θεοσοφική Εταιρεία ήταν μία πνευματιστική οργάνωση που εδραζόταν σε πνευματιστικά φαινόμενα και βουδιστικές διδασκαλίες. Στο διάστημα 1894-1912 ωστόσο, με την αποδοχή της ινδουϊστικής διδασκαλίας υπό την ηγεσία της Άννι Μπεζάντ, μεταβλήθηκε σε ένα σύστημα χωρίς προσωπικό Θεό και χωρίς Ιησού Χριστό.
Αντίθετα, η χριστική θεοσοφία, που βασίζεται στη χριστική διδασκαλία, δεν αναγνωρίζει τη μετεμψύγωση, παρά μόνο ως εξαίρεση και όχι ως κανόνα.
Ο δε νόμος του Κάρμα αναιρείται από το νόμο της αγάπης και της ευσπλαχνίας του Ιησού Χριστού, τη γνωστή «χάρη» την οποία, όπως είναι ευνόητο, δεν γνωρίζει η θεοσοφία της ανατολής. Η πρώτη βλέπει στον Ιησού Χριστό τον απολυτρωτή του ανθρώπινου γένους από την αδυναμία, ενώ η δεύτερη διδάσκει την αυτολύτρωση.
Στη χριστική θεοσοφία ο Θεός έγινε άνθρωπος μέσα στον Ιησού, ο οποίος έφτασε επί γης στη θέωση. Εν αντιθέσει, η ινδική θεοσοφία διδάσκει ότι ο Θεός είναι μέσα στα πάντα και έτσι στην ουσία αποτελεί μία μορφή μυστικιστικού πανθεϊσμού.
Μία σαφής αναφορά στη θεοσοφία μέσα στη Βίβλο περιέχεται στην πρώτη κορινθιακή επιστολή του Παύλου 2, 6-16, όπου γίνεται λόγος για την αποκάλυψη της σοφίας του Θεού μέσω του Πνεύματος.
Συχνά η θεοσοφία συγχέεται με τη φιλοσοφία. Το σωστό είναι ωστόσο ότι η φιλοσοφία έχει πραγματικά αξία μόνο όταν απογειώνεται από το στενό ορίζοντα της ανθρώπινης διανόησης χρησιμοποιώντας ως όχημα τη θεοσοφία, δηλαδή τη γνώση της θεϊκής αλήθειας. Η αυτογνωσία δεν χρειάζεται ως όργανο τη φιλοσοφία ή την ανάπτυξη θεωρητικών υποθέσεων, γιατί δεν βασίζεται σε θεωρητικά αξιώματα αλλά στον ίδιο της τον εαυτό. Η αλήθεια υπάρχει πέρα από κάθε αμφιβολία ή εικασία αφού είναι η ιδιότητα του ίδιου του Θεού.
Η φιλοσοφία είναι προϊόν της ανθρώπινης διανόησης, η αληθινή θεοσοφία δεν μπορεί να είναι δικό της παράγωγο. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά φιλοσοφικά συστήματα αλλά η αυτογνωσία δεν ανήκει σε κανένα σύστημα ή προσωπικότητα δασκάλου γιατί ο κύριος της αλήθειας είναι μόνο η ίδια η αλήθεια, δηλαδή ο Θεός.
Ο φιλόσοφος αναζητεί να βρει την αληθινή ουσία των πραγμάτων έξω από τον εαυτό του, ενώ στη θεοσοφία το ον αυτοαναγνωρίζεται μέσα στον ίδιο του τον εαυτό.
Η θεοσοφία είναι η γνώση της αλήθειας μέσα στο άδυτο του ανθρώπου την οποία αποκτά μόνο όταν γίνει ένα μαζί της, όταν δηλαδή πάψει να ερευνά και να αναζητά με το περιορισμένο εγώ του, με αποτέλεσμα στοχασμός και αναλυτική σκέψη να περνούν σε δεύτερη μοίρα. Ένας σύγχρονος φιλόσοφος είχε πει επί τούτου εύστοχα: «Μόνο ο φιλόσοφος εκείνος που είναι εξοπλισμένος με πλούσια γνώση και με όλη του την καρδιά επιδιώκει να φτάσει στο στόχο του μέσα από μακροχρόνια, ακατάπαυστη διανοητική εργασία, θα μπορέσει να δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο οικοδόμημα». Ο θεοσοφιστής για να φτάσει στο όλον δεν χρειάζεται να το κτίσει επαγωγικά από τα μεμονωμένα μέρη του, διότι αυτός κατέχει το παν από τη στιγμή που του δίνει τη δυνατότητα να εκδιπλωθεί στο εσωτερικό του.
Κάποιος που διακατέχεται από κριτική στάση ίσως εδώ να διακρίνει παραλληλίες με το New Age, με την ολιστική σκέψη του Φρίτγιοφ Κάπρα για παράδειγμα. Αλλά ακριβώς το παράδειγμα αυτό του Κάπρα είναι πρόσφορο για να γίνει ο διαχωρισμός μεταξύ θεοσοφικοΰ στοχασμού και φιλοσοφικού στοχασμού, τον οποίο αντιπροσωπεύει υποδειγματικά ο Κάπρα.
Ο θεοσοφιστής δεν βάζει τον εαυτό του στο κέντρο των αναζητήσεών του, απεναντίας καταφεύγει στη σιγή και παραδίδεται στον Θεό, για να μπορεί αυτός να μιλήσει μέσα του. Ο φιλόσοφος θέλει να αποκτήσει δική του γνώση, ο θεοσοφιστής αναζητεί την αυθυπέρβαση κι έτσι τη γνώση της θεϊκής αλήθειας.
Το έργο του φιλοσόφου είναι η σύνθεση, η σύγκριση, η επεξεργασία υποθέσεων και η διατύπωση θεωριών. Ο θεοσοφιστής, αντίθετα, έχει ως μόνο έργο την υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης του μέσω της υπακοής στο θείο νόμο. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να κατασκευάσει μια ιδέα, για να συλλάβει την Ενότητα, όπως οι φιλόσοφοι, χρειάζεται απλά να αφήσει την Ενότητα του Παντός να εκφραστεί συνειδητά στο εσωτερικό του.
Ο φιλόσοφος, για να προσεγγίσει την αλήθεια, προσπαθεί να διανοηθεί το τι θα μπορούσε να είναι η αλήθεια, αποκλείοντας με την εις άτοπο απαγωγή οτιδήποτε αντίκειται ενδεχομένως σ’ αυτή, σύμφωνα με τους όρους που έχει επιλέξει ο ίδιος για να οικοδομήσει το σύστημά του. Ο θεοσοφιστής δεν προσπαθεί να διανοηθεί τίποτα, παρά αφήνει να τον οδηγήσει το φως που κατοικεί στο Θείο Λόγο και το δεύτερο φως που κατοικεί μέσα του.
Ο φιλόσοφος πασχίζει να τελειοποιήσει τις γνώσεις του σχετικά με το γνωστικό του αντικείμενο στον υπέρτατο βαθμό, αλλά παρ’ όλα αυτά παραμένει ένας θνητός άνθρωπος, που οι θεωρίες του δεν του χαρίζουν την αθανασία, ούτε του χρησιμεύουν όταν αποδημήσει στις «αιώνιες μονές».
Ο θεοσοφιστής θέλει να κερδίσει την αιωνιότητα και γι’ αυτό πασχίζει να δημιουργήσει στη φύση του τις προϋποθέσεις εκείνες που χρειάζονται για να ανάψει ο αθάνατος σπινθήρας στην καρδιά του, ώστε να του αποκαλυφθεί η θεϊκή βούληση.
Τη φιλοσοφία μπορεί επίσης να την ασκήσει κανείς για την προσωπική του ευχαρίστηση, σαν χόμπι, αλλά η θεοσοφία απαιτεί πλήρη αφοσίωση στο αληθινό είναι, με μεγάλη αγάπη, ταπεινοφροσύνη και συνέπεια.
Το φιλοσοφείν μαθαίνεται και μέσα από τα βιβλία, ενώ η είσοδος για την αληθινή θεοσοφία είναι ο «μυστικός θάνατος», το οποίο σημαίνει ότι καθετί ψεύτικο μέσα στον άνθρωπο πρέπει να πεθάνει, για να μπορεί να αναστηθεί στη θέση του η αλήθεια, ο Θεός. Εκεί αποκλειστικά και μόνο αποβλέπει η σπουδή και η άσκηση της αληθινής θεοσοφίας.
Σημειωτέον ότι η θεοσοφία και η θεολογία διαφέρουν επίσης εκ βάθρων μεταξύ τους, για το λόγο ότι η δεύτερη βασίζεται σε θεωρίες και δόγματα πίστης, ενώ η πρώτη σε βιώματα πίστης. Η θεολογία είναι ο λόγος περί Θεού και όχι ο Λόγος του Θεού. Στηρίζεται, δηλαδή, στον αποκαλυφθέντα Λόγο, με βάση τη Βίβλο, αλλά δεν παράγει Λόγο.
Αυτό είναι άλλωστε το μέγιστο πρόβλημα της θεολογίας, ότι δηλαδή οι θεολόγοι διδάσκουν κάτι που οι ίδιοι δεν το βιώνουν -εκτός από λίγες εξαιρέσεις- διότι ο Θεός δεν παύει να αποκαλύπτεται ζωντανά μέσα στον άνθρωπο και μάλιστα κάθε φορά διαφορετικά (αλλά όχι αντιφατικά) και έτσι είναι διαρκώς παρών. Για να ασκήσουν τη θεολογία οι θεολόγοι πρέπει να μελετήσουν και όχι να βιώσουν την πίστη τους.
Η θεωρητική και η βιωματική γνώση κανονικά πρέπει να συμβαδίζουν και όντως υπήρξαν πολλά παραδείγματα θεολόγων που συνδύαζαν και τα δύο. Πολλές φορές όμως οι συνάδελφοί τους τους στιγμάτιζαν ως αιρετικούς, ακριβώς επειδή εκείνοι κατείχαν κάτι που οι ίδιοι στερούνταν: τη ζωντανή εμπειρία της πίστης. Όταν, όμως, οι θεολόγοι παντρεύουν την επιστήμη τους με τη φιλοσοφία αντί με τη θεοσοφία, το αποτέλεσμα είναι ο σχολαστικισμός, που σφράγισε με το ιδιότυπο κλίμα του το μεσαίωνα, και όχι μόνο.
Για όλους τους παραπάνω λόγους η θεοσοφία δεν σημαίνει αυτόματα αιρετική σκέψη και γι’ αυτό δεν θα πρέπει να απορρίπτεται χωρίς εμβάθυνση…
Εκτός αυτού, μια βασική διαφορά μεταξύ της χριστοκεντρικής θεοσοφίας και των εσωτερικών διδασκαλιών της ανατολικής θεοσοφίας είναι ότι οι οπαδοί του χριστικού πνεύματος δεν διδάσκουν τίποτα κρυφά, αλλά αντίθετα φανερά κι ελεύθερα για τον καθένα. Όπου σε αντιδιαστολή συναντά κανείς μυστικοπάθεια και πέπλα μυστηρίου ή όπου καλλιεργείται η προσωπική ή ομαδική υπεροψία με την πεποίθηση ότι «εμείς είμαστε κάτι το ξεχωριστό», καθώς αυτό ακριβώς επιδιώκουν μυστικές μυήσεις, ειδικά σύμβολα, βαθμοί στην ιεραρχία κ.λπ., εκεί δεν υπάρχει ταπεινή προσέγγιση και συνακόλουθα παραγνωρίζεται το τι θέλει πραγματικά ο Θεός.
Εδώ θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι μυήσεις είχαν το νόημά τους στην αρχαιότητα, όπου το γενικό επίπεδο πνευματικότητας ήταν πολύ χαμηλό και λίγοι μόνο άνθρωποι με πολύ ισχυρή θέληση και αγάπη για την αλήθεια ήταν πρόθυμοι μέσα από σκληρές ασκήσεις αυθυπέρβασης να «θανατώσουν», δηλαδή να απεκδυθούν τον παλιό τους εαυτό, για να αναζητήσουν τη νοερή ιδέα του θείου. Όμως ο Ιησούς Χριστός με το έργο του στη Γη άνοιξε τις πύλες σε όλους, εξασφάλισε σε όλους τη δυνατότητα να μυηθούν στη θεϊκή σοφία και να βρουν την απολύτρωση, άσχετα από τις πνευματικές, ταξικές, κοινωνικές κ.λπ. δυνατότητες του καθενός.
Έτσι, οι μυητικές διαδικασίες και η συμμετοχή στα μυστήρια αντικαταστάθηκαν πολύ απλά από τη ζωντανή, καθημερινή εφαρμογή των εντολών της αγάπης, πράγμα που είναι εφικτό για τον καθένα. Γι’ αυτό σε έναν άλλο δέκτη του εσωτερικού Λόγου, τον Γκότφριντ Μαγερχόφερ, λέει ο Κύριος σε σχέση με τους Τέκτονες: «Αυτό που έλεγα κάποτε στους Εσσαίους, να μην κάνουν τίποτα στα κρυφά, παρά να κάνουν τα πάντα φανερά, το ίδιο πρέπει να ειπωθεί και στους σημερινούς τέκτονες…».
Πάρα πολλοί άνθρωποι σήμερα δεν βρίσκουν τον πνευματικό τους δρόμο μέσα στον κυκεώνα από μεθόδους, τεχνικές, διδασκαλίες κ.λπ., ενώ αρκετοί δοκιμάζουν χωρίς διάκριση και δεύτερη σκέψη καθετί που διεγείρει την περιέργειά τους. Αυτή η διέγερση που προκαλείται έντεχνα από την υπερπροσφορά κοσμικής σοφίας αντιστοιχεί συμβολικά στον καρπό από το «δέντρο της γνώσης» που έφαγαν οι πρωτόπλαστοι, με αποτέλεσμα την πτώση τους από τη σφαίρα της ελευθερίας στη δέσμευση του νόμου και του θανάτου.
Η δεύτερη αυτή πτώση ήταν επανάληψη της πρώτης, μεγάλης πτώσης που έλαβε χώρα στην πνευματική δημιουργία, όπου οι περισσότεροι άγγελοι στο τέλος πίστευαν περισσότερο τα ψέμματα των ψευδοδιδασκάλων αρχηγών της ανταρσίας κατά του Θεού, παρά τον ίδιο το λόγο Του, που άκουγαν μεσ’ στην καρδιά τους.
Το ίδιο «σενάριο» επαναλαμβάνεται καθημερινά με τον κάθε άνθρωπο και σε όλη την εξέλιξη του. Έτσι, μέχρι να αποφασίσει μόνος του ελεύθερα να επιλέξει το καλό και αληθινό, παραμένει πνευματικά νεκρός.
Συνειδητά ή ασυνείδητα όλους τους ανθρώπους τούς διακατέχει ο πόθος να λάβουν φως από τον κόσμο του πνεύματος και να απελευθερωθούν από το υπαρξιακό τους άγχος, γιατί ο εσωτερικός εαυτός δεν είναι ευτυχισμένος στο σκοτάδι της Γης, όσο κι αν ναρκώνεται -με διάφορους τρόπους- ο εξωτερικός άνθρωπος. Λίγοι όμως έχουν ωριμάσει τόσο που να επιλέξουν το σωστό δρόμο στρεφόμενοι απευθείας στην ίδια την Αλήθεια, το Δημιουργό, και με το σωστό πνεύμα, για να τους ικανοποιήσει τον πόθο για ελευθερία και φως.
Η αναλήθεια ή η πλάνη δεν οδηγούν στην ελευθερία, την ένωση με τον Θεό, καθώς σημαίνουν έλλειψη ελευθερίας· και στη συγκεκριμένη φάση της ιστορίας της ανθρωπότητας, επειδή βρίσκεται στο τέλος μιας λυτρωτικής περιόδου της Γης, η αναλήθεια συνεπάγεται μάλιστα πλήρη και οδυνηρή στέρηση της ελευθερίας, μια που οι περισσότεροι λόγω της ανεπαρκούς ωριμότητας τους θα επαναλάβουν τη μακριά επίπονη πορεία μέσα στα βασίλεια της φύσης.
Γι’ αυτό λέγεται στην Ντούντε:
«Δεν υπάρχουν αρκετά μελανά χρώματα για να σας περιγράψουν το τι σημαίνει το ότι αποποιείστε πάλι την ελευθερία που αποκτήσατε μέχρι τώρα και επιστρέφετε σε εκείνο το σημείο απ’ όπου σας βοήθησαν να αναδυθείτε η αγάπη και η χάρη Μου…».
Από τα παραπάνω πρέπει να έγινε σαφές ότι η Βίβλος έχει μεν ένα εσωτερικό νόημα, που αποκαλύπτεται στα μάτια της αγάπης, όμως ο θείος Λόγος δεν είναι απόκρυφη διδασκαλία. Μπορεί, βέβαια, να είναι κεκαλυμμένος, όμως όποιος κατέχει το θείο φως δεν το κρύβει, αλλά το βάζει στο λυχνοστάτη, για να φωτίζει τους πάντες (Ματθ. 5, 15, Μάρκ. 4, 21, Λουκ. 11, 33).
Από τα προηγούμενα πρέπει να έγινε σαφής ο διαχωρισμός μεταξύ χριστικής και ινδικής θεοσοφίας. Ένα παρακλάδι της τελευταίας είναι επίσης η ανθρωποσοφία του Ρούντολφ Στάινερ, που θα εξεταστεί στη συνέχεια.
Η ανθρωποσοφία τον Ρούντολφ Στάινερ
Ο Ρ. Στάινερ (1861-1925) είναι πνευματικό τέκνο της ινδικής θεοσοφίας- το διάστημα 1902-1912 διετέλεσε γενικός γραμματέας του γερμανικού παραρτήματος της, ενώ από το 1904 ως το 1906 είχε γίνει μέλος μιας ελευθεροτεκτονικής στοάς. Το 1913 έκοψε τους δεσμούς του με τη μητρική οργάνωση στην Ινδία και ίδρυσε τη δική του. Στην «Ανθρωποσοφική Εταιρία» συνέδεσε την ινδική θεοσοφία με αρχές από τη φιλοσοφία και την πνευματική παράδοση της δύσης και σ’ αυτές εισήγαγε, επιπλέον, μια σύνοψη διαφόρων εσωτερικών διδασκαλιών.
Συν τοις άλλοις, ο Στάινερ πήρε την έννοια «ακάσα» από τα ινδικά, που στον ινδουισμό και το βουδισμό σημαίνει χώρος και τη διεύρυνε. Κατά τον Στάινερ, στα «Χρονικά Ακάσα» είναι εγγεγραμμένα όλα τα παρελθόντα, παρόντα και μελλοντικά γεγονότα, τα οποία και μπορεί να «διαβάσει» ένας διορατικός άνθρωπος. Σε αυτή την «κοσμική μνήμη» ισχυριζόταν ο Στάινερ ότι είχε πρόσβαση και ότι από εκεί μπορούσε να αντλήσει τις διδασκαλίες του. Στην πραγματικότητα, τα ακασικά χρονικά είναι απλά εμπνεύσεις από τον αστρικό κόσμο, με την ανάλογη ποιότητα και με τα γνωστά λάθη, όπως τη διδασκαλία του κάρμα και της μετεμψύχωσης, στην οποία θα αναφερθούμε διεξοδικότερα παρακάτω. Θα ακολουθήσουν χωρίς σχόλια δύο μικρά αποσπάσματα διδασκαλίας του Στάινερ από τα «ακάσα», για να διαμορφώσει ο αναγνώστης μόνος του μια αντίληψη:
«Η Γη μας είναι η τέταρτη από επτά πλανητικές ενσωματώσεις. Βρίσκεται στην τέταρτη κατάσταση ζωής και στο πλαίσιο αυτής της ζωής στην τέταρτη κατάσταση με (φυσική) μορφή. Αυτό σημαίνει ότι από το σύνολο της εξέλιξης των κόσμων ζούμε στη φάση της πιο έντονης συμπύκνωσης. Στο μέλλον η Γη, μέσω των επομένων καταστάσεων μορφής και ζωής, θα περάσει πάλι σε πιο πνευματικές καταστάσεις ύπαρξης και μορφής. Γι’ αυτό στις επερχόμενες πλανητικές ενσωματώσεις δεν θα υπάρχει πια συμπαγής ύλη του είδους του σημερινού ορυκτού».
Και άλλο ένα δείγμα γραφής, σύμφωνα με το οποίο υπήρχαν δύο βρέφη με το όνομα Ιησούς, που και των δύο οι γονείς λέγονταν Ιωσήφ και Μαρία: «Στο Ναό το ζωροαστρικό Εγώ άφησε το σώμα του σολομωνικού βρέφους Ιησού και κατέλαβε το σώμα του ναθανικού βρέφους Ιησού…».
Υπάρχουν βέβαια και άλλες διδασκαλίες άξιες προσοχής, όμως κατά βάσιν η ανθρωποσοφία βασίζεται σε μια λανθασμένη εικόνα του Θεού για πολλούς λόγους. Για την ανθρωποσοφία συγκεκριμένα λέγεται στην Μπέρτα Ντούντε:
«..Αρνηθείτε οτιδήποτε θα μπορούσε να κλονίσει την πίστη σας, γιατί το Πνεύμα Μου εισέρχεται μόνο όπου φέγγει το φως που γεννιέται από την αληθινή ταπεινοσύνη, αλλά δεν εισχωρεί σε σπήλαια που τα περιβάλλουν πέτρινα τείχη.
Τέτοια σπήλαια είναι όμως οι καρδιές εκείνων που αντλούν όλη τη σοφία τους από ένα ανθρώπινο θεωρητικό κατασκεύασμα, με εξαιρετικά περίπλοκη δόμηση, από μια θεωρία που συλλέχτηκε με κόπο από πολλές διάσπαρτες πηγές. Και τέτοιου είδους είναι τα ατελεύτητα πολλά κείμενα που συνέγραψαν ορισμένοι οι οποίοι είναι μεν αναζητητές της αλήθειας, αλλά απέχουν πολύ μακριά από την αυθεντική, πηγαία, παιδική πίστη.
Γι’ αυτό κατασκεύασαν μια διδασκαλία η οποία παρουσιάζει τον Θεό σαν ένα εξαιρετικά δυσπρόσιτο Ον, που με πολύ μεγάλο κόπο μπορεί κανείς να το φτάσει.
Οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν ότι στον κόσμο την αλήθεια και τη γνώση την προσεγγίζουν μονάχα εκείνοι οι επίλεκτοι, που μετά από μακριά, κοπιαστική, πνευματική και διανοητική ενασχόληση με ένα γνωστικό πεδίο, κατέκτησαν από μόνοι τους τη γνώση, που κι αυτή με τη σειρά της έχει προέλθει από μια εξ ίσου επίπονη εργασία. Αλλά η γνώση αυτή σε καμιά περίπτωση δεν στηρίζεται σε έργα αγνής αγάπης, στην ταπεινοφροσύνη και την άνευ όρων αφοσίωση στη θεία βούληση.
Αυτά είναι όμως τα μόνα στηρίγματα πάνω στα οποία μπορεί να αναπτυχθεί και να κατακτηθεί η αληθινή γνώση. Οτιδήποτε άλλο, ακόμη κι αν στην αρχή του ξεκίνησε με αυτό τον τρόπο από την πηγή του (αλλά στη συνέχεια αγνοήθηκαν αυτά τα στηρίγματα), με τον καιρό οδηγεί μακριά από την αλήθεια· έτσι στο τέλος καταλήγει να γίνει ένα μόρφωμα, που δεν έχει καμία σχέση πια με τη δική Μου διδασκαλία.
Αποφεύγετε, λοιπόν, καθετί που γεννιέται μέσα σε ένα κλίμα πνευματικής υπεροψίας. Ποτέ δεν πρόκειται να συμφωνεί με την πλήρη αλήθεια. Το Λόγο του Θεού θα τον βρείτε ανόθευτο μονάχα εκεί όπου αφήνετε ολοκληρωτικά στον Κύριο την καθοδήγηση του πνεύματος σας».
To «New Age»
Ας δούμε πρώτα τι λέει το σχετικό λήμμα στο Λεξικό της Θρησκειολογίας:
«Το “New Age” (Νέα Εποχή ή, επίσης, “Εποχή του Υδροχόου”) περιλαμβάνει πολλά, διαφορετικά πνευματικά κινήματα και θεωρίες, που τα χαρακτηρίζει η σύγχρονη πίστη στη διαρκή πρόοδο της ανθρωπότητας και στην πνευματική μεταμόρφωση της.
Τα πρώτα δείγματα της ρήξης με την παράδοση εκδηλώθηκαν στη δυτική κουλτούρα το 1968- η Νέα Εποχή, προϊόν αυτής της ρήξης, θεωρεί ότι αντιπροσωπεύει ένα “νέο παράδειγμα”, ένα νέο μοντέλο εξέλιξης της κοινωνίας προς μια ολιστική συνείδηση που επιτυγχάνεται μέσα από την αυθυπέρβαση του ανθρώπου και την απομάκρυνση από την ορθολογιστική – μηχανιστική κοσμοθεωρία.
Οι συνισταμένες αυτής της νέας άποψης για τη ζωή έχουν υιοθετηθεί από τις ανατολικές θρησκείες, τον ιουδαϊσμό και το χριστιανισμό, τις φυσικές επιστήμες και τις παραδόσεις του γνωστικισμού και του εσωτερισμού.
Τα στοιχεία αυτά -σε διαφορετική αναλογία και σπουδαιότητα- διαμορφώνουν ένα μελλοντολογικό σύστημα που περιλαμβάνει την επιστήμη, την κοινωνία, την τέχνη και την πνευματικότητα στις διάφορες εμφανίσεις τους, όπως είναι η πνευματική θεώρηση των φυσικών επιστημών, η πληροφορική (παγκόσμιο διαδίκτυο), η ολιστική ιατρική, η εναλλακτική εκπαίδευση, ο αφοπλισμός, η οικολογία, οι ήπιες μορφές τεχνολογίας, μια νέα παγκόσμια τάξη, σωματικές θεραπευτικές μέθοδοι, μέθοδοι αυτοβελτίωσης, ψυχοθεραπευτικές μέθοδοι, νεοπαγανισμός, επιστημονική φαντασία και φανταστική λογοτεχνία, γνωστικιστικές και εσωτεριστικές πρακτικές, ο φυσικός μυστικισμός τύπου Findhorn, θεοσοφικά κινήματα, διαλογισμός και μυστικισμός, θεωρίες επανενσάρκωσης, εξωγήινη νοημοσύνη.
Με στόχο τη δημιουργία μιας πλανητικής – οικουμενικής συνείδησης (στο “διαστημόπλοιο Γη”) όλες οι δραστηριότητες και οι ουτοπίες αποσκοπούν σε μια “ήπια συνομωσία” των κυττάρων ενός παγκόσμιου εγκεφάλου που αντιδρούν διαισθητικά.
Η μεταμόρφωση του εαυτού και του κόσμου ταυτίζονται τόσο σαν δρόμος για τη σωτηρία όσο και σαν προορισμός του δρόμου αυτού. Η πνευματική ενέργεια που αποκτάται καθ’ οδόν κατά τη λυτρωτική – θεραπευτική διαδικασία του φωτισμού, θα έχει ως αποτέλεσμα ένα “εξελικτικό άλμα στο συνειδητό κόσμο”.
Για τον υπεύθυνο άνθρωπο η αντιμετώπιση των απειλών που επικρέμονται και των φόβων απέναντι σε ενδεχόμενες καταστροφές, αποτελεί μία πρόκληση που περνάει από τη βαθιά αλλαγή της συνείδησης και των αξιών σε όλους τους τομείς της ζωής. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω μιας κεντρικής οργάνωσης, αλλά μέσω ενός δικτύου τοπικών ομάδων και με την εφαρμογή της θετικής σκέψης.
Η εκκοσμικευμένη πίστη στην πρόοδο αντικαθίσταται από την ανακάλυψη εκ νέου της γνώσης που χάθηκε και των μύθων παλαιότερων πολιτισμικών μορφών. Επί του προκειμένου, είναι ωστόσο εμφανές ότι λαμβάνει χώρα μία αυθαίρετη, προκρούστεια επιλογή, χωρίς μέτρο και σεβασμό των παραδόσεων αυτών, αλλά και η υποβάθμιση της αλήθειας προς όφελος της συλλογής πληροφοριών και δεδομένων.
Μέρος της μελλοντολογικής – τελεολογικής προσδοκίας αφορά στην επιστροφή ενός διδάσκαλου-λυτρωτή (ενός “Χριστού” ή μεσσία), ο οποίος παρουσιάζεται είτε ως η αποκορύφωση της εξελικτικής διαδικασίας είτε ως η επανενσάρκωση παλαιότερων μεγάλων διδασκάλων».
Αυτά όσον αφορά τον ορισμό του λεξικού.
Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η ταυτότητα του New Age, γιατί κατά βάση πρόκειται για μία ομπρέλα υπό την οποία συστεγάζονται πολλές διαφορετικές διδασκαλίες, πρακτικές, ρεύματα, παραθρησκείες και πνευματικές οργανώσεις, που ανθούν την «εποχή του Υδροχόου», την «εποχή της αλλαγής», που θα τη διαδεχθεί ο «χρυσός αιώνας» της νέας συνείδησης.
Δεν πρόκειται άρα για μια συγκροτημένη πλατφόρμα θέσεων παρά για ένα απροσδιόριστο σύμπλεγμα διαφορετικών θεωρήσεων και ως κίνημα δεν διαθέτει μία κοινή για όλους οργάνωση, δομή ή ηγεσία. Ο σωστότερος ίσως χαρακτηρισμός θα ήταν ότι το New Age συγκεντρώνει όλους εκείνους που αναζητούν να καλύψουν τις μεταφυσικές τους αγωνίες, το ανικανοποίητο κενό και τις θρησκευτικές τους προσδοκίες με κάποια από τις μεθόδους που προτείνονται στο κίνημα αυτό. Κινούνται οπωσδήποτε έξω από το χώρο που καταλαμβάνουν οι παραδοσιακές χριστιανικές εκκλησίες, ακριβώς επειδή δεν μπόρεσαν -ή δεν θέλησαν- να βρουν σε αυτό ό,τι ζητούσαν. Έτσι, τελικά αυτό που προσδίδει μια κάπως ακριβέστερη οριοθέτηση στο κίνημα αυτό είναι ορισμένα κοινά ιδανικά, κοινοί σκοποί και κοινοί εχθροί.
Η αρχή του New Age θα πρέπει να αναζητηθεί στην ίδρυση της «θεοσοφικής Εταιρίας» το 1875 στη Νέα Υόρκη από την Έλενα Μπλαβάτσκι. Η τρίτη πρόεδρός της Άλις Aνν. Μπέιλυ (1880-1949) βρισκόταν επίσης σε επαφή με μία «ιεραρχία διδασκάλων», από τους οποίους λάβαινε πληροφορίες και διδασκαλίες. Το 1922 ίδρυσε την «Εκδοτική Εταιρία του Εωσφόρου» για τη γραπτή διάδοση του υλικού αυτού. Ένα χρόνο αργότερα ίδρυσε την «Αρκανική σχολή», που αποτελεί ένα συλλογικό όρο, ο οποίος περιλαμβάνει τη «Θεοσοφική Εταιρία», θεωρίες αυτολύτρωσης, γιόγκα, διαλογισμό, τεκτονισμό κ.ά.
Η Άλις Ανν Μπέιλυ, αγγλικής καταγωγής, ήταν μέλος του εσωτερικού κύκλου του αμερικανικού παραρτήματος της Θεοσοφικής Εταιρίας και στη συνέχεια πρόεδρος της. Αφού μελέτησε τις μυστικές διδασκαλίες της Έλενα Μπλαβάτσκι, ήρθε το 1919 και αυτή σε επαφή με το πνεύμα του ίδιου διδάσκαλου Djwhal Kuhl, που της υπαγόρεψε μία σειρά από βιβλία. Πολλές από αυτές τις διδασκαλίες συνιστούν το θεωρητικό υπόβαθρο του New Age, η δε Μπέιλυ, ως πρώτη διδάξασα, εισήγαγε την έννοια της «Εποχής του Υδροχόου».
Στο τέλος της δεκαετίας του ’60 το κίνημα των χίπις έπαιξε καταλυτικό ρόλο, με την ανατροπή των ηθικών και κοινωνικών προτύπων που επικρατούσαν ως τότε και τη στροφή στις ανατολικές θρησκείες, τις απόκρυφες πρακτικές και τον πειραματισμό με παραισθησιογόνες ουσίες. Χάρη στη μόδα, η στάση ζωής που πρέσβευαν και τα ιδεώδη τους έγιναν ευρύτερα γνωστά. Έτσι, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 οι εκπρόσωποι της Νέας Εποχής εμφανίζονται όλο και πιο πολύ στο προσκήνιο και το μέχρι τότε άμορφο κύμα αρχίζει να παίρνει σταδιακά μορφή και παγκόσμιο χαρακτήρα.
Πιο συγκεκριμένα, το 1975 ήταν μια χρονιά-σταθμός, γιατί αφ’ ενός δημοσιεύτηκαν οι μυστικές διδασκαλίες της ινδικής θεοσοφίας, που κατά την Άλις Μπέιλυ έπρεπε μέχρι τότε να μείνουν κρυφές και, επίσης, η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Μέριλυν Φέργκιουσον άρχισε να δημοσιεύει το «Brain Mind Bulletin». Η Φέργκιουσον, που αναδείχτηκε σε έναν από τους ιθύνοντες νόες του κινήματος, έγινε γνωστή το 1982 με το βιβλίο της: «Η απαλή συνωμοσία – Προσωπική και κοινωνική μεταμόρφωση στην εποχή του Υδροχόου».
Από τότε και ύστερα προβάλλουν όλο και περισσότερες πνευματικές οργανώσεις, με τις δικές τους διδασκαλίες για τη θρησκεία, το μυστικισμό, την επιστήμη, τη φιλοσοφία, τον εσωτερισμό, τον αποκρυφισμό, την αστρολογία, τον πνευματισμό, τη θεοσοφία, τον πανθεϊσμό, το γνωστικισμό, το σαμανισμό, το διαλογισμό, τις πνευματικές θεραπείες, τη γιόγκα, τη διατροφή, το περιβάλλον, την πολιτική και τις ψυχοθεραπευτικές τεχνικές.
Η «Εποχή τον Υδροχόου»
Ένας βασικός άξονας της ιδεολογίας της «Νέας Εποχής» είναι η πίστη ότι ζούμε σε μία «εποχή καμπής», αφού περάσαμε από την «Εποχή των Ιχθύων» σε εκείνη του «Υδροχόου». Πολλοί οπαδοί της τοποθετούν την αρχή της στις 5.2.1962, λόγω μιας εξαιρετικής συστοιχίας πλανητών, αλλά υπάρχουν και άλλοι υπολογισμοί για το πότε άρχισε. Σε κάθε ζώδιο του ζωδιακού κύκλου αντιστοιχούν, από αστρολογική άποψη, περίπου 2.200 χρόνια, και κατά συνέπεια βρισκόμαστε ήδη στην εποχή του Υδροχόου.
Μια χαρακτηριστική έκφραση του τι παραστάσεις και προσδοκίες συνδέουν οι οπαδοί του New Age με την εποχή του Υδροχόου, αποτέλεσε το μιούζικαλ «Hair» το 1968. Ενδεικτικό του πνεύματος αυτού είναι το απόσπασμα που ακολουθεί:
«Όταν είναι στον έβδομο οίκο το φεγγάρι
και ο Δίας είναι σε συζυγία με τον Άρη,
στους πλανήτες διαφεντεύει η ειρήνη
και η αγάπη τούς κατευθύνει.
Από τότε ακριβώς ο Υδροχόος στη Γη βασιλεύει.
Αρμονία, δικαιοσύνη, διαύγεια, συμπάθεια, φως,
αλήθεια περισσεύει.
Την ελευθερία κανείς δεν θα τη φιμώνει.
Το πνεύμα κανένας δεν θα το θολώνει.
Ο μυστικισμός θα μας δώσει το φως
χάρη στον Υδροχόο σκέφτεται πάλι ο άνθρωπος».
Μπορεί το 1968 οι στίχοι αυτοί να εισέπρατταν σκωπτικά σχόλια και για πολλούς να ήταν απλά ένα όνειρο, αλλά σήμερα οι οπαδοί της αστρολογίας και της «εποχής της αλλαγής» το θεωρούν πραγματικότητα, ιδίως δε οι πρώτοι θεωρούν ότι επαληθεύεται η πίστη τους στις αστρολογικές προβλέψεις.
Οι νέες αποκαλύψεις όμως καταρρίπτουν κατηγορηματικά το μύθο της αστρολογικής πρόβλεψης του μέλλοντος. Έτσι στον Ιάκωβο Λόρμπερ λέει ο Ιησούς στους μαθητές του:
«Σας βεβαιώνω ότι όλοι οι υπολογισμοί σας στον έναστρο ουρανό είναι σκέτη απάτη και ψέμα!…Εγώ μόνο είμαι ο Θεός και Κύριος σας, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται να έχετε ή να λατρεύετε άλλους ευτελείς θεούς εκτός από Μένα.
Ο Θεός είναι μόνο ένας, αυτός που δημιούργησε από τον εαυτό του οτιδήποτε υπάρχει. Αυτόν μονάχα πρέπει να πιστεύετε και να αγαπάτε πάνω από καθετί στον κόσμο και να τηρείτε τις εντολές του που σας έδωσα.
Εφ’ όσον, λοιπόν, κάνετε αυτό για να αποκτήσετε αυτά που σας υποσχέθηκα, τότε δεν μπορεί να πιστεύετε ότι σας κυβερνούν οι πλανήτες, γιατί ο Θεός μόνο είναι ο κυβερνήτης όλων των πραγμάτων, όλων των στοιχείων και όλων των εποχών!» («Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη», τόμος VI96, 3-7, 11-12).
Φυσικά, κάθε ουράνιο σώμα έχει μια ακτινοβολία, αλλά η ακτινοβολία αυτή δεν μπορεί να ασκεί παρά το πολύ μία σωματική επίδραση στον άνθρωπο, ουδέποτε μια ψυχική. Με άλλα λόγια, είναι αδύνατο να καθορίζουν τα άστρα τη μοίρα και την ψυχική τελειοποίηση του ανθρώπου, γιατί κάτι τέτοιο θα αναιρούσε τελείως την ελευθερία της βούλησης, όπως εξηγείται στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» (VII52,1):
«Μη σκεφθείτε ούτε στιγμή ότι υπάρχει αυτό που ορισμένοι τυφλοί σοφοί τον κόσμου ονομάζουν “πεπρωμένο”, λες και έχει καθορίσει ο Θεός εκ των προτέρων τι περιμένει τον καθένα βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα στη ζωή του.
Το να νομίζει ή να πιστεύει κανείς κάτι τέτοιο, μπορεί να φέρει το θάνατο στην ψυχή, γιατί η διδασκαλία αυτή είναι ένα κρυφό αποκύημα του κάτω κόσμου και συνιστά το διαμετρικά αντίθετο ακριβώς στις αρχές ζωής που έχει δώσει ο Θεός για τους ανθρώπους.
Το πεπρωμένο τους το φτιάχνουν οι άνθρωποι μόνοι τους επειδή χρησιμοποιούν στραβά την ελεύθερη βούλησή τους και επειδή δεν θέλουν να αφυπνίσουν και τα επτά πνεύματα της ζωής στο εσωτερικό τους, με αποτέλεσμα να μην κατορθώνουν να ανακαλύψουν πραγματικά τον αληθινό, άφθαρτο, εσωτερικό θησαυρό της ζωής.
Η συνέπεια είναι ότι έτσι παίρνουν λάθος δρόμο, και έτσι θέλουν να βρουν στο φως του κόσμου το αληθινό εσωτερικό φως της ζωής και να πορευτούν με καλή διάθεση μαζί του».
Επίσης, στο δέκατο τόμο του «Μεγάλου Ευαγγέλιου» ο Κύριος εξηγεί τις διάφορες πλάνες και προλήψεις που έχουν καλλιεργηθεί σε σχέση με την αστρολογία, σε αντίθεση με την αστρονομία. Αυτή ήταν ήδη γνωστή στους αρχαίους Αιγύπτιους ως σοβαρή επιστήμη και για αυτή είχε συγγράψει ένα μεγάλο έργο ο Μωυσής, που διατηρήθηκε ως την εποχή των Βασιλέων (περίπου 1000 π.Χ.): «Όμως για το ιερατείο που κυνηγούσε τα γήινα πλούτη η γνώση της αστρονομίας απέφερε πολύ λίγα κέρδη· γι’ αυτό κατέφυγαν στην αιγυπτιακή αστρολογία και με βάση αυτήν προφήτευαν κάθε λογής καλά ή κακά στους τυφλούς ανθρώπους, ζητώντας την υψηλότερη δυνατή αμοιβή. Με διάφορες δε μηχανορραφίες φρόντιζαν ώστε να επαληθευτούν πολλές από τις αστρολογικές προβλέψεις τους».
Ανέκαθεν υπήρχαν επιτήδειοι, που εκμεταλλευόμενοι τους κρυφούς φόβους και πόθους της μάζας υποτίθεται ότι μεσολαβούσαν μεταξύ αυτού και του άλλου κόσμου, για να «αποκαλύψουν» γνώσεις που ο Θεός κρατά κρυφές από τους ανώριμους πνευματικά ανθρώπους για τους σοφούς του λόγους. Ας ακούσουμε, λοιπόν, από την Μπέρτα Ντούντε το τι κρύβεται πίσω από το σύστημα της αστρολογίας:
Αστρολογία και πεπρωμένο
«Η μόνη γνώση που σας δίνεται από το Πνεύμα Μου αφορά λίγο ως πολύ οτιδήποτε αναφέρεται στην απελευθέρωση των πνευμάτων, ό,τι δηλαδή σας πληροφορεί εμπεριστατωμένα για το λυτρωτικό Μου σχέδιο και επομένως δίνει μαρτυρία για Μένα και την Οντότητά Μου. Άρα, μια γνώση η οποία δεν καθορίζεται από αυτό το πλαίσιο, που επομένως δεν αφυπνίζει την πίστη στην αγάπη, τη σοφία και την παντοδυναμία Μου, αλλά ούτε προωθεί την ψυχική ολοκλήρωση του ατόμου, δεν είναι καρπός του Πνεύματος. Όταν μάλιστα έρχεται σε αντίθεση με τη διδασκαλία του Χριστού από την άποψη ότι αρνείται την ελευθερία της βούλησης, παρουσιάζοντας τον άνθρωπο σαν εντελώς άβουλο, έρμαιο της μοίρας και πιστεύει ότι μπορεί ν’ αποκαλύψει το μέλλον, το οποίο κρατάει κρυφό η σοφία Μου, αυτή η γνώση δεν είναι σύμφωνη με τη θέληση Μου.
Αντίθετα, είναι περισσότερο ένα μέσο του αντιπάλου Μου, προκειμένου να αποσπάσει τους ανθρώπους από την αληθινή γνώση και να φέρει σύγχυση στις σκέψεις τους. Ποτέ δεν θα μπορέσουν οι άνθρωποι να διερευνήσουν ή να υπολογίσουν το πώς θα διαμορφωθεί η μοίρα του καθενός. Τέτοιου είδους ισχυρισμοί αποτελούν απατηλά συμπεράσματα ή υποθέσεις, οι οποίες μπορεί κατά τύχη να επαληθευθούν, όμως κάτι τέτοιο δεν οφείλεται στους σωστούς υπολογισμούς ή στην επίδραση των άστρων, γιατί η μοίρα του ατόμου εξελίσσσεται πάντα μέσα στο πλαίσιο του προαιώνιου σχεδίου Μου, το οποίο βασίζεται στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.
Βέβαια, μέσα στο μεγάλο χώρο της δημιουργίας αναρίθμητα άστρα είναι ορατά για τους ανθρώπους αυτής της γης, ωστόσο δεν ασκούν καμία επίδραση πάνω τους. Αυτό, άλλωστε, το καταλαβαίνει ο καθένας, αν σκεφθεί ότι αμέτρητα άστρα κινούνται κανονικά, σύμφωνα με τις προδιαγεγραμμένες τροχιές τους και ότι η σοφία Μου έκρινε ως σωστή και καλή αυτή την κανονικότητα.
Επίσης, όλα τα άστρα φέρουν ζωντανά όντα με σκοπό την εξέλιξη τους, των οποίων η μοίρα είναι επίσης συγκεκριμένη, αλλά δεν επηρεάζεται ποτέ από άλλους αστερισμούς. Μόνο σαν φυσική επίδραση μπορούν να αντιληφθούν οι κάτοικοι της γης τα ατμοσφαιρικά ρεύματα, τα οποία παρουσιάζονται εξαιτίας της εγγύτητας συγκεκριμένων αστέρων, αλλά δεν έχουν καμία επιρροή στη μοίρα του ατόμου.
…Το γεγονός ότι συνολικά η ζωή στη γη παρουσιάζει μια συγκεκριμένη νομοτέλεια, οδηγεί τους ανθρώπους σε λάθος συμπεράσματα. Γιατί ερμήνευσαν τη νομοτέλεια αυτή με το δικό τους σκεπτικό και έτσι κατέληξαν σε συμπεράσματα, τα οποία συνδύασαν με το ανθρώπινο πεπρωμένο. Όμως, αυτές οι έρευνες δεν ανταποκρίνονται επουδενί στην αλήθεια και δεν έχουν την έγκρισή Μου, διότι Εγώ αφήνω πάντα ελεύθερη τη βούληση του ανθρώπου, παρ’ όλο που έχω προβλέψει τη μοίρα του από αιωνιότητες…».
«Κβαντικό άλμα της συνείδησης», «Νέο Παράδειγμα», «Μεταμόρφωση της κοινωνίας»
Ο κοινός σκοπός όλων των νέων πνευματικών κινημάτων είναι να επιτευχθεί το πέρασμα στη Νέα Εποχή με μοχλό την πλήρη αλλαγή του τρόπου που σκέφτονται κι αισθάνονται οι άνθρωποι. Με ένα «κβαντικό άλμα της συνειδητότητας» λέγεται ότι η ανθρωπότητα θα ανέλθει μαζικά σε μια υψηλότερη βαθμίδα. Η ανθρώπινη συνείδηση θα ανέρχεται έτσι τη μία βαθμίδα μετά την άλλη, ώσπου να γίνει τελικά η υπέρβαση και το βύθισμα στην «κοσμική συνείδηση» και με τη διαδικασία αυτή να ολοκληρωθεί η θέωση του ανθρώπου.
Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι το κεντρικό σημείο αναφοράς της Νέας Εποχής είναι η περιβόητη «μεταμόρφωση της ανθρώπινης συνείδησης», αν και δεν υπάρχει ταυτότητα απόψεων για το πώς αυτή θα επιτευχθεί. Γι’ αυτό άλλωστε προτείνονται πολλοί και ποικίλοι δρόμοι, κυρίως δε ασκήσεις διαλογισμού και μυητικά – μαγικά τελετουργικά.
Η νέα νοοτροπία που πρέπει να επικρατήσει στην εποχή του Υδροχόου χαρακτηρίζεται από τους ηγέτες του κινήματος ως το «νέο παράδειγμα», που πρέπει να αντικαταστήσει τις παρωχημένες κατηγορίες του σκέπτεσθαι της εποχής των Ιχθύων. Αυτό το «νέο παράδειγμα» ή μοντέλο του σκέπτεσθαι πρέπει να οδηγήσει σε ένα νέο τρόπο σκέψης και το σκοπό αυτό πρέπει να τον προωθήσουν όλοι οι τομείς της δημόσιας ζωής, όπως τα ΜΜΕ, τα βιβλία, η μουσική, η ψυχαγωγία και γενικότερα όλες οι ηλεκτρονικές δυνατότητες που προσφέρει η παγκοσμιοποίηση. Με τον τρόπο αυτό η κοινή γνώμη οφείλει να προετοιμαστεί με αργά βήματα -για τον καταναλωτή σχεδόν απαρατήρητα- για την περιπόθητη «μεταμόρφωση της κοινωνίας».
Όπως αναφέρθηκε και πριν, υπήρξαν πολλοί που συνέβαλαν στην εμφάνιση των νέων κινημάτων, τα δε κύρια ερεθίσματα προήλθαν και προέρχονται ακόμη από το χώρο των εσωτεριστών, των αποκρυφιστών, των οπαδών της ανατολικής θεοσοφίας, των ανθρωποσόφων, των πνευματιστών, των εκπροσώπων διαφόρων φιλοσοφικών ρευμάτων εξ ανατολών και εκ δυσμών, ορισμένων φυσικών επιστημόνων, των νεογνωστικιστών και των οικολόγων εναλλακτικών.
Εκτός αυτών, μυστικισμός, προφητεία και θεραπευτική έχουν επίσης μεγάλη σημασία στο πλαίσιο της Νέας Εποχής· θα πρέπει όμως κάποιος να είναι πολύ προσεκτικός στην αξιολόγηση αυτών των διδασκαλιών, για το λόγο ότι μόνο το πνεύμα του ανθρώπου έχει την ικανότητα να αναγνωρίσει και να κρίνει κάτι το πνευματικό και άρα να το γνωρίσει βιωματικά.
Ο νους από μόνος του δεν είναι το κατάλληλο εργαλείο για να κρίνει κάποιος τα πνευματικά πράγματα, δεδομένου ότι πάντα ο νους αντιδρά θετικά μόνο απέναντι σε αυτά που έχει ήδη αποθηκεύσει, όπως έχουν διαπιστώσει και οι επιστήμονες με διάφορα πειράματα.
Αντίθετα, η καρδιά, συγκεκριμένα ο θεϊκός πυρήνας μέσα στην καρδιά, διαθέτει απεριόριστη ικανότητα σύλληψης, καθώς ο βαθμός της φώτισης εξαρτάται από την αγάπη και όχι από τη μελέτη, όπως ισχύει για το νου. Στην Μπέρτα Ντούντε αυτό εξηγείται ως εξής:
«Για το λόγο αυτό ο άνθρωπος που δίνει πρόθυμα και ενεργά την αγάπη του, αισθάνεται πάντοτε να τον ελκύει η αλήθεια, ενώ η απόκρουση της αλήθειας αποτελεί ταυτόχρονα απόδειξη ότι στερείται αγάπης, αφού αφήνει μόνο το νου του να μιλάει και έτσι δεν μπορεί να διδαχθεί από το πνεύμα στο εσωτερικό του, το οποίο αφυπνίζεται μόνο όταν υπάρχει πρώτα βιωμένη, ανιδιοτελής αγάπη. Αυτή είναι η μόνη εξήγηση για τις διαφορές στο σκέπτεσθαι μεταξύ των ανθρώπων. Αυτή είναι η εξήγηση, γιατί δεν αναγνωρίζουν την αλήθεια και γιατί οι σκέψεις τους βρίσκονται σε τέτοια σύγχυση».
Φυσικά δεν μπορούν να απορριφθούν συλλήβδην όσα εκπροσωπούνται στο New Age, όμως οι πάμπολλες μισές αλήθειες μαζί με πλάνες και πάμπολλα λάθη κάνουν στην ουσία μεγαλύτερο κακό, παρά εάν υποστηρίζονταν οφθαλμοφανή ψέμματα. Είναι γεγονός, βέβαια, ότι δεν πρόκειται για πλάνες σύμφυτες ή ενδογενείς στο New Age, αλλά για πλάνες που ξεκινούν από τη χαοτική ποικιλία των διαφόρων διδασκαλιών και θεωριών που «δικτυώνονται» άκριτα μεταξύ τους.
Δεν έχουμε πρόθεση εδώ να εξετάσουμε ένα ένα αναλυτικά τα λάθη αυτών των θεωριών. Ο αναγνώστης θα μπορεί να βρει από μόνος του τις απαντήσεις με βάση άλλα κεφάλαια του βιβλίου αυτού, έτσι εδώ θα περιοριστούμε μόνο σε μερικά κύρια σημεία. Προηγουμένως όμως θέλουμε, με βάση το παράδειγμα του σαμανισμού, να δείξουμε το πώς το New Age, μεταφυτεύοντας στο δικό του σύστημα παλιές παραδόσεις, τις εκμεταλλεύεται για τους δικούς του σκοπούς και αλλοτριώνει το αυθεντικό νόημά τους.
Ο σαμανισμός
Ως γνωστόν, στον άνθρωπο και τη φύση φωλιάζουν ορισμένες δυνάμεις που η επιστήμη αδυνατεί να εξηγήσει ή να αναλύσει. Όσο πιο κοντά στη φυσική του κατάσταση βρίσκεται ένας λαός τόσο πιο ενεργές και αναγνωρισμένες είναι οι «μαγικές» αυτές δυνάμεις στην πρακτική του. Με μυητικά τελετουργικά, που περιλαμβάνουν δοκιμασίες αντοχής στον πόνο, τη σκληραγωγία, όνειρα κ.λπ. και στη συνέχεια με τη συστηματική άσκηση, οι δυνάμεις αυτές αναπτύσσονται και μπορούν να αποφέρουν στον κάτοχο τους ισχύ και αυτοπεποίθηση, αλλά επίσης ψυχικές διαταραχές ή και σωματικές αρρώστιες. Έτσι, μπορεί να αποτελούν πηγή καλού αλλά και πηγή δεινών και βάρος για τον κάτοχο τους.
Βέβαια, εν είδει παρενθέσεως, ας σημειωθεί ότι διαπιστωμένα οι περισσότερες περιπτώσεις, όπου κάποιος ισχυρίζεται ότι κατέχει μαγικές δυνάμεις, αποτελούν πλάνες, παρερμηνείες, επίσης καμιά φορά ψεύδη και απάτη. Η εκμετάλλευση της ευνόητης ευπιστίας των ανθρώπων σε αυτό τον τομέα απέφερε ανέκαθεν πακτωλούς χρημάτων, αλλά και εξουσία στους επιτήδειους, με την εξάπλωση δε των ΜΜΕ και του Διαδικτύου τέτοια περιστατικά διαδίδονται πολύ πέρα από τα συνηθισμένα όριά τους.
Όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να βιώνουν τη θρησκευτικότητα από βαθύτερα στρώματα του εαυτού και συνειδητά είναι πιο εύκολο να εκδηλωθούν τέτοιες δυνάμεις. Επίσης, σε έναν περισσότερο ασκητικό ή πνευματικό βίο βρίσκουν πιο εύκολα ένα πρόσφορο πεδίο έκφρασης.
Ένα κλασικό παράδειγμα αξιοποίησης τέτοιων δυνάμεων αποτελεί ο σαμανισμός. Ο σαμάνος είναι μια ιδιάζουσα μορφή, χαρακτηριστική μιας φυλετικής, παραδοσιακής κοινωνίας και παίζει ρόλο ιερέα, μάγου, θεραπευτή και ψυχοπομπού της κοινωνικής ομάδας ή φυλής, όπου είναι ενταγμένος. Η ανάθεση της λειτουργίας αυτής γίνεται από πνεύματα, μέσω ονείρων ή οραμάτων. Μέσα από τελετουργικές πράξεις και συχνά με τη βοήθεια ψυχεδελικών φυτών, ο σαμάνος περιέρχεται σε έκσταση- έτσι έρχεται σε επαφή και συνδιαλλαγή με πνεύματα, που συνήθως είναι επίσης πατρογονικά και συνδεδεμένα με τον τόπο, ή δρα ως ενδιάμεσος μεταξύ των θεοτήτων και της φυλής του. Τις πληροφορίες που του δίνουν από τον υπεραισθητό κόσμο τα πνεύματα που τον καταλαμβάνουν, τις μεταφέρει στη συνέχεια στην ομάδα του ή τις αξιοποιεί για να θεραπεύσει, να χρησμοδοτήσει, να απαντήσει σε ζωτικά για την επιβίωση ερωτήματα, να επιβληθεί στις φυσικές δυνάμεις κ.λπ.
Όπως βλέπουμε, το λειτούργημα του σαμάνου είναι ενσωματωμένο σε έναν παραδοσιακό -όχι απαραίτητα πρωτόγονο- κοινωνικό ιστό μιας κοινότητας εξοικειωμένης με τη φύση και τις κρυφές δυνάμεις της.
Οι ίδιοι οι σαμάνοι που έχουν συνείδηση των κινδύνων που κρύβουν οι μαγικές τους δυνάμεις κρούουν τον κώδωνα για οποιονδήποτε άπειρο ή αδαή θα ήθελε να πειραματιστεί με το πεδίο αυτό και συμβουλεύουν άκρα προσοχή στο χειρισμό των δυνάμεων αυτών. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στο δικό μας τεχνοκρατούμενο κόσμο, που έχει αποξενωθεί από τέτοιες δυνάμεις. Στους λαούς όπου αποτελεί τμήμα της κουλτούρας τους ο σαμανισμός προστατεύεται από ταμπού, τελετουργίες και είναι ενσωματωμένος οργανικά στη ζωή.
Όταν, επομένως, το New Age προπαγανδίζει την εκμάθηση ή τη χρήση τέτοιων «μαγικών» δυνάμεων στο σύγχρονο κόσμο, εκφυλίζει και αλλοτριώνει το νόημα και τη λειτουργία τους, με μοναδικό κίνητρο την απόκτηση ισχύος και δύναμης.
Οι εθνολόγοι, όμως, παρατηρούν ομόφωνα ότι οι λαοί που ασκούν μαγικοθεραπευτικές πρακτικές, υποτάσσουν τις μαγικές δυνάμεις στην εξουσία του Υπέρτατου Όντος· η θρησκευτική λατρεία αποδίδεται μόνο στον αιώνιο θεό και όχι στις κατώτερες δυνάμεις και εξουσίες. Σοβαροί ερευνητές, όπως ο γνωστός Ρουμάνος επιστήμονας Μιρτσέα Ελιάντε, παρατηρούν ότι στην Αφρική, για παράδειγμα, όπου ευδοκιμεί κατ’ εξοχήν ο σαμανισμός, η πίστη στις φυσικές δυνάμεις και η πίστη στα πνεύματα είναι απόλυτα εντεταγμένες στην πίστη στον ένα Δημιουργό.
Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της Νέας Εποχής, ότι απομονώνει δηλαδή κοινωνικά, πολιτισμικά ή θρησκευτικά συστήματα από το φυσικό – ιστορικό περιβάλλον τους και τα εντάσσει σε ένα ισοπεδωτικό μοντέλο, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψη τις ιδιαιτερότητες τους.
Μπροστά στο δέλεαρ της αίγλης που αντιπροσωπεύει η απόκτηση μαγικών δυνάμεων, οι μαθητευόμενοι μάγοι του δυτικού κόσμου παίζουν απερίσκεπτα με τη φωτιά και το αντίτιμο είναι, συνήθως, η κατάληψη τους από τα πνεύματα που επιθυμούν να εκμεταλλευτούν.
Επιπλέον, στη θεώρηση της Νέας Εποχής η γνώση και η καλλιέργεια μαγικών υπερφυσικών δυνάμεων αυτονομείται και γίνεται από μόνη της μια θρησκεία. Ο σωστός δρόμος, ωστόσο, τιμά πρώτα τον Θεό και την τάξη του. Αυτό συνεπάγεται έναν αυθεντικό σεβασμό της φύσης και των μυστικών δυνάμεών της.
Η πρακτική, όμως, πολλών νεοεποχιακών κύκλων σήμερα είναι περισσότερο εκμετάλλευση παρά σεβασμός της φύσης. Έτσι, τη χρησιμοποιούν για προπαγανδαστικούς λόγους, για πλουτισμό και εξουσία, διαστρεβλώνοντας την έννοια που της έχει δώσει ο Δημιουργός τους.
Η νέα φυσική και η υπερβατικότητα
Με βάση ένα άλλο παράδειγμα, αυτό της σχέσης επιστήμης και θρησκείας, μπορούμε να δούμε σε λίγες γραμμές με πόση αφέλεια εκπρόσωποι της Νέας Εποχής χρησιμοποιούν επιστημονικά θεωρήματα για να στηρίξουν τις δικές τους «θρησκευτικές» αντιλήψεις. Ένας από τους πιο επιφανείς ιδεολόγους του New Age είναι ο Φρίτγιοφ Κάπρα.
Ο Κάπρα επιχειρεί να ερμηνεύσει τον κόσμο με βάση τους τύπους της ατομικής φυσικής. Επιπλέον, θέλει να αποδείξει ότι για όλα τα κακά και άσχημα της σύγχρονης εποχής φταίει η ορθολογιστική – μηχανιστική κοσμοθεώρηση, που είναι αιχμάλωτη των συντεταγμένων χώρος και χρόνος. Ο κόσμος, όμως, δεν είναι μια ασύνδετη παράταξη πολλών διαφορετικών πραγμάτων, αλλά ένα δίκτυο συναρμογών, συνδέσεων, κομβικών και κοινών σημείων:
«Σήμερα ζούμε σε έναν κόσμο παγκόσμιων συνδέσεων, όπου βιολογικά, ψυχολογικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά φαινόμενα αλληλοεξαρτώνται μεταξύ τους. Το Νέο Παράδειγμα χαρακτηρίζεται από μία ολιστική και οικολογική άποψη των πραγμάτων. Περιλαμβάνει μια νέα σύλληψη του χώρου, του χρόνου και της ύλης από το πεδίο της υποατομικής φυσικής· επίσης, τους όρους της ζωής, του πνεύματος, της συνείδησης και της εξέλιξης σε ένα συνολικό σύστημα- την αντίστοιχη ολιστική πρόσβαση στην υγεία και τη θεραπεία- την ενσωμάτωση ανατολικών και δυτικών μεθόδων της ψυχολογίας και της ψυχοθεραπείας- ένα νέο σχέδιο για την οικονομία και την τεχνολογία- και μία οικολογική και φεμινιστική αντίληψη, που σε τελευταία ανάλυση είναι βαθιά πνευματική».
Μέσα σε αυτή την ενότητα, λοιπόν, πρέπει να ζει και να σκέφτεται ο άνθρωπος και μόνο έτσι θα βρει ο κόσμος μας την υγεία του.
Στα βιβλία του ο Κάπρα επιδιώκει να οικοδομήσει μια γέφυρα από τη δική του ατομικο-φυσική ερμηνεία του κόσμου προς τις μυστικιστικές εμπειρίες της Άπω Ανατολής. Και στις δύο «ερμηνείες» του «κόσμου» το αντικειμενικό, το απτό, το επιστητό συγχωνεύονται σε μια μεγαλύτερη ενότητα, στον «αρχέγονο ρυθμό του κόσμου», τον οποίο ο ατομικός φυσικός μπορεί να τον εκφράσει ακόμη και με μαθηματικούς τύπους- αυτό είναι το «κενό» ή το «νιρβάνα» του μυστικιστή, όπου καθετί μεμονωμένο εξαφανίζεται και μένει μόνο το Είναι.
«Το φυσικό, το παραφυσικό και το μυστικιστικό είναι στη ρίζα τους ένα», λέει ο Κάπρα. Όσο βαθύτερα σκάβει κανείς τη ρίζα της πραγματικότητας, τόσο περισσότερο αποκτά εμπειρία της ενότητας των πάντων. Μέσα από αυτή την εμπειρία της ενότητας των πάντων γίνεται και ο ίδιος ο εμπειρώμενος ένα μέρος του όλου, δηλαδή ένα με αυτό που βιώνει. Στη ρίζα τού Είναι τα πάντα είναι ενδιπλωμένα σε μια ενότητα.
Έτσι, ισχυρίζεται ο Κάπρα, η ατομική φυσική, ξεκινώντας από τα πολύμορφα απειροελάχιστα σωματίδια, ξαναβρήκε το δρόμο προς την πρωταρχική ενιαία ενεργειακή δομή. Όμως, οι μύστες όλων των θρησκειών αυτό το βίωναν ανέκαθεν. Υπάρχει μόνο η ενότητα του Είναι, η πολυμορφία είναι μόνο απάτη ή υποβιβασμός της ύπαρξης.
Η «ολονομική» κοσμοθεωρία σημαίνει ότι το υλικό, το φαινομενικά σταθερό και οριοθετημένο, το διαχωρισμένο από το όλον, είναι μόνο η επιφάνεια, ενώ στο βάθος, στο καθαυτό Είναι, το ένα εισχωρεί συνεχώς στο άλλο. Ο «μυστικιστής» το «γνωρίζει» αυτό, ο «ατομικός επιστήμονας» πλησιάζει σε αυτή την πραγματικότητα- ο «θρησκευτικός» άνθρωπος, που είναι σε αναζήτηση ενός καλύτερου κόσμου, οφείλει να καλλιεργήσει τη μυστικιστική του κλίση με το διαλογισμό και την εμβάθυνση. Έτσι θα νιώσει την ενότητα της ρίζας της πραγματικότητας, θα ζει από αυτή και θα γίνει ένας δομικός λίθος για ένα καλύτερο μέλλον, λέει ο Κάπρα.
Στον αναγνώστη θα έχει καταστεί σαφές ότι η προσπάθεια αυτή να χρησιμοποιηθεί ένα τελείως θεωρητικό μοντέλο φυσικής σκέψης για να αποδώσει την πραγματικότητα, καταλήγει σε φανταστική υπερβολή και χαρακτηριστική αφέλεια.
Ο ατομικός επιστήμονας γνωρίζει πολύ καλά ότι όσο πιο ακριβείς γίνονται οι μαθηματικοί τύποι της φυσικής, τόσο λιγότερο αποτυπώνουν την οντολογική πραγματικότητα, γιατί γίνονται όλο και πιο αποκλειστικά μηχανιστικά μοντέλα, που δεν έχουν καμία ισχύ έξω από αυτή τη σχέση. Με άλλα λόγια, όσο καλύτερα εξυπηρετούν τα μοντέλα στον υπολογισμό της ύλης, τόσο περισσότερο απομακρύνονται από τη φωτογραφική απεικόνιση της πραγματικότητας. Μετατρέπονται, δηλαδή, σε μοντέλα που έχουν μόνο μια θεωρητική λειτουργία, καθώς αδυνατούν να περιγράψουν πλήρως την πραγματικότητα, επειδή γίνονται μηχανιστικά και δεν έχουν καμία ισχύ έξω από αυτήν.
Παραπλήσια είναι τα πράγματα και με την αναγωγή στη μυστικιστική εμπειρία. Ο μυστικισμός είναι κάτι πολύ πιο πολύμορφο, βαθύτερο και ευρύτερο από αυτό που φαντάζονται ο Κάπρα και οι συν αυτώ. Αυτό που κάνουν είναι να απολυτοποιούν και να αποκόβουν ένα μόνο φαινόμενο του μυστικισμού, δηλαδή την κατάσταση της ενότητας, του όντος, και παραγνωρίζουν τις άλλες εκφάνσεις του μυστικισμού, όπως της αγάπης, όπου στηρίζεται το Bhakti Yoga, η χριστιανική παράδοση, ο πρώιμος σουφισμός, ο χασιδισμός κ.ά. Στις μορφές αυτές η κορύφωση της βίωσης της θείας πραγματικότητας δεν είναι η εμπειρία τού Είναι, αλλά η επαφή, η αφοσίωση και η εκστατική αγάπη.
Τα λάθη του New Age
Ας δούμε τώρα από πνευματική σκοπιά ορισμένες ακόμη αδυναμίες του New Age:
- Η αντίληψη για τον Θεό και τη θεϊκή διδασκαλία
Στα νεότερα πνευματικά κινήματα και γενικά στον εσωτερισμό γίνεται όλο πιο πολύς λόγος περί «κοσμικής συνείδησης». Αυτή όμως δεν πρέπει να συγχέεται με τη θεία συνείδηση, αν και πολλοί δάσκαλοι και συγγραφείς χρησιμοποιούν εμφανώς λανθασμένα αυτό τον όρο. Ο κόσμος, το υλικό σύμπαν, δεν είναι ακόμη το βασίλειο του Θεού, το οποίο είναι καθαρά πνευματικό. Γι’ αυτό, άλλωστε, είπε ο Ιησούς στον Πιλάτο: «Η δική μου η βασιλεία δεν προέρχεται από αυτό τον κόσμο» (Κατά Ιωάννη 18,36), δεδομένου ότι η ύλη έχει μια πεπερασμένη, πρόσκαιρη φύση.
Από τη νέα αποκάλυψη είναι γνωστό ότι ο υλικός κόσμος είναι η περιοχή των έκπτωτων από τον Θεό αγγέλων, η δε ύλη συγκεκριμένα έχει το σκοπό, με το να είναι ουσιαστικά μια φυλακή γι’ αυτούς, να προωθήσει την ωρίμανση, τον εξαγνισμό και την επιστροφή στον Πατέρα. Απ’ όλα αυτά είναι φανερό ότι ο όρος «κοσμική συνείδηση» είναι λάθος, δηλαδή μονομερής και ατελής, όπως καθετί άλλο που ανήκει στη σφαίρα του κόσμου, εξ ου και δεν μπορεί να αναφέρεται στο θείο βασίλειο.
Είναι, ωστόσο, κατανοητό ότι οι οπαδοί του πνευματισμού, του εσωτερισμού ή του New Age χρησιμοποιούν τον όρο «κοσμική συνείδηση», γιατί όλα αυτά τα ρεύματα έχουν την πηγή τους στον κόσμο και όχι στο θείο βασίλειο, με άλλα λόγια τρέφονται από τις γνώσεις που τους μεταβιβάζουν «δυνάμεις από το σύμπαν», δηλαδή από το αστρικό πεδίο. Άλλωστε και οι στοχασμοί μας μεταβιβάζονται επίσης από πνευματικά όντα μέσω πολύ λεπτών διανοητικών δονήσεων. Έτσι ο καθένας αποφασίζει με τη βούλησή του ποιες δονήσεις επιλέγει, όπως αναλύθηκε διεξοδικά σε προηγούμενο κεφάλαιο.
Ωστόσο, ο σταυρικός θάνατος του Ιησού Χριστού, που σήμαινε τη νίκη επάνω στη νομοτέλεια της ύλης και του θανάτου, σημαίνει επίσης απελευθέρωση από το νόμο αυτό για όσους του αναγνωρίζουν τη δύναμη να τους λυτρώσει, υιοθετούν έμπρακτα το λόγο του και τις εντολές του (Γαλάτες 3,13).
Ως εκ τούτου, ο όρος «κοσμική συνείδηση» είναι παραπλανητικός, καθ’ ότι η συνείδηση αυτή υπόκειται ακόμη στην εξουσία του νόμου.
Εκτός αυτού, στα νεότερα πνευματικά κινήματα ο Θεός είναι απρόσωπος, είναι μια δύναμη (ενέργεια) και όχι ένα ον. Η θεώρηση αυτή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το θείο Πνεύμα θεωρείται ότι είναι ένα με το σύμπαν, οδηγεί τελικά σε έναν πανθεϊσμό, μια που ο Θεός υποβιβάζεται απλά σε μία ενέργεια που υπάρχει σε όλα τα δημιουργήματα.
Εκείνοι, αντίθετα, που έχουν χριστοκεντρική συνείδηση, βλέπουν τον Θεό ως μια ενότητα, όπου Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα είναι ένα ον. πιστεύουν δηλαδή σε έναν προσωπικό Θεό, που είναι μέσα στον Ιησού Χριστό, παρ’ ότι υπάρχουν επίσης πολλοί χριστιανοί που είτε πιστεύουν στη διδασκαλία των τριών ξεχωριστών προσώπων ή βλέπουν τον Ιησού μόνο ως Υιό, αλλά όχι και ως Πατέρα, πράγμα που και ο μαθητής του Φίλιππος δυσκολευόταν να καταλάβει (Κατά Ιωάννη 14,8-9).
Χάρη στο θεϊκό πνεύμα που κρύβει μέσα στην καρδιά του ο άνθρωπος δεν γίνεται Θεός, παρά φτάνει στη θέωση, οπότε γίνεται τέλειος, όπως ο ουράνιος Πατέρας του. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος φέρει μέσα του το νούμερο 1 ή τη θεία μονάδα, τον Θεό, σε μικρογραφία- ως δημιουργημένο ον, ωστόσο, θα παραμείνει νούμερο 2 και δεν πρόκειται να γίνει ο ίδιος ποτέ στην αιωνιότητα νούμερο 1, ήτοι Θεός. Χάρη στο νούμερο 1, το θείο Πνεύμα ή τον «Χριστό μέσα μας», φτάνουμε στην ύψιστη, ευδαιμονικότατη κοινωνία και ένωση με τον Θεό και αυτό είναι η θέωση, αλλά όχι ότι γινόμαστε οι ίδιοι θεοί.
Έτσι, οι τέλειοι άνθρωποι μέσω της θέωσης γίνονται όμοιοι με τον Θεό (Κατά Ιωάννη 10, 34-35), αλλά θα παραμείνουν δια παντός απλά μεταδότες, δηλαδή δέκτες της θείας δύναμης, που θα μεταδίδουν περαιτέρω το θείο φως, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα παράγουν οι ίδιοι δύναμη, ανεξάρτητα από το Δημιουργό, ούτε θα είναι παράλληλοι θεοί.
- Η σημασία του Ιησού Χριστού
Πολλές νέες πνευματικές κατευθύνσεις αναγνωρίζουν μεν τον Ιησού ως δάσκαλο, αλλά ως έναν κατώτερο ή ως έναν ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Σύμφωνα με τις διδασκαλίες αυτές, από τη Βάπτιση ως τη σταύρωση του ο Ιησούς διέθετε μια χριστική συνείδηση, όπως την είχαν και άλλοι στο παρελθόν, π.χ. ο Βούδας και ο Κρίσνα, ή θα την έχουν στο μέλλον, όπως ο μελλοντικός Μαϊτρέγια.
Σύμφωνα με την Άλις Μπέιλυ, ο Ιησούς είναι μεν ανώτερος δάσκαλος, αλλά κατώτερος από το Βούδα.
- Το κακό, το ανόμημα, το κάρμα, η λύτρωση
Σε πολλές από τις νέες διδασκαλίες το κακό ή το ανόμημα (η αμαρτία) αντιμετωπίζονται χλιαρά, ουδέτερα ή και θετικά, ώστε η σημασία τους μειώνεται, αφού ως επί το πλείστον θεωρούνται ως μια κατάσταση που υφίσταται μόνο μέσα στον άνθρωπο και μόνο εξ αιτίας του ίδιου. Κατά συνέπεια, λένε, αρκεί απλά να υπερβεί κανείς το κακό μόνος του μέσω της μεταβολής της συνείδησης του, αφού το κακό, η αδυναμία, η αμαρτία δεν είναι παρά ένα καθαρά ανθρώπινο προϊόν.
Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά ούτε τόσο «αθώα», για το λόγο ότι παροράται ο γενεσιουργός του κακού και «ηθικός αυτουργός» της πτώσης και της αμαρτίας. Αυτή η ηθελημένη ή μη εθελοτυφλία δεν είναι κάτι το καινούργιο, αφού όπως λέει ο διορατικός Γκαίτε «η μάζα το διάβολο δεν τον παίρνει ποτέ μυρωδιά, ακόμη κι αν τον κουβαλάει στο σβέρκο». Με άλλα λόγια, είναι αυτό που λέει ο Παύλος, ότι δεν έχουμε να παλέψουμε με σάρκα και αίμα, αλλά με αρχές και εξουσίες, δηλαδή με τον κύριο αυτού του κόσμου, το Σατανά και τα κακά πνεύματα (Εφεσ. 6, 12).
Για ένα μεγάλο ρεύμα στο New Age η αμαρτία με τη χριστιανική σημασία του όρου είτε δεν υπάρχει είτε -δεδομένου ότι εκπροσωπούνται πολλές τάσεις- τοποθετείται σε ένα πλαίσιο «αυτολύτρωσης», υπό την έννοια του κάρμα, που εξαλείφεται σταδιακά μέσω επανειλημμένων μετενσαρκώσεων.
Αυτό είναι βέβαια από μια σκοπιά αληθινό, δεδομένου ότι πράγματι ο οπαδός αυτής της αντίληψης πρέπει αναγκαστικά να ξεπληρώσει μέχρι κεραίας μόνος του τα μικρά ή μεγάλα κρίματά του, αφού δεν γνωρίζει τη χάρη που κομίζει ο Ιησούς Χριστός.
Το πρόβλημα όμως δεν έγκειται μόνο στις συνέπειες της αδαμικής πτώσης και στην επακόλουθη αδυναμία όλου του ανθρώπινου γένους, δηλαδή το «προπατορικό αμάρτημα», όπως διδάσκουν παραδοσιακά οι εκκλησίες. Πολύ περισσότερο, το πρόβλημα είναι η απελευθέρωση από το πρωταρχικό, το βασικό ανόμημα, την «αμαρτία απέναντι στο Πνεύμα του Θεού», που διαπράχθηκε στο θεϊκό βασίλειο, όταν τα πνεύματα, οι νυν άνθρωποι, καίτοι τέλεια και με πλήρη συνείδηση των πράξεων τους, εξεγέρθηκαν κατά του Δημιουργού τους.
Το άχθος και το μέγεθος αυτής της πρωταρχικής αμαρτίας είναι τόσο τεράστιο, που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να το εξαλείψει στους αιώνες με τις δικές του δυνάμεις σε αυτόν ή σε οποιονδήποτε άλλο κόσμο. Γι’ αυτό και είναι κοντόφθαλμα εγωκεντρική η σκέψη ότι μπορεί κανείς να παρακάμψει τον Ιησού Χριστό και τη δύναμη που δίνει και να φτάσει στον Θεό από έναν άλλο δρόμο.
Για να γίνουν αυτά πιο κατανοητά, ας δούμε αμέσως ένα κείμενο της Μπέρτα Ντούντε για τη διαφορά του Ιησού Χριστού από άλλους αναληφθέντες δασκάλους:
«Όταν βάδιζα στη Γη, συντελέστηκε μια ριζική μεταμόρφωση σε ολόκληρο τον πνευματικό κόσμο, καθώς ήταν μια πράξη που είχε αντίκτυπο σε ολόκληρο το σύμπαν. Κι η πράξη αυτή ήταν η ενανθρώπιση του Αιώνιου Πνεύματος του Θεού, που ήθελε να γίνει ορατός για όλα τα πλάσματά Του, που δεν μπορούσαν να Τον δουν πριν πάρω σάρκα και κατοικήσω σαν ένας άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους.
Η ενανθρώπιση του Θεού μέσα στον Ιησού είχε προβλεφθεί πριν από αιωνιότητες, γιατί γνώριζα ότι η επιθυμία των πλασμάτων Μου ήταν να δουν Αυτόν από τον οποίο είχαν προέλθει. Όφειλαν όμως, και χωρίς να Με βλέπουν, να γνωρίζουν ποια ήταν η προέλευσή τους και γι’ αυτό άλλωστε απαιτούσα να Με αναγνωρίσουν αλλά αυτά το αρνήθηκαν και προτίμησαν να αναγνωρίσουν εκείνον που τα είχε γεννήσει [τον Εωσφόρο], με αποτέλεσμα να εκπέσουν τότε από το βασίλειο Μου.
Τώρα, λοιπόν, ικανοποιούσα την επιθυμία τους και ερχόμουν στη Γη ως ορατός Θεός μέσα στον Ιησού, αφού Αυτός είχε γίνει τόσο δικός Μου, που μπορούσα να Τον κατακλύσω τελείως με τη δύναμη της Αγάπης Μου.
Τώρα πλέον ο Ιησούς είναι και θα παραμείνει η Αιώνια Θεότητα για όλα τα πλάσματα, καθώς όχι μόνο οι κάτοικοι της Γης, αλλά και όλων των κόσμων βλέπουν στο πρόσωπο του Εμένα. γιατί ναι μεν σε αυτή τη Γη κατοίκησα σε μια ανθρώπινη μορφή, ωστόσο και οι κάτοικοι των άλλων αστρικών σωμάτων, όπως και όλοι οι κάτοικοι του φωτεινού βασιλείου, υποκλίνονται μπροστά σε αυτήν την ψυχή, που δέχθηκε μέσα της το ύψιστο Θείο Πνεύμα σε όλη του την πληρότητα. Επομένως, ο Ιησούς είναι ο κυρίαρχος του σύμπαντος, είναι ο Θεός και θα είναι αιώνια η προσωποποίηση Εκείνου που σας έφερε στη ζωή και που δημιούργησε τα πάντα, διότι η ουσία Του είναι η Αγάπη και από Αυτή προήλθαν όλα όσα υπάρχουν.
Όλοι οι κόσμοι και όλα τα όντα στους κόσμους αυτούς μπορούσαν να δουν το έργο της λύτρωσης. Και επειδή όλα αυτά τα όντα τα βαραίνει μία λίγο ως πολύ μεγάλη ενοχή, γιατί διαφορετικά δεν θα είχαν τοποθετηθεί στα διάφορα κοσμικά σώματα [για τον εξαγνισμό τους], γι’ αυτό πρέπει επίσης να δεχτούν τη λύτρωση από Αυτόν και οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι είναι ο Υιός του Θεού και ο λυτρωτής του κόσμου, στον οποίο ενσαρκώθηκα Εγώ ο Ίδιος. Απ’ αυτό, λοιπόν, θα καταλάβετε ότι ο Ιησούς αποτελεί μία εξαιρετική περίπτωση και δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ένας ακόμη από τους «αναληφθέντες δασκάλους».
Γι’ αυτό οφείλουν οι κάτοικοι των άλλων κόσμων επίσης να Τον αναγνωρίζουν αιώνια ως Εκείνον που δέχτηκε Εμένα μέσα Του και γι’ αυτό το λόγο είναι και θα είναι για πάντα αληθινά και πραγματικά Θεός.
Όλα τα όντα στο σύμπαν παρακολούθησαν την πορεία Μου στη Γη, όμως ήξεραν ότι ταυτόχρονα μεριμνούσα γι’ αυτά, δεδομένου ότι η θεότητα ήταν μεν μέσα Μου, αλλά δρούσε έξω από Μένα με όλη Της την ισχύ… Απλά Εγώ ήμουν ένα δοχείο που είχε δημιουργήσει, ένα δοχείο που ήταν πρόθυμο να τη δεχτεί· κι έτσι έγινε ορατό για εκείνα τα πνεύματα που διέθεταν ήδη έναν ορισμένο βαθμό ωριμότητας, ώστε να μπορούν να βλέπουν πνευματικά…
Τα φωτεινά όντα παρακολουθούσαν επίσης την πορεία Μου στη Γη, παραμένοντας ωστόσο μόνιμα συνδεδεμένα μαζί Μου, καθώς τους παρείχα αδιάκοπα τη δύναμη και το φως τους. Γιατί ήμουν παντού, όπως και τώρα είμαι παντού στο πνευματικό βασίλειο, ακόμη και στις περιοχές εκείνες όπου δεν δέχονται ακόμη το φως…
Διότι και εκείνα τα όντα πρέπει πρώτα να δεχτούν συνειδητά τις χάρες που εξασφάλισε το λυτρωτικό Μου έργο, προκειμένου να απαλλαγούν από την ενοχή τους.
Και το όνομά Μου είναι και θα μείνει για πάντα Ιησούς Χριστός, το Θείο Πνεύμα που ενσαρκώθηκε στον Ιησού, ένα όνομα που θα είναι το ίδιο σε όλους τους κόσμους, είτε είναι ακόμη υλικής φύσης είτε πρόκειται για το πνευματικό βασίλειο του φωτός.
Κάτω από το όνομά Του κρύβομαι Εγώ ο Ίδιος, που υπάρχω από τη μία αιωνιότητα στην άλλη… με το όνομά Του μπορείτε εσείς οι άνθρωποι να μιλάτε σε Μένα και Εγώ πάντοτε θα ακούω τη φωνή σας και θα σας απαντώ… Σε Αυτόν Με βλέπετε πρόσωπο με πρόσωπο… Έρχομαι κοντά σε σας, που θέλετε να σας μιλήσω, ώστε ο ίδιος ο Θεός και Πατέρας σας σάς μιλά μέσα από τον Ιησού.
Επομένως, ξέρετε πώς πρέπει να αξιολογείτε μεταδόσεις που έρχονται από το διάστημα (σ.τ.μ.: το αστρικό πεδίο) και δεν αναγνωρίζουν τον Ιησού, ώστε βάζουν έτσι όρια ανάμεσα στη Γη και το δικό τους κόσμο.
Όλες οι φωτεινές οντότητες έχουν γνώση της ενανθρώπισής Μου στον Ιησού, έχει γίνει για όλους η ορατή Θεότητα και όλα τα όντα που βρίσκονται στο φως μπορούσαν πια να Με αντικρύσουν πρόσωπο με πρόσωπο. Το μεγάλο Θείο Πνεύμα περιβλήθηκε με ένα ανθρώπινο περίβλημα και το κράτησε για τους αιώνες των αιώνων. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και γ’ αυτό όλοι επίσης οι «αναληφθέντες δάσκαλοι» πρέπει να το αναγνωρίσουν, όσο ψηλά και αν βρίσκονται στην εξέλιξή τους, διαφορετικά δεν δικαιούνται να αποκαλούνται έτσι… Το ζήτημα της ενανθρώπισής Μου δεν μπορεί να τους είναι άγνωστο και, εάν θέλουν να διδάσκουν την καθαρή αλήθεια, οφείλουν και εκείνοι να διδαχτούν πρώτα από το εσωτερικό τους πνεύμα και να αναγνωρίσουν την ενανθρώπισή Μου στον Ιησού.
Αυτό ισχύει τόσο για τους κατοίκους άλλων κόσμων, που μεταδίδουν πνευματιστικά τις γνώσεις τους όσο και για τους γήινους ανθρώπους, που θεωρούν ότι ανήκουν στους ανώτερους καθοδηγητές και επίσης με τη σειρά τους διδάσκονται από τέτοιους δασκάλους από τον πνευματικό κόσμο.
Όμως εκείνοι δεν διδάσκονται από Μένα τον Ίδιο, γιατί τότε σίγουρα θα τους είχα διδάξει για την ενανθρώπισή Μου στον Ιησού. Γιατί ακόμη κι αν κάποιος άνθρωπος δεν έχει καμία σχετική γνώση, επειδή οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις είναι διαφορετικές, εν τούτοις είναι βέβαιο ότι το Πνεύμα Μου θα τον διδάξει και θα του δώσει τη μοναδική εξήγηση που ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Γιατί μόνο Εγώ δίνω την αλήθεια και δεν την αρνούμαι σε κανένα, όμως μπορώ να την προσφέρω πάντα μόνο εκεί όπου ακούν πρόθυμα Εμένα και το Λόγο Μου. Όπου μπορεί να ενεργήσει το Πνεύμα Μου σε έναν άνθρωπο, ακόμη κι έξω από τις παραδοσιακές ανθρώπινες γνώσεις, εκεί μπορεί να διεισδύσει η καθαρότατη αλήθεια, σύμφωνα με τη θέλησή Μου».
Για τον αναγνώστη που θέλει να εμβαθύνει στην έννοια του κάρμα, θα παραθέσουμε ένα σχετικό κείμενο της Ντούντε (27.3.1947):
«Η δικαιοσύνη του Θεού αποκαθιστά την ισορροπία και την τάξη, όποτε γίνεται μία αδικία, γι’ αυτό το λόγο άνθρωποι που θέλουν το κακό των άλλων συχνά τιμωρούνται με το ίδιο κακό κι έτσι πρέπει να πληρώσουν όσο βρίσκονται ακόμη στη Γη για τις αμαρτίες που τους βαραίνουν. Στην πραγματικότητα, εντούτοις, αποτελεί πάλι χάρη το γεγονός ότι τους δίνεται ήδη στη Γη η δυνατότητα να ξεπληρώσουν το κακό που έχουν κάνει. Έτσι δεν πρέπει να κουβαλήσουν όλο το βάρος της ενοχής τους στον άλλο κόσμο, όπου θα είναι πολύ δύσκολο να απαλλαγούν από αυτή. Όσο είναι στη Γη, η τιμωρία που υφίστανται μπορεί να τους κάνει να αναγνωρίσουν την αδικία τους και ίσως να μετανιώσουν, οπότε θα είναι και πιο ελαφριά η τιμωρία. Αντίθετα στον άλλο κόσμο είναι πολύ πιο δύσκολο να την αναγνωρίσουν και υπάρχει η πιθανότητα τα βάσανα που περνούν εκεί να τους κάνουν ακόμη πιο αμετανόητους.
Ωστόσο δεν συμβαίνει πάντοτε να αναγνωρίζει κάποιος την αδικία του και να μετανοεί, αφού σε μερικές περιπτώσεις κοιτάζει ακόμη πιο πολύ να βλάψει τους συνανθρώπους του, μολονότι έχει γευθεί και ο ίδιος τους καρπούς της κακής βούλησης. Στην προκειμένη περίπτωση αυτός που έχει γίνει τόσο σκληρός παίρνει την ενοχή του μαζί του στο υπερκόσμιο βασίλειο.
Πρέπει να αναφερθεί εξ αρχής αυτό το δεδομένο για να μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί αμέτρητοι άνθρωποι στην έσχατη εποχή πρέπει να υποφέρουν τόσο πολύ και γιατί πολλές φορές δεν τους βοηθάει κανένας την ώρα της μεγαλύτερης ανάγκης τους. Η απάντηση είναι ότι και οι ίδιοι υπήρξαν απαθείς απέναντι στη δυστυχία των συνανθρώπων τους σε εποχές όπου είχαν τη δυνατότητα να βοηθήσουν, εάν το ήθελαν πραγματικά. Εάν λοιπόν τότε αναλογισθούν τις διάφορες αμαρτίες, όπως κι αυτά που παρέλειψαν να κάνουν για τους άλλους, υποβάλλοντας σε μια αυστηρή κριτική τον εαυτό τους ή κάνοντας την αυτοανάλυσή τους, μετανοήσουν για την αδικία τους, τότε κι η τιμωρία τους θα είναι υποφερτή. Έτσι, μπορεί η ενοχή τους να μειωθεί ήδη πάνω στη Γη, οπότε κι αυτή η περίοδος των παθών αποβαίνει σε ευλογία γι’ αυτούς, αφού θα τους έχει αποφέρει το έλεος του Θεού. Γιατί τότε μπορεί να βάλουν τον εαυτό τους στο σκαμνί, να παραδεχθούν απέναντι στον Θεό την αδικία που έχουν κάνει και να ζητήσουν τη συγχώρεσή Του.
Σίγουρα, τότε το μέγεθος της ενοχής τους θα μικρύνει, διότι ο Θεός είναι ένας επιεικής κριτής κι όπου βλέπει ότι κάποιος μετανοεί, δίνει άφεση και τον συγχωρεί. Χωρίς όμως να παραδεχθεί κανείς την ενοχή του, δεν μπορεί ούτε να βρει συγχώρεση, γιατί ο Θεός είναι βέβαια επιεικής, αλλά είναι και δίκαιος κριτής».
Είναι αυτονόητο ότι η λέξη «τιμωρία» στις νέες αποκαλύψεις σημαίνει αυτοτιμωρία, όπως φαίνεται καθαρά στο παρακάτω απόσπασμα:
«Ο έκπτωτος από τον Θεό αυτοτιμωρείται, γιατί δεν δέχεται να τον απολυτρώσει ο Ιησούς Χριστός και δεν αναγνωρίζει τη θυσία Του».
Ο λόγος που προσκρούουμε σε τέτοιες φαινομενικές αντιφάσεις στη Βίβλο και στις νέες αποκαλύψεις είναι ότι ο θείος Λόγος έχει μια πολλαπλή έννοια: μια γήινη – κοσμική, μία ψυχική – πνευματική και μία ουράνια – πνευματική. Έτσι, λόγου χάρη, η έννοια της τιμωρίας εξαρτάται από το επίπεδο από το οποίο εξετάζεται.
Όταν λέγεται π.χ. «Ο Θεός είναι και κριτής» (Γένεση 16, 5 και 31,53, Ψαλμοί 7,9,12 κ.ά.) και μπορεί να τιμωρεί τους ανθρώπους (Ιώβ 31,23, Αποκάλυψη Ιωάννη 3,19 κ.ά.), με αυτό δεν εννοείται ότι ο Θεός-Πατέρας τιμωρεί, αλλά δρα η παντοδυναμία του που διαφυλάττει την αιώνια απαραβίαστη τάξη. Όταν τα δημιουργημένα όντα παραβαίνουν τους νόμους αυτής της τάξης, εξυπακούεται ότι οι νόμοι δεν αναιρούνται ούτε γίνονται ελαστικοί για να προσαρμοστούν στη δική τους θέληση, αλλά οι άνθρωποι εισπράττουν τις συνέπειες των άνομων πράξεων τους, πράγμα που κατά βάση αποτελεί αυτοτιμωρία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο βιασμός της φύσης. Η φύση «εκδικείται» ανελέητα, με άλλα λόγια οι αμετάβλητοι νόμοι της τιμωρούν όποιον επιχειρεί να τους αγνοήσει κι έτσι ουσιαστικά ο παραβάτης αυτοτιμωρείται, ένα γεγονός που διαπιστώνουμε σχεδόν καθημερινά στις φυσικές καταστροφές που πλήττουν τη Γη και που αυξάνονται κατά γεωμετρική πρόοδο τα τελευταία χρόνια.
Ο Θεός είναι βέβαια αγάπη ως προς την πρωταρχική του ουσία, όμως είναι επίσης Νόμος, δικαιοσύνη και φύλακας της αιώνιας τάξης του, γιατί αλλιώς δεν θα ήταν τέλειος. Κάθε παραβίαση της θείας τάξης είναι υπέρβαση, δηλαδή αμαρτία, που για λόγους δικαιοσύνης πρέπει να βρει εξιλασμό.
Γι’ αυτό ο Ιησούς πλήρωσε το τίμημα για όλα τα ανομήματα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, αντιπροσωπευτικά στη θέση των ανθρώπων. Συνεπώς, ο Ιησούς πλήρωσε για τις απαιτήσεις του Νόμου κι έτσι, όσοι τον πιστεύουν, δεν είναι πια υπόδουλοι στο Νόμο (Γαλάτες 3,13.4, 1-5), γιατί ο Χριστός σημαίνει το τέλος του (Ρωμ. 10, 4), αφού είναι η αγάπη πια που τον εκπληροί (Ρωμ. 13,10). Αλλά για εκείνους που δεν υιοθετούν στην πράξη τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και δεν τον δέχονται, ο Θεός παραμένει ο Κριτής και ο Νόμος.
Μπορεί, επομένως, η αγάπη να είναι η κυρίαρχη ιδιότητα του Θεού, όμως η τελειότητά του προϋποθέτει όλες τις θεϊκές ιδιότητες, συμπεριλαμβανομένων της τάξης και της δικαιοσύνης.
Ένα άλλο στοιχείο που θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη είναι η διαφορά μεταξύ, αφ’ενός του τιμήματος που πρέπει να καταβάλει κάποιος για να απαλλαγεί από το βάρος της ενοχής και των αμαρτιών του και αφ’ ετέρου των δοκιμασιών, θυσιών, βασάνων κ.λπ., στα οποία πρέπει ενδεχομένως να υποβληθεί προκειμένου να πετύχει την τελειοποίηση της ψυχής του. Γιατί ναι μεν ο Χριστός ανέλαβε τον εξιλασμό όλων ανεξαιρέτως των αμαρτιών μας, αλλά αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι έχουμε γίνει και τέλειοι.
Για την τελειοποίηση της ψυχής απαιτείται ένας αγώνας, προκειμένου να κοπούν οι δεσμοί από τον κόσμο της ύλης, από τις επιθυμίες που μας εξανδραποδίζουν σε αυτόν. Απαιτείται ένας καθαρισμός της ψυχής από καθετί ακάθαρτο, πράγμα που μόνο η αγάπη και ο πόνος -όταν η αγάπη δεν είναι αρκετή- μπορούν να πετύχουν.
Έτσι εξηγείται γιατί πολλοί άνθρωποι, παρ’ όλο που έχουν αφιερώσει τη βούληση τους στον Ιησού Χριστό, υποφέρουν ακόμη με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο· αυτό αποσκοπεί όχι πια στον εξιλασμό των αμαρτιών τους, που έτσι κι αλλιώς έχουν διαγραφεί από τον Ιησού Χριστό, παρά στον πλήρη εξαγνισμό της ψυχής τους, ώστε να γίνει τελείως διαπερατή από το φως, για να μπορούν να αποκτήσουν την πατρότητα τον Θεού.
Γι’ αυτό και τέτοια «πάθη» έχουν ένα άλλο βάρος από εκείνα που ενδεχομένως υφίσταται ο άνθρωπος πριν τη μεταστροφή του, γιατί αυτά αποβλέπουν στο να την κάνουν να αναλογιστεί τα λάθη του και ταυτόχρονα βέβαια να τον «καθαρίσουν», υποβάλλοντας σώμα και ψυχή σε μια «θεραπευτική νηστεία».
Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να διαβάσουμε την παρακάτω διδασκαλία στην Ντούντε, για να την καταλάβουμε σωστά:
«Εάν χρειαστεί να υποφέρετε, σεις οι άνθρωποι, Θυμηθείτε τα λόγια Μου: ‘”Οποιος θέλει να Με ακολουθήσει, ας σηκώσει το σταυρό του επάνω του!” Να ξέρετε ότι κάθε δοκιμασία που περνάτε, και επιδεικνύευε πλήρη αποδοχή της βούλησής Μου, είναι ισότιμη με μία σταύρωση, που σημαίνει για σας λύτρωση και απελευθέρωση από κάθε ενοχή. Να ξέρετε ότι βρίσκεστε στη Γη, για να απαλλαγείτε από μία ενοχή, που το μέγεθος της είναι αδύνατο να το συλλάβετε ως άνθρωποι. Για να την ελαχιστοποιήσω, πέθανα βέβαια στο σταυρό, αλλά και ο καθένας από σας πρέπει να πληρώσει επίσης ένα τίμημα. Αυτό γίνεται στο βαθμό φυσικά που του επιτρέπουν οι δυνάμεις του, εφ’ όσον θέλει να συμμετάσχει στο έργο της απολύτρωσης που άρχισα, από την αγάπη Μου, με το θάνατο Μου στο σταυρό.
Σε σας τους ανθρώπους σάς έχει δοθεί ένα μικρό, ελαφρύ σταυρουδάκι να κουβαλήσετε, μια που το πιο μεγάλο βάρος το έχω πάρει Εγώ. Όμως δεν μπορείτε να μείνετε χωρίς καθόλου πόνους και δοκιμασίες, γιατί αυτά έχουν σκοπό να σας σπρώξουν προς εκείνον που είναι πρόθυμος να σας βοηθήσει ανά πάσα στιγμή, τον οποίο πρέπει να μιμηθείτε, προκειμένου να γίνετε μακάριοι».
«…Ασφαλώς, θέλω να σας βοηθήσω να σηκώσετε το σταυρό σας, αλλά κι εσείς δεν πρέπει να προσπαθείτε να τον αποτινάξετε τελείως από πάνω σας. Να έχετε πάντοτε κατά νου ότι μπορείτε να αποβάλετε πολλές ακαθαρσίες από την ψυχή σας, όταν σηκώνετε υπομονετικά το σταυρό σας».
Επομένως, το «σταυρουδάκι» που έχει να σηκώσει ο καθένας είναι απλά μια κινητήρια δύναμη στην ατραπό της κάθαρσης και της τελειοποίησης, με στόχο την ανύψωση σε εκείνο το επίπεδο, όπου γίνεται πια ολοκληρωμένα παιδί του Θεού. Γιατί για την υιοθεσία από τον Θεό χρειάζεται απαραίτητα η ενεργή συμμετοχή στο λυτρωτικό έργο. Η συμμετοχή, όμως, είναι τελείως διαφορετική από την τιμωρία προηγούμενων αμαρτιών, που διδάσκει ο νόμος του κάρμα, γιατί αυτές, όσο μεγάλες κι αν είναι, τις έχει εξαλείψει ο Χριστός:
«Οι άνθρωποι εκείνοι που αναγνωρίζουν τον Ιησού Χριστό ως θεϊκό λυτρωτή τους και μετανοημένοι παίρνουν θέση κάτω από το σταυρό του, είναι ελεύθεροι από κάθε ενοχή, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι τους έχει δοθεί άφεση για κάθε αμαρτία που τους βαραίνει.
Άφεση μιας ενοχής σημαίνει απάλειψη, πλήρης απαλλαγή από το χρέος, που κανονικά θα έπρεπε να εξαλειφθεί με συγκεκριμένες πράξεις.
Άφεση σημαίνει παραγραφή του χρέους, αθώωση, επαναφορά της κατάστασης που υπήρχε πριν διαπραχθεί η αμαρτία και κάθε συνέπεια ενός ανομήματος τη φέρει αποκλειστικά εκείνος που παίρνει επάνω του την ενοχή.
Επομένως, το βάρος όλων των αμαρτιών το επωμίστηκε ο Ιησούς Χριστός μόνος του και Μου πρόσφερε γι’ αυτό την εξιλαστήρια θυσία. Αυτός αναιρεί οποιαδήποτε επίπτωση μιας αμαρτίας».
Κατά συνέπεια, για όσους πιστεύουν αυθεντικά, όχι μόνο τύποις, στον Ιησού Χριστό, ο νόμος του κάρμα δεν ισχύει. Αλλά και για τους ετερόδοξους ή άθρησκους η διδασκαλία αυτή είναι αληθινή μόνο κατά το ήμισυ, γιατί δεν είναι μόνο η ενοχή εξαιτίας της πρωταρχικής πτώσης που βαραίνει τον κάθε άνθρωπο.
Μια άλλη παράμετρος επίσης, που παίζει ρόλο στη διαμόρφωση της μοίρας του ανθρώπου, είναι η αντίσταση που πρόβαλαν τα εωσφορικά στοιχεία της ψυχής του στο διάστημα που αυτή ήταν χωρίς ελεύθερη βούληση, φυλακισμένη μέσα στα φυσικά βασίλεια.
Στο διάστημα αυτό της επίπονης ανέλιξής της διαμέσου των βασιλείων της φύσης η ψυχή είναι κατακερματισμένη σε αμέτρητα στοιχεία που το καθένα του ακολουθεί μια χωριστή, δική του πορεία. Μέχρι να φτάσει να γίνει πάλι ενιαία και να ενσαρκωθεί ως άνθρωπος, η ψυχή δεν έχει συνείδηση του εαυτού της και συνεπώς ούτε και ελεύθερη βούληση. Ωστόσο, τα μεμονωμένα στοιχεία της μπορούν να επιδείξουν διαφορετική συμπεριφορά το ένα από το άλλο, από το να διατηρούν στο ακέραιο τη σατανική αντίσταση που τα έχει διαποτίσει από τον καιρό της εξέγερσης εναντίον του Δημιουργού, έως το να υπηρετούν υπάκουα το φυσικό νόμο.
Με άλλα λόγια, παρ’ όλο που είναι υπόδουλα στη φυσική νομοτέλεια, απολαμβάνουν ωστόσο μια σχετική ελευθερία κινήσεων και διαμόρφωσης ατομικού χαρακτήρα. Αυτό είναι κάτι που παρατηρούμε συχνά στη φύση, όπου π.χ. ένας σκύλος είναι εξαιρετικά άγριος και αδάμαστος, ενώ ένας άλλος της ίδιας ράτσας ήμερος ως ένα βαθμό που ξεπερνά σχεδόν τα στενά όρια της ενστικτώδους συμπεριφοράς. Αυτές οι «ατομικές ιδιαιτερότητες», ωστόσο, είναι απόλυτα ενσωματωμένες στη θαυμαστή ισορροπία και αρμονία της φύσης.
Η εωσφορική αντίσταση των ψυχικών στοιχείων δεν επιτρέπεται να καμφθεί δια της βίας ούτε καν σ’ αυτή τη φάση της ανελευθερίας του έκπτωτου όντος. Αυτή είναι, λοιπόν, από τη μια πλευρά η εξήγηση -μαζί με το βάρος της πρωταρχικής ενοχής, ανάλογα με το βαθμό της πτώσης, καθώς δεν έπεσαν όλοι οι στασιαστές άγγελοι το ίδιο βαθιά- γιατί ο κάθε άνθρωπος έχει μια διαφορετική μοίρα από τη γέννησή του κιόλας. Διότι οι διαφορετικές συμπεριφορές σημαίνουν επίσης διαφορετικούς βαθμούς ωριμότητας και διαφορετικές προδιαθέσεις, που αποκτήθηκαν κατά τη διαδικασία της ωρίμανσης των ψυχικών στοιχείων και γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει η πολυποικιλία δυνατοτήτων, βιοτικών συνθηκών κ.λπ., ανάλογα με το τι χρειάζεται η κάθε ψυχή χωριστά για να φτάσει ως άνθρωπος στο στόχο της.
Η μοίρα του καθενός, δηλαδή, είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του σύμφωνα με το τι χρειάζεται για να φτάσει στην τελειοποίηση. Εννοείται ότι είναι ο Δημιουργός που τοποθετεί τον άνθρωπο στη συγκεκριμένη μοίρα, ακριβώς επειδή γνωρίζει επακριβώς την ποιότητα και ανάγκες κάθε ψυχής, αλλά επαφίεται ελεύθερα στον καθένα το πώς θα αντιμετωπίσει, αξιοποιήσει κ.λπ. τις συνθήκες της ατομικής του ιστορίας. Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι είναι άλογος ο ισχυρισμός πως ο Θεός αφήνει να μας επιβάλλεται αναγκαστικά ένα πεπρωμένο, όπως διδάσκει ο νόμος του κάρμα και όπως υπαινίσσεται η αστρολογία, μολονότι η δεύτερη καλύπτει τα νώτα της με διφορούμενες δικαιολογίες του τύπου: «τα άστρα, δείχνοντάς μας το τι μας περιμένει, μας ωθούν σε ένα συγκεκριμένο δρόμο, αλλά δεν μας εξαναγκάζουν να τον πάρουμε».
Η μισή αλήθεια είναι, επομένως, ότι υπό μία έννοια ο νόμος του κάρμα όντως ισχύει περιορισμένα, αλλά μόνο όσον αφορά τον άνθρωπο που δεν πιστεύει. Από τη στιγμή όμως που θα αποθέσει όλα τα χρέη του στον Ιησού Χριστό, αυτά παραγράφονται, άσχετα με το αν ενδεχομένως του δίνονται ευκαιρίες στο μέλλον να επανορθώσει τα αδικήματα που έχει κάνει.
Επομένως, ο στόχος των παιδιών τον Θεού δεν είναι η διαρκής «επανόρθωση» μέχρι την αποπληρωμή των χρεών, με την έννοια του κάρμα, αλλά η προσφορά υπηρεσίας και αγάπης προς όλη την πλάση. Η επανόρθωση και η πληρωμή για προηγούμενα κακά μπορεί να αποτελεί ένα μέρος μιας τέτοιας προσφοράς, αλλά όχι υποχρεωτικά, καθώς ο Πατέρας διαθέτει πολλούς δρόμους για να οδηγήσει τα παιδιά του στην τελειοποίηση.
Και όταν όντως γίνεται μια επανόρθωση ενός περασμένου αδικήματος, αυτό γίνεται όχι για χάρη της ίδιας της επανόρθωσης, αλλά για χάρη της αγάπης και της αλληλεγγύης, που τελειοποιούν την ψυχή.
Άλλωστε, δεν είναι γραμμένο πουθενά ότι ο μετανοημένος υποχρεούται να πληρώσει για όλα τα κακά που έχει κάνει, αντίθετα λέγεται: «Να σηκώνετε ο ένας το φορτίο του άλλου κι έτσι θα εφαρμόσετε πλήρως το νόμο του Χριστού» (Προς Γαλάτες 6, 2).
Ο καλύτερος τρόπος να δείχνει κάποιος έμπρακτα τη μεταμέλειά του είναι να βοηθά στη σωτηρία των αδελφών του, γιατί, όπως λέει η παραβολή, όποιος οργώνει, πρέπει να κοιτά μπροστά και όχι προς τα πίσω (Κατά Λουκά 9, 62).
Σε τελική ανάλυση, λοιπόν, η διδασκαλία του κάρμα μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό εμπόδιο για την τελειοποίηση της ψυχής. Το παράλογο της διδασκαλίας αυτής φαίνεται, άλλωστε, από το γεγονός ότι συχνά για διάφορους λόγους είναι αδύνατο να γίνει η επανόρθωση η αποπληρωμή ενός ανομήματος πάνω στη Γη. Είναι λογικά αδύνατο να περιμένει κανείς ότι θα επανορθώσει σε μια άλλη γήινη ζωή, όπου επιπλέον δεν έχει ανάμνηση της προηγούμενης ζωής του.
Για να απαλλαγεί κάποιος από το βάρος των ανομημάτων του προϋποτίθεται ότι τα αναγνωρίζει, μετανοεί εντελώς συνειδητά γι’ αυτά και τα παραδίδει στον Ιησού. Προφανώς δεν είναι δυνατό, λοιπόν, να μετανοήσει για κάτι που δεν γνωρίζει. Όσον αφορά την προϊστορία της ανθρώπινης ύπαρξής του, είναι αρκετό να έχει κανείς γνώση για την πρώτη πτώση από τη σφαίρα του Θεού και τη συνακόλουθη πτώση των πρωτόπλαστων.
Στο παρελθόν, βέβαια, εκτός από λίγους φωτισμένους οι περισσότεροι γνώριζαν μόνο για το «προπατορικό αμάρτημα» του Αδάμ και της Εύας και δεν υπήρχε μια σαφής εξήγηση, γιατί η αδυναμία των πρώτων δύο ανθρώπων έπρεπε να βαραίνει όλες τις επόμενες γενεές. Στο μεταξύ, όμως, η ανθρωπότητα έχει ωριμάσει αρκετά, ώστε να μπορεί να δεχθεί πιο «στερεά τροφή».
Επιπλέον, η γνώση για την πρώτη, συλλογική πτώση από την πνευματική δημιουργία έχει γίνει πια απαραίτητη, επειδή η έσχατη εποχή βρίσκεται προ των θυρών και εάν δεν γνωρίζει κανείς ολόκληρο το θεϊκό σχέδιο για την απολύτρωση και την τελείωση των έκπτωτων αγγέλων, δεν θα μπορεί να κατανοήσει τις δοκιμασίες που θα έρθουν, την αναγκαιότητα για την πλήρη αναμόρφωση της Γης και το μυστήριο του Ιησού Χριστού.
Στο Δισμά, το μετανιωμένο ληστή στο σταυρό, ο Ιησούς δεν είπε «Πρώτα θα πληρώσεις για όλα τα κακά που έχεις κάνει και μετά θα σου δοθεί συγχώρεση», παρά του είπε αμέσως: «Σήμερα κιόλας θα ‘σαι μαζί μου στον παράδεισο!» Φυσικά, ο ληστής θα βρισκόταν μετά από αυτά στον προθάλαμο του παραδείσου, γιατί έπρεπε ακόμα να αναγνωρίσει τη θεϊκή φύση και τη λυτρωτική αποστολή του Ιησού Χριστού. Όμως, η βαθιά μετάνοια και η συνειδητοποίηση της αθωότητας του Ιησού τού εξασφάλισαν τον παράδεισο, χωρίς να χρειαστεί να καταβάλει πρώτα το τίμημα για τα αδικήματά του. Έτσι, χάρη στη μετάνοιά του και μόνο, τού χαρίστηκε κάτι που για τους βουδιστές και τους άλλους οπαδούς της διδασκαλίας του κάρμα συνιστά το υπέρτατο ποθητό.
Πολλοί από τους σημερινούς υποτίθεται πνευματικά προχωρημένους ή μυημένους ανθρώπους έχουν ανάγκη και καταφεύγουν σε κάθε λογής βοηθήματα, όπως η αστρολογία, το εκκρεμές, η ράβδος της ραβδοσκοπίας, κρύσταλλοι και πολύτιμοι λίθοι, πυραμίδες, εργαλεία πνευματισμού κ.ο.κ. Έτσι όμως δεν βρίσκονται μέσα στην ελευθερία του πνεύματος, την οποία επιθυμεί και ο Δημιουργός για τα δημιουργήματά του, παρά κινούνται ακόμη σε υλικά και ψυχικά επίπεδα του νόμου.
Όποιος είναι αληθινά πνευματικός, έχει ταπεινοφροσύνη, εμπιστοσύνη στον Θεό και αληθινή επαφή με το Ιερό και άρα δεν χρειάζεται πια τέτοια βοηθήματα. Τα μόνα βοηθήματα που ξέρει είναι ο θεϊκός σπινθήρας στην καρδιά του και τα χαρίσματα που του δίνει μέσα από εκεί το Πνεύμα και βέβαια επίσης ο Λόγος του Θεού.
Αυτά μόνο τα βοηθήματα είναι προσφιλή στον Θεό, ενώ όλα τα άλλα απλά τα επιτρέπει- όμως όσο τα διατηρεί κανείς ως δεκανίκια, δεν πρόκειται να βρει το δρόμο για την πνευματική αναγέννηση που θα τον φέρει στη θέωση.
Είναι ελεύθερη επιλογή του καθενός, εάν θέλει να είναι συνεχώς υπεξούσιος στο νόμο της ανταπόδοσης, να λειτουργεί και να πάσχει σύμφωνα με τις άκαμπτες επιταγές του νόμου αυτού. Όποιος όμως θέλει να απαλλαγεί οριστικά από το βάρος των αμαρτιών του και να βρει το δρόμο για την υιοθεσία από τον Θεό, θα πρέπει να ξεφύγει από τα δεσμά του νόμου και να αφήσει τον Ιησού Χριστό να τον βοηθήσει και να τον οδηγήσει ως τη λύτρωση.
Ο πρώτος μπορεί να μείνει υποτελής στο νόμο της ανταπόδοσης και να περιμένει αδρανής την εκτέλεσή του και να εισπράξει τους καρπούς των πράξεων του. Ο δεύτερος είναι επίσης υποτελής στο νόμο, αλλά σε εκείνον της αγάπης και της χάρης και συνεπώς της συγχώρεσης.
«Με τη χάρη του σωθήκατε δια της πίστεως κι αυτό δεν είναι δικό σας κατόρθωμα, αλλά δώρο Θεού» (Προς Εφεσίους 2, 8).
Σκέψεις σε σχέση με τη μετενσάρκωση
Μια διεξοδικότερη προσέγγιση του θέματος της μετενσάρκωσης θα υπερέβαινε το πλαίσιο αυτού του βιβλίου. Άλλωστε, είναι εναργής η απάντηση από τη νέα αποκάλυψη, ότι πρόκειται για μια λανθασμένη πίστη και μόνο κατ’ εξαίρεση συμβαίνει για πολύ εξειδικευμένους λόγους.
Είναι γεγονός, επίσης, ότι μπορεί να λαμβάνουν χώρα επανειλημμένες «ενσαρκώσεις» σε άλλα ουράνια σώματα, αλλά δεν είναι ταυτόσημες με την επικρατούσα αντίληψη των γήινων μετενσαρκώσεων, όπου συν τοις άλλοις δεν υπάρχει καμία ανάμνηση των «προηγούμενων ζωών».
Αναμφισβήτητα πολλοί οπαδοί αυτής της θεωρίας στην ευημερούσα δύση θα έπαιρναν αστραπιαία τις αποστάσεις τους από την πίστη τους αυτή, εάν έμπαιναν στη θέση μιας μεγάλης -αν όχι της μεγαλύτερης- μερίδας της ανθρωπότητας που πεινά, πονά, πάσχει, ζει στη φτώχεια, τον πόλεμο, το διωγμό και την καταπίεση, τα βασανιστήρια, την αδικία, το βιασμό και την εκμετάλλευση κ.ο.κ. Γιατί είναι βέβαια εύκολο να ονειροπολεί κάποιος για περασμένες -πάντοτε «σημαντικές» εννοείται- ή μελλοντικές μετενσαρκώσεις, όταν γνωρίζει μόνο τη γλυκιά πλευρά της ζωής και απολαμβάνει χωρίς περιορισμούς τον κόσμο της ύλης, από τον οποίο όμως οφείλουμε να αποκοπούμε για την πνευματική μας άνοδο.
Τέτοιοι πιστοί της μετενσάρκωσης στη δύση μαρτυρούν άθελά τους το υποσυνείδητο φρόνημά τους, καθώς είναι ακόμη εγκλωβισμένοι στο χιμαιρικό πεδίο αυτού του κόσμου, γι’ αυτό και επιθυμούν να επιστρέψουν εδώ. Για τον ίδιο λόγο επίσης αμέτρητες ψυχές που έφυγαν από τη Γη παραμένουν προσκολλημένες σε αυτήν, καθώς η ύπαρξη τους έχει ταυτιστεί με την ύλη. Έτσι δεν είναι λίγες οι φορές που καταταλαιπωρούν αναρίθμητους ομόφρονες ανθρώπους καταλαμβάνοντας τους, περνώντας δηλαδή στη μαγνητική αύρα ασταθώς ψυχολογικά ατόμων. Το γεγονός αυτό το απέδειξε χιλιάδες φορές ο γνωστός γιατρός Καρλ Βίκλαντ στην τριαντάχρονη σταδιοδρομία του και το κατέγραψε με τον τίτλο: «Τριάντα χρόνια μεταξύ των νεκρών».
Αυτό ισχύει τουλάχιστον για τους οπαδούς της μετενσάρκωσης στο δυτικό κόσμο, ενώ στη χώρα που γεννήθηκε, την Ινδία, πάρα πολλοί, λόγω της κοινωνικής οργάνωσης σε κάστες, σύμφωνα με την ινδουιστική θρησκεία, βρίσκονται στο κατώτατο σκαλοπάτι της επιβίωσης μετά κόπων και βασάνων και αυτοί δεν μπορούν βέβαια παρά να προσδοκούν ότι στην επόμενη ζωή τα πράγματα θα είναι καλύτερα. Επειδή δε η πίστη τους την πρόοδο τη βλέπει μόνο σαν εξέλιξη πάνω στη Γη, η διδασκαλία του κάρμα και της μετενσάρκωσης έχει αποβεί σε μία τεράστια τροχοπέδη στην ανάπτυξη αυτού του έθνους, πράγμα που γίνεται εμφανές σε οποιονδήποτε στοχαστεί λίγο με ανοικτή και κριτική στάση για την κατάσταση του ινδικού λαού. Εάν οι υποστηρικτές αυτής της διδασκαλίας είχαν τη δυνατότητα να ρίξουν για λίγο μια ματιά στις ανώτερες βαθμίδες των άλλων κόσμων και να τις συγκρίνουν με το σκοτάδι που επικρατεί, εν αντιθέσει στη Γη, θα αποκτούσαν μία άλλη άποψη και σχέση με τον πλανήτη μας. Υπάρχει ένα σχετικό σημείο στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» του Λόρμπερ, τόμος V 136,7, όπου λέει κατά λέξη ο Κύριος: «Υπάρχουν στον άλλο κόσμο κάποιες πολύ κακές ψυχές που κανείς μπορεί ανεπιφύλακτα να τις ονομάσει διαβολικές. Τούτες οι ψυχές περνούν δέκα χιλιάδες φορές χειρότερα στο υπερπέραν από ό,τι περνά σε αυτή εδώ τη Γη ο πιο φτωχός και κατατρεγμένος ζητιάνος. Αλλά από όλες αυτές τις ψυχές που ο αριθμός τους μέχρι τώρα μπορεί να υπολογιστεί γύρω στα δέκα δισεκατομμύρια, δεν υπάρχει ούτε μία που θα ‘θελε να επαναλάβει την πορεία που έκανε με σάρκα σε αυτή τη Γη. Εάν όμως οι πιο ελεεινοί των ελεεινών δεν θέλουν ποτέ πια να πατήσουν το πόδι τους εδώ, πόσο λιγότερο τότε εκείνοι που στον άλλο κόσμο είναι ευτυχισμένοι!»
Και για το ίδιο θέμα λέγεται στην Ντούντε: «Ουδέποτε πρόκειται ένα ον που βρίσκεται ακόμη στο στάδιο του σκότους να θελήσει να επιστρέψει στη Γη για να επανορθώσει τα λάθη που έκανε όσο ζούσε και να ξαναζήσει τη ζωή του σύμφωνα με το τι ήταν ο πραγματικός σκοπός της…. Όταν μια ψυχή όμως φτάσει πια στο επίπεδο εκείνο όπου μπορεί να δέχεται φως και δύναμη, δεν αποζητά να επιστρέψει πια στη Γη, εκτός εάν έχει να εκτελέσει εκεί μία αποστολή που απαιτεί την μετενσάρκωση μιας φωτεινής οντότητας».
Επομένως είναι επίσης λανθασμένη η άποψη ότι η διδασκαλία της μετενσάρκωσης δικαιολογείται από τις επιταγές μιας εξισορροπιστικής δικαιοσύνης, πράγμα που αναλύθηκε διεξοδικά στο προηγούμενο κεφάλαιο για το κάρμα.
Είναι βέβαια αλήθεια ότι πάρα πολλοί χριστιανοί, παρά την πίστη τους στον Ιησού Χριστό ως σωτήρα, δεν περνούν απευθείας στον παράδεισο φεύγοντας από τη Γη, γιατί φέρουν ακόμη πολλά εγκόσμια ή υλιστικά στοιχεία. Αλλά είναι λάθος να πιστεύεται ότι η Γη είναι ο μοναδικός τόπος για την πνευματοποίηση των ψυχών των ανθρώπων. Γιατί στη Γη επιτρέπεται μία μόνο ενσάρκωση σε κάθε λυτρωτική περίοδο, εκτός από τις λίγες εξαιρέσεις που είναι συνδεδεμένες με μία ειδική αποστολή. Ο πλανήτης μας έχει ασφαλώς μία ιδιαίτερη σημασία από την άποψη ότι είναι ο μόνος τόπος όπου είναι δυνατή η κατάκτηση της υιοθεσίας από τον Θεό, ακριβώς επειδή εδώ είναι η έδρα του παράγοντα του κακού, του Σατανά- και δοθέντος ότι τα πράγματα εδώ είναι πιο δύσκολα για την πνευματοποίηση, γι’ αυτό και το τρόπαιο είναι το ύψιστο δυνατό για ένα δημιουργημένο ον, να αποκτήσει δηλαδή άμεσα τον Θεό ως πατέρα.
Ωστόσο το σύμπαν με τους αμέτρητους ήλιους και πλανήτες, προσφέρει άπειρες δυνατότητες εξέλιξης και πνευματοποίησης σε μέρη, όπου η εξέλιξη μπορεί να προωθηθεί πολύ πιο εύκολα και ακίνδυνα από ό,τι στη Γη, όπου η δύναμη του κακού είναι πιο μεγάλη. Το μόνο μειονέκτημα είναι ότι εκτός Γης δεν μπορεί να κατακτηθεί το υπέρτατο, η πατρότητα του Θεού. Σε ένα άλλο κείμενο της Μπέρτα Ντούντε λέγεται για τους κινδύνους που ενέχονται στη διδασκαλία της μετενσάρκωσης:
«Η διδασκαλία της μετενσάρκωσης είναι πάντα επιζήμια για τους ανθρώπους, για το λόγο ότι εφόσον τους χαρακτηρίζει μία ορισμένη χλιαρότητα θα παρηγορούνται με αυτήν ή θα ψάχνουν εκεί για δικαιολογίες, με την ιδέα ότι μπορούν να αναπληρώσουν κάποια μέρα όλες τις ελλείψεις τους. Μία τέτοια διδασκαλία δεν πρόκειται ποτέ να αποδειχθεί ωφέλιμη, δεδομένου ότι μόνο η ακαταπόνητη άσκηση του εαυτού μπορεί να εξασφαλίσει την επιτυχία, ούτως ώστε να μπορούν μια μέρα να μείνουν ικανοποιημένοι από τη ζωή τους κρίνοντάς την αναδρομικά. αντίθετα η διδασκαλία της μετενσάρκωσης αφήνει πάντα ένα παραθυράκι ανοικτό που εξυπηρετεί όσους έχουν αδύνατη θέληση, τους αμελείς και τους χλιαρούς!»
Μερικές συμπληρωματικές σκέψεις για το New Age
Αν αναζητήσει κανείς τη βαθύτερη αιτία για την εμφάνιση του New Age ως μία μοντέρνα έκφραση συγκρητισμού, αναμφίβολα η κινητήρια δύναμη για ένα τέτοιο φαινόμενο είναι ο πόθος πάρα πολλών ανθρώπων να βρουν και κυρίως να βιώσουν τον Θεό. Οι χριστιανικές εκκλησίες συλλήβδην απέτυχαν παταγωδώς να μεταδώσουν αυτό το πνεύμα στους «πεινώντες και διψώντες», ένα πνεύμα που ήταν ωστόσο ζωντανό στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες. Αυτό όμως χάθηκε -πλην μεμονωμένων εξαιρέσεων- στις μετέπειτα γενεές, με τα γνωστά αποτελέσματα της εκκοσμίκευσης, των ιδιοκτησιακών σχέσεων με τη διδασκαλία και το ποίμνιο κ.τ.ό. που έχουν οδηγήσει σε μία παρατεταμένη επιθανάτια αγωνία του οργανωμένου θρησκευτικού οργανισμού, όσο διατηρείται τεχνητά εν ζωή. Το γεγονός όμως παραμένει ότι καμία εκκλησία δεν μπόρεσε να δώσει μία πλήρως ικανοποιητική απάντηση στα περισσότερα ερωτηματικά που έχουν να κάνουν με το νόημα αυτής της ζωής κι ακόμη λιγότερο με της άλλης.
Έτσι η επιθυμία ανεύρεσης νοήματος και ζωντανής επαφής με τον Θεό ήταν οι γεννήτορες του New Age. Οι οπαδοί του έκαναν ένα λάθος ωστόσο, ότι δεν χρησιμοποίησαν το θείο Λόγο σαν κριτήριο ώστε να μπορούν να ξεχωρίσουν την αλήθεια από το ψέμα. Έτσι οδηγούνται από τις εγωιστικές τους επιδιώξεις ή από εξίσου τυφλούς καθοδηγητές και τις διδασκαλίες τους, αλλά όπως λέει το ευαγγέλιο, όταν ο ένας τυφλός οδηγεί τον άλλο τυφλό, θα πέσουν και οι δυο στο λάκκο. Καθώς μάλιστα δεν υπάρχει γενικά μεγάλη αγάπη για την αλήθεια, η κατάληξη στο λάκκο είναι αναπόφευκτη.
Εκτός αυτού υπάρχει ένα άλλο αδύνατο σημείο στο New Age, η αφελής, ανεδαφική αντίληψη ότι θα μπορέσει να αλλάξει τον κόσμο. Γιατί δεν είναι απλά ουτοπισμός, αλλά και εσκεμμένα παραπλανητικό να κάνουν τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι βαίνουμε ολοταχώς προς το «χρυσόν αιώνα», μια εποχή νέας συνείδησης, όπου ο παλαιός άνθρωπος θα αντικατασταθεί συλλογικά από τον νέο ως δια μαγείας.
Αυτό μπορεί να γίνει όντως, αλλά μόνο με τον Θεό. Ο ισχυρισμός ότι μπορεί να γίνει χωρίς αυτόν, μόνο με τις ανθρώπινες δυνάμεις, αποτελεί ύβρι.
Από αυτή την άποψη λοιπόν οι πιστοί αυτής της ουτοπίας δραπετεύουν από την πραγματικότητα και αιθεροβατούν σε έναν ονειρικό κόσμο. γιατί η πραγματικότητα του κόσμου σήμερα διδάσκει οφθαλμοφανέστατα το αντίθετο ακριβώς. Βλέποντας την πολύπλευρη καταστροφή του πλανήτη εγείρεται σχεδόν αυτόματα η υποψία, ότι το New Age είναι ένα μέσο παθολογικής φυγής από την πραγματικότητα, γιατί όλο και περισσότεροι δεν την αντέχουν, όπως αποδεικνύεται από τον αύξοντα αριθμό από ναρκομανείς, ψυχικά αρρώστους, νευρωτικούς «ευδαιμονιστές», ψυχοσωματικές ασθένειες κ.λπ. Έτσι η απάντηση στο ερώτημα για το μέλλον του New Age δίνεται σχεδόν από μόνη της. γιατί το κίνημα αυτό συνέλαβε τους πόθους των ανθρώπων αλλά τους παροχέτευσε σε λανθασμένους δρόμους και άρα είναι άλλο ένα ανθρώπινο έργο που επιπλέον είναι διάτρητο από πλάνες.
Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο θα παραθέσουμε αυτούσια μία καταγραφή της Μπέρτα Ντούντε από τις 17.9.1942 όσον αφορά τις προσπάθειες να επιτευχθούν αλλαγές στο θρησκευτικό τοπίο με βάση ένα οργανωμένο σχεδιασμό μεγάλης κλίμακας, με άλλα λόγια μία «παγκόσμια θρησκεία»: «Σε τι μεγάλη πλάνη βρίσκεται ακόμη ο κόσμος φαίνεται επίσης από την εσφαλμένη άποψη που είναι διαδεδομένη στους ανθρώπους, ότι μπορεί να πετύχουν μία «πνευματική μεταμόρφωση» με έναν προσχεδιασμένο συστηματικό ανασχηματισμό στο θρησκευτικό επίπεδο.
Η άποψη αυτή κρύβεται πίσω από τη συντονισμένη προσπάθεια ενάντια σε όλα τα υφιστάμενα πνευματικά ρεύματα που γίνεται με σκοπό να τα καταπιέσει ή να τα διαλύσει τελείως. Οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ότι πρέπει οι πνευματικές αναζητήσεις να γίνονται ελεύθερα χωρίς κανένα καταναγκασμό για να αγγίζουν πραγματικά το εσωτερικό του ανθρώπου.
Από τη στιγμή που καταπιέζεται η πνευματική ελευθερία του ανθρώπου, οπότε εμποδίζεται η πνευματική του αναζήτηση ή ωθείται δια της βίας να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο πνευματικό προσανατολισμό, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανάπτυξη του πνεύματος του, γιατί αυτή προϋποθέτει απόλυτη ελευθερία επιλογής. Η πνευματική εξέλιξη επομένως δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί μεθοδευμένα βάσει ενός σχεδίου.
Ο κόσμος, το οποίο σημαίνει οι άνθρωποι που έχουν εγκόσμια νοοτροπία, δεν επιδιώκει μία πνευματική ανέλιξη της ψυχής- αυτό που θέλει μόνο είναι να καταλύσει τα υφιστάμενα και για αντιστάθμισμα να βάλει στη θέση τους κάτι καινούργιο.
Το καινούργιο πρέπει κατά την άποψή τους να επισκιάσει όλα τα προηγούμενα. Θεωρούν ότι το καινούργιο οφείλει να εξοβελίσει όλες τις παλιές διδασκαλίες. Έτσι θέλουν μεταξύ άλλων να ξεριζώσουν τη χριστική διδασκαλία και να την αντικαταστήσουν με ανθρώπινες θεωρίες. Οι θεωρίες αυτές προέρχονται από παραπλανημένους ανθρώπους που θέλουν να μεταδώσουν την πλάνη τους στους συνανθρώπους τους.
Είναι γεγονός ότι η ανθρωπότητα έχει απομακρυνθεί πάρα πολύ από την αλήθεια πια, ωστόσο διατηρεί ακόμη κατά κάποιο τρόπο παλιές παραδόσεις που εμπεριέχουν ακόμη αλήθειες. Τώρα όμως η απαίτηση είναι να αφανιστούν και αυτές ακόμη, ό,τι προσφέρεται δε ως υποκατάστατο δεν περιέχει ίχνος αλήθειας. Είναι μόνο ιδέες ανθρώπων που είναι στραμμένοι στον κόσμο, που στερούνται κάθε πνευματικού φωτός και πορεύονται σε βαθύ πνευματικό σκοτάδι.
Όχι μόνο ζουν οι ίδιοι μέσα στην πλάνη αλλά θέλουν και να την εξαπλώσουν. Άλλωστε συναντούν λίγη μόνο αντίσταση, για το λόγο ότι η ίδια η ανθρωπότητα βρίσκεται σε βαθύτατο σκοτάδι και γι’ αυτό δεν αναγνωρίζει τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα. Ακόμη λιγότερο καταλαβαίνει λοιπόν, ότι δεν μπορεί ποτέ να συντελεστεί μία πνευματική μεταμόρφωση, αφού οι άνθρωποι προσπαθούν να εξοβελίσουν το Λόγο του Θεού. Αυτός όμως είναι ακατάλυτος και θα εξακολουθεί να υπάρχει όσο θα υπάρχει η Γη.
Κατά συνέπεια ο πόλεμος κατά της διδασκαλίας του Χριστού, που δεν είναι άλλο από το Λόγο του Θεού, δεν έχει καμία προοπτική επιτυχίας. Γιατί δεν πρόκειται ποτέ να επιτρέψει ο Θεός να επικρατήσει ένα πνευματικό κίνημα που εναντιώνεται στη θεϊκή διδασκαλία της αγάπης. Ως εκ τούτου οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν ό,τι σχέδια θέλουν, αλλά αποκλείεται να επιτύχουν ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Γιατί αφού πολεμούν τον Θεό και το Λόγο Του, αναγκαστικά θα είναι πάντοτε χαμένοι γιατί ο Θεός και ο Λόγος Του είναι ατελεύτητος. Τα δημιουργήματα των ανθρώπων αντίθετα δεν έχουν διάρκεια και είναι επόμενο ότι αναγκαστικά αυτοδιαλύονται».
Γιόγκα, διαλογισμός και προσευχή
Σύμφωνα με την ινδική θρησκευτική φιλοσοφία το γιόγκα είναι μια διδασκαλία αυτολύτρωσης με σκοπό την πλήρη κυριαρχία επί του σώματος και τη συνακόλουθη απελευθέρωση του πνεύματος. Γιόγκα στα σανσκριτικά σημαίνει «ζεύξη», «ζυγός». Όπως ο ζυγός συνδέει το βόδι με το ζευγολάτη που το κατευθύνει στις αγροτικές εργασίες, έτσι και το γιόγκα συνδέει τον άνθρωπο με το βράχμαν, δηλαδή την ύψιστη και έσχατη πραγματικότητα, την άμορφη, άρρητη, άγνωστη πηγή του σύμπαντος, που δεν είναι προσωπική ούτε απρόσωπη, που είναι ταυτόχρονα δημιουργός και όλη η δημιουργία. Το βράχμαν είναι τα πάντα και τα πάντα είναι βράχμαν.
Επειδή κάθε άνθρωπος έχει άλλες ικανότητες και κλίσεις, γι’ αυτό υπάρχουν και πολλές μορφές του γιόγκα. Στη Δύση το γιόγκα σχεδόν πάντα είναι ταυτόσημο με το χάθα γιόγκα, το οποίο βασίζεται σε σωματικές και αναπνευστικές ασκήσεις. Στην Ινδία όμως θεωρείται απλά ως μία προετοιμασία για το καθαυτό γιόγκα. Έτσι το χάθα γιόγκα μπορεί μεν στη Δύση να βοηθά πολύ κόσμο με σωματικά προβλήματα, όμως για τον αληθινό γιόγκι, το γιόγκα είναι πολύ περισσότερο από θεραπευτική γυμναστική, είναι ένα ζωτικό συστατικό μέρος της ινδουιστικής θρησκείας και αποβλέπει στη ρήξη των δεσμών με τον κόσμο.
Υπάρχουν πολλές μορφές γιόγκα, όμως ο απώτερος στόχος όλων είναι η ένωση με το βράχμαν ή το πέρασμα στο νιρβάνα, δηλαδή ένα βύθισμα στο μη-είναι, μία κατάσταση μακαριότητας για την οποία υπάρχουν πολλές διαφορετικές αντιλήψεις στην Ινδία. Η επίτευξη αυτού του στόχου πραγματοποιείται με τη ρήξη με τον κόσμο, με τον ασκητισμό και με το εκστατικό τρανς, δηλαδή μία κατάσταση μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης, που πετυχαίνεται με βαθύ διαλογισμό, π.χ. στο γιόγκα νίντρα, όπως γίνεται και στον υπερβατικό διαλογισμό, όπου ηθελημένα το συνειδητό τίθεται εκτός λειτουργίας. Είναι γεγονός όμως ότι ένας τέτοιος διαλογισμός εμπερικλείει κινδύνους, ιδίως για ψυχολογικά ασταθή άτομα, μανιοκαταθλιπτικά κ.λπ. Αλλά και γενικά ο διαλογισμός χωρίς συγκεκριμένο αντικείμενο μπορεί να είναι επιβλαβής ακόμη και για ισορροπημένα άτομα, ιδιαίτερα όταν προσδοκούν μέσω αυτού μία «διεύρυνση της συνείδησης» τους. Διαλογισμός χωρίς αντικείμενο σημαίνει ότι ο εσωτερικός οφθαλμός του διαλογιζόμενου δεν εστιάζεται σε κάποια εικόνα, λέξη ή κάτι συγκεκριμένο, αλλά ουσιαστικά σε τίποτα, όπως π.χ. στο ζεν, όπου επιδιώκεται το απόλυτο κενό. Το αποτέλεσμα είναι ότι αναδύονται από το υποσυνείδητο αυτά που η ψυχή έχει απωθήσει, επειδή δεν μπορεί να τα επεξεργαστεί συνειδητά, ή αυτά που προσκολλώνται ακόμη πάνω της. Έτσι όμως μπορεί οι παραστάσεις από το υποσυνείδητο να κατακλύσουν το συνειδητό και να το βγάλουν από την ισορροπία του. Η έκπληξη μπορεί να είναι δυσάρεστη ως εκ τούτου για όποιον επιχειρεί να διεισδύσει στα βάθη του διαλογισμού χωρίς να έχει αυτογνωσία και αυτοέλεγχο ή τον έλεγχο που ασκεί π.χ. ο δάσκαλος σε ένα βουδιστικό μοναστήρι.
Γιατί αυτό που δεν λέγεται στο μαθητευόμενο του διαλογισμού συνήθως είναι ότι ο «ανελκυστήρας της συνείδησης» μπορεί αντί να εκτοξευθεί στα ύψη, να κάνει μία πολύ απότομη πτώση. Ενδεικτική είναι η γνώμη του ειδικού στο θέμα των τσάκρα θεοσοφιστή Τσαρλς Λεντμπήτερ για τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει όποιος δεν έχει γίνει κύριος του εαυτού του:
«Ακούμε πολλά για αυτό το παράξενο πυρ (εννοείται η δύναμη της κουνταλίνι ή ο πύρινος όφις) και για τον κίνδυνο να αφυπνιστεί πριν της ώρας του. Αναμφίβολα πολλά από αυτά ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Πραγματικά, προκαλείται μεγάλο κακό, όταν αφυπνίζονται οι υψηλότερες πλευρές αυτής της ανυπότακτης ενέργειας στον άνθρωπο, προτού αποκτήσει τη δύναμη να κυριαρχεί πάνω της και προτού κατακτήσει την απαραίτητη καθαρότητα στη ζωή και στη σκέψη, ώστε να αφήνει ελεύθερη μία τέτοια φοβερή δύναμη μέσα του, δίχως κίνδυνο για τον εαυτό του».
Αυτός είναι αναμφισβήτητα ο λόγος που οι νέες αποκαλύψεις δεν περιέχουν καμία διδασκαλία για τα τσάκρα, εκτός εννοείται από το άνοιγμα της καρδιάς με την αγάπη. Γιατί οι κίνδυνοι παραείναι μεγάλοι για να πειραματίζεται κανείς μαζί τους, ούτε η γνώση αυτή καθαυτή είναι απαραίτητη για την τελειοποίηση του ανθρώπου. Επιπλέον δε προσφέρεται ένα ανεξέλεγκτο πεδίο δράσης στα κατώτερα πνεύματα για να εισχωρήσουν στο εσωτερικό του. Στη συνέχεια αυτού του κεφαλαίου θα αναφερθούμε αναλυτικά στο πώς πρέπει να γίνεται η αληθινή ενδοσκόπηση, ώστε να αποφέρει μόνο καλούς καρπούς.
Ο διαλογισμός χωρίς αντικείμενο που προβάλλεται συχνά στη Δύση προέρχεται σε τελευταία ανάλυση από βουδιστικές πηγές όπως π.χ. το ζεν. Οι διδασκαλίες αυτές αποσκοπούν στο «άδειασμα» της συνείδησης, αλλά κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, γιατί όπως μαρτυρεί και η ετυμολογία της λέξης, «σύνοιδα» σημαίνει «γνωρίζω, ξέρω» και «συνείδηση» σημαίνει «σύμφυτη, εσωτερική γνώση» (λεξικό I. Μπαμπινιώτη). Η ψυχή μας και κατ’ ακολουθία η «εσωτερική μας συνείδηση» είναι γεμάτη με εμπειρίες, βιώματα και γνώσεις, όπως επιβεβαιώνουν επίσης πολλές νέες αποκαλύψεις που αναφέρονται στον εσωτερικό κόσμο. Τίποτα από όλο αυτό το «υλικό» δεν χάνεται ποτέ, στην ψυχή είναι αποθηκευμένα τα πάντα. Το γεγονός αυτό το επαληθεύουν πολλοί ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε τεχνητή επαναφορά στη ζωή, οι οποίοι όταν επανέρχονται από τον κλινικό θάνατο αναφέρουν π.χ. ότι μέσα σε μία στιγμή έχουν δει με κάθε λεπτομέρεια όλη την προηγούμενη ζωή τους. Επομένως ο άνθρωπος διαθέτει στο εσωτερικό του ένα «βιβλίο της ζωής» του με βάση το οποίο θα κριθεί μια μέρα. Ως εκ τούτου είναι παραπλανητικό να πιστεύει κανείς, ότι μπορεί να αδειάσει εσωτερικά. Στην παραπλάνηση αυτή αναφέρεται και η Τερέζα της Άβιλα, δεδομένου ότι η πρακτική αυτή διδάσκεται εδώ και αιώνες, δεν είναι δηλαδή κάτι το νεόφερτο στο διαλογισμό και στο μυστικισμό, απλά έχει ενδεχομένως πάρει άλλη ονομασία.
Ένα «άδειασμα» μπορεί να έχει νόημα μόνο υπό την έννοια του καθαρμού, της αποβολής των αντιπνευματικών στοιχείων της ψυχής ενός ανθρώπου, προκειμένου να γεφυρωθεί το χάσμα που τον χωρίζει από τον Θεό, για να μπορεί να λάβει χώρα η ένωση μαζί του. Κι αυτό γίνεται με βάση δύο συνισταμένες, την προσευχή και την αγάπη και βέβαια με τη βοήθεια του Ιησού Χριστού. Φυσικά ο διαλογισμός μπορεί να γίνει ακίνδυνα, όταν έχει ένα αντικείμενο, λόγου χάρη ένα απόσπασμα από το θείο Λόγο, οπότε πρόκειται περισσότερο για ενατένιση και βύθισμα στη θεία πραγματικότητα και από εκεί μπορεί να αναβλύσει πηγαία η λατρεία.
Ο γνωστός Ινδός δάσκαλος Γκόπι Κρίσνα είχε πει για τους διαλογιζόμενους ανθρώπους της Δύσης: «Όσο πιο πολύ ακούω τους Ευρωπαίους να μιλούν για διαλογισμό, τόσο πιο πολύ αισθάνομαι πως πρέπει στην πραγματικότητα να τους αποτρέψω- ούτε καταλαβαίνουν καν για τι πράγμα πρόκειται. Ας διαβάσουν τις ιερές γραφές τους, θα βρουν ό,τι και στις δικές μας: να αγαπάς το συνάνθρωπο σου, να αγαπάς τον Θεό, να αγαπάς τους συνανθρώπους σου μέσα στον Θεό. Όλα τα άλλα είναι περιττά. Πουθενά δεν λέει: να κάνεις διαλογισμό. Εάν ωστόσο θέλεις να αγαπάς τον Θεό και τους συνανθρώπους σου και έχεις ανακαλύψει τη μεγάλη αλήθεια ότι ο διαλογισμός μπορεί να σε βοηθήσει σε τούτο το σκοπό, τότε ασχολήσου με το διαλογισμό- εάν όμως δεν έχεις ανακαλύψει κάτι τέτοιο, τότε άφησέ το καλύτερα».
Αν τεθεί επομένως ευθέως το ερώτημα, αν είναι όντως απαραίτητος ο διαλογισμός, η απάντηση είναι ναι και όχι. Γιατί για την πνευματοποίηση και την τελειοποίηση μας αρκεί η εναπόθεση των ατελειών μας στον Ιησού Χριστό, η αφοσίωση σε αυτόν, και η αυθεντική σύνδεση μαζί του. Η αγάπη και η προσευχή είναι η γέφυρα σύζευξης με τον Θεό και όποιος κατορθώνει να έχει την απαραίτητη αυτοσυγκέντρωση, κατάνυξη και εσωτερικότητα στην προσευχή βρίσκεται έτσι κι αλλιώς ήδη σε μία κατάσταση παρόμοια με του διαλογισμού και της ενατένισης.
Τα παραπάνω δεν έχουν την έννοια ότι ο διαλογισμός αυτός καθαυτόν είναι κακός ή «αντιχριστιανικός», απλά ότι δεν είναι απαραίτητος για τη λύτρωση και την τελειοποίηση του ανθρώπου- διαφορετικά ο Ιησούς θα τον είχε καθορίσει ως μία βασική παράμετρο της διδασκαλίας του παράλληλα με την πίστη, το θείο Λόγο και την αγάπη.
Και στη Βίβλο επίσης γίνεται λόγος για το διαλογισμό, αν και πιο πολύ έμμεσα. Στις νέες αποκαλύψεις δεν εμφανίζεται αυτός ο όρος αυτούσιος, αλλά μία σειρά άλλων παρεμφερών, όπως «εσωτερικός διάλογος», «εσωτερικός στοχασμός», «εσωτερική αυτοπαρατήρηση», «εσωστροφή», «απομόνωση και σιγή», «βύθισμα», «εσωτερική συγκέντρωση», «αποκλεισμός από τον κόσμο», «κατάνυξη ή εσωτερικότητα της καρδιάς», όπως στα παρακάτω αποσπάσματα από την Μπέρτα Ντούντε: «Χρειάζεται μία ορισμένη αυτοσυγκέντρωση για να μπορεί κανείς να ακούσει την εσωτερική φωνή, γιατί δεν εκφράζεται όσο κρατούν οι γήινες ασχολίες, πράγμα που σημαίνει ότι δεν γίνεται αντιληπτή από τον άνθρωπο. Μόνο εκείνος που αποσύρεται στον εσωτερικό του κόσμο θα μπορεί να την ακούσει, καθώς ηχεί μόνο στα κατάβαθα της καρδιάς.
…Πρέπει ο καθένας να ανοίγει συζήτηση με τον εαυτό του κάθε τόσο και να υποβάλει σε κριτική τον ίδιο και τις πράξεις του».
«Ο μόνος τρόπος είναι με την ενδοσκόπηση, με την απομόνωση, την οποία ωστόσο μπορείτε να κατορθώσετε οπουδήποτε και οποτεδήποτε ανάλογα με τη θέληση που επιδεικνύετε. Και βέβαια, όσο λιγότερες εξωτερικές εντυπώσεις προσλαμβάνει κανείς, τόσο πιο βαθιά και απρόσκοπτη γίνεται αυτή η ενδοσκόπηση.
Για μια τέλεια σύνδεση μαζί Μου απαιτείται η πλήρης αποσύνδεση από κάθε μορφή ύλης. Γιατί Εγώ, ως καθαρό Πνεύμα ανέκαθεν, στέκομαι εκτός της ύλης και παρ’ όλο που η ύλη είναι στην ουσία στερεοποιημένη δύναμη που εκπήγασε από μέσα Μου, βρίσκεται πάντοτε ωστόσο σε μια ορισμένη απόσταση από Μένα.
Όποιος λοιπόν θέλει να Με αναζητήσει και να Με βρει, οφείλει προηγουμένως να αποσυνδεθεί με τη θέληση του από την ύλη. Επειδή όμως παραμένει μέσα στον υλικό κόσμο κι έχει και ο ίδιος ένα υλικό περίβλημα, πρέπει να αποσυρθεί μέσα στον εσώτατο πυρήνα τον για να Με βρει. Τότε η πλήρης αποσύνδεση από την ύλη συμβαίνει από μόνη της, όταν τα φυσικά μάτια απομονώνονται με το κλείσιμο τους από κάθε εξωτερική εντύπωση και δεν προσλαμβάνουν πια καμία υλική εικόνα. Γιατί οι εξωτερικές εικόνες αντικατοπτρίζονται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή και παρεμποδίζουν την ήρεμη παρατήρηση και την ένωση με το πνεύμα της. Πνεύμα και ύλη είναι αντίθετες έννοιες και πάντοτε θα βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Για να ενεργήσω άρα Εγώ μέσα σας ως αγνό Πνεύμα, χρειάζεται πρώτα να πραγματοποιήσετε αυτή την εσωτερική αποσύνδεση από την ύλη και έτσι θα έρθετε πιο κοντά Μου. Δεν πρόκειται όμως ποτέ να καταφέρετε την εσωτερική ένωση μαζί Μου, όσο τα μάτια και οι αισθήσεις σας θα αιχμαλωτίζονται από εξωτερικά ερεθίσματα».
Σίγουρα ο λόγος που η έννοια του διαλογισμού απαντάται κυρίως κεκαλυμμένα και δευτερευόντως στη Βίβλο και στις νέες αποκαλύψεις, ενώ τον κεντρικό ρόλο τον παίζει η προσευχή, είναι επειδή αυτό που προέχει είναι η ελεύθερη, συνειδητή επιλογή τον Θεού από τον άνθρωπο. Αυτή αποτελεί την κύρια προϋπόθεση για τη λύτρωση, και μετά έπεται η τελειοποίηση της ψυχής, τουλάχιστον για την πλειοψηφία των ανθρώπων που δεν είναι τόσο προχωρημένοι πνευματικά. Έτσι, ενώ η λύτρωση διδάσκεται στις εκκλησίες, η τελειοποίηση περισσότερο υποδηλώνεται έμμεσα μέσα από άλλες έννοιες, και μόνο χάρη στους μυστικιστές υπήρξε περισσότερη διαύγεια σε αυτό το θέμα τους περασμένους αιώνες.
Με άλλα λόγια η εσωστροφή ή ο διαλογισμός δεν είναι αναγκαία προϋπόθεση για την απολύτρωση, που είναι το πρώτο που επιζητά να εξασφαλίσει κανείς. Για τη λύτρωση είναι καταρχάς απαραίτητο να επιλέξει ο καθένας τον προσανατολισμό του. Σε ένα μετέπειτα στάδιο πλέον η στροφή προς το εσωτερικό προωθεί την πνευματοποίηση της ψυχής, την τελείωση και την ένωσή της με το Θείο: «Η εσωτερικότητα της προσευχής ανοίγει την πόρτα της καρδιάς σας για Μένα, για να την ερευνήσω και να την καθοδηγήσω, ώστε να συνεχίσει να φέρνει την τάξη στο εσωτερικό της. Αυτό το κάνω με το να σας προτρέπω να αγαπάτε και δίνοντάς σας επίσης τη δύναμη να είσαστε δραστήριοι σύμφωνα με το θέλημά Μου».
Επομένως απαιτείται μία ορισμένη απομόνωση από τον κόσμο και μία εσωτερικότητα, γι’ αυτό λέγεται άλλωστε: «εν πνεύματι και εν αληθεία δει προσκυνείν!» (Ιωάννης 4,24). Για να προσευχηθεί σωστά κάποιος και για να εισακουστεί, πρέπει να κλείνει τα σωματικά του μάτια και να στρέφει το βλέμμα προς την καρδιά του πνευματικά και αληθινά.
Η προσευχή μπορεί να θεωρηθεί περισσότερο ως το «ενεργητικό μέρος» της επικοινωνίας με τον Πατέρα, ενώ ο διαλογισμός γίνεται σε αύξοντα βαθμό «παθητικός», καθώς προχωρεί στις διάφορες βαθμίδες της αυτοσυγκέντρωσης, της ενδοσκόπησης, της ε σωστροφής και της αποδοχής της χάρης. Στην πραγματικότητα πολλοί άνθρωποι ασκούνται στις δύο πρώτες βαθμίδες έστω και ασυνείδητα, ενώ λίγοι μόνο φτάνουν στις δύο τελευταίες βαθμίδες στα ενδότατα της ψυχής. Αλλά και στη φάση αυτή ακόμα δεν πρέπει να παύει η επαγρύπνηση και ο έλεγχος, ώστε να μην αναδυθούν από το υποσυνείδητο απωθημένα ή ατακτοποίητα στοιχεία που μπορεί να δώσουν μία παραπλανητική εικόνα. Ο κίνδυνος αυτός αποσοβείται ουσιαστικά μόνο καθαρά από χάρη, όταν ο «δύτης» δεν καταδύεται απλά στο υποσυνείδητο του, αλλά πραγματικά ο Κύριος τον επισκέπτεται στο κέντρο της καρδιάς του. Τούτο όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί με ασκήσεις ή τεχνικές διαλογισμού, καθώς τον καθοριστικό ρόλο παίζει η ένταση της αγάπης του διαλογιζόμενου. Ως εκ τούτου είναι ελάχιστοι αυτοί που μπορούν να πουν ότι είχαν μία φορά τέτοια πνευματικά βιώματα μετά από μία μύχια προσευχή ή διαλογισμό, οπότε τους χαρίστηκε ο τρίτος βαθμός όρασης.
Σαν συμπέρασμα, όλες αυτές οι πρακτικές διαλογισμού που αποσκοπούν σε μία τέτοια κατάδυση είναι ανεπαρκείς, από την άποψη ότι μπορεί μεν να επηρεάζουν την ψυχή, αλλά σίγουρα όχι το Άγιο Πνεύμα, που «πνέει όπου θέλει». Ιδιαίτερα μάλιστα το να προσπαθεί κάποιος να αποκτήσει «αστρικές εμπειρίες», όπως γίνεται στον υπερβατικό διαλογισμό, μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επιζήμιο, ενώ από την άλλη πλευρά δεν αποφέρει κανένα κέρδος για την πνευματοποίησή του. Είναι δυνατό απεναντίας να οδηγήσουν σε μία μόνιμη «μανία φυγής» της ψυχής και σε άρνηση ενεργής συμμετοχής στον κόσμο και στα καθήκοντα που απαιτεί. Έτσι, εάν τα βιώματα από το υποσυνείδητο είναι θετικά, πιθανόν η ψυχή να μη θέλει να επιστρέψει στα «εγκόσμια» ή στην αντίθετη περίπτωση που είναι αρνητικά, μπαίνει σε λειτουργία ένας μηχανισμός απώθησης για να «ξεχαστούν», με συνέπεια ψυχικές διαταραχές που χωρίς εξωτερική βοήθεια είναι μάλλον αδύνατο να τεθούν υπό έλεγχο. Δεν είναι λίγες οι φορές που γίνεται επιπρόσθετα κατάχρηση σε ψυχοτρόπες και ναρκωτικές ουσίες με σκοπό την επίτευξη -με οποιοδήποτε τίμημα- της περιλάλητης «διεύρυνσης της συνείδησης», με παρεπόμενο μία πλήρη αβουλία και αυτοκαταστροφικότητα.
Από τα παραπάνω συνάγεται λογικά το συμπέρασμα ότι η προσευχή θα πρέπει να έχει την προτεραιότητα απέναντι στο διαλογισμό και επιπλέον να προηγείται κάθε φορά που θέλει κανείς να διαλογιστεί, μαζί με την παράκληση στον Ιησού για φως και προστασία. Έτσι κι αλλιώς μόνο όταν ο διαλογισμός γίνεται χριστοκεντρικά υπάρχει προστασία γιατί διαφορετικά δεν υπάρχει κάποιος άλλος παράγοντας για να προφυλάξει το διαλογιζόμενο.
Αλλά ακόμη κι αν ο διαλογιζόμενος έχει τη σωστή τοποθέτηση και προπαρασκευή, δεν πρέπει να ξεχνά τον αυτοέλεγχο- γιατί σε τελευταία ανάλυση τα αποτελέσματα του διαλογισμού δεν εξαρτώνται από τη μέθοδο που ακολουθεί αλλά από το επίπεδο της ωριμότητάς του. Γι’ αυτό και οφείλει να μην υπερεκτιμά τις δυνατότητές του αλλά να μένει ταπεινός, ώστε να έχει προστασία.
Για τον ίδιο λόγο όταν διαλογίζεται με βάση μία συγκεκριμένη μέθοδο ή μέσα σε μία ομάδα ανθρώπων είναι βασικό να ελέγχει προηγουμένως καλά τόσο τη μέθοδο όσο και τους συνδιαλογιζόμενους. Εξυπακούεται δε ότι λόγω των κινδύνων που αναφέρθηκαν πιο πάνω πρέπει να αποφεύγονται οι ασκήσεις με τα τσάκρα ή οι ασκήσεις για εξωσωματικές εμπειρίες της ψυχής.
Συνοψίζοντας, όποιος αντλεί ειρήνη, δύναμη και αυτογνωσία από το διαλογισμό, μπορεί γι’ αυτόν να έχει θετική επίδραση το να τον ασκεί παράλληλα με την προσευχή, και να τον προωθεί στο δρόμο του. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει ο διαλογισμός να γίνεται σε βάρος των πρωταρχικών απαιτήσεων της ζωής, είτε είναι εγκόσμιες είτε πνευματικές, γιατί τότε θα αναγόταν σε έναν αυτοσκοπό που δεν θα εξυπηρετούσε άλλο από τον εγωισμό και τη φιλαυτία. Αλλά με αυτό θα είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς η ψυχή δεν βρίσκει έτσι την ελευθερία και την πνευματική πρόοδο, απεναντίας επέρχεται ένα τέλμα, αν όχι και οπισθοδρόμηση. γιατί λανθασμένες θεωρήσεις και πρακτικές μπορούν να ελκύσουν ακάθαρτα, χαμηλών κραδασμών πνεύματα που είχαν παλιότερα απωθηθεί με επιτυχία.
Ειδικά με το βαθύ διαλογισμό συντελείται ένα μεγάλο πνευματικό άνοιγμα και για να είναι αληθινά αυτά που βιώνει ο διαλογιζόμενος, πρέπει να είναι γερά θεμελιωμένος στην αλήθεια του Θεού, το δε κριτήριο γι’ αυτό δεν το ορίζουμε εμείς οι άνθρωποι, αλλά ο Θεός με το Λόγο του. Πρέπει να είναι κανείς περισσότερο από επιφυλακτικός με τον υπερβατικό διαλογισμό και τα αστρικά ταξίδια, δηλαδή ένα βαθύ διαλογισμό με ή χωρίς μάντραμ, όπου επιδιώκεται συνειδητά η έξοδος της ψυχής από το φυσικό σώμα μέσα από πρακτικές τρανς ή αποκρυφισμού, ναρκωτικές ουσίες κ.ά. με σκοπό την απόκτηση υπερφυσικών ικανοτήτων.
Γύρω από τον πραγματικά επικίνδυνο κόσμο των δαιμονικών όντων που απειλούν το διαλογιζόμενο έχουν καταθέσει τη μαρτυρία τους οι μεγάλοι γιόγκι, οι αληθινοί διδάσκαλοι αυτού του ινδικού εσωτερικού δρόμου, και όπως αναφέρουν, είναι πολλοί που σκοντάφτουν και χάνονται ανεπανόρθωτα στο δρόμο αυτό.
Συγκεκριμένα ο κίνδυνος που ελλοχεύει την ψυχή που ταξιδεύει έξω από το φυσικό της φορέα είναι να την εξαπατήσουν τα δαιμονικά πνεύματα καθώς της στήνουν ένα φανταστικό σκηνικό για να πρωταγωνιστήσει. Έτσι την κολακεύουν και την βαυκαλίζουν με δήθεν προηγούμενες ενσαρκώσεις, όπου ήταν π.χ. κόρη του Φαραώ στην Αρχαία Αίγυπτο και είχε μυηθεί σε βαθύτερες γνώσεις… Και με τον τρόπο αυτό εξαπατάται και γίνεται υποχείρια όχι μόνο η ψυχή αυτή, αλλά και πολλοί εύπιστοι που αποδέχονται μετά τη διδασκαλία της.
Επειδή οι καιροί που ζούμε είναι κατά ιδιαίτερο τρόπο το πεδίο μάχης των δυνάμεων του καλού και του κακού, η πλάνη μεταμφιέζεται συχνά με το μανδύα της φαινομενικής αλήθειας, αγάπης και θρησκευτικότητας και είναι πολλοί οι ανυποψίαστοι που πέφτουν στην παγίδα της. Γι’ αυτό ίσως είναι χρήσιμο να επαναλάβουμε άλλη μία φορά ότι η ενδόμυχη προσευχή μέσα από την καρδιά που γίνεται πνευματικά και αληθινά είναι υπεραρκετή για αυτόν που πιστεύει, αν και δεν πρέπει κανείς να φορτίζεται κάθε φορά με υψηλές προσδοκίες. Αρκεί απλά να μιλάει εγκάρδια σαν παιδί με τον πατέρα Ιησού Χριστό και είναι βέβαιο ότι θα αμειφθεί ουσιαστικά με ό,τι χρειάζεται για να είναι βέβαιη, ασφαλής και ειρηνική η ψυχή του. Ας ακούσουμε και πάλι τι έχει να πει η Μπέρτα Ντούντε:
«Σας το έχω υποσχεθεί ότι αρκεί να προσεύχεστε σωστά, με άλλα λόγια πνευματικά και αληθινά, για να ακούσω και να εισακούσω την προσευχή σας. Δεν πρέπει ωστόσο να περιμένετε ότι θα βιώσετε υπερφυσικές καταστάσεις, ότι παραδείγματος χάρη θα μπορείτε να ακούσετε τον ήχο της φωνής Μου. Αλλά κάθε σκέψη που αναδύεται μέσα σας μετά από μία βαθιά προσευχή είναι η απάντηση Μου και είναι βέβαιο ότι τότε θα έχετε καλές μόνο σκέψεις που δεν θα μπορούν να έχουν προέλθει από καμία άλλη πηγή εκτός από τη δική Μου».
Είναι γνωστό ότι όταν η προσευχή φθάσει σε ένα ορισμένο βαθμό, ο άνθρωπος δεν προσεύχεται πια μόνος του, αλλά αισθάνεται να προσεύχεται μαζί του μία μεγάλη δύναμη που καθοδηγεί τις σκέψεις του. Και όσο απλώνεται η αίσθηση της γαλήνης και αγαλλίασης, τόσο υποχωρεί η έλλογη προσευχή για να πάρει τη θέση της ένας ήρεμος διαλογισμός και ενατένιση.
Για να επανέλθουμε στο αρχικό θέμα του γιόγκα, θα πρέπει να παραδεχτούμε, ότι στα μάτια ενός αληθινού γιόγκι αυτό που εφαρμόζεται με το ίδιο όνομα στη Δύση είναι καταγέλαστο, γιατί είναι μόνο μία ακρωτηριασμένη μορφή του, καθότι το γιόγκα είναι στην ουσία θρησκεία.
Ο δυτικός άνθρωπος ξεχνά επίσης ότι στην Ινδία προσφέρονται πολλοί και διαφορετικοί δρόμοι για την ολοκλήρωση. Το Μπάκτι γιόγκα για παράδειγμα, είναι ο δρόμος της αγάπης και της αφοσίωσης στον Θεό. Υπάρχουν όμως επίσης άλλες μέθοδοι που επιδιώκουν να επιτύχουν με τη βία την πνευματική πρόοδο και δεν ενδιαφέρονται να συμπορευτούν με τη «θεία χάρη». Μέσω της πολύ αυστηρής ασκητικής πειθαρχίας ο ασκούμενος γίνεται φαινομενικά κύριος μιας τεράστιας θέλησης και με την καλλιέργεια των εσωτερικών ικανοτήτων πιθανόν να φθάσει επίσης στην απελευθέρωση και στην ένωση με το θείο. Στην πραγματικότητα όμως και εδώ λειτουργεί, έστω και «κρυφά» η θεία χάρη, γιατί δίχως αυτήν ο άνθρωπος δεν θα πετύχαινε απολύτως τίποτα. Η αγάπη του Θεού είναι τόσο απέραντη που αγκαλιάζει ακόμη κι εκείνον που τον αρνείται, αρκεί το γεγονός ότι αναζητεί να ελευθερωθεί από την υλική διάσταση. Το καλύτερο παράδειγμα για του λόγου το αληθές ίσως είναι ο δρόμος του Βούδα, ο οποίος δεν ανεγνώριζε μεν τον Θεό – παρά μόνο το νόμο – κι ωστόσο έφθασε στον ποθητό γι’ αυτόν στόχο.
Βέβαια είναι ενδιαφέρον να παρατηρηθεί ότι πολύ συχνά ο Βούδας συγκρίνεται με τον Ιησού Χριστό. Όμως για το σύγχρονο άνθρωπο η πιο οφθαλμοφανής διαφορά τους είναι η εξής: ο Βούδας δεν θέτει καν το ερώτημα της ύπαρξης ενός Θεού, αντίθετα βαδίζει την οδό της απελευθέρωσης χωρίς θεϊκή συνδρομή. Έτσι για το βουδισμό ο άνθρωπος στηρίζεται σε τελευταία ανάλυση μόνο στον εαυτό του για τη σωτηρία του, ενώ ο Ιησούς διδάσκει τη σωτηρία ως θείο δώρο και επαγγέλλεται τη βασιλεία του Θεού.
Το γεγονός είναι πάντως ότι για το μέσο Ευρωπαίο στις συνθήκες που ζει στην Ευρώπη οι ασιατικές ασκητικές μέθοδοι είναι ακατάλληλες, γιατί πολύ απλά δεν είναι εφαρμόσιμες στη ζωή της Δύσης. Γι’ αυτό όποιος θέλει να αγιάσει στην Ευρώπη μόνο με τη δική του θέληση θα διαπιστώσει σύντομα ότι αυτό είναι αδύνατο και εφόσον είναι ειλικρινής θα το παραδεχτεί.
Ένα πλατιά διαδεδομένο φαινόμενο της εποχής είναι επίσης οι αυτόκλητοι δάσκαλοι ή καθοδηγητές που αποκτούν οπαδούς μεταξύ των αδαών ή των ευκολόπιστων χρησιμοποιώντας έννοιες και όρους των ανατολικών θρησκειών που για τους ανθρώπους της Δύσης έχουν μία μυστικιστική χροιά. Για να περιβληθούν με την ανάλογη αύρα αυτοδιαφημίζονται ως «διδάσκαλοι της ζωής», ένας ισχυρισμός που σίγουρα είναι υπερβολικός, γιατί ο χαρακτηρισμός αυτός απαιτεί την πλήρη υπέρβαση του υλικού κόσμου και προϋποθέτει ότι ένας τέτοιος άνθρωπος έχει φτάσει τουλάχιστον στην αναγέννηση της ψυχής.
Αλλά αρκεί κανείς να παρατηρήσει προσεκτικά αυτούς τους υποτιθέμενους δασκάλους, για να διαπιστώσει αν πράγματι έχουν υπερβεί αυτόν τον κόσμο. Ορισμένες περιπτώσεις Ινδών γκουρού, που όταν βρέθηκαν στη Δύση υπέκυψαν στα δέλεαρ του υλικού κόσμου, είναι ένα εύγλωττο, στην ουσία τραγικό, παράδειγμα.
Εδώ θα αναρωτηθεί κανείς εύλογα, τι συμβαίνει με τους αυθεντικούς «διδασκάλους της ζωής», που βάδισαν πράγματι την ατραπό της αυθυπέρβασης ως το τέλος της, τους γιόγκι φερ’ ειπείν που κατέκτησαν πράγματι την αναγέννηση της ψυχής. Ας δούμε τι έχουν να μας πουν σχετικά οι εξηγήσεις στην Ντούντε:
«Είναι ένα επαναλαμβανόμενο ερώτημα το γιατί δεν φέρνω τη γνώση σχετικά με τον Ιησού και το απολυτρωτικό του έργο σε εκείνους που εργάζονται με κάθε σοβαρότητα και συνέπεια για την τελείωση τους, αλλά ανήκουν σε διαφορετικές πνευματικές κατευθύνσεις. Είναι άνθρωποι που δεν ασπάζονται μεν την πίστη στην αποστολή Του, όμως είναι αδιαμφισβήτητο ότι καταβάλλουν μία ειλικρινή προσπάθεια να τελειοποιηθούν στην παρούσα ζωή. Αναγνωρίζουν ότι υπάρχει υπεράνω ένα υπέρτατα σοφό, πανάγαθο και παντοδύναμο Ον και προσπαθούν να κερδίσουν την εύνοιά του με την αυταπάρνηση, τον ασκητισμό και την προσφορά αγάπης προς τους συνανθρώπους τους. Επιπλέον είναι πρόθυμοι να επωμιστούν τον πιο δύσκολο επίγειο βίο για χάρη της τελείωσης τους, αλλά ως επί το πλείστον απομονώνονται από τους άλλους ανθρώπους.
Οι άνθρωποι αυτοί γνωρίζουν επίσης για τον Ιησού, αν και καταρχάς μόνο για τον άνθρωπο Ιησού που αναγκάστηκε να αφήσει τη ζωή Του στο σταυρό και άρα το θέμα αυτό δεν τους είναι άγνωστο. Θα ήταν κανονικά καθήκον τους να ασχοληθούν με το πρόσωπο Του, ιδίως εφόσον θέλουν να αναγνωρίζονται ως διδάσκαλοι των συνανθρώπων τους, ανάμεσα στους οποίους προεξάρχονν λόγω της γνώσης τους.
Άλλωστε τους είναι γνωστή η ιστορία του ανθρώπου Ιησού και τι υπέστη από ανθρώπινη άποψη. Κάθε φορά δε που ενσαρκώνεται στη Γη μια φωτεινή οντότητα που δεν βαρύνεται από την πρώτη πτώση, αλλά κατέρχεται στη Γη για τους σκοπούς μίας αποστολής, γνωρίζει επίσης την αλήθεια για τον Ιησού Χριστό.
Αυτό το θέμα θα έπρεπε να τους απασχολήσει επίσης τους ανθρώπους αυτούς που αγωνίζονται για την αυτολύτρωσή τους. και στο θέμα αυτό Εγώ θα τους προσφέρω πάντα τη βοήθειά Μου, δεδομένου ότι Με αναγνωρίζουν και άρα έχουν αποβάλλει κάθε αντίσταση απέναντι Μου. Τη λύτρωση όμως από το πρωταρχικό αμάρτημα πρέπει να την ζητήσουν από τον Ιησού Χριστό, για να μπορεί να τους δοθεί. Είναι σίγουρο ότι όποιος θέλει ειλικρινά να Με βρει δεν θα δυσκολευτεί να φτάσει στη συνειδητοποίηση του ποιος είναι ο Ιησούς, διότι η μοναδική Μου επιδίωξη είναι να προσφέρω την πιο καθαρή αλήθεια στους ανθρώπους.
Με τα προηγούμενα εννοώ εκείνους που θεωρούνται σοφοί και αποτελούν υπόδειγμα για τους υπόλοιπους ανθρώπους, που μπορούν από μόνοι τους να περνούν σε μία κατάσταση ενόρασης και έχουν την ικανότητα να εξέρχονται από το σώμα τους. Αυτοί λοιπόν θα μπορούσαν κάλλιστα να αναγνωρίσουν επίσης ποια ήταν η αποστολή του ανθρώπου Ιησού, φθάνει να το ήθελαν, καθώς Εγώ τους βοηθώ πάντοτε να αναγνωρίσουν την αλήθεια. Αλλά οι ίδιοι μένουν κλειστοί μπροστά σε αυτήν ακριβώς την αλήθεια, παρά την επιθυμία τους να φτάσουν τον εαυτό τους στη μέγιστη τελειοποίηση. Για το λόγο αυτό άλλωστε θα είναι μικρή η απήχηση του χριστιανισμού στο χώρο αυτό και κατά συνέπεια ούτε θα αναγνωρίζεται η ενανθρώπισή Μου μέσα στον Ιησού.
Παντού στον κόσμο υπάρχουν ενσαρκωμένες φωτεινές οντότητες, ιδίως την τελευταία εποχή πριν το τέλος και το Πνεύμα Μου μπορεί να τους αποκαλύψει ποια σημασία έχει το λυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού. Γιατί η αποστολή τους είναι να φέρουν το Ευαγγέλιο στους ανθρώπους και να τους διδάσκουν τη δύναμη που έχει η αγάπη, η αληθινή μίμηση του Ιησού, που έπρεπε να περάσει από την αγάπη και τον πόνο προκειμένου να ολοκληρώσει το απολυτρωτικό Του έργο. Με κριτήριο την αγάπη τους θα αξιολογηθούν οι άνθρωποι, εκείνοι δε που ζουν με αγάπη θα καταφέρουν εύκολα να αναγνωρίσουν την αλήθεια. Έτσι θα Με αναγνωρίσουν μέσα στον Ιησού, όταν αφήσουν το πεδίο της Γης και βρεθούν στο υπερκόσμιο βασίλειο και τότε θα Με παρακαλούν για λύτρωση από την πρωταρχική ενοχή…»
«Φαίνεται ακατανόητο ότι μπορεί μία φωτεινή οντότητα που ενσαρκώνεται στη Γη να μην εκπληρώσει την αποστολή για την οποία κατήλθε στον υλικό κόσμο. Κάθε ον όμως έχει τη δική του ελευθερία βούλησης, στην οποία δεν ασκώ ποτέ βία και ως εκ τούτου μία τέτοια φωτεινή οντότητα έχει τη δυνατότητα να ασχοληθεί με τις διδασκαλίες της συγκεκριμένης θρησκείας με την οποία μεγάλωσε και αυτές βρίσκονται σε μεγάλη αντίθεση με την αλήθεια. Βέβαια όταν κατορθώσει ένας τέτοιος άνθρωπος να βρεθεί σε μία κατάσταση φώτισης, του προσφέρεται η αλήθεια, αλλά δεν πιέζεται με κανένα τρόπο να ασπαστεί αυτά που αντιλαμβάνεται τότε.
Μία φωτεινή οντότητα που έρχεται ως άνθρωπος στη Γη πρέπει να παλέψει επίσης ως άνθρωπος με τις υφιστάμενες εσφαλμένες διδασκαλίες, τις οποίες μπορεί κάλλιστα να αναγνωρίσει. όμως εάν δεν θέλει να το κάνει, η ελευθερία της βούλησης του πρέπει να είναι σεβαστή.
Οι άνθρωποι αυτοί κατέχουν μία υψηλή γνώση και γνωρίζουν επίσης για διάφορα μυστικά της δημιουργίας. Επειδή όμως νομίζουν ότι απέκτησαν από μόνοι τους τις γνώσεις τους, είναι της γνώμης ότι έχουν το δικαίωμα να απαιτούν μία αδιαμφισβήτητη αναγνώριση εκ μέρους όσων θέλουν να διδαχτούν από αυτούς.
Καθώς λοιπόν αντιπροσωπεύουν μία τελείως διαφορετική πνευματική κατεύθυνση, η οποία αρνείται την πίστη στον Ιησού Χριστό, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο ότι κι αυτές ακόμη οι φωτεινές οντότητες αποτυγχάνουν σε αυτό το ένα σημαντικό σημείο. Έτσι μπορούν να μυήσουν μεν τους μαθητές τους σε όλα όσα γνωρίζουν οι ίδιοι, όμως δεν εκπληρούν την αποστολή τους που είναι να διδάξουν το λυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού. Υπάρχουν ωστόσο λίγες εξαιρέσεις που αποδεσμεύτηκαν από το πλαίσιο της πνευματικής κατεύθυνσης που πρεσβεύουν και πλέον έχουν τη χάρη να είναι πεπεισμένοι για τη θεϊκότητα του Ιησού, γιατί τη βιώνουν εσωτερικά.
Η πιο συνηθισμένη περίπτωση όμως είναι ότι η πορεία στη Γη δεν αποφέρει την πλήρη τελείωση σε αυτές τις φωτεινές οντότητες (σ.τ.μ. που δεν αναγνωρίζουν την αποστολή τους) · πάντως ούτε και είναι δυνατό να πέσουν πιο χαμηλά, αντίθετα μάλιστα δεν παύουν να προσφέρονται να επαναλάβουν άλλη μία φορά το γήινο δρόμο. Επιπλέον, τα φωτεινά όντα που ενσαρκώνονται στη Γη δεν έχουν ανάμνηση της προηγούμενης υπόστασής τους. Έτσι πιστεύουν είτε ότι βρίσκονται για πρώτη φορά στη Γη ή ένεκα της θρησκείας τους υποθέτουν ότι έχουν ενσαρκωθεί επανειλημμένα, πράγμα που στη δική τους περίπτωση μπορεί και να είναι σωστό. όμως απορρίπτουν επίμονα την ιδέα της λύτρωσης από τον Ιησού, γιατί πιστεύουν στην αυτολύτρωση χάρη στη δική τους θέληση και με τη δική τους δύναμη.
Και η πεποίθηση αυτή τους καθιστά ανίκανους να εργαστούν για τον Ιησού Χριστό και να διδάξουν την ενανθρώπισή Μου σε Αυτόν. Επειδή λοιπόν η θέλησή τους είναι ελεύθερη, μπορούν να διδάσκουν ελεύθερα τη διδασκαλία αυτή που καθοδηγεί τον άνθρωπο να αγωνίζεται από μόνος του, να υπερβαίνει επίσης το εγώ του και να παλεύει με τον εαυτό του, πράγμα που μπορεί να είναι πολύ ωφέλιμο, όμως αφήνει άγγιχτο το πιο σημαντικό από όλα, το θέμα της λύτρωσης μέσω του Ιησού Χριστού…
Υπάρχει όμως ο κίνδυνος άλλοι άνθρωποι που γνωρίζουν τον Ιησού Χριστό να ενστερνίζονται τις θεωρήσεις αυτών των δασκάλων, οπότε θυσιάζουν δηλαδή τη δική τους πεποίθηση για χάρη των σοφών από άλλες χώρες. Έτσι διατρέχουν τον κίνδυνο να αποποιηθούν αυτό που είχαν ήδη στην κατοχή τους και επίσης να δεχτούν να τους διδάξουν «αόρατοι δάσκαλοι», «καθοδηγητές από το υπερπέραν», οι οποίοι έχουν περάσει στον άλλο κόσμο μέσα σε αυτή την άγνοια. Γιατί η βούλησή τους παραμένει ανεπηρέαστη και στον άλλο κόσμο όσο αντιστέκονται εσωτερικά στην ιδέα ότι ο Ιησούς κατείχε μία ξεχωριστή θέση, ότι δηλαδή μέσα Του έκρυβε Εμένα τον Ίδιο. Τούτο όμως συμβαίνει πολύ σπάνια, δεδομένου ότι οι φωτεινές οντότητες δεν αργούν (σ.τ.μ. όταν επιστρέψουν στον άλλο κόσμο) να αναγνωρίσουν την αλήθεια.
Όποιος όμως ισχυρίζεται ότι είναι ένας «αναληφθείς διδάσκαλος», χρησιμοποιεί απλά αυτό το όνομα για να σας παραπλανήσει, γιατί από τη δική Μου την πλευρά θα διδάσκεστε μόνο μέσω του πνεύματος, το οποίο σας μεταδίδει την απόλυτη αλήθεια. Οι οντότητες που σας διδάσκουν κατ’ εντολή Μου δεν είναι εντεταλμένες από Μένα να σας φανερώνουν το όνομά τους. Επιπλέον, οι «αναληφθέντες διδάσκαλοι» μεταδίδουν τη γνώση τους σε έναν άνθρωπο μόνο όταν είναι σε μία κατάσταση όπου δεν έχει τον έλεγχο της βούλησης του, όπου λειτουργεί δηλαδή ως διάμεσο. Αλλά στην κατάσταση της αβουλίας δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι κυριαρχείται από καλές δυνάμεις…
Συνεχώς σας επισημαίνω ότι μόνο το Πνεύμα που εκπορεύεται από Μένα σας διδάσκει σωστά· και αυτό δεν σας αφήνει να χάσετε το δρόμο σας, το δε γνώρισμά του είναι το λυτρωτικό έργο του Ιησού και η ενανθρώπιση Μου μέσα σε Αυτόν. Επομένως αυτό είναι το μόνο που σας εγγυάται την αλήθεια…
Γι’ αυτό σας προειδοποιώ για τους κινδύνους που διατρέχετε αν ασπασθείτε γνώσεις από εκείνους που σίγουρα διαθέτουν υψηλότατη εγκεφαλική αντίληψη και μπορούν επίσης να σας διαφωτίσουν για μυστήρια της δημιουργίας, όμως δεν γνωρίζουν για τον Ιησού και το λυτρωτικό Του έργο. Τότε εσείς που ενώ κατείχατε τη γνώση την απαρνηθήκατε κάτω από την επιρροή τους, πηγαίνετε πάλι πολύ πίσω. Οι δάσκαλοι αυτοί είναι πολύ στενά δεμένοι με τη θρησκεία τους, επιπλέον δε η βούληση τους είναι ελεύθερη κι έτσι ούτε σε αυτούς ασκώ πίεση, παρ’ όλο που κατέβηκαν στη Γη με μία αποστολή: να διαδώσουν την αλήθεια… Μα μόλις φύγουν από τη Γη στην πλειοψηφία τους αναγνωρίζουν την αλήθεια και μπορούν τότε να διδάξουν την ανόθευτη αλήθεια και από τον ουρανό».
Πνευματική καθοδήγηση και δάσκαλοι
Πριν κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό αξίζει να σταθούμε σε ένα φαινόμενο που είναι κοινό σε όλες τις θρησκείες και τις παραθρησκείες, αυτό της πνευματικής καθοδήγησης. Εδώ θέλουμε να αναφέρουμε τόσο την αναγκαιότητα πνευματικής καθοδήγησης όσο και τις αρνητικές πλευρές της. Γενικά, κάθε μορφής καθοδήγηση ή ηγεσία κρίνεται με κριτήριο το αν οδηγεί ή όχι τον άνθρωπο σε μεγαλύτερη ελευθερία, ωριμότητα και αυτογνωσία, δηλαδή αναγνώριση της ταυτότητάς του (φυσικά όχι με την έννοια της εγωιστικής «αυτοπραγμάτωσης» που διαφημίζουν διάφορες ψυχοθεραπείες και πολλές νεοεποχιακές θεωρίες).
Από τη χριστιανική σκοπιά που μας ενδιαφέρει εδώ το κύριο κριτήριο είναι το εάν πραγματικά ο άνθρωπος καθοδηγείται να βρει τον προσωπικό του δρόμο, για τον οποίο έχει έρθει στη Γη. Το δεύτερο κριτήριο είναι το εάν ο καθοδηγητής (ή ο «δάσκαλος») πραγματικά οδηγεί στον Χριστό, εάν βοηθά στα δύσκολα σημεία του δρόμου ή παρεμβάλλει τον εαυτό του και έτσι παραγκωνίζει τον Χριστό, «αλλά ένας είναι ο δάσκαλος σας, ο Χριστός» (Κατά Ματθαίο 23,8). Έτσι μπορεί για παράδειγμα, εάν ο οδηγός έχει άγνοια ή είναι κακόβουλος, να κάνει κακό στους οδοιπόρους, να τους οδηγήσει σε μόνιμη εξάρτηση από το άτομό του ή να τους προκαλέσει ψυχικές βλάβες.
Το ίδιο βέβαια ισχύει επίσης για μία ομάδα, που λόγω της ιδεολογίας της ή της αυτοεκτίμησής της, δηλαδή της θεώρησης που έχει για τον εαυτό της, εκμεταλλεύεται τα μέλη της. Τούτο μπορεί να γίνεται από άγνοια ή από απειρία στην καλύτερη περίπτωση, αλλά και εσκεμμένα, προκειμένου να τα κάνει χρησιμοποιώντας ορισμένες ψυχαναγκαστικές μεθόδους, υποχείρια στους σκοπούς της ή στην ηγεσία της. Τότε όσο περισσότερο οι ηγέτες επεμβαίνουν στον ψυχισμό των οπαδών, τόσο πιο εύκολα γίνεται η χειραγώγησή τους. Σε αυτό συντείνουν οι κάθε είδους ψυχολογικές προβολές των οπαδών και τα άλυτα ψυχικά τους προβλήματα που παίζουν ένα μεγάλο -συνήθως ασύνειδο- ρόλο και έτσι μπορούν να λειτουργήσουν ως μοχλοί για την άσκηση ψυχολογικής πίεσης στη σχέση δασκάλου-μαθητή.
Βασικά, όπου έχουμε να κάνουμε με οποιαδήποτε μορφή ηγεσίας θα πρέπει να εξετάζονται τα άδηλα ψυχολογικά κίνητρα που υποκινούν τις ανθρώπινες ενέργειες. Αυτά είναι κατά κύριο λόγο η αναζήτηση αγάπης και αναγνώρισης από το περιβάλλον, η σεξουαλικότητα, η τάση του ανθρώπου να υπηρετήσει τα ιδανικά του, η αναζήτηση του Απόλυτου, αλλά και παράγοντες που προκαλούν άγχη ή φόβο, η ροπή σε σχέσεις εξάρτησης ή υποταγής, ή η αποφυγή ανάληψης προσωπικής ευθύνης. όλα αυτά μπορούν να οδηγήσουν στην υποτέλεια και την εκμετάλλευση. Αυτό βέβαια ισχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό όταν η κυρίαρχη ιδεολογία της οργάνωσης της ομάδας προπαγανδίζει ή και απαιτεί την υποταγή.
Σε γενικές γραμμές όποιος επιλέγει να πορευτεί με έναν πνευματικό οδηγό ή με μία οργάνωση συνήθως προσχωρεί σε μία κοινότητα από ομοϊδεάτες. Σε πολλές περιπτώσεις αλλάζει ριζικά τη μέχρι τότε ζωή του, τις συναναστροφές, τις ασχολίες του κ.λπ. με αποτέλεσμα συχνά να βρίσκεται εξαρτημένος επίσης κοινωνικά και οικονομικά από την οργάνωση ή τον αρχηγό, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη εκμετάλλευση. Ευνόητα, στο πλαίσιο αυτό και σε πλήρη αντίθεση με το λόγο του Ιησού «ένας είναι ο δάσκαλος σας», καθοδηγητές, δάσκαλοι και γκουρού περιβάλλονται αυθαίρετα με θεϊκές ή σχεδόν θεϊκές εξουσίες.
Ιδίως εκεί όπου ιδεολογικά στοιχεία ταυτίζονται με τα πρόσωπα των ηγετών, η αφοσίωση στα ιδανικά και η αφοσίωση στον πνευματικό αρχηγό καταλήγουν σε ένα επικίνδυνο μείγμα. Η πνευματική καθοδήγηση είναι όμως θεμιτή μόνο όταν οδηγεί τον άνθρωπο στον εαυτό του, στο συνάνθρωπο του και στον Θεό. ‘Οταν οι σκοποί της είναι άλλοι -ασυνείδητα ή εσκεμμένα- οδηγεί σε ανεπίτρεπτους δρόμους.
Ένα ιδιαίτερο φαινόμενο είναι αυτό που προκύπτει όταν άνθρωποι της Δύσης ασπάζονται θρησκευτικά πιστεύω που, από πολιτισμική άποψη τους είναι τελείως ξένα. Στην Ευρώπη για παράδειγμα, ένα μέρος της κουλτούρας είναι η δημοκρατική παιδεία και μία κριτική στάση απέναντι στην εξουσία! Όταν λοιπόν μεταφυτεύονται θρησκευτικοί καθοδηγητές που προέρχονται από πολιτισμούς που τους χαρακτηρίζουν εξουσιαστικές, ιεραρχικές και πατριαρχικές δομές, συμβαίνει συχνά οι Ευρωπαίοι, που δεν είναι εξοικειωμένοι με τέτοιες μορφές, να υποκύπτουν εύκολα στην αυθεντία του δασκάλου. Το παρατηρημένο αυτό φαινόμενο έχει αναμφισβήτητα και μία βαθύτερη «μυστικιστική» αιτία.
Η βασική λειτουργία των δασκάλων της Ανατολής είναι να καθοδηγούν στο διαλογισμό και να διδάσκουν τεχνικές μεταβολής της συνείδησης. Αυτό τους προσδίδει ιδιαίτερη εξουσία πάνω στους μαθητές τους κι έτσι το ενδεχόμενο εκμετάλλευσης ή χειραγώγησης των μαθητών είναι πολύ μεγάλο.
Επιπλέον, είναι αρκετά μεγάλες και οι πιθανότητες να πέσει ο μαθητής σε ένα δάσκαλο αμφίβολης ποιότητας. Οι ίδιοι οι εκπρόσωποι των ανατολικών διδασκαλιών υποδεικνύουν ότι ο γκουρού παρουσιάζεται όταν ο μαθητής είναι έτοιμος και ώριμος γι’ αυτόν. Ο καθένας βρίσκει «τον γκουρού που του αξίζει και που ανταποκρίνεται στην καρμική του προδιάθεση».
Σύμφωνα με τα αναγνωρισμένα κριτήρια των ασιατικών παραδόσεων, ο «αυθεντικός» γκουρού δεν επιτρέπεται να ενδιαφέρεται για χρήματα ούτε να αναζητεί ο ίδιος να προσηλυτίσει οπαδούς. Ο διψασμένος πηγαίνει στην πηγή, όχι αντίστροφα. Όμως ο πλούτος και η ανυπομονησία της Δύσης έχουν υποσκάψει αυτές τις βασικές αρχές.
Από την άλλη πλευρά είναι παρατηρημένο ότι ενώ η έλξη που ασκούν αρκετοί γκουρού ξεπερνά τα όρια του ινδουισμού, οι ίδιες οι διδασκαλίες τους δεν είναι θρησκευτικά ουδέτερες ούτε στήνουν γέφυρες μεταξύ των θρησκειών, αλλά πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη ότι οι διδασκαλίες τους είναι κατά βάση ινδουιστικές.
Δεν έχουμε τη δυνατότητα εδώ να εμβαθύνουμε στους διάφορους τύπους γκουρού- για την έρευνά μας έχει ενδιαφέρον ωστόσο να αναφερθούμε ειδικά σε δύο από αυτούς και ο αναγνώστης θα μπορεί να βγάλει μόνος του τα συμπεράσματά του για την αυτοεκτίμησή τους και το περιεχόμενο των διδασκαλιών τους.
Μία ιδιαίτερη σημασία για τη σωτηρία της ανθρωπότητας αποδίδεται στον ινδουισμό στον γκουρού Αβατάρα. Αβατάρα σημαίνει «κάθοδος» και εννοεί την επίγεια εμφάνιση ενός θεού με σκοπό να επαναφέρει τη διαταραγμένη κοσμική τάξη. Ο Sathya Sai Baba θεωρείται επιπλέον ως «ολικός Αβατάρα» κατά το πρότυπο του Κρίσνα και ισχυρίζεται ότι στο πρόσωπο του ενώνονται όλες οι θρησκείες και ενσαρκώνονται όλοι οι ιδρυτές θρησκειών. Στην πραγματικότητα αυτός ο ιδιότυπος σωτήρας-γκουρού παραγκωνίζει όλους τους ιδρυτές θρησκειών, τους υποβιβάζει σε παρωχημένες μορφές του παρελθόντος και ανάγει τον εαυτό του σε αντικείμενο προσωπολατρίας και σε ιδρυτή μιας νέας θρησκείας, του σαϊσμού.
Μία άλλη χαρακτηριστική επίσης περίπτωση είναι ο Rajneesh Chandra Mohan «Bhagwan» (ο «μεγαλειώδης», ο «θεϊκός») ή «Osho» (αρχικά τίτλος τιμής για τους Μποντιντάρμα) που επίσης ισχυριζόταν ότι επιτελούσε μία αποστολή σωτηρίας ως συνεχιστής του Βούδα και του Ιησού. Ο Rajneesh εκπροσωπούσε κυρίως την ταντρική μέθοδο με την οποία επιδιώκεται η αφύπνιση ζωτικών δυνάμεων μέσω της εκδίπλωσης της κουνταλίνι, με το διαλογισμό των τσάκρα και με shaktipat (μεταβίβαση ενέργειας από τον γκουρού προς το μαθητή με την επαφή, το βλέμμα κ.λπ.) με σκοπό την απόκτηση «εμπειριών φωτισμού». Ο ταντρικός τύπος δασκάλου καλλιεργεί μία στενή, συχνά συμβιωτική σχέση με τους μαθητές του, ώστε είναι εύκολο να αναπτυχθεί παράλληλα η σεξουαλική σχέση μεταξύ τους. Στη Δύση οι αρχές του τάντρα βρίσκουν εφαρμογή κατά κύριο λόγο στο χώρο των ψυχοσωματικών ενεργειακών θεραπειών και στη διαπροσωπική ψυχολογία.
Στο σημείο αυτό θα κάνουμε μία μικρή παρένθεση για να αναφερθούμε στη διαπροσωπική ψυχοθεραπεία επειδή μπορεί να θεωρηθεί ως το πιστεύω του New Age και μια βασική πηγή έμπνευσης για το χώρο αυτό.
Η θεωρία στην οποία στηρίζεται είναι ότι ο άνθρωπος μπορεί να βρει την πλήρη πραγμάτωσή του μόνο μέσα από εμπειρίες που υπερβαίνουν την προσωπική του σφαίρα, μέσα από τη βίωση της ενότητας με τη Φύση, με τον Θεό, με τον κόσμο και μέσω της εξάλειψης των ατομικών περιορισμών. Ως πιο σημαντικός εκπρόσωπος θεωρείται ο Τσαρλς Ταρτ. Στο πρώτο τεύχος του Journal of Transpersonal Psychology (άνοιξη 1968) οι σκοποί της περιγράφονται ως εξής: «Η εμπειρική επιστημονική μελέτη των εκδιπλούμενων ατομικών και ειδικών ανθρώπινων μετααναγκών των βασικών αξιών, της συμπαντικής συνείδησης, των κορυφαίων βιωμάτων («peak-experiences»), των αξιών Β (ένας όρος του Μάσλοου για τις αξίες της ζωής), της έκστασης, του μυστικιστικού βιώματος, του θείου, της ύπαρξης, της αυτοπραγμάτωσης, της ουσίας, της ευδαιμονίας, του θαύματος, του υπέρτατου νοήματος, της υπέρβασης του εγώ, της πνευματικότητας, της ενότητας, της κοσμικής συνειδητότητας της συνεργίας ως συνδυασμένης άρα ενισχυμένης δράσης, της εντονότερης διανθρώπινης συνάντησης, της ιεροποίησης της καθημερινότητας, των υπερβατικών φαινομένων, του χιούμορ ως παιχνιδιού χαρακτηριστικού του κόσμου, της ακρότατης αίσθησης των αισθήσεων…»
Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό αξίζει να παρουσιαστεί μία άλλη μετάδοση από τις 29.8.1950 στην Μπέρτα Ντούντε για το ψυχολογικό – πνευματικό υπόβαθρο και τις σχέσεις που συνδέουν μαθητές και δασκάλους: «Οι άνθρωποι άγονται και φέρονται χωρίς να προβάλλουν την παραμικρή αντίσταση. Ήρθαν στον κόσμο ως όντα ικανά να ζουν και να σκέφτονται και την ικανότητα αυτή οφείλουν να την χρησιμοποιήσουν για να εξελιχθούν προς ανώτερες βαθμίδες. Έχουν τη δυνατότητα να θέλουν και να ενεργούν ελεύθερα και επίσης έχουν χρέος να εκμεταλλευτούν τα χαρίσματα που τους έχουν δοθεί. Ως επί το πλείστον όμως δέχονται να τους κάνουν ό,τι θέλουν ξένες δυνάμεις έξω από τον εαυτό τους. Οτιδήποτε κι αν τους κάνουν οι άλλοι το δέχονται χωρίς αντίσταση, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πάντοτε κάποιοι λίγοι μόνο, οι οποίοι θέλουν και ενεργούν και επιβάλλουν τη δική τους θέληση στους συνανθρώπους τους. Και αυτοί οι λίγοι δεν είναι πάντοτε καλοί, πράγμα που σημαίνει ότι δεν κατευθύνουν πάντοτε τους συνανθρώπους τους προς το καλό. Απεναντίας μάλιστα, ακριβώς αυτοί που έχουν ισχυρή θέληση είναι εκείνοι που πνευματικά έχουν ακόμη αντίσταση απέναντι Μου. Συνεπώς επιβάλλουν τη θέληση τους στους συνανθρώπους τους κι αυτοί, παρ’ όλο που είναι σε βάρος τους, δεν προβάλουν καμία άμυνα.
Έτσι λοιπόν εξηγείται το πώς ασπάζονται πολλές λανθασμένες διδασκαλίες, ενώ θα μπορούσαν κάλλιστα να τις είχαν αναγνωρίσει, εάν είχαν θέσει ελάχιστα σε λειτουργία τη βούληση και τη νοημοσύνη τους. Το ότι δέχονται παθητικά να τους καθορίζουν οι άλλοι την πορεία τους, σημαίνει ότι δεν προβάλλουν αντίσταση απέναντι στις διδασκαλίες που προωθούν άτομα με ισχυρή θέληση και ενεργητικότητα. Συνακόλουθα, τέτοιοι παθητικοί συνοδοιπόροι πολύ λίγο κάνουν χρήση της βούλησής τους με συνέπεια να βλάπτουν τον εαυτό τους, δηλαδή την ψυχή τους.
Αλλά Εγώ ανέθεσα στο κάθε άτομο χωριστά το καθήκον να αποφασίσει ελεύθερα με ποια πλευρά θα συνταχθεί στη διάρκεια της γήινης ζωής του και η απόφαση αυτή απαιτεί απαρέγκλιτα δραστηριοποίηση της προσωπικής του βούλησης και νοημοσύνης. Θα έρθει η ώρα που δεν θα μπορείτε να δικαιολογηθείτε ότι απλά ακολουθήσατε τις κατευθύνσεις που σας έδωσαν οι άλλοι, επειδή σας είπαν ότι αυτές είναι σημαντικές για τη σωτηρία και την τελείωση της ψυχής σας. Τότε δεν θα μπορείτε να επιρρίψετε την ευθύνη σε εκείνους που σας δίδαξαν λάθος ούτε καν στην περίπτωση που οι δάσκαλοι που σας δόθηκαν, σας μετέδωσαν μεταξύ άλλων και την καθαρή αλήθεια. Διότι ακόμη και απέναντι στην αλήθεια πρέπει να τοποθετηθείτε μετά από ώριμη σκέψη, διαφορετικά δεν μπορείτε να την αναγνωρίσετε ως αλήθεια.
Αυτό που διακυβεύεται είναι η ανοδική εξέλιξη κάθε ψυχής χωριστά, που ναι μεν χρειάζεται καθοδηγητές για να φτάσει στην κορυφή, όμως δεν της επιτρέπεται να ακολουθεί τον καθένα που της προτείνει να την οδηγήσει. Πρέπει να καταλάβετε το ότι υπάρχουν πολλοί δρόμοι κι εσείς πρέπει να διαλέξετε ανάμεσά τους το σωστό. Επομένως έχετε χρέος να προσέχετε από μόνοι σας πού οδηγεί ο δρόμος και να μην ακολουθείτε τυφλά έναν οδηγό που αν δεν είναι καλός ο ίδιος μπορεί και να πάρει επίσης λάθος κατεύθυνση.
Εγώ δεν ζητώ το λόγο μόνο από αυτούς τους καθοδηγητές αλλά κι από σας τους ίδιους, μια και διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να σας δοθεί η ανταμοιβή ή ενδεχομένως η τιμωρία για τη σωστή ή τη λανθασμένη πορεία στη γήινη ζωή σας, παρά θα περνούσε αποκλειστικά στο λογαριασμό του καθοδηγητή σας. Πώς μπορείτε λοιπόν να προβάλετε σαν δικαιολογία ότι οφείλετε υπακοή στους δασκάλους; Τη δική Μου μόνο βούληση οφείλετε να εκπληρώνετε κι αυτήν πρέπει να την ανακαλύψετε από μόνοι σας. Κι αυτό μπορεί βέβαια να γίνει με μία εξωτερική διδασκαλία, όμως εάν δεν λάβετε προσωπικά θέση απέναντι σε αυτήν μετά από σκέψη, δεν μπορεί να αφυπνιστεί και να δραστηριοποιηθεί η δική σας βούληση.
Ένας καλός καθοδηγητής σας παρακινεί πάντα να στοχαστείτε μόνοι σας και γι’ αυτό μπορείτε και να τον ακολουθήσετε… Ένας κακός καθοδηγητής όμως απαιτεί τυφλή πίστη στο πρόσωπο του και στις διδασκαλίες του. Αλλά την τυφλή πίστη Εγώ την καταδικάζω γιατί δεν πρόκειται να σας οδηγήσει στη ζωή. Η τυφλή πίστη μαρτυρεί πνευματική οκνηρία, αδρανή βούληση και έλλειψη αισθήματος ευθύνης. Μια τυφλή πίστη νεκρώνει αντί να ζωντανεύει και δεν πρόκειται ποτέ να οδηγήσει στην αιώνια μακαριότητα.
Άλλωστε εσάς δεν σας δημιούργησα διαφορετικούς από τους δασκάλους σας· σας έδωσα μία καρδιά ικανή να αγαπάει, εάν το θέλετε, και συνεπώς ο κάθε άνθρωπος μπορεί να φτάσει στη γνώση, εάν το επιδιώκει. Εάν έχει ασθενική θέληση ωστόσο, τότε ο καθοδηγητής έχει χρέος να τον βοηθήσει να κάνει σωστή χρήση της βούλησης του. πρέπει βέβαια να τον στηρίξει με τη διδασκαλία του, όμως οφείλει παράλληλα να απαιτήσει από το μαθητευόμενο να σκεφτεί και ο ίδιος, διαφορετικά όλες οι διδασκαλίες είναι άχρηστες. Γιατί κάθε άνθρωπος πρέπει την απόφασή του να την πάρει από μόνος του και για την απόφαση αυτή κάποτε θα λογοδοτήσει».
*Σ.τ.μ.: Αναλυτικότερα για τις νεότερες μορφές πνευματικής του αναζήτησης βλ.: «ΕΣΩΤΕΡΙΣΜΟΣ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ, ΚΑΙ ΝΕΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ».
Ο Τεκτονισμός
Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για τον τεκτονισμό, γιατί έχει πολλούς φίλους αλλά και πολλούς εχθρούς. Καταρχάς, εν είδει ορισμού μπορεί να πει κανείς ότι είναι ένας εσωτερικός σύνδεσμος, όπου γίνονται δεκτοί μόνο άντρες (και καμιά φορά γυναίκες) που είναι πρόθυμοι να υποβληθούν σε μία ηθική-πνευματική επεξεργασία του εαυτού τους προκειμένου να γίνουν οι «οικοδομικοί λίθοι» για την έγερση του «ναού» της ουράνιας Ιερουσαλήμ επί γης. Με άλλα λόγια ο σκοπός του είναι ο εξευγενισμός της ανθρώπινης φύσης, ή στη γλώσσα των τεκτόνων, «να κάνουν μία ακατέργαστη ή απελέκητη πέτρα να γίνει κατεργασμένη». Ο σκοπός αυτός ισχύει θεωρητικά για όλες τις τεκτονικές στοές και συνδέσμους αν και ακολουθούνται διαφορετικά συστήματα. Κάθε υποψήφιο μέλος μυείται σε ένα σύστημα συμβόλων και διδασκαλιών που αποβλέπουν στο να το βοηθήσουν στην εσωτερική του τελειοποίηση. Εννοείται ότι οι μυήσεις είναι μυστικές και γενικά η ενασχόληση με τον εσωτερισμό θεωρείται ως ένα από τα μέσα για την αυτογνωσία.
Ο τεκτονισμός έχει κατηγορηθεί πολλές φορές ότι με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκε σε ένα θεσμό που υπόσχεται μόνο κοινωνικά και οικονομικά πλεονεκτήματα στα μέλη του, μία κατηγορία που σίγουρα αληθεύει σε μεγάλο βαθμό, χωρίς όμως να εκλείπουν και εκείνοι που πραγματικά ακολουθούν τα θρησκευτικά και ανθρωπιστικά ιδανικά του.
Γι’ αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι ο τεκτονισμός δεν είναι βέβαια θρησκεία, αλλά ούτε και αντιτίθεται στη θρησκεία, ούτε διάκειται απαραίτητα εχθρικά απέναντι στις εκκλησίες, παρ’ όλο που πάντοτε συμπεριλάμβανε και αντιεκκλησιαστικά πνεύματα στους κόλπους του. Το γεγονός είναι ότι, όπως κατηγορείται, ο τεκτονισμός έχει επιλέξει από το τρίπτυχο «Θεός – Αρετή – Αθανασία» να υπερτονίσει στην πρακτική του το μεσαίο σκέλος.
Σε γενικές γραμμές τα ιδανικά του περιλαμβάνουν την αδελφοσύνη, τη φιλαλληλία, τη φιλανθρωπία και τη διαπαιδαγώγηση, με δύο λόγια όλα τα ανθρωπιστικά ιδεώδη. Η ελευθερία της πίστης, της συνείδησης και της σκέψης είναι απόλυτα σεβαστή και γι’ αυτό δέχονται απροκατάληπτα ως αδερφούς τους κάθε άνθρωπο ανεξάρτητα από ομολογία πίστης, φυλή, εθνικότητα, τάξη και πολιτικές πεποιθήσεις, φτάνει να απολαμβάνει γενικότερης εκτίμησης και υπόληψης. Ο αυθεντικός ελευθεροτεκτονισμός είναι μια ηθική και όχι πολιτική ένωση και δεν αναμειγνύεται σε πολιτικές ή δογματικές διαμάχες.
Οι τέκτονες αναγνωρίζουν την ύπαρξη ενός ανώτερου, πάνσοφου Πνεύματος τόσο μέσα στη δημιουργία όσο και στις ηθικές επιταγές της ανθρώπινης συνείδησης και γι’ αυτό λατρεύουν το Μεγάλο Αρχιτέκτονα όλων των κόσμων.
Οι Εσσαίοι πρόδρομοι τον τεκτονισμού
Για τους τέκτονες η ιστορία τους αρχίζει το μεσαίωνα με την κατασκευή των καθεδρικών ναών, που ο καθένας τους συμβόλιζε μία απεικόνιση της επουράνιας Ιερουσαλήμ. Γι’ αυτό όσοι εργάζονταν εκεί όφειλαν, παράλληλα με τις γνώσεις της αρχιτεκτονικής να διαθέτουν επίσης μία βαθιά κατανόηση στα θρησκευτικά πράγματα. Οι εργαζόμενοι ανέπτυξαν ένα σύστημα από συνθηματικά λόγια και σημάδια για να εμποδίσουν μία πιθανή κλοπή από άσχετους των μυστικών της τέχνης τους, τα οποία μεταδίδονταν μόνο προφορικά- υποτίθεται ότι από εκεί ξεκίνησε η μυστικοπάθεια και το πολύπλοκο σύστημα μυήσεων των ελευθεροτεκτόνων, που κάποια στιγμή -το 1717 ιδρύθηκε η πρώτη μεγάλη στοά στην Αγγλία- πέρασαν από την κυριολεκτική οικοδόμηση ναών στη «φιλοσοφική οικοδόμηση» μιας νέας κοινωνίας.
Ωστόσο από άλλες ιστορικές πηγές, όπως ο Ρωμαίος φυσιοδίφης Πλίνιος, ο Αλεξανδρινός φιλόσοφος Ιωσήφ Φλάβιος και ο Ρωμαίος ιστορικός Σολάνιος, αλλά κυρίως από τη νέα αποκάλυψη στον Γιάκομπ Λόρμπερ, γνωρίζουμε ότι η ιδέα του τεκτονισμού είναι πιο παλιά. Συγκεκριμένα οι πραγματικοί ιδρυτές του τεκτονισμού ήταν οι Εσσαίοι, μία αίρεση στην Παλαιστίνη που αριθμούσε τρεις ως πέντε χιλιάδες μέλη. Οι Ιουδαίοι την εποχή του Ιησού ήταν χωρισμένοι σε τρία μεγάλα θρησκευτικά ρεύματα: τους Φαρισαίους, τους Σαδδουκαίους και τους Εσσαίους.
Οι Εσσαίοι είχαν υιοθετήσει πάρα πολλές μυητικές διαδικασίες από τις πιο διαφορετικές παραδόσεις. Για το λόγο αυτό και επιπλέον επειδή αποτελούσαν μειονότητα, οι υπόλοιποι Ιουδαίοι τους ειρωνεύονταν και τους καταφρονούσαν. Είχαν στην κατοχή τους στα σύνορα Παλαιστίνης και Αιγύπτου μία πολύ καλά περιφρουρημένη έκταση που ονομαζόταν Εσσαία, όπου είχαν αποθηκεύσει πάρα πολλούς θησαυρούς. («Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» V 61, 8).
Οι Εσσαίοι ζούσαν σύμφωνα με τα πρότυπα της σχολής του Πυθαγόρα και της φιλανθρωπίας- ήταν επίσης μαθητές του Αριστοτέλη και του Επίκουρου, ο οποίος ήταν ένας από τους κύριους πνευματικούς πατέρες της εσσαϊκής ιδεολογίας.
Δεν αναγνώριζαν την αθανασία της ψυχής («Μ.Ε.Ι.» τόμος Ι 125, 16-17), γιατί το επίκεντρο των αναζητήσεών τους ήταν ο κόσμος και η ύλη του, ούτε είχαν καταλάβει τη φύση της ύλης κι ακόμη λιγότερο του πνεύματος. Κατά την άποψή τους ο Θεός υπάρχει μόνο μέσα στη φύση και έτσι πρέσβευαν τον πανθεϊσμό και στην ουσία τον αθεϊσμό.
Το βασικό αξίωμα των Εσσαίων έλεγε: «Πρέπει κανείς να εξαπατά και να λέει ψέματα στους συνανθρώπους του, με καλή πρόθεση βέβαια, εφόσον θέλει να τους κάνει ευτυχισμένους, καθότι η αλήθεια είναι θανατηφόρα για την ευημερία των ανθρώπων τούτης της Γης». Έτσι κατά βάση είχαν μία διπλή διδασκαλία, μία που βασιζόταν σε απάτες και αναλήθειες, που προοριζόταν για εξωτερική κατανάλωση, και μία για εσωτερική χρήση, η οποία ήταν απαγορευμένη για τη μάζα («Μ.Ε.Ι.» ΙΙ 104, 19).
Εκτός αυτού ωστόσο ακολουθούσαν αυστηρά τους νόμους του Μωυσή. Στην Εσσαία λειτουργούσαν σχολές προφητείας, αλχημείας, αρχιτεκτονικής και γεωμετρίας, ήταν επίσης ειδήμονες στη δασοκομία και τη γεωργία, είχαν εκτεταμένες γνώσεις για τη φύση, την ιατρική, τη φαρμακολογία και την εκπαίδευση. Επιπλέον ασχολούνταν εκτεταμένα με την αστρονομία, την αστρολογία, διάφορες μυστικές τέχνες και με τη μαγεία («Μ.Ε.Ι.» Ι 47,6). Για να εισαχθεί κάποιος στην αδελφότητα των Εσσαίων έπρεπε να περάσει από εξετάσεις και κάποια τελετουργικά, που δεν επιτρεπόταν να γίνουν γνωστά στους αμύητους. Οι προϊστάμενοι της αδελφότητας ήταν ταυτόχρονα οι δάσκαλοι των υπολοίπων.
Καθώς τους προσέλκυσε η προσωπικότητα και η διδασκαλία του Ιησού είχαν επανειλημμένα επαφές μαζί του και οι συχνές συνομιλίες τους είναι λεπτομερώς καταγραμμένες στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» του Λόρμπερ.
Η αλήθεια είναι ότι ο Ιησούς τους επέκρινε επανειλημμένα για τη διπλοπρόσωπη ηθική τους και για τη λανθασμένη πίστη τους με αυτά τα λόγια: «Να είσαστε βέβαιοι ότι αν μείνετε όπως είσαστε, δεν πρόκειται στους αιώνες των αιώνων να συμμετάσχετε στη βασιλεία τον Θεού!» Σύμφωνα με τα στοιχεία της νέας αποκάλυψης και εν μέρει της ιστορικής έρευνας οι μέχρι τότε πεποιθήσεις των Εσσαίων ήταν διαμετρικά αντίθετες με τη διδασκαλία του Ιησού. Εκτός αυτού, ο πρώην Εσσαίος μαθητής του, ο Βαρθολομαίος είχε ξεσκεπάσει με ποια τεχνάσματα και μηχανισμούς πραγματοποιούσαν οι Εσσαίοι τα «θαύματά» τους με τα οποία έπειθαν και απομυζούσαν τους αφελείς, τους αμόρφωτους και τους εύπιστους απέναντι στα θαύματα ανθρώπους εκείνης της εποχής.
Τελικά ο Ιησούς μπόρεσε να τους πείσει για την αξία της αλήθειας και τους είπε τα εξής: «Στο εξής να ακολουθήσετε μόνο την αλήθεια στο ινστιτούτο σας γιατί μονάχα αυτή μπορεί να σας κάνει ελεύθερους. Και πράγματι θα σας ελευθερώσει και θα σας προσφέρει στο μέλλον την προστασία και τη βοήθεια που χρειάζεστε». Παρά την καταφανή αντίθεση των δύο διδασκαλιών ο Ιησούς προέβλεψε ότι δεν θα αργούσαν να τον χαρακτηρίσουν επίσης ως Εσσαίο: «…θα δείτε που θα σας λένε ότι κι Εγώ υπήρξα τάχα ένας μαθητής του δικού σας τάγματος κι ότι εργάζομαι μόνο για την πρόοδο του…»
Στην πραγματικότητα όμως έγινε το αντίθετο, δηλαδή ήταν ο Ιησούς που προσηλύτισε τους Εσσαίους εισάγοντας τους στην πλήρη αλήθεια. Στο έργο αυτό μάλιστα αφιέρωσε ιδιαίτερα πολύ χρόνο, ώστε τελικά ο αρχηγός τους πήρε τον όρκο ότι: «Μελλοντικά δεν θα μας προφυλάσσει πια το φρούριο μας από τους εχθρούς, αλλά μόνο η δύναμη και η αιώνια ισχύς του θεϊκού Σου Λόγου!»
Αντίθετα με την αντίληψη που είναι διαδεδομένη, ο Ιησούς δεν ήταν Εσσαίος ούτε παρακολούθησε τη σχολή τους, παρά απεναντίας ο ίδιος τους δίδαξε και τους μύησε στη βαθύτερη διδασκαλία του, πράγμα που φαίνεται άλλωστε με λίγη εμβάθυνση και κριτική σκέψη, αφού οι διαφορές των δύο διδασκαλιών είναι οφθαλμοφανείς. Κατά πρώτον, η αγάπη για τον προσωπικό και θρησκευτικό εχθρό που κήρυττε ο Ιησούς, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το «αιώνιο μίσος» εναντίον των αλλόδοξων που ασπάζονταν οι Εσσαίοι, ως φονταμενταλιστές πιστοί της Παλαιάς Διαθήκης. Στους Εσσαίους που ήταν φανατικοί ως προς την πίστη τους στο μωσαϊκό νόμο δεν επιτρεπόταν κατά συνέπεια καμία επαφή, ούτε καν να διαπληκτιστούν με έναν «άνομο», ούτε να δεχτούν τροφή ή ποτό από έναν τέτοιο. Τους τελώνες και τους αμαρτωλούς τους απέφευγαν όπως και οι Ιουδαίοι, αντίθετα με την πρακτική του Ιησού. Επίσης ήταν τυπολάτρες, όσον αφορούσε στην τήρηση των τυπικών και των εθίμων που ήταν τότε το Α και το Ω της θρησκευτικότητας. Έτσι γι’ αυτούς ήταν πρόκληση η αντίληψη του Ιησού για την αργία του Σαββάτου (Μάρκος 2, 27), η κατάργηση από πλευράς του των τυπικών, όπως ο επιβεβλημένος καθαρισμός των χεριών κ.ά. Επιπλέον ήταν αυστηρά χορτοφάγοι και κατά του οινοπνεύματος, σε αντίθεση και πάλι με τον Ιησού που όπως γνωρίζουμε από τη Βίβλο και ακόμη περισσότερο από τις νέες αποκαλύψεις συνήθιζε να χαρίζει στους μαθητές του ένα καλό γεύμα και ένα ουράνιο κρασί με την κυριολεκτική και τη μεταφορική έννοια.
Έτσι η επαφή με τον Ιησού ήταν καταλυτική για τους Εσσαίους που κατόπιν άλλαξαν ριζικά φιλοσοφία και πρακτική.
Ο Ιησούς προφήτεψε ότι αυτό το Εσσαϊκό Ινστιτούτο, όπως το ονόμαζε, δεν θα είχε μεγάλη διάρκεια ζωής, γιατί σύντομα οι εχθροί θα ερείπωναν όλη την Παλαιστίνη, όμως ταυτόχρονα αποκάλυψε την εξελιγμένη μορφή που θα έπαιρνε η αδελφότητα: «Στην Ευρώπη, που κάποτε θα γίνει το κέντρο όλων όσων πιστεύουν στο όνομά Μου και ελπίζουν σε Μένα, θα βρείτε κι εσείς συνεχιστές του έργου σας από θυγατρικά ινστιτούτα, τα οποία μερικοί ηγέτες θα τα αντιμετωπίζουν με συμπάθεια και εκτίμηση, ενώ άλλοι απλώς θα τα ανέχονται». Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Εσσαίοι απετέλεσαν για πολύ καιρό τις πιο αγνές χριστιανικές κοινότητες («Μ.Ε.Ι.» X 49, 14).
Πολλές γνωστές προσωπικότητες είχαν προσχωρήσει στον τεκτονισμό, μεταξύ αυτών βασιλείς, ηγεμόνες, ο Γκαίτε, ο Μότσαρτ, ο Λιστ, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ο Λένιν και ο Τρότσκι. Υπήρξαν και υπάρχουν αμέτρητες στοές σε όλον τον κόσμο και πολλές φορές υπέστησαν διώξεις, όπως π.χ. την περίοδο του ναζισμού, και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που τα μέλη τους κρατούσαν την ταυτότητά τους αυτή μυστική προς τα έξω. Μόνο τον τελευταίο καιρό ανοίγονται όλο και πιο πολύ και έχουν σπάσει σε μεμονωμένες περιπτώσεις το φράγμα της ανωνυμίας.
Επομένως ο ελευθεροτεκτονισμός κατάγεται από τους Εσσαίους και συγκεκριμένα όπως διαμορφώθηκαν αφότου ασπάστηκαν τη χριστική διδασκαλία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μορφή που έλαβε παγκόσμια ανταποκρίνεται στην επιθυμία του Χριστού. Το πώς θα πρέπει να λειτουργεί μία ομάδα που εργάζεται για το κοινό καλό, το εξηγεί αφενός στο «Μ.Ε.Ι.» του Λόρμπερ και αφετέρου σε μία διδασκαλία που κατέγραψε στις 7.5.1870 ο Γκότφριντ Μαγερχόφερ στα «Μυστικά της ζωής»: «Εάν θέλετε να ξέρετε τι είναι οι σημερινοί ελευθεροτέκτονες, αρκεί να δείτε πώς είναι η λατρεία στις χριστιανικές εκκλησίες σήμερα, γιατί και τους μεν και τους δε τους ενδιαφέρει μόνο η επίφαση και η εξωτερική λάμψη. Το κύριο βάρος οι τέκτονες το βάζουν σε τελετές και φράσεις κενές νοήματος. Το ότι θέλουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους το χρησιμοποιούν σαν πρόφαση, γιατί παρ’ όλο που είχαν στις τάξεις τους βασιλείς, αυτοκράτορες και άλλους υψηλά ιστάμενους, μπορείτε να καταλάβετε από τις πράξεις τους το κατά πόσον τους ενδιέφεραν πραγματικά πάνω από όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Αυτό που είπα κάποτε στους Εσσαίους, να μην κάνουν δηλαδή τίποτα στα κρυφά, το ίδιο ισχύει και για τους σημερινούς ελευθεροτέκτονες. Η καταστατική τους αρχή είναι η ισότητα και η αδελφοσύνη μεταξύ των ανθρώπων. Τούτο ίσχυε και ισχύει όντως, αλλά μόνο μέσα στην ίδια τη στοά. έξω από αυτή παύει κάθε ισότητα, ώστε ο βασιλιάς είναι πάλι βασιλιάς, ενώ σε αντίθεση ο άπορος δεν είναι τίποτα, αφού γίνεται απλώς αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Ξέρετε τι θα έπρεπε να είναι κανονικά ο τεκτονισμός, με βάση το ίδιο τους το καταστατικό; Πολύ απλά, θα έπρεπε να αντιπροσωπεύουν παραδειγματικά την εφαρμογή της δεύτερης εντολής που έδωσα, αυτής για την αγάπη προς το συνάνθρωπο!
Αλήθεια, πόσο ωραίο και ευγενές θα ήταν εάν το πρέσβευαν αυτό όλοι οι τέκτονες, αλλά όχι μόνο στις συγκεντρώσεις τους, μα και σε όλο τους το βίο. Εάν ήταν όντως έτσι τα πράγματα, θα είχαν κατακτήσει ήδη τα πιο πολλά για τη βασιλεία Μου. Όμως όσο το πράγμα περιορίζεται στις τελετές, γίνεται ως επί το πλείστον για το θεαθήναι, όπως και στις τελετουργίες της εκκλησίας. βέβαια από κάτω κρύβεται κάτι το υψηλότερο, όμως οι σημερινοί άνθρωποι που συμμετέχουν σε τέτοια τυπικά ούτε ξέρουν πού βασίζεται αυτό στην πραγματικότητα ούτε το εφάρμοσαν ποτέ στην πράξη.
Να είσαστε ελευθεροτέκτονες, μα με την ευγενέστατη έννοια του Λόγου Μου! Να υποστηρίζετε τους φτωχούς σαν να ήταν αδέλφια σας. Οτιδήποτε κάνετε, να το κάνετε σαν να γινόταν μπροστά στα μάτια όλων, δηλαδή φανερά, και ας γίνεται η καλή σας πράξη στα κρυφά! Αρκεί να μην ντρέπεστε απέναντι Μου γι’ αυτά που κάνετε, γιατί Εγώ τα βλέπω όλα, και τα υπόλοιπα να μη σας απασχολούν.
Εάν λοιπόν οικοδομήσετε με τον τρόπο αυτό τους τοίχους της διδασκαλίας Μου ελεύθερα και φανερά, ώστε να μπορεί να το δει ο καθένας, τότε έχετε πιο πολύ δικαίωμα να φέρετε τον τίτλο του “ελευθεροτέκτονα”, από ό,τι εκείνοι που αποδεικνύουν την αδελφοσύνη τους με ορισμένες χειρονομίες και άλλα παρεμφερή σημάδια που δεν λένε τίποτα.
Ακολουθείστε λοιπόν τη διδασκαλία Μου στην πράξη και τότε θα είμαι Εγώ ο Ίδιος ο πρώτος “τέκτονας” και πρόεδρος σας (μεγάλος διδάσκαλος). Και τότε γρήγορα θα οικοδομήσουμε ένα προστατευτικό τείχος γύρω από την αλήθεια και την αγάπη που δεν θα μπορούν να το γκρεμίσουν ούτε ο χρόνος ούτε φυσικές καταστροφές ούτε πολιτικά γεγονότα…»
Συνοψίζοντας επομένως, θα παρατηρήσουμε ότι αυτή καθαυτή η φιλοσοφία ζωής των τεκτόνων είναι μεν ευγενής και αξιομίμητη, όμως στην πράξη αυτό είναι κατ’ επίφαση αφού η πραγματικότητα στις στοές απέχει πολύ από τα υψηλά ανθρωπιστικά ιδανικά, και αυτή είναι η κριτική που τους απευθύνει και ο Χριστός δια χειρός Λόρμπερ και Μαγερχόφερ.