ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΑ

Εσωτερισμός και αποκρυφισμός

Σύμφωνα με το λεξικό ο εσωτερισμός περιλαμβάνει διδασκαλίες μυστικής και απόκρυφης γνώσης που είναι προσιτή μόνο σε ένα περιορισμένο αριθμό μυημένων. Οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του εσω­τερισμού θεωρούν ότι πρόκειται για αντιλήψεις που είναι κατα­νοητές μόνο σε έναν εσωτερικό κύκλο ευαίσθητων, μυημένων και φωτισμένων. Κι αυτό γιατί περιλαμβάνουν γνώσεις και εμπειρίες απέναντι στις οποίες είναι κλειστές ακόμη η κοινή γνώμη, οι κατε­στημένες επιστήμες και θρησκείες.

Συγκεκριμένα πρόκειται για πρακτικές εντατικού διαλογισμού, για επαφές με υπεραισθητές δυνάμεις (πνευματισμός, ουφολογία, μαγεία), για ανθρώπινες ή ιστορικές γνώσεις μυθικής και διαισθη­τικής προέλευσης (π.χ. αστρολογία, αλχημεία, ατλαντιδολογία, προ­ϊστορική αστροναυτική – Έριχ φον Νταίνικεν). Στο πλαίσιο αυτό μπορούν επίσης να συγκατελεχθούν οικοσοφικές αντιλήψεις της «Μητέρας – Γης» ή η πνευματοποίηση της φύσης από πολλούς συγ­γραφείς του New Age.

Πολλοί σήμερα συγχέουν τον εσωτερισμό με τον αποκρυφισμό καθώς ήδη από τον ορισμό της λέξης είναι φανερό ότι ο πρώτος έχει στενή συγγένεια με το δεύτερο. Ως αποκρυφισμός εννοείται η ενασχόληση με τις αόρατες και μυστικές πλευρές της φύσης, της ψυχής, του επέκεινα και συνεπώς και του πνεύματος. Ο όρος «αποκρυφισμός» απαντάται για πρώτη φορά στον Αγρίπα του Νέτεχαϊμ (1486-1535), καθιερώθηκε όμως πολύ αργότερα από τον Ελιφάς Λεβί (1810-1875) και τον Καρλ Κίζβετερ (1854-1895).

Είναι αναγκαίο να διαχωριστεί ο αποκρυφισμός -όπως και ο ε­σωτερισμός γενικά- εκ προοιμίου από τη δεισιδαιμονία, καθότι ο πρώτος συνιστά ένα ολοκληρωμένο κοσμοθεωρητικό σύστημα. Α­φετέρου πρέπει επίσης να οριοθετηθεί ως προς την παραψυχολο­γία, της οποίας επιδίωξη είναι να ερευνά αποκρυφιστικά φαινό­μενα με επιστημονικές μεθόδους. Ταυτίζοντας τον αποκρυφισμό με προλήψεις ή μαγικές πρακτικές ουσιαστικά τον μειώνει, γιατί το πεδίο του είναι πολύ ευρύτερο. Γενικά βασίζεται στην πεποίθη­ση ότι ο ορατός κόσμος δεν είναι η μόνη υφιστάμενη πραγματικό­τητα, αλλά περιβάλλεται από έναν άλλο μεγαλύτερο κόσμο που εί­ναι απρόσιτος στις αισθήσεις μας. Επίσης ως αποκρυφισμός εν­νοούνται οι προσπάθειες να προσπελάσει κανείς και σε αυτόν τον πνευματικό κόσμο. Συνεπώς στο σημείο αυτό σημασία έχει να διακρίνει κανείς με ποια μέσα επιχειρούνται αυτές οι προσπάθειες, εάν δηλαδή ο αναζητητής υπερβαίνει ή όχι τα όρια που έχει χαρά­ξει η σοφία και η βούληση του Θεού.

Στο χριστιανικό φονταμενταλισμό κάθε απόχρωσης συχνά η αποκρυφολογία ταυτίζεται ή με την ενασχόληση με τον κόσμο των δαιμόνων ή με καταστάσεις δαιμονισμού και ως εκ τούτου καταδι­κάζεται αναφανδόν. Μία τέτοια εξομοίωση όμως του απόκρυφου με το δαιμονικό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως αποδεικνύει και η δραστηριότητα χριστιανών αποκρυφιστών. Άλ­λωστε και η Βίβλος μαρτυρεί ότι ο Θεός είναι ο Δημιουργός όλων των ορατών και των αόρατων κόσμων (Προς Κολοσ. 1, 16 και ο­μολογία πίστης της Νικαίας).

Κατ’ ακολουθία θα ήταν σφάλμα να στιγματίσει κανείς ως δαι­μονικό καθετί το αόρατο, αντίθετα θα πρέπει να εξετάζει εμπερι­στατωμένα την προέλευση των εκάστοτε φαινομένων.

Ο Γνωστικισμός

Για να καταλάβουμε καλύτερα τα σύγχρονα, πνευματικά κινή­ματα θα πρέπει να κάνουμε πρώτα μία αναδρομή σε μία από τις κύριες πηγές τους που, παρά τη χρονική απόσταση, γεννήθηκε σε ένα κλίμα παρόμοιο με το σημερινό. Ο Γνωστικισμός γεννήθηκε από τη διασταύρωση πολλών αρχαίων πολιτισμών σε μία εποχή που χαρακτηριζόταν από το τέλος των προχριστιανικών θρησκειών.

Η συγχώνευση του παλιού με το καινούργιο από διαφορετικές θρη­σκευτικές και πολιτισμικές κοσμοθεωρήσεις γέννησαν το συγκρη­τισμό, όπου οι μύστες του κλασικού κόσμου συνάντησαν τις λα­τρευτικές παραδόσεις της ανατολής. Στη γέννηση αυτή αντιπροσω­πευόταν η αιγυπτιακή μυθολογία, τα αρχαιοελληνικά μυστήρια, ο ζωροαστρικός δυϊσμός και η ιουδαϊκή εσχατολογία. Επίσης από τους Βαβυλώνιους και χαλδαϊκούς πολιτισμούς της Μεσοποταμί­ας προήλθε η αστρολογία και η αριθμοσοφία που παίζουν ένα με­γάλο ρόλο στο Γνωστικισμό.

Ο καθαυτό Γνωστικισμός όμως είναι καθαρά ένα μεταχριστιανικό φαινόμενο. Η αντίθεση γνώσης και πίστης είναι το κεντρικό πρόβλημα αυτού του φιλοσοφικού συστήματος. Η γνώση όμως δια­χωρίζεται από την απλή πολυμάθεια που φορτώνει τον άνθρωπο με γνώσεις άχρηστες για την εσωτερική του ανάπτυξη. Τους Γνω­στικούς τους ενδιαφέρει η εσωτερική αλήθεια που διαπλάθει την ψυχή και την οδηγεί στην ολοκλήρωση της με τη θρησκευτική έν­νοια. Η μόνη γνώση που αξίζει να αποκτήσει κανείς είναι η ιερή γνώση που έχει φωτιστεί από τον Λόγο. Η ιερή γνώση στηρίζεται στη μυστική αποκάλυψη που παρέδωσε ο Ιησούς στους μαθητές του και η οποία παραδίδεται πάλι στους εσωτερικούς κύκλους των Γνωστικών.

Κύριοι εκπρόσωποι του Γνωστικισμού είναι ο Σίμων Μάγος (1ος αι. μ.Χ.) και οι Βασιλείδης, Μαρκίων, Βαλεντίνος και Τατιανός του 2ου αιώνα. Οι εκπροσωπούμενες τάσεις και θεωρίες είναι ό­μως πάρα πολλές και συχνά τελείως αποκλίνουσες μεταξύ τους.

Η κοσμοθεώρηση των Γνωστικών είναι εξαιρετικά τραυματική και σκοτεινή. Αρνούνται τον κόσμο το ίδιο απόλυτα όσο και οι γυμνοσοφιστές γιόγκι της Ινδίας. έτσι, δεν βρίσκουν χαρά ούτε καν στη θέα της φύσης, αφού στο βάθος διακρίνουν τη δράση ενός α­νελέητου νόμου και κατά βάση αισθάνονται φυλακισμένοι μέσα σε αυτό τον κόσμο χωρίς ελπίδα διαφυγής.

Οι βασικές αρχές της κοσμογονικής τους φιλοσοφίας είναι οι ε­ξής: Ο κόσμος δεν είναι και δεν μπορεί να είναι δημιούργημα του Υπέρτατου Όντος, του άγνωστου αγαθού Θεού, γιατί ο κόσμος εί­ναι κακός. Ο Θεός αυτός που είναι άρρητος, ακατονόμαστος, α­σύλληπτος, άμορφος, απέραντος και απόμακρος από τον άνθρω­πο, έχει δημιουργήσει μόνο τον άυλο κόσμο. Η θεώρηση αυτή συ­γκρούεται με εκείνη που είχε διαμορφωθεί στον αρχαίο κόσμο έως τότε.

Σύμφωνα με την Π. Διαθήκη ο Θεός αφού έφτιαξε τον κόσμο, ευχαριστημένος από το μεγαλειώδες έργο του, διαπίστωσε ότι η πλάση είναι καλή. Γι’ αυτό ο γνωστός διδάσκαλος και συγγραφέας Ειρηναίος παρατηρεί στους Γνωστικούς ότι το να χαρακτηρίζουν τη δημιουργία ως λάθος και προϊόν άγνοιας, όπως θα δούμε παρα­κάτω, αποτελεί μεγάλη βλασφημία.

Αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες εξυμνούσαν την αιώνια αρμονία και τάξη του κόσμου. Επίσης ο νεοπλατωνιστής Πλωτίνος δεν μπο­ρούσε να καταλάβει πώς οι Γνωστικοί περιφρονούσαν τη φύση α­ντί να την λατρεύουν με θρησκευτικό δέος, όπως της αξίζει: «Ό­ποιος μέμφεται με αυτό τον τρόπο τη φύση του κόσμου, δεν ξέρει τι κάνει και πού τον παρασύρει η αυθάδειά του. Αυτό οφείλεται στο ότι πολλοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν την αλληλουχία των βαθ­μίδων από την πρώτη ως την τελευταία, επίσης στο ότι δεν ξέρουν πως δεν επιτρέπεται να κατηγορεί κανείς τα πράγματα επειδή εί­ναι χειρότερα από το Πρώτο. Δεν γνωρίζουν ότι ο άνθρωπος πρέ­πει να υποτάσσεται καρτερικά στους νόμους του σύμπαντος, και να σπεύδει με σθένος να ολοκληρώσει την άνοδο ως το Πρώτο. Γι’ αυτό χρειάζεται να αφήνει κατά μέρος το θεατρικό υπερτονισμό φανταστικών τρόμων που υποτίθεται ότι προκαλούν οι σφαίρες του κόσμου, οι οποίες αντίθετα προωθούν τη σωτηρία του».

Ο άγνωστος Θεός των Γνωστικών περιβάλλεται από τους Αιώ­νες, τα όντα που έχει τοποθετήσει εκτός του εαυτού του στον άυλο κόσμο και που μαζί του συνιστούν το «Πλήρωμα» ή τη «Βασιλεία των Ουρανών». Ένα από αυτά τα όντα, η Σοφία, περιπίπτει σε κρί­ση επειδή αποτυχαίνει να γνωρίσει τον Θεό ή να μιμηθεί τη δημιουργική του ικανότητα.

Στο σημείο αυτό διακρίνουμε πώς η αληθινή διαδικασία της πνευ­ματικής δημιουργίας των όντων και της πτώσης τους εξαιτίας της υποκίνησης του Εωσφόρου (βλ. σχετικά το «Μεγάλο Μυστήριο») διαστρεβλώνεται στα βασικά σημεία της ώστε τελικά διαμορφώ­νεται μία παραπλήσια, αλλά ουσιαστικά πολύ διαφορετική αιτιο­λόγηση και ιστορία της δημιουργίας.

Ως αποτέλεσμα της αποτυχημένης προσπάθειας της Σοφίας προ­κύπτουν κατά σειρά μία άλλη θεότητα, ο «Δημιουργός», οι βοηθοί του οι «Άρχοντες», η ύλη, ο κόσμος και ο πρωτόπλαστος Αδάμ στον οποίο τοποθετείται ένας σπινθήρας από το Πλήρωμα.

Εκτός από τις ψυχοφυσιολογικές πλευρές του ο άνθρωπος, λένε οι Γνωστικοί, διαθέτει έναν πυρήνα που δεν υπόκειται στην εξου­σία του θανάτου. Αυτός ο «Εαυτός» λειτουργεί ως όργανο αναγνώρισης και βρίσκεται σε μία κατάσταση αυτολησμοσύνης (λήθης) εξαιτίας της πτώσης.

Οι κοσμικές δυνάμεις καταδυναστεύουν τους ανθρώπους χρησι­μοποιώντας διάφορα εξουσιαστικά μέσα όπως είναι οι νόμοι της αστρολογίας ή η σεξουαλικότητα. Άρα, ο υλικός κόσμος κυβερνά­ται από το «Δημιουργό», τον γεννήτορα του κακού και αντίποδα του υπερκόσμιου απόλυτα καλού Θεού, που δεν ενδιαφέρεται για την τύχη του κόσμου αυτού. Ο άνθρωπος είναι αιχμάλωτος αυτού του τέλειου δυϊσμού, του αγεφύρωτου χωρισμού, δηλαδή, μεταξύ του απόμακρου καλού και του κακού που βιώνει.

Οι Γνωστικοί συνέθεσαν μία περίπλοκη θεωρία περί «Αιώνων», έναν όρο με τον οποίο εννοούσαν ακτινοβολίες του Θεού. Οι ακτι­νοβολίες είναι υπαρκτές δυνάμεις και ουράνια πρόσωπα μέσω των οποίων εκδιπλώνεται η Θεότητα. Η μεγαλύτερη από αυτές τις α­κτινοβολίες είναι η μορφή του Χριστού, η οποία απαυγάζει έντο­νο φως και χαρά. Ο Χριστός έχει το σημαντικότερο και πιο κατα­λυτικό ρόλο στην ιστορία του κόσμου και η εμφάνισή του σημαίνει τη μεγάλη στροφή.

Οι Γνωστικοί όμως διαχωρίζουν τον ουράνιο Χριστό από την ε­πίγεια εμφάνιση του Ναζωραίου Ιησού. Ο Ιησούς ήταν γι’ αυτούς «σοφότερος, αγνότερος και δικαιότερος από όλους τους άλλους ανθρώπους». Ο αληθινός Χριστός δεν έχει σωματική μορφή και το σώμα του Ιησού ήταν φαινομενικό. Σύμφωνα με τη δική τους αντί­ληψη συνεπώς δεν ήταν ο Χριστός που πέθανε στο σταυρό, αλλά ο Σίμων ο Κυρηναίος, «ενώ ο Χριστός γελώντας το είχε βάλει στα πόδια». Άρα, το μεγαλύτερο λάθος των μαθητών του ήταν ότι νό­μιζαν πως αναστήθηκε το γήινο σώμα Του».

Η λύτρωση ως εκ τούτου είναι αποκλειστικά και μόνο έργο του ουράνιου Χριστού. Η παραπάνω δοκητιστική αντίληψη είναι βέ­βαια διαμετρικά αντίθετη από τη χριστιανική διδασκαλία. Την α­ντίληψη αυτή πολεμά ο Ιωάννης στην πρώτη επιστολή του, όπως και ο Παύλος απευθυνόμενος προς τους Κορινθίους (Α’ 15, 12 κ.ε.). Παρ’ όλα αυτά μέχρι σήμερα διατηρούνται γνωστικά κείμενα που αμφισβητούν το σταυρικό θάνατο του Ιησού ή ισχυρίζονται επιπλέον ότι ο Ιησούς δεν πέθανε στο σταυρό αλλά κατέφυγε στην Ινδία.

Η διδασκαλία αυτή είναι λανθασμένη σύμφωνα με την Κ. Δια­θήκη αλλά και με τις νέες αποκαλύψεις. Σε ένα κείμενο του Γιά­κομπ Λόρμπερ εξηγείται μάλιστα ότι ήταν ο απόστολος Ματθαίος που πήγε στην Ινδία και γι’ αυτό βρέθηκαν εκεί παλιά αυθεντικά χειρόγραφα της εποχής του Ιησού.

Ανάμεσα στις ιδιαιτερότητες του Γνωστικισμού που τονίζουν τον ελιτιστικό χαρακτήρα του είναι το ότι δεν δέχεται την Π. Διαθήκη και πολλά από τα κείμενα της Καινής. Χαρακτηριστικό επίσης της ανατρεπτικής διάθεσης που διέκρινε ορισμένα ρεύματα Γνωστι­κών είναι ότι τιμούσαν τον Κάιν, τον Ιούδα αλλά και τον όφι του προπατορικού αμαρτήματος.

Στην ουσία του πάντως ο Γνωστικισμός είναι μία φιλοσοφία της λύτρωσης, την οποία όμως οι Γνωστικοί την αντιλαμβάνονται δια­φορετικά από ό,τι το κύριο ρεύμα του χριστιανισμού. Γι’ αυτούς η λύτρωση σημαίνει κατά κύριο λόγο απελευθέρωση από την ύλη, α­ποτελεί δηλαδή ένα «κοσμικό γίγνεσθαι». Ο άνθρωπος είναι ένα διττό ον, εν μέρει υπόδουλο στην ύλη και εν μέρει αποτελούμενο από φωτεινές ουσίες που εκπορεύονται από τον επάνω κόσμο. 0 ουράνιος Χριστός, ένας αφηρημένος θεϊκός Λόγος, λυτρώνει τον άνθρωπο από αυτό το βασανιστικό μείγμα. Πιο συγκεκριμένα, ο Γνωστικός εμπνέεται από την πεποίθηση ότι μέσω της γνώσης απο­κτά δυνάμεις χάρη στις οποίες μπορεί να αποκτήσει επίγνωση των ανώτερων κόσμων και να υπερβεί τον ψυχικό διχασμό του. Με τη συνειδητοποίηση αυτή αρχίζει η ανέλιξη για το Γνωστικό, η οποία καταλήγει στη θέωση του ανθρώπου.

Η επίγνωση αυτής της αλήθειας είναι απλά το πρώτο βήμα που πρέπει να το ακολουθήσει η συμμετοχή σε θρησκευτικά δρώμενα. Οι Γνωστικοί είχαν ένα πλήθος από μυήσεις και τελετουργικά μυ­στήρια μέσω των οποίων πίστευαν ότι μπορούσαν να ενωθούν με τον Θεό. Παράλληλα όμως είχαν διαμορφώσει διάφορες θεωρίες αυτολύτρωσης και υποστήριζαν επίσης τη λύτρωση μέσα από μία σειρά από μετενσαρκώσεις.

Χαρακτηριστικό της αυτοεκτίμησης των Γνωστικών είναι ότι πί­στευαν πως είχαν ήδη κατακτήσει την πατρότητα του Θεού, πράγμα που τους γέμιζε με ένα αίσθημα ανωτερότητας και μεγαλείου. Ε­πειδή λοιπόν κατά την υποκειμενική, ελιτιστική άποψή τους είχαν ήδη φτάσει στη λαμπρότητα και την ελευθερία των παιδιών του Θεού, θεώρησαν εαυτούς ικανούς να δώσουν νέες λύσεις σε προ­βλήματα ηθικής. Βέβαια οι λύσεις αυτές, όπως έλεγαν οι ίδιοι με υπερηφάνια, ήταν εφικτές μόνο για «ένα μόνο άνθρωπο στους χί­λιους και δύο στους δέκα χιλιάδες».

Έτσι, πρέσβευαν έναν αυστηρότατο ασκητισμό, με στόχο την πλή­ρη εξάλειψη του αισθησιασμού. Η ερωτική επαφή ήταν το πρώτο που καταδίκαζαν, σε βαθμό μάλιστα που δεν επιτρεπόταν ούτε καν για την απόκτηση παιδιών, αφού η αναπαραγωγή του είδους σημαί­νει απλά τη διαιώνιση της ανθρώπινης δυστυχίας. Η ακραία αυτή στάση οφειλόταν βέβαια στο ότι το κακό το θεωρούσαν ως μία φυ­σική ιδιότητα που είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την ύλη.

Ας σημειωθεί ότι ο Γνωστικισμός θεωρήθηκε η πρώτη και πιο ε­πικίνδυνη αίρεση στο χριστιανικό κόσμο. Είναι ωστόσο φανερό ότι περισσότερο από τις δογματικές διαφορές, εκείνο που έκανε την εκκλησία σφοδρό πολέμιο του Γνωστικισμού ήταν οι εξουσιαστι­κές αξιώσεις της να θεωρείται η ίδια ως η μόνη οδός προς τη λύ­τρωση και όχι η γνώση – ή οτιδήποτε άλλο.

Έτσι όταν το 367 μ.Χ. ο αρχιεπίσκοπος Αλεξάνδρειας Αθανάσιος έδωσε την εντολή να καταστραφούν όλα τα αιρετικά συγγράματα, στο στόχαστρο ήταν κυρίως τα γνωστικά. Κατά πάσα πιθανότητα, τα γνωστικά ευαγγέλια και κείμενα που ανακαλύφθηκαν το 1945 στο Nag Hammadi της Αιγύπτου κρυμμένα σε μία σπηλιά προέρχο­νται από αυτά τα απαγορευμένα ως αιρετικά κείμενα. Είναι γνωστό ότι από το χώρο του Γνωστικισμού είχαν προκύψει αμέτρητα ευαγ­γέλια και ιστορίες αποστόλων, σημειωτέον ότι χρειάστηκαν δε πε­ρίπου 200 χρόνια μέχρι να αποκρυσταλλωθεί η Καινή Διαθήκη στη σημερινή της μορφή και να αποβληθούν τα απόκρυφα.

Γεγονός είναι πάντως ότι τα περισσότερα γνωστικά κείμενα εί­ναι πράγματι απόκρυφα, καθώς πολλά τμήματά τους είναι σε μεγά­λο βαθμό τελείως αντιφατικά, αυθαίρετα ή παράξενα, γι’ αυτό δεν πρέπει να αξιολογούνται το ίδιο με τη Βίβλο ή τις νέες αποκαλύ­ψεις. Όντως δεν είναι περίεργο που υπήρχαν τόσο πολλά απόκρυ­φα, αφού την εποχή εκείνη, εκτός από τις προφορικές παραδόσεις, υπήρχαν αμέτρητα πονήματα εμπνευσμένων από την ιστορία του Ιησού Χριστού και ως φαίνεται οι Γνωστικοί τα συνέλεγαν όλα χω­ρίς διάκριση.

Τα ευρήματα του Nag Hammadi δεν είναι όλα γνωστικής προέ­λευσης, ενώ μερικά από αυτά ήταν ήδη γνωστά από πολύ παλιότε­ρα, όπως το «Πίστις Σοφία», η Αποκάλυψη του Πέτρου, το Ευαγ­γέλιο του Πέτρου, το Ευαγγέλιο του Θωμά, το βιβλίο Ενώχ κ.ά.

Δεν είναι όμως όλα τα απόκρυφα κείμενα αυτόματα γνωστικού περιεχομένου καθώς μερικά είναι πραγματικά θεϊκής έμπνευσης. Ένα παράδειγμα είναι το πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου το οποίο εί­χε διατηρηθεί μόνο αποσπασματικά. Το 1843 υπαγορεύτηκε εκ νέ­ου ολοκληρωμένο στον Γιάκομπ Λόρμπερ και εκεί διαπιστώνεται οφθαλμοφανώς η συμφωνία της λορμπερικής καταγραφής με τα α­ποσπάσματα που έχουν διασωθεί.

Θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη γενικά ότι στους πρώτους χρι­στιανικούς αιώνες μετά τον Χριστό δεν υπήρχε μία καταγραμμένη διδασκαλία κοινά αποδεχτή. Έτσι κάθε κοινότητα είχε ως ένα βαθ­μό και τις δικές της αντιλήψεις, η δε χριστική διδασκαλία διατηρή­θηκε καθαρή εκεί όπου μπορούσε να ενεργεί το Άγιο Πνεύμα. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πάντως στους παλιούς Γνωστικούς ότι τόνιζαν την αξία της γνώσης σε αντιδιαστολή με την εκκλησία που την ενδιέφερε κυρίως να περιφρουρήσει το ποίμνιο της, αν σκε­φτούμε μάλιστα ότι στην καθολική εκκλησία για παράδειγμα, η α­νάγνωση της Βίβλου ήταν απαγορευμένη στους λαϊκούς μέχρι το 1920 περίπου, για να μην μπορούν να σκεφτούν οι πιστοί αυτόνο­μα…. Στην Ισπανία ιδιαίτερα η ανάγνωση χωρίς την άδεια ενός κληρικού επέφερε μέχρι το 18ο αι. την ποινή του θανάτου.

Στα υπέρ των Γνωστικών πρέπει να καταλογιστεί επίσης το γε­γονός ότι είχαν εισάγει την ισοτιμία των γυναικών, όταν στις άλ­λες χριστιανικές κοινότητες τη γυναίκα την θεωρούσαν υποδεέστε­ρη του άντρα, παρ’ όλο που ο Χριστός είχε λυτρώσει όλους από το νόμο που ίσχυε στην παλιά Διαθήκη και είχε δώσει την υπόσχεση να εκχύσει το πνεύμα του πάνω από κάθε σάρκα (Πράξεις 2, 17).

Τον 3ο αιώνα ο Γνωστικισμός με τη μορφή του Μανιχαϊσμού α­πειλούσε να γίνει πλέον παγκόσμια θρησκεία. Σε απάντηση οι «ορ­θόδοξοι χριστιανοί» τον καταδίωξαν ανελέητα, με αποτέλεσμα να περάσει στην παρανομία. Με την καταπίεση ανάγκασαν τους Γνω­στικούς να συγκροτηθούν σε μυστικές εταιρείες μέσα από τις οποί­ες σφράγισαν το δυτικό εσωτερισμό ως Αλχημιστές, Ροδόσταυροι, Τέκτονες κ.ά.

Συνοψίζοντας, θα παρατηρήσουμε ότι παρ’ όλο που δεν είναι ό­λη η σκέψη στο Γνωστικισμό λανθασμένη και σε πολλά συμφωνεί με το θεϊκό Λόγο, ωστόσο εμπεριέχει επίσης πολλές διδασκαλίες που αποκλίνουν σαφώς από αυτόν. Και πρώτα-πρώτα για το λόγο ότι ο Γνωστικισμός υπερτονίζει τη σημασία της γνώσης και παρα­βλέπει ότι το κλειδί για τη γνώση είναι η αγάπη.

Για τους Γνωστικούς η λύτρωση από το διχασμό μεταξύ απρόσι­του καλού Θεού και απόλυτα κακής ύλης δεν έχει σχέση με την η­θική στάση, τα καλά έργα ή την πίστη, παρά εξαρτάται αποκλει­στικά από την υπερβατική γνώση.

Ίσως για το λόγο αυτό υπάρχει σήμερα μία έντονη αναβίωση του Γνωστικισμού με πολλές μορφές. Για να χαρακτηριστεί ένας Γνω­στικός «μυημένος» ή «φωτισμένος» αρκεί μόνο να κατέχει τη γνώ­ση. «Όποιος παίρνει τη γνώση και την καταλαβαίνει δεν θέτει πια ερωτήσεις» είναι το απόφθεγμα των Γνωστικών. Και εκεί καιρο­φυλακτεί ένας σημαντικός κίνδυνος: οι φαινομενικά μόνο γνώστες, μυημένοι και φωτισμένοι αυταπατώνται ότι είναι ήδη πολύ προχω­ρημένοι στην ατραπό της γνώσης και δεν είναι πια ανοικτοί σε κα­μία κριτική είτε από τρίτους ή και από τον ίδιο τους τον εαυτό. Για­τί απλά η αυταρέσκειά τους είναι πια πολύ μεγάλη.

Για το θέμα του New Age και των σύγχρονων πνευματικών κινη­μάτων που θα εξετάσουμε στη συνέχεια σημασία έχει να τονιστούν οι συγγένειες της γνωστικής διδασκαλίας περί Αιώνων και της ει­κόνας του Χριστού που πρεσβεύει ο Γνωστικισμός αφενός, με τις αντιλήψεις της ινδικής θεοσοφίας (π.χ. Μπέιλυ) και της ανθρωποσοφίας του Στάινερ αφετέρου.

Από αυτήν την εκλεκτική συγγένεια καθίσταται σαφής η προέ­λευση αυτών των διδασκαλιών.

Η Θεοσοφία

Ένα μεγάλο παρακλάδι του εσωτερισμού είναι και η θεοσοφία, αν και στο θέμα αυτό θα πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός, καθό­τι οι περισσότεροι την ταυτίζουν με την ανατολική θεοσοφία, για το λόγο ότι συνήθως αναφέρεται σε συνάρτηση με τις Θεοσοφικές Εταιρείες. Η πρώτη Θεοσοφική Εταιρεία με το όνομα «Miracle club» ιδρύθηκε το 1875 από την Έλενα Μπλαβάτσκι, τον Χένρυ Όλκοτ και τον Ουίλλιαμ Τζατζ με αρχικό σκοπό την έρευνα πνευματιστικών φαινομένων. Σύντομα έγιναν εμφανείς οι κυρίαρχες βουδιστικές και αργότερα ινδουϊστικές τάσεις της Εταιρείας, ιδίως δε μετά την μεταφορά της έδρας της από τη Ν. Υόρκη στο Αντγιάρ κοντά στο Μαντράς της Ινδίας. Στη συνέχεια η Εταιρεία διασπά­στηκε πολλές φορές, παρ’ όλο που τα ηγετικά στελέχη της αποτε­λούσαν από κοινού έναν εσωτερικό κύκλο.

Βασικούς άξονες της ανατολικής θεοσοφίας απετέλεσαν τα βι­βλία της Μπλαβάτσκι, τα οποία άπτονται όλων των θεμάτων που απασχολούσαν τον εσωτερισμό στη δύση του 19ου αιώνα. Κυρίως καταβάλλεται σε αυτά η προσπάθεια να αποδειχτεί ότι υπάρχουν κοινοί παράμετροι μεταξύ ινδουισμού, βουδισμού, κάμπαλα, αλχη­μείας, αιγυπτιολογίας, γνωστικισμού κ.λπ. με σκοπό να αποδειχτεί ότι κάθε θρησκεία πηγάζει από έναν κοινό πρωταρχικό πυρήνα.

Τη γνώση αυτή λέγεται ότι τη μεταδίδουν στον κόσμο μυστικοί διδάσκαλοι που ενσαρκώνονται επί τούτου κάθε τόσο στο πέρα­σμα των χιλιετιών, και τέτοιοι ήταν ο Βούδας, ο Λαοτσέ, ο Ιησούς κ.α. Σημειωτέον ότι στη διδασκαλία αυτή ο Ιησούς και ο Χριστός (με την έννοια του Μεσσία) δεν είναι ένα και το αυτό πρόσωπο.

Η Μπλαβάτσκι είχε δηλώσει ότι είχε ως μέντιουμ επαφή με με­γάλους μυστικούς διδασκάλους που τους ονόμαζε μαχάτμας (δη­λαδή μεγάλες ψυχές στα ινδικά), οι οποίοι αποτελούν μία μυστική αδελφότητα, τη «Μεγάλη Λευκή Αδελφότητα». Σύμφωνα με τη δι­δασκαλία αυτή πρόκειται για οντότητες που έχουν ξεφύγει από τον τροχό των μετενσαρκώσεων και με βάση τα Ιμαλάια κατευθύνουν τις τύχες του κόσμου μέσα από κάποιους ανθρώπους ή ομάδες αν­θρώπων, τους οποίους καθοδηγούν. Η «Μεγάλη Λευκή Αδελφό­τητα» συνιστά την «Ιεραρχία των μυστών» με τρεις ηγέτες στην κο­ρυφή. Οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι μπορεί να υφίστανται και μόνο ως πνευματικά όντα, η δε επαφή τους με τους ανθρώπους λαμβάνει χώρα πνευματιστικά, μέσα από όνειρα, οράματα κ.λπ.

Οι διδάσκαλοι της άριας φυλής φυλάσσουν σε μυστικά κέντρα σοφίας που υπάρχουν κάτω από τη γη και μέσα σε σπηλιές της Κε­ντρικής Ασίας τα κείμενα της ιερής γνώσης ώστε οι εκλεκτοί που θα τα ανακαλύψουν, θα ανακαλύψουν ταυτόχρονα τη συνείδηση και την ταυτότητα της άριας φυλής.

Στο πιο σημαντικό έργο της Μπλαβάτσκι, τη «Μυστική Δοξασία» (1888) αναπτύσσεται διεξοδικά αυτός ο γνωστός σε πολλές μυθο­λογίες και παραδόσεις μύθος της ύπαρξης μιας ανώτερης απόκρυ­φης ιεραρχίας μυστών ή αδελφότητας.

Η «Μυστική Δοξασία» βασίζεται στις επονομαζόμενες Στροφές του Dzyan, ένα απόκρυφο βιβλίο που η Μπλαβάτσκι δήλωσε ότι α­νακάλυψε σε ένα μοναστήρι βουδιστών, το οποίο περιγράφει τη γένεση του κόσμου και του ανθρώπου. Κατά τους ισχυρισμούς της Μπλαβάτσκι το βιβλίο αυτό είχε συνταχθεί από μοναχούς του Θι­βέτ που ανήκαν στους μυστικούς διδάσκαλους. Τη «Μυστική Δο­ξασία» τής την υπαγόρεψε ο δικός της δάσκαλος Τζβαλ Κουλ που την είχε βοηθήσει να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτές τις Στροφές και να τις σχολιάσει.

Ο Γκέρσομ Σολέμ, γνωστός ερευνητής της Κάμπαλα και του ιου­δαϊκού μυστικισμού, είναι της άποψης ότι η Μπλαβάτσκι είχε α­πλά στα χέρια της μία πρόχειρη μεταγραφή ενός τμήματος του Ζοχάρ. Το Ζοχάρ (φωτεινή λάμψη) αποτελείτο κεντρικό βιβλίο της Κάμπαλα. Η παράδοση λέει ότι είναι έργο του θρυλικού συγγρα­φέα Σίμων Γιοχάι από το 2ο αι. μ.Χ. Στην πραγματικότητα έχει α­ποδειχθεί ότι προέρχεται στο μεγαλύτερο μέρος από το χέρι του Σίμων Μπεν Σεμτόμπ ντε Λεόν (+1305) από τη Γκουανταλαχάρα και εμφανίστηκε μεταξύ 1275 και 1290 στην Ισπανία. Ένα από τα κύρια θέματα του Ζοχάρ είναι η διδασκαλία ότι είναι αδύνατο να γνωρίσει ο άνθρωπος τον Θεό. Οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν σύμ­φωνα με την εικόνα των Σεφιρόθ.

Τα Σεφιρόθ συμβολίζουν τη ροή της θείας ενέργειας στη δημιουρ­γία και ταυτόχρονα απεικονίζουν τα ονόματα, τις ιδιότητες και τις δυνάμεις του Θεού. Σύμφωνα με την καμπαλιστική παράδοση το κάθε ένα από τα δέκα Σεφιρόθ αποτελεί έναν κόσμο και του αντι­στοιχούν οι δικοί του άγγελοι, πλανήτες και στοιχεία. Μέσω των Σεφιρόθ μπορούν οι άνθρωποι να αποκτήσουν επαφή με τον Θεό, εφόσον ζουν και προσεύχονται σωστά.

Ένα άλλο σημαντικό βιβλίο της Κάμπαλα είναι το «Σεφέρ Ιεζίρα» (βιβλίο της Δημιουργίας). Σύμφωνα με το βιβλίο αυτό ο κό­σμος προήλθε από την ένωση των δέκα Σεφιρόθ με τα 22 γράμμα­τα της εβραϊκής αλφαβήτου. Κατά βάση η Κάμπαλα είναι μία συλ­λογή κειμένων που αίρει την καταγωγή της από τον ιουδαϊκό γνωστικισμό του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ. Επίσης για το άλλο βασικό βιβλίο της Μπλαβάτσκι «Ίσις αποκαλυμμένη» έχει αποδειχθεί α­πό τον W.E. Coleman ότι είναι συμπίλημα λογοκλοπών από κείμε­να 100 και πλέον συγχρόνων συγγραφέων.

Στο κεφάλαιο για τη «Λευκή Αδελφότητα» από το βιβλίο «Μυ­στικές εταιρείες» (εκδόσεις Αρχέτυπο, Θεσσαλονίκη 1998) ανα­φέρονται τα εξής:

«Οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι θεωρούνται θεματοφύλακες και εκτε­λεστές του Μεγάλου Σχεδίου για τον πλανήτη μας, που αποτελείται από τρία κύρια τμήματα:

  1. κυβέρνηση και φυλές
  2. θρησκεία
  3. πολιτισμός, πνευματική καλλιέργεια και οι υποδιαιρέσεις τους.

Όλοι οι άνθρωποι συμμετέχουν στο Σχέδιο μέχρις ότου μια ο­μάδα, ένα έθνος ή ένα άτομο, αποκτήσει ξαφνικά κάποια σημασία για ένα συγκεκριμένο μέρος του Σχεδίου, και αποδειχθεί αρκετά ευαίσθητο στη λήψη οδηγιών για το έργο. Οι οδηγίες αυτές πιστεύ­εται ότι παίρνουν τη μορφή «εντύπωσης» (νοητικής τηλεπάθειας), που μεταφέρεται στον εγκέφαλο ως ιδέα, ιδανικό, ώθηση και κά­ποιες φορές εντάσσεται στο πλαίσιο της αντικειμενικής πραγματι­κότητας (φωνές, παρουσίες κλπ). Ο δέκτης της ιδέας, όμως, δεν έ­χει συνήθως αντίληψη της προέλευσής της, και κινείται σαν να ή­ταν αποκλειστικά δική του ιδέα, παραμορφώνοντάς την πολλές φορές.

…Στην έρευνά μας πάνω στο ζήτημα αυτό, ανακαλύπτουμε και κάποιες δηλώσεις που προέρχονται από τους ίδιους τους Διδασκά­λους. Κατά τη διάρκεια της διαμονής της Μπλαβάτσκι στην Ινδία, το 1874, ο δημοσιογράφος Α.Π. Σινέτ άρχισε να ενδιαφέρεται για τους Διδασκάλους της, και στα 1880 άρχισε να αλληλογραφεί με το Μορύα και τον Κουτ Χούμι. Σε ένα από τα γράμματα αυτά ο Κουτ Χούμι γράφει:

«Ένας Μύστης -είτε βρίσκεται στο υψηλότερο είτε στο κατώτα­το στάδιο- είναι πάντοτε ένας κατά τη διάρκεια της εξάσκησης των απόκρυφων δυνάμεών του… Οποιαδήποτε στιγμή υπάρχει η ανά­γκη των δυνάμεων αυτών, ο ισχυρός θα ξεκλειδώσει την πόρτα προς τον εσώτερο άνθρωπο (Μύστη) που μπορεί να αναδυθεί και να δράσει ελεύθερα, με τον όρο όμως πως ο φύλακάς του, ο εξωτερι­κός άνθρωπος, είναι απόλυτα ή εν μέρει υπό παράλυση».

Γνωστοί εκπρόσωποι της ανατολικής θεοσοφίας και μέλη της Θεοσοφικής Εταιρείας υπήρξαν μεταξύ άλλων ο Τσαρλς Λεντμπήτερ, η Άννι Μπεζάντ, ο Ρούντολφ Στάινερ, η Άλις Μπέιλυ και ο Τζίντου Κρισναμούρτι.

Η Μπεζάντ και ο Λεντμπήτερ ανακοίνωσαν το 1910, όταν και οι δύο τους ήταν ηγετικά στελέχη της Θεοσοφικής Εταιρείας, ότι ο δεκατετράχρονος τότε Κρισναμούρτι ήταν μία ενσάρκωση του Μαϊτρέγια, δηλαδή ενός είδους βούδα και ως εκ τούτου ο νέος διδά­σκαλος της ανθρωπότητας, με άλλα λόγια ένας νέος μεσσίας. Για να προωθήσουν την πραγμάτωση αυτού του σχεδίου και να γίνει γνωστό το πρόσωπο του Κρισναμούρτι ίδρυσαν το «Τάγμα του Ά­στρου της Ανατολής». Πολλά μέλη της Εταιρείας αντέδρασαν ό­μως σε αυτό και αποχώρισαν με προεξάρχοντα τον Ρούντολφ Στάι­νερ που είχε τις δικές του ελπίδες να γίνει πρόεδρος της Εταιρείας και έτσι ίδρυσε την Ανθρωποσοφική Εταιρεία. Το 1929 ο Κρισνα­μούρτι διέλυσε το τάγμα και διέκοψε τις σχέσεις του με τη Θεοσοφική Εταιρεία, γιατί τον ενοχλούσε η προσωπολατρία που καλλιεργιόταν σε σχέση με το άτομό του.

Η ανατολική θεοσοφία δεν πρέπει να συγχέεται με τη Χριστοκεντρική θεοσοφία που την εκπροσωπούν φυσιογνωμίες όπως του Ωριγένη, του Γιάκομπ Μπαίμε και του Εμάνουελ Σβέντενμποργκ, γιατί η πρώτη είναι ουσιαστικά ένας συμφυρμός από ανατολικές θρησκείες, πνευματισμό, μαγεία, διδασκαλίες περί κάρμα και με­τεμψύχωσης, «μυστικές διδασκαλίες» κ.ά.

Στην πραγματικότητα ωστόσο η θεοσοφία δεν είναι η πίστη σε μία συγκεκριμένη διδασκαλία ή δόγμα ή πρόσωπο ή αρχή, καθότι αφορά γενικότερα στην πρωταρχική Πηγή και στη θεμελιώδη Α­λήθεια από όπου πηγάζουν όλες οι θρησκείες, δηλαδή στον Θεό. Είναι επομένως το υπόβαθρο όλων των θρησκειών και ο κύριος ά­ξονας των διδασκαλιών των μεγάλων φιλοσόφων και των σοφών της αρχαιότητας. Άρα δεν είναι ούτε μία νέα θρησκεία ούτε μία νέα θεώρηση ή δοξασία. Παντού και πάντοτε υπήρχαν αναζητητές της κρυφής σοφίας του Θεού, όπως ο Πλάτων, ο Λαοτσέ και μετά Χριστό ο Κλήμης ο Αλεξανδρείας, ο Ωριγένης, ο Διονύσιος ο Αρεο­παγίτης, ο Αυγουστίνος, ο Θωμάς ο Κεμπέσιος, η Χίλντεγκαρντ του Μπίγκεν, ο Μάιστερ Έκχαρτ, ο Παράκελσος και πάρα πολλοί άλλοι.

Τι είναι η αληθινή θεοσοφία

Η θεοσοφία είναι η γνώση του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ψυ­χή και έτσι δεν περιλαμβάνει μόνο τη γνώση όλων των πραγμάτων αλλά και τα θεία έργα και τις θεϊκές αποκαλύψεις στη φύση. Για το λόγο αυτό οι θεοσοφικές διδασκαλίες δεν βασίζονται μόνο στη θεολογία, αλλά και σε ολόκληρη τη σφαίρα της ανθρώπινης αυτο­γνωσίας και επίσης στο σύνολο της γνώσης της φύσης. Ωστόσο ο σκοπός της θεοσοφίας δεν είναι η γνώση, αλλά η πράξη, με άλλα λό­για η αγάπη…

Η θεοσοφία είναι μία πνευματική επιστήμη που στέκεται υψη­λότερα από κάθε φιλοσοφία καθώς δεν εδράζεται σε ανθρώπινες θεωρίες αλλά στο γνώθι σ’ αυτόν, δηλαδή στη θεϊκή αλήθεια. Είναι κατ’ ακολουθία η δύναμη εκείνη χάρη στην οποία ο άνθρωπος μπο­ρεί, εφόσον αγαπά την αλήθεια, να την ανακαλύψει μέσα στον ί­διο του τον εαυτό.

Η θεοσοφία δεν έχει το σκοπό να κερδίσει πιστούς για ένα συ­γκεκριμένο εκκλησιαστικό σύστημα, αλλά είναι υπεράνω δογμά­των και ομολογιών και αποβλέπει στο να καταστήσει ικανό τον κα­θένα να βρει την αλήθεια μέσω του θείου φωτός, του αληθινού Λό­γου. Ως εκ τούτου δεν είναι ένα ανθρώπινο πόνημα, αντίθετα οι α­ληθινοί θεοσοφιστές έχουν πάντα τη φώτιση εκ των ένδον και με αυτή τη δύναμη του θεϊκού Πνεύματος εμβαθύνουν σε όλο και πιο βαθιές σοφίες του Θεού για να τις μεταλαμπαδεύσουν ύστερα με τον προσφορότερο τρόπο στους συνανθρώπους τους.

Αυτό που ξεχωρίζει τη χριστική θεοσοφία από την ανατολική είναι το ότι η πρώτη ανάγεται στον Ιησού Χριστό ως διδάσκαλο και απολυτρωτή, ενώ η δεύτερη επικαλείται ως θρησκευτικό ηγέ­τη το Βούδα και επίσης αντλεί πολλά στοιχεία από ινδικές φιλο­σοφίες.

Κατά βάση όμως δεν υπάρχει ούτε ινδικός ούτε χριστικός μυστι­κισμός, όπως δεν υπάρχει π.χ. ούτε μία ελληνική ή γαλλική αλήθεια, δεδομένου ότι μόνο ο Θεός μπορεί να είναι η θεμελιώδης αλήθεια όλων των σχετικών, κοσμικών αληθειών. Κατ’ επέκταση, η θεϊκή αυτογνωσία είναι μία και μοναδική και αποτελεί το υπόβαθρο ό­λων των θρησκειών. Ως εκ τούτου εάν αντιπαραβάλει κανείς τον «ινδικό» με τον «χριστικό» μυστικισμό, διαπιστώνει ότι οι διαφο­ρές τους είναι εξωτερικές, αφορούν δηλαδή στην πρακτική και τις θεωρήσεις σχετικά με την πίστη, ενώ τα εσωτερικά βιώματα παρου­σιάζουν πολλές ομοιότητες.

Η ινδική θεοσοφία πιστεύει στην επανειλημμένη μετενσάρκωση πάνω στη Γη και στο κάρμα. Θα πρέπει να παρατηρηθεί εδώ όμως ότι σε πολλές διδασκαλίες της Μπλαβάτσκι δεν υπάρχει καν η έν­νοια του κάρμα, ενώ στη «Μυστική δοξασία» εμφανίζεται μόνο σπάνια και δευτερευόντως. Οι διάδοχοι της Μπλαβάτσκι ήταν ε­κείνοι που έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στον όρο αυτό και τον έθε­σαν στο επίκεντρο της θεοσοφίας.

Αρχικά η Θεοσοφική Εταιρεία ήταν μία πνευματιστική οργάνω­ση που εδραζόταν σε πνευματιστικά φαινόμενα και βουδιστικές διδασκαλίες. Στο διάστημα 1894-1912 ωστόσο, με την αποδοχή της ινδουϊστικής διδασκαλίας υπό την ηγεσία της Άννι Μπεζάντ, με­ταβλήθηκε σε ένα σύστημα χωρίς προσωπικό Θεό και χωρίς Ιησού Χριστό.

Αντίθετα, η χριστική θεοσοφία, που βασίζεται στη χριστική δι­δασκαλία, δεν αναγνωρίζει τη μετεμψύγωση, παρά μόνο ως εξαί­ρεση και όχι ως κανόνα.

Ο δε νόμος του Κάρμα αναιρείται από το νόμο της αγάπης και της ευσπλαχνίας του Ιησού Χριστού, τη γνωστή «χάρη» την οποία, όπως είναι ευνόητο, δεν γνωρίζει η θεοσοφία της ανατολής. Η πρώτη βλέπει στον Ιησού Χριστό τον απολυτρωτή του ανθρώπινου γέ­νους από την αδυναμία, ενώ η δεύτερη διδάσκει την αυτολύτρωση.

Στη χριστική θεοσοφία ο Θεός έγινε άνθρωπος μέσα στον Ιησού, ο οποίος έφτασε επί γης στη θέωση. Εν αντιθέσει, η ινδική θεοσο­φία διδάσκει ότι ο Θεός είναι μέσα στα πάντα και έτσι στην ουσία αποτελεί μία μορφή μυστικιστικού πανθεϊσμού.

Μία σαφής αναφορά στη θεοσοφία μέσα στη Βίβλο περιέχεται στην πρώτη κορινθιακή επιστολή του Παύλου 2, 6-16, όπου γίνεται λόγος για την αποκάλυψη της σοφίας του Θεού μέσω του Πνεύμα­τος.

Συχνά η θεοσοφία συγχέεται με τη φιλοσοφία. Το σωστό είναι ωστόσο ότι η φιλοσοφία έχει πραγματικά αξία μόνο όταν απογειώ­νεται από το στενό ορίζοντα της ανθρώπινης διανόησης χρησιμο­ποιώντας ως όχημα τη θεοσοφία, δηλαδή τη γνώση της θεϊκής α­λήθειας. Η αυτογνωσία δεν χρειάζεται ως όργανο τη φιλοσοφία ή την ανάπτυξη θεωρητικών υποθέσεων, γιατί δεν βασίζεται σε θε­ωρητικά αξιώματα αλλά στον ίδιο της τον εαυτό. Η αλήθεια υπάρ­χει πέρα από κάθε αμφιβολία ή εικασία αφού είναι η ιδιότητα του ίδιου του Θεού.

Η φιλοσοφία είναι προϊόν της ανθρώπινης διανόησης, η αληθι­νή θεοσοφία δεν μπορεί να είναι δικό της παράγωγο. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά φιλοσοφικά συστήματα αλλά η αυτογνωσία δεν ανήκει σε κανένα σύστημα ή προσωπικότητα δασκάλου γιατί ο κύ­ριος της αλήθειας είναι μόνο η ίδια η αλήθεια, δηλαδή ο Θεός.

Ο φιλόσοφος αναζητεί να βρει την αληθινή ουσία των πραγμά­των έξω από τον εαυτό του, ενώ στη θεοσοφία το ον αυτοαναγνωρίζεται μέσα στον ίδιο του τον εαυτό.

Η θεοσοφία είναι η γνώση της αλήθειας μέσα στο άδυτο του αν­θρώπου την οποία αποκτά μόνο όταν γίνει ένα μαζί της, όταν δη­λαδή πάψει να ερευνά και να αναζητά με το περιορισμένο εγώ του, με αποτέλεσμα στοχασμός και αναλυτική σκέψη να περνούν σε δεύτερη μοίρα. Ένας σύγχρονος φιλόσοφος είχε πει επί τούτου εύ­στοχα: «Μόνο ο φιλόσοφος εκείνος που είναι εξοπλισμένος με πλούσια γνώση και με όλη του την καρδιά επιδιώκει να φτάσει στο στόχο του μέσα από μακροχρόνια, ακατάπαυστη διανοητική εργα­σία, θα μπορέσει να δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο οικοδόμημα». Ο θεοσοφιστής για να φτάσει στο όλον δεν χρειάζεται να το κτίσει επαγωγικά από τα μεμονωμένα μέρη του, διότι αυτός κατέ­χει το παν από τη στιγμή που του δίνει τη δυνατότητα να εκδιπλωθεί στο εσωτερικό του.

Κάποιος που διακατέχεται από κριτική στάση ίσως εδώ να δια­κρίνει παραλληλίες με το New Age, με την ολιστική σκέψη του Φρίτγιοφ Κάπρα για παράδειγμα. Αλλά ακριβώς το παράδειγμα αυτό του Κάπρα είναι πρόσφορο για να γίνει ο διαχωρισμός μεταξύ θεοσοφικοΰ στοχασμού και φιλοσοφικού στοχασμού, τον οποίο αντι­προσωπεύει υποδειγματικά ο Κάπρα.

Ο θεοσοφιστής δεν βάζει τον εαυτό του στο κέντρο των αναζητήσεών του, απεναντίας καταφεύγει στη σιγή και παραδίδεται στον Θεό, για να μπορεί αυτός να μιλήσει μέσα του. Ο φιλόσοφος θέλει να αποκτήσει δική του γνώση, ο θεοσοφιστής αναζητεί την αυθυπέρβαση κι έτσι τη γνώση της θεϊκής αλήθειας.

Το έργο του φιλοσόφου είναι η σύνθεση, η σύγκριση, η επεξερ­γασία υποθέσεων και η διατύπωση θεωριών. Ο θεοσοφιστής, αντί­θετα, έχει ως μόνο έργο την υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης του μέσω της υπακοής στο θείο νόμο. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να κατα­σκευάσει μια ιδέα, για να συλλάβει την Ενότητα, όπως οι φιλόσο­φοι, χρειάζεται απλά να αφήσει την Ενότητα του Παντός να εκ­φραστεί συνειδητά στο εσωτερικό του.

Ο φιλόσοφος, για να προσεγγίσει την αλήθεια, προσπαθεί να διανοηθεί το τι θα μπορούσε να είναι η αλήθεια, αποκλείοντας με την εις άτοπο απαγωγή οτιδήποτε αντίκειται ενδεχομένως σ’ αυτή, σύμφωνα με τους όρους που έχει επιλέξει ο ίδιος για να οικοδο­μήσει το σύστημά του. Ο θεοσοφιστής δεν προσπαθεί να διανοη­θεί τίποτα, παρά αφήνει να τον οδηγήσει το φως που κατοικεί στο Θείο Λόγο και το δεύτερο φως που κατοικεί μέσα του.

Ο φιλόσοφος πασχίζει να τελειοποιήσει τις γνώσεις του σχετικά με το γνωστικό του αντικείμενο στον υπέρτατο βαθμό, αλλά παρ’ όλα αυτά παραμένει ένας θνητός άνθρωπος, που οι θεωρίες του δεν του χαρίζουν την αθανασία, ούτε του χρησιμεύουν όταν απο­δημήσει στις «αιώνιες μονές».

Ο θεοσοφιστής θέλει να κερδίσει την αιωνιότητα και γι’ αυτό πα­σχίζει να δημιουργήσει στη φύση του τις προϋποθέσεις εκείνες που χρειάζονται για να ανάψει ο αθάνατος σπινθήρας στην καρδιά του, ώστε να του αποκαλυφθεί η θεϊκή βούληση.

Τη φιλοσοφία μπορεί επίσης να την ασκήσει κανείς για την προ­σωπική του ευχαρίστηση, σαν χόμπι, αλλά η θεοσοφία απαιτεί πλή­ρη αφοσίωση στο αληθινό είναι, με μεγάλη αγάπη, ταπεινοφροσύ­νη και συνέπεια.

Το φιλοσοφείν μαθαίνεται και μέσα από τα βιβλία, ενώ η είσο­δος για την αληθινή θεοσοφία είναι ο «μυστικός θάνατος», το οποίο σημαίνει ότι καθετί ψεύτικο μέσα στον άνθρωπο πρέπει να πεθά­νει, για να μπορεί να αναστηθεί στη θέση του η αλήθεια, ο Θεός. Εκεί αποκλειστικά και μόνο αποβλέπει η σπουδή και η άσκηση της αληθινής θεοσοφίας.

Σημειωτέον ότι η θεοσοφία και η θεολογία διαφέρουν επίσης εκ βάθρων μεταξύ τους, για το λόγο ότι η δεύτερη βασίζεται σε θεω­ρίες και δόγματα πίστης, ενώ η πρώτη σε βιώματα πίστης. Η θεο­λογία είναι ο λόγος περί Θεού και όχι ο Λόγος του Θεού. Στηρί­ζεται, δηλαδή, στον αποκαλυφθέντα Λόγο, με βάση τη Βίβλο, αλ­λά δεν παράγει Λόγο.

Αυτό είναι άλλωστε το μέγιστο πρόβλημα της θεολογίας, ότι δη­λαδή οι θεολόγοι διδάσκουν κάτι που οι ίδιοι δεν το βιώνουν -ε­κτός από λίγες εξαιρέσεις- διότι ο Θεός δεν παύει να αποκαλύ­πτεται ζωντανά μέσα στον άνθρωπο και μάλιστα κάθε φορά δια­φορετικά (αλλά όχι αντιφατικά) και έτσι είναι διαρκώς παρών. Για να ασκήσουν τη θεολογία οι θεολόγοι πρέπει να μελετήσουν και όχι να βιώσουν την πίστη τους.

Η θεωρητική και η βιωματική γνώση κανονικά πρέπει να συμ­βαδίζουν και όντως υπήρξαν πολλά παραδείγματα θεολόγων που συνδύαζαν και τα δύο. Πολλές φορές όμως οι συνάδελφοί τους τους στιγμάτιζαν ως αιρετικούς, ακριβώς επειδή εκείνοι κατείχαν κάτι που οι ίδιοι στερούνταν: τη ζωντανή εμπειρία της πίστης. Όταν, όμως, οι θεολόγοι παντρεύουν την επιστήμη τους με τη φιλοσοφία αντί με τη θεοσοφία, το αποτέλεσμα είναι ο σχολαστικισμός, που σφράγισε με το ιδιότυπο κλίμα του το μεσαίωνα, και όχι μόνο.

Για όλους τους παραπάνω λόγους η θεοσοφία δεν σημαίνει αυ­τόματα αιρετική σκέψη και γι’ αυτό δεν θα πρέπει να απορρίπτε­ται χωρίς εμβάθυνση…

Εκτός αυτού, μια βασική διαφορά μεταξύ της χριστοκεντρικής θεοσοφίας και των εσωτερικών διδασκαλιών της ανατολικής θεο­σοφίας είναι ότι οι οπαδοί του χριστικού πνεύματος δεν διδάσκουν τίποτα κρυφά, αλλά αντίθετα φανερά κι ελεύθερα για τον καθένα. Όπου σε αντιδιαστολή συναντά κανείς μυστικοπάθεια και πέπλα μυστηρίου ή όπου καλλιεργείται η προσωπική ή ομαδική υπεροψία με την πεποίθηση ότι «εμείς είμαστε κάτι το ξεχωριστό», καθώς αυ­τό ακριβώς επιδιώκουν μυστικές μυήσεις, ειδικά σύμβολα, βαθμοί στην ιεραρχία κ.λπ., εκεί δεν υπάρχει ταπεινή προσέγγιση και συ­νακόλουθα παραγνωρίζεται το τι θέλει πραγματικά ο Θεός.

Εδώ θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι μυήσεις είχαν το νόημά τους στην αρχαιότητα, όπου το γενικό επίπεδο πνευματικότητας ή­ταν πολύ χαμηλό και λίγοι μόνο άνθρωποι με πολύ ισχυρή θέληση και αγάπη για την αλήθεια ήταν πρόθυμοι μέσα από σκληρές α­σκήσεις αυθυπέρβασης να «θανατώσουν», δηλαδή να απεκδυθούν τον παλιό τους εαυτό, για να αναζητήσουν τη νοερή ιδέα του θείου. Όμως ο Ιησούς Χριστός με το έργο του στη Γη άνοιξε τις πύλες σε όλους, εξασφάλισε σε όλους τη δυνατότητα να μυηθούν στη θεϊκή σοφία και να βρουν την απολύτρωση, άσχετα από τις πνευματικές, ταξικές, κοινωνικές κ.λπ. δυνατότητες του καθενός.

Έτσι, οι μυητικές διαδικασίες και η συμμετοχή στα μυστήρια α­ντικαταστάθηκαν πολύ απλά από τη ζωντανή, καθημερινή εφαρ­μογή των εντολών της αγάπης, πράγμα που είναι εφικτό για τον καθένα. Γι’ αυτό σε έναν άλλο δέκτη του εσωτερικού Λόγου, τον Γκότφριντ Μαγερχόφερ, λέει ο Κύριος σε σχέση με τους Τέκτονες: «Αυτό που έλεγα κάποτε στους Εσσαίους, να μην κάνουν τί­ποτα στα κρυφά, παρά να κάνουν τα πάντα φανερά, το ίδιο πρέπει να ειπωθεί και στους σημερινούς τέκτονες…».

Πάρα πολλοί άνθρωποι σήμερα δεν βρίσκουν τον πνευματικό τους δρόμο μέσα στον κυκεώνα από μεθόδους, τεχνικές, διδασκα­λίες κ.λπ., ενώ αρκετοί δοκιμάζουν χωρίς διάκριση και δεύτερη σκέψη καθετί που διεγείρει την περιέργειά τους. Αυτή η διέγερση που προκαλείται έντεχνα από την υπερπροσφορά κοσμικής σοφίας αντιστοιχεί συμβολικά στον καρπό από το «δέντρο της γνώσης» που έφαγαν οι πρωτόπλαστοι, με αποτέλεσμα την πτώση τους από τη σφαίρα της ελευθερίας στη δέσμευση του νόμου και του θανά­του.

Η δεύτερη αυτή πτώση ήταν επανάληψη της πρώτης, μεγάλης πτώσης που έλαβε χώρα στην πνευματική δημιουργία, όπου οι πε­ρισσότεροι άγγελοι στο τέλος πίστευαν περισσότερο τα ψέμματα των ψευδοδιδασκάλων αρχηγών της ανταρσίας κατά του Θεού, πα­ρά τον ίδιο το λόγο Του, που άκουγαν μεσ’ στην καρδιά τους.

Το ίδιο «σενάριο» επαναλαμβάνεται καθημερινά με τον κάθε άνθρωπο και σε όλη την εξέλιξη του. Έτσι, μέχρι να αποφασίσει μόνος του ελεύθερα να επιλέξει το καλό και αληθινό, παραμένει πνευματικά νεκρός.

Συνειδητά ή ασυνείδητα όλους τους ανθρώπους τούς διακατέχει ο πόθος να λάβουν φως από τον κόσμο του πνεύματος και να απε­λευθερωθούν από το υπαρξιακό τους άγχος, γιατί ο εσωτερικός ε­αυτός δεν είναι ευτυχισμένος στο σκοτάδι της Γης, όσο κι αν ναρ­κώνεται -με διάφορους τρόπους- ο εξωτερικός άνθρωπος. Λίγοι όμως έχουν ωριμάσει τόσο που να επιλέξουν το σωστό δρόμο στρε­φόμενοι απευθείας στην ίδια την Αλήθεια, το Δημιουργό, και με το σωστό πνεύμα, για να τους ικανοποιήσει τον πόθο για ελευθερία και φως.

Η αναλήθεια ή η πλάνη δεν οδηγούν στην ελευθερία, την ένωση με τον Θεό, καθώς σημαίνουν έλλειψη ελευθερίας· και στη συγκε­κριμένη φάση της ιστορίας της ανθρωπότητας, επειδή βρίσκεται στο τέλος μιας λυτρωτικής περιόδου της Γης, η αναλήθεια συνεπά­γεται μάλιστα πλήρη και οδυνηρή στέρηση της ελευθερίας, μια που οι περισσότεροι λόγω της ανεπαρκούς ωριμότητας τους θα επανα­λάβουν τη μακριά επίπονη πορεία μέσα στα βασίλεια της φύσης.

Γι’ αυτό λέγεται στην Ντούντε:

«Δεν υπάρχουν αρκετά μελανά χρώματα για να σας περιγράψουν το τι σημαίνει το ότι αποποιείστε πάλι την ελευθερία που αποκτή­σατε μέχρι τώρα και επιστρέφετε σε εκείνο το σημείο απ’ όπου σας βοήθησαν να αναδυθείτε η αγάπη και η χάρη Μου…».

Από τα παραπάνω πρέπει να έγινε σαφές ότι η Βίβλος έχει μεν ένα εσωτερικό νόημα, που αποκαλύπτεται στα μάτια της αγάπης, όμως ο θείος Λόγος δεν είναι απόκρυφη διδασκαλία. Μπορεί, βέ­βαια, να είναι κεκαλυμμένος, όμως όποιος κατέχει το θείο φως δεν το κρύβει, αλλά το βάζει στο λυχνοστάτη, για να φωτίζει τους πά­ντες (Ματθ. 5, 15, Μάρκ. 4, 21, Λουκ. 11, 33).

Από τα προηγούμενα πρέπει να έγινε σαφής ο διαχωρισμός με­ταξύ χριστικής και ινδικής θεοσοφίας. Ένα παρακλάδι της τελευ­ταίας είναι επίσης η ανθρωποσοφία του Ρούντολφ Στάινερ, που θα εξεταστεί στη συνέχεια.

Η ανθρωποσοφία τον Ρούντολφ Στάινερ

Ο Ρ. Στάινερ (1861-1925) είναι πνευματικό τέκνο της ινδικής θεο­σοφίας- το διάστημα 1902-1912 διετέλεσε γενικός γραμματέας του γερμανικού παραρτήματος της, ενώ από το 1904 ως το 1906 είχε γίνει μέλος μιας ελευθεροτεκτονικής στοάς. Το 1913 έκοψε τους δεσμούς του με τη μητρική οργάνωση στην Ινδία και ίδρυσε τη δι­κή του. Στην «Ανθρωποσοφική Εταιρία» συνέδεσε την ινδική θεο­σοφία με αρχές από τη φιλοσοφία και την πνευματική παράδοση της δύσης και σ’ αυτές εισήγαγε, επιπλέον, μια σύνοψη διαφόρων εσωτερικών διδασκαλιών.

Συν τοις άλλοις, ο Στάινερ πήρε την έννοια «ακάσα» από τα ιν­δικά, που στον ινδουισμό και το βουδισμό σημαίνει χώρος και τη διεύρυνε. Κατά τον Στάινερ, στα «Χρονικά Ακάσα» είναι εγγε­γραμμένα όλα τα παρελθόντα, παρόντα και μελλοντικά γεγονότα, τα οποία και μπορεί να «διαβάσει» ένας διορατικός άνθρωπος. Σε αυτή την «κοσμική μνήμη» ισχυριζόταν ο Στάινερ ότι είχε πρόσβα­ση και ότι από εκεί μπορούσε να αντλήσει τις διδασκαλίες του. Στην πραγματικότητα, τα ακασικά χρονικά είναι απλά εμπνεύσεις από τον αστρικό κόσμο, με την ανάλογη ποιότητα και με τα γνω­στά λάθη, όπως τη διδασκαλία του κάρμα και της μετεμψύχωσης, στην οποία θα αναφερθούμε διεξοδικότερα παρακάτω. Θα ακο­λουθήσουν χωρίς σχόλια δύο μικρά αποσπάσματα διδασκαλίας του Στάινερ από τα «ακάσα», για να διαμορφώσει ο αναγνώστης μό­νος του μια αντίληψη:

«Η Γη μας είναι η τέταρτη από επτά πλανητικές ενσωματώσεις. Βρίσκεται στην τέταρτη κατάσταση ζωής και στο πλαίσιο αυτής της ζωής στην τέταρτη κατάσταση με (φυσική) μορφή. Αυτό σημαίνει ότι από το σύνολο της εξέλιξης των κόσμων ζούμε στη φάση της πιο έντονης συμπύκνωσης. Στο μέλλον η Γη, μέσω των επομένων καταστάσεων μορφής και ζωής, θα περάσει πάλι σε πιο πνευματι­κές καταστάσεις ύπαρξης και μορφής. Γι’ αυτό στις επερχόμενες πλανητικές ενσωματώσεις δεν θα υπάρχει πια συμπαγής ύλη του είδους του σημερινού ορυκτού».

Και άλλο ένα δείγμα γραφής, σύμφωνα με το οποίο υπήρχαν δύο βρέφη με το όνομα Ιησούς, που και των δύο οι γονείς λέγονταν Ιω­σήφ και Μαρία: «Στο Ναό το ζωροαστρικό Εγώ άφησε το σώμα του σολομωνικού βρέφους Ιησού και κατέλαβε το σώμα του ναθανικού βρέφους Ιησού…».

Υπάρχουν βέβαια και άλλες διδασκαλίες άξιες προσοχής, όμως κατά βάσιν η ανθρωποσοφία βασίζεται σε μια λανθασμένη εικόνα του Θεού για πολλούς λόγους. Για την ανθρωποσοφία συγκεκριμένα λέγε­ται στην Μπέρτα Ντούντε:

«..Αρνηθείτε οτιδήποτε θα μπορούσε να κλονίσει την πίστη σας, γιατί το Πνεύμα Μου εισέρχεται μόνο όπου φέγγει το φως που γεν­νιέται από την αληθινή ταπεινοσύνη, αλλά δεν εισχωρεί σε σπήλαια που τα περιβάλλουν πέτρινα τείχη.

Τέτοια σπήλαια είναι όμως οι καρδιές εκείνων που αντλούν όλη τη σοφία τους από ένα ανθρώπινο θεωρητικό κατασκεύασμα, με ε­ξαιρετικά περίπλοκη δόμηση, από μια θεωρία που συλλέχτηκε με κόπο από πολλές διάσπαρτες πηγές. Και τέτοιου είδους είναι τα α­τελεύτητα πολλά κείμενα που συνέγραψαν ορισμένοι οι οποίοι εί­ναι μεν αναζητητές της αλήθειας, αλλά απέχουν πολύ μακριά από την αυθεντική, πηγαία, παιδική πίστη.

Γι’ αυτό κατασκεύασαν μια διδασκαλία η οποία παρουσιάζει τον Θεό σαν ένα εξαιρετικά δυσπρόσιτο Ον, που με πολύ μεγάλο κόπο μπορεί κανείς να το φτάσει.

Οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν ότι στον κόσμο την αλήθεια και τη γνώση την προσεγγίζουν μονάχα εκείνοι οι επίλεκτοι, που μετά α­πό μακριά, κοπιαστική, πνευματική και διανοητική ενασχόληση με ένα γνωστικό πεδίο, κατέκτησαν από μόνοι τους τη γνώση, που κι αυτή με τη σειρά της έχει προέλθει από μια εξ ίσου επίπονη εργα­σία. Αλλά η γνώση αυτή σε καμιά περίπτωση δεν στηρίζεται σε έρ­γα αγνής αγάπης, στην ταπεινοφροσύνη και την άνευ όρων αφοσίω­ση στη θεία βούληση.

Αυτά είναι όμως τα μόνα στηρίγματα πάνω στα οποία μπορεί να αναπτυχθεί και να κατακτηθεί η αληθινή γνώση. Οτιδήποτε άλλο, ακόμη κι αν στην αρχή του ξεκίνησε με αυτό τον τρόπο από την πη­γή του (αλλά στη συνέχεια αγνοήθηκαν αυτά τα στηρίγματα), με τον καιρό οδηγεί μακριά από την αλήθεια· έτσι στο τέλος καταλήγει να γίνει ένα μόρφωμα, που δεν έχει καμία σχέση πια με τη δική Μου διδασκαλία.

Αποφεύγετε, λοιπόν, καθετί που γεννιέται μέσα σε ένα κλίμα πνευ­ματικής υπεροψίας. Ποτέ δεν πρόκειται να συμφωνεί με την πλήρη αλήθεια. Το Λόγο του Θεού θα τον βρείτε ανόθευτο μονάχα εκεί ό­που αφήνετε ολοκληρωτικά στον Κύριο την καθοδήγηση του πνεύ­ματος σας».

To «New Age»

Ας δούμε πρώτα τι λέει το σχετικό λήμμα στο Λεξικό της Θρη­σκειολογίας:

«Το “New Age” (Νέα Εποχή ή, επίσης, “Εποχή του Υδροχόου”) περιλαμβάνει πολλά, διαφορετικά πνευματικά κινήματα και θεω­ρίες, που τα χαρακτηρίζει η σύγχρονη πίστη στη διαρκή πρόοδο της ανθρωπότητας και στην πνευματική μεταμόρφωση της.

Τα πρώτα δείγματα της ρήξης με την παράδοση εκδηλώθηκαν στη δυτική κουλτούρα το 1968- η Νέα Εποχή, προϊόν αυτής της ρή­ξης, θεωρεί ότι αντιπροσωπεύει ένα “νέο παράδειγμα”, ένα νέο μοντέλο εξέλιξης της κοινωνίας προς μια ολιστική συνείδηση που επιτυγχάνεται μέσα από την αυθυπέρβαση του ανθρώπου και την απομάκρυνση από την ορθολογιστική – μηχανιστική κοσμοθεωρία.

Οι συνισταμένες αυτής της νέας άποψης για τη ζωή έχουν υιοθε­τηθεί από τις ανατολικές θρησκείες, τον ιουδαϊσμό και το χριστια­νισμό, τις φυσικές επιστήμες και τις παραδόσεις του γνωστικισμού και του εσωτερισμού.

Τα στοιχεία αυτά -σε διαφορετική αναλογία και σπουδαιότητα- διαμορφώνουν ένα μελλοντολογικό σύστημα που περιλαμβάνει την επιστήμη, την κοινωνία, την τέχνη και την πνευματικότητα στις διά­φορες εμφανίσεις τους, όπως είναι η πνευματική θεώρηση των φυ­σικών επιστημών, η πληροφορική (παγκόσμιο διαδίκτυο), η ολιστι­κή ιατρική, η εναλλακτική εκπαίδευση, ο αφοπλισμός, η οικολογία, οι ήπιες μορφές τεχνολογίας, μια νέα παγκόσμια τάξη, σωμα­τικές θεραπευτικές μέθοδοι, μέθοδοι αυτοβελτίωσης, ψυχοθερα­πευτικές μέθοδοι, νεοπαγανισμός, επιστημονική φαντασία και φα­νταστική λογοτεχνία, γνωστικιστικές και εσωτεριστικές πρακτικές, ο φυσικός μυστικισμός τύπου Findhorn, θεοσοφικά κινήματα, δια­λογισμός και μυστικισμός, θεωρίες επανενσάρκωσης, εξωγήινη νοημοσύνη.

Με στόχο τη δημιουργία μιας πλανητικής – οικουμενικής συνεί­δησης (στο “διαστημόπλοιο Γη”) όλες οι δραστηριότητες και οι ου­τοπίες αποσκοπούν σε μια “ήπια συνομωσία” των κυττάρων ενός παγκόσμιου εγκεφάλου που αντιδρούν διαισθητικά.

Η μεταμόρφωση του εαυτού και του κόσμου ταυτίζονται τόσο σαν δρόμος για τη σωτηρία όσο και σαν προορισμός του δρόμου αυτού. Η πνευματική ενέργεια που αποκτάται καθ’ οδόν κατά τη λυτρωτική – θεραπευτική διαδικασία του φωτισμού, θα έχει ως α­ποτέλεσμα ένα “εξελικτικό άλμα στο συνειδητό κόσμο”.

Για τον υπεύθυνο άνθρωπο η αντιμετώπιση των απειλών που ε­πικρέμονται και των φόβων απέναντι σε ενδεχόμενες καταστρο­φές, αποτελεί μία πρόκληση που περνάει από τη βαθιά αλλαγή της συνείδησης και των αξιών σε όλους τους τομείς της ζωής. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω μιας κεντρικής οργάνωσης, αλλά μέσω ενός δικτύου τοπικών ομάδων και με την εφαρμογή της θετικής σκέψης.

Η εκκοσμικευμένη πίστη στην πρόοδο αντικαθίσταται από την ανακάλυψη εκ νέου της γνώσης που χάθηκε και των μύθων παλαιό­τερων πολιτισμικών μορφών. Επί του προκειμένου, είναι ωστόσο εμφανές ότι λαμβάνει χώρα μία αυθαίρετη, προκρούστεια επιλο­γή, χωρίς μέτρο και σεβασμό των παραδόσεων αυτών, αλλά και η υποβάθμιση της αλήθειας προς όφελος της συλλογής πληροφοριών και δεδομένων.

Μέρος της μελλοντολογικής – τελεολογικής προσδοκίας αφορά στην επιστροφή ενός διδάσκαλου-λυτρωτή (ενός “Χριστού” ή μεσ­σία), ο οποίος παρουσιάζεται είτε ως η αποκορύφωση της εξελι­κτικής διαδικασίας είτε ως η επανενσάρκωση παλαιότερων μεγά­λων διδασκάλων».

Αυτά όσον αφορά τον ορισμό του λεξικού.

Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η ταυτότητα του New Age, για­τί κατά βάση πρόκειται για μία ομπρέλα υπό την οποία συστεγά­ζονται πολλές διαφορετικές διδασκαλίες, πρακτικές, ρεύματα, παραθρησκείες και πνευματικές οργανώσεις, που ανθούν την «επο­χή του Υδροχόου», την «εποχή της αλλαγής», που θα τη διαδεχθεί ο «χρυσός αιώνας» της νέας συνείδησης.

Δεν πρόκειται άρα για μια συγκροτημένη πλατφόρμα θέσεων παρά για ένα απροσδιόριστο σύμπλεγμα διαφορετικών θεωρήσεων και ως κίνημα δεν διαθέτει μία κοινή για όλους οργάνωση, δομή ή ηγεσία. Ο σωστότερος ίσως χαρακτηρισμός θα ήταν ότι το New Age συγκεντρώνει όλους εκείνους που αναζητούν να καλύψουν τις μεταφυσικές τους αγωνίες, το ανικανοποίητο κενό και τις θρησκευ­τικές τους προσδοκίες με κάποια από τις μεθόδους που προτείνο­νται στο κίνημα αυτό. Κινούνται οπωσδήποτε έξω από το χώρο που καταλαμβάνουν οι παραδοσιακές χριστιανικές εκκλησίες, ακρι­βώς επειδή δεν μπόρεσαν -ή δεν θέλησαν- να βρουν σε αυτό ό,τι ζητούσαν. Έτσι, τελικά αυτό που προσδίδει μια κάπως ακριβέστε­ρη οριοθέτηση στο κίνημα αυτό είναι ορισμένα κοινά ιδανικά, κοι­νοί σκοποί και κοινοί εχθροί.

Η αρχή του New Age θα πρέπει να αναζητηθεί στην ίδρυση της «θεοσοφικής Εταιρίας» το 1875 στη Νέα Υόρκη από την Έλενα Μπλαβάτσκι. Η τρίτη πρόεδρός της Άλις Aνν. Μπέιλυ (1880-1949) βρισκόταν επίσης σε επαφή με μία «ιεραρχία διδασκάλων», από τους οποίους λάβαινε πληροφορίες και διδασκαλίες. Το 1922 ίδρυ­σε την «Εκδοτική Εταιρία του Εωσφόρου» για τη γραπτή διάδοση του υλικού αυτού. Ένα χρόνο αργότερα ίδρυσε την «Αρκανική σχολή», που αποτελεί ένα συλλογικό όρο, ο οποίος περιλαμβάνει τη «Θεοσοφική Εταιρία», θεωρίες αυτολύτρωσης, γιόγκα, διαλο­γισμό, τεκτονισμό κ.ά.

Η Άλις Ανν Μπέιλυ, αγγλικής καταγωγής, ήταν μέλος του εσω­τερικού κύκλου του αμερικανικού παραρτήματος της Θεοσοφικής Εταιρίας και στη συνέχεια πρόεδρος της. Αφού μελέτησε τις μυ­στικές διδασκαλίες της Έλενα Μπλαβάτσκι, ήρθε το 1919 και αυ­τή σε επαφή με το πνεύμα του ίδιου διδάσκαλου Djwhal Kuhl, που της υπαγόρεψε μία σειρά από βιβλία. Πολλές από αυτές τις διδα­σκαλίες συνιστούν το θεωρητικό υπόβαθρο του New Age, η δε Μπέιλυ, ως πρώτη διδάξασα, εισήγαγε την έννοια της «Εποχής του Υδροχόου».

Στο τέλος της δεκαετίας του ’60 το κίνημα των χίπις έπαιξε κα­ταλυτικό ρόλο, με την ανατροπή των ηθικών και κοινωνικών προ­τύπων που επικρατούσαν ως τότε και τη στροφή στις ανατολικές θρησκείες, τις απόκρυφες πρακτικές και τον πειραματισμό με παραισθησιογόνες ουσίες. Χάρη στη μόδα, η στάση ζωής που πρέ­σβευαν και τα ιδεώδη τους έγιναν ευρύτερα γνωστά. Έτσι, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 οι εκπρόσωποι της Νέας Εποχής εμφα­νίζονται όλο και πιο πολύ στο προσκήνιο και το μέχρι τότε άμορ­φο κύμα αρχίζει να παίρνει σταδιακά μορφή και παγκόσμιο χαρα­κτήρα.

Πιο συγκεκριμένα, το 1975 ήταν μια χρονιά-σταθμός, γιατί αφ’ ενός δημοσιεύτηκαν οι μυστικές διδασκαλίες της ινδικής θεοσοφί­ας, που κατά την Άλις Μπέιλυ έπρεπε μέχρι τότε να μείνουν κρυ­φές και, επίσης, η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Μέριλυν Φέργκιουσον άρχισε να δημοσιεύει το «Brain Mind Bulletin». Η Φέργκιουσον, που αναδείχτηκε σε έναν από τους ιθύνοντες νόες του κινήματος, έγινε γνωστή το 1982 με το βιβλίο της: «Η απαλή συνω­μοσία – Προσωπική και κοινωνική μεταμόρφωση στην εποχή του Υδροχόου».

Από τότε και ύστερα προβάλλουν όλο και περισσότερες πνευμα­τικές οργανώσεις, με τις δικές τους διδασκαλίες για τη θρησκεία, το μυστικισμό, την επιστήμη, τη φιλοσοφία, τον εσωτερισμό, τον α­ποκρυφισμό, την αστρολογία, τον πνευματισμό, τη θεοσοφία, τον πανθεϊσμό, το γνωστικισμό, το σαμανισμό, το διαλογισμό, τις πνευματικές θεραπείες, τη γιόγκα, τη διατροφή, το περιβάλλον, την πο­λιτική και τις ψυχοθεραπευτικές τεχνικές.

Η «Εποχή τον Υδροχόου»

Ένας βασικός άξονας της ιδεολογίας της «Νέας Εποχής» είναι η πίστη ότι ζούμε σε μία «εποχή καμπής», αφού περάσαμε από την «Εποχή των Ιχθύων» σε εκείνη του «Υδροχόου». Πολλοί οπαδοί της τοποθετούν την αρχή της στις 5.2.1962, λόγω μιας εξαιρετικής συστοιχίας πλανητών, αλλά υπάρχουν και άλλοι υπολογισμοί για το πότε άρχισε. Σε κάθε ζώδιο του ζωδιακού κύκλου αντιστοιχούν, από αστρολογική άποψη, περίπου 2.200 χρόνια, και κατά συνέπεια βρισκόμαστε ήδη στην εποχή του Υδροχόου.

Μια χαρακτηριστική έκφραση του τι παραστάσεις και προσδο­κίες συνδέουν οι οπαδοί του New Age με την εποχή του Υδροχόου, αποτέλεσε το μιούζικαλ «Hair» το 1968. Ενδεικτικό του πνεύματος αυτού είναι το απόσπασμα που ακολουθεί:

«Όταν είναι στον έβδομο οίκο το φεγγάρι

και ο Δίας είναι σε συζυγία με τον Άρη,

στους πλανήτες διαφεντεύει η ειρήνη

και η αγάπη τούς κατευθύνει.

Από τότε ακριβώς ο Υδροχόος στη Γη βασιλεύει.

Αρμονία, δικαιοσύνη, διαύγεια, συμπάθεια, φως,

αλήθεια περισσεύει.

Την ελευθερία κανείς δεν θα τη φιμώνει.

Το πνεύμα κανένας δεν θα το θολώνει.

Ο μυστικισμός θα μας δώσει το φως

χάρη στον Υδροχόο σκέφτεται πάλι ο άνθρωπος».

Μπορεί το 1968 οι στίχοι αυτοί να εισέπρατταν σκωπτικά σχό­λια και για πολλούς να ήταν απλά ένα όνειρο, αλλά σήμερα οι ο­παδοί της αστρολογίας και της «εποχής της αλλαγής» το θεωρούν πραγματικότητα, ιδίως δε οι πρώτοι θεωρούν ότι επαληθεύεται η πίστη τους στις αστρολογικές προβλέψεις.

Οι νέες αποκαλύψεις όμως καταρρίπτουν κατηγορηματικά το μύ­θο της αστρολογικής πρόβλεψης του μέλλοντος. Έτσι στον Ιάκωβο Λόρμπερ λέει ο Ιησούς στους μαθητές του:

«Σας βεβαιώνω ότι όλοι οι υπολογισμοί σας στον έναστρο ουρα­νό είναι σκέτη απάτη και ψέμα!…Εγώ μόνο είμαι ο Θεός και Κύ­ριος σας, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται να έχετε ή να λατρεύετε άλ­λους ευτελείς θεούς εκτός από Μένα.

Ο Θεός είναι μόνο ένας, αυτός που δημιούργησε από τον εαυτό του οτιδήποτε υπάρχει. Αυτόν μονάχα πρέπει να πιστεύετε και να αγαπάτε πάνω από καθετί στον κόσμο και να τηρείτε τις εντολές του που σας έδωσα.

Εφ’ όσον, λοιπόν, κάνετε αυτό για να αποκτήσετε αυτά που σας υποσχέθηκα, τότε δεν μπορεί να πιστεύετε ότι σας κυβερνούν οι πλανήτες, γιατί ο Θεός μόνο είναι ο κυβερνήτης όλων των πραγμά­των, όλων των στοιχείων και όλων των εποχών!» («Μεγάλο Ευαγγέ­λιο του Ιωάννη», τόμος VI96, 3-7, 11-12).

Φυσικά, κάθε ουράνιο σώμα έχει μια ακτινοβολία, αλλά η ακτι­νοβολία αυτή δεν μπορεί να ασκεί παρά το πολύ μία σωματική ε­πίδραση στον άνθρωπο, ουδέποτε μια ψυχική. Με άλλα λόγια, εί­ναι αδύνατο να καθορίζουν τα άστρα τη μοίρα και την ψυχική τε­λειοποίηση του ανθρώπου, γιατί κάτι τέτοιο θα αναιρούσε τελεί­ως την ελευθερία της βούλησης, όπως εξηγείται στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» (VII52,1):

«Μη σκεφθείτε ούτε στιγμή ότι υπάρχει αυτό που ορισμένοι τυ­φλοί σοφοί τον κόσμου ονομάζουν “πεπρωμένο”, λες και έχει κα­θορίσει ο Θεός εκ των προτέρων τι περιμένει τον καθένα βραχυ­πρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα στη ζωή του.

Το να νομίζει ή να πιστεύει κανείς κάτι τέτοιο, μπορεί να φέρει το θάνατο στην ψυχή, γιατί η διδασκαλία αυτή είναι ένα κρυφό αποκύ­ημα του κάτω κόσμου και συνιστά το διαμετρικά αντίθετο ακριβώς στις αρχές ζωής που έχει δώσει ο Θεός για τους ανθρώπους.

Το πεπρωμένο τους το φτιάχνουν οι άνθρωποι μόνοι τους επειδή χρησιμοποιούν στραβά την ελεύθερη βούλησή τους και επειδή δεν θέλουν να αφυπνίσουν και τα επτά πνεύματα της ζωής στο εσωτε­ρικό τους, με αποτέλεσμα να μην κατορθώνουν να ανακαλύψουν πραγματικά τον αληθινό, άφθαρτο, εσωτερικό θησαυρό της ζωής.

Η συνέπεια είναι ότι έτσι παίρνουν λάθος δρόμο, και έτσι θέλουν να βρουν στο φως του κόσμου το αληθινό εσωτερικό φως της ζωής και να πορευτούν με καλή διάθεση μαζί του».

Επίσης, στο δέκατο τόμο του «Μεγάλου Ευαγγέλιου» ο Κύριος εξηγεί τις διάφορες πλάνες και προλήψεις που έχουν καλλιεργη­θεί σε σχέση με την αστρολογία, σε αντίθεση με την αστρονομία. Αυτή ήταν ήδη γνωστή στους αρχαίους Αιγύπτιους ως σοβαρή ε­πιστήμη και για αυτή είχε συγγράψει ένα μεγάλο έργο ο Μωυσής, που διατηρήθηκε ως την εποχή των Βασιλέων (περίπου 1000 π.Χ.): «Όμως για το ιερατείο που κυνηγούσε τα γήινα πλούτη η γνώ­ση της αστρονομίας απέφερε πολύ λίγα κέρδη· γι’ αυτό κατέφυγαν στην αιγυπτιακή αστρολογία και με βάση αυτήν προφήτευαν κάθε λογής καλά ή κακά στους τυφλούς ανθρώπους, ζητώντας την υψη­λότερη δυνατή αμοιβή. Με διάφορες δε μηχανορραφίες φρόντιζαν ώστε να επαληθευτούν πολλές από τις αστρολογικές προβλέψεις τους».

Ανέκαθεν υπήρχαν επιτήδειοι, που εκμεταλλευόμενοι τους κρυ­φούς φόβους και πόθους της μάζας υποτίθεται ότι μεσολαβούσαν μεταξύ αυτού και του άλλου κόσμου, για να «αποκαλύψουν» γνώ­σεις που ο Θεός κρατά κρυφές από τους ανώριμους πνευματικά ανθρώπους για τους σοφούς του λόγους. Ας ακούσουμε, λοιπόν, από την Μπέρτα Ντούντε το τι κρύβεται πίσω από το σύστημα της αστρολογίας:

Αστρολογία και πεπρωμένο

«Η μόνη γνώση που σας δίνεται από το Πνεύμα Μου αφορά λί­γο ως πολύ οτιδήποτε αναφέρεται στην απελευθέρωση των πνευ­μάτων, ό,τι δηλαδή σας πληροφορεί εμπεριστατωμένα για το λυ­τρωτικό Μου σχέδιο και επομένως δίνει μαρτυρία για Μένα και την Οντότητά Μου. Άρα, μια γνώση η οποία δεν καθορίζεται από αυτό το πλαίσιο, που επομένως δεν αφυπνίζει την πίστη στην αγά­πη, τη σοφία και την παντοδυναμία Μου, αλλά ούτε προωθεί την ψυχική ολοκλήρωση του ατόμου, δεν είναι καρπός του Πνεύματος. Όταν μάλιστα έρχεται σε αντίθεση με τη διδασκαλία του Χριστού από την άποψη ότι αρνείται την ελευθερία της βούλησης, παρου­σιάζοντας τον άνθρωπο σαν εντελώς άβουλο, έρμαιο της μοίρας και πιστεύει ότι μπορεί ν’ αποκαλύψει το μέλλον, το οποίο κρατάει κρυφό η σοφία Μου, αυτή η γνώση δεν είναι σύμφωνη με τη θέλη­ση Μου.

Αντίθετα, είναι περισσότερο ένα μέσο του αντιπάλου Μου, προ­κειμένου να αποσπάσει τους ανθρώπους από την αληθινή γνώση και να φέρει σύγχυση στις σκέψεις τους. Ποτέ δεν θα μπορέσουν οι άνθρωποι να διερευνήσουν ή να υπολογίσουν το πώς θα διαμορ­φωθεί η μοίρα του καθενός. Τέτοιου είδους ισχυρισμοί αποτελούν απατηλά συμπεράσματα ή υποθέσεις, οι οποίες μπορεί κατά τύχη να επαληθευθούν, όμως κάτι τέτοιο δεν οφείλεται στους σωστούς υπολογισμούς ή στην επίδραση των άστρων, γιατί η μοίρα του α­τόμου εξελίσσσεται πάντα μέσα στο πλαίσιο του προαιώνιου σχε­δίου Μου, το οποίο βασίζεται στην ελεύθερη βούληση του ανθρώ­που.

Βέβαια, μέσα στο μεγάλο χώρο της δημιουργίας αναρίθμητα άστρα είναι ορατά για τους ανθρώπους αυτής της γης, ωστόσο δεν ασκούν καμία επίδραση πάνω τους. Αυτό, άλλωστε, το καταλαβαί­νει ο καθένας, αν σκεφθεί ότι αμέτρητα άστρα κινούνται κανονικά, σύμφωνα με τις προδιαγεγραμμένες τροχιές τους και ότι η σοφία Μου έκρινε ως σωστή και καλή αυτή την κανονικότητα.

Επίσης, όλα τα άστρα φέρουν ζωντανά όντα με σκοπό την εξέλι­ξη τους, των οποίων η μοίρα είναι επίσης συγκεκριμένη, αλλά δεν επηρεάζεται ποτέ από άλλους αστερισμούς. Μόνο σαν φυσική επί­δραση μπορούν να αντιληφθούν οι κάτοικοι της γης τα ατμοσφαι­ρικά ρεύματα, τα οποία παρουσιάζονται εξαιτίας της εγγύτητας συγκεκριμένων αστέρων, αλλά δεν έχουν καμία επιρροή στη μοίρα του ατόμου.

…Το γεγονός ότι συνολικά η ζωή στη γη παρουσιάζει μια συγκε­κριμένη νομοτέλεια, οδηγεί τους ανθρώπους σε λάθος συμπεράσμα­τα. Γιατί ερμήνευσαν τη νομοτέλεια αυτή με το δικό τους σκεπτικό και έτσι κατέληξαν σε συμπεράσματα, τα οποία συνδύασαν με το ανθρώπινο πεπρωμένο. Όμως, αυτές οι έρευνες δεν ανταποκρίνο­νται επουδενί στην αλήθεια και δεν έχουν την έγκρισή Μου, διότι Εγώ αφήνω πάντα ελεύθερη τη βούληση του ανθρώπου, παρ’ όλο που έχω προβλέψει τη μοίρα του από αιωνιότητες…».

«Κβαντικό άλμα της συνείδησης», «Νέο Παράδειγμα», «Μεταμόρφωση της κοινωνίας»

Ο κοινός σκοπός όλων των νέων πνευματικών κινημάτων είναι να επιτευχθεί το πέρασμα στη Νέα Εποχή με μοχλό την πλήρη αλ­λαγή του τρόπου που σκέφτονται κι αισθάνονται οι άνθρωποι. Με ένα «κβαντικό άλμα της συνειδητότητας» λέγεται ότι η ανθρωπό­τητα θα ανέλθει μαζικά σε μια υψηλότερη βαθμίδα. Η ανθρώπινη συνείδηση θα ανέρχεται έτσι τη μία βαθμίδα μετά την άλλη, ώσπου να γίνει τελικά η υπέρβαση και το βύθισμα στην «κοσμική συνεί­δηση» και με τη διαδικασία αυτή να ολοκληρωθεί η θέωση του αν­θρώπου.

Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι το κεντρικό σημείο αναφο­ράς της Νέας Εποχής είναι η περιβόητη «μεταμόρφωση της ανθρώ­πινης συνείδησης», αν και δεν υπάρχει ταυτότητα απόψεων για το πώς αυτή θα επιτευχθεί. Γι’ αυτό άλλωστε προτείνονται πολλοί και ποικίλοι δρόμοι, κυρίως δε ασκήσεις διαλογισμού και μυητικά – μαγικά τελετουργικά.

Η νέα νοοτροπία που πρέπει να επικρατήσει στην εποχή του Υ­δροχόου χαρακτηρίζεται από τους ηγέτες του κινήματος ως το «νέο παράδειγμα», που πρέπει να αντικαταστήσει τις παρωχημένες κα­τηγορίες του σκέπτεσθαι της εποχής των Ιχθύων. Αυτό το «νέο πα­ράδειγμα» ή μοντέλο του σκέπτεσθαι πρέπει να οδηγήσει σε ένα νέο τρόπο σκέψης και το σκοπό αυτό πρέπει να τον προωθήσουν όλοι οι τομείς της δημόσιας ζωής, όπως τα ΜΜΕ, τα βιβλία, η μου­σική, η ψυχαγωγία και γενικότερα όλες οι ηλεκτρονικές δυνατό­τητες που προσφέρει η παγκοσμιοποίηση. Με τον τρόπο αυτό η κοινή γνώμη οφείλει να προετοιμαστεί με αργά βήματα -για τον καταναλωτή σχεδόν απαρατήρητα- για την περιπόθητη «μεταμόρ­φωση της κοινωνίας».

Όπως αναφέρθηκε και πριν, υπήρξαν πολλοί που συνέβαλαν στην εμφάνιση των νέων κινημάτων, τα δε κύρια ερεθίσματα προ­ήλθαν και προέρχονται ακόμη από το χώρο των εσωτεριστών, των αποκρυφιστών, των οπαδών της ανατολικής θεοσοφίας, των ανθρωποσόφων, των πνευματιστών, των εκπροσώπων διαφόρων φι­λοσοφικών ρευμάτων εξ ανατολών και εκ δυσμών, ορισμένων φυ­σικών επιστημόνων, των νεογνωστικιστών και των οικολόγων ε­ναλλακτικών.

Εκτός αυτών, μυστικισμός, προφητεία και θεραπευτική έχουν επίσης μεγάλη σημασία στο πλαίσιο της Νέας Εποχής· θα πρέπει όμως κάποιος να είναι πολύ προσεκτικός στην αξιολόγηση αυτών των διδασκαλιών, για το λόγο ότι μόνο το πνεύμα του ανθρώπου έχει την ικανότητα να αναγνωρίσει και να κρίνει κάτι το πνευμα­τικό και άρα να το γνωρίσει βιωματικά.

Ο νους από μόνος του δεν είναι το κατάλληλο εργαλείο για να κρίνει κάποιος τα πνευματικά πράγματα, δεδομένου ότι πάντα ο νους αντιδρά θετικά μόνο απέναντι σε αυτά που έχει ήδη αποθη­κεύσει, όπως έχουν διαπιστώσει και οι επιστήμονες με διάφορα πειράματα.

Αντίθετα, η καρδιά, συγκεκριμένα ο θεϊκός πυρήνας μέσα στην καρδιά, διαθέτει απεριόριστη ικανότητα σύλληψης, καθώς ο βαθ­μός της φώτισης εξαρτάται από την αγάπη και όχι από τη μελέτη, όπως ισχύει για το νου. Στην Μπέρτα Ντούντε αυτό εξηγείται ως εξής:

«Για το λόγο αυτό ο άνθρωπος που δίνει πρόθυμα και ενεργά την αγάπη του, αισθάνεται πάντοτε να τον ελκύει η αλήθεια, ενώ η απόκρουση της αλήθειας αποτελεί ταυτόχρονα απόδειξη ότι στερεί­ται αγάπης, αφού αφήνει μόνο το νου του να μιλάει και έτσι δεν μπορεί να διδαχθεί από το πνεύμα στο εσωτερικό του, το οποίο αφυπνίζεται μόνο όταν υπάρχει πρώτα βιωμένη, ανιδιοτελής αγάπη. Αυτή είναι η μόνη εξήγηση για τις διαφορές στο σκέπτεσθαι μεταξύ των ανθρώπων. Αυτή είναι η εξήγηση, γιατί δεν αναγνωρίζουν την αλήθεια και γιατί οι σκέψεις τους βρίσκονται σε τέτοια σύγχυση».

Φυσικά δεν μπορούν να απορριφθούν συλλήβδην όσα εκπροσω­πούνται στο New Age, όμως οι πάμπολλες μισές αλήθειες μαζί με πλάνες και πάμπολλα λάθη κάνουν στην ουσία μεγαλύτερο κακό, παρά εάν υποστηρίζονταν οφθαλμοφανή ψέμματα. Είναι γεγονός, βέβαια, ότι δεν πρόκειται για πλάνες σύμφυτες ή ενδογενείς στο New Age, αλλά για πλάνες που ξεκινούν από τη χαοτική ποικιλία των διαφόρων διδασκαλιών και θεωριών που «δικτυώνονται» άκρι­τα μεταξύ τους.

Δεν έχουμε πρόθεση εδώ να εξετάσουμε ένα ένα αναλυτικά τα λάθη αυτών των θεωριών. Ο αναγνώστης θα μπορεί να βρει από μόνος του τις απαντήσεις με βάση άλλα κεφάλαια του βι­βλίου αυτού, έτσι εδώ θα περιοριστούμε μόνο σε μερικά κύρια σημεία. Προηγουμένως όμως θέλουμε, με βάση το παράδειγμα του σαμανισμού, να δείξουμε το πώς το New Age, μεταφυτεύοντας στο δικό του σύστημα παλιές παραδόσεις, τις εκμεταλλεύε­ται για τους δικούς του σκοπούς και αλλοτριώνει το αυθεντικό νόημά τους.

Ο σαμανισμός

Ως γνωστόν, στον άνθρωπο και τη φύση φωλιάζουν ορισμένες δυνάμεις που η επιστήμη αδυνατεί να εξηγήσει ή να αναλύσει. Ό­σο πιο κοντά στη φυσική του κατάσταση βρίσκεται ένας λαός τό­σο πιο ενεργές και αναγνωρισμένες είναι οι «μαγικές» αυτές δυ­νάμεις στην πρακτική του. Με μυητικά τελετουργικά, που περιλαμ­βάνουν δοκιμασίες αντοχής στον πόνο, τη σκληραγωγία, όνειρα κ.λπ. και στη συνέχεια με τη συστηματική άσκηση, οι δυνάμεις αυ­τές αναπτύσσονται και μπορούν να αποφέρουν στον κάτοχο τους ισχύ και αυτοπεποίθηση, αλλά επίσης ψυχικές διαταραχές ή και σωματικές αρρώστιες. Έτσι, μπορεί να αποτελούν πηγή καλού αλ­λά και πηγή δεινών και βάρος για τον κάτοχο τους.

Βέβαια, εν είδει παρενθέσεως, ας σημειωθεί ότι διαπιστωμένα οι περισσότερες περιπτώσεις, όπου κάποιος ισχυρίζεται ότι κατέ­χει μαγικές δυνάμεις, αποτελούν πλάνες, παρερμηνείες, επίσης κα­μιά φορά ψεύδη και απάτη. Η εκμετάλλευση της ευνόητης ευπιστί­ας των ανθρώπων σε αυτό τον τομέα απέφερε ανέκαθεν πακτω­λούς χρημάτων, αλλά και εξουσία στους επιτήδειους, με την εξά­πλωση δε των ΜΜΕ και του Διαδικτύου τέτοια περιστατικά διαδίδονται πολύ πέρα από τα συνηθισμένα όριά τους.

Όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να βιώνουν τη θρησκευτικότη­τα από βαθύτερα στρώματα του εαυτού και συνειδητά είναι πιο εύ­κολο να εκδηλωθούν τέτοιες δυνάμεις. Επίσης, σε έναν περισσό­τερο ασκητικό ή πνευματικό βίο βρίσκουν πιο εύκολα ένα πρόσφο­ρο πεδίο έκφρασης.

Ένα κλασικό παράδειγμα αξιοποίησης τέτοιων δυνάμεων απο­τελεί ο σαμανισμός. Ο σαμάνος είναι μια ιδιάζουσα μορφή, χαρα­κτηριστική μιας φυλετικής, παραδοσιακής κοινωνίας και παίζει ρό­λο ιερέα, μάγου, θεραπευτή και ψυχοπομπού της κοινωνικής ομά­δας ή φυλής, όπου είναι ενταγμένος. Η ανάθεση της λειτουργίας αυτής γίνεται από πνεύματα, μέσω ονείρων ή οραμάτων. Μέσα α­πό τελετουργικές πράξεις και συχνά με τη βοήθεια ψυχεδελικών φυτών, ο σαμάνος περιέρχεται σε έκσταση- έτσι έρχεται σε επαφή και συνδιαλλαγή με πνεύματα, που συνήθως είναι επίσης πατρο­γονικά και συνδεδεμένα με τον τόπο, ή δρα ως ενδιάμεσος μετα­ξύ των θεοτήτων και της φυλής του. Τις πληροφορίες που του δί­νουν από τον υπεραισθητό κόσμο τα πνεύματα που τον καταλαμ­βάνουν, τις μεταφέρει στη συνέχεια στην ομάδα του ή τις αξιοποιεί για να θεραπεύσει, να χρησμοδοτήσει, να απαντήσει σε ζωτικά για την επιβίωση ερωτήματα, να επιβληθεί στις φυσικές δυνάμεις κ.λπ.

Όπως βλέπουμε, το λειτούργημα του σαμάνου είναι ενσωματω­μένο σε έναν παραδοσιακό -όχι απαραίτητα πρωτόγονο- κοινω­νικό ιστό μιας κοινότητας εξοικειωμένης με τη φύση και τις κρυ­φές δυνάμεις της.

Οι ίδιοι οι σαμάνοι που έχουν συνείδηση των κινδύνων που κρύ­βουν οι μαγικές τους δυνάμεις κρούουν τον κώδωνα για οποιονδή­ποτε άπειρο ή αδαή θα ήθελε να πειραματιστεί με το πεδίο αυτό και συμβουλεύουν άκρα προσοχή στο χειρισμό των δυνάμεων αυ­τών. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στο δικό μας τεχνοκρατούμενο κόσμο, που έχει αποξενωθεί από τέτοιες δυνάμεις. Στους λα­ούς όπου αποτελεί τμήμα της κουλτούρας τους ο σαμανισμός προ­στατεύεται από ταμπού, τελετουργίες και είναι ενσωματωμένος ορ­γανικά στη ζωή.

Όταν, επομένως, το New Age προπαγανδίζει την εκμάθηση ή τη χρήση τέτοιων «μαγικών» δυνάμεων στο σύγχρονο κόσμο, εκφυλί­ζει και αλλοτριώνει το νόημα και τη λειτουργία τους, με μοναδικό κίνητρο την απόκτηση ισχύος και δύναμης.

Οι εθνολόγοι, όμως, παρατηρούν ομόφωνα ότι οι λαοί που α­σκούν μαγικοθεραπευτικές πρακτικές, υποτάσσουν τις μαγικές δυ­νάμεις στην εξουσία του Υπέρτατου Όντος· η θρησκευτική λατρεία αποδίδεται μόνο στον αιώνιο θεό και όχι στις κατώτερες δυνάμεις και εξουσίες. Σοβαροί ερευνητές, όπως ο γνωστός Ρουμάνος επι­στήμονας Μιρτσέα Ελιάντε, παρατηρούν ότι στην Αφρική, για πα­ράδειγμα, όπου ευδοκιμεί κατ’ εξοχήν ο σαμανισμός, η πίστη στις φυσικές δυνάμεις και η πίστη στα πνεύματα είναι απόλυτα εντε­ταγμένες στην πίστη στον ένα Δημιουργό.

Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της Νέας Εποχής, ότι απομονώνει δηλαδή κοινωνικά, πολιτισμικά ή θρησκευτικά συστή­ματα από το φυσικό – ιστορικό περιβάλλον τους και τα εντάσσει σε ένα ισοπεδωτικό μοντέλο, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψη τις ιδιαιτε­ρότητες τους.

Μπροστά στο δέλεαρ της αίγλης που αντιπροσωπεύει η απόκτη­ση μαγικών δυνάμεων, οι μαθητευόμενοι μάγοι του δυτικού κόσμου παίζουν απερίσκεπτα με τη φωτιά και το αντίτιμο είναι, συνήθως, η κατάληψη τους από τα πνεύματα που επιθυμούν να εκμεταλλευ­τούν.

Επιπλέον, στη θεώρηση της Νέας Εποχής η γνώση και η καλλιέρ­γεια μαγικών υπερφυσικών δυνάμεων αυτονομείται και γίνεται α­πό μόνη της μια θρησκεία. Ο σωστός δρόμος, ωστόσο, τιμά πρώτα τον Θεό και την τάξη του. Αυτό συνεπάγεται έναν αυθεντικό σε­βασμό της φύσης και των μυστικών δυνάμεών της.

Η πρακτική, όμως, πολλών νεοεποχιακών κύκλων σήμερα είναι περισσότερο εκμετάλλευση παρά σεβασμός της φύσης. Έτσι, τη χρησιμοποιούν για προπαγανδαστικούς λόγους, για πλουτισμό και εξουσία, διαστρεβλώνοντας την έννοια που της έχει δώσει ο Δη­μιουργός τους.

Η νέα φυσική και η υπερβατικότητα

Με βάση ένα άλλο παράδειγμα, αυτό της σχέσης επιστήμης και θρησκείας, μπορούμε να δούμε σε λίγες γραμμές με πόση αφέλεια εκπρόσωποι της Νέας Εποχής χρησιμοποιούν επιστημονικά θεω­ρήματα για να στηρίξουν τις δικές τους «θρησκευτικές» αντιλήψεις. Ένας από τους πιο επιφανείς ιδεολόγους του New Age είναι ο Φρίτγιοφ Κάπρα.

Ο Κάπρα επιχειρεί να ερμηνεύσει τον κόσμο με βάση τους τύ­πους της ατομικής φυσικής. Επιπλέον, θέλει να αποδείξει ότι για όλα τα κακά και άσχημα της σύγχρονης εποχής φταίει η ορθολο­γιστική – μηχανιστική κοσμοθεώρηση, που είναι αιχμάλωτη των συ­ντεταγμένων χώρος και χρόνος. Ο κόσμος, όμως, δεν είναι μια ασύνδετη παράταξη πολλών διαφορετικών πραγμάτων, αλλά ένα δίκτυο συναρμογών, συνδέσεων, κομβικών και κοινών σημείων:

«Σήμερα ζούμε σε έναν κόσμο παγκόσμιων συνδέσεων, όπου βιο­λογικά, ψυχολογικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά φαινόμενα αλληλοεξαρτώνται μεταξύ τους. Το Νέο Παράδειγμα χαρακτηρίζε­ται από μία ολιστική και οικολογική άποψη των πραγμάτων. Πε­ριλαμβάνει μια νέα σύλληψη του χώρου, του χρόνου και της ύλης από το πεδίο της υποατομικής φυσικής· επίσης, τους όρους της ζω­ής, του πνεύματος, της συνείδησης και της εξέλιξης σε ένα συνολι­κό σύστημα- την αντίστοιχη ολιστική πρόσβαση στην υγεία και τη θεραπεία- την ενσωμάτωση ανατολικών και δυτικών μεθόδων της ψυχολογίας και της ψυχοθεραπείας- ένα νέο σχέδιο για την οικο­νομία και την τεχνολογία- και μία οικολογική και φεμινιστική α­ντίληψη, που σε τελευταία ανάλυση είναι βαθιά πνευματική».

Μέσα σε αυτή την ενότητα, λοιπόν, πρέπει να ζει και να σκέφτε­ται ο άνθρωπος και μόνο έτσι θα βρει ο κόσμος μας την υγεία του.

Στα βιβλία του ο Κάπρα επιδιώκει να οικοδομήσει μια γέφυρα από τη δική του ατομικο-φυσική ερμηνεία του κόσμου προς τις μυστικιστικές εμπειρίες της Άπω Ανατολής. Και στις δύο «ερμη­νείες» του «κόσμου» το αντικειμενικό, το απτό, το επιστητό συγ­χωνεύονται σε μια μεγαλύτερη ενότητα, στον «αρχέγονο ρυθμό του κόσμου», τον οποίο ο ατομικός φυσικός μπορεί να τον εκφράσει ακόμη και με μαθηματικούς τύπους- αυτό είναι το «κενό» ή το «νιρ­βάνα» του μυστικιστή, όπου καθετί μεμονωμένο εξαφανίζεται και μένει μόνο το Είναι.

«Το φυσικό, το παραφυσικό και το μυστικιστικό είναι στη ρίζα τους ένα», λέει ο Κάπρα. Όσο βαθύτερα σκάβει κανείς τη ρίζα της πραγματικότητας, τόσο περισσότερο αποκτά εμπειρία της ενότη­τας των πάντων. Μέσα από αυτή την εμπειρία της ενότητας των πά­ντων γίνεται και ο ίδιος ο εμπειρώμενος ένα μέρος του όλου, δη­λαδή ένα με αυτό που βιώνει. Στη ρίζα τού Είναι τα πάντα είναι ενδιπλωμένα σε μια ενότητα.

Έτσι, ισχυρίζεται ο Κάπρα, η ατομική φυσική, ξεκινώντας από τα πολύμορφα απειροελάχιστα σωματίδια, ξαναβρήκε το δρόμο προς την πρωταρχική ενιαία ενεργειακή δομή. Όμως, οι μύστες όλων των θρησκειών αυτό το βίωναν ανέκαθεν. Υπάρχει μόνο η ενότητα του Είναι, η πολυμορφία είναι μόνο απάτη ή υποβιβασμός της ύπαρξης.

Η «ολονομική» κοσμοθεωρία σημαίνει ότι το υλικό, το φαινομε­νικά σταθερό και οριοθετημένο, το διαχωρισμένο από το όλον, εί­ναι μόνο η επιφάνεια, ενώ στο βάθος, στο καθαυτό Είναι, το ένα εισχωρεί συνεχώς στο άλλο. Ο «μυστικιστής» το «γνωρίζει» αυτό, ο «ατομικός επιστήμονας» πλησιάζει σε αυτή την πραγματικότητα- ο «θρησκευτικός» άνθρωπος, που είναι σε αναζήτηση ενός καλύ­τερου κόσμου, οφείλει να καλλιεργήσει τη μυστικιστική του κλίση με το διαλογισμό και την εμβάθυνση. Έτσι θα νιώσει την ενότητα της ρίζας της πραγματικότητας, θα ζει από αυτή και θα γίνει ένας δομικός λίθος για ένα καλύτερο μέλλον, λέει ο Κάπρα.

Στον αναγνώστη θα έχει καταστεί σαφές ότι η προσπάθεια αυ­τή να χρησιμοποιηθεί ένα τελείως θεωρητικό μοντέλο φυσικής σκέ­ψης για να αποδώσει την πραγματικότητα, καταλήγει σε φανταστι­κή υπερβολή και χαρακτηριστική αφέλεια.

Ο ατομικός επιστήμονας γνωρίζει πολύ καλά ότι όσο πιο ακρι­βείς γίνονται οι μαθηματικοί τύποι της φυσικής, τόσο λιγότερο απο­τυπώνουν την οντολογική πραγματικότητα, γιατί γίνονται όλο και πιο αποκλειστικά μηχανιστικά μοντέλα, που δεν έχουν καμία ισχύ έξω από αυτή τη σχέση. Με άλλα λόγια, όσο καλύτερα εξυπηρε­τούν τα μοντέλα στον υπολογισμό της ύλης, τόσο περισσότερο απο­μακρύνονται από τη φωτογραφική απεικόνιση της πραγματικότη­τας. Μετατρέπονται, δηλαδή, σε μοντέλα που έχουν μόνο μια θεω­ρητική λειτουργία, καθώς αδυνατούν να περιγράψουν πλήρως την πραγματικότητα, επειδή γίνονται μηχανιστικά και δεν έχουν καμία ισχύ έξω από αυτήν.

Παραπλήσια είναι τα πράγματα και με την αναγωγή στη μυστι­κιστική εμπειρία. Ο μυστικισμός είναι κάτι πολύ πιο πολύμορφο, βαθύτερο και ευρύτερο από αυτό που φαντάζονται ο Κάπρα και οι συν αυτώ. Αυτό που κάνουν είναι να απολυτοποιούν και να α­ποκόβουν ένα μόνο φαινόμενο του μυστικισμού, δηλαδή την κατά­σταση της ενότητας, του όντος, και παραγνωρίζουν τις άλλες εκ­φάνσεις του μυστικισμού, όπως της αγάπης, όπου στηρίζεται το Bhakti Yoga, η χριστιανική παράδοση, ο πρώιμος σουφισμός, ο χασιδισμός κ.ά. Στις μορφές αυτές η κορύφωση της βίωσης της θείας πραγματικότητας δεν είναι η εμπειρία τού Είναι, αλλά η επαφή, η αφοσίωση και η εκστατική αγάπη.

Τα λάθη του New Age

Ας δούμε τώρα από πνευματική σκοπιά ορισμένες ακόμη αδυ­ναμίες του New Age:

  1. Η αντίληψη για τον Θεό και τη θεϊκή διδασκαλία

Στα νεότερα πνευματικά κινήματα και γενικά στον εσωτερισμό γίνεται όλο πιο πολύς λόγος περί «κοσμικής συνείδησης». Αυτή ό­μως δεν πρέπει να συγχέεται με τη θεία συνείδηση, αν και πολλοί δάσκαλοι και συγγραφείς χρησιμοποιούν εμφανώς λανθασμένα αυτό τον όρο. Ο κόσμος, το υλικό σύμπαν, δεν είναι ακόμη το βασίλειο του Θεού, το οποίο είναι καθαρά πνευματικό. Γι’ αυτό, άλλωστε, είπε ο Ιησούς στον Πιλάτο: «Η δική μου η βασιλεία δεν προέρχεται α­πό αυτό τον κόσμο» (Κατά Ιωάννη 18,36), δεδομένου ότι η ύλη έ­χει μια πεπερασμένη, πρόσκαιρη φύση.

Από τη νέα αποκάλυψη είναι γνωστό ότι ο υλικός κόσμος είναι η περιοχή των έκπτωτων από τον Θεό αγγέλων, η δε ύλη συγκεκρι­μένα έχει το σκοπό, με το να είναι ουσιαστικά μια φυλακή γι’ αυ­τούς, να προωθήσει την ωρίμανση, τον εξαγνισμό και την επιστρο­φή στον Πατέρα. Απ’ όλα αυτά είναι φανερό ότι ο όρος «κοσμική συνείδηση» είναι λάθος, δηλαδή μονομερής και ατελής, όπως κα­θετί άλλο που ανήκει στη σφαίρα του κόσμου, εξ ου και δεν μπο­ρεί να αναφέρεται στο θείο βασίλειο.

Είναι, ωστόσο, κατανοητό ότι οι οπαδοί του πνευματισμού, του εσωτερισμού ή του New Age χρησιμοποιούν τον όρο «κοσμική συ­νείδηση», γιατί όλα αυτά τα ρεύματα έχουν την πηγή τους στον κό­σμο και όχι στο θείο βασίλειο, με άλλα λόγια τρέφονται από τις γνώσεις που τους μεταβιβάζουν «δυνάμεις από το σύμπαν», δηλαδή α­πό το αστρικό πεδίο. Άλλωστε και οι στοχασμοί μας μεταβιβάζο­νται επίσης από πνευματικά όντα μέσω πολύ λεπτών διανοητικών δονήσεων. Έτσι ο καθένας αποφασίζει με τη βούλησή του ποιες δονήσεις επιλέγει, όπως αναλύθηκε διεξοδικά σε προηγούμενο κε­φάλαιο.

Ωστόσο, ο σταυρικός θάνατος του Ιησού Χριστού, που σήμαινε τη νίκη επάνω στη νομοτέλεια της ύλης και του θανάτου, σημαίνει επίσης απελευθέρωση από το νόμο αυτό για όσους του αναγνωρί­ζουν τη δύναμη να τους λυτρώσει, υιοθετούν έμπρακτα το λόγο του και τις εντολές του (Γαλάτες 3,13).

Ως εκ τούτου, ο όρος «κοσμική συνείδηση» είναι παραπλανητικός, καθ’ ότι η συνείδηση αυτή υπόκειται ακόμη στην εξουσία του νόμου.

Εκτός αυτού, στα νεότερα πνευματικά κινήματα ο Θεός είναι απρόσωπος, είναι μια δύναμη (ενέργεια) και όχι ένα ον. Η θεώρη­ση αυτή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το θείο Πνεύμα θεωρεί­ται ότι είναι ένα με το σύμπαν, οδηγεί τελικά σε έναν πανθεϊσμό, μια που ο Θεός υποβιβάζεται απλά σε μία ενέργεια που υπάρχει σε όλα τα δημιουργήματα.

Εκείνοι, αντίθετα, που έχουν χριστοκεντρική συνείδηση, βλέπουν τον Θεό ως μια ενότητα, όπου Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα εί­ναι ένα ον. πιστεύουν δηλαδή σε έναν προσωπικό Θεό, που είναι μέσα στον Ιησού Χριστό, παρ’ ότι υπάρχουν επίσης πολλοί χριστια­νοί που είτε πιστεύουν στη διδασκαλία των τριών ξεχωριστών προσώπων ή βλέπουν τον Ιησού μόνο ως Υιό, αλλά όχι και ως Πατέ­ρα, πράγμα που και ο μαθητής του Φίλιππος δυσκολευόταν να κα­ταλάβει (Κατά Ιωάννη 14,8-9).

Χάρη στο θεϊκό πνεύμα που κρύβει μέσα στην καρδιά του ο άν­θρωπος δεν γίνεται Θεός, παρά φτάνει στη θέωση, οπότε γίνεται τέ­λειος, όπως ο ουράνιος Πατέρας του. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος φέρει μέσα του το νούμερο 1 ή τη θεία μονάδα, τον Θεό, σε μικρο­γραφία- ως δημιουργημένο ον, ωστόσο, θα παραμείνει νούμερο 2 και δεν πρόκειται να γίνει ο ίδιος ποτέ στην αιωνιότητα νούμερο 1, ήτοι Θεός. Χάρη στο νούμερο 1, το θείο Πνεύμα ή τον «Χριστό μέσα μας», φτάνουμε στην ύψιστη, ευδαιμονικότατη κοινωνία και ένωση με τον Θεό και αυτό είναι η θέωση, αλλά όχι ότι γινόμαστε οι ίδιοι θεοί.

Έτσι, οι τέλειοι άνθρωποι μέσω της θέωσης γίνονται όμοιοι με τον Θεό (Κατά Ιωάννη 10, 34-35), αλλά θα παραμείνουν δια πα­ντός απλά μεταδότες, δηλαδή δέκτες της θείας δύναμης, που θα με­ταδίδουν περαιτέρω το θείο φως, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα παράγουν οι ίδιοι δύναμη, ανεξάρτητα από το Δημιουργό, ούτε θα είναι παράλληλοι θεοί.

 

  1. Η σημασία του Ιησού Χριστού

Πολλές νέες πνευματικές κατευθύνσεις αναγνωρίζουν μεν τον Ιη­σού ως δάσκαλο, αλλά ως έναν κατώτερο ή ως έναν ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Σύμφωνα με τις διδασκαλίες αυτές, από τη Βάπτι­ση ως τη σταύρωση του ο Ιησούς διέθετε μια χριστική συνείδηση, όπως την είχαν και άλλοι στο παρελθόν, π.χ. ο Βούδας και ο Κρίσνα, ή θα την έχουν στο μέλλον, όπως ο μελλοντικός Μαϊτρέγια.

Σύμφωνα με την Άλις Μπέιλυ, ο Ιησούς είναι μεν ανώτερος δά­σκαλος, αλλά κατώτερος από το Βούδα.

  1. Το κακό, το ανόμημα, το κάρμα, η λύτρωση

Σε πολλές από τις νέες διδασκαλίες το κακό ή το ανόμημα (η αμαρτία) αντιμετωπίζονται χλιαρά, ουδέτερα ή και θετικά, ώστε η σημασία τους μειώνεται, αφού ως επί το πλείστον θεωρούνται ως μια κατάσταση που υφίσταται μόνο μέσα στον άνθρωπο και μόνο εξ αιτίας του ίδιου. Κατά συνέπεια, λένε, αρκεί απλά να υπερβεί κανείς το κακό μόνος του μέσω της μεταβολής της συνείδησης του, αφού το κακό, η αδυναμία, η αμαρτία δεν είναι παρά ένα καθαρά ανθρώπινο προϊόν.

Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά ούτε τόσο «αθώα», για το λόγο ότι παροράται ο γενεσιουργός του κακού και «ηθικός αυτουργός» της πτώσης και της αμαρτίας. Αυτή η ηθελημένη ή μη εθελοτυφλία δεν είναι κάτι το καινούργιο, αφού όπως λέει ο διο­ρατικός Γκαίτε «η μάζα το διάβολο δεν τον παίρνει ποτέ μυρωδιά, ακόμη κι αν τον κουβαλάει στο σβέρκο». Με άλλα λόγια, είναι αυ­τό που λέει ο Παύλος, ότι δεν έχουμε να παλέψουμε με σάρκα και αίμα, αλλά με αρχές και εξουσίες, δηλαδή με τον κύριο αυτού του κόσμου, το Σατανά και τα κακά πνεύματα (Εφεσ. 6, 12).

Για ένα μεγάλο ρεύμα στο New Age η αμαρτία με τη χριστιανι­κή σημασία του όρου είτε δεν υπάρχει είτε -δεδομένου ότι εκπρο­σωπούνται πολλές τάσεις- τοποθετείται σε ένα πλαίσιο «αυτολύτρωσης», υπό την έννοια του κάρμα, που εξαλείφεται σταδιακά μέ­σω επανειλημμένων μετενσαρκώσεων.

Αυτό είναι βέβαια από μια σκοπιά αληθινό, δεδομένου ότι πράγ­ματι ο οπαδός αυτής της αντίληψης πρέπει αναγκαστικά να ξεπλη­ρώσει μέχρι κεραίας μόνος του τα μικρά ή μεγάλα κρίματά του, α­φού δεν γνωρίζει τη χάρη που κομίζει ο Ιησούς Χριστός.

Το πρόβλημα όμως δεν έγκειται μόνο στις συνέπειες της αδαμικής πτώσης και στην επακόλουθη αδυναμία όλου του ανθρώπινου γένους, δηλαδή το «προπατορικό αμάρτημα», όπως διδάσκουν πα­ραδοσιακά οι εκκλησίες. Πολύ περισσότερο, το πρόβλημα είναι η απελευθέρωση από το πρωταρχικό, το βασικό ανόμημα, την «αμαρτία απέναντι στο Πνεύμα του Θεού», που διαπράχθηκε στο θε­ϊκό βασίλειο, όταν τα πνεύματα, οι νυν άνθρωποι, καίτοι τέλεια και με πλήρη συνείδηση των πράξεων τους, εξεγέρθηκαν κατά του Δη­μιουργού τους.

Το άχθος και το μέγεθος αυτής της πρωταρχικής αμαρτίας είναι τόσο τεράστιο, που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να το εξαλείψει στους αιώνες με τις δικές του δυνάμεις σε αυτόν ή σε οποιονδήπο­τε άλλο κόσμο. Γι’ αυτό και είναι κοντόφθαλμα εγωκεντρική η σκέ­ψη ότι μπορεί κανείς να παρακάμψει τον Ιησού Χριστό και τη δύ­ναμη που δίνει και να φτάσει στον Θεό από έναν άλλο δρόμο.

Για να γίνουν αυτά πιο κατανοητά, ας δούμε αμέσως ένα κείμε­νο της Μπέρτα Ντούντε για τη διαφορά του Ιησού Χριστού από άλ­λους αναληφθέντες δασκάλους:

«Όταν βάδιζα στη Γη, συντελέστηκε μια ριζική μεταμόρφωση σε ολόκληρο τον πνευματικό κόσμο, καθώς ήταν μια πράξη που είχε αντίκτυπο σε ολόκληρο το σύμπαν. Κι η πράξη αυτή ήταν η ενανθρώπιση του Αιώνιου Πνεύματος του Θεού, που ήθελε να γίνει ορα­τός για όλα τα πλάσματά Του, που δεν μπορούσαν να Τον δουν πριν πάρω σάρκα και κατοικήσω σαν ένας άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους.

Η ενανθρώπιση του Θεού μέσα στον Ιησού είχε προβλεφθεί πριν από αιωνιότητες, γιατί γνώριζα ότι η επιθυμία των πλασμάτων Μου ήταν να δουν Αυτόν από τον οποίο είχαν προέλθει. Όφειλαν όμως, και χωρίς να Με βλέπουν, να γνωρίζουν ποια ήταν η προέλευσή τους και γι’ αυτό άλλωστε απαιτούσα να Με αναγνωρίσουν αλλά αυτά το αρνήθηκαν και προτίμησαν να αναγνωρίσουν εκείνον που τα εί­χε γεννήσει [τον Εωσφόρο], με αποτέλεσμα να εκπέσουν τότε από το βασίλειο Μου.

Τώρα, λοιπόν, ικανοποιούσα την επιθυμία τους και ερχόμουν στη Γη ως ορατός Θεός μέσα στον Ιησού, αφού Αυτός είχε γίνει τόσο δι­κός Μου, που μπορούσα να Τον κατακλύσω τελείως με τη δύναμη της Αγάπης Μου.

Τώρα πλέον ο Ιησούς είναι και θα παραμείνει η Αιώνια Θεότητα για όλα τα πλάσματα, καθώς όχι μόνο οι κάτοικοι της Γης, αλλά και όλων των κόσμων βλέπουν στο πρόσωπο του Εμένα. γιατί ναι μεν σε αυτή τη Γη κατοίκησα σε μια ανθρώπινη μορφή, ωστόσο και οι κάτοικοι των άλλων αστρικών σωμάτων, όπως και όλοι οι κάτοικοι του φωτεινού βασιλείου, υποκλίνονται μπροστά σε αυτήν την ψυχή, που δέχθηκε μέσα της το ύψιστο Θείο Πνεύμα σε όλη του την πλη­ρότητα. Επομένως, ο Ιησούς είναι ο κυρίαρχος του σύμπαντος, εί­ναι ο Θεός και θα είναι αιώνια η προσωποποίηση Εκείνου που σας έφερε στη ζωή και που δημιούργησε τα πάντα, διότι η ουσία Του εί­ναι η Αγάπη και από Αυτή προήλθαν όλα όσα υπάρχουν.

Όλοι οι κόσμοι και όλα τα όντα στους κόσμους αυτούς μπορού­σαν να δουν το έργο της λύτρωσης. Και επειδή όλα αυτά τα όντα τα βαραίνει μία λίγο ως πολύ μεγάλη ενοχή, γιατί διαφορετικά δεν θα είχαν τοποθετηθεί στα διάφορα κοσμικά σώματα [για τον εξαγνι­σμό τους], γι’ αυτό πρέπει επίσης να δεχτούν τη λύτρωση από Αυ­τόν και οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι είναι ο Υιός του Θεού και ο λυτρωτής του κόσμου, στον οποίο ενσαρκώθηκα Εγώ ο Ίδιος. Απ’ αυτό, λοιπόν, θα καταλάβετε ότι ο Ιησούς αποτελεί μία εξαιρετική περίπτωση και δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ένας ακόμη από τους «αναληφθέντες δασκάλους».

Γι’ αυτό οφείλουν οι κάτοικοι των άλλων κόσμων επίσης να Τον αναγνωρίζουν αιώνια ως Εκείνον που δέχτηκε Εμένα μέσα Του και γι’ αυτό το λόγο είναι και θα είναι για πάντα αληθινά και πραγμα­τικά Θεός.

Όλα τα όντα στο σύμπαν παρακολούθησαν την πορεία Μου στη Γη, όμως ήξεραν ότι ταυτόχρονα μεριμνούσα γι’ αυτά, δεδομένου ότι η θεότητα ήταν μεν μέσα Μου, αλλά δρούσε έξω από Μένα με όλη Της την ισχύ… Απλά Εγώ ήμουν ένα δοχείο που είχε δημιουρ­γήσει, ένα δοχείο που ήταν πρόθυμο να τη δεχτεί· κι έτσι έγινε ορα­τό για εκείνα τα πνεύματα που διέθεταν ήδη έναν ορισμένο βαθμό ωριμότητας, ώστε να μπορούν να βλέπουν πνευματικά…

Τα φωτεινά όντα παρακολουθούσαν επίσης την πορεία Μου στη Γη, παραμένοντας ωστόσο μόνιμα συνδεδεμένα μαζί Μου, καθώς τους παρείχα αδιάκοπα τη δύναμη και το φως τους. Γιατί ήμουν παντού, όπως και τώρα είμαι παντού στο πνευματικό βασίλειο, α­κόμη και στις περιοχές εκείνες όπου δεν δέχονται ακόμη το φως…

Διότι και εκείνα τα όντα πρέπει πρώτα να δεχτούν συνειδητά τις χάρες που εξασφάλισε το λυτρωτικό Μου έργο, προκειμένου να α­παλλαγούν από την ενοχή τους.

Και το όνομά Μου είναι και θα μείνει για πάντα Ιησούς Χριστός, το Θείο Πνεύμα που ενσαρκώθηκε στον Ιησού, ένα όνομα που θα είναι το ίδιο σε όλους τους κόσμους, είτε είναι ακόμη υλικής φύσης είτε πρόκειται για το πνευματικό βασίλειο του φωτός.

Κάτω από το όνομά Του κρύβομαι Εγώ ο Ίδιος, που υπάρχω α­πό τη μία αιωνιότητα στην άλλη… με το όνομά Του μπορείτε εσείς οι άνθρωποι να μιλάτε σε Μένα και Εγώ πάντοτε θα ακούω τη φω­νή σας και θα σας απαντώ… Σε Αυτόν Με βλέπετε πρόσωπο με πρό­σωπο… Έρχομαι κοντά σε σας, που θέλετε να σας μιλήσω, ώστε ο ίδιος ο Θεός και Πατέρας σας σάς μιλά μέσα από τον Ιησού.

Επομένως, ξέρετε πώς πρέπει να αξιολογείτε μεταδόσεις που έρ­χονται από το διάστημα (σ.τ.μ.: το αστρικό πεδίο) και δεν αναγνωρί­ζουν τον Ιησού, ώστε βάζουν έτσι όρια ανάμεσα στη Γη και το δικό τους κόσμο.

Όλες οι φωτεινές οντότητες έχουν γνώση της ενανθρώπισής Μου στον Ιησού, έχει γίνει για όλους η ορατή Θεότητα και όλα τα όντα που βρίσκονται στο φως μπορούσαν πια να Με αντικρύσουν πρό­σωπο με πρόσωπο. Το μεγάλο Θείο Πνεύμα περιβλήθηκε με ένα ανθρώπινο περίβλημα και το κράτησε για τους αιώνες των αιώνων. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και γ’ αυτό όλοι επί­σης οι «αναληφθέντες δάσκαλοι» πρέπει να το αναγνωρίσουν, όσο ψηλά και αν βρίσκονται στην εξέλιξή τους, διαφορετικά δεν δικαιού­νται να αποκαλούνται έτσι… Το ζήτημα της ενανθρώπισής Μου δεν μπορεί να τους είναι άγνωστο και, εάν θέλουν να διδάσκουν την κα­θαρή αλήθεια, οφείλουν και εκείνοι να διδαχτούν πρώτα από το ε­σωτερικό τους πνεύμα και να αναγνωρίσουν την ενανθρώπισή Μου στον Ιησού.

Αυτό ισχύει τόσο για τους κατοίκους άλλων κόσμων, που μεταδί­δουν πνευματιστικά τις γνώσεις τους όσο και για τους γήινους αν­θρώπους, που θεωρούν ότι ανήκουν στους ανώτερους καθοδηγητές και επίσης με τη σειρά τους διδάσκονται από τέτοιους δασκάλους από τον πνευματικό κόσμο.

Όμως εκείνοι δεν διδάσκονται από Μένα τον Ίδιο, γιατί τότε σί­γουρα θα τους είχα διδάξει για την ενανθρώπισή Μου στον Ιησού. Γιατί ακόμη κι αν κάποιος άνθρωπος δεν έχει καμία σχετική γνώ­ση, επειδή οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις είναι διαφορετικές, εν τούτοις είναι βέβαιο ότι το Πνεύμα Μου θα τον διδάξει και θα του δώσει τη μοναδική εξήγηση που ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Για­τί μόνο Εγώ δίνω την αλήθεια και δεν την αρνούμαι σε κανένα, ό­μως μπορώ να την προσφέρω πάντα μόνο εκεί όπου ακούν πρόθυ­μα Εμένα και το Λόγο Μου. Όπου μπορεί να ενεργήσει το Πνεύμα Μου σε έναν άνθρωπο, ακόμη κι έξω από τις παραδοσιακές ανθρώ­πινες γνώσεις, εκεί μπορεί να διεισδύσει η καθαρότατη αλήθεια, σύμφωνα με τη θέλησή Μου».

Για τον αναγνώστη που θέλει να εμβαθύνει στην έννοια του κάρ­μα, θα παραθέσουμε ένα σχετικό κείμενο της Ντούντε (27.3.1947):

«Η δικαιοσύνη του Θεού αποκαθιστά την ισορροπία και την τά­ξη, όποτε γίνεται μία αδικία, γι’ αυτό το λόγο άνθρωποι που θέλουν το κακό των άλλων συχνά τιμωρούνται με το ίδιο κακό κι έτσι πρέ­πει να πληρώσουν όσο βρίσκονται ακόμη στη Γη για τις αμαρτίες που τους βαραίνουν. Στην πραγματικότητα, εντούτοις, αποτελεί πά­λι χάρη το γεγονός ότι τους δίνεται ήδη στη Γη η δυνατότητα να ξε­πληρώσουν το κακό που έχουν κάνει. Έτσι δεν πρέπει να κουβα­λήσουν όλο το βάρος της ενοχής τους στον άλλο κόσμο, όπου θα εί­ναι πολύ δύσκολο να απαλλαγούν από αυτή. Όσο είναι στη Γη, η τι­μωρία που υφίστανται μπορεί να τους κάνει να αναγνωρίσουν την αδικία τους και ίσως να μετανιώσουν, οπότε θα είναι και πιο ελα­φριά η τιμωρία. Αντίθετα στον άλλο κόσμο είναι πολύ πιο δύσκολο να την αναγνωρίσουν και υπάρχει η πιθανότητα τα βάσανα που περ­νούν εκεί να τους κάνουν ακόμη πιο αμετανόητους.

Ωστόσο δεν συμβαίνει πάντοτε να αναγνωρίζει κάποιος την αδι­κία του και να μετανοεί, αφού σε μερικές περιπτώσεις κοιτάζει α­κόμη πιο πολύ να βλάψει τους συνανθρώπους του, μολονότι έχει γευθεί και ο ίδιος τους καρπούς της κακής βούλησης. Στην προκει­μένη περίπτωση αυτός που έχει γίνει τόσο σκληρός παίρνει την ε­νοχή του μαζί του στο υπερκόσμιο βασίλειο.

Πρέπει να αναφερθεί εξ αρχής αυτό το δεδομένο για να μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί αμέτρητοι άνθρωποι στην έσχατη επο­χή πρέπει να υποφέρουν τόσο πολύ και γιατί πολλές φορές δεν τους βοηθάει κανένας την ώρα της μεγαλύτερης ανάγκης τους. Η απά­ντηση είναι ότι και οι ίδιοι υπήρξαν απαθείς απέναντι στη δυστυχία των συνανθρώπων τους σε εποχές όπου είχαν τη δυνατότητα να βοηθήσουν, εάν το ήθελαν πραγματικά. Εάν λοιπόν τότε ανα­λογισθούν τις διάφορες αμαρτίες, όπως κι αυτά που παρέλειψαν να κάνουν για τους άλλους, υποβάλλοντας σε μια αυστηρή κριτική τον εαυτό τους ή κάνοντας την αυτοανάλυσή τους, μετανοήσουν για την αδικία τους, τότε κι η τιμωρία τους θα είναι υποφερτή. Έ­τσι, μπορεί η ενοχή τους να μειωθεί ήδη πάνω στη Γη, οπότε κι αυ­τή η περίοδος των παθών αποβαίνει σε ευλογία γι’ αυτούς, αφού θα τους έχει αποφέρει το έλεος του Θεού. Γιατί τότε μπορεί να βά­λουν τον εαυτό τους στο σκαμνί, να παραδεχθούν απέναντι στον Θεό την αδικία που έχουν κάνει και να ζητήσουν τη συγχώρεσή Του.

Σίγουρα, τότε το μέγεθος της ενοχής τους θα μικρύνει, διότι ο Θε­ός είναι ένας επιεικής κριτής κι όπου βλέπει ότι κάποιος μετανοεί, δίνει άφεση και τον συγχωρεί. Χωρίς όμως να παραδεχθεί κανείς την ενοχή του, δεν μπορεί ούτε να βρει συγχώρεση, γιατί ο Θεός εί­ναι βέβαια επιεικής, αλλά είναι και δίκαιος κριτής».

Είναι αυτονόητο ότι η λέξη «τιμωρία» στις νέες αποκαλύψεις ση­μαίνει αυτοτιμωρία, όπως φαίνεται καθαρά στο παρακάτω από­σπασμα:

«Ο έκπτωτος από τον Θεό αυτοτιμωρείται, γιατί δεν δέχεται να τον απολυτρώσει ο Ιησούς Χριστός και δεν αναγνωρίζει τη θυσία Του».

Ο λόγος που προσκρούουμε σε τέτοιες φαινομενικές αντιφάσεις στη Βίβλο και στις νέες αποκαλύψεις είναι ότι ο θείος Λόγος έχει μια πολλαπλή έννοια: μια γήινη – κοσμική, μία ψυχική – πνευματι­κή και μία ουράνια – πνευματική. Έτσι, λόγου χάρη, η έννοια της τιμωρίας εξαρτάται από το επίπεδο από το οποίο εξετάζεται.

Όταν λέγεται π.χ. «Ο Θεός είναι και κριτής» (Γένεση 16, 5 και 31,53, Ψαλμοί 7,9,12 κ.ά.) και μπορεί να τιμωρεί τους ανθρώπους (Ιώβ 31,23, Αποκάλυψη Ιωάννη 3,19 κ.ά.), με αυτό δεν εννοείται ότι ο Θεός-Πατέρας τιμωρεί, αλλά δρα η παντοδυναμία του που διαφυλάττει την αιώνια απαραβίαστη τάξη. Όταν τα δημιουργη­μένα όντα παραβαίνουν τους νόμους αυτής της τάξης, εξυπακούε­ται ότι οι νόμοι δεν αναιρούνται ούτε γίνονται ελαστικοί για να προσαρμοστούν στη δική τους θέληση, αλλά οι άνθρωποι εισπράτ­τουν τις συνέπειες των άνομων πράξεων τους, πράγμα που κατά βάση αποτελεί αυτοτιμωρία.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο βιασμός της φύσης. Η φύ­ση «εκδικείται» ανελέητα, με άλλα λόγια οι αμετάβλητοι νόμοι της τιμωρούν όποιον επιχειρεί να τους αγνοήσει κι έτσι ουσιαστικά ο παραβάτης αυτοτιμωρείται, ένα γεγονός που διαπιστώνουμε σχε­δόν καθημερινά στις φυσικές καταστροφές που πλήττουν τη Γη και που αυξάνονται κατά γεωμετρική πρόοδο τα τελευταία χρόνια.

Ο Θεός είναι βέβαια αγάπη ως προς την πρωταρχική του ουσία, όμως είναι επίσης Νόμος, δικαιοσύνη και φύλακας της αιώνιας τά­ξης του, γιατί αλλιώς δεν θα ήταν τέλειος. Κάθε παραβίαση της θείας τάξης είναι υπέρβαση, δηλαδή αμαρτία, που για λόγους δι­καιοσύνης πρέπει να βρει εξιλασμό.

Γι’ αυτό ο Ιησούς πλήρωσε το τίμημα για όλα τα ανομήματα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, αντιπροσωπευτικά στη θέση των ανθρώπων. Συνεπώς, ο Ιησούς πλήρωσε για τις απαι­τήσεις του Νόμου κι έτσι, όσοι τον πιστεύουν, δεν είναι πια υπό­δουλοι στο Νόμο (Γαλάτες 3,13.4, 1-5), γιατί ο Χριστός σημαίνει το τέλος του (Ρωμ. 10, 4), αφού είναι η αγάπη πια που τον εκπληροί (Ρωμ. 13,10). Αλλά για εκείνους που δεν υιοθετούν στην πρά­ξη τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και δεν τον δέχονται, ο Θε­ός παραμένει ο Κριτής και ο Νόμος.

Μπορεί, επομένως, η αγάπη να είναι η κυρίαρχη ιδιότητα του Θεού, όμως η τελειότητά του προϋποθέτει όλες τις θεϊκές ιδιότη­τες, συμπεριλαμβανομένων της τάξης και της δικαιοσύνης.

Ένα άλλο στοιχείο που θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη είναι η δια­φορά μεταξύ, αφ’ενός του τιμήματος που πρέπει να καταβάλει κά­ποιος για να απαλλαγεί από το βάρος της ενοχής και των αμαρτιών του και αφ’ ετέρου των δοκιμασιών, θυσιών, βασάνων κ.λπ., στα ο­ποία πρέπει ενδεχομένως να υποβληθεί προκειμένου να πετύχει την τελειοποίηση της ψυχής του. Γιατί ναι μεν ο Χριστός ανέλαβε τον εξιλασμό όλων ανεξαιρέτως των αμαρτιών μας, αλλά αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι έχουμε γίνει και τέλειοι.

Για την τελειοποίηση της ψυχής απαιτείται ένας αγώνας, προκει­μένου να κοπούν οι δεσμοί από τον κόσμο της ύλης, από τις επιθυ­μίες που μας εξανδραποδίζουν σε αυτόν. Απαιτείται ένας καθαρι­σμός της ψυχής από καθετί ακάθαρτο, πράγμα που μόνο η αγάπη και ο πόνος -όταν η αγάπη δεν είναι αρκετή- μπορούν να πετύ­χουν.

Έτσι εξηγείται γιατί πολλοί άνθρωποι, παρ’ όλο που έχουν α­φιερώσει τη βούληση τους στον Ιησού Χριστό, υποφέρουν ακόμη με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο· αυτό αποσκοπεί όχι πια στον εξι­λασμό των αμαρτιών τους, που έτσι κι αλλιώς έχουν διαγραφεί α­πό τον Ιησού Χριστό, παρά στον πλήρη εξαγνισμό της ψυχής τους, ώστε να γίνει τελείως διαπερατή από το φως, για να μπορούν να αποκτήσουν την πατρότητα τον Θεού.

Γι’ αυτό και τέτοια «πάθη» έχουν ένα άλλο βάρος από εκείνα που ενδεχομένως υφίσταται ο άνθρωπος πριν τη μεταστροφή του, γιατί αυτά αποβλέπουν στο να την κάνουν να αναλογιστεί τα λάθη του και ταυτόχρονα βέβαια να τον «καθαρίσουν», υποβάλλοντας σώμα και ψυχή σε μια «θεραπευτική νηστεία».

Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να διαβάσουμε την παρακάτω διδασκαλία στην Ντούντε, για να την καταλάβουμε σωστά:

«Εάν χρειαστεί να υποφέρετε, σεις οι άνθρωποι, Θυμηθείτε τα λό­για Μου: ‘”Οποιος θέλει να Με ακολουθήσει, ας σηκώσει το σταυρό του επάνω του!” Να ξέρετε ότι κάθε δοκιμασία που περνάτε, και επιδεικνύευε πλή­ρη αποδοχή της βούλησής Μου, είναι ισότιμη με μία σταύρωση, που σημαίνει για σας λύτρωση και απελευθέρωση από κάθε ενοχή. Να ξέρετε ότι βρίσκεστε στη Γη, για να απαλλαγείτε από μία ενοχή, που το μέγεθος της είναι αδύνατο να το συλλάβετε ως άνθρωποι. Για να την ελαχιστοποιήσω, πέθανα βέβαια στο σταυρό, αλλά και ο καθέ­νας από σας πρέπει να πληρώσει επίσης ένα τίμημα. Αυτό γίνεται στο βαθμό φυσικά που του επιτρέπουν οι δυνάμεις του, εφ’ όσον θέ­λει να συμμετάσχει στο έργο της απολύτρωσης που άρχισα, από την αγάπη Μου, με το θάνατο Μου στο σταυρό.

Σε σας τους ανθρώπους σάς έχει δοθεί ένα μικρό, ελαφρύ σταυρουδάκι να κουβαλήσετε, μια που το πιο μεγάλο βάρος το έχω πά­ρει Εγώ. Όμως δεν μπορείτε να μείνετε χωρίς καθόλου πόνους και δοκιμασίες, γιατί αυτά έχουν σκοπό να σας σπρώξουν προς εκεί­νον που είναι πρόθυμος να σας βοηθήσει ανά πάσα στιγμή, τον οποίο πρέπει να μιμηθείτε, προκειμένου να γίνετε μακάριοι».

«…Ασφαλώς, θέλω να σας βοηθήσω να σηκώσετε το σταυρό σας, αλλά κι εσείς δεν πρέπει να προσπαθείτε να τον αποτινάξετε τε­λείως από πάνω σας. Να έχετε πάντοτε κατά νου ότι μπορείτε να αποβάλετε πολλές ακαθαρσίες από την ψυχή σας, όταν σηκώνετε υπομονετικά το σταυρό σας».

Επομένως, το «σταυρουδάκι» που έχει να σηκώσει ο καθένας εί­ναι απλά μια κινητήρια δύναμη στην ατραπό της κάθαρσης και της τελειοποίησης, με στόχο την ανύψωση σε εκείνο το επίπεδο, όπου γίνεται πια ολοκληρωμένα παιδί του Θεού. Γιατί για την υιοθεσία από τον Θεό χρειάζεται απαραίτητα η ενεργή συμμετοχή στο λυ­τρωτικό έργο. Η συμμετοχή, όμως, είναι τελείως διαφορετική από την τιμωρία προηγούμενων αμαρτιών, που διδάσκει ο νόμος του κάρμα, γιατί αυτές, όσο μεγάλες κι αν είναι, τις έχει εξαλείψει ο Χριστός:

«Οι άνθρωποι εκείνοι που αναγνωρίζουν τον Ιησού Χριστό ως θε­ϊκό λυτρωτή τους και μετανοημένοι παίρνουν θέση κάτω από το σταυρό του, είναι ελεύθεροι από κάθε ενοχή, πράγμα το οποίο ση­μαίνει ότι τους έχει δοθεί άφεση για κάθε αμαρτία που τους βαραί­νει.

Άφεση μιας ενοχής σημαίνει απάλειψη, πλήρης απαλλαγή από το χρέος, που κανονικά θα έπρεπε να εξαλειφθεί με συγκεκριμένες πράξεις.

Άφεση σημαίνει παραγραφή του χρέους, αθώωση, επαναφορά της κατάστασης που υπήρχε πριν διαπραχθεί η αμαρτία και κάθε συ­νέπεια ενός ανομήματος τη φέρει αποκλειστικά εκείνος που παίρ­νει επάνω του την ενοχή.

Επομένως, το βάρος όλων των αμαρτιών το επωμίστηκε ο Ιησούς Χριστός μόνος του και Μου πρόσφερε γι’ αυτό την εξιλαστήρια θυ­σία. Αυτός αναιρεί οποιαδήποτε επίπτωση μιας αμαρτίας».

Κατά συνέπεια, για όσους πιστεύουν αυθεντικά, όχι μόνο τύποις, στον Ιησού Χριστό, ο νόμος του κάρμα δεν ισχύει. Αλλά και για τους ετερόδοξους ή άθρησκους η διδασκαλία αυτή είναι αληθινή μόνο κατά το ήμισυ, γιατί δεν είναι μόνο η ενοχή εξαιτίας της πρω­ταρχικής πτώσης που βαραίνει τον κάθε άνθρωπο.

Μια άλλη παράμετρος επίσης, που παίζει ρόλο στη διαμόρφωση της μοίρας του ανθρώπου, είναι η αντίσταση που πρόβαλαν τα εωσφορικά στοιχεία της ψυχής του στο διάστημα που αυτή ήταν χω­ρίς ελεύθερη βούληση, φυλακισμένη μέσα στα φυσικά βασίλεια.

Στο διάστημα αυτό της επίπονης ανέλιξής της διαμέσου των βα­σιλείων της φύσης η ψυχή είναι κατακερματισμένη σε αμέτρητα στοιχεία που το καθένα του ακολουθεί μια χωριστή, δική του πο­ρεία. Μέχρι να φτάσει να γίνει πάλι ενιαία και να ενσαρκωθεί ως άνθρωπος, η ψυχή δεν έχει συνείδηση του εαυτού της και συνεπώς ούτε και ελεύθερη βούληση. Ωστόσο, τα μεμονωμένα στοιχεία της μπορούν να επιδείξουν διαφορετική συμπεριφορά το ένα από το άλλο, από το να διατηρούν στο ακέραιο τη σατανική αντίσταση που τα έχει διαποτίσει από τον καιρό της εξέγερσης εναντίον του Δη­μιουργού, έως το να υπηρετούν υπάκουα το φυσικό νόμο.

Με άλλα λόγια, παρ’ όλο που είναι υπόδουλα στη φυσική νομο­τέλεια, απολαμβάνουν ωστόσο μια σχετική ελευθερία κινήσεων και διαμόρφωσης ατομικού χαρακτήρα. Αυτό είναι κάτι που πα­ρατηρούμε συχνά στη φύση, όπου π.χ. ένας σκύλος είναι εξαιρετι­κά άγριος και αδάμαστος, ενώ ένας άλλος της ίδιας ράτσας ήμερος ως ένα βαθμό που ξεπερνά σχεδόν τα στενά όρια της ενστι­κτώδους συμπεριφοράς. Αυτές οι «ατομικές ιδιαιτερότητες», ωστό­σο, είναι απόλυτα ενσωματωμένες στη θαυμαστή ισορροπία και αρμονία της φύσης.

Η εωσφορική αντίσταση των ψυχικών στοιχείων δεν επιτρέπε­ται να καμφθεί δια της βίας ούτε καν σ’ αυτή τη φάση της ανελευθερίας του έκπτωτου όντος. Αυτή είναι, λοιπόν, από τη μια πλευ­ρά η εξήγηση -μαζί με το βάρος της πρωταρχικής ενοχής, ανάλο­γα με το βαθμό της πτώσης, καθώς δεν έπεσαν όλοι οι στασιαστές άγγελοι το ίδιο βαθιά- γιατί ο κάθε άνθρωπος έχει μια διαφορε­τική μοίρα από τη γέννησή του κιόλας. Διότι οι διαφορετικές συ­μπεριφορές σημαίνουν επίσης διαφορετικούς βαθμούς ωριμότη­τας και διαφορετικές προδιαθέσεις, που αποκτήθηκαν κατά τη διαδικασία της ωρίμανσης των ψυχικών στοιχείων και γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει η πολυποικιλία δυνατοτήτων, βιοτικών συνθηκών κ.λπ., ανάλογα με το τι χρειάζεται η κάθε ψυχή χωριστά για να φτάσει ως άνθρωπος στο στόχο της.

Η μοίρα του καθενός, δηλαδή, είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του σύμφωνα με το τι χρειάζεται για να φτάσει στην τελειο­ποίηση. Εννοείται ότι είναι ο Δημιουργός που τοποθετεί τον άν­θρωπο στη συγκεκριμένη μοίρα, ακριβώς επειδή γνωρίζει επακρι­βώς την ποιότητα και ανάγκες κάθε ψυχής, αλλά επαφίεται ελεύθερα στον καθένα το πώς θα αντιμετωπίσει, αξιοποιήσει κ.λπ. τις συν­θήκες της ατομικής του ιστορίας. Το συμπέρασμα από όλα αυτά εί­ναι ότι είναι άλογος ο ισχυρισμός πως ο Θεός αφήνει να μας επι­βάλλεται αναγκαστικά ένα πεπρωμένο, όπως διδάσκει ο νόμος του κάρμα και όπως υπαινίσσεται η αστρολογία, μολονότι η δεύτερη καλύπτει τα νώτα της με διφορούμενες δικαιολογίες του τύπου: «τα άστρα, δείχνοντάς μας το τι μας περιμένει, μας ωθούν σε ένα συ­γκεκριμένο δρόμο, αλλά δεν μας εξαναγκάζουν να τον πάρουμε».

Η μισή αλήθεια είναι, επομένως, ότι υπό μία έννοια ο νόμος του κάρμα όντως ισχύει περιορισμένα, αλλά μόνο όσον αφορά τον άν­θρωπο που δεν πιστεύει. Από τη στιγμή όμως που θα αποθέσει ό­λα τα χρέη του στον Ιησού Χριστό, αυτά παραγράφονται, άσχετα με το αν ενδεχομένως του δίνονται ευκαιρίες στο μέλλον να επα­νορθώσει τα αδικήματα που έχει κάνει.

Επομένως, ο στόχος των παιδιών τον Θεού δεν είναι η διαρκής «επανόρθωση» μέχρι την αποπληρωμή των χρεών, με την έννοια του κάρμα, αλλά η προσφορά υπηρεσίας και αγάπης προς όλη την πλά­ση. Η επανόρθωση και η πληρωμή για προηγούμενα κακά μπορεί να αποτελεί ένα μέρος μιας τέτοιας προσφοράς, αλλά όχι υποχρεω­τικά, καθώς ο Πατέρας διαθέτει πολλούς δρόμους για να οδηγή­σει τα παιδιά του στην τελειοποίηση.

Και όταν όντως γίνεται μια επανόρθωση ενός περασμένου αδι­κήματος, αυτό γίνεται όχι για χάρη της ίδιας της επανόρθωσης, αλ­λά για χάρη της αγάπης και της αλληλεγγύης, που τελειοποιούν την ψυχή.

Άλλωστε, δεν είναι γραμμένο πουθενά ότι ο μετανοημένος υπο­χρεούται να πληρώσει για όλα τα κακά που έχει κάνει, αντίθετα λέγεται: «Να σηκώνετε ο ένας το φορτίο του άλλου κι έτσι θα ε­φαρμόσετε πλήρως το νόμο του Χριστού» (Προς Γαλάτες 6, 2).

Ο καλύτερος τρόπος να δείχνει κάποιος έμπρακτα τη μεταμέλειά του είναι να βοηθά στη σωτηρία των αδελφών του, γιατί, όπως λέ­ει η παραβολή, όποιος οργώνει, πρέπει να κοιτά μπροστά και όχι προς τα πίσω (Κατά Λουκά 9, 62).

Σε τελική ανάλυση, λοιπόν, η διδασκαλία του κάρμα μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό εμπόδιο για την τελειοποίηση της ψυ­χής. Το παράλογο της διδασκαλίας αυτής φαίνεται, άλλωστε, από το γεγονός ότι συχνά για διάφορους λόγους είναι αδύνατο να γί­νει η επανόρθωση η αποπληρωμή ενός ανομήματος πάνω στη Γη. Είναι λογικά αδύνατο να περιμένει κανείς ότι θα επανορθώσει σε μια άλλη γήινη ζωή, όπου επιπλέον δεν έχει ανάμνηση της προη­γούμενης ζωής του.

Για να απαλλαγεί κάποιος από το βάρος των ανομημάτων του προϋποτίθεται ότι τα αναγνωρίζει, μετανοεί εντελώς συνειδητά γι’ αυτά και τα παραδίδει στον Ιησού. Προφανώς δεν είναι δυνατό, λοιπόν, να μετανοήσει για κάτι που δεν γνωρίζει. Όσον αφορά την προϊστορία της ανθρώπινης ύπαρξής του, είναι αρκετό να έχει κα­νείς γνώση για την πρώτη πτώση από τη σφαίρα του Θεού και τη συνακόλουθη πτώση των πρωτόπλαστων.

Στο παρελθόν, βέβαια, εκτός από λίγους φωτισμένους οι περισ­σότεροι γνώριζαν μόνο για το «προπατορικό αμάρτημα» του Αδάμ και της Εύας και δεν υπήρχε μια σαφής εξήγηση, γιατί η αδυναμία των πρώτων δύο ανθρώπων έπρεπε να βαραίνει όλες τις επόμενες γενεές. Στο μεταξύ, όμως, η ανθρωπότητα έχει ωριμάσει αρκετά, ώστε να μπορεί να δεχθεί πιο «στερεά τροφή».

Επιπλέον, η γνώση για την πρώτη, συλλογική πτώση από την πνευ­ματική δημιουργία έχει γίνει πια απαραίτητη, επειδή η έσχατη ε­ποχή βρίσκεται προ των θυρών και εάν δεν γνωρίζει κανείς ολό­κληρο το θεϊκό σχέδιο για την απολύτρωση και την τελείωση των έκπτωτων αγγέλων, δεν θα μπορεί να κατανοήσει τις δοκιμασίες που θα έρθουν, την αναγκαιότητα για την πλήρη αναμόρφωση της Γης και το μυστήριο του Ιησού Χριστού.

Στο Δισμά, το μετανιωμένο ληστή στο σταυρό, ο Ιησούς δεν εί­πε «Πρώτα θα πληρώσεις για όλα τα κακά που έχεις κάνει και με­τά θα σου δοθεί συγχώρεση», παρά του είπε αμέσως: «Σήμερα κιό­λας θα ‘σαι μαζί μου στον παράδεισο!» Φυσικά, ο ληστής θα βρι­σκόταν μετά από αυτά στον προθάλαμο του παραδείσου, γιατί έ­πρεπε ακόμα να αναγνωρίσει τη θεϊκή φύση και τη λυτρωτική α­ποστολή του Ιησού Χριστού. Όμως, η βαθιά μετάνοια και η συνει­δητοποίηση της αθωότητας του Ιησού τού εξασφάλισαν τον παράδεισο, χωρίς να χρειαστεί να καταβάλει πρώτα το τίμημα για τα αδικήματά του. Έτσι, χάρη στη μετάνοιά του και μόνο, τού χα­ρίστηκε κάτι που για τους βουδιστές και τους άλλους οπαδούς της διδα­σκαλίας του κάρμα συνιστά το υπέρτατο ποθητό.

Πολλοί από τους σημερινούς υποτίθεται πνευματικά προχωρη­μένους ή μυημένους ανθρώπους έχουν ανάγκη και καταφεύγουν σε κάθε λογής βοηθήματα, όπως η αστρολογία, το εκκρεμές, η ρά­βδος της ραβδοσκοπίας, κρύσταλλοι και πολύτιμοι λίθοι, πυραμί­δες, εργαλεία πνευματισμού κ.ο.κ. Έτσι όμως δεν βρίσκονται μέ­σα στην ελευθερία του πνεύματος, την οποία επιθυμεί και ο Δη­μιουργός για τα δημιουργήματά του, παρά κινούνται ακόμη σε υ­λικά και ψυχικά επίπεδα του νόμου.

Όποιος είναι αληθινά πνευματικός, έχει ταπεινοφροσύνη, εμπι­στοσύνη στον Θεό και αληθινή επαφή με το Ιερό και άρα δεν χρειά­ζεται πια τέτοια βοηθήματα. Τα μόνα βοηθήματα που ξέρει είναι ο θεϊκός σπινθήρας στην καρδιά του και τα χαρίσματα που του δί­νει μέσα από εκεί το Πνεύμα και βέβαια επίσης ο Λόγος του Θεού.

Αυτά μόνο τα βοηθήματα είναι προσφιλή στον Θεό, ενώ όλα τα άλλα απλά τα επιτρέπει- όμως όσο τα διατηρεί κανείς ως δεκανί­κια, δεν πρόκειται να βρει το δρόμο για την πνευματική αναγέν­νηση που θα τον φέρει στη θέωση.

Είναι ελεύθερη επιλογή του καθενός, εάν θέλει να είναι συνε­χώς υπεξούσιος στο νόμο της ανταπόδοσης, να λειτουργεί και να πάσχει σύμφωνα με τις άκαμπτες επιταγές του νόμου αυτού. Ό­ποιος όμως θέλει να απαλλαγεί οριστικά από το βάρος των αμαρ­τιών του και να βρει το δρόμο για την υιοθεσία από τον Θεό, θα πρέπει να ξεφύγει από τα δεσμά του νόμου και να αφήσει τον Ιη­σού Χριστό να τον βοηθήσει και να τον οδηγήσει ως τη λύτρωση.

Ο πρώτος μπορεί να μείνει υποτελής στο νόμο της ανταπόδοσης και να περιμένει αδρανής την εκτέλεσή του και να εισπράξει τους καρπούς των πράξεων του. Ο δεύτερος είναι επίσης υποτελής στο νόμο, αλλά σε εκείνον της αγάπης και της χάρης και συνεπώς της συγχώρεσης.

«Με τη χάρη του σωθήκατε δια της πίστεως κι αυτό δεν είναι δι­κό σας κατόρθωμα, αλλά δώρο Θεού» (Προς Εφεσίους 2, 8).

Σκέψεις σε σχέση με τη μετενσάρκωση

Μια διεξοδικότερη προσέγγιση του θέματος της μετενσάρκωσης θα υπερέβαινε το πλαίσιο αυτού του βιβλίου. Άλλωστε, είναι εναρ­γής η απάντηση από τη νέα αποκάλυψη, ότι πρόκειται για μια λαν­θασμένη πίστη και μόνο κατ’ εξαίρεση συμβαίνει για πολύ εξει­δικευμένους λόγους.

Είναι γεγονός, επίσης, ότι μπορεί να λαμβάνουν χώρα επανει­λημμένες «ενσαρκώσεις» σε άλλα ουράνια σώματα, αλλά δεν εί­ναι ταυτόσημες με την επικρατούσα αντίληψη των γήινων μετεν­σαρκώσεων, όπου συν τοις άλλοις δεν υπάρχει καμία ανάμνηση των «προηγούμενων ζωών».

Αναμφισβήτητα πολλοί οπαδοί αυτής της θεωρίας στην ευημε­ρούσα δύση θα έπαιρναν αστραπιαία τις αποστάσεις τους από την πίστη τους αυτή, εάν έμπαιναν στη θέση μιας μεγάλης -αν όχι της μεγαλύτερης- μερίδας της ανθρωπότητας που πεινά, πονά, πάσχει, ζει στη φτώχεια, τον πόλεμο, το διωγμό και την καταπίεση, τα βασανιστήρια, την αδικία, το βιασμό και την εκμετάλλευση κ.ο.κ. Για­τί είναι βέβαια εύκολο να ονειροπολεί κάποιος για περασμένες -πάντοτε «σημαντικές» εννοείται- ή μελλοντικές μετενσαρκώσεις, όταν γνωρίζει μόνο τη γλυκιά πλευρά της ζωής και απολαμβάνει χωρίς περιορισμούς τον κόσμο της ύλης, από τον οποίο όμως οφεί­λουμε να αποκοπούμε για την πνευματική μας άνοδο.

Τέτοιοι πιστοί της μετενσάρκωσης στη δύση μαρτυρούν άθελά τους το υποσυνείδητο φρόνημά τους, καθώς είναι ακόμη εγκλωβι­σμένοι στο χιμαιρικό πεδίο αυτού του κόσμου, γι’ αυτό και επιθυ­μούν να επιστρέψουν εδώ. Για τον ίδιο λόγο επίσης αμέτρητες ψυ­χές που έφυγαν από τη Γη παραμένουν προσκολλημένες σε αυτήν, καθώς η ύπαρξη τους έχει ταυτιστεί με την ύλη. Έτσι δεν είναι λί­γες οι φορές που καταταλαιπωρούν αναρίθμητους ομόφρονες αν­θρώπους καταλαμβάνοντας τους, περνώντας δηλαδή στη μαγνητι­κή αύρα ασταθώς ψυχολογικά ατόμων. Το γεγονός αυτό το απέ­δειξε χιλιάδες φορές ο γνωστός γιατρός Καρλ Βίκλαντ στην τρια­ντάχρονη σταδιοδρομία του και το κατέγραψε με τον τίτλο: «Τριάντα χρόνια μεταξύ των νεκρών».

Αυτό ισχύει τουλάχιστον για τους οπαδούς της μετενσάρκωσης στο δυτικό κόσμο, ενώ στη χώρα που γεννήθηκε, την Ινδία, πάρα πολλοί, λόγω της κοινωνικής οργάνωσης σε κάστες, σύμφωνα με την ινδουιστική θρησκεία, βρίσκονται στο κατώτατο σκαλοπάτι της επιβίωσης μετά κόπων και βασάνων και αυτοί δεν μπορούν βέβαια παρά να προσδοκούν ότι στην επόμενη ζωή τα πράγματα θα είναι καλύτερα. Επειδή δε η πίστη τους την πρόοδο τη βλέπει μόνο σαν εξέλιξη πάνω στη Γη, η διδασκαλία του κάρμα και της μετενσάρ­κωσης έχει αποβεί σε μία τεράστια τροχοπέδη στην ανάπτυξη αυ­τού του έθνους, πράγμα που γίνεται εμφανές σε οποιονδήποτε στο­χαστεί λίγο με ανοικτή και κριτική στάση για την κατάσταση του ινδικού λαού. Εάν οι υποστηρικτές αυτής της διδασκαλίας είχαν τη δυνατότητα να ρίξουν για λίγο μια ματιά στις ανώτερες βαθμίδες των άλλων κόσμων και να τις συγκρίνουν με το σκοτάδι που επι­κρατεί, εν αντιθέσει στη Γη, θα αποκτούσαν μία άλλη άποψη και σχέση με τον πλανήτη μας. Υπάρχει ένα σχετικό σημείο στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» του Λόρμπερ, τόμος V 136,7, όπου λέει κατά λέξη ο Κύριος: «Υπάρχουν στον άλλο κόσμο κάποιες πολύ κα­κές ψυχές που κανείς μπορεί ανεπιφύλακτα να τις ονομάσει διαβο­λικές. Τούτες οι ψυχές περνούν δέκα χιλιάδες φορές χειρότερα στο υπερπέραν από ό,τι περνά σε αυτή εδώ τη Γη ο πιο φτωχός και κα­τατρεγμένος ζητιάνος. Αλλά από όλες αυτές τις ψυχές που ο αριθ­μός τους μέχρι τώρα μπορεί να υπολογιστεί γύρω στα δέκα δισεκα­τομμύρια, δεν υπάρχει ούτε μία που θα ‘θελε να επαναλάβει την πο­ρεία που έκανε με σάρκα σε αυτή τη Γη. Εάν όμως οι πιο ελεεινοί των ελεεινών δεν θέλουν ποτέ πια να πατήσουν το πόδι τους εδώ, πόσο λιγότερο τότε εκείνοι που στον άλλο κόσμο είναι ευτυχισμέ­νοι!»

Και για το ίδιο θέμα λέγεται στην Ντούντε: «Ουδέποτε πρόκει­ται ένα ον που βρίσκεται ακόμη στο στάδιο του σκότους να θελή­σει να επιστρέψει στη Γη για να επανορθώσει τα λάθη που έκανε ό­σο ζούσε και να ξαναζήσει τη ζωή του σύμφωνα με το τι ήταν ο πραγματικός σκοπός της…. Όταν μια ψυχή όμως φτάσει πια στο ε­πίπεδο εκείνο όπου μπορεί να δέχεται φως και δύναμη, δεν απο­ζητά να επιστρέψει πια στη Γη, εκτός εάν έχει να εκτελέσει εκεί μία αποστολή που απαιτεί την μετενσάρκωση μιας φωτεινής οντότη­τας».

Επομένως είναι επίσης λανθασμένη η άποψη ότι η διδασκαλία της μετενσάρκωσης δικαιολογείται από τις επιταγές μιας εξισορροπιστικής δικαιοσύνης, πράγμα που αναλύθηκε διεξοδικά στο προηγούμενο κεφάλαιο για το κάρμα.

Είναι βέβαια αλήθεια ότι πάρα πολλοί χριστιανοί, παρά την πί­στη τους στον Ιησού Χριστό ως σωτήρα, δεν περνούν απευθείας στον παράδεισο φεύγοντας από τη Γη, γιατί φέρουν ακόμη πολλά εγκόσμια ή υλιστικά στοιχεία. Αλλά είναι λάθος να πιστεύεται ότι η Γη είναι ο μοναδικός τόπος για την πνευματοποίηση των ψυχών των ανθρώπων. Γιατί στη Γη επιτρέπεται μία μόνο ενσάρκωση σε κάθε λυτρωτική περίοδο, εκτός από τις λίγες εξαιρέσεις που εί­ναι συνδεδεμένες με μία ειδική αποστολή. Ο πλανήτης μας έχει α­σφαλώς μία ιδιαίτερη σημασία από την άποψη ότι είναι ο μόνος τόπος όπου είναι δυνατή η κατάκτηση της υιοθεσίας από τον Θεό, ακριβώς επειδή εδώ είναι η έδρα του παράγοντα του κακού, του Σατανά- και δοθέντος ότι τα πράγματα εδώ είναι πιο δύσκολα για την πνευματοποίηση, γι’ αυτό και το τρόπαιο είναι το ύψιστο δυ­νατό για ένα δημιουργημένο ον, να αποκτήσει δηλαδή άμεσα τον Θεό ως πατέρα.

Ωστόσο το σύμπαν με τους αμέτρητους ήλιους και πλανήτες, προ­σφέρει άπειρες δυνατότητες εξέλιξης και πνευματοποίησης σε μέ­ρη, όπου η εξέλιξη μπορεί να προωθηθεί πολύ πιο εύκολα και α­κίνδυνα από ό,τι στη Γη, όπου η δύναμη του κακού είναι πιο μεγάλη. Το μόνο μειονέκτημα είναι ότι εκτός Γης δεν μπορεί να κατα­κτηθεί το υπέρτατο, η πατρότητα του Θεού. Σε ένα άλλο κείμενο της Μπέρτα Ντούντε λέγεται για τους κινδύνους που ενέχονται στη διδασκαλία της μετενσάρκωσης:

«Η διδασκαλία της μετενσάρκωσης είναι πάντα επιζήμια για τους ανθρώπους, για το λόγο ότι εφόσον τους χαρακτηρίζει μία ορισμέ­νη χλιαρότητα θα παρηγορούνται με αυτήν ή θα ψάχνουν εκεί για δικαιολογίες, με την ιδέα ότι μπορούν να αναπληρώσουν κάποια μέρα όλες τις ελλείψεις τους. Μία τέτοια διδασκαλία δεν πρόκειται ποτέ να αποδειχθεί ωφέλιμη, δεδομένου ότι μόνο η ακαταπόνητη άσκηση του εαυτού μπορεί να εξασφαλίσει την επιτυχία, ούτως ώ­στε να μπορούν μια μέρα να μείνουν ικανοποιημένοι από τη ζωή τους κρίνοντάς την αναδρομικά. αντίθετα η διδασκαλία της μετεν­σάρκωσης αφήνει πάντα ένα παραθυράκι ανοικτό που εξυπηρετεί όσους έχουν αδύνατη θέληση, τους αμελείς και τους χλιαρούς!»

Μερικές συμπληρωματικές σκέψεις για το New Age

Αν αναζητήσει κανείς τη βαθύτερη αιτία για την εμφάνιση του New Age ως μία μοντέρνα έκφραση συγκρητισμού, αναμφίβολα η κινητήρια δύναμη για ένα τέτοιο φαινόμενο είναι ο πόθος πάρα πολλών ανθρώπων να βρουν και κυρίως να βιώσουν τον Θεό. Οι χριστιανικές εκκλησίες συλλήβδην απέτυχαν παταγωδώς να μετα­δώσουν αυτό το πνεύμα στους «πεινώντες και διψώντες», ένα πνεύ­μα που ήταν ωστόσο ζωντανό στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες. Αυτό όμως χάθηκε -πλην μεμονωμένων εξαιρέσεων- στις μετέπει­τα γενεές, με τα γνωστά αποτελέσματα της εκκοσμίκευσης, των ι­διοκτησιακών σχέσεων με τη διδασκαλία και το ποίμνιο κ.τ.ό. που έχουν οδηγήσει σε μία παρατεταμένη επιθανάτια αγωνία του ορ­γανωμένου θρησκευτικού οργανισμού, όσο διατηρείται τεχνητά εν ζωή. Το γεγονός όμως παραμένει ότι καμία εκκλησία δεν μπόρε­σε να δώσει μία πλήρως ικανοποιητική απάντηση στα περισσότερα ερωτη­ματικά που έχουν να κάνουν με το νόημα αυτής της ζωής κι ακόμη λιγότερο με της άλλης.

Έτσι η επιθυμία ανεύρεσης νοήματος και ζωντανής επαφής με τον Θεό ήταν οι γεννήτορες του New Age. Οι οπαδοί του έκαναν ένα λάθος ωστόσο, ότι δεν χρησιμοποίησαν το θείο Λόγο σαν κρι­τήριο ώστε να μπορούν να ξεχωρίσουν την αλήθεια από το ψέμα. Έτσι οδηγούνται από τις εγωιστικές τους επιδιώξεις ή από εξίσου τυφλούς καθοδηγητές και τις διδασκαλίες τους, αλλά όπως λέει το ευαγγέλιο, όταν ο ένας τυφλός οδηγεί τον άλλο τυφλό, θα πέσουν και οι δυο στο λάκκο. Καθώς μάλιστα δεν υπάρχει γενικά μεγάλη αγάπη για την αλήθεια, η κατάληξη στο λάκκο είναι αναπόφευ­κτη.

Εκτός αυτού υπάρχει ένα άλλο αδύνατο σημείο στο New Age, η αφελής, ανεδαφική αντίληψη ότι θα μπορέσει να αλλάξει τον κό­σμο. Γιατί δεν είναι απλά ουτοπισμός, αλλά και εσκεμμένα παρα­πλανητικό να κάνουν τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι βαίνουμε ολοταχώς προς το «χρυσόν αιώνα», μια εποχή νέας συνείδησης, ό­που ο παλαιός άνθρωπος θα αντικατασταθεί συλλογικά από τον νέο ως δια μαγείας.

Αυτό μπορεί να γίνει όντως, αλλά μόνο με τον Θεό. Ο ισχυρισμός ότι μπορεί να γίνει χωρίς αυτόν, μόνο με τις ανθρώπινες δυνάμεις, αποτελεί ύβρι.

Από αυτή την άποψη λοιπόν οι πιστοί αυτής της ουτοπίας δρα­πετεύουν από την πραγματικότητα και αιθεροβατούν σε έναν ονει­ρικό κόσμο. γιατί η πραγματικότητα του κόσμου σήμερα διδάσκει οφθαλμοφανέστατα το αντίθετο ακριβώς. Βλέποντας την πολύπλευ­ρη καταστροφή του πλανήτη εγείρεται σχεδόν αυτόματα η υποψία, ότι το New Age είναι ένα μέσο παθολογικής φυγής από την πραγ­ματικότητα, γιατί όλο και περισσότεροι δεν την αντέχουν, όπως α­ποδεικνύεται από τον αύξοντα αριθμό από ναρκομανείς, ψυχικά αρρώστους, νευρωτικούς «ευδαιμονιστές», ψυχοσωματικές ασθέ­νειες κ.λπ. Έτσι η απάντηση στο ερώτημα για το μέλλον του New Age δίνεται σχεδόν από μόνη της. γιατί το κίνημα αυτό συνέλαβε τους πόθους των ανθρώπων αλλά τους παροχέτευσε σε λανθασμέ­νους δρόμους και άρα είναι άλλο ένα ανθρώπινο έργο που επιπλέ­ον είναι διάτρητο από πλάνες.

Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο θα παραθέσουμε αυτούσια μία κα­ταγραφή της Μπέρτα Ντούντε από τις 17.9.1942 όσον αφορά τις προσπάθειες να επιτευχθούν αλλαγές στο θρησκευτικό τοπίο με βάση ένα οργανωμένο σχεδιασμό μεγάλης κλίμακας, με άλλα λό­για μία «παγκόσμια θρησκεία»: «Σε τι μεγάλη πλάνη βρίσκεται α­κόμη ο κόσμος φαίνεται επίσης από την εσφαλμένη άποψη που εί­ναι διαδεδομένη στους ανθρώπους, ότι μπορεί να πετύχουν μία «πνευματική μεταμόρφωση» με έναν προσχεδιασμένο συστηματικό ανασχηματισμό στο θρησκευτικό επίπεδο.

Η άποψη αυτή κρύβεται πίσω από τη συντονισμένη προσπάθεια ενάντια σε όλα τα υφιστάμενα πνευματικά ρεύματα που γίνεται με σκοπό να τα καταπιέσει ή να τα διαλύσει τελείως. Οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ότι πρέπει οι πνευματικές αναζητήσεις να γίνο­νται ελεύθερα χωρίς κανένα καταναγκασμό για να αγγίζουν πραγ­ματικά το εσωτερικό του ανθρώπου.

Από τη στιγμή που καταπιέζεται η πνευματική ελευθερία του αν­θρώπου, οπότε εμποδίζεται η πνευματική του αναζήτηση ή ωθείται δια της βίας να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο πνευματικό προσα­νατολισμό, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανάπτυξη του πνεύματος του, γιατί αυτή προϋποθέτει απόλυτη ελευθερία επιλογής. Η πνευματική εξέλιξη επομένως δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί μεθοδευ­μένα βάσει ενός σχεδίου.

Ο κόσμος, το οποίο σημαίνει οι άνθρωποι που έχουν εγκόσμια νο­οτροπία, δεν επιδιώκει μία πνευματική ανέλιξη της ψυχής- αυτό που θέλει μόνο είναι να καταλύσει τα υφιστάμενα και για αντιστάθμι­σμα να βάλει στη θέση τους κάτι καινούργιο.

Το καινούργιο πρέπει κατά την άποψή τους να επισκιάσει όλα τα προηγούμενα. Θεωρούν ότι το καινούργιο οφείλει να εξοβελίσει ό­λες τις παλιές διδασκαλίες. Έτσι θέλουν μεταξύ άλλων να ξεριζώ­σουν τη χριστική διδασκαλία και να την αντικαταστήσουν με αν­θρώπινες θεωρίες. Οι θεωρίες αυτές προέρχονται από παραπλανη­μένους ανθρώπους που θέλουν να μεταδώσουν την πλάνη τους στους συνανθρώπους τους.

Είναι γεγονός ότι η ανθρωπότητα έχει απομακρυνθεί πάρα πολύ από την αλήθεια πια, ωστόσο διατηρεί ακόμη κατά κάποιο τρόπο πα­λιές παραδόσεις που εμπεριέχουν ακόμη αλήθειες. Τώρα όμως η α­παίτηση είναι να αφανιστούν και αυτές ακόμη, ό,τι προσφέρεται δε ως υποκατάστατο δεν περιέχει ίχνος αλήθειας. Είναι μόνο ιδέες ανθρώπων που είναι στραμμένοι στον κόσμο, που στερούνται κάθε πνευματικού φωτός και πορεύονται σε βαθύ πνευματικό σκοτάδι.

Όχι μόνο ζουν οι ίδιοι μέσα στην πλάνη αλλά θέλουν και να την εξαπλώσουν. Άλλωστε συναντούν λίγη μόνο αντίσταση, για το λόγο ότι η ίδια η ανθρωπότητα βρίσκεται σε βαθύτατο σκοτάδι και γι’ αυτό δεν αναγνωρίζει τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα. Ακόμη λι­γότερο καταλαβαίνει λοιπόν, ότι δεν μπορεί ποτέ να συντελεστεί μία πνευματική μεταμόρφωση, αφού οι άνθρωποι προσπαθούν να εξοβελίσουν το Λόγο του Θεού. Αυτός όμως είναι ακατάλυτος και θα εξακολουθεί να υπάρχει όσο θα υπάρχει η Γη.

Κατά συνέπεια ο πόλεμος κατά της διδασκαλίας του Χριστού, που δεν είναι άλλο από το Λόγο του Θεού, δεν έχει καμία προοπτική επι­τυχίας. Γιατί δεν πρόκειται ποτέ να επιτρέψει ο Θεός να επικρατή­σει ένα πνευματικό κίνημα που εναντιώνεται στη θεϊκή διδασκαλία της αγάπης. Ως εκ τούτου οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν ό,τι σχέδια θέλουν, αλλά αποκλείεται να επιτύχουν ένα ικανοποιητικό απο­τέλεσμα. Γιατί αφού πολεμούν τον Θεό και το Λόγο Του, αναγκα­στικά θα είναι πάντοτε χαμένοι γιατί ο Θεός και ο Λόγος Του είναι ατελεύτητος. Τα δημιουργήματα των ανθρώπων αντίθετα δεν έχουν διάρκεια και είναι επόμενο ότι αναγκαστικά αυτοδιαλύονται».

Γιόγκα, διαλογισμός και προσευχή

Σύμφωνα με την ινδική θρησκευτική φιλοσοφία το γιόγκα είναι μια διδασκαλία αυτολύτρωσης με σκοπό την πλήρη κυριαρχία επί του σώματος και τη συνακόλουθη απελευθέρωση του πνεύματος. Γιόγκα στα σανσκριτικά σημαίνει «ζεύξη», «ζυγός». Όπως ο ζυ­γός συνδέει το βόδι με το ζευγολάτη που το κατευθύνει στις αγρο­τικές εργασίες, έτσι και το γιόγκα συνδέει τον άνθρωπο με το βράχμαν, δηλαδή την ύψιστη και έσχατη πραγματικότητα, την άμορφη, άρρητη, άγνωστη πηγή του σύμπαντος, που δεν είναι προσωπική ούτε απρόσωπη, που είναι ταυτόχρονα δημιουργός και όλη η δημιουργία. Το βράχμαν είναι τα πάντα και τα πάντα είναι βράχμαν.

Επειδή κάθε άνθρωπος έχει άλλες ικανότητες και κλίσεις, γι’ αυ­τό υπάρχουν και πολλές μορφές του γιόγκα. Στη Δύση το γιόγκα σχεδόν πάντα είναι ταυτόσημο με το χάθα γιόγκα, το οποίο βασί­ζεται σε σωματικές και αναπνευστικές ασκήσεις. Στην Ινδία όμως θεωρείται απλά ως μία προετοιμασία για το καθαυτό γιόγκα. Έτσι το χάθα γιόγκα μπορεί μεν στη Δύση να βοηθά πολύ κόσμο με σω­ματικά προβλήματα, όμως για τον αληθινό γιόγκι, το γιόγκα είναι πολύ περισσότερο από θεραπευτική γυμναστική, είναι ένα ζωτικό συστατικό μέρος της ινδουιστικής θρησκείας και αποβλέπει στη ρή­ξη των δεσμών με τον κόσμο.

Υπάρχουν πολλές μορφές γιόγκα, όμως ο απώτερος στόχος ό­λων είναι η ένωση με το βράχμαν ή το πέρασμα στο νιρβάνα, δη­λαδή ένα βύθισμα στο μη-είναι, μία κατάσταση μακαριότητας για την οποία υπάρχουν πολλές διαφορετικές αντιλήψεις στην Ινδία. Η επίτευξη αυτού του στόχου πραγματοποιείται με τη ρήξη με τον κόσμο, με τον ασκητισμό και με το εκστατικό τρανς, δηλαδή μία κατάσταση μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης, που πετυχαίνεται με βα­θύ διαλογισμό, π.χ. στο γιόγκα νίντρα, όπως γίνεται και στον υπερ­βατικό διαλογισμό, όπου ηθελημένα το συνειδητό τίθεται εκτός λειτουργίας. Είναι γεγονός όμως ότι ένας τέτοιος διαλογισμός ε­μπερικλείει κινδύνους, ιδίως για ψυχολογικά ασταθή άτομα, μα­νιοκαταθλιπτικά κ.λπ. Αλλά και γενικά ο διαλογισμός χωρίς συ­γκεκριμένο αντικείμενο μπορεί να είναι επιβλαβής ακόμη και για ισορροπημένα άτομα, ιδιαίτερα όταν προσδοκούν μέσω αυτού μία «διεύρυνση της συνείδησης» τους. Διαλογισμός χωρίς αντικείμενο σημαίνει ότι ο εσωτερικός οφθαλμός του διαλογιζόμενου δεν ε­στιάζεται σε κάποια εικόνα, λέξη ή κάτι συγκεκριμένο, αλλά ου­σιαστικά σε τίποτα, όπως π.χ. στο ζεν, όπου επιδιώκεται το απόλυ­το κενό. Το αποτέλεσμα είναι ότι αναδύονται από το υποσυνείδη­το αυτά που η ψυχή έχει απωθήσει, επειδή δεν μπορεί να τα επε­ξεργαστεί συνειδητά, ή αυτά που προσκολλώνται ακόμη πάνω της. Έτσι όμως μπορεί οι παραστάσεις από το υποσυνείδητο να κατα­κλύσουν το συνειδητό και να το βγάλουν από την ισορροπία του. Η έκπληξη μπορεί να είναι δυσάρεστη ως εκ τούτου για όποιον ε­πιχειρεί να διεισδύσει στα βάθη του διαλογισμού χωρίς να έχει αυ­τογνωσία και αυτοέλεγχο ή τον έλεγχο που ασκεί π.χ. ο δάσκαλος σε ένα βουδιστικό μοναστήρι.

Γιατί αυτό που δεν λέγεται στο μαθητευόμενο του διαλογισμού συνήθως είναι ότι ο «ανελκυστήρας της συνείδησης» μπορεί αντί να εκτοξευθεί στα ύψη, να κάνει μία πολύ απότομη πτώση. Ενδει­κτική είναι η γνώμη του ειδικού στο θέμα των τσάκρα θεοσοφιστή Τσαρλς Λεντμπήτερ για τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει όποιος δεν έχει γίνει κύριος του εαυτού του:

«Ακούμε πολλά για αυτό το παράξενο πυρ (εννοείται η δύναμη της κουνταλίνι ή ο πύρινος όφις) και για τον κίνδυνο να αφυπνι­στεί πριν της ώρας του. Αναμφίβολα πολλά από αυτά ανταποκρί­νονται στην αλήθεια. Πραγματικά, προκαλείται μεγάλο κακό, ό­ταν αφυπνίζονται οι υψηλότερες πλευρές αυτής της ανυπότακτης ενέργειας στον άνθρωπο, προτού αποκτήσει τη δύναμη να κυριαρ­χεί πάνω της και προτού κατακτήσει την απαραίτητη καθαρότητα στη ζωή και στη σκέψη, ώστε να αφήνει ελεύθερη μία τέτοια φο­βερή δύναμη μέσα του, δίχως κίνδυνο για τον εαυτό του».

Αυτός είναι αναμφισβήτητα ο λόγος που οι νέες αποκαλύψεις δεν περιέχουν καμία διδασκαλία για τα τσάκρα, εκτός εννοείται από το άνοιγμα της καρδιάς με την αγάπη. Γιατί οι κίνδυνοι παρα­είναι μεγάλοι για να πειραματίζεται κανείς μαζί τους, ούτε η γνώ­ση αυτή καθαυτή είναι απαραίτητη για την τελειοποίηση του αν­θρώπου. Επιπλέον δε προσφέρεται ένα ανεξέλεγκτο πεδίο δρά­σης στα κατώτερα πνεύματα για να εισχωρήσουν στο εσωτερικό του. Στη συνέχεια αυτού του κεφαλαίου θα αναφερθούμε αναλυ­τικά στο πώς πρέπει να γίνεται η αληθινή ενδοσκόπηση, ώστε να αποφέρει μόνο καλούς καρπούς.

Ο διαλογισμός χωρίς αντικείμενο που προβάλλεται συχνά στη Δύση προέρχεται σε τελευταία ανάλυση από βουδιστικές πηγές ό­πως π.χ. το ζεν. Οι διδασκαλίες αυτές αποσκοπούν στο «άδειασμα» της συνείδησης, αλλά κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα δεν υπάρ­χει, γιατί όπως μαρτυρεί και η ετυμολογία της λέξης, «σύνοιδα» σημαίνει «γνωρίζω, ξέρω» και «συνείδηση» σημαίνει «σύμφυτη, ε­σωτερική γνώση» (λεξικό I. Μπαμπινιώτη). Η ψυχή μας και κατ’ ακολουθία η «εσωτερική μας συνείδηση» είναι γεμάτη με εμπει­ρίες, βιώματα και γνώσεις, όπως επιβεβαιώνουν επίσης πολλές νέες αποκαλύψεις που αναφέρονται στον εσωτερικό κόσμο. Τίποτα α­πό όλο αυτό το «υλικό» δεν χάνεται ποτέ, στην ψυχή είναι αποθη­κευμένα τα πάντα. Το γεγονός αυτό το επαληθεύουν πολλοί ασθε­νείς που έχουν υποβληθεί σε τεχνητή επαναφορά στη ζωή, οι οποί­οι όταν επανέρχονται από τον κλινικό θάνατο αναφέρουν π.χ. ότι μέσα σε μία στιγμή έχουν δει με κάθε λεπτομέρεια όλη την προηγούμενη ζωή τους. Επομένως ο άνθρωπος διαθέτει στο εσωτερικό του ένα «βιβλίο της ζωής» του με βάση το οποίο θα κριθεί μια μέ­ρα. Ως εκ τούτου είναι παραπλανητικό να πιστεύει κανείς, ότι μπο­ρεί να αδειάσει εσωτερικά. Στην παραπλάνηση αυτή αναφέρεται και η Τερέζα της Άβιλα, δεδομένου ότι η πρακτική αυτή διδάσκε­ται εδώ και αιώνες, δεν είναι δηλαδή κάτι το νεόφερτο στο διαλο­γισμό και στο μυστικισμό, απλά έχει ενδεχομένως πάρει άλλη ονομασία.

Ένα «άδειασμα» μπορεί να έχει νόημα μόνο υπό την έννοια του καθαρμού, της αποβολής των αντιπνευματικών στοιχείων της ψυ­χής ενός ανθρώπου, προκειμένου να γεφυρωθεί το χάσμα που τον χωρίζει από τον Θεό, για να μπορεί να λάβει χώρα η ένωση μαζί του. Κι αυτό γίνεται με βάση δύο συνισταμένες, την προσευχή και την αγάπη και βέβαια με τη βοήθεια του Ιησού Χριστού. Φυσικά ο διαλογισμός μπορεί να γίνει ακίνδυνα, όταν έχει ένα αντικείμε­νο, λόγου χάρη ένα απόσπασμα από το θείο Λόγο, οπότε πρόκει­ται περισσότερο για ενατένιση και βύθισμα στη θεία πραγματικότητα και από εκεί μπορεί να αναβλύσει πηγαία η λατρεία.

Ο γνωστός Ινδός δάσκαλος Γκόπι Κρίσνα είχε πει για τους διαλογιζόμενους ανθρώπους της Δύσης: «Όσο πιο πολύ ακούω τους Ευρωπαίους να μιλούν για διαλογισμό, τόσο πιο πολύ αισθάνομαι πως πρέπει στην πραγματικότητα να τους αποτρέψω- ούτε κατα­λαβαίνουν καν για τι πράγμα πρόκειται. Ας διαβάσουν τις ιερές γραφές τους, θα βρουν ό,τι και στις δικές μας: να αγαπάς το συ­νάνθρωπο σου, να αγαπάς τον Θεό, να αγαπάς τους συνανθρώ­πους σου μέσα στον Θεό. Όλα τα άλλα είναι περιττά. Πουθενά δεν λέει: να κάνεις διαλογισμό. Εάν ωστόσο θέλεις να αγαπάς τον Θεό και τους συνανθρώπους σου και έχεις ανακαλύψει τη μεγάλη αλή­θεια ότι ο διαλογισμός μπορεί να σε βοηθήσει σε τούτο το σκοπό, τότε ασχολήσου με το διαλογισμό- εάν όμως δεν έχεις ανακαλύψει κάτι τέτοιο, τότε άφησέ το καλύτερα».

Αν τεθεί επομένως ευθέως το ερώτημα, αν είναι όντως απαραί­τητος ο διαλογισμός, η απάντηση είναι ναι και όχι. Γιατί για την πνευματοποίηση και την τελειοποίηση μας αρκεί η εναπόθεση των ατελειών μας στον Ιησού Χριστό, η αφοσίωση σε αυτόν, και η αυ­θεντική σύνδεση μαζί του. Η αγάπη και η προσευχή είναι η γέφυ­ρα σύζευξης με τον Θεό και όποιος κατορθώνει να έχει την απαραί­τητη αυτοσυγκέντρωση, κατάνυξη και εσωτερικότητα στην προσευ­χή βρίσκεται έτσι κι αλλιώς ήδη σε μία κατάσταση παρόμοια με του διαλογισμού και της ενατένισης.

Τα παραπάνω δεν έχουν την έννοια ότι ο διαλογισμός αυτός καθαυτόν είναι κακός ή «αντιχριστιανικός», απλά ότι δεν είναι απα­ραίτητος για τη λύτρωση και την τελειοποίηση του ανθρώπου- δια­φορετικά ο Ιησούς θα τον είχε καθορίσει ως μία βασική παράμε­τρο της διδασκαλίας του παράλληλα με την πίστη, το θείο Λόγο και την αγάπη.

Και στη Βίβλο επίσης γίνεται λόγος για το διαλογισμό, αν και πιο πολύ έμμεσα. Στις νέες αποκαλύψεις δεν εμφανίζεται αυτός ο όρος αυτούσιος, αλλά μία σειρά άλλων παρεμφερών, όπως «εσωτερικός διάλογος», «εσωτερικός στοχασμός», «εσωτερική αυτοπαρατήρηση», «εσωστροφή», «απομόνωση και σιγή», «βύθισμα», «εσωτερι­κή συγκέντρωση», «αποκλεισμός από τον κόσμο», «κατάνυξη ή εσωτερικότητα της καρδιάς», όπως στα παρακάτω αποσπάσματα από την Μπέρτα Ντούντε: «Χρειάζεται μία ορισμένη αυτοσυγκέ­ντρωση για να μπορεί κανείς να ακούσει την εσωτερική φωνή, για­τί δεν εκφράζεται όσο κρατούν οι γήινες ασχολίες, πράγμα που ση­μαίνει ότι δεν γίνεται αντιληπτή από τον άνθρωπο. Μόνο εκείνος που αποσύρεται στον εσωτερικό του κόσμο θα μπορεί να την ακού­σει, καθώς ηχεί μόνο στα κατάβαθα της καρδιάς.

…Πρέπει ο καθένας να ανοίγει συζήτηση με τον εαυτό του κάθε τόσο και να υποβάλει σε κριτική τον ίδιο και τις πράξεις του».

«Ο μόνος τρόπος είναι με την ενδοσκόπηση, με την απομόνωση, την οποία ωστόσο μπορείτε να κατορθώσετε οπουδήποτε και οπο­τεδήποτε ανάλογα με τη θέληση που επιδεικνύετε. Και βέβαια, όσο λιγότερες εξωτερικές εντυπώσεις προσλαμβάνει κανείς, τόσο πιο βαθιά και απρόσκοπτη γίνεται αυτή η ενδοσκόπηση.

Για μια τέλεια σύνδεση μαζί Μου απαιτείται η πλήρης αποσύνδε­ση από κάθε μορφή ύλης. Γιατί Εγώ, ως καθαρό Πνεύμα ανέκαθεν, στέκομαι εκτός της ύλης και παρ’ όλο που η ύλη είναι στην ουσία στερεοποιημένη δύναμη που εκπήγασε από μέσα Μου, βρίσκεται πάντοτε ωστόσο σε μια ορισμένη απόσταση από Μένα.

Όποιος λοιπόν θέλει να Με αναζητήσει και να Με βρει, οφείλει προηγουμένως να αποσυνδεθεί με τη θέληση του από την ύλη. Επει­δή όμως παραμένει μέσα στον υλικό κόσμο κι έχει και ο ίδιος ένα υλικό περίβλημα, πρέπει να αποσυρθεί μέσα στον εσώτατο πυρήνα τον για να Με βρει. Τότε η πλήρης αποσύνδεση από την ύλη συμβαίνει από μόνη της, όταν τα φυσικά μάτια απομονώνονται με το κλείσιμο τους από κάθε εξωτερική εντύπωση και δεν προσλαμβά­νουν πια καμία υλική εικόνα. Γιατί οι εξωτερικές εικόνες αντικα­τοπτρίζονται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή και παρεμποδίζουν την ήρεμη παρατήρηση και την ένωση με το πνεύμα της. Πνεύμα και ύ­λη είναι αντίθετες έννοιες και πάντοτε θα βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Για να ενεργήσω άρα Εγώ μέσα σας ως αγνό Πνεύμα, χρειάζεται πρώτα να πραγματοποιήσετε αυτή την εσωτερική απο­σύνδεση από την ύλη και έτσι θα έρθετε πιο κοντά Μου. Δεν πρό­κειται όμως ποτέ να καταφέρετε την εσωτερική ένωση μαζί Μου, όσο τα μάτια και οι αισθήσεις σας θα αιχμαλωτίζονται από εξωτε­ρικά ερεθίσματα».

Σίγουρα ο λόγος που η έννοια του διαλογισμού απαντάται κυρί­ως κεκαλυμμένα και δευτερευόντως στη Βίβλο και στις νέες απο­καλύψεις, ενώ τον κεντρικό ρόλο τον παίζει η προσευχή, είναι ε­πειδή αυτό που προέχει είναι η ελεύθερη, συνειδητή επιλογή τον Θεού από τον άνθρωπο. Αυτή αποτελεί την κύρια προϋπόθεση για τη λύτρωση, και μετά έπεται η τελειοποίηση της ψυχής, τουλάχιστον για την πλειοψηφία των ανθρώπων που δεν είναι τόσο προχωρη­μένοι πνευματικά. Έτσι, ενώ η λύτρωση διδάσκεται στις εκκλη­σίες, η τελειοποίηση περισσότερο υποδηλώνεται έμμεσα μέσα α­πό άλλες έννοιες, και μόνο χάρη στους μυστικιστές υπήρξε περισ­σότερη διαύγεια σε αυτό το θέμα τους περασμένους αιώνες.

Με άλλα λόγια η εσωστροφή ή ο διαλογισμός δεν είναι αναγκαία προϋπόθεση για την απολύτρωση, που είναι το πρώτο που επιζητά να εξασφαλίσει κανείς. Για τη λύτρωση είναι καταρχάς απαραίτη­το να επιλέξει ο καθένας τον προσανατολισμό του. Σε ένα μετέ­πειτα στάδιο πλέον η στροφή προς το εσωτερικό προωθεί την πνευματοποίηση της ψυχής, την τελείωση και την ένωσή της με το Θεί­ο: «Η εσωτερικότητα της προσευχής ανοίγει την πόρτα της καρδιάς σας για Μένα, για να την ερευνήσω και να την καθοδηγήσω, ώστε να συνεχίσει να φέρνει την τάξη στο εσωτερικό της. Αυτό το κάνω με το να σας προτρέπω να αγαπάτε και δίνοντάς σας επίσης τη δύ­ναμη να είσαστε δραστήριοι σύμφωνα με το θέλημά Μου».

Επομένως απαιτείται μία ορισμένη απομόνωση από τον κόσμο και μία εσωτερικότητα, γι’ αυτό λέγεται άλλωστε: «εν πνεύματι και εν αληθεία δει προσκυνείν!» (Ιωάννης 4,24). Για να προσευχηθεί σωστά κάποιος και για να εισακουστεί, πρέπει να κλείνει τα σω­ματικά του μάτια και να στρέφει το βλέμμα προς την καρδιά του πνευματικά και αληθινά.

Η προσευχή μπορεί να θεωρηθεί περισσότερο ως το «ενεργητι­κό μέρος» της επικοινωνίας με τον Πατέρα, ενώ ο διαλογισμός γί­νεται σε αύξοντα βαθμό «παθητικός», καθώς προχωρεί στις διά­φορες βαθμίδες της αυτοσυγκέντρωσης, της ενδοσκόπησης, της ε σωστροφής και της αποδοχής της χάρης. Στην πραγματικότητα πολ­λοί άνθρωποι ασκούνται στις δύο πρώτες βαθμίδες έστω και ασυνείδητα, ενώ λίγοι μόνο φτάνουν στις δύο τελευταίες βαθμίδες στα ενδότατα της ψυχής. Αλλά και στη φάση αυτή ακόμα δεν πρέ­πει να παύει η επαγρύπνηση και ο έλεγχος, ώστε να μην αναδυ­θούν από το υποσυνείδητο απωθημένα ή ατακτοποίητα στοιχεία που μπορεί να δώσουν μία παραπλανητική εικόνα. Ο κίνδυνος αυ­τός αποσοβείται ουσιαστικά μόνο καθαρά από χάρη, όταν ο «δύ­της» δεν καταδύεται απλά στο υποσυνείδητο του, αλλά πραγματι­κά ο Κύριος τον επισκέπτεται στο κέντρο της καρδιάς του. Τούτο όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί με ασκήσεις ή τεχνικές διαλογι­σμού, καθώς τον καθοριστικό ρόλο παίζει η ένταση της αγάπης του διαλογιζόμενου. Ως εκ τούτου είναι ελάχιστοι αυτοί που μπορούν να πουν ότι είχαν μία φορά τέτοια πνευματικά βιώματα μετά από μία μύχια προσευχή ή διαλογισμό, οπότε τους χαρίστηκε ο τρίτος βαθμός όρασης.

Σαν συμπέρασμα, όλες αυτές οι πρακτικές διαλογισμού που α­ποσκοπούν σε μία τέτοια κατάδυση είναι ανεπαρκείς, από την ά­ποψη ότι μπορεί μεν να επηρεάζουν την ψυχή, αλλά σίγουρα όχι το Άγιο Πνεύμα, που «πνέει όπου θέλει». Ιδιαίτερα μάλιστα το να προσπαθεί κάποιος να αποκτήσει «αστρικές εμπειρίες», όπως γί­νεται στον υπερβατικό διαλογισμό, μπορεί να αποδειχθεί εξαιρε­τικά επιζήμιο, ενώ από την άλλη πλευρά δεν αποφέρει κανένα κέρ­δος για την πνευματοποίησή του. Είναι δυνατό απεναντίας να ο­δηγήσουν σε μία μόνιμη «μανία φυγής» της ψυχής και σε άρνηση ενεργής συμμετοχής στον κόσμο και στα καθήκοντα που απαιτεί. Έτσι, εάν τα βιώματα από το υποσυνείδητο είναι θετικά, πιθανόν η ψυχή να μη θέλει να επιστρέψει στα «εγκόσμια» ή στην αντίθε­τη περίπτωση που είναι αρνητικά, μπαίνει σε λειτουργία ένας μη­χανισμός απώθησης για να «ξεχαστούν», με συνέπεια ψυχικές δια­ταραχές που χωρίς εξωτερική βοήθεια είναι μάλλον αδύνατο να τεθούν υπό έλεγχο. Δεν είναι λίγες οι φορές που γίνεται επιπρό­σθετα κατάχρηση σε ψυχοτρόπες και ναρκωτικές ουσίες με σκοπό την επίτευξη -με οποιοδήποτε τίμημα- της περιλάλητης «διεύρυν­σης της συνείδησης», με παρεπόμενο μία πλήρη αβουλία και αυτοκαταστροφικότητα.

Από τα παραπάνω συνάγεται λογικά το συμπέρασμα ότι η προ­σευχή θα πρέπει να έχει την προτεραιότητα απέναντι στο διαλογι­σμό και επιπλέον να προηγείται κάθε φορά που θέλει κανείς να διαλογιστεί, μαζί με την παράκληση στον Ιησού για φως και προ­στασία. Έτσι κι αλλιώς μόνο όταν ο διαλογισμός γίνεται χριστοκεντρικά υπάρχει προστασία γιατί διαφορετικά δεν υπάρχει κάποιος άλλος παράγοντας για να προφυλάξει το διαλογιζόμενο.

Αλλά ακόμη κι αν ο διαλογιζόμενος έχει τη σωστή τοποθέτηση και προπαρασκευή, δεν πρέπει να ξεχνά τον αυτοέλεγχο- γιατί σε τελευταία ανάλυση τα αποτελέσματα του διαλογισμού δεν εξαρ­τώνται από τη μέθοδο που ακολουθεί αλλά από το επίπεδο της ωριμότητάς του. Γι’ αυτό και οφείλει να μην υπερεκτιμά τις δυνατότητές του αλλά να μένει ταπεινός, ώστε να έχει προστασία.

Για τον ίδιο λόγο όταν διαλογίζεται με βάση μία συγκεκριμένη μέθοδο ή μέσα σε μία ομάδα ανθρώπων είναι βασικό να ελέγχει προηγουμένως καλά τόσο τη μέθοδο όσο και τους συνδιαλογιζόμενους. Εξυπακούεται δε ότι λόγω των κινδύνων που αναφέρθη­καν πιο πάνω πρέπει να αποφεύγονται οι ασκήσεις με τα τσάκρα ή οι ασκήσεις για εξωσωματικές εμπειρίες της ψυχής.

Συνοψίζοντας, όποιος αντλεί ειρήνη, δύναμη και αυτογνωσία α­πό το διαλογισμό, μπορεί γι’ αυτόν να έχει θετική επίδραση το να τον ασκεί παράλληλα με την προσευχή, και να τον προωθεί στο δρόμο του. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει ο διαλογισμός να γίνεται σε βάρος των πρωταρχικών απαιτήσεων της ζωής, είτε εί­ναι εγκόσμιες είτε πνευματικές, γιατί τότε θα αναγόταν σε έναν αυτοσκοπό που δεν θα εξυπηρετούσε άλλο από τον εγωισμό και τη φιλαυτία. Αλλά με αυτό θα είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλε­σμα, καθώς η ψυχή δεν βρίσκει έτσι την ελευθερία και την πνευ­ματική πρόοδο, απεναντίας επέρχεται ένα τέλμα, αν όχι και οπι­σθοδρόμηση. γιατί λανθασμένες θεωρήσεις και πρακτικές μπορούν να ελκύσουν ακάθαρτα, χαμηλών κραδασμών πνεύματα που είχαν παλιότερα απωθηθεί με επιτυχία.

Ειδικά με το βαθύ διαλογισμό συντελείται ένα μεγάλο πνευμα­τικό άνοιγμα και για να είναι αληθινά αυτά που βιώνει ο διαλογιζόμενος, πρέπει να είναι γερά θεμελιωμένος στην αλήθεια του Θε­ού, το δε κριτήριο γι’ αυτό δεν το ορίζουμε εμείς οι άνθρωποι, αλ­λά ο Θεός με το Λόγο του. Πρέπει να είναι κανείς περισσότερο α­πό επιφυλακτικός με τον υπερβατικό διαλογισμό και τα αστρικά ταξίδια, δηλαδή ένα βαθύ διαλογισμό με ή χωρίς μάντραμ, όπου ε­πιδιώκεται συνειδητά η έξοδος της ψυχής από το φυσικό σώμα μέ­σα από πρακτικές τρανς ή αποκρυφισμού, ναρκωτικές ουσίες κ.ά. με σκοπό την απόκτηση υπερφυσικών ικανοτήτων.

Γύρω από τον πραγματικά επικίνδυνο κόσμο των δαιμονικών ό­ντων που απειλούν το διαλογιζόμενο έχουν καταθέσει τη μαρτυ­ρία τους οι μεγάλοι γιόγκι, οι αληθινοί διδάσκαλοι αυτού του ινδι­κού εσωτερικού δρόμου, και όπως αναφέρουν, είναι πολλοί που σκοντάφτουν και χάνονται ανεπανόρθωτα στο δρόμο αυτό.

Συγκεκριμένα ο κίνδυνος που ελλοχεύει την ψυχή που ταξιδεύ­ει έξω από το φυσικό της φορέα είναι να την εξαπατήσουν τα δαι­μονικά πνεύματα καθώς της στήνουν ένα φανταστικό σκηνικό για να πρωταγωνιστήσει. Έτσι την κολακεύουν και την βαυκαλίζουν με δήθεν προηγούμενες ενσαρκώσεις, όπου ήταν π.χ. κόρη του Φαραώ στην Αρχαία Αίγυπτο και είχε μυηθεί σε βαθύτερες γνώσεις… Και με τον τρόπο αυτό εξαπατάται και γίνεται υποχείρια όχι μόνο η ψυχή αυτή, αλλά και πολλοί εύπιστοι που αποδέχονται μετά τη διδασκαλία της.

Επειδή οι καιροί που ζούμε είναι κατά ιδιαίτερο τρόπο το πεδίο μάχης των δυνάμεων του καλού και του κακού, η πλάνη μεταμφιέ­ζεται συχνά με το μανδύα της φαινομενικής αλήθειας, αγάπης και θρησκευτικότητας και είναι πολλοί οι ανυποψίαστοι που πέφτουν στην παγίδα της. Γι’ αυτό ίσως είναι χρήσιμο να επαναλάβουμε άλ­λη μία φορά ότι η ενδόμυχη προσευχή μέσα από την καρδιά που γίνεται πνευματικά και αληθινά είναι υπεραρκετή για αυτόν που πιστεύει, αν και δεν πρέπει κανείς να φορτίζεται κάθε φορά με υ­ψηλές προσδοκίες. Αρκεί απλά να μιλάει εγκάρδια σαν παιδί με τον πατέρα Ιησού Χριστό και είναι βέβαιο ότι θα αμειφθεί ουσια­στικά με ό,τι χρειάζεται για να είναι βέβαιη, ασφαλής και ειρηνι­κή η ψυχή του. Ας ακούσουμε και πάλι τι έχει να πει η Μπέρτα Ντούντε:

«Σας το έχω υποσχεθεί ότι αρκεί να προσεύχεστε σωστά, με άλ­λα λόγια πνευματικά και αληθινά, για να ακούσω και να εισακού­σω την προσευχή σας. Δεν πρέπει ωστόσο να περιμένετε ότι θα βιώ­σετε υπερφυσικές καταστάσεις, ότι παραδείγματος χάρη θα μπο­ρείτε να ακούσετε τον ήχο της φωνής Μου. Αλλά κάθε σκέψη που αναδύεται μέσα σας μετά από μία βαθιά προσευχή είναι η απάντη­ση Μου και είναι βέβαιο ότι τότε θα έχετε καλές μόνο σκέψεις που δεν θα μπορούν να έχουν προέλθει από καμία άλλη πηγή εκτός α­πό τη δική Μου».

Είναι γνωστό ότι όταν η προσευχή φθάσει σε ένα ορισμένο βαθ­μό, ο άνθρωπος δεν προσεύχεται πια μόνος του, αλλά αισθάνεται να προσεύχεται μαζί του μία μεγάλη δύναμη που καθοδηγεί τις σκέ­ψεις του. Και όσο απλώνεται η αίσθηση της γαλήνης και αγαλλία­σης, τόσο υποχωρεί η έλλογη προσευχή για να πάρει τη θέση της ένας ήρεμος διαλογισμός και ενατένιση.

Για να επανέλθουμε στο αρχικό θέμα του γιόγκα, θα πρέπει να παραδεχτούμε, ότι στα μάτια ενός αληθινού γιόγκι αυτό που εφαρ­μόζεται με το ίδιο όνομα στη Δύση είναι καταγέλαστο, γιατί είναι μόνο μία ακρωτηριασμένη μορφή του, καθότι το γιόγκα είναι στην ουσία θρησκεία.

Ο δυτικός άνθρωπος ξεχνά επίσης ότι στην Ινδία προσφέρονται πολλοί και διαφορετικοί δρόμοι για την ολοκλήρωση. Το Μπάκτι γιόγκα για παράδειγμα, είναι ο δρόμος της αγάπης και της αφοσί­ωσης στον Θεό. Υπάρχουν όμως επίσης άλλες μέθοδοι που επιδιώ­κουν να επιτύχουν με τη βία την πνευματική πρόοδο και δεν ενδια­φέρονται να συμπορευτούν με τη «θεία χάρη». Μέσω της πολύ αυ­στηρής ασκητικής πειθαρχίας ο ασκούμενος γίνεται φαινομενικά κύριος μιας τεράστιας θέλησης και με την καλλιέργεια των εσωτε­ρικών ικανοτήτων πιθανόν να φθάσει επίσης στην απελευθέρωση και στην ένωση με το θείο. Στην πραγματικότητα όμως και εδώ λει­τουργεί, έστω και «κρυφά» η θεία χάρη, γιατί δίχως αυτήν ο άνθρω­πος δεν θα πετύχαινε απολύτως τίποτα. Η αγάπη του Θεού είναι τόσο απέραντη που αγκαλιάζει ακόμη κι εκείνον που τον αρνείται, αρκεί το γεγονός ότι αναζητεί να ελευθερωθεί από την υλική διά­σταση. Το καλύτερο παράδειγμα για του λόγου το αληθές ίσως είναι ο δρόμος του Βούδα, ο οποίος δεν ανεγνώριζε μεν τον Θεό – παρά μό­νο το νόμο – κι ωστόσο έφθασε στον ποθητό γι’ αυτόν στόχο.

Βέβαια είναι ενδιαφέρον να παρατηρηθεί ότι πολύ συχνά ο Βού­δας συγκρίνεται με τον Ιησού Χριστό. Όμως για το σύγχρονο άν­θρωπο η πιο οφθαλμοφανής διαφορά τους είναι η εξής: ο Βούδας δεν θέτει καν το ερώτημα της ύπαρξης ενός Θεού, αντίθετα βαδί­ζει την οδό της απελευθέρωσης χωρίς θεϊκή συνδρομή. Έτσι για το βουδισμό ο άνθρωπος στηρίζεται σε τελευταία ανάλυση μόνο στον εαυτό του για τη σωτηρία του, ενώ ο Ιησούς διδάσκει τη σω­τηρία ως θείο δώρο και επαγγέλλεται τη βασιλεία του Θεού.

Το γεγονός είναι πάντως ότι για το μέσο Ευρωπαίο στις συνθή­κες που ζει στην Ευρώπη οι ασιατικές ασκητικές μέθοδοι είναι α­κατάλληλες, γιατί πολύ απλά δεν είναι εφαρμόσιμες στη ζωή της Δύσης. Γι’ αυτό όποιος θέλει να αγιάσει στην Ευρώπη μόνο με τη δική του θέληση θα διαπιστώσει σύντομα ότι αυτό είναι αδύνατο και εφόσον είναι ειλικρινής θα το παραδεχτεί.

Ένα πλατιά διαδεδομένο φαινόμενο της εποχής είναι επίσης οι αυτόκλητοι δάσκαλοι ή καθοδηγητές που αποκτούν οπαδούς με­ταξύ των αδαών ή των ευκολόπιστων χρησιμοποιώντας έννοιες και όρους των ανατολικών θρησκειών που για τους ανθρώπους της Δύ­σης έχουν μία μυστικιστική χροιά. Για να περιβληθούν με την ανά­λογη αύρα αυτοδιαφημίζονται ως «διδάσκαλοι της ζωής», ένας ι­σχυρισμός που σίγουρα είναι υπερβολικός, γιατί ο χαρακτηρισμός αυτός απαιτεί την πλήρη υπέρβαση του υλικού κόσμου και προϋ­ποθέτει ότι ένας τέτοιος άνθρωπος έχει φτάσει τουλάχιστον στην αναγέννηση της ψυχής.

Αλλά αρκεί κανείς να παρατηρήσει προσεκτικά αυτούς τους υ­ποτιθέμενους δασκάλους, για να διαπιστώσει αν πράγματι έχουν υπερβεί αυτόν τον κόσμο. Ορισμένες περιπτώσεις Ινδών γκουρού, που όταν βρέθηκαν στη Δύση υπέκυψαν στα δέλεαρ του υλικού κό­σμου, είναι ένα εύγλωττο, στην ουσία τραγικό, παράδειγμα.

Εδώ θα αναρωτηθεί κανείς εύλογα, τι συμβαίνει με τους αυθε­ντικούς «διδασκάλους της ζωής», που βάδισαν πράγματι την ατρα­πό της αυθυπέρβασης ως το τέλος της, τους γιόγκι φερ’ ειπείν που κατέκτησαν πράγματι την αναγέννηση της ψυχής. Ας δούμε τι έ­χουν να μας πουν σχετικά οι εξηγήσεις στην Ντούντε:

«Είναι ένα επαναλαμβανόμενο ερώτημα το γιατί δεν φέρνω τη γνώση σχετικά με τον Ιησού και το απολυτρωτικό του έργο σε εκεί­νους που εργάζονται με κάθε σοβαρότητα και συνέπεια για την τε­λείωση τους, αλλά ανήκουν σε διαφορετικές πνευματικές κατευθύν­σεις. Είναι άνθρωποι που δεν ασπάζονται μεν την πίστη στην απο­στολή Του, όμως είναι αδιαμφισβήτητο ότι καταβάλλουν μία ειλι­κρινή προσπάθεια να τελειοποιηθούν στην παρούσα ζωή. Αναγνωρίζουν ότι υπάρχει υπεράνω ένα υπέρτατα σοφό, πα­νάγαθο και παντοδύναμο Ον και προσπαθούν να κερδίσουν την εύνοιά του με την αυταπάρνηση, τον ασκητισμό και την προσφορά αγάπης προς τους συνανθρώπους τους. Επιπλέον είναι πρόθυμοι να επωμιστούν τον πιο δύσκολο επίγειο βίο για χάρη της τελείωσης τους, αλλά ως επί το πλείστον απομονώνονται από τους άλλους αν­θρώπους.

Οι άνθρωποι αυτοί γνωρίζουν επίσης για τον Ιησού, αν και κα­ταρχάς μόνο για τον άνθρωπο Ιησού που αναγκάστηκε να αφήσει τη ζωή Του στο σταυρό και άρα το θέμα αυτό δεν τους είναι άγνω­στο. Θα ήταν κανονικά καθήκον τους να ασχοληθούν με το πρόσω­πο Του, ιδίως εφόσον θέλουν να αναγνωρίζονται ως διδάσκαλοι των συνανθρώπων τους, ανάμεσα στους οποίους προεξάρχονν λόγω της γνώσης τους.

Άλλωστε τους είναι γνωστή η ιστορία του ανθρώπου Ιησού και τι υπέστη από ανθρώπινη άποψη. Κάθε φορά δε που ενσαρκώνεται στη Γη μια φωτεινή οντότητα που δεν βαρύνεται από την πρώτη πτώση, αλλά κατέρχεται στη Γη για τους σκοπούς μίας αποστολής, γνωρίζει επίσης την αλήθεια για τον Ιησού Χριστό.

Αυτό το θέμα θα έπρεπε να τους απασχολήσει επίσης τους αν­θρώπους αυτούς που αγωνίζονται για την αυτολύτρωσή τους. και στο θέμα αυτό Εγώ θα τους προσφέρω πάντα τη βοήθειά Μου, δε­δομένου ότι Με αναγνωρίζουν και άρα έχουν αποβάλλει κάθε αντί­σταση απέναντι Μου. Τη λύτρωση όμως από το πρωταρχικό αμάρ­τημα πρέπει να την ζητήσουν από τον Ιησού Χριστό, για να μπορεί να τους δοθεί. Είναι σίγουρο ότι όποιος θέλει ειλικρινά να Με βρει δεν θα δυσκολευτεί να φτάσει στη συνειδητοποίηση του ποιος είναι ο Ιησούς, διότι η μοναδική Μου επιδίωξη είναι να προσφέρω την πιο καθαρή αλήθεια στους ανθρώπους.

Με τα προηγούμενα εννοώ εκείνους που θεωρούνται σοφοί και αποτελούν υπόδειγμα για τους υπόλοιπους ανθρώπους, που μπο­ρούν από μόνοι τους να περνούν σε μία κατάσταση ενόρασης και έχουν την ικανότητα να εξέρχονται από το σώμα τους. Αυτοί λοι­πόν θα μπορούσαν κάλλιστα να αναγνωρίσουν επίσης ποια ήταν η αποστολή του ανθρώπου Ιησού, φθάνει να το ήθελαν, καθώς Εγώ τους βοηθώ πάντοτε να αναγνωρίσουν την αλήθεια. Αλλά οι ίδιοι μένουν κλειστοί μπροστά σε αυτήν ακριβώς την αλήθεια, παρά την επιθυμία τους να φτάσουν τον εαυτό τους στη μέγιστη τελειοποίη­ση. Για το λόγο αυτό άλλωστε θα είναι μικρή η απήχηση του χριστιανισμού στο χώρο αυτό και κατά συνέπεια ούτε θα αναγνωρίζε­ται η ενανθρώπισή Μου μέσα στον Ιησού.

Παντού στον κόσμο υπάρχουν ενσαρκωμένες φωτεινές οντότητες, ιδίως την τελευταία εποχή πριν το τέλος και το Πνεύμα Μου μπορεί να τους αποκαλύψει ποια σημασία έχει το λυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού. Γιατί η αποστολή τους είναι να φέρουν το Ευαγγέλιο στους ανθρώπους και να τους διδάσκουν τη δύναμη που έχει η αγάπη, η α­ληθινή μίμηση του Ιησού, που έπρεπε να περάσει από την αγάπη και τον πόνο προκειμένου να ολοκληρώσει το απολυτρωτικό Του έργο. Με κριτήριο την αγάπη τους θα αξιολογηθούν οι άνθρωποι, εκείνοι δε που ζουν με αγάπη θα καταφέρουν εύκολα να αναγνωρίσουν την αλήθεια. Έτσι θα Με αναγνωρίσουν μέσα στον Ιησού, όταν αφήσουν το πεδίο της Γης και βρεθούν στο υπερκόσμιο βασίλειο και τότε θα Με παρακαλούν για λύτρωση από την πρωταρχική ενοχή…»

«Φαίνεται ακατανόητο ότι μπορεί μία φωτεινή οντότητα που εν­σαρκώνεται στη Γη να μην εκπληρώσει την αποστολή για την οποία κατήλθε στον υλικό κόσμο. Κάθε ον όμως έχει τη δική του ελευθε­ρία βούλησης, στην οποία δεν ασκώ ποτέ βία και ως εκ τούτου μία τέτοια φωτεινή οντότητα έχει τη δυνατότητα να ασχοληθεί με τις δι­δασκαλίες της συγκεκριμένης θρησκείας με την οποία μεγάλωσε και αυτές βρίσκονται σε μεγάλη αντίθεση με την αλήθεια. Βέβαια όταν κατορθώσει ένας τέτοιος άνθρωπος να βρεθεί σε μία κατάσταση φώτισης, του προσφέρεται η αλήθεια, αλλά δεν πιέζεται με κανένα τρόπο να ασπαστεί αυτά που αντιλαμβάνεται τότε.

Μία φωτεινή οντότητα που έρχεται ως άνθρωπος στη Γη πρέπει να παλέψει επίσης ως άνθρωπος με τις υφιστάμενες εσφαλμένες δι­δασκαλίες, τις οποίες μπορεί κάλλιστα να αναγνωρίσει. όμως εάν δεν θέλει να το κάνει, η ελευθερία της βούλησης του πρέπει να είναι σεβαστή.

Οι άνθρωποι αυτοί κατέχουν μία υψηλή γνώση και γνωρίζουν ε­πίσης για διάφορα μυστικά της δημιουργίας. Επειδή όμως νομίζουν ότι απέκτησαν από μόνοι τους τις γνώσεις τους, είναι της γνώμης ό­τι έχουν το δικαίωμα να απαιτούν μία αδιαμφισβήτητη αναγνώρι­ση εκ μέρους όσων θέλουν να διδαχτούν από αυτούς.

Καθώς λοιπόν αντιπροσωπεύουν μία τελείως διαφορετική πνευ­ματική κατεύθυνση, η οποία αρνείται την πίστη στον Ιησού Χριστό, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο ότι κι αυτές ακόμη οι φωτεινές οντό­τητες αποτυγχάνουν σε αυτό το ένα σημαντικό σημείο. Έτσι μπο­ρούν να μυήσουν μεν τους μαθητές τους σε όλα όσα γνωρίζουν οι ί­διοι, όμως δεν εκπληρούν την αποστολή τους που είναι να διδάξουν το λυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού. Υπάρχουν ωστόσο λίγες εξαι­ρέσεις που αποδεσμεύτηκαν από το πλαίσιο της πνευματικής κα­τεύθυνσης που πρεσβεύουν και πλέον έχουν τη χάρη να είναι πεπει­σμένοι για τη θεϊκότητα του Ιησού, γιατί τη βιώνουν εσωτερικά.

Η πιο συνηθισμένη περίπτωση όμως είναι ότι η πορεία στη Γη δεν αποφέρει την πλήρη τελείωση σε αυτές τις φωτεινές οντότητες (σ.τ.μ. που δεν αναγνωρίζουν την αποστολή τους) · πάντως ούτε και είναι δυνατό να πέσουν πιο χαμηλά, αντίθετα μάλιστα δεν παύουν να προσφέρονται να επαναλάβουν άλλη μία φορά το γήινο δρόμο. Ε­πιπλέον, τα φωτεινά όντα που ενσαρκώνονται στη Γη δεν έχουν α­νάμνηση της προηγούμενης υπόστασής τους. Έτσι πιστεύουν είτε ότι βρίσκονται για πρώτη φορά στη Γη ή ένεκα της θρησκείας τους υποθέτουν ότι έχουν ενσαρκωθεί επανειλημμένα, πράγμα που στη δική τους περίπτωση μπορεί και να είναι σωστό. όμως απορρίπτουν επίμονα την ιδέα της λύτρωσης από τον Ιησού, γιατί πιστεύουν στην αυτολύτρωση χάρη στη δική τους θέληση και με τη δική τους δύναμη.

Και η πεποίθηση αυτή τους καθιστά ανίκανους να εργαστούν για τον Ιησού Χριστό και να διδάξουν την ενανθρώπισή Μου σε Αυτόν. Επειδή λοιπόν η θέλησή τους είναι ελεύθερη, μπορούν να διδάσκουν ελεύθερα τη διδασκαλία αυτή που καθοδηγεί τον άνθρωπο να αγω­νίζεται από μόνος του, να υπερβαίνει επίσης το εγώ του και να πα­λεύει με τον εαυτό του, πράγμα που μπορεί να είναι πολύ ωφέλιμο, όμως αφήνει άγγιχτο το πιο σημαντικό από όλα, το θέμα της λύτρωσης μέσω του Ιησού Χριστού…

Υπάρχει όμως ο κίνδυνος άλλοι άνθρωποι που γνωρίζουν τον Ιη­σού Χριστό να ενστερνίζονται τις θεωρήσεις αυτών των δασκάλων, οπότε θυσιάζουν δηλαδή τη δική τους πεποίθηση για χάρη των σο­φών από άλλες χώρες. Έτσι διατρέχουν τον κίνδυνο να αποποιη­θούν αυτό που είχαν ήδη στην κατοχή τους και επίσης να δεχτούν να τους διδάξουν «αόρατοι δάσκαλοι», «καθοδηγητές από το υπερ­πέραν», οι οποίοι έχουν περάσει στον άλλο κόσμο μέσα σε αυτή την άγνοια. Γιατί η βούλησή τους παραμένει ανεπηρέαστη και στον άλ­λο κόσμο όσο αντιστέκονται εσωτερικά στην ιδέα ότι ο Ιησούς κα­τείχε μία ξεχωριστή θέση, ότι δηλαδή μέσα Του έκρυβε Εμένα τον Ίδιο. Τούτο όμως συμβαίνει πολύ σπάνια, δεδομένου ότι οι φωτει­νές οντότητες δεν αργούν (σ.τ.μ. όταν επιστρέψουν στον άλλο κό­σμο) να αναγνωρίσουν την αλήθεια.

Όποιος όμως ισχυρίζεται ότι είναι ένας «αναληφθείς διδάσκα­λος», χρησιμοποιεί απλά αυτό το όνομα για να σας παραπλανήσει, γιατί από τη δική Μου την πλευρά θα διδάσκεστε μόνο μέσω του πνεύματος, το οποίο σας μεταδίδει την απόλυτη αλήθεια. Οι οντό­τητες που σας διδάσκουν κατ’ εντολή Μου δεν είναι εντεταλμένες από Μένα να σας φανερώνουν το όνομά τους. Επιπλέον, οι «αναλη­φθέντες διδάσκαλοι» μεταδίδουν τη γνώση τους σε έναν άνθρωπο μόνο όταν είναι σε μία κατάσταση όπου δεν έχει τον έλεγχο της βού­λησης του, όπου λειτουργεί δηλαδή ως διάμεσο. Αλλά στην κατά­σταση της αβουλίας δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι κυριαρχείται α­πό καλές δυνάμεις…

Συνεχώς σας επισημαίνω ότι μόνο το Πνεύμα που εκπορεύεται α­πό Μένα σας διδάσκει σωστά· και αυτό δεν σας αφήνει να χάσετε το δρόμο σας, το δε γνώρισμά του είναι το λυτρωτικό έργο του Ιησού και η ενανθρώπιση Μου μέσα σε Αυτόν. Επομένως αυτό είναι το μό­νο που σας εγγυάται την αλήθεια…

Γι’ αυτό σας προειδοποιώ για τους κινδύνους που διατρέχετε αν ασπασθείτε γνώσεις από εκείνους που σίγουρα διαθέτουν υψηλό­τατη εγκεφαλική αντίληψη και μπορούν επίσης να σας διαφωτίσουν για μυστήρια της δημιουργίας, όμως δεν γνωρίζουν για τον Ιησού και το λυτρωτικό Του έργο. Τότε εσείς που ενώ κατείχατε τη γνώ­ση την απαρνηθήκατε κάτω από την επιρροή τους, πηγαίνετε πάλι πολύ πίσω. Οι δάσκαλοι αυτοί είναι πολύ στενά δεμένοι με τη θρη­σκεία τους, επιπλέον δε η βούληση τους είναι ελεύθερη κι έτσι ούτε σε αυτούς ασκώ πίεση, παρ’ όλο που κατέβηκαν στη Γη με μία α­ποστολή: να διαδώσουν την αλήθεια… Μα μόλις φύγουν από τη Γη στην πλειοψηφία τους αναγνωρίζουν την αλήθεια και μπορούν τό­τε να διδάξουν την ανόθευτη αλήθεια και από τον ουρανό».

Πνευματική καθοδήγηση και δάσκαλοι

Πριν κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό αξίζει να σταθούμε σε ένα φαινόμενο που είναι κοινό σε όλες τις θρησκείες και τις παραθρησκείες, αυτό της πνευματικής καθοδήγησης. Εδώ θέλουμε να ανα­φέρουμε τόσο την αναγκαιότητα πνευματικής καθοδήγησης όσο και τις αρνητικές πλευρές της. Γενικά, κάθε μορφής καθοδήγηση ή ηγεσία κρίνεται με κριτήριο το αν οδηγεί ή όχι τον άνθρωπο σε μεγαλύτερη ελευθερία, ωριμότητα και αυτογνωσία, δηλαδή ανα­γνώριση της ταυτότητάς του (φυσικά όχι με την έννοια της εγωιστι­κής «αυτοπραγμάτωσης» που διαφημίζουν διάφορες ψυχοθερα­πείες και πολλές νεοεποχιακές θεωρίες).

Από τη χριστιανική σκοπιά που μας ενδιαφέρει εδώ το κύριο κριτήριο είναι το εάν πραγματικά ο άνθρωπος καθοδηγείται να βρει τον προσωπικό του δρόμο, για τον οποίο έχει έρθει στη Γη. Το δεύ­τερο κριτήριο είναι το εάν ο καθοδηγητής (ή ο «δάσκαλος») πραγ­ματικά οδηγεί στον Χριστό, εάν βοηθά στα δύσκολα σημεία του δρόμου ή παρεμβάλλει τον εαυτό του και έτσι παραγκωνίζει τον Χριστό, «αλλά ένας είναι ο δάσκαλος σας, ο Χριστός» (Κατά Ματ­θαίο 23,8). Έτσι μπορεί για παράδειγμα, εάν ο οδηγός έχει άγνοια ή είναι κακόβουλος, να κάνει κακό στους οδοιπόρους, να τους οδη­γήσει σε μόνιμη εξάρτηση από το άτομό του ή να τους προκαλέσει ψυχικές βλάβες.

Το ίδιο βέβαια ισχύει επίσης για μία ομάδα, που λόγω της ιδεο­λογίας της ή της αυτοεκτίμησής της, δηλαδή της θεώρησης που έ­χει για τον εαυτό της, εκμεταλλεύεται τα μέλη της. Τούτο μπορεί να γίνεται από άγνοια ή από απειρία στην καλύτερη περίπτωση, αλλά και εσκεμμένα, προκειμένου να τα κάνει χρησιμοποιώντας ορισμένες ψυχαναγκαστικές μεθόδους, υποχείρια στους σκοπούς της ή στην ηγεσία της. Τότε όσο περισσότερο οι ηγέτες επεμβαί­νουν στον ψυχισμό των οπαδών, τόσο πιο εύκολα γίνεται η χειραγώγησή τους. Σε αυτό συντείνουν οι κάθε είδους ψυχολογικές προ­βολές των οπαδών και τα άλυτα ψυχικά τους προβλήματα που παί­ζουν ένα μεγάλο -συνήθως ασύνειδο- ρόλο και έτσι μπορούν να λειτουργήσουν ως μοχλοί για την άσκηση ψυχολογικής πίεσης στη σχέση δασκάλου-μαθητή.

Βασικά, όπου έχουμε να κάνουμε με οποιαδήποτε μορφή ηγε­σίας θα πρέπει να εξετάζονται τα άδηλα ψυχολογικά κίνητρα που υποκινούν τις ανθρώπινες ενέργειες. Αυτά είναι κατά κύριο λόγο η αναζήτηση αγάπης και αναγνώρισης από το περιβάλλον, η σε­ξουαλικότητα, η τάση του ανθρώπου να υπηρετήσει τα ιδανικά του, η αναζήτηση του Απόλυτου, αλλά και παράγοντες που προ­καλούν άγχη ή φόβο, η ροπή σε σχέσεις εξάρτησης ή υποταγής, ή η αποφυγή ανάληψης προσωπικής ευθύνης. όλα αυτά μπορούν να οδηγήσουν στην υποτέλεια και την εκμετάλλευση. Αυτό βέβαια ι­σχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό όταν η κυρίαρχη ιδεολογία της οργάνωσης της ομάδας προπαγανδίζει ή και απαιτεί την υποτα­γή.

Σε γενικές γραμμές όποιος επιλέγει να πορευτεί με έναν πνευματικό οδηγό ή με μία οργάνωση συνήθως προσχωρεί σε μία κοι­νότητα από ομοϊδεάτες. Σε πολλές περιπτώσεις αλλάζει ριζικά τη μέχρι τότε ζωή του, τις συναναστροφές, τις ασχολίες του κ.λπ. με αποτέλεσμα συχνά να βρίσκεται εξαρτημένος επίσης κοινωνικά και οικονομικά από την οργάνωση ή τον αρχηγό, πράγμα που μπο­ρεί να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη εκμετάλλευση. Ευνόητα, στο πλαίσιο αυτό και σε πλήρη αντίθεση με το λόγο του Ιησού «ένας είναι ο δάσκαλος σας», καθοδηγητές, δάσκαλοι και γκουρού πε­ριβάλλονται αυθαίρετα με θεϊκές ή σχεδόν θεϊκές εξουσίες.

Ιδίως εκεί όπου ιδεολογικά στοιχεία ταυτίζονται με τα πρόσω­πα των ηγετών, η αφοσίωση στα ιδανικά και η αφοσίωση στον πνευ­ματικό αρχηγό καταλήγουν σε ένα επικίνδυνο μείγμα. Η πνευμα­τική καθοδήγηση είναι όμως θεμιτή μόνο όταν οδηγεί τον άνθρω­πο στον εαυτό του, στο συνάνθρωπο του και στον Θεό. ‘Οταν οι σκοποί της είναι άλλοι -ασυνείδητα ή εσκεμμένα- οδηγεί σε ανε­πίτρεπτους δρόμους.

Ένα ιδιαίτερο φαινόμενο είναι αυτό που προκύπτει όταν άνθρω­ποι της Δύσης ασπάζονται θρησκευτικά πιστεύω που, από πολιτι­σμική άποψη τους είναι τελείως ξένα. Στην Ευρώπη για παράδειγ­μα, ένα μέρος της κουλτούρας είναι η δημοκρατική παιδεία και μία κριτική στάση απέναντι στην εξουσία! Όταν λοιπόν μεταφυτεύο­νται θρησκευτικοί καθοδηγητές που προέρχονται από πολιτισμούς που τους χαρακτηρίζουν εξουσιαστικές, ιεραρχικές και πατριαρ­χικές δομές, συμβαίνει συχνά οι Ευρωπαίοι, που δεν είναι εξοι­κειωμένοι με τέτοιες μορφές, να υποκύπτουν εύκολα στην αυθε­ντία του δασκάλου. Το παρατηρημένο αυτό φαινόμενο έχει αναμ­φισβήτητα και μία βαθύτερη «μυστικιστική» αιτία.

Η βασική λειτουργία των δασκάλων της Ανατολής είναι να κα­θοδηγούν στο διαλογισμό και να διδάσκουν τεχνικές μεταβολής της συνείδησης. Αυτό τους προσδίδει ιδιαίτερη εξουσία πάνω στους μαθητές τους κι έτσι το ενδεχόμενο εκμετάλλευσης ή χειραγώγη­σης των μαθητών είναι πολύ μεγάλο.

Επιπλέον, είναι αρκετά μεγάλες και οι πιθανότητες να πέσει ο μαθητής σε ένα δάσκαλο αμφίβολης ποιότητας. Οι ίδιοι οι εκπρό­σωποι των ανατολικών διδασκαλιών υποδεικνύουν ότι ο γκουρού παρουσιάζεται όταν ο μαθητής είναι έτοιμος και ώριμος γι’ αυτόν. Ο καθένας βρίσκει «τον γκουρού που του αξίζει και που ανταπο­κρίνεται στην καρμική του προδιάθεση».

Σύμφωνα με τα αναγνωρισμένα κριτήρια των ασιατικών παρα­δόσεων, ο «αυθεντικός» γκουρού δεν επιτρέπεται να ενδιαφέρε­ται για χρήματα ούτε να αναζητεί ο ίδιος να προσηλυτίσει οπαδούς. Ο διψασμένος πηγαίνει στην πηγή, όχι αντίστροφα. Όμως ο πλού­τος και η ανυπομονησία της Δύσης έχουν υποσκάψει αυτές τις βα­σικές αρχές.

Από την άλλη πλευρά είναι παρατηρημένο ότι ενώ η έλξη που α­σκούν αρκετοί γκουρού ξεπερνά τα όρια του ινδουισμού, οι ίδιες οι διδασκαλίες τους δεν είναι θρησκευτικά ουδέτερες ούτε στή­νουν γέφυρες μεταξύ των θρησκειών, αλλά πρέπει να έχουμε πά­ντα υπόψη ότι οι διδασκαλίες τους είναι κατά βάση ινδουιστικές.

Δεν έχουμε τη δυνατότητα εδώ να εμβαθύνουμε στους διάφο­ρους τύπους γκουρού- για την έρευνά μας έχει ενδιαφέρον ωστό­σο να αναφερθούμε ειδικά σε δύο από αυτούς και ο αναγνώστης θα μπορεί να βγάλει μόνος του τα συμπεράσματά του για την αυτοεκτίμησή τους και το περιεχόμενο των διδασκαλιών τους.

Μία ιδιαίτερη σημασία για τη σωτηρία της ανθρωπότητας απο­δίδεται στον ινδουισμό στον γκουρού Αβατάρα. Αβατάρα σημαί­νει «κάθοδος» και εννοεί την επίγεια εμφάνιση ενός θεού με σκο­πό να επαναφέρει τη διαταραγμένη κοσμική τάξη. Ο Sathya Sai Baba θεωρείται επιπλέον ως «ολικός Αβατάρα» κατά το πρότυπο του Κρίσνα και ισχυρίζεται ότι στο πρόσωπο του ενώνονται όλες οι θρησκείες και ενσαρκώνονται όλοι οι ιδρυτές θρησκειών. Στην πραγματικότητα αυτός ο ιδιότυπος σωτήρας-γκουρού παραγκωνί­ζει όλους τους ιδρυτές θρησκειών, τους υποβιβάζει σε παρωχημέ­νες μορφές του παρελθόντος και ανάγει τον εαυτό του σε αντικεί­μενο προσωπολατρίας και σε ιδρυτή μιας νέας θρησκείας, του σαϊσμού.

Μία άλλη χαρακτηριστική επίσης περίπτωση είναι ο Rajneesh Chandra Mohan «Bhagwan» (ο «μεγαλειώδης», ο «θεϊκός») ή «Osho» (αρχικά τίτλος τιμής για τους Μποντιντάρμα) που επίσης ισχυ­ριζόταν ότι επιτελούσε μία αποστολή σωτηρίας ως συνεχιστής του Βούδα και του Ιησού. Ο Rajneesh εκπροσωπούσε κυρίως την ταντρική μέθοδο με την οποία επιδιώκεται η αφύπνιση ζωτικών δυ­νάμεων μέσω της εκδίπλωσης της κουνταλίνι, με το διαλογισμό των τσάκρα και με shaktipat (μεταβίβαση ενέργειας από τον γκουρού προς το μαθητή με την επαφή, το βλέμμα κ.λπ.) με σκοπό την από­κτηση «εμπειριών φωτισμού». Ο ταντρικός τύπος δασκάλου καλ­λιεργεί μία στενή, συχνά συμβιωτική σχέση με τους μαθητές του, ώστε είναι εύκολο να αναπτυχθεί παράλληλα η σεξουαλική σχέση μεταξύ τους. Στη Δύση οι αρχές του τάντρα βρίσκουν εφαρμογή κατά κύριο λόγο στο χώρο των ψυχοσωματικών ενεργειακών θε­ραπειών και στη διαπροσωπική ψυχολογία.

Στο σημείο αυτό θα κάνουμε μία μικρή παρένθεση για να ανα­φερθούμε στη διαπροσωπική ψυχοθεραπεία επειδή μπορεί να θε­ωρηθεί ως το πιστεύω του New Age και μια βασική πηγή έμπνευ­σης για το χώρο αυτό.

Η θεωρία στην οποία στηρίζεται είναι ότι ο άνθρωπος μπορεί να βρει την πλήρη πραγμάτωσή του μόνο μέσα από εμπειρίες που υ­περβαίνουν την προσωπική του σφαίρα, μέσα από τη βίωση της ε­νότητας με τη Φύση, με τον Θεό, με τον κόσμο και μέσω της εξά­λειψης των ατομικών περιορισμών. Ως πιο σημαντικός εκπρόσω­πος θεωρείται ο Τσαρλς Ταρτ. Στο πρώτο τεύχος του Journal of Transpersonal Psychology (άνοιξη 1968) οι σκοποί της περιγράφο­νται ως εξής: «Η εμπειρική επιστημονική μελέτη των εκδιπλούμενων ατομικών και ειδικών ανθρώπινων μετααναγκών των βασι­κών αξιών, της συμπαντικής συνείδησης, των κορυφαίων βιωμά­των («peak-experiences»), των αξιών Β (ένας όρος του Μάσλοου για τις αξίες της ζωής), της έκστασης, του μυστικιστικού βιώματος, του θείου, της ύπαρξης, της αυτοπραγμάτωσης, της ουσίας, της ευ­δαιμονίας, του θαύματος, του υπέρτατου νοήματος, της υπέρβασης του εγώ, της πνευματικότητας, της ενότητας, της κοσμικής συνειδητότητας της συνεργίας ως συνδυασμένης άρα ενισχυμένης δρά­σης, της εντονότερης διανθρώπινης συνάντησης, της ιεροποίησης της καθημερινότητας, των υπερβατικών φαινομένων, του χιούμορ ως παιχνιδιού χαρακτηριστικού του κόσμου, της ακρότατης αίσθη­σης των αισθήσεων…»

Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό αξίζει να παρουσιαστεί μία άλλη μετάδοση από τις 29.8.1950 στην Μπέρτα Ντούντε για το ψυχολο­γικό – πνευματικό υπόβαθρο και τις σχέσεις που συνδέουν μαθη­τές και δασκάλους: «Οι άνθρωποι άγονται και φέρονται χωρίς να προβάλλουν την παραμικρή αντίσταση. Ήρθαν στον κόσμο ως όντα ικανά να ζουν και να σκέφτονται και την ικανότητα αυτή οφεί­λουν να την χρησιμοποιήσουν για να εξελιχθούν προς ανώτερες βαθ­μίδες. Έχουν τη δυνατότητα να θέλουν και να ενεργούν ελεύθερα και επίσης έχουν χρέος να εκμεταλλευτούν τα χαρίσματα που τους έχουν δοθεί. Ως επί το πλείστον όμως δέχονται να τους κάνουν ό,τι θέλουν ξένες δυνάμεις έξω από τον εαυτό τους. Οτιδήποτε κι αν τους κάνουν οι άλλοι το δέχονται χωρίς αντίσταση, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πάντοτε κάποιοι λίγοι μόνο, οι οποίοι θέλουν και ε­νεργούν και επιβάλλουν τη δική τους θέληση στους συνανθρώπους τους. Και αυτοί οι λίγοι δεν είναι πάντοτε καλοί, πράγμα που ση­μαίνει ότι δεν κατευθύνουν πάντοτε τους συνανθρώπους τους προς το καλό. Απεναντίας μάλιστα, ακριβώς αυτοί που έχουν ισχυρή θέ­ληση είναι εκείνοι που πνευματικά έχουν ακόμη αντίσταση απένα­ντι Μου. Συνεπώς επιβάλλουν τη θέληση τους στους συνανθρώπους τους κι αυτοί, παρ’ όλο που είναι σε βάρος τους, δεν προβάλουν κα­μία άμυνα.

Έτσι λοιπόν εξηγείται το πώς ασπάζονται πολλές λανθασμένες διδασκαλίες, ενώ θα μπορούσαν κάλλιστα να τις είχαν αναγνωρί­σει, εάν είχαν θέσει ελάχιστα σε λειτουργία τη βούληση και τη νοη­μοσύνη τους. Το ότι δέχονται παθητικά να τους καθορίζουν οι άλ­λοι την πορεία τους, σημαίνει ότι δεν προβάλλουν αντίσταση απέ­ναντι στις διδασκαλίες που προωθούν άτομα με ισχυρή θέληση και ενεργητικότητα. Συνακόλουθα, τέτοιοι παθητικοί συνοδοιπόροι πο­λύ λίγο κάνουν χρήση της βούλησής τους με συνέπεια να βλάπτουν τον εαυτό τους, δηλαδή την ψυχή τους.

Αλλά Εγώ ανέθεσα στο κάθε άτομο χωριστά το καθήκον να απο­φασίσει ελεύθερα με ποια πλευρά θα συνταχθεί στη διάρκεια της γήινης ζωής του και η απόφαση αυτή απαιτεί απαρέγκλιτα δραστη­ριοποίηση της προσωπικής του βούλησης και νοημοσύνης. Θα έρ­θει η ώρα που δεν θα μπορείτε να δικαιολογηθείτε ότι απλά ακο­λουθήσατε τις κατευθύνσεις που σας έδωσαν οι άλλοι, επειδή σας είπαν ότι αυτές είναι σημαντικές για τη σωτηρία και την τελείωση της ψυχής σας. Τότε δεν θα μπορείτε να επιρρίψετε την ευθύνη σε εκείνους που σας δίδαξαν λάθος ούτε καν στην περίπτωση που οι δάσκαλοι που σας δόθηκαν, σας μετέδωσαν μεταξύ άλλων και την καθαρή αλήθεια. Διότι ακόμη και απέναντι στην αλήθεια πρέπει να τοποθετηθείτε μετά από ώριμη σκέψη, διαφορετικά δεν μπορείτε να την αναγνωρίσετε ως αλήθεια.

Αυτό που διακυβεύεται είναι η ανοδική εξέλιξη κάθε ψυχής χω­ριστά, που ναι μεν χρειάζεται καθοδηγητές για να φτάσει στην κο­ρυφή, όμως δεν της επιτρέπεται να ακολουθεί τον καθένα που της προτείνει να την οδηγήσει. Πρέπει να καταλάβετε το ότι υπάρχουν πολλοί δρόμοι κι εσείς πρέπει να διαλέξετε ανάμεσά τους το σω­στό. Επομένως έχετε χρέος να προσέχετε από μόνοι σας πού οδη­γεί ο δρόμος και να μην ακολουθείτε τυφλά έναν οδηγό που αν δεν είναι καλός ο ίδιος μπορεί και να πάρει επίσης λάθος κατεύθυνση.

Εγώ δεν ζητώ το λόγο μόνο από αυτούς τους καθοδηγητές αλλά κι από σας τους ίδιους, μια και διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να σας δοθεί η ανταμοιβή ή ενδεχομένως η τιμωρία για τη σωστή ή τη λανθασμένη πορεία στη γήινη ζωή σας, παρά θα περνούσε αποκλει­στικά στο λογαριασμό του καθοδηγητή σας. Πώς μπορείτε λοιπόν να προβάλετε σαν δικαιολογία ότι οφείλετε υπακοή στους δασκά­λους; Τη δική Μου μόνο βούληση οφείλετε να εκπληρώνετε κι αυ­τήν πρέπει να την ανακαλύψετε από μόνοι σας. Κι αυτό μπορεί βέ­βαια να γίνει με μία εξωτερική διδασκαλία, όμως εάν δεν λάβετε προσωπικά θέση απέναντι σε αυτήν μετά από σκέψη, δεν μπορεί να αφυπνιστεί και να δραστηριοποιηθεί η δική σας βούληση.

Ένας καλός καθοδηγητής σας παρακινεί πάντα να στοχαστείτε μόνοι σας και γι’ αυτό μπορείτε και να τον ακολουθήσετε… Ένας κακός καθοδηγητής όμως απαιτεί τυφλή πίστη στο πρόσωπο του και στις διδασκαλίες του. Αλλά την τυφλή πίστη Εγώ την καταδι­κάζω γιατί δεν πρόκειται να σας οδηγήσει στη ζωή. Η τυφλή πίστη μαρτυρεί πνευματική οκνηρία, αδρανή βούληση και έλλειψη αισθή­ματος ευθύνης. Μια τυφλή πίστη νεκρώνει αντί να ζωντανεύει και δεν πρόκειται ποτέ να οδηγήσει στην αιώνια μακαριότητα.

Άλλωστε εσάς δεν σας δημιούργησα διαφορετικούς από τους δα­σκάλους σας· σας έδωσα μία καρδιά ικανή να αγαπάει, εάν το θέ­λετε, και συνεπώς ο κάθε άνθρωπος μπορεί να φτάσει στη γνώση, εάν το επιδιώκει. Εάν έχει ασθενική θέληση ωστόσο, τότε ο καθο­δηγητής έχει χρέος να τον βοηθήσει να κάνει σωστή χρήση της βού­λησης του. πρέπει βέβαια να τον στηρίξει με τη διδασκαλία του, ό­μως οφείλει παράλληλα να απαιτήσει από το μαθητευόμενο να σκε­φτεί και ο ίδιος, διαφορετικά όλες οι διδασκαλίες είναι άχρηστες. Γιατί κάθε άνθρωπος πρέπει την απόφασή του να την πάρει από μόνος του και για την απόφαση αυτή κάποτε θα λογοδοτήσει».

*Σ.τ.μ.: Αναλυτικότερα για τις νεότερες μορφές πνευματικής του αναζήτησης βλ.: «ΕΣΩΤΕΡΙΣΜΟΣ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ, ΚΑΙ ΝΕΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ».

Ο Τεκτονισμός

Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για τον τεκτονισμό, γιατί έχει πολλούς φίλους αλλά και πολλούς εχθρούς. Καταρχάς, εν είδει ο­ρισμού μπορεί να πει κανείς ότι είναι ένας εσωτερικός σύνδεσμος, όπου γίνονται δεκτοί μόνο άντρες (και καμιά φορά γυναίκες) που είναι πρόθυμοι να υποβληθούν σε μία ηθική-πνευματική επεξερ­γασία του εαυτού τους προκειμένου να γίνουν οι «οικοδομικοί λί­θοι» για την έγερση του «ναού» της ουράνιας Ιερουσαλήμ επί γης. Με άλλα λόγια ο σκοπός του είναι ο εξευγενισμός της ανθρώπινης φύσης, ή στη γλώσσα των τεκτόνων, «να κάνουν μία ακατέργαστη ή απελέκητη πέτρα να γίνει κατεργασμένη». Ο σκοπός αυτός ισχύ­ει θεωρητικά για όλες τις τεκτονικές στοές και συνδέσμους αν και ακολουθούνται διαφορετικά συστήματα. Κάθε υποψήφιο μέλος μυείται σε ένα σύστημα συμβόλων και διδασκαλιών που αποβλέ­πουν στο να το βοηθήσουν στην εσωτερική του τελειοποίηση. Εν­νοείται ότι οι μυήσεις είναι μυστικές και γενικά η ενασχόληση με τον εσωτερισμό θεωρείται ως ένα από τα μέσα για την αυτογνω­σία.

Ο τεκτονισμός έχει κατηγορηθεί πολλές φορές ότι με την πάρο­δο του χρόνου μετατράπηκε σε ένα θεσμό που υπόσχεται μόνο κοι­νωνικά και οικονομικά πλεονεκτήματα στα μέλη του, μία κατηγο­ρία που σίγουρα αληθεύει σε μεγάλο βαθμό, χωρίς όμως να εκλεί­πουν και εκείνοι που πραγματικά ακολουθούν τα θρησκευτικά και ανθρωπιστικά ιδανικά του.

Γι’ αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι ο τεκτονισμός δεν είναι βέ­βαια θρησκεία, αλλά ούτε και αντιτίθεται στη θρησκεία, ούτε διάκειται απαραίτητα εχθρικά απέναντι στις εκκλησίες, παρ’ όλο που πάντοτε συμπεριλάμβανε και αντιεκκλησιαστικά πνεύματα στους κόλπους του. Το γεγονός είναι ότι, όπως κατηγορείται, ο τεκτονι­σμός έχει επιλέξει από το τρίπτυχο «Θεός – Αρετή – Αθανασία» να υπερτονίσει στην πρακτική του το μεσαίο σκέλος.

Σε γενικές γραμμές τα ιδανικά του περιλαμβάνουν την αδελφο­σύνη, τη φιλαλληλία, τη φιλανθρωπία και τη διαπαιδαγώγηση, με δύο λόγια όλα τα ανθρωπιστικά ιδεώδη. Η ελευθερία της πίστης, της συνείδησης και της σκέψης είναι απόλυτα σεβαστή και γι’ αυ­τό δέχονται απροκατάληπτα ως αδερφούς τους κάθε άνθρωπο α­νεξάρτητα από ομολογία πίστης, φυλή, εθνικότητα, τάξη και πολι­τικές πεποιθήσεις, φτάνει να απολαμβάνει γενικότερης εκτίμησης και υπόληψης. Ο αυθεντικός ελευθεροτεκτονισμός είναι μια ηθική και όχι πολιτική ένωση και δεν αναμειγνύεται σε πολιτικές ή δογ­ματικές διαμάχες.

Οι τέκτονες αναγνωρίζουν την ύπαρξη ενός ανώτερου, πάνσοφου Πνεύματος τόσο μέσα στη δημιουργία όσο και στις ηθικές ε­πιταγές της ανθρώπινης συνείδησης και γι’ αυτό λατρεύουν το Μεγάλο Αρχιτέκτονα όλων των κόσμων.

Οι Εσσαίοι πρόδρομοι τον τεκτονισμού

Για τους τέκτονες η ιστορία τους αρχίζει το μεσαίωνα με την κα­τασκευή των καθεδρικών ναών, που ο καθένας τους συμβόλιζε μία απεικόνιση της επουράνιας Ιερουσαλήμ. Γι’ αυτό όσοι εργάζονταν εκεί όφειλαν, παράλληλα με τις γνώσεις της αρχιτεκτονικής να δια­θέτουν επίσης μία βαθιά κατανόηση στα θρησκευτικά πράγματα. Οι εργαζόμενοι ανέπτυξαν ένα σύστημα από συνθηματικά λόγια και σημάδια για να εμποδίσουν μία πιθανή κλοπή από άσχετους των μυστικών της τέχνης τους, τα οποία μεταδίδονταν μόνο προ­φορικά- υποτίθεται ότι από εκεί ξεκίνησε η μυστικοπάθεια και το πολύπλοκο σύστημα μυήσεων των ελευθεροτεκτόνων, που κάποια στιγμή -το 1717 ιδρύθηκε η πρώτη μεγάλη στοά στην Αγγλία- πέ­ρασαν από την κυριολεκτική οικοδόμηση ναών στη «φιλοσοφική οικοδόμηση» μιας νέας κοινωνίας.

Ωστόσο από άλλες ιστορικές πηγές, όπως ο Ρωμαίος φυσιοδίφης Πλίνιος, ο Αλεξανδρινός φιλόσοφος Ιωσήφ Φλάβιος και ο Ρωμαί­ος ιστορικός Σολάνιος, αλλά κυρίως από τη νέα αποκάλυψη στον Γιάκομπ Λόρμπερ, γνωρίζουμε ότι η ιδέα του τεκτονισμού είναι πιο παλιά. Συγκεκριμένα οι πραγματικοί ιδρυτές του τεκτονισμού ήταν οι Εσσαίοι, μία αίρεση στην Παλαιστίνη που αριθμούσε τρεις ως πέντε χιλιάδες μέλη. Οι Ιουδαίοι την εποχή του Ιησού ήταν χω­ρισμένοι σε τρία μεγάλα θρησκευτικά ρεύματα: τους Φαρισαίους, τους Σαδδουκαίους και τους Εσσαίους.

Οι Εσσαίοι είχαν υιοθετήσει πάρα πολλές μυητικές διαδικασίες από τις πιο διαφορετικές παραδόσεις. Για το λόγο αυτό και επιπλέ­ον επειδή αποτελούσαν μειονότητα, οι υπόλοιποι Ιουδαίοι τους ει­ρωνεύονταν και τους καταφρονούσαν. Είχαν στην κατοχή τους στα σύνορα Παλαιστίνης και Αιγύπτου μία πολύ καλά περιφρουρημέ­νη έκταση που ονομαζόταν Εσσαία, όπου είχαν αποθηκεύσει πάρα πολλούς θησαυρούς. («Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» V 61, 8).

Οι Εσσαίοι ζούσαν σύμφωνα με τα πρότυπα της σχολής του Πυ­θαγόρα και της φιλανθρωπίας- ήταν επίσης μαθητές του Αριστο­τέλη και του Επίκουρου, ο οποίος ήταν ένας από τους κύριους πνευ­ματικούς πατέρες της εσσαϊκής ιδεολογίας.

Δεν αναγνώριζαν την αθανασία της ψυχής («Μ.Ε.Ι.» τόμος Ι 125, 16-17), γιατί το επίκεντρο των αναζητήσεών τους ήταν ο κόσμος και η ύλη του, ούτε είχαν καταλάβει τη φύση της ύλης κι ακόμη λιγό­τερο του πνεύματος. Κατά την άποψή τους ο Θεός υπάρχει μόνο μέσα στη φύση και έτσι πρέσβευαν τον πανθεϊσμό και στην ουσία τον αθεϊσμό.

Το βασικό αξίωμα των Εσσαίων έλεγε: «Πρέπει κανείς να εξα­πατά και να λέει ψέματα στους συνανθρώπους του, με καλή πρό­θεση βέβαια, εφόσον θέλει να τους κάνει ευτυχισμένους, καθότι η αλήθεια είναι θανατηφόρα για την ευημερία των ανθρώπων τού­της της Γης». Έτσι κατά βάση είχαν μία διπλή διδασκαλία, μία που βασιζόταν σε απάτες και αναλήθειες, που προοριζόταν για εξω­τερική κατανάλωση, και μία για εσωτερική χρήση, η οποία ήταν α­παγορευμένη για τη μάζα («Μ.Ε.Ι.» ΙΙ 104, 19).

Εκτός αυτού ωστόσο ακολουθούσαν αυστηρά τους νόμους του Μωυσή. Στην Εσσαία λειτουργούσαν σχολές προφητείας, αλχημεί­ας, αρχιτεκτονικής και γεωμετρίας, ήταν επίσης ειδήμονες στη δα­σοκομία και τη γεωργία, είχαν εκτεταμένες γνώσεις για τη φύση, την ιατρική, τη φαρμακολογία και την εκπαίδευση. Επιπλέον ασχο­λούνταν εκτεταμένα με την αστρονομία, την αστρολογία, διάφορες μυστικές τέχνες και με τη μαγεία («Μ.Ε.Ι.» Ι 47,6). Για να εισαχθεί κάποιος στην αδελφότητα των Εσσαίων έπρεπε να περάσει από ε­ξετάσεις και κάποια τελετουργικά, που δεν επιτρεπόταν να γίνουν γνωστά στους αμύητους. Οι προϊστάμενοι της αδελφότητας ήταν ταυτόχρονα οι δάσκαλοι των υπολοίπων.

Καθώς τους προσέλκυσε η προσωπικότητα και η διδασκαλία του Ιησού είχαν επανειλημμένα επαφές μαζί του και οι συχνές συνο­μιλίες τους είναι λεπτομερώς καταγραμμένες στο «Μεγάλο Ευαγ­γέλιο του Ιωάννη» του Λόρμπερ.

Η αλήθεια είναι ότι ο Ιησούς τους επέκρινε επανειλημμένα για τη διπλοπρόσωπη ηθική τους και για τη λανθασμένη πίστη τους με αυτά τα λόγια: «Να είσαστε βέβαιοι ότι αν μείνετε όπως είσαστε, δεν πρόκειται στους αιώνες των αιώνων να συμμετάσχετε στη βα­σιλεία τον Θεού!» Σύμφωνα με τα στοιχεία της νέας αποκάλυψης και εν μέρει της ιστορικής έρευνας οι μέχρι τότε πεποιθήσεις των Εσσαίων ήταν διαμετρικά αντίθετες με τη διδασκαλία του Ιησού. Εκτός αυτού, ο πρώην Εσσαίος μαθητής του, ο Βαρθολομαίος εί­χε ξεσκεπάσει με ποια τεχνάσματα και μηχανισμούς πραγματο­ποιούσαν οι Εσσαίοι τα «θαύματά» τους με τα οποία έπειθαν και απομυζούσαν τους αφελείς, τους αμόρφωτους και τους εύπιστους απέναντι στα θαύματα ανθρώπους εκείνης της εποχής.

Τελικά ο Ιησούς μπόρεσε να τους πείσει για την αξία της αλή­θειας και τους είπε τα εξής: «Στο εξής να ακολουθήσετε μόνο την αλήθεια στο ινστιτούτο σας γιατί μονάχα αυτή μπορεί να σας κάνει ελεύθερους. Και πράγματι θα σας ελευθερώσει και θα σας προσφέ­ρει στο μέλλον την προστασία και τη βοήθεια που χρειάζεστε». Πα­ρά την καταφανή αντίθεση των δύο διδασκαλιών ο Ιησούς προέ­βλεψε ότι δεν θα αργούσαν να τον χαρακτηρίσουν επίσης ως Εσσαίο: «…θα δείτε που θα σας λένε ότι κι Εγώ υπήρξα τάχα ένας μα­θητής του δικού σας τάγματος κι ότι εργάζομαι μόνο για την πρόοδο του…»

Στην πραγματικότητα όμως έγινε το αντίθετο, δηλαδή ήταν ο Ιη­σούς που προσηλύτισε τους Εσσαίους εισάγοντας τους στην πλή­ρη αλήθεια. Στο έργο αυτό μάλιστα αφιέρωσε ιδιαίτερα πολύ χρό­νο, ώστε τελικά ο αρχηγός τους πήρε τον όρκο ότι: «Μελλοντικά δεν θα μας προφυλάσσει πια το φρούριο μας από τους εχθρούς, αλ­λά μόνο η δύναμη και η αιώνια ισχύς του θεϊκού Σου Λόγου!»

Αντίθετα με την αντίληψη που είναι διαδεδομένη, ο Ιησούς δεν ήταν Εσσαίος ούτε παρακολούθησε τη σχολή τους, παρά απενα­ντίας ο ίδιος τους δίδαξε και τους μύησε στη βαθύτερη διδασκα­λία του, πράγμα που φαίνεται άλλωστε με λίγη εμβάθυνση και κρι­τική σκέψη, αφού οι διαφορές των δύο διδασκαλιών είναι οφθαλ­μοφανείς. Κατά πρώτον, η αγάπη για τον προσωπικό και θρησκευ­τικό εχθρό που κήρυττε ο Ιησούς, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το «αιώνιο μίσος» εναντίον των αλλόδοξων που ασπάζονταν οι Εσ­σαίοι, ως φονταμενταλιστές πιστοί της Παλαιάς Διαθήκης. Στους Εσσαίους που ήταν φανατικοί ως προς την πίστη τους στο μωσαϊ­κό νόμο δεν επιτρεπόταν κατά συνέπεια καμία επαφή, ούτε καν να διαπληκτιστούν με έναν «άνομο», ούτε να δεχτούν τροφή ή ποτό από έναν τέτοιο. Τους τελώνες και τους αμαρτωλούς τους απέφευ­γαν όπως και οι Ιουδαίοι, αντίθετα με την πρακτική του Ιησού. Ε­πίσης ήταν τυπολάτρες, όσον αφορούσε στην τήρηση των τυπικών και των εθίμων που ήταν τότε το Α και το Ω της θρησκευτικότητας. Έτσι γι’ αυτούς ήταν πρόκληση η αντίληψη του Ιησού για την αρ­γία του Σαββάτου (Μάρκος 2, 27), η κατάργηση από πλευράς του των τυπικών, όπως ο επιβεβλημένος καθαρισμός των χεριών κ.ά. Επιπλέον ήταν αυστηρά χορτοφάγοι και κατά του οινοπνεύματος, σε αντίθεση και πάλι με τον Ιησού που όπως γνωρίζουμε από τη Βίβλο και ακόμη περισσότερο από τις νέες αποκαλύψεις συνήθι­ζε να χαρίζει στους μαθητές του ένα καλό γεύμα και ένα ουράνιο κρασί με την κυριολεκτική και τη μεταφορική έννοια.

Έτσι η επαφή με τον Ιησού ήταν καταλυτική για τους Εσσαίους που κατόπιν άλλαξαν ριζικά φιλοσοφία και πρακτική.

Ο Ιησούς προφήτεψε ότι αυτό το Εσσαϊκό Ινστιτούτο, όπως το ονόμαζε, δεν θα είχε μεγάλη διάρκεια ζωής, γιατί σύντομα οι ε­χθροί θα ερείπωναν όλη την Παλαιστίνη, όμως ταυτόχρονα απο­κάλυψε την εξελιγμένη μορφή που θα έπαιρνε η αδελφότητα: «Στην Ευρώπη, που κάποτε θα γίνει το κέντρο όλων όσων πιστεύουν στο όνομά Μου και ελπίζουν σε Μένα, θα βρείτε κι εσείς συνεχιστές του έργου σας από θυγατρικά ινστιτούτα, τα οποία μερικοί ηγέτες θα τα αντιμετωπίζουν με συμπάθεια και εκτίμηση, ενώ άλλοι α­πλώς θα τα ανέχονται». Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Εσσαίοι απε­τέλεσαν για πολύ καιρό τις πιο αγνές χριστιανικές κοινότητες («Μ.Ε.Ι.» X 49, 14).

Πολλές γνωστές προσωπικότητες είχαν προσχωρήσει στον τε­κτονισμό, μεταξύ αυτών βασιλείς, ηγεμόνες, ο Γκαίτε, ο Μότσαρτ, ο Λιστ, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ο Λένιν και ο Τρότσκι. Υπήρξαν και υπάρχουν αμέτρητες στοές σε όλον τον κόσμο και πολλές φο­ρές υπέστησαν διώξεις, όπως π.χ. την περίοδο του ναζισμού, και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που τα μέλη τους κρατούσαν την ταυτότητά τους αυτή μυστική προς τα έξω. Μόνο τον τελευταίο και­ρό ανοίγονται όλο και πιο πολύ και έχουν σπάσει σε μεμονωμένες περιπτώσεις το φράγμα της ανωνυμίας.

Επομένως ο ελευθεροτεκτονισμός κατάγεται από τους Εσσαίους και συγκεκριμένα όπως διαμορφώθηκαν αφότου ασπάστηκαν τη χριστική διδασκαλία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μορφή που έ­λαβε παγκόσμια ανταποκρίνεται στην επιθυμία του Χριστού. Το πώς θα πρέπει να λειτουργεί μία ομάδα που εργάζεται για το κοι­νό καλό, το εξηγεί αφενός στο «Μ.Ε.Ι.» του Λόρμπερ και αφετέρου σε μία διδασκαλία που κατέγραψε στις 7.5.1870 ο Γκότφριντ Μαγερχόφερ στα «Μυστικά της ζωής»: «Εάν θέλετε να ξέρετε τι είναι οι σημερινοί ελευθεροτέκτονες, αρκεί να δείτε πώς είναι η λατρεία στις χριστιανικές εκκλησίες σήμερα, γιατί και τους μεν και τους δε τους ενδιαφέρει μόνο η επίφαση και η εξωτερική λάμψη. Το κύριο βάρος οι τέκτονες το βάζουν σε τελετές και φράσεις κενές νοήμα­τος. Το ότι θέλουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους το χρησιμοποιούν σαν πρόφαση, γιατί παρ’ όλο που είχαν στις τάξεις τους βασιλείς, αυτοκράτορες και άλλους υψηλά ιστάμενους, μπορείτε να καταλά­βετε από τις πράξεις τους το κατά πόσον τους ενδιέφεραν πραγμα­τικά πάνω από όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Αυτό που είπα κάποτε στους Εσσαίους, να μην κάνουν δηλαδή τίποτα στα κρυφά, το ίδιο ισχύει και για τους σημερινούς ελευθεροτέκτονες. Η καταστατική τους αρχή είναι η ισότητα και η αδελφοσύνη μεταξύ των ανθρώπων. Τούτο ίσχυε και ισχύει όντως, αλλά μό­νο μέσα στην ίδια τη στοά. έξω από αυτή παύει κάθε ισότητα, ώστε ο βασιλιάς είναι πάλι βασιλιάς, ενώ σε αντίθεση ο άπορος δεν είναι τίποτα, αφού γίνεται απλώς αντικείμενο εκμετάλλευσης.

Ξέρετε τι θα έπρεπε να είναι κανονικά ο τεκτονισμός, με βάση το ίδιο τους το καταστατικό; Πολύ απλά, θα έπρεπε να αντιπροσω­πεύουν παραδειγματικά την εφαρμογή της δεύτερης εντολής που έδωσα, αυτής για την αγάπη προς το συνάνθρωπο!

Αλήθεια, πόσο ωραίο και ευγενές θα ήταν εάν το πρέσβευαν αυ­τό όλοι οι τέκτονες, αλλά όχι μόνο στις συγκεντρώσεις τους, μα και σε όλο τους το βίο. Εάν ήταν όντως έτσι τα πράγματα, θα είχαν κα­τακτήσει ήδη τα πιο πολλά για τη βασιλεία Μου. Όμως όσο το πράγ­μα περιορίζεται στις τελετές, γίνεται ως επί το πλείστον για το θε­αθήναι, όπως και στις τελετουργίες της εκκλησίας. βέβαια από κά­τω κρύβεται κάτι το υψηλότερο, όμως οι σημερινοί άνθρωποι που συμμετέχουν σε τέτοια τυπικά ούτε ξέρουν πού βασίζεται αυτό στην πραγματικότητα ούτε το εφάρμοσαν ποτέ στην πράξη.

Να είσαστε ελευθεροτέκτονες, μα με την ευγενέστατη έννοια του Λόγου Μου! Να υποστηρίζετε τους φτωχούς σαν να ήταν αδέλφια σας. Οτιδήποτε κάνετε, να το κάνετε σαν να γινόταν μπροστά στα μάτια όλων, δηλαδή φανερά, και ας γίνεται η καλή σας πράξη στα κρυφά! Αρκεί να μην ντρέπεστε απέναντι Μου γι’ αυτά που κάνε­τε, γιατί Εγώ τα βλέπω όλα, και τα υπόλοιπα να μη σας απασχο­λούν.

Εάν λοιπόν οικοδομήσετε με τον τρόπο αυτό τους τοίχους της δι­δασκαλίας Μου ελεύθερα και φανερά, ώστε να μπορεί να το δει ο καθένας, τότε έχετε πιο πολύ δικαίωμα να φέρετε τον τίτλο του “ελευθεροτέκτονα”, από ό,τι εκείνοι που αποδεικνύουν την αδελφο­σύνη τους με ορισμένες χειρονομίες και άλλα παρεμφερή σημάδια που δεν λένε τίποτα.

Ακολουθείστε λοιπόν τη διδασκαλία Μου στην πράξη και τότε θα είμαι Εγώ ο Ίδιος ο πρώτος “τέκτονας” και πρόεδρος σας (μεγά­λος διδάσκαλος). Και τότε γρήγορα θα οικοδομήσουμε ένα προστα­τευτικό τείχος γύρω από την αλήθεια και την αγάπη που δεν θα μπο­ρούν να το γκρεμίσουν ούτε ο χρόνος ούτε φυσικές καταστροφές ούτε πολιτικά γεγονότα…»

Συνοψίζοντας επομένως, θα παρατηρήσουμε ότι αυτή καθαυτή η φιλοσοφία ζωής των τεκτόνων είναι μεν ευγενής και αξιομίμητη, όμως στην πράξη αυτό είναι κατ’ επίφαση αφού η πραγματικότη­τα στις στοές απέχει πολύ από τα υψηλά ανθρωπιστικά ιδανικά, και αυτή είναι η κριτική που τους απευθύνει και ο Χριστός δια χει­ρός Λόρμπερ και Μαγερχόφερ.