ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΟΡΑΣΕΙΣ

 

Οι πνευματικές οράσεις είναι μια θεματική όπου χρειάζεται ο­πωσδήποτε να γίνουν ορισμένες οριοθετήσεις, για το λόγο ότι ει­δικά εδώ επικρατούν οι πιο αντικρουόμενες αντιλήψεις και προ­φανώς δεν μπορούν να είναι όλες σωστές. Όποιος επομένως θεωρεί την εύρεση της αλήθειας σοβαρή υπόθεση πρέπει, αναγκαστι­κά να κάνει τις επιλογές του, γιατί αλλιώς υπάρχει, ο κίνδυνος η αλήθεια να εκφυλιστεί σε μία υποκειμενική, σχετική αξία.

Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε η υποτιθέμενη σχετικότητα της αλή­θειας είναι ένα προσφιλές επιχείρημα στο οποίο καταφεύγουν οι πηγές εκείνες που δεν έχουν πολλή σχέση μαζί της και μπορούν να επιβιώνουν και να ευδοκιμούν ακριβώς επειδή πολλοί άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα γι’ αυτήν.

Τα όνειρα

Όνειρα έχουν όχι μόνο οι άνθρωποι αλλά και όλα τα θηλαστικά. Ένας ενήλικας ονειρεύεται το ένα πέμπτο ως ένα τέταρτο του συ­νολικού χρόνου που κοιμάται. Τα όνειρα διαχωρίζουν τη μία περίοδο ύπνου από την άλλη.

Μία ονειρική φάση διαρκεί από λίγα λεπτά έως και μισή ώρα, πολύ περισσότερο από ό,τι εικαζόταν παλιότερα. Στα βρέφη και παιδιά τα όνειρα καταλαμβάνουν πολύ περισσότερο χρόνο αναλογικά από ό,τι στους ενήλικες. Ένα έμβρυο ονειρεύεται σχεδόν όλον τον καιρό της κύησης, στα νεογέννητα η ονειρική φάση φτάνει ως και στα ενενήντα τα εκατό του συνόλου του ύπνου, ενώ στους ενήλικες κατέρχεται ως τα είκοσι τα εκατό. Όσοι κοιμούνται πολλές ώρες ονειρεύονται συνήθως δύο φορές περισσότερο από εκείνους που κοιμούνται λίγο. Εάν εμποδιστεί ο ονειρικός ύπνος, ο άνθρωπος μπορεί να αρρωστήσει ή να παρουσιάσει δια­ταραχές της προσωπικότητάς του, ψευδαισθήσεις και ονειρικά βιώ­ματα εκτός ύπνου. Ως εκ τούτου είναι αδιαφιλονίκητα παραδεκτό σήμερα ότι ο άνθρωπος πρέπει να ονειρεύεται ένα ορισμένο χρο­νικό διάστημα προκειμένου να μείνει υγιής. Όποιος δεν ονειρεύε­ται αρκετά είναι ευερέθιστος και διακατέχεται από φοβίες, ενώ ό­σοι δεν κοιμούνται βαθιά παρουσιάζουν συνήθως κατάθλιψη. Αυ­τό ας το λάβουν υπόψη τους όσοι υποφέρουν από καταθλίψεις, για­τί ίσως να μπορούν να τις ξεπεράσουν με ένα τέτοιο απλό τρόπο. Συνεπώς ο ύπνος αποτελεί το σημείο όπου συμπυκνώνεται η αλληλεπίδραση μεταξύ ψυχής και σώματος, δεδομένου ότι, αφενός ανα­ζωογονεί το σώμα και αφετέρου έχει μία καθαρτήρια επίδραση πάνω στην ψυχή.

Τα όνειρα διαχωρίζονται σε γενικής και σε οδηγητικής φύσης. Τα γενικά όνειρα είναι ακατάστατα, παραμένουν πολύ αχνά στη μνήμη και γρήγορα περνούν στη λησμοσύνη. Τις περισσότερες φο­ρές πρόκειται απλά για όνειρο όπου η ψυχή παρατηρεί λίγο ως πο­λύ συγκεχυμένα τις σχέσεις της με τον εσωτερικό της κόσμο, το πα­ρελθόν της ή επεξεργάζεται εμπειρίες που συνέλεξε στη διάρκεια της ημέρας, είναι δηλαδή όνειρα επεξεργασίας.

Σε αυτό το στάδιο η ψυχή δεν έχει ακόμη αποκτήσει μία κανονι­κή, διαρκή σχέση με τον πνευματικό σπινθήρα[1]που βρίσκεται μέ­σα στην καρδιά του ανθρώπου – εννοείται η καρδιά της ψυχής και όχι του σώματος – και συνεπώς εικόνες και δρώμενα σε αυτά τα ό­νειρα προκύπτουν ακόμη τελείως αυθαίρετα.

Η μόνη χρησιμότητα που έχουν τέτοια γενικά ή φευγαλέα όνει­ρα είναι ότι δείχνουν στον ονειρευόμενο την εσωτερική του κατά­σταση. Ανάλογα δε με την ποιότητα του «πνεύματος των νεύρων» (τη ζωτική δύναμη του ανθρώπου, το συνδετήριο κρίκο μεταξύ ψυ­χής και σώματος) μπορεί κάποιος να θυμάται λίγο ως πολύ τα ό­νειρα του.

«Σ’ ένα φυσιολογικό άνθρωπο, αυτό εξαρτάται κυρίως από το πώς λειτουργεί το πνεύμα των νεύρων του. Εάν αυτό τείνει περισσότερο προς τη μεριά της ψυχής, τότε ο άνθρωπος θα θυμάται σχεδόν κάθε όνειρό του. Αντίθετα, εάν τείνει περισσότερο προς το φυσικό του σώμα, τότε όταν κοιμάται το φυσικό σώμα θα κοιμάται μαζί του κι εκείνο. Το αποτέλεσμα είναι ελάχιστη ή καθόλου ανάμνηση των ονείρων του, πράγμα που είναι η συνήθης περίπτωση σ’ έναν αισθησιακό και υλιστή άνθρωπο». (Γ. Λόρμπερ «Γη και Σελήνη» σελ. 277).

Σε μια μετάδοση από τις 15.10.1962 προς την Μπέρτα Ντούντε, αναφέρονται τα εξής σχετικά με τον κόσμο των ονείρων: «Κατά τη διάρκεια του ύπνου τα όργανα βρίσκονται κατά. κύριο λόγο σε αδράνεια. Ο άνθρωπος είναι χωρίς συνείδηση, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ο νους του δεν δουλεύει όπως όταν είναι ξύπνιος. Ωστόσο στο υποσυνείδητο κρύβονται σκέψεις οι οποίες εκείνη την ώρα εκδιπλώνονται και αναδύονται ως την επιφάνεια. Τις σκέψεις αυτές δεν τις χαρακτηρίζει καμία τάξη, αντίθετα ξεπηδούν ανακατεμένα στον εγκέφαλο από όπου προσπαθούν να κάνουν γνωστή την ύπαρξή τους στην ψυχή η οποία δεν κοιμάται. καθώς βρίσκεται δε σε επαφή με τα όργανα της νόησης, μπορεί να τα αφυπνίσει ανά πάσα στιγμή και να τα ωθήσει να αναλάβουν τη συνηθισμένη λειτουργία τους. Επομένως είναι η ψυχή που καθορίζει τόσο τον ύπνο όσο και την εγρήγορση.

Καθώς λοιπόν κατά τη διάρκεια τον ύπνου τα νοητικά όργανα δεν ελέγχονται από την ψυχή, μπορούν να εκτυλιχθούν στον εγκέφαλο τα πιο αλλόκοτα συμβάντα και εικόνες που στον άνθρωπο φαίνονται χαοτικά και ακατανόητα, αν και μπορούν επίσης να είναι διαυγή. Συνήθως ο άνθρωπος δεν διατηρεί στη μνήμη του όταν ξυπνήσει πάλι αυτά τα δεδομένα από το υποσυνείδητο του που αφορούν ένα παρελθόν βίωμα της ψυχής, το οποίο μπορεί να ανάγεται ακόμη και στην περίοδο πριν την ενανθρώπισή της, όταν βρίσκονταν σε μία κατάσταση αναγκαστικού εγκλεισμού μέσα στην ύλη[2]. Καμιά φορά ωστόσο τέτοια δεδομένα διατηρούνται επίμονα στη μνήμη, οπότε ο άνθρωπος τα θυμάται και μπορεί να τα αναμεταδώσει, συχνά μάλιστα απορεί και ο ίδιος με τις απίθανες συναρτή­σεις που παρουσιάζουν.

Η έννοια υποσυνείδητο εννοεί ότι η ψυχή αυτή καθαυτήν στη διάρ­κεια της γήινης ζωής αφομοιώνει συν τοις άλλοις κάποιες εντυπώ­σεις οι οποίες δεν διοχετεύτηκαν στο λογικό και έτσι ο άνθρωπος δεν τις γνωρίζει ή επίσης ότι ορισμένα βιώματα που έχουν ξεχαστεί από καιρό παραμένουν ως εντυπώσεις στον εγκέφαλο και αναδύ­ονται κατά την περίοδο του ύπνου.

Επομένως μπορεί στην ψυχή να υποβόσκει σε λανθάνουσα κατά­σταση μία γνώση για ορισμένα συμβάντα που έρχεται στην επι­φάνεια κατά την ονειρική φάση. Οι πληροφορίες αυτές εμφανίζονται στα νοητικά όργανα με τη μορφή παραμορφωμένων εικόνων για το λόγο ότι στον ύπνο δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά η σκέψη. Ω­στόσο η ψυχή χρησιμοποιεί εκείνη την ώρα τα νοητικά όργανα, για­τί αλλιώς δεν θα τις θυμόταν ο ονειρευόμενος μετά την αφύπνιση του, αν και αυτό συμβαίνει καμία φορά όταν πρόκειται για πληρο­φορίες τις οποίες η ψυχή δεν θέλει να μεταδώσει στον άνθρωπο».

Σχετικά με τη φύση των ονείρων καταγράφεται επίσης στο «Με­γάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» του Αυστριακού μυστικιστή Γιάκο­μπ Λόρμπερ μία συνομιλία μεταξύ του αρχάγγελου Ραφαήλ και ε­νός Ρωμαίου λοχαγού, φίλου του Ιησού:

«Στην ψυχή υπάρχουν τρία ευδιάκριτα επίπεδα όρασης και αντί­ληψης. Το πρώτο επίπεδο, που είναι το τελείως φυσικό, χαρακτηρί­ζει τα όνειρα των υλιστών ανθρώπων που ζουν τελείως σύμφωνα με τις επιταγές της φύσης. Σε αυτούς το εσωτερικό τους πνεύμα, βρίσκε­ται ακόμη σε αδράνεια, όπως το πνεύμα του φυτού αδρανεί μέσα στο φύτρο ενός σπόρου. Η ψυχή, σαν ένας κόσμος σε μικρογραφία, φέρει εντός της όλα όσα περιλαμβάνει η Γη μέσα και πάνω της σε με­γάλη κλίμακα. Ενώ στη διάρκεια του ύπνου οι αισθήσεις του σώμα­τος αναπαύονται και είναι ανενεργές σαν νεκρές, η ψυχή, που δεν μπορεί να κοιμηθεί και να νεκρωθεί, παρατηρεί τη μία μετά την άλ­λη τις υλικές εντυπώσεις στο εσωτερικό της, τις κάνει να ζωντανέ­ψουν για λίγες στιγμές και χαίρεται όταν συναντήσει κάτι ωραίο ή ευχάριστο. Εάν αντίθετα βρει κάτι άσχημο ή κακό τότε τρομάζει και στο όνειρο της, οπότε προσπαθεί να ξεφύγει από την κατάσταση που την ενοχλεί υποχωρώντας πλήρως πίσω στη σάρκα του σώματος της.

Εννοείται ότι αυτά που βλέπει στο όνειρο της μία ψυχή σε αυτό το πρώτο επίπεδο όρασης δεν αντιστοιχούν σε καμία αντικειμενική πραγματικότητα. Πρόκειται απλά για μία παθητική, υποκειμενική ασύνδετη πραγματικότητα, αφού το μόνο που κάνει είναι να παρατηρεί τις υλικές συνθήκες του προσωπικού της συμφυρματικού κόσμου, όπου είναι εν μέρει ενεργή και εν μέρει παθητική. Ένα όνειρο σαν αυτό συγκεκριμένα που είδες εσύ, το βλέπει μία ψυχή που βρίσκεται στο μεταβατικό στάδιο από το πρώτο στο δεύτερο επίπεδο όρασης.

Στην περίπτωση αυτή, όπου η ψυχή έχει ήδη αποκοπεί και απομονωθεί πολύ από την ύλη, εξέρχεται κατά κάποιον τρόπο από τη σάρκα της. μέσω του εξωτερικού ζωτικού της αιθέρα συνδέεται και επικοινωνεί πλήρως με τον εξωτερικό κόσμο, οπότε βλέπει και αισθάνεται αποστασιοποιημένα αληθινά πράγματα στις πραγματικές ζωτικές συνθήκες της Γης που επιδρούν και πάνω της. Αλλά επειδή αυτό το επίπεδο όρασης είναι ανώτερο, συμβαίνει συχνά όταν επιστρέψει η ψυχή στο σώμα κατά την αφύπνισή του να μη γνωρίζει πια τίποτα από ό,τι είδε ή άκουσε σε αυτό το ανώτερο επίπεδο. γιατί δεν ήταν δυνατόν να γίνει στον εγκέφαλο κάποια καταγραφή βάσει της οποίας θα μπορούσε μετά την αφύπνιση η ψυχή να εξακριβώσει τι είδε και τι έκανε όσο ήταν ελεύθερη. Ορισμένοι άνθρωποι ωστόσο, όπως εσύ, έχουν την ικανότητα να εγγράφουν στον εγκέφαλο του σώματος εκείνα επίσης που είδε ή άκουσε η ψυχή τους από το ανώτερο επίπεδο όρασης στη διάρκεια των ονείρων της ή όσο ήταν σε μία κατάσταση που της επέτρεπε να δει και να ενεργήσει ελεύθερα. Έτσι λοιπόν μετά την επιστροφή πάλι στο σώμα και την αφύπνιση, η ψυχή βρίσκει εγγεγραμμένα στο εγκέφαλο όλα όσα είδε, έκανε ή άκουσε όσο βρισκόταν στο πιο ελεύθερο, ανώτερο επίπεδο όρασης».

Στο παραπάνω κείμενο εξηγείται πολύ παραστατικά για ποιο λό­γο άλλοι θυμούνται τα όνειρα τους και άλλοι όχι. Ο λόγος είναι ότι το «πνεύμα των νεύρων», ον κατά το ήμισυ πνευματικός μεσάζων μεταξύ ψυχής και σώματος, είναι αυτό που καταχωρεί και αποθη­κεύει στον εγκέφαλο τα πνευματικά βιώματα και έτσι αυτά είναι προσπελάσιμα και ανακλητά για το συνειδητό του ανθρώπου. Στα «Μυστικά της φύσης» του Γιάκομπ Λόρμπερ λέγεται σχετικά: «Επειδή όμως εδώ η ψυχή και το πνεύμα των νεύρων βρίσκο­νται σε πλήρη σύνδεση, όπως στο φυσιολογικό ύπνο (μόνο η ψυχή και τα νευρικά κύτταρα, είναι χωρισμένα) θέλει η ψυχή να μεταφέ­ρει αυτά που αντιλαμβάνεται στο πνεύμα των νεύρων με το οποίο είναι ακόμα συνδεδεμένη. Έτσι λοιπόν θυμάται με ακρίβεια τo τι είδε στον πνευματικό κόσμο, ενώ δεν αντιλαμβάνεται τι συνέβη στο μεταξύ με το σώμα. Από μία κατάσταση καθαρά υπνοβατική (σή­μερα ονομάζεται στην παραψυχολογία trance), καθώς και όταν ο­νειρεύεται βαθιά, η ψυχή δεν διατηρεί καμία ανάμνηση όταν πάλι βρεθεί στη φυσιολογική κατάσταση, δηλαδή όταν ξυπνήσει, εφόσον συνήθως σε μια τέτοια κατάσταση δεν συνδέεται με το πνεύμα των νεύρων. Γιατί αυτό παραμένει στενά συνδεδεμένο με τα νεύρα, ει­δάλλως δεν θα τρέφονταν και θα εξασθενούσαν. χωρίς αυτό το πνεύ­μα σύντομα θα πέθαιναν και θα διαλύονταν, πράγμα που θα είχε σαν συνέπεια το σωματικό θάνατο».

Με αυτό εξηγείται επίσης γιατί μερικοί άνθρωποι νομίζουν ότι δεν έχουν όνειρα. Όμως αυτό δεν είναι αλήθεια, δεδομένου ότι εί­τε θυμούνται μόνο αποσπάσματα από το τελευταίο όνειρο είτε εί­ναι τόσο στενά συνδεδεμένοι με την υλική τους φύση που ο εγκέ­φαλος δεν καταγράφει τίποτα για να το μεταδώσει στο συνειδητό του μέρος. Για τον ίδιο λόγο επίσης υπάρχουν κλινικά νεκροί που μετά την επαναφορά τους στη ζωή δεν θυμούνται τίποτα από την κατάσταση τους ενώ άλλοι θυμούνται τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια.

Σε σχετικές με τα όνειρα επεξηγήσεις προς την Μπέρτα Ντούντε λέγεται για εκείνη τη φάση του ύπνου από όπου απουσιάζουν τα όνειρα: «Όταν ο ύπνος είναι χωρίς όνειρα, όλα τα όργανα ανα­παύονται βαθιά και έτσι ο ύπνος είναι δυναμωτικός. Ακόμη και στην περίπτωση που η ψυχή βρίσκεται τότε σε άλλες σφαίρες, κρατά τις εντυπώσεις της για τον εαυτό της και δεν τις γνωστοποιεί στα όρ­γανα της νόησης. Μόλις όμως ξυπνήσει ο άνθρωπος, η σύνδεσή της με όλα τα όργανα του αποκαθίσταται και τα ωθεί να αναλάβουν τη δραστηριότητα που τους έχει αναθέσει. Γιατί κάθε σκέψη, συναί­σθημα ή επιθυμία είναι εκδηλώσεις της ψυχής, καθώς τα όργανα θα ήταν χωρίς ζωή εάν δεν ζωντάνευε αυτή τον άνθρωπο…».

«…Όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται για την πνευματική του άνοδο με σοβαρότητα και συνέπεια, οι φωτεινές οντότητες τον βοηθούν μεταφέροντας την ψυχή του στο πνευματικό βασίλειο, συχνά χωρίς καν να έχει ο ίδιος συνείδηση αυτού του γεγονότος. Και αυτό μέχρι να φτάσει η ψυχή σε εκείνο το επίπεδο όπου να μπορεί και συνει­δητά να απομακρυνθεί από τη Γη και να ανέβει ως τις σφαίρες του Φωτός. Η ευδαιμονία του τότε δεν γνωρίζει όρια γιατί του αποκαλύπτεται η μεγαλοσύνη του Θεού, στο βαθμό βέβαια που η ψυχή και το σώμα του είναι σε θέση να τη συλλάβουν.

Λίγοι είναι εκείνοι ωστόσο που φτάνουν επί γης σε ένα τέτοιο ε­πίπεδο που να μπορούν να βλέπουν με το πνεύμα τους συνειδητά και να μεταδίδουν τις οράσεις τους στους συνανθρώπους τους. Μα ασυνείδητα πολλές ψυχές μεταφέρονται στο πνευματικό βασίλειο αλλά για το ίδιο τους το καλό δεν το θυμούνται όταν ξυπνήσουν. Γιατί ναι μεν με αυτό τον τρόπο θα ενισχυόταν μία πολύ αδύναμη πίστη αλλά τούτο θα σήμαινε ένα είδος εξαναγκασμού για την ψυ­χή, πράγμα που δεν θα την ωφελούσε. Όταν όμως η πίστη της είναι δυνατή, δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο και γι’ αυτό οι πνευματικές οράσεις της μπορούν να μείνουν στη μνήμη της ώστε να μπορεί να τις κάνει γνωστές και στους συνανθρώπους της».

Αυτό που έχει, βασικά σημασία είναι η ποιότητα των ονείρων, στην οποία αποτυπώνεται η ποιότητα της ψυχής. Γι’ αυτό λέει ο Ι­ησούς στους μαθητές του στο «Μεγάλο ευαγγέλιο του Ιωάννη» (Μ.Ε.Ι.) και πάλι:

«Όσα βλέπει η ψυχή στα όνειρα έχουν συγγένεια μαζί της. Όταν πιστεύει και εφαρμόζει στην πράξη το αληθινό και το καλό που σας διδάσκω, τότε βλέπει και στα όνειρά της την αλήθεια, ώστε μπορεί να αντλήσει από εκεί για να κάνει το καλό στη ζωή της. Εάν όμως βασίζει την ύπαρξη της στο ψέμα και ως εκ τούτου και στο κακό, κατά συνέπεια θα βλέπει επίσης ψέματα στο όνειρο της και με βά­ση αυτά θα κάνει το κακό.

Σε σας όμως που βρίσκεστε στην αλήθεια επειδή ακολουθείτε τη διδασκαλία Μου, η ψυχή σας μπορεί να δει μόνο την αλήθεια στο όνειρο της, με βάση την οποία μπορεί να παράγει πολλά καλά πράγματα. Αλλά το αν καταλαβαίνει αυτά που βλέπει στα όνειρα της εί­ναι βέβαια ένα τελείως άλλο θέμα. Όπως και σεις δεν καταλαβαίνετε και δεν συλλαμβάνετε όλα όσα βλέπετε στον εξωτερικό κόσμο που ζείτε την ημέρα, έτσι και η ψυχή δεν καταλαβαίνει ό,τι βλέπει στον κόσμο της.

Όταν όμως αναγεννηθεί το πνεύμα σας μέσα σας, όπως τo εξήγη­σα στο Νικόδημο όταν ήρθε να Με επισκεφτεί νύχτα στην Ιερουσα­λήμ, τότε θα τα κατανοήσετε όλα αυτά πλήρως».

Ο νυχτερινός διάλογος του Ιησού με το Νικόδημο είναι κατα­γραμμένος στο κατά Ιωάννη Μεγάλο Ευαγγέλιο II, 1-10 και επίσης στο «Δρόμο προς την πνευματική αναγέννηση» του Γιάκομπ Λόρμπερ.

Από τα προηγούμενα καθίσταται σαφές ότι όχι μόνο παίζει ρό­λο η ποιότητα των ονείρων, μα και η ικανότητα να ερμηνευτούν σωστά. Με άλλα λόγια, αληθινά όνειρα μπορούν να ερμηνευτούν λανθασμένα, γεγονός που πρέπει πάντοτε να λαβαίνει κάποιος υ­πόψη του όταν διαβάζει βιβλία με θέματα σχετικά με τις πνευματικές οράσεις (οδηγητικά όνειρα, οράματα και αιθερικές οράσεις).

Εκτός αυτού δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι τα όνειρα είναι πά­ντοτε προσαρμοσμένα στο επίπεδο ωριμότητας του κάθε ανθρώ­που, και επιπλέον, στον κόσμο των ιδεών του.

Γύρω από αυτό το θέμα λέγεται σε μία καταγραφή της Μπέρτα Ντούντε από τις 21.3.1941:

«Κανένα ον (σ.τ.μ. από τον άλλο κόσμο) δεν μπορεί να επικοινω­νήσει με τους ανθρώπους εάν δεν το θέλει ο θεός και επειδή εξαρ­τάται από το βαθμό ωριμότητας του κάθε ανθρώπου σε ποιες δυ­νάμεις επιτρέπει να τον επηρεάσουν πνευματικά, γι’ αυτό αντίστοι­χη είναι και η γνώση που του μεταδίδεται. Όταν αυτό που τον πα­ρακινεί να βρει επαφή με υπερκόσμιες δυνάμεις είναι η σκέτη περιέργεια, τα πνευματικά αποτελέσματα που θα αποκομίσει από μία τέτοια επαφή δεν πρόκειται να τον ικανοποιήσουν ιδιαίτερα. Έτσι θα παραιτηθεί σύντομα από την πρόθεση του για να στραφεί πάλι αποκλειστικά στο γήινο κόσμο.

Όταν στον άνθρωπο υπερτερεί η επιθυμία να βρει την αλήθεια, τότε οι γνωστικές δυνάμεις που τον περιβάλλουν είναι πρόθυμες να απαντήσουν σε κάθε ερώτημα του και να τον διαφωτίσουν σε σχέ­ση με οτιδήποτε βρίσκεται πέρα από τη Γη. Οι δε εξηγήσεις που θα λάβει θα είναι τέτοιες που να τις καταλαβαίνει και να σχηματίζουν μπροστά στους πνευματικούς του οφθαλμούς μία εικόνα αντίστοι­χη με τις διδασκαλίες τους.

Οι εξηγήσεις αυτές μπορούν επίσης να του δοθούν μόνο υπό τη μορφή εικόνων, για το λόγο ότι ο άνθρωπος είναι ανίκανος να φανταστεί το πνευματικό βασίλειο όπως είναι στην πραγματικότητα. Τις εικόνες αυτές όμως τις διαμορφώνει μόνος του ανάλογα με την ψυχική του ωριμότητα. Όσο πιο δυνατή είναι η πίστη του, τόσο πιο κοντά πλησιάζουν οι εικόνες αυτές την αλήθεια, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι εκείνος που πιστεύει βαθιά, με τις σκέψεις του οραματίζεται κά­τι που είναι πολύ κοντά στην αλήθεια. Ένας άνθρωπος με τέτοια πίστη αναζητεί επίσης στον άλλο κόσμο την επαφή με δικούς του ανθρώπους που έχουν πεθάνει και όταν κάποιος από αυτούς ανταποκριθεί, οτιδήποτε του αποκαλύψει θα έχει την έγκριση του Θεού».

Όποιος έχει οδηγητικά όνειρα ή οράσεις δεν πρέπει να κάνει το σφάλμα να θεωρεί τον εαυτό του πνευματικά προχωρημένο γιατί τέτοια όνειρα αποτελούν πάντοτε μία χάρη από τον Θεό και δεν την έχει κατακτήσει με τη δική του αξία. εκτός αυτού εξυπηρετούν ένα συγκεκριμένο σκοπό, δεν αποσκοπούν δηλαδή ούτε σε ένα αυ­τοσκοπό ούτε απλά στην ευχαρίστηση του ανθρώπου.

Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι τέτοια όνειρα μπορεί να έχει και όποιος δεν ζει μία ζωή εναρμονισμένη με τον Θεό. Βέβαια αυτό μπορεί να αλλάξει με την πάροδο του χρόνου όταν με αυτά τα όνειρα ο ονειρευόμενος οδηγείται σε όλο και μεγαλύτερη συνειδητότητα. Γιατί καθώς του φανερώνονται αδυναμίες και ελλείψεις της ψυχής του παράλληλα του δίνεται βοήθεια και δύναμη να τις ξεπεράσει.

Επιπλέον τα όνειρα μπορούν να αναδειχθούν σε μέσα αποκάλυ­ψης του Θεού όταν μαρτυρούν για τον ίδιο ή για το θέλημα του. Πολυάριθμα είναι τα σχετικά παραδείγματα από τη Βίβλο, όπως λόγου χάρη στο Σαμουήλ Α’ 28,6 και 15,1 ή στη Γένεση 37,5. Πα­ράλληλα όμως σε πολλά σημεία η Γραφή προειδοποιεί για τον κίνδυνο που ελλοχεύει από τα όνειρα όταν συνδυάζονται με τους ευ­σεβείς πόθους ή την ευπιστία των ανθρώπων (βλέπε π.χ. Δευτερονόμιο 13,2 κ.εφ.). Επίσης στον Εκκλησιαστή 5,6 λέγεται ότι «δια­μέσου πολλών κενών ονείρων έρχονται πολλά ταξίματα…»

Από την άλλη, η Βίβλος μαρτυρεί και για τη σπουδαιότητα που έχουν ορισμένα όνειρα όπως στη Γένεση 20, 3 όπου ο Θεός εμφα­νίζεται στο όνειρο του Αβιμέλεχ. στη Γένεση 28, 10 κ.λπ. όπου ο Ιακώβ ονειρεύεται, την ουράνια κλίμακα’ στη Γένεση 41 όπου ο Ιωσήφ ερμηνεύει τα όνειρα του Φαραώ, γεγονός το οποίο απο­δεικνύει ότι ο Θεός στέλνει τέτοια όνειρα και σε όσους δεν πι­στεύουν στον Ιεχωβά, όπως συνάγεται και από το παράδειγμα του Ναβουχοδονόσορα στο Δανιήλ, 2. στους Βασιλείς Α’ 3, 5 όπου ο Κύριος έρχεται στο όνειρο της Σαλώμης. στο Δανιήλ 1, 17 που α­ναφέρεται στην ικανότητα του Δανιήλ να ερμηνεύει όνειρα και ο­ράματα κάθε είδους.

Στην Καινή Διαθήκη τα όνειρα δεν παίζουν πια ιδιαίτερο ρόλο γιατί στο εφεξής ο Θεός επικοινωνεί απευθείας με τους ανθρώ­πους δια του λόγου του μέσω του πνεύματος που έχει εμφυτέψει στην καρδιά τους, όταν βέβαια πληρούνται οι απαραίτητες προϋ­ποθέσεις (Κατά Ιωάννη 14, 14-16 και 21). Είναι ωστόσο γνωστό ότι ανέκαθεν πολλοί χριστιανοί έχουν καθοδηγηθεί από όνειρα ή οράματα. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθούν ιδιαίτερα τα χωρία 2,17-18 από τις Πράξεις των Αποστόλων: «Αυτό θα συμβεί στις έσχατες ημέρες, λέει ο θεός: Θα χαρίσω πλουσιοπάροχα το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο· έτσι, οι γιοι σας κι οι θυγατέρες σας θα προφητεύσουν οι νέοι σας θα δουν οράματα κι οι γέροντες σας θα ονειρευτούν θεϊκά όνειρα».

Πάνω σε αυτό αξίζει να διαλογιστούν ιδιαίτερα οι φονταμενταλιστές πιστοί της Βίβλου που συνήθως αρνούνται ό,τι προέρχεται από τον κόσμο του πνεύματος επειδή το ταυτίζουν με τον πνευματισμό και τον αποκρυφισμό.

Τα αποκαλυπτικά όνειρα και η σημασία τους

Τα αποκαλυπτικά όνειρα μπορούν να προκαλέσουν αισθήματα ευφορίας αλλά και ψυχικού άλγους, ανάλογα με το που αποσκο­πούν. Έτσι, παραδείγματος χάρη υπάρχουν αποκαλυπτικά όνειρα που στέλνονται στο υποσυνείδητο από «φτωχές ψυχές» ή ψυχές προσκολλημένες ακόμη στη Γη. Τέτοια όνειρα προξενούν ως επί το πλείστον αίσθηση οδύνης ή καταπίεσης, δεδομένου ότι προέρ­χονται από σφαίρες όπου οι ψυχές υποφέρουν. Εντούτοις και αυ­τές οι ονειρικές εμπειρίες μπορεί να είναι ωφέλιμες επίσης και γι’ αυτό επιτρέπονται από τον Θεό. Άλλωστε οι πνευματικά φτωχές ψυχές δεν ανήκουν στις «καταραμένες» ψυχές που έχουν αυτοεξοριστεί στο χώρο του κακού. Αντίθετα θεωρούνται ότι έχουν ήδη σωθεί απλά δεν έχουν ακόμη λυτρωθεί τελείως, επειδή χρειάζονται πρώτα να υποστούν μία μικρής ή μεγάλης διάρκειας κάθαρσης για το λόγο ότι στο Βασίλειο του Θεού δεν μπορεί να περάσει κάτι το ακάθαρτο.

Στον πνευματικό κόσμο το φως δεν φωτίζει μόνο επιφανειακά, όπως εδώ στη Γη μάς φωτίζει το φως του ήλιου, αλλά εκεί διαπερνά τις ψυχές. Κάθε ακαθαρσία, ανωμαλία ή παραμόρφωση των αμέ­τρητων στοιχείων που συγκροτούν την ψυχή σαν ένα σύμπλεγμα κρυστάλλων, εμποδίζουν τη διαπερατότητα. Έτσι, ανάλογα με την καθαρότητα της η ψυχή το Φως το αισθάνεται είτε ως δύναμη και μακαριότητα είτε ως αδυναμία (αβουλία) και ψυχική οδύνη. Ωστόσο μία φτωχή πνευματικά ψυχή που υποφέρει μπορεί να είναι ευτυχισμένη μέσα στον πόνο της. Αυτό εξαρτάται από την ενεργή συμπαράστασή της σε άλλες ψυχές γιατί μία τέτοια δραστηριότητα ση­μαίνει για την ίδια αυξανόμενη μακαριότητα, καθώς η αφοσίωση της ανταμείβεται με διαρκώς περισσότερο φως και δύναμη.

Σε σχέση τώρα με τα αποκαλυπτικά «φωτεινά» όνειρα μία κα­ταγραφή της Μπέρτα Ντούντε λέει: «Η θέαση της λαμπρότητας των Ουρανών είναι παράξενη για τον άνθρωπο της Γης, γιατί την βλέπει μεν μα δεν την καταλαβαίνει… Αλλά πρέπει υποχρεωτικά να ε­πιστρέψει στη Γη και να εγκαταλείψει τη χώρα των ονείρων, διότι δεν έχει εκπληρώσει ακόμη το επίγειο καθήκον τον. Όμως η δύ­ναμη του έχει εκεί αυξηθεί, η πίστη του έχει ισχυροποιηθεί και η α­γάπη του έχει γίνει θερμή σαν φωτιά».

Μία εύλογη απορία αφορά το πώς μπορεί ο άνθρωπος να βλέ­πει εσωτερικά αυτά που είναι εξωτερικά από την ψυχή του. Πώς είναι δυνατό τόποι και άνθρωποι να γίνονται στα όνειρα φαινομενική πραγματικότητα; Η εξήγηση είναι ότι η ψυχή του κάθε ανθρώ­που φέρει κατά κάποιο τρόπο μέσα της σε μικρογραφία όλους τους ανθρώπους που έζησαν, ζουν και θα ζήσουν στη Γη. Έτσι, ως επα­κόλουθο απεικονίζει σαν καθρέφτης και όλη επίσης την υλική δη­μιουργία, όπως και τους πνευματικούς κόσμους, χωρίς αυτό να ση­μαίνει ότι οι εικόνες είναι πραγματικότητα.

Σε αντίθεση όμως με έναν αληθινό καθρέφτη που απεικονίζει μόνο «νεκρές εικόνες», η ψυχή είναι μία πραγματικότητα και έτσι μπορεί, σε αντιστοιχία με τη βούληση και την ωριμότητα της να ζω­ντανέψει τις εικόνες της και να τις χειρίζεται σαν να ήταν εξίσου πραγματικές. Επιπλέον δε έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί με ευ­κολία να αποκτήσει αμφίδρομες σχέσεις με τις ζωντανεμένες ει­κόνες στο θέατρο του εσωτερικού της κόσμου, να συνομιλήσει μαζί τους και να καταλάβει τι έχουν να της πουν.

Βέβαια, όσο είναι ενσαρκωμένη, η ικανότητα αυτή είναι ακόμη ατελής, μα από τη στιγμή που απελευθερώνεται από το υλικό σώ­μα αντιλαμβάνεται όλο και πιο καθαρά τι πρέπει να κάνει σύμφω­να με αυτά που έχει δει.

Παρόμοια έχει το πράγμα και στην αφυπνισμένη κατάσταση, α­φού και εκεί στην πραγματικότητα τα πάντα διαδραματίζονται στο εσωτερικό του ανθρώπου. Αυτό καθαυτό το σώμα π.χ. δεν βλέπει τίποτα, δεδομένου ότι κατά βάση η όραση διαδραματίζεται μέσα στον εγκέφαλο.

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» και πάλι ο Ιησούς διδά­σκει σχετικά τους μαθητές του: «Μολονότι όταν κοιμόσαστε τα μά­τια σας είναι κλειστά, βλέπετε στα όνειρα σας κάθε λογής φανταστικές περιοχές, ανθρώπους, ζώα, φυτά και αστέρια και ακόμη κά­θε λογής άλλα πράγματα και μάλιστα τα βλέπετε πιο καθαρά από ό,τι βλέπετε με τα μάτια του σώματος τα πράγματα αυτού του κόσμου. Όλα αυτά λοιπόν στα όνειρα σας είναι πνευματικά και σεις τα βλέπετε με την εσωτερική πνευματική όραση, η οποία όμως εί­ναι κλειστή όταν είσαστε ξύπνιοι. Γιατί κανένας κοινός άνθρωπος δεν μπορεί να ανοίξει κατά βούληση τους πνευματικούς του οφθαλ­μούς όπως εκείνους του σώματός του και βέβαια υπάρχει ένας πολύ σοφός λόγος που το έχω ρυθμίσει έτσι. Εγώ όμως μπορώ φυσικά να ανοίξω ανά πάσα στιγμή την εσωτερική όραση για τον καθένα και τότε μπορεί να δει συγχρόνως πνευματικά και φυσικά πράγματα».

Για να γίνουν καλύτερα κατανοητά τα παραπάνω θα παρατεθούν εδώ ορισμένες καταγραφές της Μπέρτα Ντούντε για το πού οφεί­λεται ότι ο άνθρωπος μπορεί να δει τόσα πολλά απεικονισμένα στην ψυχή του: «Η ψυχή του ανθρώπου είναι ένας σχηματισμός α­πό αμέτρητα απειροελάχιστα δημιουργήματα. Κατά ένα τρόπο έ­χει συντεθεί δηλαδή από αυτά τα δημιουργήματα που είναι οι προηγούμενες ενσωματώσεις της*. Έτσι αποτελεί ένα ολοκληρωμένο έργο του Θεού, ο οποίος με την ανθρώπινη ψυχή απόδειξε την άπειρη αγάπη, σοφία και παντοδυναμία Του.

Βέβαια ο ίδιος ο άνθρωπος δεν μπορεί να φανταστεί ότι κρύβει στην ψυχή του ολόκληρη την πλάση, εντούτοις όταν μετά το θάνατό του θα μπορέσει στο πνευματικό βασίλειο να γνωρίσει τον εαυτό του, θα παρατηρεί όλο δέος και αγάπη τα θαυμαστά έργα του Θεού που θα ανακαλύπτει εντός του. Η ουσία από την οποία αποτελείται η ψυχή του συγκεντρώθηκε από την κάθε μία ενσωμάτωση από όπου πέρασε κατά τη μακριά εξελικτική της πορεία. Επομένως οι μεμονωμένες ουσίες της ανθρώπινης ψυχής διέτρεξαν όλη τη δημιουργία και ως εκ τούτου έχει να παρουσιάσει μία ασύλληπτη πολυποικιλία.

Στον άλλο κόσμο πλέον θα συνειδητοποιήσει η ψυχή πόσο θαυμάσια είναι τα έργα του Θεού και η μεγαλοσύνη Του. Η αγάπη, η σοφία και η παντοδυναμία Του γίνονται τότε ολοφάνερες, έτσι ώ­στε κάθε ον μένει εκστατικό από το δέος και την αγάπη για αυτό τον Θεό που κάνει τα πλάσματα Του απέραντα ευτυχισμένα, καθώς τα αφήνει να συνειδητοποιήσουν τη δύναμή Του και να γνωρίσουν την οντότητα Του. Οπωσδήποτε όμως απαιτείται ένας ορισμένος βαθμός ωριμότητας για να μπορεί η ψυχή να γνωρίσει την ουσία της και γι’ αυτό η μακαριότητα αυτή επιφυλάσσεται σε εκείνους που είναι πια στην περιοχή του φωτός. Η δυνατότητα να δει η ψυχή μέσα στον εαυτό της συμπεριλαμβάνεται στην υπόσχεση τον Ιησού: “Μάτι δεν τα ’δε κι ούτε τα άκουσε αυτί όσα ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούν”.

…Το κατώτατο και πιο αφανές δημιούργημα στην πλάση κρύβει πάλι χιλιάδες δημιουργήματα σε μικρογραφία, που και αυτά εμπε­ριέχουν όλα όσα υπάρχουν στη μεγάλη δημιουργία του Θεού. Η αν­θρώπινη ψυχή είναι ο φορέας αυτών των δημιουργημάτων, πράγμα που σημαίνει ότι συντίθεται από αμέτρητες ουσίες, η καθεμία από τις οποίες έχει ήδη εκπληρώσει τον προορισμό της μέσα στα δη­μιουργήματα. Γι’ αυτό δίνεται πια η δυνατότητα να συνενωθούν ό­λες οι επιμέρους ουσίες της ψυχής σε ένα ενιαίο σύνολο, ώστε ως άνθρωπος να εκπληρώσει το τελευταίο μεγάλο καθήκον της και να ο­λοκληρώσει την ατέλειωτα μακριά πορεία της στη Γη.

Σε όλη τη μεγάλη πλάση τον θεού δεν υπάρχει κανένα άλλο αρι­στοτέχνημα με τέτοια καταπληκτική διαμόρφωση όπως η ανθρώ­πινη ψυχή. Κι αυτό της αποδεικνύει την τελειότητα της όταν μπο­ρεί να παρατηρήσει τον εαυτό της σαν μέσα σε καθρέφτη και συ­νειδητοποιεί το ίδιο της το μεγαλείο, όταν δηλαδή βλέπει σε πάλλαμπρο φως τις μυριάδες ποικίλες μορφές της. η αυτοπαρατήρηση σημαίνει γι’ αυτήν άφατη ευδαιμονία καθώς το θέαμα του συνόλου του έργου της δημιουργίας είναι συγκλονιστικής ομορφιάς μπρο­στά στα μάτια της.

Ούτε πρόκειται να σταματήσει να το παρατηρεί ποτέ δεδομένου ότι η εικόνα που βλέπει ανανεώνεται συνεχώς. Συνεχώς νέα δημιουρ­γήματα έρχονται στο προσκήνιο που φαίνονται όλο και πιο μαγευ­τικά, γιατί τα μεγαλεία του θεού δεν παίρνουν τέλος και μαζί με αυτά δεν τελειώνουν ούτε και όσα προσφέρει η αγάπη του Θεού στα πλάσματα Του που είναι τέλεια, που βρίσκονται δηλαδή στο φως…

Δεν υπάρχει τίποτα σε ολόκληρη τη δημιουργία που να μην το φέ­ρει μέσα της μία τέλεια ψυχή. Ως εκ τούτου ο άνθρωπος είναι όντως μία μινιατούρα του Ανθρώπου της Δημιουργίας,** ούτως ώστε αποτελεί έ­να ασύγκριτο θαύμα για την ψυχή που βλέπει πνευματικά και που δεν θα σταματήσει ποτέ να αυτοπαρατηρείται. Επιπλέον θα είναι το κίνητρο γι’ αυτήν να δημιουργεί και να ενεργεί αέναα, για το λό­γο ότι όλες οι μορφές που βλέπει στην ενδοσκόπηση της την παρακι­νούν να δημιουργήσει άλλες καινούργιες για να τις ζωντανέψει με τα αμέτρητα ψυχικά μόρια που πρέπει ακόμη να λυτρωθούν».

Η πνευματική όραση και ακοή

Μερικοί άνθρωποι έχουν το χάρισμα να αντιλαμβάνονται τις ψυ­χές των πεθαμένων και τα πνεύματα της φύσης – όχι με το φυσικό οφθαλμό, αλλά με την πνευματική όραση.

Από πού προέρχεται ο χαρακτηρισμός αυτός; Ο άνθρωπος είναι, ως γνωστόν μία τριπλή ενότητα ή καλύτερα αποτελείται από τρεις οντότητες που κατά κάποιον τρόπο είναι η μία μέσα στην άλλη: το σώμα, την ψυχή και το πνεύμα. Συνεπώς έχει και τρεις δυνατότητες αντίληψης. Γενικά, η ψυχή μας αναγνωρίζει μόνον ό,τι της μεταβιβάζεται, ως επίδραση του υλικού κόσμου, μέσα από τα όργα­να του σώματος. Και αυτό είναι ό,τι συμβαίνει γύρω μας αναφορικά με τις υλικές μορφές του ορατού κόσμου. Αυτή η «σωματική όραση» που σχετίζεται με το σώμα και κατευθύνεται προς το υλικό επίπεδο, μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί ως γενική ή πρώτη όρα­ση.

Όμως, η ψυχή μας μπορεί, με τη μεσολάβηση του καθαρού πνεύ­ματος που ενυπάρχει σ’ αυτήν ή των πνευμάτων που την προστα­τεύουν ή άλλων καθαρών πνευμάτων, να αντιληφθεί επίσης το αιθερικό σώμα άλλων όντων, και μάλιστα τόσο μέσα, όσο και έξω α­πό το υλικό τους σώμα. Επομένως μπορεί η ψυχή να δει π. χ. την ψυχή ενός φυτού, ενός ζώου ή ενός ανθρώπου, όσο η ψυχή αυτή βρίσκεται ακόμη ως φορέας ζωής μέσα στο υλικό σώμα, αλλά και μετά, όταν η ψυχή, είτε προσωρινά είτε μόνιμα, έχει εγκαταλείψει το υλικό σώμα και βρίσκεται στον αέρα ως καθαρά αιθερικό ον. Αυτή η αντίληψη η οφειλόμενη στη βοήθεια καθαρών πνευμάτων, η προερχόμενη δηλαδή από το πνεύμα, ονομάζεται «ψυχική ή πνευματική όραση». Κατ’ αυτή, η ψυχή δεν βλέπει – ή βλέπει μόνο φαινομενι­κά – με τα μάτια του σώματος, αντίθετα βλέπει με το πνευματικό μάτι, κάτι που πολλές φορές το ίδιο το άτομο το αισθάνεται να βρί­σκεται στην περιοχή της καρδιάς. Μερικοί άνθρωποι, ιδιαίτερα σε πρωτόγονους, φυσικούς λαούς, έχουν το χάρισμα να βλέπουν με τον τρόπο αυτό και τις ψυχές των νεκρών.

Τέλος, υπάρχει και μια τρίτη αντιληπτική δυνατότητα της ψυχής: μερικοί άνθρωποι μπορούν με τη βοήθεια του ενυπάρχοντος σ’ αυ­τούς θείου σπινθήρα να αντιλαμβάνονται και τον καθαρό, πνευμα­τικό κόσμο, δηλαδή τόσο τα καθαρά πνεύματα και σπινθήρες που υπάρχουν ως εσώτατα κέντρα ζωής μέσα στα ζωντανά πλάσματα του υλικού επιπέδου, όσο και τα ελεύθερα, δηλαδή τα καθαρά πνεύ­ματα και τους αγγέλους που δεν είναι πουθενά ενσαρκωμένοι. Ό­μως, αυτή την ανώτατη, τρίτη μορφή αντίληψης μπορούν να την έχουν διαρκώς μόνον οι άνθρωποι εκείνοι που είναι εξαγνισμένοι και πνευματικά αναγεννημένοι, που έχουν γίνει ένα με τo καθαρό πνεύμα τους. Στο πνεύμα των ανθρώπων αυτών, χάρη στην ένωση του με την ψυχή, αναπτύσσεται ένα νέο αντιληπτικό όργανο που επεκτείνεται στα πάντα και τους χαρίζει πρόσβαση σε ολόκληρο το υλικό και πνευματικό σύμπαν. Στους λιγότερο ώριμους ανθρώ­πους, όμως, αυτή η καθαρά πνευματική αντίληψη δίνεται μόνον κατ’ εξαίρεσιν και για σύντομο χρονικό διάστημα.

Όμως, ό,τι συμβαίνει με την όραση, συμβαίνει και με την ακουστική αντίληψη. Και αυτή είναι τριών ειδών: υλική-σωματική, για τα ηχητικά κύματα, ψυχική για την επικοινωνία με τις ψυχές και πνευματική για την επικοινωνία με τα καθαρά πνεύματα. Αυτή η τελευταία και ανώτερη αντιληπτική ικανότητα, που μπορεί να φθά­σει μέχρι τη συνειδητή σύλληψη των μηνυμάτων του Θεού, ονομά­ζεται «εσωτερικός, ζωντανός Λόγος».

Φυσικά, σε κάποιο μέτρο μπορεί η πνευματική όραση και ακοή να είναι καθαρά κληρονομική ή και αρρωστημένη προδιάθεση της ψυχής ή «του πνεύματος των νεύρων» της. Εξ αιτίας κληρονομικής προδιάθεσης, αλλά και μέσω νοσηρής εκλέπτυνσης του, το νευρι­κό αυτό πνεύμα μπορεί να γίνει τόσο ευαίσθητο, ώστε να μεταβι­βάζει στην ψυχή ως πνευματικο-σωματικό αισθητήριο όργανο, τις εντυπώσεις και επιδράσεις από τον περιβάλλοντα πνευματικό κό­σμο. Ένας άνθρωπος με τέτοια προδιάθεση μπορεί να αντιληφθεί, δηλαδή να δει, ν’ ακούσει ή να αισθανθεί με άλλο τρόπο, τις ψυ­χές και τα πνεύματα παρόμοια όπως ο ώριμος και εσωτερικά ανεπτυγμένος αναγεννημένος άνθρωπος. Αυτό αποκαλείται προ­διάθεση του διαμέσου ή ψυχική όραση. Κληρονομείται συχνά στα μέλη διαφόρων φυλών, ωστόσο δεν σημαίνει πολλά πράγματα για την εσωτερική, πνευματική τελειοποίηση ενός ανθρώπου.

Για να κατέχει κανείς δικαιωματικά την πνευματική όραση, πρέ­πει να διαθέτει εντελώς υγιή και ισχυρή ψυχή, της οποίας ο σπιν­θήρας ζωής να ακτινοβολεί και να επιδρά σε μία «αύρα» ή, σύμφω­να με τον Λόρμπερ, «εξωτερική σφαίρα ζωής» πολύ ευρύτερη α­πό το περίγραμμα του υλικού σώματος. Αυτό το εξηγεί ο Κύριος στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» ως εξής:

«Όποιος χάρη στην πληρότητα της εσωτερικής του ζωής αποκτά μια σφαίρα ζωής και πέρα από το σώμα του, αυτός μπορεί να δει τις ψυχές των νεκρών και να μιλήσει μαζί τους για τα πιο σημαντι­κά πράγματα της ζωής όποτε και όσο συχνά θέλει. Αλλά φυσικά γι’ αυτό απαιτείται μία σχεδόν oλοκληρωμένη εσωτερική τελειοποίη­ση».

Μία βασική προϋπόθεση για την απόκτηση της πνευματικής ό­ρασης και των άλλων εσωτερικών μορφών αντίληψης είναι, εκτός από μια πορεία κατευθυνόμενη προς τον Θεό γεμάτη αγάπη, ένας απλός και μετρημένος τρόπος ζωής που κρατάει καθαρά και ελα­φρά το σώμα και την ψυχή.

«Στο παρελθόν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που ζούσαν με αυτόν το μετρημένο τρόπο. Ιδιαίτερα δε όσοι ζούσαν στις ορεινές περιο­χές, παρά εκείνοι των πόλεων. Γι’ αυτόν το λόγο, εκείνοι οι άνθρω­ποι διέθεταν διαρκώς τη διπλή όραση. Έτσι σαν φυσική συνέπεια, είχαν καθημερινή σχέση με τα πνεύματα, από τα οποία διδάσκονταν πολλά χρήσιμα πράγματα. Αυτά τα πνεύματα τους δίδασκαν την επίδραση που έχουν τα βότανα, πού θα μπορούσαν ν’ ανακα­λύψουν πλούσιες φλέβες μεταλλευμάτων καθώς και πώς να τα εξο­ρύξουν και να τα επεξεργασθούν.

Ελάχιστα ήταν τα σπίτια στα βουνά που δεν διέθεταν τα δικά τους οικιακά πνεύματα. Έτσι υπήρχαν πάρα πολλοί σοφοί οι οποίοι ή­ταν γνώστες και χειριστές των κρυφών δυνάμεων της φύσης. Αυτές οι δυνάμεις ή πνεύματα βρίσκονταν σχεδόν διαρκώς στην υπηρε­σία εκείνων των ανθρώπων» («Γη και Σελήνη»).

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» ένας απλός βαρκάρης λέει στον Ιησού Χριστό: «Αγαπημένε μου Κύριε, γιατί λοιπόν δεν επιτρέπεται στις ψυχές των νεκρών να εμφανιστούν ορατά τουλάχιστον στους συγ­γενείς τους; Ειδικά μάλιστα όταν αυτοί κινδυνεύουν να καταβροχθιστούν από τον κόσμο, για να τους προειδοποιήσουν και να τους δείξουν τον άλλο κόσμο, οπότε η πίστη των ανθρώπων για τη συνέ­χιση της ζωής της ψυχής μετά το θάνατο θα ήταν αληθινή και θεμε­λιωμένη σε προσωπική εμπειρία, ώστε θα διευκόλυνε τους ανθρώ­πους να πιστέψουν και στον έναν Θεό;».

Ο Ιησούς του απαντά: «Φίλε Μου, αυτό που είπες ότι επιθυμείς, πάντα ήταν πραγματικότητα σε κάθε λαό, όσο αυτός ζούσε σύμφω­να με τη θεία θέληση που αποκαλυπτόταν σε κάθε εποχή! Όμως, όταν οι άνθρωποι αιχμαλωτίστηκαν σιγά-σιγά από τις εγκόσμιες α­πολαύσεις και τις επιθυμίες της σάρκας τους, τότε σκοτείνιασε και η πνευματική τους όραση. Οι άνθρωποι άρχισαν να περιφρονούν τις προειδοποιήσεις από τον άλλο κόσμο, άρχισαν να τον φοβούνται και να τρέπονται σε φυγή, και τότε έχασαν και την ικανότητα να επικοινωνούν σε κατάσταση εγρήγορσης με τις ψυχές που εξα­κολουθούσαν να ζουν και να δρουν στον άλλο κόσμο. Οι κάπως κα­λύτεροι ανάμεσά τους δέχονταν μόνο μέσα σε όνειρα την επίσκεψη και τη διδασκαλία των κατοίκων του άλλου κόσμου, εν μέρει για τον ίδιο τους τον εαυτό και εν μέρει χάριν άλλων προσώπων, που βρίσκονταν στα χείλη του γκρεμού της ηθικής πτώσης και που τις περισσότερες φορές σώζονταν με τον τρόπο αυτό.

Για πήγαινε, όμως, εσύ σ’ έναν άνθρωπο προσκολλημένο στον υλικό κόσμο και πες του ότι εμφανίστηκε σε σένα το ένα ή το άλλο πνεύμα και σου είπε τούτο ή εκείνο, φαντάζεσαι ότι θα σε πιστέψει; Με τίποτα.! Θα σε περιγελάσει και θα πει ότι είσαι τρελός και φαντασιόπληκτος.

Η αξιέπαινη επιθυμία που εκφράζεις με την ερώτηση σου πάντο­τε ικανοποιείτο σε όλες τις εποχές. Και οι απλοί άνθρωποι της αρ­χαίας εποχής, που τα ήθη τους δεν είχαν ακόμη διαβρωθεί, διδά­σκονταν σε όλα τα θέματα από τα καθαρά πνεύματα, αφού είχαν διαρκή επαφή μαζί τους, Τα πνεύματα δίδαξαν στους ανθρώπους να εξάγουν τα μέταλλα από τη γη και με τη βοήθεια του πυρός, που τα πνεύματα τους έμαθαν να το παράγουν, να κατασκευάζουν διά­φορα χρήσιμα εργαλεία και σκεύη. Γιατί από ποιον άλλον θα μπο­ρούσαν οι άνθρωποι, που είχαν μυαλό μικρού παιδιού, να τα μά­θουν όλα αυτά αν όχι από εκείνα τα γεμάτα σοφία όντα που γνω­ρίζουν τα πάντα χάρη στο θείο φως που υπάρχει μέσα τους;…

Όμως, οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν ότι είχαν γίνει σοφοί και γνωστικοί, και αυτό τους έκανε ματαιόδοξους, φαντασμένους και περήφανους, πράγμα που με τη σειρά του τους έκανε όλο και πιο προσανατολισμένους και προσκολλημένους στα εγκόσμια. Δεν εί­χαν πια ανάγκη την ουράνια διδασκαλία και άρχισαν μάλιστα να ντρέπονται γι’ αυτήν. Έφτιαξαν οι ίδιοι σχολεία και τα επάνδρωσαν με διάφορους δασκάλους και ιερείς, που νοιάζονταν περισσό­τερο για το δικό τους εγκόσμιο συμφέρον παρά για κείνο του λαού…

Αφού λοιπόν τώρα είναι φανερό πως έτσι έχουν τα πράγματα και πως ο άνθρωπος αυτού τον κόσμου δεν πιστεύει πια σε τίποτα το πνευματικό, είναι τότε παράξενο που τα καθαρά πνεύματα παρου­σιάζονται όλο και σπανιότερα στους προσκολλημένους στον υλικό κόσμο ανθρώπους; Φίλε μου, η δυνατότητα για επαφή δεν έχει αλ­λάξει, μόνο οι άνθρωποι δεν είναι πια σαν τους παλιούς, που είχαν μόνιμη επικοινωνία με τα ουράνια καθαρά, πνεύματα.! Αν οι άνθρω­ποι ακολουθώντας τη διδασκαλία Μου γίνουν ξανά αγνοί και πνευ­ματικοί, τότε θα αποκτήσουν ξανά στενό δεσμό και επικοινωνία με τα πνεύματα και τις ψυχές των νεκρών».

Στις επόμενες σελίδες θα εξετάσουμε αναλυτικά τις διαφορές των διαφορετικών βαθμών όρασης και υπό ποιες προϋποθέσεις τους α­ποκτά κανείς, Στην Ντούντε λέγεται γι’ αυτό το θέμα: «Μέσα σε κά­θε ύλη περιέχεται πνευματικό στοιχείο το οποίο πρέπει αναγκαστι­κά να είναι ενεργό και η δραστηριότητα του είναι ορατή για όποιον βλέπει πνευματικά. Είναι σαν να γίνεται συνεχώς χρήση πνευματικής δύναμης. Στην ουσία, αυτό που λαμβάνει χώρα είναι μία τακτι­κή ανταλλαγή εισρέουσας και εξερχόμενης ζωτικής ενέργειας που έχει ως αποτέλεσμα μία ακατάπαυστη δόνηση της βασικής, πρωταρ­χικής δύναμης την οποία ο Θεός διοχετεύει μέσα σε όλα τα δημιουρ­γήματα του. στην ανταλλαγή και στη δόνηση δε αυτή συμβάλλει κά­θε ον με την ύπαρξη του, όπως και κάθε δημιούργημα.

Αυτά που μπορεί να δει ένας άνθρωπος πνευματικά δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τις ικανότητες με τις οποίες αντεπεξέρ­χεται στη γήινη ζωή του, παρά πρόκειται για μία τελείως ιδιαίτερη ενέργεια. και μονάχα αυτός που είναι πραγματικά προχωρημένος πνευματικά μπορεί οποιαδήποτε ώρα να περάσει αυτόβουλα σε μία κατάσταση όπου είναι δυνατό να έχει την πνευματική όραση. Κι αυ­τό προϋποθέτει επίσης ότι θέλει πάντοτε να αντλήσει κάποιο όφε­λος από αυτή τη θεία χάρη.

Για τούτο το λόγο ο θείος Δημιουργός επιτρέπει την πνευματική όραση μονάχα όταν δεν υπάρχει πια κανένας κίνδυνος να αναγκα­στεί ο άνθρωπος της Γης να πιστέψει κάτω από το βάρος όσων βλέ­πει, επειδή τότε οτιδήποτε κι αν δει δεν πρόκειται να έχει επιζήμια επίδραση στην ψυχή του. Αυτός είναι ο λόγος που η δυνατότητα αυ­τή παραχωρείται αποκλειστικά σε ανθρώπους που έχουν ήδη να επιδείξουν μία ορισμένη πνευματική ωριμότητα και έτσι μπορούν ε­πίσης να καταλάβουν απόλυτα πού αποσκοπεί η κάθε δραστηριό­τητα που βλέπουν. Έτσι το αποτέλεσμα είναι ότι βλέποντας αυτή την ακατάπαυστη δραστηριότητα παρακινούνται και οι ίδιοι να δραστηριοποιηθούν εντατικά για να δώσουν από την πλευρά τους κάθε δυνατότητα στα πνευματικά στοιχεία να αναπτυχθούν.

Εκείνος που αποκτά την ικανότητα να βλέπει πνευματικά θα υ­περβεί επίσης την ύλη πολύ σύντομα αν και θα μείνει α­κόμη στη Γη για χάρη των συνανθρώπων του. Γιατί για τον ίδιο η κατάσταση αυτή σημαίνει ότι βρίσκεται ήδη σε ανώτερες σφαίρες, την δε ύλη την αφήνει πίσω τον αφού δεν ανήκει σε εκείνο τον κό­σμο. Γι’ αυτό για τον άνθρωπο της Γης το να βλέπει συνειδητά στο πνευματικό βασίλειο του αποφέρει απερίγραπτο όφελος. ως εκ τού­του θα πρέπει να το επιδιώκει με όλη του τη θέληση, αφού αυτό που έχει σημασία είναι να αυξήσει τον πνευματικό τον πλούτο συλλέγο­ντας άφθαρτα περιουσιακά στοιχεία και θησαυρούς που θα κρατήσουν στην αιωνιότητα».

Η βασική προϋπόθεση βέβαια για να αποκτήσει κανείς την πνευματική όραση είναι η αποδέσμευση από τον κόσμο της ύλης. Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» (IX 53) του Λόρμπερ λέει σχε­τικά ο Ιησούς: «Είναι αυτονόητο ότι η ψυχική ζωή παρουσιάζεται εκ των πραγμάτων από μόνη της όταν χαλαρώσουν τα δεσμά του σώματος που την περιορίζουν. Συνεπώς όλοι εκείνοι, που ακούν μεν το Λόγο Μου αλλά κατά τα άλλα δεν αντιλαμβάνονται τίποτα από αυτή την εσωτερική ζωή της ψυχής, είναι ακόμη απόλυτα δέσμιοι της σάρκας τους, είναι ακροατές και όχι εκτελεστές του Λόγου.

Ο κάθε άνθρωπος που αποτινάσσει τα δεσμά της ύλης αποκτά έ­να διεισδυτικό, καθαρό βλέμμα σε σχέση με τους ανθρώπους και τη φύση. Στην αρχή βέβαια νομίζει ότι απλά έχει οξυνθεί η παρατηρη­τικότητα του, στην πραγματικότητα όμως είναι η διέγερση τον πνεύ­ματος του που αποκτά μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Εάν στη συνέχεια ο άνθρωπος συνηθίσει να παρατηρεί το εσωτερικό του, με άλλα λόγια να αναγνωρίζει τις εικόνες που μπορούν να δουν και να παρατηρήσουν οι πνευματικοί του οφθαλμοί ανεξάρτητα από τους σωματικούς, τότε, εφόσον στέκεται μέσα στην αγάπη Μου και συνεχίζει να οικοδομεί πάνω σε αυτό το έδαφος, θα αποκτήσει σύντο­μα εκείνη την ιδιότητα τον πνεύματος που εσείς ονομάζετε ενόραση. Η ενόραση δεν είναι καμία μαγική ιδιότητα αλλά μία τελείως φυσιολογική ικανότητα της ψυχής. Και την ικανότητα αυτή μπορεί να αποφύγει κανείς να την καλλιεργήσει, εάν δεν το θέλει, ακριβώς όπως επίσης μπορείτε να. αποφύγετε να καλλιεργήσετε διάφορες ικανότητες του σώματος σας.

Υπάρχουν κάποιες ασθένειες κατά τις οποίες συχνά χαλαρώνει ο σύνδεσμος της ψυχής με το σώμα αλλά λόγω της ασθενικής κατάστασης η ενορατική ικανότητα τότε είναι κατά βάση μία μορφή αρ­ρώστιας και γι’ αυτό το λόγο εμφιλοχωρούν πολλές πλάνες, Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι ασυνήθιστο το φαινόμενο όπου η ψυ­χή ζει στο δικό της κόσμο που είναι ξένος για το σώμα. Διάφορες φαντασιώσεις που έχει τότε δεν είναι άλλο από εικόνες αντιστοιχείας από τον ψυχικό κόσμο και ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι η γλώσ­σα με την οποία το πνεύμα μιλάει στην ψυχή δεν αποτελείται, από λέξεις αλλά από ολοκληρωμένες έννοιες, ενώ οι λέξεις μόλις και μετά βίας αποδίδουν τις έννοιες.

Η καλλιέργεια της ικανότητας να κατανοείτε τη γλώσσα αυτή, που τουλάχιστον από το Λόγο σάς είναι γνωστή ως η γλώσσα των αντιστοιχειών, δεν είναι μόνο ωφέλιμη, όσο ζείτε, αλλά και απαραίτητη· γιατί διαφορετικά όταν περάσει η ψυχή στον κόσμο των πνευμάτων μετά το σωματικό θάνατο, νιώθει σαν ένα ξένο που επισκέπτεται μία τελείως άγνωστη χώρα όπου δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα και με με­γάλο κόπο καταφέρνει να συνεννοηθεί. Η μόνη διαφορά έγκειται στο ότι ενώ ο ξένος δεν καταλαβαίνει τους κατοίκους αυτής της χώ­ρας, εκείνοι τον καταλαβαίνουν, όμως πρέπει πρώτα να συνηθίσουν πάλι την ξεσυνηθισμένη, αργή γλώσσα του σώματος, όπου η επικοι­νωνία γίνεται με λόγια και όχι με τη μεταβίβαση σκέψεων.

Γι’ αυτό το λόγο πολύ συχνά πνευματικά προχωρημένοι άνθρω­ποι εκφράζουν τη λύπη τους που δεν μπορούν να εκφράσουν με λό­για αυτά που αισθάνονται ή να αποτυπώσουν γραπτά ή προφορι­κά το πέταγμα των σκέψεων που μεταδίδονται αστραπιαία, από το πνεύμα στην ψυχή. Όλα αυτά δεν θα ήταν δυνατά εάν δεν υπήρχε αυτή η γλώσσα τον πνεύματος με τις γρήγορες εικόνες και τη γρή­γορη αλληλοδιαδοχή των εννοιών».

Από την παραπάνω διδασκαλία καθίσταται για άλλη μία φορά σαφές πόσο δύσκολο είναι να μεταφραστούν σε λόγια κατανοητά για τους ανθρώπους τα οράματα και οι παρατηρήσεις τους έτσι που να αποδίδεται πιστά το νόημα τους. Ο Γιάκομπ Λόρμπερ ήταν μία σπάνια περίπτωση ανθρώπου που όχι μόνο λειτούργησε ως «γραφιάς του Θεού», αλλά είχε επίσης οράματα και την εσωτερική όρα­ση, ιδίως όταν βρισκόταν στη φύση. Από αυτόν είναι μεταξύ άλ­λων γνωστό ότι μορφές του παραμυθιού όπως οι καλικάτζαροι, τα αερικά, οι νύμφες, οι νεράιδες, οι γοργόνες, οι συλφίδες κ.λπ. έχουν απολύτως αληθινή υπόσταση ως πνεύματα της φύσης και στοιχεια­κά. Στο «Θεός και Δημιουργία» του Β. Λουτς που βασίζεται στο έργο του Λόρμπερ γίνεται αναλυτικά λόγος για τη φύση και τη λει­τουργία αυτών των οντοτήτων.

Σαν κατακλείδα πρέπει να τονιστεί επίσης η διαφορά μεταξύ των θεάσεων που γίνονται αντιληπτές ενδοσωματικά σαν οράματα και εκείνων οπτασιακού χαρακτήρα που είναι ορατές εκτός τον οραματιζόμενου. Σύμφωνα με τον Ιωάννη του Σταυρού, Ισπανό ιεροδιδάσκαλο και μυστικιστή (1542-1591) οι πρώτες είναι πολυτιμό­τερες έναντι των δεύτερων που είναι ατελείς. Την ίδια άποψη υπο­στηρίζει και η άλλη μεγάλη καθολική μυστικίστρια της Ισπανίας, η Τερέζα της Άβιλα στο έργο της «Vida». Στη συνέχεια θα εξετάσου­με διεξοδικότερα το φάσμα των αποκαλυπτικών και καθοδηγητι­κών ονείρων και οραμάτων.

Αποκαλυπτικά και καθοδηγητικά όνειρα και οράματα

Στο «Γη και Σελήνη» του Λόρμπερ, κεφ. 67, λέγεται για τα όνει­ρα που έχουν ένα αποκαλυπτικό ή καθοδηγητικό χαρακτήρα: «Ό­μως εντελώς διαφορετική είναι η περίπτωση με ορισμένα επονομα­ζόμενα φωτεινά όνειρα, τα οποία ο ονειρευόμενος τα βιώνει με τέ­τοια ζωντάνια, ώστε να έχει την αίσθηση ότι το όραμα είναι πραγματικότητα και ακόμη και όταν ξυπνήσει τελικά δεν είναι εντελώς σίγουρος τι από τα δύο ήταν. Τέτοιου είδους οράματα ή όνειρα, δεν ανήκουν στον κόσμο της ψυχής, αλλά στον κόσμο των πνευμάτων που την περιβάλλουν και που μπορεί να είναι είτε καλά είτε κακά. Εάν τα πνεύματα που την περιβάλλουν είναι κακά, τότε η ψυχή εξαντλείται, και διαμέσου αυτής και το σώμα, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να ξυπνά από ένα τέτοιο όνειρο εντελώς αποκαμωμένος. Εάν πάλι τα πνεύματα αυτά είναι καλά, τότε κατά το ξύπνημα ο ονειρευόμενος αισθάνεται να είναι δυναμωμένος ψυχικά και σωματικά.

Και τα δύο είδη οραμάτων επιτρέπονται με στόχο το όφελος της ψυχής και ποτέ για να τη βλάψουν. Τα κακά οράματα θα έπρεπε η ψυχή να τα δεχτεί σαν μια προειδοποίηση, τα δε καλά σαν ενδυνά­μωση.

Αυτά τα οράματα διαθέτουν τόση πολλή ζωντάνια, γιατί τα πνεύ­ματα που τα προκαλούν αποδεσμεύουν το πνεύμα των νεύρων α­πό τη φυσική του λειτουργία, συνδέοντάς το πλήρως με την ψυχή. Σε μία τέτοια κατάσταση η ψυχή έχει την αίσθηση της φυσικότητας, γιατί βρίσκεται σε πλήρη σύνδεση με το πνεύμα των νεύρων. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι είναι δυνατότερη και γι’ αυτά παράλ­ληλα διαθέτει την ικανότητα να προσλαμβάνει και να συγκρατεί πιο σημαντικές εικόνες στη μνήμη της.

Σ’ αυτή την κατηγορία ενόρασης ανήκουν και τα οράματα των λεγόμενων υπνοβατών, καθώς και τα οράματα υπό νάρκωση*.Οι εικόνες που αναδύονται από αυτό το είδος οραμάτων ήδη διαθέ­τουν μία συνοχή και μία τάξη. Γιατί σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τα πνεύματα που περιβάλλουν την ψυχή της προσφέρουν ένα πιο καθαρό μήνυμα.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο να μεταδίδο­νται στην ψυχή από την πλευρά των πνευμάτων επίσης μηνύματα που αναφέρονται σε μελλοντικά γεγονότα. Γι’ αυτά τα πνεύματα κάτι τέτοιο δεν είναι δύσκολο, γιατί κατ’ αρχήν γνωρίζουν την τά­ξη των πραγμάτων, καθώς και τη δεδομένη σειρά με την οποία θα εξελιχθούν. Και δεύτερον, γιατί τα πνεύματα είναι οι εφαρμοστές αυτής της τάξης.

Είναι το ίδιο όπως αν κάποιος από σας επισκεπτόταν ένα ξένο σπίτι, όπου βέβαια δεν θα γνώριζε τι έχει προγραμματίσει ο νοικο­κύρης του σπιτιού για τις επόμενες ημέρες. Αλλά ο νοικοκύρης του σπιτιού αναγκαστικά είναι κατατοπισμένος γύρω από το καθετί που αφορά το χώρο του. Ωστόσο εάν ο νοικοκύρης σάς αποκαλύψει το τι πρόκειται να κάνει μέσα στις επόμενες ημέρες, τότε θα το γνωρίζετε κι εσείς. Έτσι λοιπόν κι εσείς δεν μπορείτε να γνωρίζετε αυτά που πρόκειται να επιτελέσουν τα πνεύματα, π.χ. μέσα στον ε­πόμενο χρόνο, γιατί στο χώρο των πνευμάτων είσαστε ακόμη ξένοι. Εάν όμως τα ίδια τα πνεύματα γνωστοποιήσουν το πρόγραμμα τους σε μια ψυχή, τότε θα γνωρίζει κι εκείνη όσα πρόκειται να συμβούν. Προκειμένου όμως να μπορούν να φανερώσουν κάτι σε μια ψυχή, πρέπει να την προετοιμάσουν κατάλληλα. Και η προετοιμασία εί­ναι ακριβώς αυτή που σας αποκαλύφθηκε πιο πάνω.

Αυτό το είδος των οραμάτων είναι κάτι το οποίο κανείς θα πρέπει να το αντιμετωπίζει με μεγάλη σοβαρότητα. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί σαν προαναγγελία για ένα αμετάκλητο πεπρωμένο, όπως έκαναν παλιά οι ειδωλολάτρες, γιατί κανείς δεν πρέπει να δεσμεύε­ται με οποιονδήποτε τρόπο ως προς την ελεύθερη βούλησή του. Εάν κάποιος επιθυμεί με όλη του τη σοβαρότητα κάτι το διαφορετικό α­πό ό,τι του δείχνουν τα πνεύματα σ’ αυτά τα οράματα, δεν έχει πα­ρά να στραφεί σ’ Εμένα, ζητώντας Μου να αλλάξω το ρου των πραγμάτων. Τότε τα πράγματα θα εξελιχθούν διαφορετικά, εφόσον αυτός που στράφηκε σε Μένα έχει πίστη και εμπιστοσύνη, γιατί μό­νον Εγώ μπορώ την κάθε στιγμή να διαφοροποιώ ριζικά τα πάντα.

Ακόμη και εάν Εγώ ο Ίδιος έλεγα: «κοιτάξτε, αύριο θα κάνω αυ­τό ή εκείνο», εσύ όμως με όλη σου την αγάπη και την εμπιστοσύνη απευθυνόσουν προς Εμένα και Με παρακαλούσες να μην το κάνω, τότε θα το κάνω έτσι όπως εσύ Με παρακάλεσες. Και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην προκύψει κάποιο μειονέκτημα για κα­νέναν. Γιατί Εγώ μπορώ να χειριστώ όλες τις σχέσεις, τις καταστά­σεις και τα πράγματα και έτσι και αλλιώς. Χιλιάδες πρέπει να Με υπηρετούν σαν να ήταν ένας, και μια ημέρα μπορεί να είναι σαν έ­νας χρόνος ή και χίλια χρόνια σαν μια ημέρα.

Γι’ αυτό δεν θα πρέπει κανείς να ταράζεται από αυτά τα όχι και τόσο σπάνια οράματα, γιατί εάν είναι καλά. τότε έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει λόγος για να τρομάζετε· εάν πάλι είναι άσχημα, τότε μπο­ρούν να τροποποιηθούν. Εάν βέβαια κανείς πιστεύει ακράδαντα στην αμετάκλητη πραγματοποίηση τους, αποδίδοντας στα οράμα­τα του περισσότερη δύναμη από ό, τι σ’ Εμένα, τότε γι’ αυτόν ισχύει το γνωστό «γεννηθήτω».

Όσον αφορά στα όνειρα και οράματα της ψυχικής όρασης λέγεται στο κεφάλαιο 70 του ίδιου βιβλίου: «Άνθρωποι που βλέπουν οράματα με την ψυχική όραση δεν θα πρέπει να χαρακτηρίζονται ως πνευ­ματικά αναγεννημένοι απλά και μόνο λόγω αυτής της ικανότητας. Γιατί μια τέτοια ικανότητα δεν είναι παρά μια συνέπεια του ευερέ­θιστου νευρικού συστήματος τους, στο οποίο η ψυχή προβάλλει ο­ρισμένες εντυπώσεις από τον ψυχικό κόσμο της μέσω του πνεύμα­τος των νεύρων. Στους ανθρώπους που έχουν γερά νεύρα κάτι τέ­τοιο δεν μπορεί να συμβεί, ως εκ τούτου τέτοιοι άνθρωποι σπάνια βλέπουν οπτασίες και οράματα. Για όλους τους παραπάνω λόγους, αυτή η ιδιότητα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε σαν κάτι το κα­λό, ούτε σαν κάτι το κακό. Μπορεί μάλλον να θεωρηθεί ως μια α­σθένεια του σώματος, η οποία συνήθως έρχεται σαν συνέπεια κά­ποιων δυσάρεστων γεγονότων που μπορεί να συμβούν κατά τη διάρ­κεια της γήινης ενσάρκωσης. Τέτοια γεγονότα μπορεί να είναι μια μεγάλη στενοχώρια, μια παρατεταμένη περίοδος φόβου, μια ιδιαίτερα τρομακτική εμπειρία ή και κάποια τεχνητά μέσα, όπως η μαγνητική ύπνωση, η μέθη και η χρήση ναρκωτικών ουσιών.

Κατά συνέπεια τα οράματα δεν είναι απαραίτητο να είναι δείγ­μα της πνευματικής αναγέννησης. Αυτό αποδεικνύεται εξάλλου α­πό το γεγονός ότι τέτοιου είδους οραματιστές συνήθως οραματίζο­νται ένα σύμφυρμα εικόνων που δεν έχουν κάποιο υπόβαθρο ή κάποια βασική συνάρτηση μεταξύ τους. Ο λόγος γι’ αυτή την ασυναρ­τησία έγκειται στο γεγονός ότι σ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει ακόμη επιτευχθεί μία σταθερή σύνδεση ανάμεσα στην ψυχή και το πνεύμα τους.

Σαν συνέπεια, δεν φαίνεται πίσω από τα οράματα τους να υπάρ­χει κάποιο εμφανές υπόβαθρο. Αντίθετα, όταν γίνεται μια παρου­σίαση κάποιων πνευματικών πραγμάτων από το στόμα ενός ανα­γεννημένου ανθρώπου, τότε τα πάντα εμφανίζονται κάτω από το φως μιας σωστής, ολοκληρωμένης πνευματικής συνάρτησης, Αυτό με τη σειρά του είναι ένα ακόμη δείγμα της ουσιαστικής αναγέν­νησης και μια σημαντική διαφορά από έναν απλό οραματιστή. Ε­πομένως από έναν αναγεννημένο δεν πρέπει να περιμένει κανείς κάποια ευτελή θαύματα, αλλά τους φυσικούς καρπούς ενός υγιέστατου πνεύματος και μιας ψυχής που εξυγιάνθηκε μέσω αυτού.

Ο αναγεννημένος γνωρίζει ότι με τα δώρα του Αγίου Πνεύματος δεν επιτρέπονται να γίνονται ταχυδακτυλουργίες. Ως εκ τούτου χρη­σιμοποιεί αυτά τα δώρα μόνον όταν πραγματικά είναι απαραίτη­το και συνήθως κρυφά.

Όποιος όμως θα ήθελε να φθάσει στην πνευματική αναγέννηση, λόγω των οιωνδήποτε θαυματουργικών ικανοτήτων, μπορεί να εί­ναι απόλυτα βέβαιος ότι αυτή η Χάρη δεν πρόκειται να του δοθεί σε καμία περίπτωση σ’ αυτό τον κόσμο. Γιατί θα ήταν σαν να προ­σφέρονταν τα μαργαριτάρια στους χοίρους.

Αγάπη προς Εμένα, μεγάλη καλοκαρδία και αγάπη προς όλους τους ανθρώπους, είναι τα. σωστά γνωρίσματα της αναγέννησης. Ό­που λείπουν αυτά τα στοιχεία και όπου η ταπεινοφροσύνη δεν εί­ναι αρκετά δυνατή ώστε να αντέξει το οποιοδήποτε κτύπημα, εκεί δεν ωφελούν ούτε τα φωτοστέφανα, ούτε τα ράσα, και ακόμη λιγό­τερο οι οπτασίες πνευμάτων. Και αυτό το είδος ανθρώπων συνήθως είναι πολύ μακρύτερα από το Βασίλειο του Θεού, απ’ ό,τι κάποιοι άλλοι με εντελώς κοσμική εμφάνιση. Γιατί, όπως είπαμε, η Βασι­λεία του Θεού ποτέ δεν έρχεται με εξωτερικές τυμπανοκρουσίες αλλά εσωτερικά, απαρατήρητα και χωρίς θορύβους μέσα στην καρ­διά του ανθρώπου. Αυτό εντυπώστε το όσο πιο βαθιά γίνεται μέσα στη συνείδηση σας κι έτσι θα βρείτε το Βασίλειο του Θεού πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι νομίζετε. Γιατί η επαγγελία για τη Βασιλεία του θε­ού δεν έχει υποσχεθεί τέτοιες ανοησίες σ’ όποιον το βρει. Μπορεί ό­μως να βρεθεί πολύ εύκολα μέσα σ’ εκείνα που σας έχουν όντως υποσχεθεί. Αλλά υπάρχουν πολλοί που ψάχνουν το καπέλο τους πα­ρόλο που ήδη το φορούν.

Μόνον τα οράματα ενός αναγεννημένου είναι σωστά. Όλα τα υ­πόλοιπα οράματα, μπορούν να αποκτήσουν τη σωστή τους σημα­σία, μόνον εφόσον ερμηνευτούν από το στόμα ενός πνευματικά α­ναγεννημένου. Τα διάφορα οράματα, όνειρα και υπόλοιπα μέσα πρόβλεψης του μέλλοντος δεν πρέπει να τα παίρνει κανείς στα σο­βαρά, γιατί προέρχονται από κακόβουλα πνεύματα που βρωμίζουν με τις ακαθαρσίες τους τις εύπιστες ψυχές.

Όπως θα πρέπει κανείς να απορρίπτει τέτοιες ανοησίες, από την άλλη μεριά, θα πρέπει να προσδίδει απόλυτη βαρύτητα στα λόγια ενός πραγματικά αναγεννημένου. γιατί αυτός δεν δίνει τίποτε άλλο, παρά μόνον ό,τι και ο ίδιος λαμβάνει, ενώ ο άλλος δίνει απο­κλειστικά ό,τι νομίζει πως γνωρίζει από μόνος του. Εάν κάποιος καυχιέται: “Αυτά τα λέω εγώ” ή εάν κάποιος εμφανίζεται ότι μιλά­ει εξ Ονόματος του Κυρίου, ενώ είναι προφανές ότι το κάνει για τη δική του τιμή ή για κάποιο άλλο προνόμιο, μην τον πιστεύετε! Ό­ποιος όμως χωρίς να αποζητά τιμή ή όφελος, λέει “ο Κύριος το εί­πε”, μπορείτε να τον πιστέψετε. Ιδιαίτερα δε εάν ενόσω μιλάει δεν δίνει σημασία στη φήμη των ανθρώπων. Γιατί ο αναγεννημένος δεν ενδιαφέρεται για τίποτ’ άλλο παρά για τη φήμη τον Κυρίου. Κι ό­λοι οι άλλοι άνθρωποι είναι αδελφοί του»!

 

Όνειρα και οράματα στον τρίτο βαθμό όρασης

 

Σχετικά με την τρίτη ή καθαρά πνευματική όραση, ένα αγγελικό πνεύμα διδάσκει ένα Ρωμαίο στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάν­νη»: «Η όραση σου έχει ανοίξει τώρα. τόσο πολύ ώστε μπορείς με τα μάτια της ψυχής σου να βλέπεις εμάς τα αγνά πνεύματα, επειδή πή­ραμε κατά κάποιο τρόπο από τη ζωτική σφαίρα που σας περιβάλ­λει εξωτερικά και φτιάξαμε ένα ουσιακό σώμα. Εάν μέναμε μόνο σαν πνεύματα ανάμεσα σας δεν θα μας βλέπατε, παρ’ όλο που έχε­τε τώρα την ψυχική όραση. Όταν όμως κάποτε αποκτήσετε την κα­θαρά πνευματική όραση, που ονομάζεται τρίτη ή εσώτατη όραση του πνεύματος, τότε θα μπορείτε να μας δείτε ακόμη και σαν κα­θαρά πνεύματα.

Αυτή η τρίτη όραση είναι απαραίτητη για να μπορείς να βλέπεις όλα τα άλλα ουράνια σώματα όμοια με εμάς. Όλα αυτά βρίσκονται ως αντιστοιχίες στο εσωτερικό σου σε απειροελάχιστη κλίμακα, μό­νο που η ψυχή σου δεν μπορεί να τα παρατηρήσει εάν δεν ενωθεί πρώτα με το θεϊκό της πνεύμα. Εμείς μπορούμε ωστόσο, με την ά­δεια τον Κυρίου, να αφυπνίσουμε για ένα σύντομο χρονικό διάστη­μα το πνεύμα σας σε εσάς τους ανθρώπους ώστε να μετατεθείτε στον τρίτο, δηλαδή τον ανώτατο και καθαρότατο βαθμό όρασης».

Kαι σε μία άλλη περίσταση είναι ο Ραφαήλ που διδάσκει στο ί­διο έργο (VIII 136): «Ο δεύτερος, σαφώς ανώτερος βαθμός όρασης και αίσθησης της ψυχής παρουσιάζεται τόσο στα όνειρα όσο και στην κανονική σωματική ζωή, όταν το πνεύμα αρχίσει να δραστηριοποιείται μέσα στην ψυχή. Τότε μοιάζει με το πνεύμα του φυτού που είναι μέσα στο σπόρο, όταν αρχίζει να ξεπροβάλει από την ψυ­χή του φυτού, που βρίσκεται στο σαρκώδες μέρος του σπόρου, και να σχηματίζει τις ρίζες μέσα στο χώμα και τα πρώτα φυλλαράκια πάνω από τη γη.

Η ψυχή αρχίζει τότε να παίρνει την αληθινή μορφή της, καθώς α­πό τη μια εισδύει στο εσωτερικό της, όπως οι ρίζες του αναπτυσσόμενου φυτού εισχωρούν στη γη και αρχίζουν να αντλούν τα κατάλ­ληλα θρεπτικά συστατικά από τη δύναμη του Θεού που είναι εκεί μέσα. από την άλλη, το ίδιο το φυτό, που αντιστοιχεί στην αληθινή μορφή της ψυχής, σαν συνέπεια της εσωτερικής διατροφής με την αγνή, αληθινή και ζωντανή δύναμη του Θεού, ανέρχεται στη σφαί­ρα του φωτός και αναπτύσσεται συνεχώς πιο ψηλά μέχρι τελικά να τελειοποιηθεί.

Όλα αυτά οφείλονται λοιπόν στη διαρκώς αυξανόμενη δραστη­ριοποίηση του πνεύματος μέσα στην ψυχή που έτσι ενώνεται όλο και πιο πολύ μαζί της. Όταν έχει φτάσει σε αυτή την κατάσταση η ψυχή, η όραση και η αίσθηση της δεν είναι πια σαν μια αμυδρή διαί­σθηση, αλλά μία καθαρή, διαυγής συνειδητοποίηση όλων των συνθηκών της ζωής στη σχέση τους με την ατομική της υπόσταση.

Σε αυτό το δεύτερο, ανώτερο βαθμό όρασης ο άνθρωπος γνωρί­ζει τον εαυτό του όπως και τον θεό. Επιπλέον μπορεί να δει τα πνεύματα ή τις ψυχές τόσο των πεθαμένων όσο και των ενσαρκω­μένων ακόμη ανθρώπων και να κρίνει το ποιόν τους.

Εκτός αυτού τα οράματα που βλέπει στα όνειρα του ένας τέτοιος άνθρωπος δεν είναι απεικόνιση των υλικών πραγμάτων χωρίς πραγ­ματική υπόσταση, αλλά πνευματικά, καθαρά, αληθινά και άρα τε­λείως πραγματικά. άλλωστε θα είναι ελάχιστη πια η διαφορά μετα­ξύ της ενόρασης σε κατάσταση εγρήγορσης ή των ονείρων στην κα­τάσταση του ύπνου.

…Υπάρχουν ορισμένοι ευσεβείς άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται σχεδόν καθημερινά την ώρα του ύπνου τους στον κόσμο των πνευ­μάτων προκειμένου να δυναμώσει η ψυχή τους. Αλλά όταν ξυπνή­σουν πάλι δεν θυμούνται τίποτα, απλά αισθάνονται μία ορισμένη παρηγοριά και δύναμη σαν να είχαν δει ή ακούσει ευχάριστα πράγ­ματα.

Μόνο εκείνοι, που όπως οι προφήτες βρίσκονται ήδη στο μεταίχμιο προς τον τρίτο, ανώτατο και διαυγέστατο βαθμό όρασης, κα­θώς το πνεύμα τους έχει αρχίσει να ενώνεται πια πιο ολοκληρωμέ­να με την ψυχή τους, φέρνουν πίσω στην κατάσταση αφύπνισης ό­σα αντιλήφθηκαν στον επίσης ήδη ανώτερο κόσμο των πνευμάτων. Επιπλέον μπορούν να τα μεταφέρουν και στους συνανθρώπους τους. Σε μία τέτοια κατάσταση βρίσκονταν οι περισσότεροι των μι­κρότερων προφητών.

Αν προσέξεις το καλάμι του σιταριού, θα δεις πως μεγαλώνει ως το μέγιστο σημείο ανάπτυξης, όπου αρχίζει να φαίνεται και να α­ναπτύσσεται το στάχυ. Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με τον άνθρω­πο όταν αρχίσει η ψυχή του να ενώνεται ολοκληρωτικά με το πνεύ­μα της.

Στο στάδιο της δεύτερης, ψυχικής όρασης, το πνεύμα αρχίζει να ενεργεί καλλιεργώντας την κατά το ήμισυ ακόμη υλική ψυχή. έτσι επεκτείνεται όλο και πιο πολύ μέσα της μέχρι που την κατακλύζει εντελώς και τη ζωντανεύει πνευματικά. Στο τρίτο πλέον στάδιο, η ψυχή, φλεγόμενη εντελώς από την αγάπη του πνεύματος, αρχίζει να απορροφάται από αυτό και να μεταμορφώνει σε καθαρά πνευμα­τική κάθε ουσία της που συγγενεύει ακόμη με την ύλη. Και έτσι δημιουργείται ο αληθινός καρπός για την ελεύθερη, αιώνια ζωή.

Στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος ανεβαίνει ως το φως και αρ­χίζει να τρέφεται από αυτό. και όσο περισσότερη τροφή παίρνει α­πό το φως τόσο λιγότερη παίρνει από την ψυχικο-υλική σφαίρα, κα­θώς η ψυχή του πνευματοποιείται όλο και περισσότερο. Το στάχυ της ζωής ανθίζει ώστε ενώνεται με το πνεύμα της αγάπης και έτσι παράγεται ο καρπός της ζωής, που αρχικά τρέφεται με το γάλα α­πό τους ουρανούς, αλλά στη συνέχεια με όλο πιο διαυγείς, αιώνια ακατάλυτες και αμετάβλητες αλήθειες.

Και τότε ωριμάζει ο καρπός της ζωής, οπότε η ζωή της ψυχής που στο δεύτερο βαθμό όρασης ενωμένη με το πνεύμα δημιουργεί το κα­λάμι του σιταριού, βρίσκεται πια στον τελείως ώριμο καρπό. Σαν ε­πακόλουθο, το καλάμι που πριν αναπτυσσόταν με μεγάλη σπουδή, μαραίνεται, ξεραίνεται και αφού χωρίζεται εντελώς από τον καρ­πό της ζωής δεν έχει καμία σχέση πια μαζί του.

Αυτός είναι λοιπόν ο τρίτος, ανώτατος βαθμός όρασης και ζωής της ψυχής. Στην κατάσταση αυτή η ψυχή βλέπει και ακούει όλα ό­σα υπάρχουν σε όλη την πλάση. Βλέπει τους ουρανούς ανοιχτούς και μπορεί να επικοινωνήσει ζωντανά με όλο τον πνευματικό κό­σμο. Αυτά που αντιλαμβάνεται και αισθάνεται τότε δεν μπορούν να χαθούν πια από τη μνήμη της διότι η εμβέλεια των αισθήσεων της περιλαμβάνει και διεισδύει στα πάντα για παντοτινά.

Σε μία τέτοια κατάσταση βρίσκονται όλοι οι μεγάλοι προφήτες και τα τέλεια πνεύματα στους ουρανούς σε αυτή βρίσκομαι και ε­γώ, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσα να σου την περιγράψω αφού κα­νένας δεν μπορεί να δώσει σε κάποιον κάτι που δεν κατέχει ο ίδιος!»

Ψευδαισθήσεις και φαινομενικές πραγματικότητες

Σε συνάρτηση με τις πνευματικές οράσεις θα πρέπει να αναφερ­θεί ο κίνδυνος των ψευδαισθήσεων. Στην περίπτωση αυτή δεν πρό­κειται για γνήσια οράματα, αλλά για φαίνομενικές πραγματικότη­τες, φαντασιακές εικόνες ή στοιχειακά όπως συχνά εμφανίζονται στη διάρκεια του διαλογισμού και ιδιαίτερα των ασιατικών παρα­δόσεων, π.χ. του γιόγκα.

Τέτοιες φανταστικές εικόνες μπορούν να αποκτήσουν μεγάλη δύναμη πάνω στους ευεπηρέαστους και όταν μάλιστα εκδηλωθούν στην ψυχή πλανημένων ή εύπιστων ανθρώπων είναι πολύ δύσκολο να εξαλειφθούν, όπως το βεβαιώνουν διάφορες γνωστές προσωπι­κότητες από το χώρο της ανατολικής θεοσοφίας. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τις υποτιθέμενες «προηγούμενες ζωές» ως άνθρωπος στη Γη, οι οποίες συχνά διανθίζονται με μία σειρά απίθανες λεπτομέρειες.

Εκτός αυτού θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι ο βαθμός αλή­θειας των οράσεων εξαρτάται αποκλειστικά από τη συνειδητότητα και τη θρησκευτικότητα του θεατή τους. γιατί όσο πιο ανώριμος είναι κάποιος και όσο πιο μακριά ζει από την αλήθεια του Θεού τόσο περισσότερο θα αποκλίνουν οι οράσεις του από την αλήθεια και θα αποτελούν μόνο φάτα μοργκάνα. Είναι γνωστό ότι ο αντί­παλος του Θεού μεταμφιέζεται επίσης σε «άγγελο του φωτός» (Προς Κορίνθιους Β’ 11, 14) και μπορεί να εξαπατά και να διαβουκολεί τους αφελείς ή πλανημένους.

Γι’ αυτό είναι αφελές να εκλαμβάνεται αυτόματα ότι κάθε όραση προέρχεται οπωσδήποτε από τις ανώτερες πνευματικές σφαί­ρες. Σε αυτό το σημείο αρκεί να αναφερθούν παραδειγματικά οι υποτιθέμενες εμφανίσεις Α.Τ.Ι.Α. (U.F.O.) ή της Παναγίας, οι οποίες θα εξεταστούν διεξοδικότερα σε ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο. Επομέ­νως με τις πνευματικές εμφανίσεις και οράσεις (όνειρα, οράμα­τα, αιθερικές οράσεις) επιβάλλεται μία ορισμένη επιφυλακτικό­τητα, γιατί εκτός των άλλων είναι πολύ εύκολο να ερμηνευτούν λανθασμένα. και μάλιστα αυτό είναι πιο εύκολο από ό,τι με τις ακροάσεις, δηλαδή τα ακουστικά βιώματα ή μηνύματα, στα οποία μπορεί κάποιος με λίγη εγρήγορση πνεύματος να ελέγξει εάν το περιεχόμενο τους συμφωνεί με το Λόγο του Θεού.

Ο Ιωάννης του Σταυρού, ο Ισπανός μυστικιστής και θρησκευτι­κός δάσκαλος, αποκαλύπτει από ιδία εμπειρία τι είναι αυτό που δίνει τη βεβαιότητα για την προέλευση των πνευματικών οράσεων: «Όσο μία ψυχή δεν έχει φτάσει ακόμη στο μυστικό γάμο, δεν έχει δηλαδή ποτέ μέχρι τώρα απολαύσει σε κατάσταση έκστασης τη μυ­στικιστική ένωση της αγάπης ούτε καν προσωρινά, τότε ό,τι όρα­μα ή αποκάλυψη δει πρέπει να θεωρηθεί ως πλάνη». Για το ίδιο θέμα λέει και η Τερέζα της Άβιλα, η άλλη μεγάλη Ισπανίδα μυστικίστρια, ότι όποιος έχει βιώσει έστω μία φορά ένα αληθινό όρα­μα, δεν μπορεί να εξαπατηθεί πια από ψευδαισθήσεις.

Ένα ερώτημα που προκύπτει σε αυτό το σημείο είναι γιατί ούτε τα οράματα και αυτών των αγίων δεν προσφέρουν την εγγύηση ό­τι είναι αληθινά, και επίσης, γιατί δεν μπορούσαν ούτε οι ίδιοι να τα ερμηνεύσουν πάντοτε σωστά: Αναφέρθηκε προηγουμένως ότι είναι αδύνατο να υπάρξει πλάνη μόνο στην περίπτωση που οι ορά­σεις προέρχονται από το Άγιο Πνεύμα. Αλλά ακόμη και όταν εί­ναι αδιαμφισβήτητα αυτή η περίπτωση, πρέπει ωστόσο όσον αφο­ρά οράσεις για μελλοντικά γεγονότα να ληφθεί υπόψη ο περιορι­σμός που αναφέρεται στην παρακάτω καταγραφή της Μπέρτα Ντούντε: «Το νόημα ορισμένων πραγμάτων είναι κρυφό για σας τους ανθρώπους και μόνο Εγώ ο Ίδιος μπορώ να σας το φανερώ­σω. Έτσι, παραδείγματος χάρη σε κάθε εποχή είχα προαγγείλει μέ­σω ενορατικών και προφητών γεγονότα τα οποία θα προέκυπταν σε ένα απώτερο μέλλον. Τέτοιες προαγγελίες ή ενοράσεις τις έδινα συνήθως καλυμμένα, αντίστοιχα με το επίπεδο ωριμότητας των αν­θρώπων και μόνο ένα αφυπνισμένο πνεύμα μπορούσε να τις κατα­λάβει σωστά.

Επειδή δε πολλές προφητείες αφορούσαν την έσχατη εποχή πριν το τέλος, παρέμειναν ακατανόητες για τους ανθρώπους, γιατί επιφυλάχτηκα να ανασηκώσω Εγώ ο Ίδιος το πέπλο όταν έρθει ο και­ρός. Έτσι ακόμη και για τους ενορατικούς και τους προφήτες Μου οι εικόνες που έβλεπαν ήταν απόκρυφες· απλά ανέφεραν εν μέρει παρακινημένοι και εν μέρει φωτισμένοι από το Πνεύμα Μου που τους επέτρεπε να βλέπουν μακριά στο μέλλον γεγονότα που αυτοί μετά τα κατέγραφαν. Έτσι υπάρχουν επίσης και διατηρούνται μέ­χρι σήμερα καταγραφές των οραμάτων του μαθητή Μου του Ιωάν­νη. οι καταγραφές αυτές θα ερμηνευτούν την τελευταία εποχή πριν το τέλος, αφού πρωτύτερα δεν είχαν καμία σημασία για τους αν­θρώπους που γι’ αυτό και δεν τις καταλάβαιναν.

Εντούτοις έχουν ένα βαθύ νόημα. Αποδίδουν απλά με εικόνες αυ­τά που είχε δει ο μαθητής Μου με την πνευματική του όραση αν και ο ίδιος δεν μπορούσε να ερμηνεύσει τα οράματα του επειδή κάτι τέτοιο δεν θα είχε ωφελήσει ούτε εκείνον ούτε τους συνανθρώπους του. Γιατί μπροστά τους είχαν ακόμη ολόκληρη την επόμενη περί­οδο εξέλιξης για να την αξιοποιήσουν σύμφωνα με τη δυνατότητα που τους είχε εξασφαλίσει ο Ιησούς Χριστός με το λυτρωτικό τον έργο. αντίθετα το να γνωρίζουν τη σημασία των οραμάτων αυτών θα κατέπνιγε κάθε κίνητρο πνευματικής αναζήτησης και έτσι η ε­λευθερία της βούλησης θα είχε περιοριστεί».

Κατά συνέπεια, δεν εξυπακούεται ότι όποιος έχει μία αποκάλυ­ψη από τον Θεό μπορεί εξ ορισμού και να την ερμηνεύσει σωστά και ολοκληρωμένα, γιατί εκτός από το βαθμό ωριμότητας του δέ­κτη σε αυτά παίξει ρόλο και η ωριμότητα των καιρών.

Μια άλλη αποφασιστική παράμετρος είναι ο περιορισμένος ορί­ζοντας του ανθρώπου δέκτη, όταν αυτός ανήκει σε μία συγκεκρι­μένη ομολογία πίστης με το συναφή χρωματισμό των αντιλήψεων και παραστάσεων που συνεπάγεται σε πολλά θέματα. Έτσι, ανα­φέρεται σχετικά από την Μπέρτα Ντούντε: «Το Πνεύμα Μου μπορεί να ενεργεί και εκεί επίσης όπου ένας άνθρωπος ανατράφηκε με λανθασμένα πιστεύω, όπου ανίκανοι δάσκαλοι οδήγησαν τις σκέψεις του σε λάθος κατεύθυνση, γιατί ούτε αυτοί άφηναν περιθώρια στο Πνεύμα Μου να ενεργήσει μέσα τους και να τους μεταδώσει την καθαρή αλήθεια. Κι ωστόσο, ακόμη και ένας που σκέφτεται λάθος, εφόσον έχει πραγματικά αγάπη στη ζωή του, μπορεί να βιώσει την ενέργεια του Πνεύματός Μου, με μια άλλη όμως μορφή από κείνη της αποκάλυψης της αληθινής γνώσης. Γιατί κάτι τέτοιο θα ερχόταν εν μέρει σε αντίφαση με τα πιστεύω που έχει διδαχθεί και λίγο θα τον ωφελούσε.

Γι’ αυτό το Πνεύμα Μου κατ’ αρχήν αφήνει αυτόν τον άνθρωπο να πάρει μια εικόνα από τις πνευματικές σφαίρες, ώστε να του δο­θεί η αλήθεια παραστατικά. Δηλαδή μπροστά στα μάτια του πα­ρουσιάζονται πνευματικά θέματα, τα οποία συναντώνται σε κάθε δόγμα και επίσης ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Επομένως η ε­νέργεια του Πνεύματος οδηγεί πάντα στην αλήθεια, παρ’ όλο που η μορφή της δράσης του διαφέρει».

Η δυνατότητα να υπάρχουν αποκλίσεις από την αλήθεια στις πνευ­ματικές οράσεις ενισχύεται σύμφωνα με την Μπέρτα Ντούντε από έναν ακόμη παράγοντα, ότι δηλαδή ο δέκτης διαμορφώνει από μό­νος του τις προσλαμβανόμενες εικόνες αντίστοιχα με την ψυχική του ωριμότητα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ακόμη και άγιοι άνθρωποι να έχουν κάνει λανθασμένες αποκαλύψεις γιατί ναι μεν τα ο­ράματα τους ήταν αληθινά όπως τα έλαβαν από τον Θεό, αλλά αυ­τοί τα μετέφρασαν ασυνείδητα σε κατανοητές για τους ίδιους μορ­φές, ανάλογες με τη θρησκευτική τους παιδεία. Ωστόσο, σε τελευ­ταία ανάλυση η δύναμη της πίστης και της αγάπης που είχαν ήταν αυτή που καθόριζε ως ποιο βαθμό περιείχαν λάθη τα οράματα τους. Έτσι εξηγείται γιατί οι καταγραφές ορισμένων θεόπνευστων ορα­ματιστών βρίθουν από λάθη, ενώ άλλων είναι τελείως ή σχεδόν ά­ψογες. Για τούτο το λόγο δεν πρέπει να πιστεύει κανείς τυφλά όλες τις πνευματικές οράσεις αγίων μόνο και μόνο επειδή έχουν αγιοποιηθεί από τις εκκλησίες, αλλά θα πρέπει πρώτα να κρίνει από μό­νος του με τη βοήθεια του Θεού, σύμφωνα και με τα λόγια του απο­στόλου Παύλου: «Εξετάζετε τα πάντα και κρατάτε ό,τι είναι καλό!»

Εάν ο δέκτης και ερμηνευτής έχει πάρει π.χ. μία αυστηρά καθο­λική αγωγή, τα οράματα και οι ερμηνείες του θα είναι κατά κανό­να αντίστοιχα χρωματισμένα. Αυτό εξηγεί λόγου χάρη γιατί ο ακραιφνής καθολικός Ιγνάτιος Λογιόλα έβλεπε τον Θεό με τρία πρό­σωπα, δηλαδή με τρία κεφάλια.

Παρ’ όλα αυτά οι αναγνώστες τέτοιων βιβλίων δεν θα πρέπει να τα απορρίπτουν τελείως επειδή περιλαμβάνουν λάθη. αλλά θα πρέ­πει να προσέχουν αν οι βασικές διδαχές συμφωνούν με τη διδασκα­λία του Ιησού Χριστού και εάν και αυτές παρουσιάζουν ουσιώδεις αποκλίσεις ή αντιφάσκουν, δεν θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές.

Το πρόδηλο συμπέρασμα από τα προηγούμενα είναι ότι οι πνευ­ματικές οράσεις συνιστούν ένα πολύ περίπλοκο θέμα, έτσι δεν εί­ναι πάντα εύκολο να διακρίνει ή να οριοθετήσει κανείς τις διαφο­ρές μεταξύ των διαφορετικών βαθμών όρασης, δεδομένου ότι τα όρια είναι ρευστά, αντίστοιχα με το επίπεδο ωριμότητας του υπο­κείμενου. Παρ’ όλα αυτά προς χάριν μιας γενικότερης εποπτείας θα επιχειρήσουμε εδώ να διασαφηνίσουμε τους επιμέρους βαθ­μούς και να υπογραμμίσουμε τα πιο ουσιώδη σημεία.

  1. Εξωτερική διορατική όραση. Ο προχωρημένος πνευματικά άν­θρωπος, που η ψυχική ζωή του βρίσκεται σε φάση εντατικοποίησης, αποκτά ένα διεισδυτικότερο βλέμμα μέσα στο ανθρώπινο και φυ­σικό περιβάλλον του, δηλαδή έξω από τον εαυτό του. Όσο περισ­σότερο προχωρεί πνευματικά τόσο αναπτύσσεται η ικανότητα αυ­τή κατά την οποία τα πνευματικά μάτια βλέπουν ανεξάρτητα από τα σαρκικά και αυτή είναι η διόραση. Ένας τέτοιος άνθρωπος έχει την ικανότητα να δει στο εσωτερικό των δημιουργημάτων και τις ε­σωτερικές λειτουργίες τους και έτσι να αναγνωρίζει κάθε εκδήλω­ση πνευματικής δραστηριότητας. Η ικανότητα αυτή μπορεί να ε­κτείνεται σε όλους τους γήινους κόσμους και, εφόσον το επιτρέπει η πνευματικότητα του διορατικού, μπορεί να συμπεριλάβει ακόμη και τις άυλες δημιουργίες καθώς και όλες τις πνευματικές διαπλο­κές μεταξύ τους. Τις οράσεις αυτές μπορεί να μεταφέρει στη συνέ­χεια στους συνανθρώπους του κατανοητά και με σαφήνεια.
  1. Εσωτερικές οράσεις και αποκαλυπτικά όνειρα και οράσεις β’ βαθμού. Υπάρχει ένα είδος εσωτερικών οράσεων και ονείρων που προέρχονται από πνεύματα τα οποία περιβάλλουν την ψυχή με κα­λούς σκοπούς και χρησιμοποιούν τέτοια μέσα για να την διδάξουν.

Όταν τέτοια οράματα ή ενύπνια είναι δυσάρεστα πρόθεση τους είναι να την προειδοποιήσουν ή να τη νουθετήσουν, ενώ όταν είναι καλά οφείλουν να την ενισχύσουν στο δρόμο της.

Το πράγμα διαφέρει με τις οράσεις β’ βαθμού, γιατί αυτές σημαίνουν ότι υπάρχει μία κληρονομική ή νοσηρή τάση της ψυχής για μια τέτοια υπεραισθητική ικανότητα. Ως εκ τούτου δεν αποτελούν δείγμα πνευματικότητας. Τέτοιες οράσεις δεν έχουν κανένα λογικό υπόβαθρο ούτε συνοχή.

Για να ενεργοποιηθεί αυτή η ψυχική όραση β’ βαθμού πρέπει να συμμετέχει η ψυχή και το πνεύμα των νεύρων και άρα ο άνθρωπος να έχει μία προδιάθεση ως διάμεσο. Κατά βάση πρόκειται για μία χαλάρωση του πνεύματος των νεύρων, δηλαδή μία μη φυσιολογική κατάσταση, που είτε υφίσταται εκ γενετής είτε αποκτάται αργότερα κάτω από μία ιδιαίτερα μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση, σοκ. ατύχημα κ.τ.ό.

Από την ψυχική όραση προέρχεται και η μαντεία στις διάφορες μορφές της όπως η αστρολογία, η χαρτομαντεία κ.ο.κ. Γι’ αυτό οι προβλέψεις τους κατά ένα μέρος τους μπορεί να ανταποκρίνονται στην αλήθεια αλλά το σημαντικό είναι ότι τα λόγια ή οι εικόνες που λαμβάνει το διάμεσο δεν προέρχονται από τον Θεό, αλλά από πνεύ­ματα που δεν έχουν ακόμη άμεση σύνδεση μαζί του, παρ’ όλο που συχνά το ισχυρίζονται. Επομένως μαντεία και προφητεία δεν εί­ναι ένα και το αυτό, γιατί μόνο η προφητεία εκπηγάζει από την ύ­ψιστη Πηγή.

  1. Ο τρίτος βαθμός όρασης. Τα μόνα οράματα που ανταποκρίνο­νται πλήρως στην θεϊκή αλήθεια είναι αυτά ενός πνευματικά ανα­γεννημένου ανθρώπου. Η ψυχή ενός τέτοιου τελείως εξαγνισμέ­νου ανθρώπου έχει γίνει απόλυτα ένα με το θεϊκό πνεύμα της με αποτέλεσμα να αποκτά μία νέα, σφαιρική εποπτεία των πραγμά­των μέσα και έξω από τον εαυτό του. Στον Λόρμπερ αυτό περιγρά­φεται ως εξής:

«Αυτός είναι λοιπόν ο τρίτος, ανώτατος βαθμός όρασης και ζωής της ψυχής. Στην κατάσταση αυτή η ψυχή βλέπει και ακούει όλα ό­σα υπάρχουν σε όλη την πλάση. Βλέπει τους ουρανούς ανοιχτούς και μπορεί να επικοινωνήσει ζωντανά με όλο τον πνευματικό κόσμο. Αυτά που αντιλαμβάνεται και αισθάνεται τότε δεν μπορούν να χαθούν πια από τη μνήμη της διότι η εμβέλεια των αισθήσεων της περιλαμβάνει και διεισδύει στα πάντα για παντοτινά».

Αυτή η καθαρά πνευματική όραση σε ανώριμους ανθρώπους παραχωρείται μόνο κατ’ εξαίρεση και για λίγο διάστημα από τον ίδιο το Δημιουργό και αυτό καθαρά από χάρη.

Μία κριτική άποψη όσον αφορά τις πνευματικές οράσεις είχαν εκφράσει επίσης, όπως προαναφέρθηκε, οι δύο μεγάλοι Ισπανοί μυστικιστές και ενορατικοί, η Θηρεσία (Τερέζα) της Άβιλα και ο Ιωάννης του Σταυρού. Η εκκλησιαστική διδασκάλισσα γνώριζε πο­λύ καλά ότι τα οράματα, όπως και τα άλλα ιδιαίτερα μυστικιστικά χαρίσματα, δεν ανήκουν στα κύρια χαρακτηριστικά του μυστικού δρόμου, παρά είναι «κοσμήματα» τα οποία ο Νυμφίος Ιησούς Χρι­στός χαρίζει στην εκλεκτή της καρδιάς του, την ψυχή, και έχουν τό­ση μεγάλη αξία που η νύφη τα φυλάει με προσοχή. Σύμφωνα με τη Θηρεσία τα οράματα αποσκοπούν στο να δυναμώσουν την αγάπη για τον Χριστό και να βαθύνει η εικόνα που έχει ο πιστός γι’ αυ­τόν. Γι’ αυτό και δεν αποτελούν ένα ξένο σώμα στο βίο των αγίων, αλλά αντίθετα είναι στενά συνδεδεμένα με τη μυστικιστική τους πορεία. Και εντούτοις η Θηρεσία υπογραμμίζει με έμφαση ότι για πολλούς και διάφορους λόγους δεν πρέπει κανείς να παρακαλεί, ούτε καν να επιθυμεί, να έχει οράματα.

Τα οράματα τα διακρίνει σε τρία είδη: τα αισθητικά, τα εικονι­στικά και τα νοερά. Τα πρώτα βιώνονται με τα σωματικά μάτια και αυτιά. Τα εικονιστικά παρουσιάζονται εσωτερικά στο φαντασιακό επίπεδο και μπορούν να περιγραφούν με σαφήνεια. Τέλος, τα νοερά οράματα είναι καθαρά πνευματικά και πρόκειται για διαι­σθήσεις ή οράσεις που χαρίζει το Άγιο Πνεύμα.

Όσον αφορά την αναγνώριση της γνησιότητας των οραμάτων η ενορατική και αγία της καθολικής εκκλησίας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: «Με αυτά τα μυστικιστικά βιώματα απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή δεδομένου ότι υπάρχει ο κίνδυνος τόσο της αυταπάτης ό­σο και της εξαπάτησης από το Σατανά. Μερικοί άνθρωποι έχουν αρ­ρωστημένη φαντασία. Το πνεύμα τους παραείναι ζωντανό – ή δεν ξέρω τι άλλο φταίει – όπως και να ’ναι, τους απορροφά τόσο πολύ η φαντασία τους που νομίζουν ότι βλέπουν καθαρά μπροστά τους ό,τι περνά από το μυαλό τους. Από μόνοι τους συρράβουν όσα βλέπουν στη φαντασία τους, από όλα αυτά δε δεν μένει καμία επίδραση επά­νω τους. Τουναντίον παραμένουν ψυχροί και μάλιστα ψυχρότεροι από ό,τι θα έμεναν εάν είχαν δει μια ζωγραφισμένη λατρευτική εικόνα. Εάν η ψυχή μπορεί να δει τον Κύριο και να μείνει απαθής, κα­τά τη γνώμη μου δεν πρόκειται για όραμα αλλά για μία μορφή που έχει φτιάξει στη φαντασία της». («Το Εσωτερικό Κάστρο»)

Η πρώτη προϋπόθεση σύμφωνα με τη Θηρεσία για να είναι γνή­σια μία όραση είναι ο αιφνιδιασμός και η ταχύτητα, που χαρακτη­ρίζουν μία αληθινή εμφάνιση. Σαν δεύτερο κριτήριο αναφέρει το γεγονός ότι τα οράματα που προέρχονται από τον Θεό μπορεί στην αρχή να προκαλέσουν φόβο και ταραχή, στη συνεχεία όμως γεν­νούν ένα βαθύ συναίσθημα ειρήνης, ενώ τα άλλα δεν μπορούν πο­τέ να χαρίσουν αυτή την εσωτερική ειρήνη.

Εκτός αυτών στα γραπτά της η Θηρεσία αναφέρει άλλα κριτή­ρια διάκρισης: «Η ψυχή είναι τόσο βέβαιη ότι η χάρη αυτή έχει θεία προέλευση, ώστε ακόμη και αν προσπαθούσε κανείς με επι­μονή να της αποδείξει το αντίθετο, δεν θα πετύχαινε ποτέ να την φοβίσει, ότι πρόκειται πιθανώς για πλάνη.

Ο Σατανάς μπορεί μεν να προκαλέσει αναστάτωση αλλά δεν μπο­ρεί να κλονίσει τη βεβαιότητα της ψυχής. Μπορεί κι αυτός να μι­μηθεί ένα όραμα αλλά δεν θα έχει την ίδια αλήθεια, την ίδια υπερκόσμια ανωτερότητα και τα ίδια αποτελέσματα. Γι’ αυτό χρειάζε­ται να είναι κανείς προσεκτικός με όποιον δηλώνει ότι έχει ορά­σεις και να περιμένει υπομονετικά τον καιρό που θα φανερωθούν οι καρποί αυτιών των εμφανίσεων, παράλληλα με τους οποίους θα πρέπει να μεγαλώνει και η ταπεινοσύνη του οραματιζόμενου. Ταυ­τόχρονα θα πρέπει να τον ελέγχει κανείς εάν η αρετή του παραμέ­νει σταθερή. Εάν από πίσω του κρύβεται ο Σατανάς, πολύ σύντο­μα θα προδοθεί και θα πιαστεί να λέει χιλιάδες ψέματα».

Κατά βάση, επισημαίνει η Τερέζα, ήδη η επιθυμία να έχει κα­νείς οράματα είναι επικίνδυνη και συγκεκριμένα για έξι λόγους: ο πρώτος, ότι θα ήταν έλλειψη ταπεινοφροσύνης να ζητά κάτι για το οποίο δεν αξίζει. Ο δεύτερος, ότι ο κίνδυνος πλάνης είναι μεγά­λος, αν όχι βέβαιος, καθώς ο Σατανάς χρειάζεται να δει μόνο ένα μικρό άνοιγμα για να προσποιηθεί χιλιάδες ψεύτικα πράγματα. Ο τρίτος, ότι από τη στιγμή που θα ξυπνήσει αυτή η επιθυμία, τότε ξυ­πνά επίσης η δύναμη της φαντασίας, δηλαδή ο ίδιος ο ενδιαφερό­μενος πείθει τον εαυτό του ότι όντως βλέπει αυτό που επιθυμεί. Ο τέταρτος, ότι θα ήταν αυθάδεια να θέλει κάποιος να επιλέξει μό­νος του το δρόμο αυτό δίχως να ξέρει εάν είναι ο σωστός για τον ίδιο, αντί να το αφήσει στα χέρια του Κυρίου, που τον γνωρίζει καλύτερα, να τον οδηγήσει στον πιο κατάλληλο δρόμο κατά τη βούλησή του. Ο πέμπτος, ότι εκείνοι που δέχονται αυτή τη χάρη από τον Θεό πρέπει να υποφέρουν μεγάλα και ποικίλα βάσανα και ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι είναι ικανός να τα αντέξει; Ο έκτος λόγος τέλος είναι ότι πιθανόν με αυτό που κάποιος νομί­ζει ότι θα κερδίσει, τελικά χάνει, όπως συνέβη με την περίπτωση του Σαούλ όταν έγινε βασιλιάς. Άλλωστε, βεβαιώνει η Ισπανίδα ά­για, στο χέρι μας είναι να προχωρήσουμε πνευματικά και να κερ­δίσουμε πολλά άλλα από τα δώρα του Κυρίου, εξ ου και υπάρχουν πολλοί άγιοι που δεν γνώρισαν τη συγκεκριμένη χάρη.

«Οι αληθινά άγιες ψυχές προτιμούν πολύ περισσότερο να έχουν τη σωστή αγάπη που από τη φύση της φέρνει συνεχώς χιλιάδες καρ­πούς. Ούτε όποιος έχει οράσεις πρέπει να θεωρείται καλύτερος α­πό τους άλλους. Ο Κύριος οδηγεί τον καθένα κατά πώς κρίνει α­παραίτητο και μόνο από τις αρετές του φαίνεται ο άγιος άνθρω­πος, ποιος δηλαδή υπηρετεί τον Κύριο με τη μεγαλύτερη αυταπάρ­νηση, ταπεινοσύνη και καθαρή συνείδηση. …Είναι πιο σημαντικό να ζει κάποιος με στήριγμα την πίστη παρά τις εσωτερικές ακρο­άσεις και οράσεις», με άλλα λόγια να εφαρμόζει στην πράξη το Λόγο παρά να ακούει ή να βλέπει οπτασίες.

Αναφορικά με τις εικονιστικές και τις νοερές οράσεις η Τερέζα έχει να πει τα εξής: «Σχεδόν πάντοτε τα δύο είδη οραμάτων πα­ρουσιάζονται μαζί. Πράγματι, έτσι είναι, γιατί με τα μάτια της ψυ­χής ατενίζει κανείς την υπεροχή, την ομορφιά και τη δόξα της αν­θρώπινης φύσης του Κυρίου, ενώ νοερά αναγνωρίζει ότι ο Θεός είναι ισχυρός, παντοδύναμος, παντοκράτορας, κυβερνά τα πάντα και γεμίζει με την αγάπη του τα πάντα».

Ο λόγος που οι περισσότερες οράσεις παρουσιάζονται όταν βρίσκεται κάποιος σε κατάσταση έκστασης, οφείλεται κατά την Τερέζα στην ανθρώπινη αδυναμία: «Κάθε φορά σχεδόν που ο Θεός ελεεί την ψυχή με αυτή τη χάρη, αυτή πέφτει σε έκσταση, καθότι η μικρότητά της δεν μπορεί να αντέξει μία τόσο τρομακτική θέα. Λέω τρομακτική, παρ’ όλο που είναι το πιο ωραίο και το πιο ηδονικό που μπορεί να σκεφτεί κανείς, ακόμη και αν προσπαθήσει χίλια χρόνια συνέχεια να φανταστεί κάτι άλλο, διότι υπερβαίνει κατά πολύ” όλα όσα μπορούν να συλλάβουν η φαντασία και το λογικό μας. Μα η παρουσία αυτής της εμφάνισης έχει μία τέτοια ανώτε­ρη μεγαλειότητα που η ψυχή τρομάζει ως τα βάθη της». Πρέπει να τονιστεί ότι ούτε η Τερέζα ούτε ο Ιωάννης του Σταυρού θεωρούν την έκσταση ως την ύψιστη βαθμίδα του μυστικιστικού βιώματος. Και για τους δύο είναι απλά μεταβατικά στάδια στο δρόμο προς το μυστικό αρραβώνα και γάμο.

Ο Ιωάννης του Σταυρού έχει και αυτός κριτικά λόγια να πει για τις οράσεις στο βιβλίο του «Ανάβαση στο όρος Κάρμηλος». Ιδίως χαρακτηρίζει σαν βλαβερές και παρεμποδιστικές τις παραστάσεις που προσλαμβάνουν οι εξωτερικές σωματικές αισθήσεις δια μίας υπερφυσικής οδού: «Κατ’ αυτό τον τρόπο παγιδεύτηκαν πολλές απρόσεκτες και αδαείς ψυχές γιατί αισθάνονταν τόσο σίγουρες βιώ­νοντας αυτά τα πράγματα που δυσκολεύτηκαν πολύ να ξαναβρούν την αγνή πίστη στον Θεό. Πολλές μάλιστα δεν το μπόρεσαν κα­θόλου πια γιατί ο διάβολος είχε ριζώσει μέσα τους για τα καλά. Γι’ αυτό καλό είναι να τα αποφεύγει κανείς. Έτσι, σε εκείνα μεν που προέρχονται από την πλευρά του κακού αποφεύγει την απάτη του διαβόλου, στα δε καλά την εξασθένιση της πίστης του; έτσι ώστε το πνεύμα του βγαίνει τελικά κερδισμένο.

…Ο Κύριος δεν σταματά, εφόσον η ψυχή είναι πιστή και συγκε­ντρωμένη, να της προσφέρει τέτοιες χάρες μέχρι που να την οδη­γήσει σκαλοπάτι το σκαλοπάτι ως τη θεία ένωση και μεταμόρφω­ση. Γιατί ο Κύριος μας δοκιμάζει και ανυψώνει την ψυχή δίνοντας της καταρχάς περισσότερο εξωτερική και κατώτερη τροφή που μι­λά στις αισθήσεις, αντίστοιχα με τη χαμηλή της ικανότητα αντίλη­ψης. Εάν πάρει αυτές τις πρώτες μπουκιές με την πρέπουσα ολι­γάρκεια, προσηλωμένη στην ανάγκη να δυναμώσει και να τραφεί, σύντομα ο Θεός τής προσφέρει περισσότερη και καλύτερη τροφή. Εφόσον λοιπόν νικήσει με αυτό τον τρόπο to διάβολο στο πρώτο σκαλί, προχωρά μετά στο δεύτερο και αφού το ξεπεράσει και αυ­τό, ούτω καθεξής μέσω των επτά διαμερισμάτων που σημαίνουν τα επτά σκαλοπάτια της αγάπης, μέχρι να την φέρει ο Νυμφίος στο κελάρι του κρασιού της τέλειας αγάπης του», (Άσμα ασμάτων 2,4)

Το διαλογισμό με εικόνες ή άλλα παρόμοια φυσικά μέσα καθο­δήγησης της φαντασίας ο Ιωάννης τα θεωρεί ακατάλληλα για την ένωση με τον Θεό, επειδή μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα εάν ο άνθρωπος δεν μπορεί να απαλλαγεί πια από αυτά. «Όποιος λοιπόν φαντάζεται τον Θεό με κάποια εικόνα, όπως ένα μεγάλο πυρ ή μία απαστράπτουσα λάμψη ή οτιδήποτε άλλο, νομίζοντας ό­τι αυτό Του μοιάζει, πλανάται οικτρά. Για τους αρχάριους βέβαια τέτοιες εικόνες και ενατενίσεις είναι αναγκαίες για να αυξήσουν διαμέσου των αισθήσεων την αγάπη και να θρέψουν την ψυχή. Εί­ναι και αυτό ένα πιο έμμεσο εργαλείο καθ’ οδόν προς την ένωση με τον Θεό και κατά κανόνα οι ψυχές πρέπει να περάσουν από αυ­τό το δρόμο προκειμένου να φτάσουν στο στόχο του ησυχασμού. Πρέπει όμως να τον διανύσουν σύντομα και να μη μείνουν για πά­ντα εκεί, γιατί αλλιώς δεν θα φτάσουν στο στόχο που δεν έχει καμία, απολύτως σχέση με αυτόν τον ενδιάμεσο σταθμό.

Για το λόγο αυτό πλανώνται πολλοί πνευματικοί αναζητητές οι οποίοι, όπως αρμόζει σε αρχάριους, έχουν διαλογιστεί με εικόνες, μορφές και ενατένιση για να έρθουν στον Θεό. Όταν λοιπόν ο Θεός τους παίρνει τη χαρά και το φόβο ως αντικείμενα του διαλογισμού τους με σκοπό να τους προσελκύσει προς πνευματικότερα, εσωτε­ρικά και αόρατα αγαθά, εκείνοι δεν το καταλαβαίνουν. Ούτε τολ­μούν ούτε γνωρίζουν πώς να εγκαταλείψουν αυτές τις απτές πα­ραστάσεις που έχουν συνηθίσει. Θέλουν δια της βίας να μείνουν σε αυτό το επίπεδο συνεχίζοντας όπως προηγουμένως με διαλογι­σμό και ενατένιση εικόνων, επειδή είναι της γνώμης ότι έτσι πρέ­πει να είναι για πάντα τα πράγματα.

Αλλά έτσι βασανίζονται με πολύ λίγα ή καθόλου αποτελέσματα. Απεναντίας η στεγνότητα, η κούραση και η ανησυχία της ψυχής τους μεγαλώνει περισσότερο όσο πιο επίμονα πασχίζουν να βρουν πάλι την παλιά ευφορία. Αυτή όμως δεν είναι δυνατό να βρεθεί πια με την παλαιά μέθοδο επειδή την ψυχή δεν την θέλγει πια η τροφή των αισθήσεων. Αυτό που λαχταρά τώρα είναι μία πιο λεπτή, πιο Εσωτερική και λιγότερο αισθητική τροφή, που δεν αποκομίζεται με τη δύναμη της φαντασίας της, παρά με την ανάπαυση της ψυχής με ένα πνευματικότερο τρόπο».

Η μετάβαση από αυτό το στάδιο στο επόμενο λέει ο Ιωάννης του Σταυρού πρέπει να γίνει την κατάλληλη στιγμή, ούτε νωρίτερα ού­τε αργότερα, γιατί υπάρχει κίνδυνος είτε οπισθοδρόμησης λόγω ανεπάρκειας, είτε ασυμφωνίας με την τάξη του Θεού.

Μία ορισμένη αξία έχουν ως ένα σημείο βέβαια και αυτά τα μέ­σα που απευθύνονται στις αισθήσεις, αφενός μεν γιατί τις αποκό­βουν από χαμηλής δόνησης μορφές και εικόνες του κόσμου ή της φύσης, και αφετέρου προσαρμόζουν και συνηθίζουν το πνεύμα στα πνευματικά πράγματα. Σε γενικές γραμμές πάντως τόσο οι εικό­νες με τις οποίες δουλεύει η φαντασία όσο και τα οράματα που προέρχονται από υπερφυσικές οδούς, δεν είναι τα πιο κατάλληλα μέσα για την εύρεση του Θεού.

Τι εγγυάται την αλήθεια

Από τα προηγούμενα πρέπει να έχει καταφανεί το διαβλητό και η ανεπάρκεια των υπεραισθητών οράσεων και επιπλέον το γε­γονός ότι η ερμηνεία τους είναι μία καθαρά υποκειμενική, ανθρώπινη υπόθεση και ως εκ τούτου δεν προσφέρει κανένα εχέγγυο α­λήθειας. Αυτό το μειονέκτημα δεν ισχύει όμως για τις αποκαλύ­ψεις που γίνονται μέσω του εσωτερικού Λόγου. Συγκεκριμένα, α­ναφορικά με αυτό το θέμα λέει μία καταγραφή της Μπέρτα Ντούντε: «Εκείνοι που προσλαμβάνουν από τον ίδιο τον Θεό το Λόγο Του, αποκτούν τη γνώση της αλήθειας με τέτοια μορφή που δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας σε σύγκριση με εκείνους που είτε έχουν πάρει μία άποψη τον πνευματικού βασιλείου είτε έχουν αποκτήσει γνώση μελλοντικών γεγονότων μέσω ονείρων ή ο­ραμάτων γιατί οι δεύτεροι απλά αναμεταδίδουν με τα δικά τους λόγια αυτά που είδαν και συχνά δεν μπορούν καν να βρουν τα κα­τάλληλα λόγια.

Ο άμεσος Λόγος εν αντιθέσει μιλά από μόνος του και μπορεί να μεταδοθεί αναλλοίωτος περαιτέρω σε περίπτωση που ο δέκτης του θέλει να υπηρετήσει με αυτό τον τρόπο τον Θεό. Ο άμεσος Λόγος προσφέρει επίσης πλήρη διαύγεια σε ζητήματα πίστης ή αμφιβο­λιών, ενώ οι διοράσεις μπορούν να ερμηνευτούν με πολλούς και διάφορους τρόπους και αυτό έχει συμβεί όντως στην πραγματικότη­τα, ανάλογα με το πιστεύω του οραματιζόμενου ή εκείνου που πλη­ροφορείται για το όραμα, καθώς ο καθένας βασίζεται πάντοτε στη γνώση που ήδη έχει για να το ερμηνεύσει».

Αναμφισβήτητα στην πράξη δεν θα είναι τόσο εύκολο να κρίνει κανείς αλάθητα τις πνευματικές οράσεις, αλλά και σε αυτό μπορεί να βασιστεί στο Λόγο του Θεού και στη συμφωνία του ή μη μαζί τους προκείμενου να βρει την αλήθεια. Όσο δεν υπάρχει αυτή η επιβεβαίωση οι οράσεις πρέπει να παραμένουν υπό αμφισβήτηση, εκτός εάν εκπληρωθεί το περιεχόμενο τους στην πραγματικότητα. Σε περιπτώσεις αμφιβολίας και ασυμφωνίας όμως μεταξύ οράσε­ων και του θείου Λόγου όπως έχει δοθεί στη Βίβλο ή στις νέες α­ποκαλύψεις, θα πρέπει κανείς να εμπιστεύεται το Λόγο του Θεού στα αντιφάσκοντα σημεία.

Και για τον Ιωάννη του Σταυρού το προβάδισμα απέναντι στα πνευματικά βιώματα το έχει ο Λόγος, γιατί προφανώς είναι το μό­νο φερέγγυο, αξιόπιστο κριτήριο ελέγχου, ειδάλλως η αλήθεια του Θεού θα ήταν σχετική, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι. Εάν πράγμα­τι ήταν έτσι όμως, οι άνθρωποι θα ήταν σχεδόν ανεξέλεγκτοι, α­φού δεν θα είχαν λόγο να φοβούνται τη συνείδηση τους, γιατί κα­νένας δεν υποχρεώνεται να λογοδοτήσει στην Υπέρτατη Αρχή για ό,τι δεν γνωρίζει ή δεν μπορεί να γνωρίζει.

Τα παραπάνω κριτικά λόγια γύρω από το θέμα των υπεραισθητών οράσεων και του διαλογισμού ήταν απαραίτητα για να καταδειχτεί ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να επιδιώκει να βιώσει υπερφυσικές καταστάσεις, γιατί σε τελευταία ανάλυση αυτό εμποδίζει την ψυχική ωρίμανση. Η κριτική του Ισπανού μυστικιστή αποβλέ­πει στο να δείξει ότι ο δρόμος προς τον Θεό είναι η αγάπη και η πίστη και ότι για να φτάσει κανείς στην πλήρη μυστική ένωση (την πλήρη υιοθεσία από τον Θεό) χρειάζεται να κόβει όλο και περισ­σότερο τους δεσμούς του με τα εξωτερικά πράγματα. Σε συνάρτηση με αυτό ο Ιωάννης του Σταυρού χρησιμοποιεί τον όρο απογύ­μνωση της ψυχής, εννοώντας την απέκδυση από το σκότος που την περιβάλλει.

Στην πλήρη υιοθεσία από τον Θεό, που αποτελεί τον ανώτερο προορισμό του ανθρώπου, ανθρώπινη και θεϊκή βούληση πρέπει να είναι ένα, γιατί τότε μόνο μπορούν τα πλάσματα να θεωρηθούν αληθινά παιδιά, ομοιώματα του πλάστη τους και «τέλεια όπως ο Πατέρας στους ουρανούς» (Κατά Ματθαίο 4, 48).

Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο θα παρατηρήσουμε ότι ουσιαστι­κά είναι αντιπνευματική η συλλεκτική μανία της σύγχρονης επο­χής για υπεραισθητές εμπειρίες που κατακτώνται δια της βίας με διάφορες ασκήσεις, απόκρυφες τεχνικές ή και ναρκωτικές ουσίες, όπως επίσης και η δίψα για γνώσεις που δεν προέρχονται από την ανώτατη σφαίρα του πνεύματος.

Με πνευματικές ασκήσεις και τεχνικές δεν μπορεί κανείς να φτά­σει σε οράσεις που να προέρχονται από την ύψιστη Πηγή· στην κα­λύτερη περίπτωση μόνο οι προσευχές μπορούν να βοηθήσουν σε αυτή την κατεύθυνση, εάν και ο Θεός θέλει να παραχωρήσει αυτή τη χάρη. Γι’ αυτό και η Τερέζα της Άβιλα τονίζει ότι τα πνευματι­κά βιώματα της – και σίγουρα είχε πολλά και διάφορα – προέκυ­πταν πάντοτε αιφνιδιαστικά και απρόσμενα.

Το πόσο μεγάλο κίνδυνο κρύβει το να αποσπά κάποιος βεβια­σμένα υπεραισθητές εμπειρίες γίνεται σαφές στην παρακάτω καταγραφή της Μπέρτα Ντούντε από τις 3.6.1954 με θέμα την αμαρτία απέναντι στο Πνεύμα: «Σε όποιον το Πνεύμα του Θεού έχει φέρει διαφώτιση, διαύγεια σκέψης και σίγουρη καθοδήγηση προς τα ύψη, αυτός είναι σχεδόν αδύνατο να κινδυνέψει να κατακρημνιστεί σε πνευματικές αβύσσους. Αλλά ακόμη και εδώ μπορεί να δράσει με επιτυχία ο Σατανάς, αν και σπάνια. Ο άνθρωπος αυτός όμως έχει τη δύναμη να του αντισταθεί, όπως έχει επίσης και τη γνώση, αλλά παράλληλα διαθέτει την ελευθερία της βού­λησης. Και τη βούληση αυτή την καταχράται κατά ασυγχώρητο τρόπο όταν ποθεί να αποκτήσει ήδη επίσης μία δυνατότητα που μπορεί και να του δοθεί στο πνευματικό βασίλειο, την ευδαιμο­νία δηλαδή να ατενίσει τον άλλο κόσμο. Αυτός όμως είναι ένας πόθος που δεν βασίζεται σε αυτά που γνωρίζει ήδη σε βάθος, παρά είναι μία ανεπίτρεπτη επιθυμία που τον έχει υποβάλλει ο Σατανάς στην καρδιά του. Θα μπορούσε δε πολύ εύκολα να την ξε­περάσει τούτη την επιθυμία, καθώς συνειδητοποιεί από μόνος του ότι είναι πολύ πρόωρη, εφόσον βρίσκεται στη Γη, και όντως οι περισσότεροι στους οποίους ενεργεί το Πνεύμα του Θεού την ξεπερνούν γρήγορα. Εκεί όμως που επικρατεί ο Σατανάς τελι­κά, μπορεί να χαρακτηριστεί ως η μεγαλύτερη από όλες τις α­μαρτίες, για το λόγο ότι δεν είναι η αδυναμία που κάνει τον άν­θρωπο υποχείριό του, αλλά η υπέρμετρη δίψα για γνώση. Και ταυ­τόχρονα αποτελεί κατάχρηση της δύναμης που κατοικεί μέσα του ως ένα θεϊκό πνευματικό χάρισμα, γιατί τη δύναμη αυτή ο­φείλει να την χρησιμοποιήσει σε μία λυτρωτική δραστηριότητα. Πολύ λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν ωστόσο τι σημαίνει η αμαρτία κατά του Πνεύματος, μα γι’ αυτούς είναι φανερό γιατί αυτή εί­ναι αδύνατο να συγχωρεθεί».

Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι ότι είναι τεράστιος ο κίνδυνος και το αντίτιμο για όποιον ανοίγεται προς τον πνευμα­τικό κόσμο από δρόμους που δεν είναι σύμφωνοι με τη θεία τάξη και βούληση, αν και φυσικά υπάρχουν πολλές διαφορετικές δυ­νατότητες και διαβαθμίσεις. Αυτές αρχίζουν από την αποδοχή γνώ­σεων που δεν προέρχονται από τον Θεό και φτάνουν ως το κυνή­γι υπερφυσικών εμπειριών, τις οποίες μας υπόσχονται απλόχερα σήμερα σε ένα μεγάλο φάσμα, από τον κόσμο των παραισθησιο­γόνων έως και τις ανατολικές διδασκαλίες. Αλλά σίγουρα υπάρ­χει διαφορά εάν οι λαοί της Άπω Ανατολής ασκούν τις θρησκευ­τικές πρακτικές τους ή εάν ένας άνθρωπος που γεννήθηκε χριστια­νός αλλάζει φιλοσοφία και ασπάζεται τις σοφίες των διδασκαλιών της Ανατολής.

Γιατί, παρ’ όλο που πολλές φορές, στο συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο όπου εκδηλώνονται, η αξία τους είναι αναμφισβήτητη, έ­νας χριστιανός που αλλάζει κοσμοθεώρηοη, αποποιείται κατά βά­θος ένα εξαιρετικό κεφάλαιο που διαθέτει εκ γενετής, τη δύναμη από τη μυστηριακή θυσία του Ιησού Χριστού. Γιατί αυτή σημαίνει στην πράξη επιπλέον βοήθεια στον άνθρωπο, ώστε να φτάσει με σιγουριά στον ανώτερο δυνατό στόχο και στην απαλλαγή από την υποχρέωση πλήρους αποπληρωμής των χρεών του.

Για να συνοψίσουμε, οι πνευματικές οράσεις αποτελούν ένα πο­λύ αμφιλεγόμενο πεδίο, αφού οι περισσότεροι καλλιεργούν τις δι­κές τους απόψεις, που συχνά δεν συμφωνούν με τη θεϊκή αλήθεια. Εδώ ας μνημονευτεί επιγραμματικά η σύγχυση που καλλιεργείται σκόπιμα με βάση υποτιθέμενες εμφανίσεις της Παναγίας ή των U.F.O. και με πολλές μεταβιβλικές προφητείες, που προέκυψαν α­πό μη θεϊκές πηγές. Αλλά τα φαινόμενα αυτά θα εξεταστούν ξε­χωριστά σε ένα από τα επόμενα κεφάλαια.

Πρόθεση αυτού του κεφαλαίου για τις πνευματικές οράσεις ή­ταν να φανεί η πολυποικιλία και οι διαφορές μεταξύ των διαφό­ρων φαινομένων και, επίσης, να τονιστεί η ανάγκη να λαμβάνεται πάντα ο θείος Λόγος σαν κριτήριο, όταν εξετάζεται η αλήθεια πνευ­ματικών βιωμάτων. Επειδή αυτό είναι ένα πραγματικά πολύ δύ­σκολο θέμα θα ακολουθήσουν ορισμένες διαφωτιστικές διευκρι­νήσεις από την Μπέρτα Ντούντε.

(21 & 22.9.1943)

 

Η πνευματική όραση διαμέσου της ύλης και

η θέαση πνευματικών δημιουργιών

 

«Η ζωοδότρα δύναμη που πηγάζει από τον Θεό ρέει αδιάκοπα προς όλα τα πλάσματα και τα έργα της δημιουργίας, εξασφαλίζοντας την ύπαρξη τους. Η διοχέτευση της ροής αυτής της δύναμης εί­ναι μια διαδικασία που δεν γίνεται ορατά, ωστόσο μπορεί παντού και πάντοτε να γίνουν αισθητά τα αποτελέσματα της γιατί χωρίς την παροχή δύναμης από τον Θεό θα πέθαινε κάθε μορφή ζωής. Κάθε δημιούργημα θα διαλυόταν και αυτό θα ήταν το τέλος όλων των όντων.

Από τη στιγμή που κάποιος αποκτήσει μια ορισμένη ψυχική ωρι­μότητα, συν τοις άλλοις διακρίνει τη ροή της δύναμης αυτής και τις αλλαγές που γίνονται στην πλάση. Έτσι μπορεί να δει μέσα στα δη­μιουργήματα και να παρατηρήσει τις εσωτερικές διεργασίες, που συντελούνται ως αποτέλεσμα της παροχής της δύναμης. Με τους πνευματικούς του οφθαλμούς μπορεί να διακρίνει με ποιον τρόπο αυτή λαμβάνει χώρα και έτσι να αναγνωρίσει την κάθε πνευματική δραστηριότητα, καθώς εκτυλίσσεται μπροστά του. Γι’ αυτό ο θαυ­μασμός του δεν παίρνει τέλος, γιατί από τη μια βλέπει τα ρεύματα δύναμης να εκπηγάζουν από το πνευματικό βασίλειο και τα απο­τελέσματα τους να παρουσιάζονται στη Γη. Βλέπει μια εξαιρετικά έντονη ενεργητικότητα στο σύμπαν, η οποία συνδέει τον πνευματι­κό με τον γήινο κόσμο και εκτυλίσσεται με τη μέγιστη τάξη και νο­μοτέλεια.

Η πνευματική όραση μπορεί να διεισδύσει σε όλα τα υλικά δη­μιουργήματα που βλέπει το ανθρώπινο μάτι. Αλλά εάν ο βαθμός ωριμότητας του παρατηρητή είναι πολύ υψηλός, μπορεί να επε­κταθεί επίσης πέρα από τα γήινα όρια ως τις πνευματικές δημιουρ­γίες. Και τότε κατανοεί κάθε αιτία και συνάρτηση, τίποτα δεν είναι πια κρυφό από τα μάτια του, παρ’ όλο που η ψυχή του βρίσκεται ακόμη μέσα στο γήινο φορέα της. Αλλά από την ώρα που έχει κα­τακτήσει αυτό το βαθμό πνευματικότητας, δεν πρόκειται να ζήσει για πολύ ακόμη στη Γη. Ένας άνθρωπος που έχει αποκτήσει την πνευματική όραση, είναι επίσης ικανός να μεταδώσει τις εντυπώ­σεις του στους συνανθρώπους του καθαρά και κατανοητά, γιατί η πνευματικότητα του τού προσδίδει αυτή την ικανότητα, αλλά πολύ λίγοι είναι δεκτικοί σε αυτά που έχει να πει.

Αυτός που έχει την πνευματική όραση, έχει επίσης την απόλυτη επίγνωση, επομένως γνωρίζει σχετικά με τις συναρτήσεις, το λόγο ύπαρξης και τον προορισμό όλων των μεμονωμένων δημιουργημά­των. Επιπλέον, γνωρίζει για τη σχέση τους με τον θεό και διακρί­νει ότι η ροή της δύναμης, που ζωντανεύει και διαποτίζει συνεχώς τα πάντα, εκπηγάζει από Αυτόν.

Αυτή η όραση δεν είναι πια μια γήινη κατάσταση και για το λόγο αυτό λίγοι μονάχα την αποκτούν, δεδομένου ότι για ένα ανώριμο άνθρωπο θα ήταν επιβλαβής και σπάνια υπάρχουν στη Γη απόλυ­τα ώριμοι άνθρωποι. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις, ωστόσο, ο Θεός επιτρέπει να υπάρξει ήδη επί γης αυτή η ανώτερη κατάσταση, για να αποκαλύψει τον Εαυτό Του και το μεγαλείο Του σε εκείνους που Τον αγαπούν και αγωνίζονται να επιτύχουν την τελειότητα στη Γη.

Επομένως, η πνευματική όραση είναι μια ματιά στο βασίλειο του πνεύματος και ιδιαίτερα στη διακυβέρνηση και τη δράση του Θεού, όμως πολύ δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί στους υπόλοιπους ανθρώπους, γιατί ο οραματιζόμενος μπορεί να το συλλάβει μόνο όταν εί­ναι τελείως ξεκομμένος από το γήινο κόσμο· από τη στιγμή όμως που θα επανέλθει στα γήινα και θα θελήσει να το αποδώσει με λόγια, δεν θα βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις, επειδή είναι υπερκόσμιες διαδικασίες τις οποίες δεν μπορεί να συλλάβει ο άνθρωπος.

Πρόκειται για μια παλμική κίνηση εκπληκτικής μαγείας, μια γε­μάτη εναλλαγές αρμονία δυνάμεων απερίγραπτα μεγαλειώδης και μεστή σε νόημα, που αφήνει να καταφανεί η σοφία, η παντοδυναμί­α και η αγάπη του Θεού. Είναι μια εικόνα που φέρνει τον οραματιζόμενο σε μια μακάρια έκσταση και τον ωθεί όλο και πιο κοντά στον Θεό, που του αποκαλύπτεται τόσο μεγάλος και συγκλονιστικός.

Και ο πόθος τον θα εκπληρωθεί σύντομα, αφού εκείνος που έχει φτάσει σε ένα τέτοιο βαθμό ωριμότητας ώστε να έχει αυτή την πνευ­ματική όραση, δεν μένει για πολύ καιρό ακόμη στη Γη. Γιατί μόνο σε ελάχιστους ανθρώπους μπορεί να μεταδώσει τα βιώματά του, καθώς πρέπει να έχουν επίσης έναν ορισμένο βαθμό ωριμότητας για να τα καταλάβουν. Οι περιγραφές του οφείλουν να τους παρακινήσουν να φτάσουν ομοίως στον υψηλότερο βαθμό πνευματικό­τητας όσο είναι στη Γη, γιατί αυτός συνεπάγεται την υιοθεσία από τον θεό και την απέραντη μακαριότητα, μιας φωτεινής οντότητας, όταν θα βρεθούν κάποια ώρα στον κόσμο των πνευμάτων».

 

(2.12.1950)

Οι διαφορές μεταξύ ενορατικών και προφητών και η διάκριση των αληθινών από τους ψευδείς προφήτες

 

«Όσα έχουν να αποκαλύψουν οι προφήτες σύμφωνα με τη βού­ληση Μου, δεν προέρχεται από τους ίδιους, αλλά το πνεύμα τους λαμβάνει από Μένα την εντολή να μιλήσει, ασχέτως αν ο καθένας τους έχει βρει συνειδητά ή ασυνείδητα τη σύνδεση με το πνεύμα στο εσωτερικό του. Έτσι μπορεί κάποιος να μιλήσει παρακινημένος α­πό το Πνεύμα Μου την ώρα που βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους στους οποίους δεν θα μιλούσε ποτέ από δική του πρωτοβουλία. Στην περίπτωση αυτή είναι ολοφάνερη η ενέργεια του Πνεύματος Μου, γιατί αρχίζει να μιλά σε πλήρη εγρήγορση, απλά ξαφνικά, χωρίς να είχε προηγουμένως τέτοια πρόθεση. φωτισμένος τότε από το Πνεύ­μα Μου, βλέπει μπροστά στα μάτια του πράγματα του μέλλοντος που πρέπει να αποκαλύψει και στους άλλους.

Αυτοί είναι οι ενορατικοί και οι προφήτες, που θα εμφανίζονται όλο πιο πολύ την έσχατη εποχή, όταν το τέλος θα πλησιάζει όλο και περισσότερο. Δεν είναι απαραίτητο οι άνθρωποι αυτοί να υπηρε­τούν συνειδητά Εμένα και το Βασίλειο Μου· απλά η πορεία τους στη ζωή θα είναι πάντα εναρμονισμένη με τη βούληση Μου, γιατί διαφορετικά δεν θα τους χρησιμοποιούσα ως εργαλεία Μου. Αλλά. και εκείνοι που Μου προσφέρουν συνειδητά τις υπηρεσίες τους, μπορούν επίσης να αναπτύξουν μια προφητική δραστηριότητα για λογαριασμό Μου, εφ’ όσον τους έχω επιλέξει για να ασκήσουν ένα διδακτικό έργο. Στην περίπτωση αυτή μυούνται στο σωτήριο σχέ­διο Μου, που εμπερικλείει μεταξύ άλλων τη γνώση για μελλοντικά γεγονότα. Ο άνθρωπος που θέλει να Με υπηρετήσει, λαμβάνει τότε γνώση των γεγονότων που θα συμβούν την τελευταία περίοδο πριν το τέλος και έχει το καθήκον να τα αναφέρει στους συνανθρώπους του.

Δεν μπορεί ωστόσο να τον χαρακτηρίσει κανείς ενορατικό, δεδο­μένου άτι δεν έχει την ικανότητα να βλέπει πράγματα στο μέλλον. Ακούει μόνο αυτά που αποκαλύπτει μέσα του το Πνεύμα και τα α­ναμεταδίδει, πράγμα που βέβαια προϋποθέτει ότι τα πιστεύει, για να μπορεί να τα μεταδώσει με πειθώ στους συνανθρώπους του. Επο­μένως, είναι κατά έναν τρόπο προφήτης, μολονότι δεν έχει την ικα­νότητα να βλέπει στο μέλλον.

Εκείνοι που έχουν οράσεις βρίσκονται μόνο κατά διαστήματα σε αυτό το στάδιο, οπότε και μιλούν αποκαλυπτικά. Γι’ αυτό έχουν τις οράσεις τους ως επί το πλείστον όταν βρίσκονται μεταξύ ανθρώπων στους οποίους μπορούν ταυτόχρονα να τις περιγράψουν. Βέβαια, έχουν και αργότερα επίγνωση του οράματος που είδαν και μπορούν να το περιγράψουν, αλλά τα συμβάντα που βίωσαν προηγουμένως αιωρούνται στη μνήμη τους σαν αναμνήσεις.

Πρέπει, πάντως, οι ανακοινώσεις των ενορατικών και των προ­φητών να συμφωνούν πάντοτε μεταξύ τους, με την προϋπόθεση ό­τι και οι μεν και οι δε ζουν σε αρμονία με τη βούληση Μου, πράγ­μα που σημαίνει ότι εφαρμόζουν το Λόγο Μου στην πράξη. Γιατί υπάρχει επίσης η δυνατότητα να εμφανιστούν και ψευδείς προφή­τες, που αναγγέλλουν μελλοντικά πράγματα, όμως δεν έχουν καμία σύνδεση μαζί Μου, θέλουν να πετύχουν μόνο εγκόσμια οφέλη και να προβληθούν. Τους ανθρώπους αυτούς να μην τους πιστεύετε, για­τί αυτά που αναγγέλλουν είναι παραπλανητικά, έστω κι αν αναφέ­ρονται στο τέλος. Γιατί ο αντίπαλος Μου χρησιμοποιεί επίσης τα λόγια Μου, για να τυφλώσει τους ανθρώπους, εντούτοις ισχύει αυτό που σας έχω πει, ότι θα τους αναγνωρίσετε από τους καρπούς τους (Ματθαίος 7, 16 και 20, Λουκάς 6, 43).

Σας εφιστώ την προσοχή, λοιπόν, ότι θα παρουσιαστούν ακόμη πολλοί ψευδοπροφήτες, πριν έρθει το τέλος. Μπορείτε, ωστόσο, να τους αναγνωρίσετε εύκολα από το ότι προσπαθούν συνεχώς να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της κοσμικής εξουσίας. Κατά συνέπεια δεν είμαι Εγώ ο στόχος τον οποίο επιδιώκουν, αλλά ο άρχοντας αυτού του κόσμου. Γιατί όποιος θέλει να μιλήσει για λογαριασμό Μου, θα λέει πάντοτε την αλήθεια και θα εμφανιστεί σαν προφήτης μόνο όταν λάβει από Μένα αυτή την εντολή μέσω του εσωτερικού Λόγου ή με την αιφνίδια ενέργεια του Πνεύματός Μου, που θα είναι πάντοτε ολοφάνερη».