Πρόλογος στην πρώτη έκδοση
Όσο μπλεγμένοι κι αν είμαστε στα γρανάζια της καθημερινότητας, πάντα μας κατατρώει ο πόθος να βρούμε μια απάντηση σ’ εκείνα τα έσχατα ερωτήματα που δίκαια τα θεωρούμε σαν την υπαρξιακή αιτία του είναι μας. Ο Θεός, η Δημιουργία, ο άνθρωπος, το νόημα της ζωής, η ζωή μετά το θάνατο, είναι οι τομείς όπου ακόμα ψηλαφίζουμε στο σκοτάδι.
Τους δυο τελευταίους αιώνες ο ανθρώπινος νους μπόρεσε να διεισδύσει σε πολλά από τα μυστικά της φύσης. Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο άνθισε η τεχνολογία και η οικονομική ανάπτυξη. Μήπως όμως ο άνθρωπος έγινε σοφότερος, καλύτερος ή πιο ευτυχισμένος χάρη σ’ αυτό; Προφανώς όχι. Οι γνώσεις μας περιορίστηκαν στο επιστητό, στην εξωτερική διάσταση των πραγμάτων. Στη συνείδηση των επιστημόνων, η Πλάση εκφυλίστηκε κατεβαίνοντας στο επίπεδο ενός άψυχου, άλογου και άσκοπου μηχανισμού. Ο ανεξέλεγκτος ατομικισμός συνοδεία με την ολοκληρωτική έλλειψη πνευματικότητας και πίστης, υπέσκαψαν τα θεμέλια της ανθρωπότητας. Κι έτσι οδηγήθηκε – και κατέρρευσε – σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Η νόηση, αυτή η επιφανειακή και αποσπασματική γνωστική ικανότητα, οδήγησε τον πολιτισμό σε αδιέξοδο.
Όταν όμως η «εξέλιξη» καταλήγει σε μία φανερή παράνοια, σε πολέμους όπου όλοι είναι εναντίον όλων, είναι προφανές ότι κάπου γίνεται ένα βασικό λάθος. Ωστόσο ο άνθρωπος, όπως κάθε ζωντανό πλάσμα, διαθέτει εκτός από τη νοημοσύνη, ένα δεύτερο εσωτερικό φως. Πρόκειται για μια πνευματική ικανότητα γνώσης, που την αισθάνεται ενδόμυχα σαν μια ανώτερη παρόρμηση. Ποιητές, καλλιτέχνες, εφευρέτες, ιδιοφυείς στοχαστές, την ονομάζουν έμπνευση. Μύστες και προφήτες την αντιλαμβάνονται σαν τη Φωνή του θεού που μιλάει μέσα τους. Ακόμη και στα ζώα κάνει πολλές φορές Θαύματα, εκδηλωνόμενη σαν ένστικτο.
Αυτή η ενδόμυχη, αδιόρατη γνώση ενέπνευσε τελευταία κάποιους διαισθαντικούς στοχαστές και επιστημονικούς ερευνητές, που έστρεψαν τις αναζητήσεις τους προς τον εσωτερικό τους κόσμο, όπως οι αρχαίοι…
Το αποτέλεσμα ήταν να χαράξει ένα φως στον επιστημονικό ορίζοντα. Οι πιο προχωρημένοι κατάλαβαν πως η μηχανική-υλιστική ερμηνεία του κόσμου είναι μυωπική και ανεπαρκής· πως μέσα σε όλα ζουν και κυβερνούν πνευματικές δυνάμεις. Πολλοί συνειδητοποίησαν πως στο βάθος τους όλα είναι πνεύμα.
Αυτές οι νέες αντιλήψεις διαμφισβήτησαν την αξιοπιστία της προπολεμικής επιστήμης. Αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας είναι μια παγκόσμια πνευματική στροφή που δεν έχει ξαναγίνει στην ανθρώπινη ιστορία. Πάρα πολλοί άνθρωποι άρχισαν να καταλαβαίνουν πως η ζωή έχει ένα βαθύτερο νόημα, που η καθημερινότητα προσπαθεί να το κρύψει. Πως υπάρχει μια τάξη, ένας νόμος αγάπης που διέπει το σύμπαν για να συμβιώσει αρμονικά. Πως υπάρχει ένας υπέρτατος Νομοθέτης και Νομοτηρητής που οδηγεί βήμα το βήμα όλα τα πλάσματα στο Νόμο του.
Η πανάρχαιη, παντοτινή θρησκεία αποκαλύφθηκε εκ νέου στην ανθρωπότητα. Ο Ιάκωβος Λόρμπερ ήταν ένα απλό «εργαλείο» που κατέγραψε αυτή την αποκάλυψη. Ήταν ένας απλός άνθρωπος που ζούσε με την καρδιά, με πράο αλλά ακέραιο χαρακτήρα. Γεννημένος στην Αυστρία (1800) σ’ ένα μικρό χωριό, έδειξε από μικρός πολλά διαφορετικά πνευματικά χαρίσματα Για ένα διάστημα σκεφτόταν να γίνει παπάς, όμως σπούδασε δάσκαλος και στο τέλος αφιερώθηκε στη μεγάλη του αγάπη, τη μουσική. Στα σαράντα του χρόνια του προτάθηκε μια ισόβια θέση σαν διευθυντής ορχήστρας στην Τριέστη. Ωστόσο, το πρωινό της αναχώρησης γι’ αυτόν τον πολυπόθητο στόχο, ξύπνησε ξαφνικά μέσα του το προφητικό πνεύμα με τα λόγια: «Πάρε την πέννα σου και γράφε!»
Κι αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις που του υπαγόρευσε αυτή η παράξενη φωνή: «Έτσι μιλάει ο Κύριος για τον καθένα και αυτό είναι αληθινό και αξιόπιστο και όποιος θέλει να μιλήσει μαζί Μου, ας έρθει σ’ Εμέ να, και Εγώ θα του απαντήσω μέσα απ’ την καρδιά του. Τον τόνο της φωνής Μου όμως θα τον ακούσουν μόνο όσοι είναι καθαροί, αυτοί που έχουν ταπεινοφροσύνη στην καρδιά τους.
Κι όποιος Με προτιμάει περισσότερο από τον κόσμο, όποιος Με αγαπάει όπως η τρυφερή νυφούλα το γαμπρό, θα Με έχει πλάι του να βαδίζουμε χέρι με χέρι. Θα Με βλέπει δίπλα του κάθε στιγμή όπως το ένα αδέρφι το άλλο και όπως τον έβλεπα Εγώ ανέκαθεν, πριν καν υπάρξει».
Λέξη τη λέξη, το ένα κεφάλαιο μετά το άλλο συνεχίστηκε αυτή η εσωτερική υπαγόρευση γεμάτη σκέψεις αγάπης και σοφίας. Ο Λόρμπερ άκουγε σιωπηλός και τα δάκρυα κατρακυλούσαν στα μαγουλά του. Συγκλονισμένος, παράτησε σταδιοδρομία, όνομα, χρήματα και λατρεία για τη μουσική και αφιερώθηκε στην υπηρεσία αυτής της μυστήριας φωνής. Από κει και μπρος ζούσε για να καταγράφει όσα του υπαγόρευε η φωνή, η οποία του αποκαλύφθηκε ως φωνή του Ιησού, του αέναου ζωντανού Λόγου. Έμεινε πάμπτωχος, επιβιώνοντας με κόπο από κάποια ιδιαίτερα μαθήματα μουσικής και μοιράζοντας το λιγοστό έχει του με τους ακόμη φτωχότερους.
Ο βιογράφος του, ο φον Λάιτνερ, τον περιγράφει έτσι: «Ο Λόρμπερ άρχιζε το γράψιμο, που ’χε γίνει πια το κυρίως έργο της ζωής του, σχεδόν κάθε πρωί πριν το πρωινό του. Καθόταν σ1 ένα τραπεζάκι, το χειμώνα κολλητά δίπλα στη σόμπα και εντελώς απορροφημένος, έγραφε με μέτρια ταχύτητα, αλλά χωρίς να σταματήσει μια στιγμή για να σκεφθεί ή να διορθώσει τα γραπτά, σαν κάποιον που ακούει μια υπαγόρευση. Πολλές φορές ανέφερε σχετικά ότι είχε ταυτόχρονα και την οπτική εικόνα αυτών που άκουγε.
Απ’ ό,τι έλεγε όμως, του ήταν πιο εύκολο να μεταφέρει αυτό που άκουγε μέσα του, όταν το υπαγόρευε ο ίδιος σε κάποιον άλλα. Και πραγματικά, υπαγόρευσε σε φίλους του εκατοντάδες σελίδες. Καθόταν δίπλα στον εκάστοτε γράφοντα και υπαγόρευε ήρεμος και απορροφημένος, χωρίς να κομπιάζει στιγμή στη ροή του λόγου του και χωρίς να αλλάξει ποτέ έστω μια πρόταση ή καν μια λέξη».
Ο ίδιος ο Λόρμπερ έγραψε σ1 ένα φίλο του σχετικά με την εσωτερική φωνή του: «Όσον αφορά το πώς αντιλαμβάνεται κανείς τον Εσωτερικό Λόγο, εκείνο που μπορώ να πω, μιλώντας από τη δική μου εμπειρία, είναι ότι αντιλαμβάνομαι τον ιερότατο Λόγο του Κυρίου σαν δυνατά λόγια στο μέρος της καρδιάς, σαν μια πεντακάθαρη, διαυγή, κρυστάλλινη σκέψη. Κανένας, όσο κοντά μου και να βρίσκεται, δεν μπορεί ν’ ακούσει τη φωνή. Εγώ όμως ακούω αυτή τη φωνή τής θείας Χάρης πιο καθαρά από κάθε εξωτερικό ήχο, όσο δυνατός κι αν είναι».
Μ’ αυτό τον τρόπο κατέγραψε ως το τέλος της ζωής του 25 εκτενείς τόμους. Το κύριο έργο του και αποκορύφωμα της αποκάλυψης, είναι το δεκάτομο «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» (Μ.Ε.Ι.). Ονομάστηκε έτσι, γιατί μας μιλάει με το βαθύ πνεύμα αγάπης που ενέπνεε το μαθητή Ιωάννη και το Ευαγγέλιο του. Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη (14,26), ο Ιησούς υποσχέθηκε πως το Άγιο Πνεύμα θα δίδασκε όλη την Αλήθεια και θα θύμιζε όλα όσα είχε πει.
Στο «Μ.Ε.Ι.» έχουμε μια λεπτομερειακή και βαθύπνευστη περιγραφή των τριών χρόνων της διδασκαλίας του Χριστού στη γη. Εδώ μέσα βρίσκουμε στην αρχική, αμιγή μορφή της, την αιώνια θρησκεία της Αγάπης, όπως την είχε παραδώσει ο Ιησούς πριν 2.000 χρόνια. Αυτή η αποκάλυψη βασίζεται και εξηγεί την κοσμογονία και τη διδασκαλία της εξέλιξης πολύ πριν επαληθευτεί από τη σύγχρονη επιστήμη. Παρουσιάζει επίσης μια συνεπή διδασκαλία για τη ζωή, την επίγεια και τη μεταθανάτια.
Μπρος στα μάτια μας ξεδιπλώνεται μία πνευματική κοσμοθεωρία με πρωτοφανέρωτη ευρύτητα, ενάργεια και ζεστασιά. Δεν πρόκειται για διανοουμενίστικες αναλύσεις, αλλά για συναρπαστικές περιγραφές της ζωής, του σύμπαντος, της ιστορίας του ανθρώπου.
Στο βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας, επιχειρήθηκε να συλλεχθεί και να ταξινομηθεί ένα μέρος απ’ αυτό το πλούσιο υλικό. Η επιδίωξη μου ήταν να παραθέσω τις απαντήσεις της επονομαζόμενης Νέας Αποκάλυψης στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής, ώστε να μπορεί ο αναζητητής της Αλήθειας να διαμορφώσει μια εικόνα. Παρ’ όλο που ή επιλογή έγινε με κάθε δυνατή επιμέλεια, γνωρίζω πολύ καλά τις αδυναμίες της εργασίας μου. γι’ αυτό τούτο το βιβλίο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη μελέτη του αυθεντικού έργου. Τούτο το βιβλίο ελπίζει απλά να δώσει μια ιδέα απ’ αυτή την τεράστια πηγή του Πνεύματος και από την υπέρτατη Αγάπη και Σοφία που αποπνέει.
Δρ. Βάλτερ Λουτς