Η ΠΑΡΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Η παραψυχολογία είναι ένας συλλογικός όρος με τον οποίο εννοείται η επιστήμη των υπεραισθητών φαινομένων και των ανεξήγητων ψυχικών δυνάμεων. Αποτελεί δηλαδή ουσιαστικά μία οριακή επιστήμη καθώς είναι ο συνδετήριας κρίκος μεταξύ της επίσημης επιστήμης και του πνευματικού κόσμου. Σαν ένας επιμέρους τομέας της ψυχολογίας ερευνά τα παραφυσικά φαινόμενα πέραν των πέντε αισθήσεων και αναζητεί παράλληλα λογικές εξηγήσεις γι’ αυτά.
Η γέννησή της χρονολογείται το 1882, όταν ιδρύθηκε στην Αγγλία η «Εταιρία ψυχικών ερευνών» (Society for Psychical Research). Οι ιδρυτές ήταν κυρίως επιστήμονες και διανοούμενοι ακαδημαϊκού επιπέδου. Μέχρι και σήμερα η Ε.Ψ.Ε. έχει δημοσιεύσει περισσότερους από σαράντα τόμους με παραφυσικά φαινόμενα και έρευνες. Με την πάροδο του χρόνου το αντικείμενο της διευρύνθηκε σε τομείς όπως η τηλεπάθεια, η ψυχομετρία, η ψυχοκίνηση, η μετεώρηση, η τηλεκινησία, ο πνευματισμός, η υπνοβασία, οι εκδηλώσεις φαντασμάτων, η διόραση, ο ζωικός μαγνητισμός, τα αστρικά ταξίδια, η ραδιαισθησία, ο υπνωτισμός, ο εξορκισμός, η τηλαισθησία, η τηλενέργεια, κ.τ.ό.
Οι παραψυχολόγοι διαχωρίζονται σε δύο μεγάλες ομάδες: 1. Στους ανιμιστές, που πιστεύουν ότι όλα τα παραφυσικά φαινόμενα προέρχονται αποκλειστικά από ψυχικές ενέργειες ανθρώπων ή ζώων. 2. Στους πνευματιστές που παραδέχονται τη δράση αόρατων υπερκόσμιων οντοτήτων. Κατά μία άλλη διατύπωση, η παραψυχολογία χωρίζεται σε δύο μεγάλες θεωρίες, τη θεωρία του διαπροσωπικού πεδίου και τη θεωρία των πνευματιστών.
Η πρώτη θεωρία για να εξηγήσει φαινόμενα που υπερβαίνουν το χώρο, το χρόνο και το νόμο της αιτιότητας, παίρνει ως βάση μία ψυχική ενέργεια, η οποία έχει προκύψει από το μετασχηματισμό μίας από τις γνωστές φυσικές μορφές ενέργειας. Ένα μοντέλο το οποίο αρέσκεται να χρησιμοποιεί η θεωρία αυτή είναι το πεδίο βαρύτητας των αστρικών σωμάτων. Η βαρύτητα, την οποία διατύπωσε μαθηματικά ο Ισαάκ Νιούτον (1643-1727). εξακολουθεί να αποτελεί μία αινιγματική μορφή ενέργειας που δρα δυναμικά και υπερβαίνει τα όρια του χώρου. Παρόμοιες ιδιότητες αποδίδονται στην «ψυχική ενέργεια».
Πολλά ερωτήματα παραμένουν ωστόσο αναπάντητα με αυτή τη θεωρία, όπως π.χ. η «χρονική υπερβατικότητα» της ψυχής, δηλαδή η ικανότητα όρασης μελλοντικών ή παρελθόντων γεγονότων. Έτσι απαιτούνται άλλες βοηθητικές υποθέσεις για τη στήριξη της άποψης των ανιμιστών.
Σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρία οι τηλενέργειες, η υπερβατικότητα της ψυχής, δεν πραγματοποιούνται μέσω ενός πεδίου ψυχικής ενέργειας, αλλά από την ψυχή που εξέρχεται από το σώμα, όπου η ψυχή εννοείται ως μία ανεξάρτητη προσωπική οντότητα, Πάντως πολλοί παραψυχολόγοι οπαδοί της δεύτερης θεωρίας αποφεύγουν συστηματικά εκφράσεις και υποθέσεις που θυμίζουν τον πνευματισμό, γιατί υπό τη σκέπη του έχουν γεννηθεί πολλές κινήσεις με θρησκευτικές κοσμοθεάσεις, ενώ οι παραψυχολόγοι προτιμούν να θεωρούνται ως επιστήμονες. Αυτό όμως σημαίνει γι’ αυτούς ένα ορισμένο δίλημμα γιατί περιορίζονται σε επιστημονικά αποδεκτές υποθέσεις και έτσι αγνοούν ή απορρίπτουν συναρτήσεις με την ψυχικο-πνευματική σφαίρα. Σχετικά με την επιστημονική τεκμηρίωση πνευματικών φαινομένων σε μία καταγραφή της Μπέρτα Ντούντε λέγονται όμως τα εξής:
«Μέσω της έρευνας δεν μπορείτε να προσπελάσετε σε καμία πνευματική περιοχή και θα είναι μάταιη οποιαδήποτε προσπάθεια να αποκτήσετε μία αληθινή εικόνα όσων βρίσκονται πέρα από τα. γήινα. Με εργαλείο την έρευνα μπορείτε μεν να λύσετε όλα τα γήινα προβλήματα και να βρείτε επίσης αποδείξεις που να τεκμηριώνουν την ορθότητα των πορισμάτων σας, αλλά δεν θα καταφέρετε ποτέ να προσκομίσετε αποδείξεις που να θεμελιώνουν πνευματικούς συλλογισμούς».
Αυτό θα πρέπει να είναι απόλυτα κατανοητό τουλάχιστον για εκείνους που γνωρίζουν το Λόγο του Θεού από τη Βίβλο ή και τις νέες αποκαλύψεις, γιατί είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος τοποθετείται στον κόσμο με τον προορισμό να φτάσει στη μακαριότητα με τη βοήθεια της πίστης, καθώς από ένα σημείο και μετά η επιλογή της πίστης είναι ταυτόχρονα και επιλογή της βούλησης. (Κατά Ιωάννη 20. 31. Προς Γαλάτες 3, 26. Ιωάννη Α’ 5, 4. Προς Εβραίους 11,6).
Με άλλα λόγια δεν πρέπει να είναι οι αποδείξεις που πειθαναγκάζουν κάποιον να πιστέψει και για το λόγο αυτό το σχέδιο του Θεού για την πνευματοποίηση των ανθρώπων, πραγματώνεται μέσα σε τελείως φυσιολογικά πλαίσια εδώ στη Γη. Ούτε επιτρέπεται να καταργηθεί ο νόμος της ελεύθερης βούλησης με το να γίνεται χρήση υπερφυσικών σημείων προκειμένου να αφυπνιστεί η πίστη όσων δεν πιστεύουν.
Είναι λοιπόν εύδηλο ότι κάθε προσπάθεια να πειστούν οι άνθρωποι υπό το βάρος αποδεικτικών στοιχείων δεν ανταποκρίνεται στη θεία θέληση, όσο ευγενικά και αν είναι τα κίνητρα. Όποιος επομένως προσπαθεί παρ’ όλα αυτά να επηρεάσει τους άθεους με επιχείρημα κάποιες αποδείξεις, στην ουσία αποδεικνύει ότι ακόμη δεν γνωρίζει την τάξη και τη βούληση του Θεού. Κατά συνέπεια δεν είναι δυνατό μία τέτοια προσπάθεια να έχει την ευλογία του, μια που αυτός που αναζητεί πειστικές αποδείξεις εργάζεται κατά βάση χωρίς θεϊκή βοήθεια, παρ’ όλο που είναι πολύ πιθανό να έρθει σε επαφή με κάποιες πνευματικές δυνάμεις που προκαλούν το θαυμασμό του κόσμου. Αλλά είτε οι δυνάμεις αυτές βρίσκονται εξίσου σε άγνοια είτε εργάζονται συνειδητά ενάντια στον Θεό, αν και υπό το μανδύα του καλού και αληθινού.
Αναμφισβήτητα η παραψυχολογία δεν είναι εξασφαλισμένη από κινδύνους, για το λόγο ότι είναι ένας τομέας όπου ο άνθρωπος ανοίγεται απέναντι σε άγνωστες υπερκόσμιες δυνάμεις συνειδητά ή ασυνείδητα. Η θεληματική ενασχόληση μαζί της προσελκύει αναπόφευκτα διάφορα πνεύματα που είναι κατά κανόνα ανώριμα και προσκολλημένα ακόμη στο γήινο πεδίο. Επίσης το πνευματικό επίπεδο των παραψυχολόγων παίζει σημαντικό ρόλο και επειδή συνήθως πρόκειται για ερωτήματα εγκόσμιου χαρακτήρα που τους απασχολούν, οι απαντήσεις που τους μεταβιβάζονται είναι αντίστοιχα μέσα στην εγκόσμια λογική.
Το άνοιγμα προς την παραψυχολογία το δηλώνει κάποιος φανερά από τη στιγμή που ασχολείται ενεργά μαζί της, π.χ. διαβάζοντας σχετικά βιβλία, συμμετέχοντας σε διαλέξεις ή σεμινάρια, πειραματιζόμενος με κάποιο από τα παρακλάδια της κ.λπ.
Επειδή η παραψυχολογία είναι ένας συλλογικός όρος που περιλαμβάνει πάρα πολλές και τελείως διαφορετικές μεταξύ τους απόψεις και κατηγορίες ανθρώπων, το οποίο μεθερμηνευόμενο σημαίνει από τον «άπιστο Θωμά» έως τους συνειδητά πιστούς χριστιανούς, είναι προφανές ότι αντίστοιχα πολυειδή είναι τα πνεύματα που προσελκύονται από τον άλλο κόσμο. Και συνεπώς είναι επίσης προφανές ότι οι ενασχολούμενοι με την παραψυχολογία, προσελκύουν ανάλογα με τις αντιλήψεις τους και την ωριμότητα τους αντίστοιχα πνεύματα που τους υποβάλλουν τις σκέψεις και τα πιστεύω τους.
Ως γνωστόν, η νοοτροπία, η στάση ζωής, το φρόνημα και η θέληση του καθενός καθορίζουν τι είδους πνευματικές οντότητες τον περιβάλλουν αλλά ένα γεγονός που ελάχιστοι γνωρίζουν είναι ότι στα πνευματικά θέματα δεν παράγουμε εμείς μόνοι μας τις σκέψεις μας παρά τις αντλούμε από αυτές τις πνευματικές οντότητες που μας περιβάλλουν και ανταποκρίνονται στην ποιότητα της βούλησης μας, στο πώς θέλουμε να ζούμε και να σκεφτόμαστε, με απλά λόγια. Από αυτό εξάγεται λογικά το συμπέρασμα ότι ο κάθε άνθρωπος καθορίζει από μόνος του το εάν προσελκύει το φως ή τo σκοτάδι. Αλλά το θέμα αυτό θα εξεταστεί αναλυτικά σε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για τον πνευματισμό στη συνέχεια του βιβλίου.
Καθώς λοιπόν η παραψυχολογία συνεπάγεται ουσιαστικά ένα άνοιγμα προς το άγνωστο, από το οποίο απουσιάζει η αγγελική προστασία, είναι άρα ευνόητοι οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν και ιδιαίτερα για εκείνους που δεν γνωρίζουν ότι είναι πολύ δεκτικοί σε αμφισβητήσιμης ή κακής ποιότητας πνευματικές επιρροές.
Το κέντρο βάρους της παραψυχολογίας καταλαμβάνει η έρευνα των αποδείξεων, για την οποία απαιτούνται διαρκώς νέα στοιχεία, γιατί όσο ο άνθρωπος δεν αποκτά μέσα στην καρδιά τον την εσωτερική βεβαιότητα για τα πνευματικά ερωτήματα, εξακολουθεί να αμφιβάλλει για τις εξωτερικές αποδείξεις και να αντιδρά όπως ο «άπιστος Θωμάς». Για όσους ενδιαφέρονται πραγματικά για την πνευματική τους εξέλιξη, αξίζει να αναφερθεί μία συμβουλή του Ιησού από το «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» (M.E.I.) του Ιάκωβου Λόρμπερ: «Αφήστε καταρχάς κατά μέρος τις άχρηστες έρευνες αναφορικά με τις σχέσεις, τα φαινόμενα, τα αίτια και τα αιτιατά των πραγμάτων μέσα στον κόσμο, μια και με τον τρόπο αυτό σε εκατό χρόνια δεν θα πλησιάσει η ψυχή ούτε ένα χιλιοστό πιο κοντά στον αληθινό σκοπό της ζωής της. Γιατί από αυτό το δρόμο δεν μπορεί να φτάσει σε καμία αληθινή, εσωτερική γνώση παρά μόνο σε εξωτερικές, επιφανειακές και ασύνδετες μεταξύ τους αντιλήψεις και τυφλές υποθέσεις, από τις οποίες ποτέ δεν προκύπτει ένα τακτικό, χαρακτηριζόμενο από συνοχή σύνολο γνώσης και επίγνωσης. Για το λόγο αυτό η ψυχή βρίσκεται διαρκώς σε μία αγχώδη αναζήτηση, από την οποία ελάχιστα αποκομίζει για την αληθινή τελείωση της»
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως οι άνθρωποι οφείλουν να φτάσουν από το δρόμο της πίστης στον Θεό και αυτό βέβαια είναι αντίθετο με τις αποδείξεις της παραψυχολογίας, καθότι η αληθινή πίστη δεν βασίζεται πάνω στην ανθρώπινη σοφία, αλλά στη δύναμη του Θεού (Προς Κορινθίους Α’ 2, 5) αφού με την πίστη νικιέται ο κόσμος (Ιωάννη Α’ 5,4).
Δεν επιτρέπεται επομένως να αναγκάζεται κάποιος να πιστέψει υπό την πίεση συγκεκριμένων, απτών αποδείξεων, γιατί η ελευθερία της βούλησης είναι απαραβίαστη σύμφωνα με το θεμελιακό συμπαντικό νόμο. Ειδάλλως θα ήταν προφανώς πολύ εύκολο για το Δημιουργό να παρουσιάσει τις πιο πειστικές αποδείξεις της ύπαρξης του κόσμου του πνεύματος. Αλλά αυτό θα υπονόμευε τον απώτερο προορισμό του ανθρώπου αφού η επιστροφή του στον Θεό και η θέωσή του πρέπει να είναι προϊόν ελεύθερης απόφασης. Και το γεγονός αυτό αποκλείει να βρεθεί ποτέ μία εκατό τα εκατό ατράνταχτη εξωτερική απόδειξη, όσο ο ίδιος ο άνθρωπος δεν έχει κάνει κτήμα του τη ζωντανή εσωτερική πίστη. Σε τελευταία ανάλυση άλλωστε, τα εξωτερικής προέλευσης τεκμήρια έχουν ως αποτέλεσμα ότι οι άνθρωποι εμποδίζονται να στραφούν στο εσωτερικό τους και να δουλέψουν συνειδητά πάνω στον εαυτό τους για να τελειοποιηθούν. Αντίθετα διεγείρουν ακόμη περισσότερο τη φυγόκεντρο τάση για εξωστρεφή έρευνα από την οποία τρέφεται ο νους αλλά όχι η ψυχή. Από την άλλη ωστόσο είναι λάθος ο ισχυρισμός ότι πρέπει να πιστεύουμε τυφλά. Όποιος διαβάζει με προσοχή τη Βίβλο και τις νέες αποκαλύψεις βρίσκει πολλά σημεία που λένε ρητά ότι θα πρέπει να ελέγχεται επισταμένα κάθε διδασκαλία. Έτσι στην Ντούντε π.χ. εξηγείται δημιουργικά πώς η πίστη μπορεί να είναι καρπός ενδελεχούς ή ώριμης σκέψης: «Χάρη στην πίστη του θα πρέπει να γίνει ο άνθρωπος μακάριος… Τι είναι όμως πίστη; Πότε μπορεί να πει κανείς δικαιωματικά ότι πιστεύει; Όταν δίνεται σε κάποιον μία πνευματική διδασκαλία, δεν μπορεί να απαιτήσει ή να προσάγει αποδείξεις που θα την στηρίξουν, γιατί αυτό που είναι πνευματικό βρίσκεται έξω από τη σφαίρα της διανοητικής του λειτουργίας και δεν μπορεί ποτέ να τεκμηριωθεί βάσει αποδείξεων. Επομένως, αυτός που πιστεύει είναι υποχρεωμένος να δεχθεί σαν αληθινό κάτι το οποίο δεν μπορεί να αποδειχθεί.
Και εντούτοις, εάν θέλει να γίνει μακάριος, δεν αρκεί η τυφλή πίστη, η οποία σημαίνει ότι δεν εκφέρει αντίθετη γνώμη, ότι δηλαδή αποδέχεται φαινομενικά σαν αληθινά αυτά που τον διδάσκουν. Αυτό που απαιτείται αντίθετα από τον καθένα, είναι ν’ αποδεχθεί μια διδασκαλία από πλήρη εσωτερική πεποίθηση, επειδή έχει πεισθεί ενδόμυχα απολύτως, ακόμη και χωρίς καμία απόδειξη. Όμως η εσωτερική αυτή πεποίθηση είναι πάντοτε καρπός μίας διανοητικής λειτουργίας, πρόκειται δηλαδή για μία τοποθέτηση απέναντι σε αυτά που του ζητούν να πιστέψει. Και η τοποθέτηση αυτή πρέπει να προέλθει από αυτόν τον ίδιο χωρίς εξωτερική πίεση, οφείλει δηλαδή να στοχασθεί επισταμένα γύρω από τη συγκεκριμένη διδασκαλία, ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά, εωσότου καταλήξει από μόνος του σε μία γνώμη, την οποία θα μπορεί να υποστηρίξει με πλήρη πεποίθηση, όταν αυτό του ζητηθεί».
Στη βάση αυτής της πίστης που έχει υποβληθεί στη διαφωτιστική βάσανο της λογικής, μιας λογικής όμως που εδράζεται στην καρδιά και όχι στον εγκέφαλο, γεννιέται κατόπιν η ζωντανή πίστη που είναι εκείνη όπου κάποιος πρεσβεύει απόλυτα πεισμένος κάτι που δεν μπορεί να αποδειχτεί. Και το πιστεύει για το λόγο ότι εφαρμόζει την πίστη του στη ζωή του και έτσι του το αποδεικνύει η πράξη, όπως είναι άλλωστε γνωστό ότι η πίστη από μόνη της χωρίς έμπρακτη αγάπη είναι νεκρή.
Η αγάπη, όπως λέει ο Παύλος είναι ένας καρπός του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου που αν δεν έχει αγάπη να ζωντανεύει την πίστη του, παραμένει πνευματικά νεκρός. Το συμπέρασμα είναι επομένως ότι η παραψυχολογία μπορεί να σημαίνει ένα ξεκίνημα στον πνευματικό δρόμο ενός ανθρώπου, αλλά είναι κατά βάση ένα πρωτογενές ξεκίνημα και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με το τέρμα του δρόμου.
Εκεί λοιπόν όπου ασκείται από ανθρώπους με πίστη και αίσθημα ευθύνης, η παραψυχολογία δεν μπορεί να απορριφθεί εντελώς.
Αλλά για τους θαυμαστές της συνήθως δεν είναι απλά και μόνο η είσοδος του αρχάριου στα πνευματικά ενδιαφέροντα, παρά γίνεται αυτοσκοπός, ώστε οδηγεί κατά συνέπεια στην αποτελμάτωση ή στην αλυσιτελή κατανάλωση χρόνου και ενέργειας.
Είναι υπαρκτός επομένως ο κίνδυνος να παγιδευτεί κάποιος στην εντυπωσιακή επιφάνεια και έτσι να μην προωθηθεί στο βάθος του αληθινού του στόχου, που είναι η αυτογνωσία, η θεογνωσία και η αγάπη που υπερβαίνει τα όρια του εγώ για να μπορεί να επιστρέψει στο «σπίτι τον Πατέρα».
Είναι βέβαια αλήθεια ότι ο άνθρωπος πρέπει πρώτα να έχει πιστέψει στην ύπαρξη του φωτεινού βασιλείου για να αποφασίσει να αγωνιστεί για την κατάκτηση του, ωστόσο για τον αληθινό εραστή της αλήθειας σίγουρα η παραψυχολογία δεν είναι απαραίτητη, για το λόγο ότι υπάρχουν απλά άλλοι καλύτεροι και πιο ασφαλείς δρόμοι. Παρ’ όλα αυτά για τους σκεπτικιστές, που χρειάζονται πάντοτε χειροπιαστές αποδείξεις, η επιστήμη αυτή μπορεί να Είναι ένα έναυσμα για να φτάσουν μια μέρα να πιστέψουν, καίτοι μία τέτοια μορφή «πνευματικής αφύπνισης» ασφαλώς έχει λιγότερη αξία από την πίστη χωρίς αποδείξεις, εκτός από εκείνες εννοείται που προσκομίζονται από την ίδια τη ζωή. Έτσι κι αλλιώς η εμβέλεια της παραψυχολογίας είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένη, όπως μαρτυρεί η παρακάτω παρατήρηση στην Μπέρτα Ντούντε: «Οι άνθρωποι προσπαθούν να αφυπνίσουν το πνεύμα τους μέσω της επιστημονικής εργασίας. Φρονούν ότι με αυτό τον τρόπο μπορούν να φωτίσουν κάθε σκοτεινό σημείο στη γνώση τους, αλλά στην πραγματικότητα απέχουν πολύ απ’ αυτό, δεδομένου ότι η γήινη σοφία δεν μπορεί ποτέ να διερευνήσει τη Θεότητα και τη δράση της. Αντ’ αυτών υπάρχουν όμως πολλοί άλλοι τομείς που επιτρέπεται να ερευνήσει η επιστήμη.
Το μεγάλο έσχατο ερώτημα όμως είναι απροσπέλαστο και θα παραμείνει απροσπέλαστο για αυτήν. Η αποδοχή τον Λόγου του Θεού με την καρδιά αποτελεί τη μοναδική πύλη εισόδου από όπου ο άνθρωπος φτάνει στην αιώνια αλήθεια και τη Θεϊκή σοφία. Χωρίς το Λόγο του Θεού όμως κάθε πρόσβαση προς τη γνώση είναι κλειστή.
Μπορεί να προβληθεί βέβαια το επιχείρημα ότι η παραψυχολογία είναι ένα κατάλληλο μέσο σύζευξης της επιστήμης με τη θρησκεία. Αυτό είναι σωστό όταν οι επιστήμονες που την ασκούν έχουν να επιδείξουν μία βαθιά σύνδεση με τον Θεό, οπότε έχουν και την ανάλογη καθοδήγηση από ψηλά.
Είναι δυνατό όμως η παραψυχολογία να προκαλέσει το αντίθετο, να οδηγήσει, δηλαδή σε μία πλήρη απομυθοποίηση, καθώς ένας ερευνητής συνήθως επιδιώκει να σκέφτεται τελείως ορθολογιστικά και με βάση εμπειρικά δεδομένα.
Η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα ορθολογιστών που προσπάθησαν να διαβάλουν κάθε μορφή μυστικισμού σαν απάτη και σκοταδισμό. Αλλά στα μυστικιστικά φαινόμενα μόνο μυστικιστές μπορούν να διεισδύσουν και να τα κατανοήσουν και είναι ουσιαστικά υπερφίαλη η σκέψη ότι ο άνθρωπος μπορεί να εισχωρήσει σε πνευματικούς χώρους με όχημα τη σπουδή ή την επιστήμη.
Υπήρχαν και υπάρχουν βέβαια αρκετοί γνήσια θρησκευόμενοι φισιοδίφες, όπως ο Γιοχάνες Κέπλερ, ο Ισαάκ Νιούτον, ο Μπλαιζ Πασκάλ, ο νομπελίστας Μαξ Πλανκ κ.ά., που θεωρούσαν τις φυσικές επιστήμες εναρμονισμένες με τους θεϊκούς νόμους της δημιουργίας. Ωστόσο δεν μπορεί ούτε να αγνοηθεί το γεγονός ότι από τις επιστήμες προήλθαν επίσης πολλοί διανοούμενοι που πολέμησαν συστηματικά την καλώς εννοούμενη θρησκευτική συνείδηση. Σαν αποτέλεσμα έχει προκύψει ένα μεγάλο πνευματικό κενό και τέλμα που μεγαλώνει με γεωμετρική πρόοδο και θα μεγαλώνει όλο και περισσότερο με την πάροδο του χρόνου, παρ’ όλο που ομολογουμένως στη νεότερη εποχή υπάρχουν και πολλές φωτεινές εξαιρέσεις. Η εμφανής αυτή τάση θα συνεχιστεί όσες γέφυρες προς την επιστήμη και αν προσπαθήσουν να χτίσουν πάνω στις αποδείξεις τους οι παραψυχολόγοι και οι πνευματιστές. Γιατί έρχεται κάποια στιγμή το σημείο όπου ο κάθε άνθρωπος πρέπει στον προσωπικό του μικρόκοσμο να πάρει την απόφαση εμπρός στη βασικότερη από όλες τις γέφυρες, τον Ιησού Χριστό.
Μπροστά σε αυτή τη γέφυρα διχάζονται τα πνεύματα σε εκείνα που θέλουν να ψηλαφίσουν από μόνα τους το δρόμο της πνευματικής τους προόδου και σε εκείνα που προχωρούν καθοδηγούμενα από τον Ιησού Χριστό, εναρμονισμένα με τη θέληση του. Ο δεύτερος είναι ο μοναδικός απευθείας δρόμος για την τελειοποίηση, την απολύτρωση και την υιοθεσία από τον Θεό, η οποία είναι ο τελικός προορισμός του ανθρώπου. Η ελευθερία του καθενός να πάρει όποιο δρόμο θέλει είναι ιερή, όμως μπορεί να είναι ωφέλιμο να γνωρίζει ότι άλλες διαδρομές, όπως μέσα από την παραψυχολογία ή τον πνευματισμό, δεν χρειάζονται ουσιαστικά ούτε και μπορούν να οδηγήσουν στην ένωση με τον Θεό, γιατί γι’ αυτή δεν απαιτείται γνώση και λογική, αλλά μόνο αγάπη και πίστη.
Γι’ αυτό λέει μία διαπίστωση στην Μπέρτα Ντούντε: “Εξαιτίας της φαινομενικής σοφίας τους οι άνθρωποι απομακρύνονται όλο και πιο πολύ από την αλήθεια και κατά συνέπεια επίσης από την πίστη, γιατί όσο περισσότερο θέλουν να ερευνούν αυτόνομα, τόσο περισσότερο καταργούν το ρόλο της Αιώνιας Θεότητας. Τόσο σοφούς θεωρούν μάλιστα τους εαυτούς τους που νομίζουν ότι μπορούν να αναλύσουν επιπλέον και αυτή τη δύναμη που προέρχεται από τον Θεό, με αποτέλεσμα να βυθίζονται διαρκώς περισσότερο στην πλάνη. Όμως το Πνεύμα από τον Θεό διαφωτίζει κάθε άνθρωπο που επιθυμεί να βρει την αγνή αλήθεια προς χάρη αυτής της ίδιας της αγνής αλήθειας».