Από το Πνεύμα ως την Ύλη
Μπορεί σήμερα πολύ περισσότεροι ερευνητές ν’ αναγνωρίζουν την πνευματική υπόσταση της φύσης, ωστόσο τους διαφεύγει εντελώς η αλληλοδιαπλοκή ανάμεσα στην πνευματική και στην υλική πλευρά της. Δεν έχουν φθάσει ακόμη στο σημείο να διευκρινίσουν πώς μία πνευματική δημιουργική Δύναμη (ο θεός), έκτισε από πνευματικά αρχέγονα στοιχεία (τις σπίθες ζωής), ολόκληρο τον ορατό κι απτό κόσμο της ύλης. όλο αυτό το καταπληκτικής συνοχής σύστημα από ουράνια σώματα, με τους αμέτρητους ήλιους, κομήτες, πλανήτες και σελήνες. Μέχρι σήμερα το φως της επιστήμης δεν έχει εισχωρήσει σ’ αυτό το μυστήριο της Δημιουργίας. Ο καθένας που είναι λίγο μυημένος στην επιστημονική πραγματικότητα παραδέχεται πως σ’ αυτό το σημείο η ανθρώπινη νόηση εξακολουθεί να βρίσκεται μπρος σε μία απύθμενη άβυσσο.
Ωστόσο, αυτά που μαθαίνουμε σχετικά από το έργο του Λόρμπερ είναι σε απόλυτη συνάφεια με παλιές αποκαλύψεις που είχαν λάβει όλοι οι λαοί στην παιδική τους ηλικία και που σήμερα ακόμα αποτελούν το πιστεύω των πρωτόγονων λαών της γης.
Η σοφία των αρχέγονων λαών και η Βίβλος
Οι Εσκιμώοι στις χώρες του Βόρειου Πόλου, οι κάτοικοι της Γης του Πυρός στο νότιο άκρο της Αμερικής, οι Ινδιάνοι στα παρθένα δάση της Βραζιλίας, οι διάφορες φυλές μαύρων στην Αφρική, όλοι αυτοί οι λαοί κατά έναν περίεργο τρόπο μαρτυρούν με απόλυτη ομοφωνία στους ιεραποστόλους που θέλουν να τους διδάξουν το Θεό της Βίβλου, την πίστη τους σ’ έναν αιώνιο, αόρατο, παντοκράτορα «Ουράνιο Πατέρα» ή «Μεγάλο Πνεύμα». Αφηγούνται πως αυτό το μεγάλο θεϊκό Πνεύμα στην αρχή του κόσμου έπλασε ένα πλήθος μεγάλα και ισχυρότατα πνευματικά όντα τα οποία ονομάζονταν «Φορείς ευλογίας» ή «Προπάτορες». Αυτοί με τη σειρά τους έπλασαν κατά το παράδειγμα του Πατέρα πολυάριθμα μικρότερα πνευματικά όντα, τα οποία ονομάζονταν «Παιδιά των Μεγάλων Πνευμάτων» ή «Πατέρες.» Τα «Μεγάλα Πνεύματα», σαν «πρώτου βαθμού» παιδιά του Θεού, μοιάζουν περισσότερο στον Πατέρα σε όλα του. Είναι αόρατα, ζουν μέσα στον αέρα, δεν είναι προσδεδεμένα στο χώρο και στο χρόνο και είναι σχεδόν παντογνώστες, πανταχού παρόντα και αθάνατα. Χωρίς τη θέληση του Θεού δεν κάνουν ούτε καλό ούτε κακό στους ανθρώπους, αλλά είναι πάντα έτοιμα να εκτελέσουν τις εντολές Του. Αντίθετα το δεύτερο, κατώτερο είδος πνευμάτων, κατοικεί στις πέτρες, στα φυτά και στα ζώα. Η δύναμη τους, τόσο στο καλό όσο και στο κακό, είναι μεγάλη. Η ανθρώπινη ψυχή είναι επίσης ένα τέτοιο πνεύμα, το οποίο έχει για δοκιμή μονάχα ένα ορατό σαρκικό περίβλημα. Μετά το θάνατο του σώματος, επιστρέφει στο πνευματικό βασίλειο του ύψιστου Θεού.
Από τις διαπιστώσεις της ιστορίας των θρησκειών προκύπτει πως παρόμοιες διδασκαλίες είχαν όλοι οι παλιοί πολιτισμένοι λαοί στη γέννηση τους, όπως οι Κινέζοι, οι Ινδοί και ιδιαίτερα οι Πέρσες στη θρησκεία του μυθικού προφήτη – ποιητή Ζωροάστρη. Τα πανάρχαια ιερογλυφικά των Αιγυπτίων μαρτυρούν επίσης πως, «ο θεός είναι ένας και μοναδικός. Είναι ένα Πνεύμα, αιώνιο και αόρατο. Είναι ο πατέρας όλων των μεγάλων πνευμάτων και ο προπάτορας όλων των μικρών πνευμάτων.»
Όμοια μιλάει και η Βίβλος για αρχαγγέλους, αγγέλους και πνεύματα. Τους δύο πρώτους τους ονομάζει «υπηρέτες του Θεού» που με τη βοήθεια τους ο Κύριος και Άρχοντας κυβερνά την ορατή Κτίση (βλ. Μωυσή Α΄,19,1 και 28, 12). Στο Βιβλίο του Ιώβ, (περίπου 300 π.Χ.), εμφανίζεται και ο απείθαρχος άγγελος Σατανάς σαν αντίποδας στα αγαθά πνεύματα του Θεού. Οι γνώσεις για τους αγγέλους πλουτίσθηκαν με το Βιβλίο του Δανιήλ, που συντάχθηκε γύρω στο 120 π.Χ. Στη : συνέχεια, οι Φαρισαίοι υπεράσπισαν με αποφασιστικότητα την παραδοσιακή πίστη στο βασίλειο των αγγέλων απέναντι στους αντίθετους ευγενείς και ιερείς των Σαδουκαίων. Στην Καινή Διαθήκη επίσης, όπως είναι γνωστό, πολλά σημεία αναφέρονται σαφώς στη μυστική οντότητα και δραστηριότητα των αγγέλων του Θεού, όπως άλλωστε του Σατανά και των βοηθών του.
Τα αρχέγονα πνεύματα και ο σκοπός της ύπαρξης τους.
Στα γραπτά του Λόρμπερ διαβάζουμε αντίστοιχα τα εξής: Στην αρχή της δικής μας δημιουργικής περιόδου, ο Θεός έπλασε ένα πλήθος από πνευματικά όντα. Η ανάγκη να έχει κοντά του συντρόφους που να τον αγαπούν, να συναισθάνονται και να συμπράττουν μαζί του, ήταν που τον οδήγησε σ’ αυτή τη δημιουργία. Τα έπλασε δίνοντας τους τη δική του θεϊκή μορφή, παίρνοντας σαν «υλικό» τις αμέτρητες αυτοτελείς σκέψεις του, δηλαδή τα «αρχέγονα στοιχεία» ή «αρχέγονες σπίθες ζωής». Ορισμένες ιδιαίτερα πλούσιες και ισχυρές σπίθες ζωής, τις προίκισε με τη δύναμη να λειτουργούν σαν πανίσχυρα «κέντρα δύναμης», να ελκύουν πολλές σπίθες ζωής από την πληθώρα τής δημιουργίας του και να ενώνονται μαζί τους, σχηματίζοντας μία ενιαία ευφυΐα, μία ζωντανή πνευματική οντότητα. Αυτά τα μεγάλα «αρχέγονα πνεύματα», εκτελώντας το θέλημα του Θεού, έπλασαν με τη σειρά τους, μέσα στον κύκλο της δραστηριότητας τους, αναρίθμητα «διάδοχα πνεύματα». Και έτσι σιγά-σιγά το αχανές διάστημα γέμισε ζωή. Σ’ ένα σημείο του «M.E.I.» (τόμος 5, 157), ο Ιησούς βάζει το ερώτημα: «Πιστεύεις πως από μόνη της η απεριόριστη τελειότητα Μου θα Με ωφελούσε σε κάτι ή θα Μου έδινε την ευτυχία, αν δεν είχα αυτά τα όντα, που Μου μοιάζουν, που Με αναγνωρίζουν και Με αγαπούν; Όχι βέβαια! Η μεγαλύτερη ευτυχία για Μένα είναι να βλέπω τ’ αμέτρητα παιδιά Μου που ’χουν ακόμα ατέλειες, να ωριμάζουν, να προχωρούν στη γνώση και στην τελειοποίηση τους, κι από κοντά να μεγαλώνει και η δραστηριότητα τους. Όταν χαίρονται για μια ικανότητα που απέκτησαν ή τελειοποίησαν με κόπο, χαίρομαι κι Εγώ πάντα μαζί τους, σαν να ήταν η πρώτη φορά. Όσο για την απεριόριστη τελειότητα Μου, έχει πραγματικά αξία, και μάλιστα ανυπολόγιστη, όταν τ’ ανώριμα παιδιά Μου πασχίζουν και τούτα να τη φθάσουν και βλέπω να την πλησιάζουν σιγά-σιγά. Νομίζεις πως θα είχα φτιάξει ποτέ τον κόσμο ή την παραμικρή ύπαρξη επάνω του αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα; Όλ’ αυτά ήταν για Μένα μια προαιώνια, επιτακτική ανάγκη. Χωρίς αυτή την ανάγκη δεν θα είχε υπάρξει ούτε η γη, ούτε τα κάθε λογής πλάσματα που τη ζωντανεύουν».
Πώς τα αρχέγονα πνεύματα μαθαίνουν να γίνονται αυτοτελή και όμοια με το Θεό
Οι σύντροφοι που ήθελε δίπλα του ο Θεός για να τον αγαπούν και να συμπράττουν μαζί του, έπρεπε να είναι απόλυτα ελεύθερες και ανεξάρτητες υπάρξεις, όσο το δυνατόν πιο αντάξιες του Θεού. Δεν ήθελε να έχει πλάσματα που θα ήταν φαινομενικά μόνο ελεύθερα, που κάθε λεπτό της ύπαρξης τους θα εξαρτιόταν πλήρως απ’ αυτόν. Γιατί όταν το πλάσμα δεν έχει ελευθερία, τότε το ανώτερο Πνεύμα σκέφτεται, αισθάνεται, θέλει και ενεργεί αντί γι’ αυτό. Με τον ίδιο τρόπο που τα πόδια ή τα χέρια μας δεν μπορούν να μας κρατήσουν συντροφιά, εξίσου ανίκανες θα ήταν σκέτες «μαριονέτες» να δώσουν χαρά στη Θεότητα. Έπρεπε να διαμορφώσει όντα όμοια με τη δική του απόλυτα ελεύθερη και ανεξάρτητη προσωπικότητα, εφόσον ήθελε να συγκεντρώνει γύρω του αληθινή ζωή, που να Τον αγαπάει και να Τον κάνει ευτυχισμένο. Μέσα σ αυτά τα όντα ήθελε να δει πολλαπλασιασμένο άπειρες φορές τον εαυτό του.
Όμως, για να γίνει αυτό, δεν έπρεπε τα παιδιά του Θεού να γίνουν τέλεια στο άψε-σβήσε, με ένα μόνο δικό του πρόσταγμα. Δεν μπορούσαν δηλαδή να ξεπηδήσουν από το χέρι του σε μία κατάσταση πλήρους ανεξαρτησίας και τελειότητας σαν αυτής του Θεού. Μόνο ένα προοδευτικό γίγνεσθαι, μία πορεία ολοκλήρωσης που θα ξεκινούσε από τις χαμηλότερες, ανελεύθερες και ατελείς βαθμίδες, μία σταδιακή ωρίμανση των όντων με ίδιο αγώνα ως τη θεϊκή τελειότητα, μπορούσε να ικανοποιήσει τόσο το Δημιουργό, όσο και τα δημιουργήματα του. Μόνο αυτή η συνθήκη μπορούσε να εξασφαλίσει εκείνη την ευφορία της αμοιβαίας προσφοράς που διαρκεί αδιάκοπα, εκείνες τις εντάσεις αλλά και τις ανταμοιβές στη ζωή, οι οποίες είναι η βασική προϋπόθεση για την αληθινή ευτυχία.
Γι’ αυτό λέει ο Ιησούς στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο»; «Αν είχα φτιάξει τη φύση του κάθε πνεύματος έτσι που από τη γέννηση του κιόλας να είναι πέρα για πέρα τέλειο, χωρίς να έχει κοπιάσει καθόλου γι’ αυτό, ποια μάθηση και ατομική πρόοδος στη ζωή θα του είχε μείνει; Για ποια δραστηριότητα θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν αυτά τα πνεύματα; Τα δέντρα στο δάσος θα ήταν χίλιες φορές πιο ανεξάρτητα στη δραστηριότητα τους, που ’ναι απαραίτητος όρος για μία ελεύθερη ζωή, απ’ όσο ένας άνθρωπος που θα ήταν σε όλα τέλειος από τη γέννηση του!»
Γι’ αυτό ο Θεός έφτιαξε τα αρχέγονα πνεύματα έτσι που να μπορούν να κατακτούν σταδιακά την πλήρη ανεξαρτησία και ομοιότητα μαζί του. Γι’ αυτό το σκοπό έπρεπε να καταβάλλουν προσωπικό κόπο και αγώνα, υποβαλλόμενα σε μία στοργική, σοφή και σθεναρή διαπαιδαγώγηση. Η μόνη απαραίτητη προϋπόθεση ήταν ν’ αποδεχθούν εθελοντικά το διπλό βασικό νόμο της Αγάπης. Μόνο ακολουθώντας αυτή την ιερή επιταγή είναι δυνατό να συνυπάρξουν όλα τα πλάσματα ειρηνικά κι αιώνια σ’ ένα ενιαίο βασίλειο ζωής, ό,τι κι όπου κι αν είναι.
Η πτώση του Εωσφόρου και η προέλευση της ύλης
Στο«Μεγάλο Ευαγγέλιο» διαβάζουμε πως «εκείνη η δημιουργική περίοδος όπου ο Θεός άρχισε να φτιάχνει από τις σκέψεις και τις ιδέες του τα πρώτα όντα και να τα καθοδηγεί πώς να γίνουν ελεύθερα, κράτησε σχεδόν ανυπολόγιστο χρονικό διάστημα. Πάρα πολλά πράγματα έγιναν σ’ αυτό το ατέλειωτο διάστημα για να διαπλασθεί η ελεύθερη θέλησή τους. Και όμως, στο τέλος αυτής της ασύλληπτα μακριάς πορείας, υπήρξαν κάμποσα πνεύματα που παρόλο που είχαν καταλάβει καλά τους δρόμους που είχε χαράξει ο Θεός για τη διάπλαση τους, δεν ήταν πρόθυμα πια να πορευθούν με τη θέληση τους σ’ αυτούς τους δρόμους. Για ν’ απολαύσουν πιο γρήγορα ορισμένα πλεονεκτήματα, κι ας ήταν προσωρινά, απομακρύνθηκαν από το δρόμο της Τάξης Του και πήραν το δρόμο του χαμού τους».
Ο πρώτος που πήρε αυτή την ολέθρια στροφή, ήταν ο μεγαλύτερος από τα πρωτόπλαστα πνεύματα, ο ονομαζόμενος «φορέας του φωτός» ή «Εωσφόρος». Σ’ αυτό το ανώτατο αρχέγονο πνεύμα, σ’ αυτό το «μεγάλο πεδίο συνάθροισης», συγκεντρωνόταν όλο το Φως της Δημιουργίας (η ζωή), που είχε πηγάσει μέχρι τότε από το Θεό. «Μέσα στον κόλπο του έκλεινε όλα τα όντα που είχαν βγει από μέσα Μου, Στην αγκαλιά του θα ωρίμαζαν ελεύθερα εντελώς, κάτω από τις σταθερές ακτίνες που η χάρη Μου τους έστελνε αδιάκοπα. Εγώ το έβλεπα και χαιρόμουν για την ελεύθερη ζωή τους, όπως κι αυτός Με έβλεπε χάρη στο Φως της Αγάπης που του είχα χαρίσει» («Θ.ΟΙΚ.» 3,27).
Πριν ευδοκιμήσει να φτάσει καν ο Εωσφόρος στην ωριμότητα, με άλλα λόγια στην «εφηβική» περίοδο αναβρασμού της μεγάλης ζωής του, τη σημαντικότερη και πιο δύσκολη περίοδο της διάπλασης του, άρχισε ν’ αντιτάσσεται στη θεία Τάξη. Αντί να λατρεύει ταπεινά το Δημιουργό και προστάτη του πάνω απ’ όλα και συνάμα να σέβεται όλα τ’ αδέρφια του, παρασύρθηκε σ’ έναν ακραίο αυτοθαυμασμό και εγωκεντρισμό. Στην πτώση του τον ακολούθησαν εκείνα τα διάδοχα πνεύματα που τον υπάκουαν τυφλά, παρασυρμένα από την τάση εγωλατρείας που είχαν μέσα τους.
Όμως ζωή δεν μπορεί να υπάρξει όταν επικρατεί ο ατομικισμός, η έλλειψη αλληλεγγύης και η εγωλατρεία. Γι’ αυτό τούτη η στροφή είχε ολέθριες συνέπειες για το μεγάλο φωτεινό πνεύμα και την ακολουθία του. Απομακρυνόμενοι από το Θεό, αποκόπηκαν από μόνοι τους από τα ζωογόνα ρεύματα ενέργειας που πηγάζουν από το Θεό και τρέφουν όλα τα πλάσματα. Οι δυνάμεις τους τούς εγκατέλειψαν, η ύπαρξη τους μαράζωσε και συρρικνώθηκε. Όλη η ζωντάνια τους μεταμορφώθηκε σε μία Θανάσιμη σκλήρυνση και αποσύνθεση. Μ’ αυτό τον τρόπο, από τα ανάλαφρα, διάσπαρτα αιθέρια όντα, προέκυψε η φαινομενικά άψυχη «κοσμική ύλη», οι αρχέγονες νεφέλες ύλης, όπως όταν πέφτει η θερμοκρασία, οι υδρατμοί, που είναι αόρατοι, συμπυκνώνονται και προκύπτουν ορατά στρώματα ομίχλης. Αυτή ήταν μία τρομακτική τροπή για τα απομακρυσμένα πνεύματα, μία φοβερή «θεία δίκη». Αλλά ο Ποιητής των όντων δεν απέρριψε τα πλάσματα του που τον είχαν εγκαταλείψει, γιατί η πατρική του Αγάπη λυπήθηκε τους πεσμένους αγγέλους. Από τις αμέτρητες νεφέλες ύλης που συμπυκνώνονταν όλο και περισσότερο, έφτιαξε ολόκληρη την υλική Κτίση. Με βοηθούς τα πνεύματα που του είχαν μείνει πιστά, έφτιαξε μια νέα Τάξη για να πραγματοποιήσει υψηλούς, αληθινά θεϊκούς στόχους εξέλιξης και Λύτρωσης.
Η ορατή Δημιουργία είναι μια υλοποίηση
Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο», τόμος Δ΄, λέει ο Ιησούς: «Βλέπετε πως οι άνθρωποι τώρα πια έχουν γίνει τόσο υλιστές, που ούτε σε χίλια χρόνια δεν θα μπορέσουν ν’ απαλλαχθούν απ’ όλη αυτή την ύλη που φόρτωσαν επάνω τους. Κι αυτό οφείλεται στην αυτολατρεία τους, στον εγωισμό, στην αλαζονεία και στη μανία για εξουσία, που ’ναι το επακόλουθο της αλαζονείας. Ίδια κι απαράλλακτα είχε γίνει κάποτε, όταν τα πνεύματα που είχαν πρωτοδημιουργηθεί, εκμεταλλεύθηκαν λανθασμένα την ελευθερία επιλογής που τους είχε δοθεί. Άφησαν να τους κυριεύσουν ο εγωκεντρισμός, η έπαρση και σε τελευταία ανάλυση η αρχομανία, με αποτέλεσμα να μετατραπούν σε ύλη.
Στη συνέχεια αποκόπηκαν από το σύνολο και διασκορπίστηκαν σε μεγάλες ομάδες που τις χώριζαν αποστάσεις ασύλληπτες για τα δικά σας δεδομένα. Η κάθε ομάδα δεν ήθελε να βλέπει, να ακούει ή να ξέρει για τις άλλες, για να μπορεί να εντρυφήσει ανενόχλητη στον εγωισμό της. Η αυτολατρεία κι ο εγωισμός τους μεγάλωναν διαρκώς, η αλαζονεία κι η αρχομανία τους το ίδιο. Τελικά, οι αμέτρητες μορφές ζωής που υπήρχαν συρρικνώθηκαν, σύμφωνα με το νόμο της βαρύτητας.1 Η βαρύτητα αυτή ήταν το φυσικό επακόλουθο που προέκυψε από την αυτολατρεία και τον εγωισμό, κι έτσι συμπυκνώθηκαν, σχηματίζοντας μια υπέρογκη μάζα: ο υλικός πρωταρχικός κεντρικός ήλιος ενός οφαιρικού περιβλήματος ήταν έτοιμος.1
Στο αχανές διάστημα υπάρχει ένα άπειρο πλήθος από τέτοια συστήματα ή σφαιρικά περιβλήματα, παντού όπου ένας πρωταρχικός κεντρικός ήλιος αποτελεί το κοινό εστιακό σημείο για αναρίθμητες κοσμικές περιοχές.2 Αυτοί οι πρωταρχικοί κεντρικοί ήλιοι δεν είναι άλλο από εκείνες τις συμπυκνωμένες ενώσεις αρχέγονων πνευμάτων. Απ’ αυτούς προέκυψαν σιγά-σιγά όλα τα άλλα ηλιακά σύμπαντα, οι ηλιακές περιοχές, οι δευτερεύοντες κεντρικοί ήλιοι, οι πλανητικοί ήλιοι, οι πλανήτες, τα φεγγάρια και οι κομήτες.
Πώς έγιναν όμως όλ’ αυτά;
Βλέπετε, για πολλά μεγάλα πνεύματα που ήταν κλεισμένα μέσα στον πρωταρχικό κεντρικό ήλιο (όλων των σφαιρικών περιβλημάτων), η πίεση από τους διπλανούς τους, τους έγινε ανυπόφορη, «Άναψαν και κόρωσαν» από την οργή τους, και για να ξεφύγουν από την πίεση, εκσφενδονίστηκαν πολύ μακριά απ’ το σημείο όπου ήταν μαζεμένα σαν σ’ ένα κουβάρι. Για ένα διάστημα αιωρούνταν μόνα τους, ελεύθερα, χωρίς να κάνουν κακό σε κανέναν και δίχως κανέναν περιορισμό στο χώρο. Έδειχναν μάλιστα την πρόθεση να θέλουν να υποταχθούν από μόνα τους στην πνευματική Τάξη. Επειδή όμως δεν μπορούσαν ν’ απαλλαγούν από το στοιχείο της αυτολατρείας, τελικά ξανάρχισαν να συσπειρώνονται, σχηματίζοντας ένα στερεό σώμα. Έτσι δημιουργήθηκαν οι κεντρικοί ήλιοι δεύτερου βαθμού στο καθένα από τ’ αμέτρητα σφαιρικά περιβλήματα.
Με το πέρασμα των καιρών, τα κορυφαία πνεύματα σ’ αυτούς τους δεύτερους κεντρικούς ήλιους εξοργίστηκαν και πάλι λόγω της αυξανόμενης πίεσης. Γι’ αυτό το λόγο πήραν και πάλι φωτιά κι εξακοντίσθηκαν σαν ανυπολόγιστα μεγάλες μάζες μακριά από τη δεύτερη συσπείρωση τους. Στη συνέχεια έδειχναν πάλι κάθε καλή πρόθεση να υποταγούν στην πνευματική Τάξη. Επειδή όμως με το πέρασμα του χρόνου επικράτησε και πάλι η εγωπάθεια, βάρυναν και πάλι σαν ύλη και συμπυκνώθηκαν γι’ άλλη μια φορά σε γιγάντια σώματα. Έτσι έγιναν οι κεντρικοί ήλιοι τρίτου βαθμού.
Σύντομα όμως επαναλήφθηκε η ίδια διαδικασία. Τ’ αμέτρητα υποδεέστερα πνεύματα καταπίεζαν όλο και πιο πολύ τ’ ανώτερα πνεύματα, που ήταν λιγότερα στον αριθμό. Εκείνα εξοργίστηκαν ξανά και, με τρομακτική ορμή, εκτινάχθηκαν στο άπειρο εγκαταλείποντας σωρηδόν τη μάζα όπου ήταν στριμωγμένα. Αυτή τη φορά ήταν εντελώς αποφασισμένα να περάσουν στην καθαρά πνευματική υπόσταση. Γι’ ασύλληπτα μεγάλα χρονικά διαστήματα μετεωρήθηκαν στον αχανή χώρο της δημιουργίας, σαν μάζες ατμών αιθέρα, αποκομμένα μεταξύ τους. Αυτή η ελευθερία τους άρεσε πολύ, γιατί θυμόνταν ακόμη την αφόρητη πίεση που είχαν υποστεί. Με τον καιρό όμως και με την απραξία άρχισαν να πεινούν και να ψάχνουν κάποια τροφή στο διάστημα, για να κορέσουν την πείνα τους από οπουδήποτε. Αφού έπρεπε να τη βρουν, στο τέλος τη βρήκαν.1 Γιατί η απληστία είναι σαν το μαγνήτη, που ελκύει με ακατανίκητη ορμή το σίδηρο και όποιο άλλο σιδηρούχο μέταλλο. Και το αποτέλεσμα ποιο ήταν; Σιγά-σιγά άρχισαν κι αυτά να συμπυκνώνονται και δεν άργησε να ξυπνήσει η αυτολατρεία τους και πάλι. Η απαρέκκλιτη συνέπεια ήταν να συρρικνωθούν ξανά και να γίνουν πάλι ένα πελώριο κουβάρι. Βέβαια, ώσπου να γίνει αυτό πέρασαν αμέτρητα γήινα χρόνια.
Ωστόσο, τι σημασία έχει και η πιο μακριά περίοδος για το Θεό, που είναι αιώνιος; Ένας μάντης της προϊστορίας έλεγε πως «χίλια χρόνια είναι σαν μία ημέρα για το Θεό!» Κι εγώ σας λέω πως χιλιάδες χιλιάδων χρόνια ισοδυναμούν με μια στιγμή για το Θεό! Σ’ όποιον είναι χασομέρης, οι ώρες του φαίνονται μέρες κι οι μέρες χρόνια από την πλήξη. Αντίθετα, για τον εργατικό και πολυπράγμονα άνθρωπο οι ώρες γίνονται λεπτά κι οι εβδομάδες μέρες. Ο Θεός όμως δείχνει αδιάκοπα τον ίδιο ζήλο και δραστηριότητα εδώ κι αιωνιότητες. Γι’ αυτό έχει τη χαρά, ό,τι για σας φαίνεται ασύλληπτα πολύς χρόνος, γι’ Αυτόν να είναι σαν στιγμές φευγαλέες.
Απ’ αυτή την τελευταία συρρίκνωση προέκυψαν και προκύπτουν ακόμη σήμερα οι πλανητικοί ήλιοι, σαν αυτόν που φωτίζει τη γη σας. Αυτού του είδους οι ήλιοι είναι σαν υπόσταση πολύ πιο μαλακοί και ήπιοι απ’ ό,τι οι κεντρικοί ήλιοι. Επειδή όμως αποτελούνται από μυριάδες μυριάδων εγωμανή πνεύματα, περιέχουν μία φοβερή μάζα από βαριά ύλη. Με τον καιρό όμως η πίεση που ασκούν τα πιο χοντροκομμένα πνεύματα, που έχουν μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά σε ύλη, γίνεται και πάλι αφόρητη για τα ανώτερα και πιο εξευγενισμένα πνεύματα αυτής της φωτεινής σφαίρας. Το αποτέλεσμα, όπως και με τους άλλους ήλιους προηγουμένως, είναι βιαιότατες κι απανωτές εκρήξεις, ώσπου τα πιο εξευγενισμένα πνεύματα παίρνουν το δρόμο της ελευθερίας. Τότε ξυπνάει μέσα τους η πραγματικά σοβαρή επιθυμία να αποδεχθούν τη θεία Τάξη και να επιστρέψουν στην πρωταρχική πνευματική υπόσταση. Πολλά από αυτά υπερνικούν την έμφυτη παρόρμηση ν’ αντιτάσσονται στο Νόμο, και μετατρέπονται σε πρωτοδημιούργητους αγγέλους χωρίς να χρειάζεται να περάσουν πριν από μία ανθρώπινη ενσάρκωση.
Υπάρχουν όμως άλλες ενώσεις πνευμάτων οι οποίες εγκαταλείπουν τους πλανητικούς ήλιους επίσης με τις καλύτερες προθέσεις, ωστόσο δεν καταφέρνουν ν’ απαλλαγούν εντελώς από την αυτολατρεία τους. Γίνονται και πάλι σκλάβοι της εγωιστικής παρόρμησης που έχουν βαθιά μέσα τους. Με τον καιρό γίνονται ορατή ύλη σαν ατμώδεις κομήτες με μακριά ουρά. Αυτή η ουρά μαρτυρεί την πείνα και τη βουλιμία για υλική τροφή που βασανίζει αυτά τα πνεύματα που μεταμορφώνονται σταδιακά σε στερεή ύλη. Αυτή η βουλιμία τα οδηγεί να παίρνουν από τον αιθέρα τα υλικά συστατικά που τους ταιριάζουν. Ένας τέτοιος κομήτης, που είναι μία συσσώρευση από πνεύματα που έχουν γίνει πια πέρα για πέρα ύλη, πλανιέται για πολλές χιλιετηρίδες στο μεγάλο αιθέριο διάστημα κι αναζητάει τροφή σαν πεινασμένος λύκος. Απορροφώντας και καταπίνοντας συνέχεια, στο τέλος ο κομήτης συμπυκνώνεται και βαραίνει. Με τον καιρό ελκύεται και πάλι από τον ήλιο απ’ όπου είχε δραπετεύσει κι αναγκάζεται να μπει σε μια τακτική τροχιά γύρω του. Εφόσον υποταχθεί σ’ αυτή την τάξη, γίνεται ένας πλανήτης σαν αυτήν εδώ τη γη, την Αφροδίτη ή τον Άρη, το Δία, τον Κρόνο και πολλούς άλλους παρόμοιους».
Γη και σελήνη
«Η αλήθεια είναι πως η γη πρόκειται για μια εντελώς ιδιόμορφη περίπτωση.1 Σαν πλανήτης βέβαια ανήκει σ’ αυτόν τον πλανητικό ήλιο. Αλλά στην πραγματικότητα, δεν είναι σαν τους άλλους πλανήτες που προήλθαν απ’ αυτόν. Η γη, αντίθετα, αίρει την καταγωγή της απ’ τον πρωταρχικό κεντρικό ήλιο (του σφαιρικού περιβλήματος που μας περικλείει), κι είναι ασύλληπτα μεγαλύτερη στην ηλικία από τον πλανητικό ήλιο. Ωστόσο πρωτάρχισε να γίνεται ένα σώμα (δηλαδή να συμπυκνώνεται υλικά), πολύ μεταγενέστερα απ’ αυτόν, όταν αυτός είχε ήδη ξεκινήσει την πρώτη του περιστροφή γύρω απ’ τον κεντρικό ήλιο σαν ήδη διαμορφωμένο ουράνιο σώμα – παρόλ’ αυτά, η γη πήρε τα καθαρά υλικά – σωματικά συστατικά της από αυτό τον πλανητικό ήλιο».
Με τον ίδιο τρόπο που τα άλλα ουράνια σώματα ξεπήδησαν από τους μεγαλύτερους ήλιους, προέκυψαν τελικά τα φεγγάρια απ’ τους πλανήτες. Για το δικό μας φεγγάρι μαθαίνουμε: «Πριν από εκατομμύρια χρόνια, η γη ήταν πολύ πιο βαριά και τα πνεύματα μέσα της υφίσταντο τρομερή πίεση. Τότε τα πιο τραχιά πνεύματα εξαγριώθηκαν και αποσπάσθηκαν με τη βία από τη γη, παρασέρνοντας μαζί τους μία μεγάλη μάζα από χονδροφτιαγμένη ύλη. Για πολλές χιλιάδες χρόνια αυτή η μάζα πλανιόταν γύρω από τη γη, διαγράφοντας μια εντελώς άτακτη τροχιά. Με εξαίρεση λίγους σβώλους, το πιο μεγάλο μέρος της σελήνης ήταν μαλακό κι αποτελούσε κατά το ήμισυ μία (πυρακτωμένη) παχύρρευστη μάζα. Επειδή όλη αυτή η μάζα περιστρεφόταν διαρκώς, τελικά πήρε τη μορφή μιας μεγάλης σφαίρας.
Μάθατε λοιπόν ως εδώ πώς προέκυψε ολόκληρη η υλική δημιουργία των κόσμων, μέχρι και για τους πλανήτες και τα φεγγάρια. Όλοι αυτοί λοιπόν έχουν παντού σχεδόν την ίδια φύση και υπηρετούν τον ίδιο σκοπό» («Μ.Ε.Ι.» 4, 107).