Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΣΜΟΣ

 

Ως πνευματισμός εννοείται η επιδίωξη να αποκτήσει ο άνθρω­πος επαφή με πεθαμένους, δηλαδή συγγενείς, φίλους ή επίσης ά­γνωστα πνεύματα, προκείμενου να ερευνήσει τις συνθήκες στον άλλο κόσμο, ώστε με βάση τις νέες γνώσεις του για τη μεταθανά­τια ζωή να μάθει περισσότερα για την Επίγεια ζωή. Πρόκειται δη­λαδή για την προσπάθεια να στοιχειοθετηθεί μία επιστημονική θε­ωρία αναφορικά με τα αίτια υπερφυσικών διαδικασιών που δεν προκαλούνται από ανθρώπους εν ζωή, αλλά από ψυχές πεθαμένων ή από άλλες πνευματικές οντότητες ή επίσης από πνεύματα (στοιχειακά ή φυσικά πνεύματα) που δεν έχουν ακόμη ενανθρωπιστεί. Αυτή η τελευταία περίπτωση πάντως σπάνια λαμβάνεται υπόψη α­πό τους πνευματιστές, αν και υπάρχουν αναρίθμητα σχετικά πα­ραδείγματα σε πολλές παραδόσεις.

Εννοείται ότι τα πνευματιστικά διάμεσα (μέντιουμ) μπορούν να επικοινωνήσουν επίσης με δαιμονικές οντότητες, ένα σημείο πάνω στο οποίο στηρίζουν την κριτική τους οι φονταμενταλιστές πιστοί της Βίβλου. Μια τέτοια κριτική όμως είναι μονόπλευρη γιατί δεν εξαντλεί το όλο θέμα, όπως θα δούμε παρακάτω.

Εκτός αυτών, ανακοινώσεις προς διάμεσα μπορούν να κάνουν επίσης οι λεγόμενοι «εξωγήινοι», αν και πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ γνήσιων εξωγήινων αφενός και ανώριμων πνευμάτων αφετέρου, που είναι, προσκολλημένα στο γήινο πεδίο.

Όσον αφορά τις γνήσιες εξωγήινες ανακοινώσεις σημασία έχει ο βαθμός ωριμότητας και η προέλευση των πομπών από τους οποίους προέρχονται, καθώς αποτελεί εξαίρεση η περίπτωση όπου πραγματικά μιλούν όντα που βρίσκονται σε περιοχές του φωτός, δηλαδή κάτοικοι των ηλιακών κόσμων. Για το λόγο αυτό στις κα­ταγραφές της η Μπέρτα Ντούντε εφιστάτω με έμφαση την προσοχή σε τέτοιες πνευματικές συνδέσεις επειδή δεν μπορεί να ελεγχθεί κατά πόσο ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Μια άλλη παρατήρηση από την Ντούντε, που θα πρέπει να αναφερθεί, είναι το γεγονός ότι οτιδήποτε βρίσκεται πέρα από τη Γη χαρακτηρίζεται ως άλλος κόσμος (επέκεινα ή υπερπέραν) και συνεπώς η επαφή με τους λεγόμενους εξωγήινους είναι στην ουσία πνευματιστική πρακτική.

Εκτός αυτού, η βούληση και η ωριμότητα του διάμεσου και των ενδεχομένως παρευρισκόμενων είναι καθοριστικές για τη μορφή με την οποία γίνονται οι ανακοινώσεις και για το τι είδους πνεύματα τις κάνουν.

Συνεπώς ο πνευματισμός είναι ένας πολύ ευρύς συλλογικός ό­ρος που περιλαμβάνει διάφορα φαινόμενα που προκύπτουν από τη σύνδεση ανθρώπων με ικανότητες διάμεσου με τον κόσμο των πνευμάτων. Η δυνατότητα για να υπάρξει αυτή η σύνδεση παρέ­χεται από το «πνεύμα των νεύρων» (επίσης γνωστό ως «οδυλική δύναμη», «αιθέρας ή ρευστό των νεύρων», «βιομαγνητισμός», «μα­γνητικό ρευστό» κ.ά.) ενός ανθρώπου και εξαρτάται από το πόσο γερό ή χαλαρό είναι αυτό. γιατί για να μπορεί ένα μέντιουμ να προσλάβει υπεραισθητά μηνύματα πρέπει να έχει ένα χαλαρό νευρικό πνεύμα, πράγμα που πολλές φορές μπορεί να είναι συνέπεια μιας βαριάς αρρώστιας, ενός δυστυχήματος, ενός σοκ ή ασκήσεων ανάπτυξης ψυχικών δυνάμεων και αποτελεί ουσιαστικά μία νοση­ρή κατάσταση υπερευαισθησίας.

Ως εκ τούτου η ιδιότητα του διάμεσου δεν είναι ιδιαίτερα αξιο­ζήλευτη, γιατί οι δοκιμασίες και τα δεινά που πρέπει να υπομένει είναι πολύ μεγαλύτερα από των άλλων ανθρώπων. Στο θέμα αυτό αναφέρεται μια καταγραφή της Μπέρτα Ντούντε από τις 18.6.1948:

«Είναι πολύ ανίσχυρη για να αντισταθεί η θέληση εκείνων των ανθρώπων που λειτουργούν ως διάμεσα, που ανοίγονται δηλαδή απέ­ναντι στον άλλον κόσμο και στην επήρεια του και νιώθουν να ελκύ­ονται από τις αόρατες οντότητες.

Οι δυνάμεις του σκότους ασκούν ιδιαίτερη επίδραση πάνω στο σώμα τους, το οποίο παίρνουν στην κατοχή τους μόλις πάψει να αντιστέκεται η βούληση τους. Το επακόλουθο αυτής της κατοχής εί­ναι ότι αδρανοποιείται σχεδόν η ικανότητα του σκέπτεσθαι, καθώς ο άνθρωπος βρίσκεται σε μία ονειρόμορφη κατάσταση, οπότε δεν εκφέρει τις δικές του σκέψεις αλλά εκείνες της δύναμης που τον έχει κυριεύσει, με τον εντελώς χαρακτηριστικό της τρόπο.

Κατά κάποιο τρόπο είναι μία άλλη ψυχή μέσα στο σώμα του ενώ η δική του η ψυχή κοιμάται και γι’ αυτό, όταν βρεθεί πάλι στην αφυ­πνισμένη κατάσταση, δεν μπορεί να θυμηθεί πιa τίποτα από όσα είπε ή έκανε ο άνθρωπος αυτός.

Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν φέρει ευθύνη γι’ αυτό το χρονικό διάστη­μα, δεδομένου ότι οι πνευματικές δυνάμεις κατοχής είναι ισχυρό­τερες από εκείνον. Παρ’ όλα αυτά οφείλει να προστατευτεί από αυ­τό το βιασμό του εαυτού τον από σκοτεινές δυνάμεις. και ο σωστός τρόπος είναι να αφεθεί στην προστασία των καλών οντοτήτων και του Θεού παρακαλώντας Τον στην προσευχή του να τον προφυλά­ξει από κάθε κακό και πονηρό. Γιατί είναι κακό να κυριαρχείται κάποιος από εκείνες τις πνευματικές δυνάμεις, όπου δεν ορίζει πλέον τις σκέψεις και τις πράξεις του, παρά του επιβάλλονται από μία ξένη δύναμη με ισχυρή θέληση».

Με άλλα λόγια τα διάμεσα έχουν (ακόμη) αδύναμη θέληση, για­τί αλλιώς δεν θα την παρέδιδαν συνειδητά ή ασυνείδητα σε ξένες οντότητες.

Ο πνευματισμός παρουσιάζεται σε πολλές μορφές:

  • ως προσπάθεια επικοινωνίας με ψυχές νεκρών
  • ως ερευνητικός κλάδος της «οριακής» επιστήμης
  • ως φιλοσοφική ή θρησκευτική θεωρία
  • ως θεοσοφία
  • ως προσπάθεια επικοινωνίας με «εξωγήινους»
  • ως θεραπευτική μέθοδος με την βοήθεια των πνευμάτων
  • ως πηγή χριστικών μηνυμάτων

Οι οπαδοί του πνευματισμού τον θεωρούν ως τον πιο σοβαρό α­ντίπαλο του υλισμού και ταυτόχρονα ως ένα κίνημα διαμαρτυρίας απέναντι στις εκκλησίες που αποφεύγουν ως επί το πλείστον την ενασχόληση με τη μεταφυσική.

Από τα παραπόνω καθίσταται σαφές ότι δεν είναι δυνατόν να μιλά κανείς γενικευμένα για τον πνευματισμό, γιατί παρουσιάζει μεγάλες διαφορές, προϊόντα της ιστορικής εξέλιξης και της πολυ­μορφίας του.

Η ιστορική εξέλιξη του πνευματισμού

Αφότου υπάρχουν άνθρωποι είχαν πάντοτε σχέσεις με τον πνευματικό κόσμο. Αρχικά, στην εποχή του Αδάμ, επικοινωνούσαν με ανώτερα πνεύματα τον Θεού, τα οποία τους διοχέτευαν το Λόγο του απευθείας μέσα στις καρδιές τους. Τούτη η πνευματική επικοι­νωνία είχε ωστόσο χαθεί πολύ πριν τον καιρό του Ιησού και αντ’ αυτής καταλάμβανε όλο και μεγαλύτερο χώρο η επικοινωνία ανά­μεσα σε διάμεσα και σε «πνεύματα νεκρών». Μέχρι την ενανθρώπιση του Ιησού δεν υπήρχαν διαφορετικές σφαίρες για τα πνεύματα που αποδημούσαν από τη Γη και όλα βρίσκονταν υποχρεωτικά στον προθάλαμο του κάτω κόσμου. Οι διάφορες σφαίρες δημιουργήθηκαν μετά την κάθοδο του Ιησού εκεί, ανάλογα με το φρόνημα και την ωριμότητα των ψυχών.

Με τον όρο «πνεύματα νεκρών» εννοούνται εκείνα τα πνεύμα­τα που είναι νεκρά πνευματικά καθώς είναι αποκομμένα από τον θεό, και σε αυτά συμπεριλαμβάνονται επίσης οι γήινοι άνθρωποι που αρνούνται συνειδητά την ύπαρξη του.

Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε αμαρτία οδηγεί αναπόφευκτα στην αποκοπή από τον Θεό και τη νεκρική κατάσταση, παρά μόνο η ολοκληρωμένη αμαρτία είναι που φέρνει τον πνευματικό θάνατο (Ε­πιστολή Ιακώβου 1,15).

Άρα μία παρέκκλιση από τον έννομο δρόμο ενός ανθρώπου που αναζητεί συνειδητά τον Θεό είναι απλά ένα παραστράτημα λόγω ανθρώπινης αδυναμίας, χωρίς καταλυτικές συνέπειες στη σχέση τον με το Νομοθέτη. Η αμαρτία διαιωνίζεται μόνο όταν ο δράστης προβαίνει σε μία αντίθεη πράξη εν γνώσει του και χωρίς μεταμέ­λεια, όπως διαβάζουμε στην Μπέρτα Ντούντε: «Αμαρτία είναι η ασέβεια απέναντι στις εντολές Μου και η παράβαση τους. Αμαρτία είναι οτιδήποτε έχει καταστροφικό και μη εποικοδομητικό αποτέλεσμα, ό,τι οφείλεται στο μίσος και δείχνει έλλειψη αγάπης, και επο­μένως, ο κάθε άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί πως είναι κακό και άρα αντίθεο. Αμαρτία είναι να κάνει συνειδητά κάποιος κάτι που αντίκειται στις εντολές Μου… Και η αμαρτία του είναι ακόμη μεγα­λύτερη, όσο περισσότερη επίγνωση έχει τον ότι έχει τη δυνατότητα να αντισταθεί στην αμαρτία και στη δύναμη τον κακού με το να προσευχηθεί και να ζητήσει να του δοθεί η απαραίτητη δύναμη γι’ αυτό το σκοπό. Γιατί τότε η αμαρτία του είναι συνειδητή και έτσι η ενοχή του είναι αντίστοιχα μεγάλη».

Συνεπώς οι πνευματικά νεκροί με την αντίθεη τοποθέτηση τους είναι εχθροί του Θεού, αφού έχουν δεχτεί την κυριαρχία των δυ­νάμεων του κακού και το πνεύμα της αποστασίας κατοικεί εντός τους (Ωσηέ 5,4). Γι’ αυτό λέει στον Ησαΐα 8,19: «Κι όταν σας πουν: “συμβουλευτείτε τα φαντάσματα και τα πνεύματα που μουρμουρί­ζουν και τραυλίζουν” να τους πείτε: “Δεν πρέπει να συμβουλευτεί ο λαός τον Θεό του; Ή πρέπει να ρωτήσει τους νεκρούς για χάρη των ζωντανών;”».

Την προχριστιανική εποχή επομένως η επικοινωνία με «πνεύ­ματα νεκρών» ισοδυναμούσε με εσχάτη προδοσία απέναντι στον Ιεχωβά, αποποίηση της αλήθειας και μίανση της ψυχής. Στο Λευτικό του Μωυσή αυτό λέγεται ευθέως: «Μην προσφεύγετε στους νεκρομάντεις και στους οιωνοσκόπους και μην τους συμβουλεύε­στε για να μην μιανθείτε από αυτούς· γιατί Εγώ, ο Κύριος, είμαι ο Θεός σας! …Και όποιος τους ακολουθεί στην ακολασία, θα στραφώ εναντίον του και θα τον εκδιώξω από το λαό του» (19. 31. 20, 6).

Η επικοινωνία με χαμηλής δόνησης, ακάθαρτα πνεύματα μιαίνει τη ζωτική δύναμη (το «πνεύμα των νεύρων») του ανθρώπου, έ­τσι με τη σειρά της η ψυχή γίνεται ακάθαρτη και ένα πεδίο ανεξέ­λεγκτης δράσης γι’ αυτά τα πνεύματα, με αποτέλεσμα την αποκο­πή από τον Θεό.

Η πιο γνωστή περίπτωση νεκρομαντείας από τη βίβλο είναι η νεκρομάντις της Αενδώρ στην οποία απευθύνθηκε ο βασιλιάς Σαούλ γιατί δεν είχε υπομονή να περιμένει την απάντηση του Ιεχωβά μέσα από προφητείες ή όνειρα και την ασέβεια αυτή την πλήρωσε με το θάνατο το δικό του, των γιων του και τη συντριβή του στρατού του.

Η πρακτική του πνευματισμού συνεχίστηκε και στη μετααποστολική εποχή, όταν διάφορες επιπόλαιες ή παραπλανητικές θεωρήσεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με τη χριστική διδασκαλία. Οι τότε γνωστοί ως «πνευματικοί» λόγου χάρη, δεν είχαν όλοι αφυπνιστεί από το Άγιο Πνεύμα. Πολλοί από αυτούς χρησιμοποιούσαν απλά το μανδύα του «πνευματικού», ενώ στην πραγματικότητα καλλιεργούσαν πνευματιστικές πρακτικές σε αναζήτηση εμπειριών ή αποβλέποντας στον εντυπωσιασμό των συγχρόνων τους π.χ. με την πνευματιστική γλωσσολαλία, όπως φερ’ ειπείν οι Μοντανιστές το 2ο αιώνα μ.Χ. (Μοντανός, Μαξίμιλλα, Πρίσκιλλα, Τερτυλλιανός κ.ά.)

Έτσι καλλιεργήθηκε μία μεγάλη σύγχυση στο χριστιανικό κόσμο, στην οποία συνέβαλαν ιδιαίτερα και οι γνωστικιστές (Σίμων Μάγος, Βασιλείδης, Βαλεντίνος κ.ά.) με τις αντιφατικές διδασκαλίες τους.

Ο πνευματισμός επέζησε και στους επόμενους αιώνες, παρά τη συστηματική και άγρια καμιά φορά καταδίωξη από τις εκκλησίες, με ακραίο παράδειγμα την ιερά εξέταση. Με την επικράτηση του διαφωτισμού και του ορθολογισμού το 18ο αιώνα άρχισε να θεωρείται σαν ένα σύστημα προλήψεων και εξαπάτησης του κόσμου, καθώς όλο και περισσότερες προσωπικότητες του δημόσιου βίου έπαιρναν κριτική θέση απέναντι στα πνευματιστικά φαινόμενα.

Το 19ο αιώνα ωστόσο, σαν αντίδραση στην ανάπτυξη του υλισμού, ο πνευματισμός αναγεννήθηκε από τις στάχτες του, κυρίως με τη συνδρομή ακαδημαϊκών κύκλων αυτή τη φορά. Η αναγέννηση αυτή ξεκίνησε ουσιαστικά με την εφεύρεση της πνευματιστικής αλφαβήτου το 1848 όταν τα ηχηρά σημάδια, δηλαδή τα χτυπήματα με τα οποία εκφράζονται τα πνεύματα, αποκωδικοποιήθηκαν και συστηματοποιήθηκαν. Σαν επακόλουθο οι «μαγνητικοί» και «πνευματιστικοί κύκλοι» άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια στις ΗΠΑ.

Σε αυτή την περίοδο, ενώ το κίνημα γνώριζε παγκόσμια εξάπλω­ση, εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο καθηγητής Ιππόλυτος Ντενισάρ Ριβάιγ (1804-1869), που με το ψευδώνυμο Αλλάν Καρντέκ έγινε πασίγνωστος και απόκτησε εκατοντάδες χιλιάδες οπαδούς με τις δραστηριότητες του.

Ο Καρντέκ ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε την ύπαρξη και τη λειτουργία των φυσικών νόμων που κρύβονται στον πνευματισμό και που κυβερνούν τις σχέσεις μεταξύ του ορατού και του αορά­του κόσμου. Επιπλέον ο Καρντέκ συνέλαβε τη θρησκευτική πλευ­ρά του κινήματος, όπου εκτός από τη θετική στάση που πήρε απέναντι στη θεωρία της μετενσάρκωσης, έμεινε σταθερά στο έδαφος της χριστικής διδασκαλίας.

Στην Αγγλία αρχικά τα πνευματιστικά φαινόμενα έγιναν αντι­κείμενο εξονυχιστικής έρευνας από πολλούς διανοουμένους για να τύχουν τελικά πλήρους αναγνώρισης από την πλευρά τους. Το 1869 η επιφανής «Διαλεκτική Εταιρία» του Λονδίνου όρισε μία τριακοντατριμελή επιτροπή από διανοούμενους, συγγραφείς, πάστορες και δημόσιους υπαλλήλους με σκοπό να ερευνήσουν τα πνευματιστικά φαινόμενα και να τα σβήσουν οριστικά από το χάρ­τη σαν αποκυήματα της ανθρώπινης φαντασίας. Ωστόσο μετά από ενάμιση χρόνο μελέτης και πειραμάτων η επιτροπή παραδέχτηκε επίσημα την ύπαρξη τους πέρα από κάθε αμφιβολία και το πόρι­σμα της ήταν θετικό για τον πνευματισμό. Το 1889 έλαβε χώρα στο Παρίσι το πρώτο συνέδριο των πνευματιστών.

Ο Καρλ φον Ράιχενμπαχ (1788-1869), εφευρέτης της παραφίνης, το 1852 παρουσίασε τη θεωρία της οδυλικής δύναμης, δηλαδή της ζωτικής δύναμης που διαπερνά και ακτινοβολεί μέσα από όλα τα πράγματα και τα έμβια όντα. Η οδυλική ή αιθερική δύναμη, για την οποία μιλούσε επίσης ο ιδρυτής της ομοιοπαθητικής Σάμουελ Χάνεμαν (1755-1830), έγινε αμέσως η κεντρική θεωρία των πνευ­ματιστών, αποκρυφιστών και παραψυχολόγων.

Έτσι, τα φαινόμενα του πνευματισμού που αρχικά θεωρούνταν ταυτόσημα με δεισιδαιμονία και φαντασιοπληξία, αποκτούσαν βαθ­μιαία όλο και μεγαλύτερη αναγνώριση, καίτοι υπήρχαν πάντοτε πολέμιοι τους.

Τα τελευταία εκατό χρόνια με την εξάπλωση του εσωτερισμού και του τεκτονισμού ο πνευματισμός πέρασε σταδιακά στο παρα­σκήνιο, αν και κατά καιρούς εμφανίζονται διάφορα διάμεσα που αποκτούν σύντομα εκατομμύρια οπαδούς. Σε γενικές γραμμές πά­ντως η ποιότητα και η συχνότητα εμφάνισης «δυνατών» μέντιουμ μειώθηκε σε σχέση με την εποχή της ακμής τους. Παράλληλα, ενώ παλαιότερα πλειοψηφούσαν τα μέντιουμ που λειτουργούσαν σε κατάσταση τέλειας ή βαθιάς ύπνωσης ή που έκαναν υλοποιήσεις, με τον καιρό πλήθυναν τα μέντιουμ που λειτουργούν σε κατάστα­ση μερικής η πλήρους εγρήγορσης. Τα διάμεσα αυτά που είτε ομι­λούν τηλεπαθητικά είτε γράφουν καθ’ υπαγόρευση, καταφεύγουν όλο και πιο πολύ σε τεχνικά βοηθητικά μέσα όπως ραδιόφωνα, μαγνητόφωνα ή τηλεοπτικοί δέκτες.

Τη σημερινή εποχή ο πνευματισμός έχει χάσει σχεδόν ολοκλη­ρωτικά την υπόληψη του, αφού το επίπεδο του πέφτει συνεχώς, η κερδοσκοπία, τα λάθη και οι απάτες είναι εμφανή και τα περισσότερα Μ.Μ.Ε. του έχουν κηρύξει ανοιχτά τον πόλεμο επειδή πάρα πολλά νεαρά άτομα επιδίδονται σε αποκρυφιστικές πρακτικές.

Διάκριση των μορφών πνευματιστικής επικοινωνίας

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σταθούμε στη διάκριση των δια­φόρων μορφών πνευματιστικής επικοινωνίας. Χονδρικά διαχωρί­ζονται σε επαφές που γίνονται σε κατάσταση:

α. βαθιάς ή τέλειας ύπνωσης του διάμεσου

β. μερικής ύπνωσης

γ. εγρήγορσης με τηλεπαθητική μεταβίβαση σκέψεων

Σε αυτές τις τρεις κατηγορίες αντιπροσωπεύεται ένα μεγάλο φά­σμα από διάμεσα που γράψουν, μιλούν, ακούν υπεραισθητά, έχουν διόραση, μαντεύουν δια της αφής, μαντεύουν με περισσότερες από μία αισθήσεις, κάνουν αποϋλοποιήσεις, υλοποιήσεις ή άλλες επεμ­βάσεις στην ύλη, θεραπεύουν, έχουν διαισθήσεις, έχουν εμπνεύσεις, έχουν προαισθήσεις κ.λπ. Μια συγγενική μορφή είναι επίσης η υπνοβασία, μόνο που ο υπνοβάτης αναμεταδίδει αυτά που βλέπει ο ίδιος και δεν είναι διάμεσο για άλλα πνεύματα.

Στις επαφές που γίνονται σε κατάσταση βαθιάς ή και τέλειας ύ­πνωσης του διάμεσου, αυτό προσωρινά καταλαμβάνεται ολοκλη­ρωτικά από ένα ξένο πνεύμα, ενώ η δική του η ψυχή εξέρχεται εξ ολοκλήρου από το σώμα. έτσι στην πράξη οι δύο καταστάσεις δεν έχουν ουσιαστική διαφορά μεταξύ τους.

Στην μερική ύπνωση η ψυχή του διάμεσου δεν αποκόβεται ούτε απομακρύνεται τελείως από το σώμα την ώρα που το χρησιμοποιούν άλλα πνεύματα για να εκφραστούν στο γήινο πεδίο.

Ένα διάμεσο που λειτουργεί σε κατάσταση εγρήγορσης καταγράφει ή προφέρει δυνατά τις σκέψεις που του μεταβιβάζουν τη­λεπαθητικά τα πνεύματα μέσω της «φωνής του εγκεφάλου»*. Οι πνευματιστικές ανακοινώσεις που γίνονται σε κατάσταση εγρή­γορσης είναι εύκολο να συγχέονται με τη θεϊκής προέλευσης έμπνευση που εκφράζεται με τη μορφή σκέψεων ή ηχηρού εσωτερι­κού Λόγου μέσα στην καρδιά τον ανθρώπου*.

Το κατώτερο είδος πνευματισμού είναι αυτό όπου καλούνται α­νώριμες ψυχές από το επέκεινα. Πρόκειται ανεξαίρετα για «πνεύ­ματα νεκρών», πνεύματα δηλαδή που είναι αδαή, προσκολλημένα στο γήινο κόσμο και ακόμη μακριά από τον Θεό. Αν και δεν βρί­σκονται στην αλήθεια, δεν είναι όλα τα πνεύματα αυτά κακά ούτε ψεύδονται εσκεμμένα, απλά είναι σε κατάσταση άγνοιας, οπότε α­ντίστοιχες είναι και οι ανακοινώσεις τους. Έτσι εξηγείται η ποιο­τική διαφορά των ανακοινώσεων, αφού κι εκεί δεν είναι διαφορε­τικά από ό,τι στη Γη, όπου τελείως άθεοι άνθρωποι μπορεί να έ­χουν αγαθό και φιλειρηνικό χαρακτήρα.

Τα πνεύματα καλούνται να εκφραστούν στο γήινο πεδίο:

α. μέσα από κάποια βοηθητικά μέσα όπως τραπεζάκι, ραδιόφωνο, μαγνητόφωνο, δέκτη τηλεόρασης, εκκρεμές, ραδιαισθητική ρά­βδο κ.ά.

β. μέσω διαμέσων που βρίσκονται σε βαθιά ή μερική ύπνωση ή σε κατάσταση εγρήγορσης (δηλαδή τηλεπαθητικά).

Ο Αλλάν Καρντέκ ονόμαζε το πρώτο είδος, της χρήσης βοηθητι­κών μέσων, «χυδαίο πνευματισμό», επειδή αποτελεί την πιο πρω­τόγονη μορφή του. Όσον αφορά γενικά τον κατώτερο πνευματι­σμό θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν μπορεί να αποφέρει κανένα πνευματικό όφελος, καθώς τα ανώριμα και προσκολλημένα στο γήινο κόσμο πνεύματα είναι χαμηλού επιπέδου ούτε γνωρίζουν πε­ρισσότερα από ό,τι οι άνθρωποι στη Γη. Η διαδικασία κατά την ο­ποία ένα πνεύμα μιλά μέσα από ένα διάμεσο είναι συνήθως έξω από κάθε έλεγχο, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανένας ελεγκτής ή καθοδηγητής που να ελέγχει εντεύθεν ή εκείθεν, ούτε δυνατότητα ελέγχου της ποιότητας του πνεύματος.

Αναμφίβολα υπήρξαν επίσης άτομα που, ενώ πριν δεν πίστευαν στη μεταθανάτια ζωή, άλλαξαν γνώμη χάρη στον κατώτερο πνευματισμό. παρ’ όλα αυτά το βασικό γεγονός παραμένει ότι αφενός δεν προσφέρει πνευματική άνοδο στην ψυχή και αφετέρου οι κίνδυνοι που ενέχονται είναι πολύ μεγάλοι.

Κατά πρώτον οι παρευρισκόμενοι σε μία πνευματιστική συγκέντρωση (σεάνς) και ιδίως το ίδιο το μέντιουμ χάνουν ένα αναντικατάστατο μέρος από τη ζωτική τους δύναμη, πράγμα που οδηγεί εξασθένισή της. Η εξασθένιση αυτή είναι δυνατό να επηρεάσει την υγεία αρνητικά με σωματικά ή ψυχικά συμπτώματα όπως διαταραχές της νοητικής λειτουργίας, καταθλίψεις, έμμονες ιδέες, μανία καταδίωξης, σχιζοφρένεια, καταληψία και σοβαρές διαταραχές της προσωπικότητας.

Σίγουρα ο κατώτερος πνευματισμός γίνεται με την ανοχή του Θεού αλλά όχι με την ευλογία του, καθώς τέτοιου είδους συνδέσεις συνεπάγονται μία ψυχική ρύπανση του ασχολούμενου. Επιτρέπονται μεν επειδή αποτελούν μία επιπλέον γέφυρα για εκείνους τους ανθρώπους που σε όλα ζητούν αποδείξεις, ωστόσο οι «εκζητούντες τον θεό» δεν την χρειάζονται για να βρουν τη μακαριότητα.

Ο ανώτερος πνευματισμός, ή πνευματοκρατία ή αλλιώς σπιριτουαλισμός διακρίνεται σε μεταφυσικό, ψυχολογικό και ηθικο-κοινωνικό. Βασιζόμενος στα δεδομένα της έρευνας του επέκεινα ο ανώτερος πνευματισμός τα χρησιμοποιεί για να αναπτύξει μία συγκροτημένη κοσμοθεωρία. Η κοσμοθεωρία αυτή δεν είναι θεωρητικής φύσης, παρά στηρίζεται κατά κύριο λόγο στις γνώσεις που μεταδίδουν τα πνεύματα. Εξυπακούεται ότι οι πνευματιστές, προσπαθούν να αποσπάσουν τις γνώσεις αυτές από τις ανώτερες και ανώτατες σφαίρες των κόσμων των πνευμάτων. Στην κορυφή της κλίμακας βρίσκονται τα πνεύματα στα οποία απευθύνεται ο χριστιανικός πνευματισμός, όπου αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην επικοινωνία με τα πιο μεγάλα, γνωστά ονόματα του χριστιανισμού, γεγονός που βέβαια επιφυλάσσει, πολλές παγίδες και εξαπατήσεις για τους πνευματιστές αυτούς.

Ως επί το πλείστον στον ανώτερο πνευματισμό τα διάμεσα συνδέονται με πνεύματα που έχουν κατακτήσει ένα ορισμένο επίπεδο ω­ριμότητας αλλά δεν έχουν βρει ακόμη το πλήρες φως. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το ποιόν των πνευμάτων που περιβάλλουν τους ανθρώπους και επικοινωνούν μαζί τους εξαρτάται από τη βούληση και την ψυχοσύνθεση των ίδιων. Τα πνεύματα αυτά μπορούν να α­ποκαλύψουν μόνο όσα γνωρίζουν, τα οποία στην πλειοψηφία τους είναι ήδη γνωστά στη Γη. Αλλιώς είναι υποχρεωμένα να απευθυν­θούν σε ανώτερα τους πνεύματα από υψηλότερες σφαίρες για να πάρουν διδασκαλία από αυτά και στη συνέχεια να τη μεταδώσουν μέσω των μέντιουμ στους ανθρώπους. Τα αγγελικά και φωτεινά πνεύματα όμως δεν εκφράζονται ποτέ μέσω διαμέσων.

Τα ερωτήματα που θέτονται είναι συνήθως γενικού, μη προσω­πικού χαρακτήρα, αφορούν δηλαδή περισσότερο θέματα ηθικής, φιλοσοφικής αναζήτησης ή πνευματικών επιστημών. Οπωσδήποτε δεν μπορούν να χαραχθούν σαφή όρια μεταξύ τους γιατί και τα θέ­ματα είναι ανεξάντλητα και οι ποιοτικές διαφορές πολλές. Όσον αφορά ειδικά τη διαφορά του ανώτερου πνευματισμού από το χρι­στιανικό πνευματισμό, αυτή έγκειται απλά στο ότι ο πρώτος δεν εμφανίζει ένα θρησκευτικό ή χριστοκεντρικό υπόβαθρο αλλά και η εξωτερική μορφή των μεταδόσεων μπορεί να διαφέρει.

Πολλές πηγές του εσωτερισμού ανήκουν στο χώρο του ανώτερου πνευματισμού αν και γενικά δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί η προέλευση της εκάστοτε πηγής. Επιπλέον, ισχύει και εδώ, όπως στον κατώτερο πνευματισμό, το ενδεχόμενο να εκδηλώνεται, με­ταμφιεσμένα ένα πνεύμα που θέλει να παραπλανήσει, να κοροϊ­δέψει ή ακόμη και να κάνει κακό- άλλωστε ούτε εδώ υπάρχει δυ­νατότητα ελέγχου των μεταδόσεων, είτε από την πλευρά αυτού του κόσμου είτε από του άλλου.

Στις περισσότερες περιπτώσεις συν τοις άλλοις, από τους παρευ­ρισκόμενους σε μία σεάνς και ιδίως από το μέντιουμ, αφαιρείται ένα μέρος της οδυλικής ή ζωτικής δύναμης τους, η οποία σπάνια ε­πιστρέφεται και μάλιστα όχι καθαρή, ανάλογα με το βαθμό ωρι­μότητας του πνεύματος που έχει το λόγο. Εκτός αυτού, με τον και­ρό μπορεί επίσης να επικρατήσει σύγχυση στη σκέψη των ανθρώπων και να οδηγηθούν σε λάθος δρόμους, εφόσον το περιεχόμενο των μεταδόσεων αποκλίνει από τη θεϊκή αλήθεια.

Ο «χριστιανικός πνευματισμός» βασίζεται επίσης στην επικοινωνία μεταξύ πνευμάτων αφενός και διαμέσων αφετέρου, που πιστεύουν μεν στον Χριστό αλλά δεν έχουν αναγεννηθεί πνευματικά ούτε έχουν προχωρήσει αρκετά. γιατί αλλιώς θα είχαν ή να αναζητούσαν τη σύνδεση μαζί του και με τον πνευματικό κόσμο μέσα στην καρδιά τους. Παρ’ όλο λοιπόν που συνήθως προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι πρόκειται για πνεύματα ταυ Θεού ή αγγελικές οντότητες που μεταδίδουν τις γνώσεις τους σε ένα διάμεσο, αυτό δεν είναι -ακόμη- αλήθεια.

Μία ιδιαιτερότητα του χριστιανικού πνευματισμού είναι ότι οι συμμετέχοντες σε μία συγκέντρωση δεν καλούν υπερκόσμια πνεύματα να εκδηλωθούν, αλλά οι μεταδόσεις συνήθως γίνονται σε μία ατμόσφαιρα κατανυκτικής σιωπής. Εξυπακούεται, ότι η προσευχή στον Χριστό και μία αψεγάδιαστη στάση ζωής τού διάμεσου είναι, εκ των ων ουκ άνευ για να εξαλειφθεί ο κίνδυνος εξαπάτησης από κακά πνεύματα. Γι’ αυτό, όταν εξετάζει κανείς ένα τέτοιο διάμεσο θα πρέπει, να ελέγξει εξονυχιστικά όχι μόνο τα λεγόμενά του αλλά και την πορεία του στη ζωή, ειδικά δε αν μαρτυρεί φιλαυτία, έπαρση, αυτοπροβολή, υλιστικές τάσεις και επιθυμίες κ.τ.ό. Γιατί ιδιαίτερα στις ημέρες της τελευταίας εποχής το κακό μασκαρεύεται με το μανδύα της αγάπης, της ευσέβειας και του ανθρωπισμού. Έτσι δεν διστάζει ούτε να παρουσιαστεί με το όνομα του Ιησού Χριστού ή με κάποιο κατά προτίμηση από τα μεγάλα ονόματα, επειδή συνήθως οι άνθρωποι δεν τολμούν να αμφισβητήσουν τέτοιες διαμηνύσεις. Γι’ αυτό πρέπει κανείς να ελέγχει εάν σε συνδυασμό με τη διδασκαλία της αγάπης προβάλλεται επίσης στο επίκεντρο των μεταδόσεων ο Ιησούς Χριστός, καθώς και το θεϊκό σχέδιο για τη λύτρωση και την τελείωση της ανθρωπότητας.

Οι πιθανές μικρές αποκλίσεις μεταξύ των διαφόρων μεταδόσεων δεν σημαίνουν απαραίτητα ότι πρόκειται για πλάνες. Αλλά όταν παρουσιάζουν πολύ μεγάλες αντιφάσεις με τον παλαιό και νέο Λόγο του Θεού, ενώ παράλληλα έχουν την αξίωση να θεωρηθούν θεϊκές αλήθειες, τότε θα πρέπει να υποβάλλονται σε ιδιαίτερα αυστηρό έλεγχο.

Εννοείται ότι στις πνευματιστικές επαφές βασικό ρόλο για να διεξαχθεί όσο γίνεται πιο αξιόπιστα και ακίνδυνα η όλη διαδικασία παίζει επίσης η πνευματικότητα και η αγάπη για την αλήθεια του διάμεσου, όπως και των παρευρισκομένων.

Το πνεύμα των νεύρων

Όπως αναφέρθηκε ακροθιγώς προηγουμένως σε αυτό το κεφά­λαιο, οι επαφές με πνεύματα του άλλου κόσμου δεν είναι δυνατόν να γίνουν χωρίς τη μεσολάβηση του «πνεύματος των νεύρων». Το πνεύμα αυτό, που ο Λόρμπερ το ονομάζει επίσης «αιθέρα του αί­ματος», συνδέει το σώμα με την ψυχή και επιπλέον σχηματίζει ένα πεδίο γύρω από τον άνθρωπο, μία πνευματική ατμόσφαιρα ή ακτι­νοβολία, την «εξωτερική ζωτική σφαίρα» και την «εξωτερική ζωτι­κή δύναμη της».

Αυτή η σφαίρα είναι μία ακτινοβολία της ψυχής που αυξάνεται κατ’ αναλογία προς το βαθμό ωριμότητας ενός ανθρώπου, ώστε σε έναν που έχει αναγεννηθεί πνευματικά είναι σχεδόν απέραντη.

Προκειμένου να γίνουν αντιληπτά από τους ανθρώπους τα υπερκόσμια πνεύματα κάνουν χρήση της «εξωτερικής ζωτικής σφαί­ρας». μέσω αυτής της δύναμης το περιβάλλον και τα αντικείμενα. όπως μαγνητόφωνα, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα κ.λπ. «φορτίζονται» έτσι που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από αυτά τα πνεύματα.

Καθοριστικό ρόλο εδώ παίζει η «χαλαρότητα» του «πνεύματος των νεύρων», καθώς είναι αυτή που προσδίδει σε έναν άνθρωπο την ιδιότητα του διάμεσου. Παρ’ όλο που σε εσωτερικούς κύκλους επιδιώκεται η απόκτηση της ιδιότητας αυτής, δεν είναι αξιοζήλευ­τη στην πραγματικότητα, γιατί συνήθως συνεπάγεται αρκετά άλλα μειονεκτήματα στην καθημερινή ζωή. Άλλωστε το άνοιγμα αυτό που σηματοδοτεί μία αντίστοιχη κατεύθυνση (ή αστάθεια) της βού­λησης, επιτρέπει σε ανώριμα και κατώτερα πνεύματα να ταλαιπωρήσουν ευεπηρέαστα άτομα.

Όπως ειπώθηκε ήδη, η μεσολαβητική δύναμη μεταξύ ανθρώπων και πνευμάτων είναι το πνεύμα των νεύρων. Ταυτόχρονα αυτό συ­νιστά το συνδετήριο κρίκο μεταξύ ψυχής και σώματος, δεδομένου ότι αυτά τα δύο μέρη, αν και στη Γη εμφανίζουν μία ενότητα, δεν μπορούν να έχουν άμεση επαφή, επειδή πρόκειται για δύο αντίθε­τες πολικότητες πνεύματος και ύλης. γι’ αυτό χρειάζεται η κατά το ήμισυ πνευματική και κατά το ήμισυ υλική δύναμη του πνεύματος των νεύρων, μέσω του οποίου το σώμα με τις πέντε αισθήσεις του μπορεί vu αντιληφθεί τη περιβάλλον. Η ψυχή είναι που δίνει τη ζωή στο σώμα που από μόνο του είναι άψυχο. Η πηγή πάλι της δύναμης του πνεύματος των νεύρων όπως και της ψυχής είναι το ανθρώπινο πνεύμα, το οποίο επιδρώντας στα πνεύματα της ύλης που είναι φυλακισμένα ακόμη μέσα στο σώμα, προκαλεί συνεχώς τη διάλυση και την πνευματοποίησή τους. Σύμφωνα με το Λόρμπερ («Μ.Ε.Ι.» Χ 209, 45) το πνεύμα των νεύρων παράγεται, στο δωδεκαδάκτυλο μέσω της αποσύνθεσης και της ζύμωσης της τροφής. Η αιθέρια ουσία που προκύπτει χρησιμεύει στη ζωογόνηση των νεύρων και επίσης μέσω της σπλήνας, ως αιμοποιητικού οργάνου, ακολουθεί ένα «μυστικό δρόμο» προς την καρδιά για να ζωογονήσει την ψυχή.

Ως εκ τούτου το πνεύμα των νεύρων ζωογονεί επίσης το σώμα, το οποίο διατηρείται, στη ζωή όσο συνδέεται με την ψυχή μέσω του «αιθερικού ζωτικού συνδέσμου» (τον οδυλικό ή αστρικό σύνδεσμο, το «αργυρούν σχοινίον» στον Εκκλησιαστή 12,6 του Σολομώντα). Έτσι, παρ’ όλο που η ψυχή στο βαθύ ύπνο π.χ. απομακρύνεται από το σώμα, δεν επέρχεται ο θάνατος του σώματος, επειδή το πνεύμα των νεύρων παραμένει πλήρως συνδεδεμένο με την ψυχή μέσω του πνευματικού συνδέσμου εν είδει λώρου. Επίσης στην τοπική ή ολική νάρκωση η αναισθησία του σώματος οφείλεται στο ότι ένα μέρος του ή ολόκληρο το πνεύμα των νεύρων ναρκώνεται με τον αιθέ­ρα, με αποτέλεσμα να διακόπτεται λίγο ως πολύ η σύνδεση του με το σώμα*. Οι αναισθησιολόγοι προσέχουν ώστε η δόση να μην υπερβεί κάποια όρια, διότι τότε θα γινόταν ανεξέλεγκτη η «τάση φυγής» της ψυχής, οπότε θα επερχόταν ο θάνατος του ασθενή. Έ­να παρόμοιο φαινόμενο είναι επίσης ο εθισμός στο αλκοόλ, καθώς τόσο το νευρικό πνεύμα όσο και η ψυχή ως αιθερικές ουσίες στην περίπτωση της εξάρτησης από μία ουσία ζητούν να κορεστούν με αιθέρα με τον οποίο συγγενεύουν. Αυτό ο άνθρωπος το αισθάνε­ται σαν μία κατάσταση μέθης ή διεύρυνσης της συνείδησης, πράγ­μα που μπορεί να οδηγήσει επίσης σε «τάση φυγής» της ψυχής με πιθανό επακόλουθο τη νευρική κατάρρευση και το θάνατο.

Το νευρικό πνεύμα ως «νευρικός αιθέρας» διαποτίζει όλο το σώ­μα και μπορεί να μετρηθεί ραδιαισθητικά, είναι ορατό μέσω της αύρας και μπορεί να φωτογραφηθεί με τη μέθοδο Κίρλιαν προκει­μένου π.χ. να διαγνωστεί μια πάθηση. Η φωτογραφία και η δια­γνωστική μέθοδος Κίρλιαν είναι, όπως άλλωστε ο βελονισμός και η ομοιοπαθητική, αμφισβητούμενες, για το λόγο ότι. υπερβαίνο­ντας τα όρια του υλικού κόσμου και της παραδοσιακής επιστήμης, εκτείνονται σε ένα εν μέρει τουλάχιστον πνευματικό κόσμο.

Ωστόσο όποιος αμφισβητεί αυτές τις ημιπνευματικές επιστήμες επειδή τις συγχέει με τον αποκρυφισμό, θα πρέπει να διαλογιστεί πάνω στο γεγονός ότι η ζωτική δύναμη του ανθρώπου και της ψυ­χής του δεν εξασφαλίζεται μόνο μέσω της τροφής, γιατί είναι γνω­στό ότι «ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με το ψωμί» (Κατά Ματθαίο 4, 4 – Κατά Λουκά 4, 4).

Ο λόγος που για να λάβουν χώρα πνευματιστικές επαφές χρειά­ζεται η μεσολάβηση του νευρικού πνεύματος οφείλεται στο ότι στο υπερπέραν τα πνεύματα δεν διαθέτουν πια τη δύναμη αυτή γιατί απλά η ψυχή δεν συνδέεται πια με το σώμα.

Στον άλλο κόσμο την εξωτερική μορφή και το ένδυμα της ψυχής α­ποτελεί κατά το λορμπερικό όρο το «αιθερικό πνεύμα του σώματος» που αντικαθιστά το νευρικό πνεύμα και είναι η μεταθανάτια εξέλιξη του. Για το λόγο αυτό για να επικοινωνήσουν οι ψυχές από τον άλλο κόσμο με τους ανθρώπους στο υλικό επίπεδο χρειάζονται το νευρικό πνεύμα. Επειδή λοιπόν αυτό είναι κατά το ήμισυ μία υλικής φύσης δύ­ναμη, ως εκ τούτου οι πνευματιστικές διασυνδέσεις προφέρουν ένα πεδίο όπου μπορεί να δράσει επίσης ο παράγοντας του κακού, δεδο­μένου ότι ο υλικός κόσμος είναι ο χώρος της εξουσίας του, την οποί­α ούτε ο Θεός με την παντοδυναμία του δεν του την περιορίζει. Εκεί αντίθετα όπου δρα η ενέργεια του Θεού, όπου δηλαδή συντελείται μί­α καθαρή πνευματική σύνδεση του θεϊκού σπινθήρα του ανθρώπου με το Άγιο Πνεύμα, ο παραπάνω κίνδυνος αποκλείεται.

Ο πνευματικός ή θεϊκός σπινθήρας

Μερικοί χριστιανοί περιορίζοντας την αποκάλυψη του Θεού μό­νο στη Βίβλο, ισχυρίζονται, ότι εφόσον εκεί δεν γίνεται λόγος για ένα πνευματικό, θεϊκής προέλευσης σπινθήρα μέσα στην (ψυχική) καρδιά του ανθρώπου, άρα αυτή είναι μία έννοια που δεν ενδιαφέρει το χριστιανικό κόσμο. Λαμβάνοντας υπόψη μόνο το γράμμα της Γραφής αυτό είναι σωστό, όχι όμως και με την πνευματική έννοια καθώς ο ίδιος ο Χριστός είχε υποσχεθεί στους μαθητές του και κατ’ επέκταση μέσω εκείνων σε όλους τους μετέπειτα ακολούθους του: «Έχω πολλά ακόμη να σας πω, αλλά δεν μπορείτε να τα αντέξετε ακόμη. Όταν έρθει εκείνος όμως, το Πνεύμα της αλήθειας θα σας εισάγει σε όλη την αλήθεια» (Κατά Ιωάννη 16, 12-13).

Με το ίδιο σκεπτικό καταρρίπτεται επίσης και ένα άλλο επιχείρημα που λέει ότι το Άγιο Πνεύμα δόθηκε πράγματι μεν την Πεντηκοστή, όμως οι απόστολοι δεν δίδαξαν για ένα πνευματικό σπινθήρα. Και εδώ επίσης η ερμηνεία πρέπει να αναζητηθεί πνευματικά και όχι στο κατά λέξη κείμενο, γιατί αναμφισβήτητα είναι λάθος να θεωρηθεί ότι η υπόσχεση αυτή του Ιησού αφορούσε μία χάρη που προσφέρθηκε εκείνη τη μία και μοναδική φορά και οπό­τε το Πνεύμα του Θεού εξάντλησε όλα όσα είχε να αποκαλύψει στους ανθρώπους. Η περιορισμένη αυτή αντίληψη για την ενέργεια του θείου Πνεύματος έβλαψε σε μεγάλο βαθμό τη χριστιανική κοινότητα, αφού ούτε η προφητεία, ούτε ο θείος Λόγος, ούτε η έκχυση του Αγίου Πνεύματος στις διάφορες εκφάνσεις του μπορεί να περιοριστεί χρονικά. Είναι σαφές ότι το θεϊκό Πνεύμα θα έρ­χεται πάντοτε στους ανθρώπους εκείνους που επειδή ζουν έμπρακτα την αγάπη γίνονται σκεύη για να χυθεί μέσα τους.

Υπάρχουν βέβαια και σήμερα πολλοί που πιστεύουν στη συνεχή χαρισματική ενέργεια του Θεού, όπως π.χ. οι χριστιανοί στις πεντηκοστιανές κοινότητες. Όμως με το που προσεύχονται να λά­βουν το Άγιο Πνεύμα αποδεικνύουν ότι δεν γνωρίζουν το γεγονός πως το Πνεύμα του Θεού κατοικεί ήδη μέσα τους, αφού «η αγάπη του έχει χυθεί μέσα στις καρδιές μας» (Προς Ρωμαίους 5,5).

Γιατί με την πίστη μπορεί ο Χριστός να κατοικήσει στην καρδιά του εσωτερικού ανθρώπου (Προς Εφεσίους 3,17). οπότε το Πνεύμα του κατοικεί μέσα του και ο ίδιος είναι «ναός ταυ Θεού» (Προς Κορινθίους Α’3,16-17.6,19).

Μπορεί λοιπόν η Βίβλος να μην κατονομάζει έναν πνευματικό σπινθήρα, αλλά από την άλλη τονίζει με έμφαση ότι το Πνεύμα του Θεού κατοικεί στις καρδιές των ανθρώπων μόνο και σε κανένα άλλο δημιούργημα. Και δεν μπορεί παρά να αποτελεί ουσιαστικά παρερμηνεία η δοξασία ότι το σώμα και το αίμα του Χριστού περιέχονται πραγματικά και αυτούσια στον άρτο και στο κρασί της θείας Κοινωνίας. Αναμφισβήτητα ο Ιησούς Χριστός είναι παρών στη θεία κοινωνία, γεγονός που δεν το αμφισβητούν οι νέες αποκαλύψεις αλλά ασφαλώς μόνο μέσα στις καρδιές αυτών που τον πιστεύουν και όχι μέσα στη νεκρή ύλη. Είναι άλλωστε παράδοξο ότι από μια πλευρά ειδικά οι φονταμενταλιστές χριστιανοί καταδικάζουν, αυστηρά τον πανθεϊσμό, δηλαδή την ύπαρξη του Θεού μέσα στη νεκρή ύλη, και από την άλλη με τη διδασκαλία της μετάληψης της σάρ­κας και του αίματος του τον επιβεβαιώνουν, ενώ αρνούνται από την άλλη ότι το θείο Φως κατοικεί μόνο μέσα στην ανθρώπινη καρδιά. Και αυτό το φως πρέπει να έχει επίσης ένα σπινθήρα στον πυρήνα του, μία φλόγα που να φωτίζει και να καθοδηγεί την ψυχή στις δύσκολες αναβάσεις της σε αυτό τον κόσμο.

Αλλά οι άνθρωποι σήμερα δεν γνωρίζουν καν τι είναι η ψυχή, τη στιγμή που πιστεύουν ότι η σάρκα αποτελεί ένα μέρος της που θα αναστηθεί στη «Δευτέρα Παρουσία». Και όλα αυτά δείχνουν πο­σό βαθιά έχει βυθιστεί στην ύλη της σάρκας η σημερινή ανθρωπό­τητα και πόσο νεκρή είναι πνευματικά, αφού ακόμα και οι πνευματικοί ταγοί της, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν ξέρουν για τα βασι­κά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης.

Για τους μυστικιστές των περασμένων αιώνων ο θεϊκός σπινθή­ρας δεν ήταν μία άγνωστη έννοια και κατέθεσαν πολλές μαρτυρίες για αυτόν. Ο Μάιστερ Έκχαρτ (δομηνικανός ηγούμενος 1260-1327/28) λέει ότι «αυτό που διαχωρίζεται από το χονδροειδές στοιχείο και ενώνεται με τον Θεό είναι ο μικρός σπινθήρας στην ψυχή… ο σπινθήρας αυτός βρίσκεται περισσότερο στην αλήθεια από ό,τι όλα μαζί όσα μπορεί να μάθει ο άνθρωπος…. Ο Θεός έχει γεννήσει προηγουμένως κάτι που ήταν αδημιούργητο και αυτό είναι ο σπινθήρας… Η ψυχή έχει κατιτίς μέσα της, ένα μικρό σπινθήρα χάρη στον οποίο έχει την ικανότητα της γνώσης και ο οποίος δεν σβήνει ποτέ…»

Η Τερέζα της Άβιλα, καθολική εκκλησιαστική διδασκάλισσα και μεταρρυθμίστρια (1515-1582) γράφει στο «Εσωτερικό Κάστρο» (Το έκτο διαμέρισμα κεφ. 4): «Υπάρχει ένα είδος έκστασης όπου, ενώ η ψυχή αισθάνεται να την έχει αγγίξει ένας Λόγος του Θεού (που τον θυμάται εκείνη την ώρα ή τον έχει ακούσει, ακόμη και εκτός προσευχής), φαίνεται ότι η Μεγαλειότητα Του ο Θεός κάνει τον σπινθήρα από το εσωτερικό της ψυχής να μεγαλώσει και να γίνει φλόγα· σε αυτό Τον παρακινεί η ευσπλαχνία Του επειδή βλέπει την ψυχή να βασανίζεται τόσο καιρό από τη λαχτάρα της γι’ αυτόν». Και ο Γιάκομπ Μπαίμε (χριστιανός θεοσοφιστής 1575-1624) λέει: «Και ενώ πάλευα με τον εαυτό μου, ο Θεός με συνέδραμε και ένα θαυμάσιο φως άναψε στην ψυχή μου».

Αυτά είναι τρία μόνο από τα πολλά βιωμένα παραδείγματα των μυστικιστών. Είναι προφανές λοιπόν ότι αντίστοιχα με τη δύναμη της αγάπης του κάθε ανθρώπου ο θεϊκός σπινθήρας του θα είναι είτε φωτεινός σε διάφορους βαθμούς είτε σκοτεινός, «υπό το μόδιον», και σβησμένος σαν νεκρός.

Για να γίνει καλύτερα κατανοητό τι εννοείται με αυτό το θεϊκό σπινθήρα στην καρδιά της ανθρώπινης ψυχής θα ακολουθήσουν σχετικά αποσπάσματα από εσωτερικές αποκαλύψεις στην Μπέρτα Ντούντε: «Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη παίρνει καταρχάς ζωή από τον πνευματικό Μου σπινθήρα, την πνοή Μου. αυτός είναι ένα μέρος από Μένα που τοποθετείται μέσα στον άνθρωπο στην αρχή της εν­σάρκωσης του και εκεί υπνώττει περιμένοντας την αφύπνιση του. Και από τη στιγμή που ο άνθρωπος αφυπνίσει χάρη στην αγάπη τον αυτό τον πνευματικό σπινθήρα που είναι μέρος του εαυτού Μου, το πλάσμα Μου αυτό γίνεται θείο». «Από την ίδια στιγμή που φτάσατε σε αυτή τη Γη ως άνθρωποι ήρθα κιόλας κοντά σας. Έβαλα μέσα σας ένα πολύ μικρό σπινθήρα από το θείο Πνεύμα Μου, ένα μικρό σπινθήρα αγάπης, που οφείλει να μεγαλώσει για να γίνει μία φλόγα, με χρέος να ενωθεί πάλι με το πυρ της Αιώνιας Αγάπης Μου.

Αυτός ο σπινθήρας Θεού στο εσωτερικό σας είναι που σας δίνει τη σφραγίδα του θεϊκού πλάσματος εφόσον τον αφήσετε να εκδηλωθεί και μπορεί να εκδηλωθεί μέσα σας όταν μεταμορφωθείτε σε όντα αγάπης. …Ουδέποτε θα βρίσκατε το δρόμο της επιστροφής κοντά Μου εάν δεν σας είχα δώσει ένα μικρό σπινθήρα του θείου Πνεύματος Μου, της αιώνιας Αγάπης Μου, για να σας συνοδεύει στη γήινη ζωή σας…. Και αυτός ο σπινθήρας ζει εντός σας αλλά μέ­νει σιωπηλός μέχρι που εσείς οι ίδιοι με τη βούληση σας να του δώσετε την ελευθερία να εκφραστεί και τότε εκφράζομαι Εγώ ο Ίδιος μέσα σας. Τότε έχετε εκπληρώσει το σκοπό της ζωής σας που με­ταμορφώνεται σε μία αδιάκοπη προσευχή με την οποία Με ευχα­ριστείτε και Με δοξάζετε».

«…Το πνεύμα του Θεού είναι εμφυτευμένο στον κάθε άνθρωπο, όμως δεν αφυπνίζει ο καθένας αυτό το πιο πολύτιμο που έχει και έτσι η ζωή του παραμένει μία αποτυχία καθώς δεν σημειώνει καμία πρόοδο. γιατί χωρίς την αφύπνιση του θεϊκού πνεύματος στο εσω­τερικό του δεν μπορεί να λάβει χώρα η ένωση με το Πνεύμα τον Πα­τέρα, που είναι ο μοναδικός σκοπός της γήινης ζωής».

«…Ο θεϊκός σπινθήρας στην καρδιά είναι το φως που πρέπει να ανάψετε μέσα σας για να σας φωτίσει εσωτερικά ώστε να φτάσετε στην καθαρή γνώση. Η αγάπη μόνο ανάβει το φως, η αγάπη μόνο αφυπνίζει το θεϊκό πνεύμα που ως ένας σπινθήρας της Αιώνιας Αγά­πης σάς εμφυτεύτηκε από το προαιώνιο Πνεύμα του Πατέρα για να απλωθεί και να κατακλύσει ολόκληρο τον άνθρωπο και έτσι να συ­νενωθεί πάλι με το Προαιώνιο Φως, το Πυρ της Αγάπης που υ ίδιος ο Θεός ακτινοβολεί στο άπειρο. Η Αιώνια Αγάπη δεν διαιρείται! Οτι­δήποτε αποτελεί μία εκδήλωση αγάπης είναι αυτή η ακτινοβολία του Θεού που περικλείει τα πάντα. οπουδήποτε καλλιεργείται η α­γάπη βρίσκεται ο Θεός αυτοπροσώπως, μια που η αγάπη δεν μπο­ρεί ποτέ να υφίσταται εκτός Θεού, αφού είναι η πρωταρχική, προ­αιώνια Ουσία του Εαυτού Του». «…Κάθε άνθρωπος φέρει μέσα του το θεϊκό σπινθήρα που είναι μέρος του Εαυτού Μου, καθώς ως προς το προαιώνιο στοιχείο Μου είμαι αγάπη. Επομένως μέσα σας έχε­τε ένα μικρό σπινθήρα θεϊκής αγάπης, που είναι αδιάρρηκτα συν­δεδεμένος μαζί Μου, την πρωταρχική Πηγή της δύναμης της Αγά­πης. Ο σπινθήρας αυτός σιγοκαίει στο εσωτερικό σας όταν αρχίζε­τε ως άνθρωποι την πορεία στη Γη και μπορείτε να τον κάνετε να γίνει μία τεράστια ολοφώτεινη φλόγα. Μέσα στη φωτεινή λάμψη τού­της της φλόγας δεν μένει πια τίποτα αόρατο γιατί αυτή φωτίζει τα πάντα και μπορεί να διαπεράσει τελείως τον άνθρωπο, ώστε να βρε­θεί στην τέλεια γνώση, όπως ήταν στην αρχή, όταν εκπορεύτηκε α­πό Μένα ως μία ακτίνα αγάπης και ήταν ένα τελειότατο ον.

… Εκείνος που βάζει φωτιά στο θεϊκό του σπινθήρα δεν χάνεται
πια καθώς βρίσκεται ήδη στο χώρο του Φωτός της Αγάπης μου».

«Εσείς οι άνθρωποι επικαλείσθε συχνά να σας έρθει το «Άγιο Πνεύμα» αλλά δεν ξέρετε ότι αυτό είναι μέσα σας και ότι εξαρτάται μόνο από την ελεύθερη θέλησή σας το να μπορέσει να σας εκδηλωθεί. Το πνεύμα σας είναι ένα μέρος από Μένα, αδιάρρηκτα δεμένο με το Πνεύμα του Πατέρα, πρόκειται δηλαδή για ένα θεϊκό σπινθήρα, με τον οποίο εφοδιάστηκε η ψυχή σας όταν ενσαρκώθηκε ως άνθρωπος σε αυτή τη Γη. Ή με άλλα λόγια, κάποτε εκπορευθήκατε από Μένα σαν μία ακτινοβολία της αγάπης Μου και ως εκ τούτου είσαστε από την ίδια πρωταρχική ουσία όπως Εγώ.

Αυτός ο σπινθήρας αγάπης είναι επομένως μία ακτινοβολία του Εαυτού Μου, δηλαδή μία ακτινοβολία που εκπέμπει το Πνεύμα Μου στη ψυχή σας, που όμως χρειάζεται τη δική σας θέληση για σας ζωντανέψει πραγματικά. Άρα όλοι σας διαθέτετε εσωτερικά ένα πνευματικό σπινθήρα, δηλαδή ένα μέρος από τον Εαυτό Μου.

Κατά συνέπεια δεν χρειάζεται να «σας έρθει το Πνεύμα», αφού είναι μέσα σας. Για να εκδηλωθεί όμως, πρέπει να του δώσετε εσείς τη δυνατότητα ζώντας με αγάπη στην πράξη, επειδή το ίδιο δεν επιβάλλεται ούτε σας επηρεάζει με κανένα τρόπο παρά τη θέλησή σας.

Επομένως μπορείτε ανά πάσα στιγμή να αφυπνίσετε και να ζωντανέψτε το πνεύμα μέσα σας, όμως κανείς δεν σας το επιβάλλει. Προσευχόμενοι ωστόσο να σας έρθει το Άγιο Πνεύμα, αποδεικνύεται αγνοείτε πώς έχουν στην ουσία τους τα πράγματα. Και επιπλέον αποδεικνύετε ότι έχετε, δημιουργήσει μία λαθεμένη έννοια, αφού ουσιαστικά το προσωποποιείτε και το επικαλείσθε σαν να ήταν ένα ον».

Επίσης στις αποκαλύψεις τον Γιάκομπ Λόρμπερ υπάρχουν πολυάριθμα σημεία όπου γίνεται λόγος για το θεϊκό σπινθήρα πνεύματος αγάπης. Καταρχάς σημειώνεται ότι είναι άφθαρτος και ότι η μυστική ένωσή του με το Πνεύμα του Πατέρα μέσα στην καρδιά της ψυχής που συντελείται χάρη στην αγάπη για τον Θεό και Μη άνθρωπο, αποτελεί την πνευματική αναγέννηση.

Ο θεϊκός σπινθήρας είναι ένας «θεός σε ελάχιστη κλίμακα». Θα πρέπει, όμως εδώ να σημειωθεί ότι οι άνθρωποι ασφαλώς ως δη­μιουργήματα του Θεού δεν είναι από μόνοι τους δημιουργοί αλλά πρέπει, πρώτα να λάβουν τη δύναμη από εκείνον για να μπορούν μετά να τη χρησιμοποιήσουν δημιουργικά. Κατά συνέπεια σε όλη την αιωνιότητα η πρώτη και μοναδική μονάδα θα είναι ο Θεός εν τω Ιησού Χριστώ, ενώ τα πλάσματα του, όσο τέλεια κι αν είναι, θα παραμένουν πάντα ο αριθμός δύο, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι θα μείνουν δημιουργημένα όντα που δεν μπορούν να υπάρξουν χω­ρίς το Δημιουργό τους και γι’ αυτό θα είναι συνδεδεμένα μαζί του στην αιωνιότητα.

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» IV 254 του Λόρμπερ ο 1ησούς εξηγεί ότι: «Η αγεφύρωτη διαφορά μεταξύ του θεού και του δημιουργημένου ανθρώπου, ακόμη και τον πιο τέλειου, θα εξακο­λουθεί να παραμένει εσαεί ότι ο Θεός ως προς την άναρχη φύση Του είναι αιώνιος και άπειρος, ενώ ο άνθρωπος μπορεί μεν να τελειο­ποιεί συνεχώς την πνευματική του φύση, εντούτοις δεν μπορεί πο­τέ να φτάσει τον θεό παν είναι άπειρος. Ο άνθρωπος μπορεί να μοιάζει στον θεό στη μορφή, στην αγάπη και στη δύναμη της, αλ­λά ποτέ στους αιώνες δεν θα φτάσει στα άπειρα βάθη της θεϊκής σο­φίας».

Επομένως, όπως διδάσκουν και οι μυστικιστές, η «ύπαρξη του Θεού μέσα στον άνθρωπο» σημαίνει αποκλειστικά και μόνο ότι ε­φόσον ο πνευματικός σπινθήρα; είναι ένα μέρος του Θεού, άρα είναι εξίσου τέλειας φύσης με τον Ίδιο, αν και σε σχέση μεγέθους αποτελεί μία μικρογραφία και μία ακτινοβολία του. Από αυτή την άποψη ο «Θεός μέσα στον άνθρωπο» είναι ένα φως από to μεγά­λο θείο Φως και δεν μπορεί να υπάρξει αυτοδύναμα, εκτός του προαιώνιου Πνεύματος, δεδομένου ότι η αγάπη του Θεού δεν μπο­ρεί να διαχωριστεί από την ακτινοβολία της. Έτσι, χάρη στην α­γάπη ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στη θέωση, αλλά δεν γίνεται ο ίδιος η Θεότητα.