Α΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 

 Το είναι και ο σκοπός της προφητείας

Στην Καινή Διαθήκη η έμπνευση των μαθητών του Χριστού από το Άγιο Πνεύμα περιγράφεται ως εξής:

«Και άρχισαν να μιλούν σε άλλες γλώσσες, λέγοντας αυτά που τους έβαζε στο στόμα το Πνεύμα».

Αυτή η διαδικασία της φώτισης μέσω του εσωτερικού Λό­γου, της έκφρασης δηλαδή του θείου μέσα στον άνθρωπο, συναντάται επανειλημμένα και στην Παλαιά Διαθήκη από τα βιβλία του Μωυσή ως τους μεγάλους προφήτες του Ισ­ραήλ. Ένας μεγάλος αριθμός προφητειών αρχίζει με τα λό­για: «Έτσι εμίλησε ο Θεός, ο Κύριος…».

Σε πολλούς μύστες του μεσαίωνα είχε επίσης δοθεί το χά­ρισμα να ακούν τη φωνή του θείου Πνεύματος μέσα τους. Ε­ξάλλου και στη νεώτερη εποχή, ακόμη και στις ημέρες μας, εμφανίζονται άνθρωποι με τη σπάνια ικανότητα να είναι δεκτι­κοί σε εμπνεύσεις τις οποίες αντιλαμβάνονται σαν λόγο μέσα στην καρδιά τους και μπορούν να τις εκφράσουν λεκτικά.

Βέβαια πολύ πιο συνηθισμένες είναι οι μεταδόσεις μηνυμά­των από υπερκόσμια πνεύματα μέσω γήινων διαμέσων (μέ­ντιουμ).

Χιλιάδες μηνύματα από τον άλλο κόσμο εκ των οποίων ορισμέ­να είναι αξιοπρόσεκτα, είναι σαφής απόδειξη αυτού του γε­γονότος. Ωστόσο ο καθαυτός προφητικός «Εσωτερικός Λόγος» ή “ Εμφυτος Λόγος ” ( Ιακώβου 1,21), αποτελεί μια απευθείας επαφή της ανθρώπινης ψυχής με τον πνευματικό σπινθήρα που έχει μέσα της, το αιώνιο ή ανώτερο δηλαδή εγώ του ανθρώπου. Όπως κάθε σταγόνα της θάλασσας είναι ποιοτικά όμοια με ολόκληρη τη θάλασσα, έτσι και κάθε πνευματικός σπινθήρας όντας τμήμα του απανταχού παρόντος θείου Πνεύματος, διαθέτει τα ίδια χαρακτηριστικά μ’ εκείνο.

Χωρίς αμφιβολία ένα από αυτά είναι η υπέρβαση των ορίων του χώρου και του χρόνου.

Μόνο έτσι μπορούν να εξηγηθούν εκείνα τα προφητικά μη­νύματα τα οποία προέβλεψαν την εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας υπερπηδώντας ολόκληρες χιλιετηρίδες.

Τις περισσότερες φορές το περιεχόμενο τους -εκφρα­σμένο μέσα από εικόνες διεισδυτικής δύναμης- ήταν ακα­τανόητο για τους ίδιους τους παραλήπτες τους. Έπρεπε απλά να καταγράψουν ή να διακηρύξουν αυτά που τους υπαγόρευε το πνεύμα.

Αν αναρωτηθούμε για το νόημα και το σκοπό αυτών των προφητειών, θα πρέπει να τις θεωρήσουμε σαν διδασκα­λία, νουθεσία και προειδοποίηση συνάμα. Σε όλες τις επο­χές, ωστόσο, ιδιαίτερα σε καιρούς κρίσιμων μεταβολών, η θεία πρόνοια αφήνει νέες ακτίνες φωτός να εισχωρούν στο ανθρώπινο πεδίο. Κάθε φορά καλούν σε εσωτερική με­τάνοια και προειδοποιούν για τις απαρέγκλιτες συνέπειες, τις οποίες επισύρει η ανθρώπινη δραστηριότητα όταν στρέ­φεται ενάντια στους αιώνιους νόμους της ζωής.

Συνέπειες οι οποίες επιτρέπονται από το Θεό προκειμένου το άλγος που έπεται να αφυπνίσει τον άνθρωπο και να τον κάνει να επιλέξει τη φωνή της συνείδησης σαν οδηγό στη ζωή του.

Ο Θεός είναι η αγάπη και η αγάπη δεν τιμωρεί ποτέ! Ο ίδιος ο άνθρωπος είναι που παραβιάζοντας την κοσμική αρμονία συσσωρεύει «κρίσεις» και «καταδίκες» επάνω του. Όταν ό­λοι οι μεγάλοι προφήτες μιλούν με μια φωνή για τη μεγάλη έσχατη ημέρα της Κρίσης, πρόκειται για την ύστατη συνέ­πεια της ανθρώπινης τυφλότητας,την οποία μαρτυρεί κατά­δηλα η παγκόσμια ιστορία με τα εωσφορικά κίνητρά της εδώ και χιλιετηρίδες. Ωστόσο σύμφωνα με το σχέδιο πάνω στο οποίο βασίζεται η Δημιουργία, μετά από μια περίοδο «μέ­σης εκπαίδευσης», η ανθρωπότητα είναι υποχρεωμένη να κά­νει ένα αποφασιστικό βήμα προς τα εμπρός και προς τα επά­νω. Γι’ αυτό το λόγο οι προφητείες δεν μιλούν για την τελευ­ταία κρίση, απλά και μόνο σαν μια γενική κάθαρση. Προαναγγέλλουν ταυτόχρονα τον ερχομό μιας Νέας Εποχής όπου ο άνθρωπος δεν θα αυτοαποκλείεται πια από την εισροή των θεϊκών δυνάμεων Αγάπης και Σοφίας. Η παλιά πνευματική αστρολογία ονομάζει αυτή την εποχή σαν την «εποχή του Υδροχόου». Εξάλλου και η χριστιανική παράδοση έχει διατη­ρήσει τη γνώση γύρω από την επικείμενη οικουμενική μετα­βολή, φθάνει να ξέρει κανείς να διαβάζει σωστά τα λόγια των προφητών της.

Οι μεσσιανικές προσδοκίες του Χριστιανισμού

Ευαγγέλιο θα πει χαρμόσυνο μήνυμα. Το χαρμόσυνο μήνυ­μα συνίσταται στο ότι ξανακλείνει το χάσμα που είχε προκλη­θεί ανάμεσα στο Θεό και τον πνευματικό αποστάτη άνθρωπο. Το Ευαγγέλιο μιλάει για ένα σχέδιο σωτηρίας το οποίο τέθη­κε σε εφαρμογή με την ενανθρώπιση του θείου Λόγου στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.

Η βασική διδασκαλία του με τις δύο εντολές της αγάπης δείχνει στην ανθρωπότητα το δρόμο της συμμετοχής στο Βα­σίλειο του Θεού. Η πραγματοποίηση αυτής της σωτήριας ιδέ­ας σημαίνει ότι ο άνθρωπος διαποτίζεται πλήρως από το «Άγιο Πνεύμα», την ακτινοβολία του αιώνιου Χριστού.

Αυτό το θεϊκό βασίλειο βρίσκεται στο εσωτερικό του αν­θρώπου. Ωστόσο μια ημέρα θα εκδηλωθεί στη Γη και θα προ­καλέσει και εξωτερικά μια πλήρη αναμόρφωση όλων των πραγμάτων εναρμονίζοντάς τα με τη θεία κοσμική τάξη. Το πνευματικό όραμα της Αποκάλυψης του Ιωάννη, που αποτε­λεί την κατακλείδα της Καινής Διαθήκης, προβλέπει συμβο­λικά την πορεία που θα διανύσει η ανθρωπότητα με πλήρη ελευθερία της θέλησης, μέχρι να φθάσει στο στόχο της επαγγελίας, μετά από μακριές περιπλανήσεις και πελαγοδρομήσεις. Αυτή η προφητεία προαγγέλλει μια επικείμενη «χιλιετή βασιλεία» σαν μια κοσμική εποχή όπου η ανθρωπό­τητα θα κάνει το αποφασιστικό βήμα προς την επανασύνδεση (re – ligio) με τη Θεότητα. Αυτή η Βασιλεία του Θεού επί γης ονομάζεται επίσης μεσσιανική Βασιλεία της Ειρήνης.

Η νέα κοινότητα του ανθρώπου με τον Χριστό αποτυπώνε­ται συμβολικά με την εικόνα μιας πόλης, της Νέας Ιερουσα­λήμ, η οποία κατεβαίνει από τον Ουρανό στη γη. Ταυτόχρονα με την έλευση αυτής της Βασιλείας, θα συμβεί η «Επιστροφή του Χριστού», που σημαίνει πνευματικά την αφύπνιση της ανθρωπότητας χάρη στο θείο Φως αγάπης και σοφίας που θα ακτινοβολεί απεριόριστα.

Στο τμήμα του βιβλίου «Προφητείες της Καινής Διαθήκης» θ’ ασχοληθούμε διεξοδικότερα με την Αποκάλυψη του Ιωάν­νη. Σε αυτό το σημείο αρκεί να αναφέρουμε ότι αυτή η μεσ­σιανική προσδοκία διατρέχει όλη την ιστορία του δυτικού πο­λιτισμού. Έτσι αποτέλεσε το υπόβαθρο για όλες τις μεταγε­νέστερες θρησκευτικές προφητείες. Συχνά όμως πρόσφερε το έδαφος και σε ορισμένες πραγματικά παράδοξες ερμη­νείες της μεγάλης επαγγελίας. Γιατί παράλληλα με τους αλη­θινούς ενορατικούς και γνώστες της γλώσσας των αντιστοι­χιών, υπήρξαν πάντοτε κι άλλοι από τους οποίους, παρ’ όλη την καλή τους προαίρεση, έλειπε η βαθύτερη κατανόηση. Πολλοί από αυτούς τους υπερενθουσιώδεις μεσσιανιστές περίμεναν ότι η χιλιόχρονη Βασιλεία θα ερχόταν άμεσα και συχνά μάλιστα με μια καθαρά υλική μορφή. Όλοι αυτοί απο­γοητεύτηκαν γιατί οι υπολογισμοί τους με βάση τη Βίβλο και τα σημεία των δικών τους καιρών έμειναν ανεπιβεβαίωτοι.

Αυτή η προσδοκία ως προς το αμεσότατο μέλλον υφίστατο ήδη στα πρωτοχριστιανικά χρόνια. Από μια μεριά βασιζόταν στην παρερμηνεία ορισμένων δηλώσεων του Ιησού για την «προσεχή Βασιλεία του Θεού». Από την άλλη όμως, το γεγο­νός ότι η ελπίδα αυτή δεν έσβησε επί 2.000 σχεδόν χρόνια αναμονής, αποτελεί ακριβώς πειστήριο για την αλήθεια της Αποκάλυψης. Μέχρι σήμερα παρέμεινε ζωντανή στα οράμα­τα φωτισμένων ανθρώπων και επηρέασε όλα τα δόγματα και τα χριστιανικά ρεύματα.

Ο εκκλησιαστικός διδάσκαλος Αυγουστίνος τον 5ο μ.Χ. αιώνα διατύπωσε το αξίωμα ότι η Βασιλεία του Θεού επί γης έχει ήδη πραγματωθεί με τη σύσταση της Εκκλησίας. Παρ’ όλα αυτά η ελπίδα για τη μελλοντική Βασιλεία του Χρι­στού δεν μπόρεσε να απαλειφθεί.

Η πίστη δεν απαιτεί αποδείξεις γιατί διαισθάνεται εάν η προφητεία είναι αληθινή με τα πνευματικά της όργανα. Δεν βασίζεται σε χρο­νικούς υπολογισμούς, παρά αντιλαμβάνεται από την εσωτε­ρική κατάσταση του κόσμου πόσο κοντά είναι τα «τέλη των καιρών» που η Αποκάλυψη προαγγέλλει με σάλπιγγες και φιάλες της οργής. Πρόκειται για τις ίδιες προφητείες που καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος των νέων αποκαλύψεων μέσω του Σβέντενμποργκ και του Λόρμπερ. Η πίστη γνωρί­ζει ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο θεϊκό σχέδιο εξέλιξης για τη δημιουργία, στα πλαίσια του οποίου η ανθρωπότητα καθοδηγείται σοφά.

Στην ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξαν ως τώρα τέσσε­ρις διαδοχικές εκκλησίες, γεγονός που αναφέρεται επίσης τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη με τις αντίστοι­χες βέβαια εικόνες. Η πρώτη εκκλησία διήρκεσε από τον Αδάμ ως τον κατακλυσμό του Νώε. Εκείνη την περίο­δο η πνευματική υπόσταση του ανθρώπου ήταν ακόμη εντε­λώς συνδεδεμένη με τα ουράνια. Γι’ αυτό συνελάμβανε το αληθινό νόημα του Λόγου μέσω της εσωτερικής του αντίλη­ψης, χωρίς να υπάρχουν ιερείς ή ιερά κείμενα. Τη δεύτερη ή αρχαία εκκλησία από τον κατακλυσμό ως την καταστροφή του πύργου της Βαβέλ, περιγράφει αλληγορικά ο Μωυσής στη Γένεση. Η παράδοση της πρώτης εκκλησίας είναι ακό­μη ζωντανή εδώ, όμως πρέπει ήδη να μεταδοθεί μεταφορι­κά, μέσω αντιστοιχιών, στο λαό. Στην τρίτη, ισραηλίτικη εκκλησία, το εξωτερικό εκκλησιαστικό οικοδόμημα έχει πλέον επικρατήσει απέναντι στον καθαρά πνευματικό Λόγο. Έως την εποχή του Χριστού έπαιρνε όλο και πιο αλλοιωμένες μορ­φές, ώσπου στο τέλος η λατρεία βασιζόταν απλά σε μια πα­ραδοσιακή πίστη, χωρίς καμιά κατανόηση για το ιερό νόημα του Λόγου και κατά συνέπεια και για τις παλαιές προφητείες.

Με τη ζωή και τη διδασκαλία του Ιησού άρχισε η τέταρτη, η χριστική εκκλησία. Στη διάρκεια των αιώνων που ακολούθη­σαν, διέγραψε την ίδια πορεία εσωτερικής αποσύνθεσης ό­πως κάποτε η εκκλησία του Ισραήλ.

Ο Χριστός έστειλε νέες αποκαλύψεις σε επιλεγμένους πνευματικούς διδάσκαλους και προφήτες προκειμένου να ζωντανέψουν την αλήθεια μέσα στη θρησκεία. Ο Σβέντενμποργκ, όντας ένας από αυτούς, είχε τη χάρη να διδαχθεί το ουράνιο και το πνευματικό νόημα της χριστιανικής παρά­δοσης από υψηλότερους κόσμους. Έτσι μπόρεσε να απελευ­θερώσει την ανθρωπότητα από την πίστη στο νεκρό γράμμα της Γραφής και να της την ξαναδώσει εμβαθυμένη και αναζω­ογονημένη. Τα πάντα στο έργο του επικεντρώνονται γύρω από το μυστήριο της ενανθρώπισης του Θεού, όπως το εδίδασκε προφητικά η πρώτη εκκλησία.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο Σβέντενμποργκ διέκρινε την «Επιστροφή του Χριστού», η οποία παριστάνει την ίδρυση της πέμπτης ή της νέας εκκλησίας. Χάρη σ’ αυτήν θα πρέπει οι δυνάμεις του καλού και της αλήθειας να καταλάβουν πάλι τη θέση τους μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Διότι το βα­θύτερο νόημα του Λόγου συνενώνει την πίστη στην αλήθεια με το καλό της έμπρακτης αγάπης, προετοιμάζοντας έτσι το δρόμο για τη «Νέα Ιερουσαλήμ», την επικείμενη βασιλεία του Θεού πάνω στη γη.

Η πέμπτη, νέα εκκλησία θα αποτελεί την εισδοχή του Αγίου Πνεύματος στη ζωή του ανθρώπου στη γη, ώστε να τον οδη­γήσει σε ζωντανούς καρπούς. Η πίστη στην αλήθεια και η έμπρακτη αγάπη θα πρέπει να γίνουν μια ενότητα, ώστε ο άν­θρωπος να διαμορφωθεί σε πραγματικό ομοίωμα του Θεού.

Η εκκλησία θα πρέπει να γίνει πάλι θρησκεία στο βαθύτερο νόημά της, δηλαδή επανασύνδεση με το θείο.

Το 1772 πέθανε ο Σβέντενμποργκ και το 1800 γεννήθηκε στη νότια Στυρία της Αυστρίας ένας μύστης, του οποίου το έργο ξεπέρασε κατά πολύ αυτό του σουηδού προφήτη, τόσο ως προς την έκταση, όσο και ως προς το βάθος του περιεχο­μένου. Πρόκειται για τον Γιάκομπ Λόρμπερ, στον οποίο οφεί­λονται μερικά από τα πιο μεγαλειώδη κείμενα θεϊκής έμπνευ­σης.

Κατ’ αυτό τον τρόπο προέκυψαν είκοσι πέντε μεγάλοι τό­μοι, στους οποίους το Πνεύμα αποκαλύπτει στην ανθρωπό­τητα μια εναργέστατη βαθιά γνώση για την προέλευση, την αιτία και τον απώτερο σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης. Τον πυρήνα του έργου του αποτελεί το δεκάτομο Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη (Μ.Ε.Ι.), το οποίο παρουσιάζοντας λεπτομερώς τα τρία χρόνια της δημόσιας διδασκαλίας του Ιησού Χριστού, συμπληρώνει το περιεχόμενο των 4 ευαγγελίων. Μέσα από τις παρουσιαζόμενες πράξεις και συνομιλίες του Ιησού επαναποκαλύπτεται η αρχική χριστική διδασκα­λία, η οποία παραμορφώθηκε από το πέρασμα του χρόνου και τα ανθρώπινα λάθη που παρεισέφρυσαν εν τω μεταξύ.

Η αποκάλυψη αυτή αποτελεί ακόμη ένα σημάδι ότι προετοι­μάζεται το πέρασμα από την εξωτερικευμένη και προσκολλη­μένη στον τύπο της λατρείας πίστη, προς την εσωτερίκευση και την πνευματοποίηση της θρησκείας.