ΤΙ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΕΧΕΤΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ;

Κύριος και Δάσκαλος για όλα τα Πνεύματα

Είδαμε στα προηγούμενα πως σ’ όλη την πλάση δρουν διαφόρων ειδών πνεύματα, χωρισμένα σε δυο αντίθετες παρατάξεις που αντιμάχονται μεταξύ τους, όπως το φως και το σκοτάδι. Είδαμε ακόμη ότι ανώτερα πνεύματα επιβλέπουν, καθοδηγούν και κρατούν την τάξη στα πιο απλά, κατώτερα πνεύματα και ψυχές της φύσης. Οι άγγελοι τους αναθέτουν και κατευθύνουν το έργο τους. Πάνω απ’ αυτούς πάλι εποπτεύουν οι άρχοντες των αγγέλων, οι οποίοι έχουν στη δικαιοδοσία τους ολόκληρες ηλιακές περιοχές, περιβλήματα κι ακόμη μεγαλύτερες περιοχές της πλάσης. Τέλος, πάνω απ’ όλα αυτά αγρυπνά το πανίσχυρο, αρχέγονο Πνεύμα που ονομάζουμε Θεό. Αυτό το Υπέρτατο Ον είναι παρόν τόσο μέσα στο σύμπαν, όσο και στο κάθε άτομο χωριστά και κινεί όλα τα νήματα σύμφωνα με το θέλημα Του.

Η προαιώνια θεμελιακή δύναμη της ζωής

Τις τελευταίες δεκαετίες, η επιστημονική έρευνα έχει αρχίσει να διαπιστώνει την κυριαρχία των πνευματικών δυνάμεων στη φύση. Μέσα στο άτομο π.χ. βρήκε τον πυρήνα, που αποτελεί ένα κέντρο το οποίο εξουσιάζει και οργανώνει τα διάφορα μέρη του ατόμου. Οι βιολόγοι ανακάλυψαν ένα τέτοιο πνευματικό οργανωτικό κέντρο μέσα στο κάθε κύτταρο όλων των ζωντανών οργανισμών. Από κει συμπέραναν πως υπάρχει ένα τέτοιο κέντρο σ’ όλο το κυτταρικό σύμπλεγμα των μεγαλύτερων ζωντανών όντων, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου σώματος. Προχωρώντας τον ειρμό αυτών των συλλογισμών, είναι αδύνατο να μείνει κανείς στάσιμος σ’ αυτό το σημείο. Ο επιστημονικός νους οδηγείται μοιραία πέρα απ’ αυτά τα όρια, στην υπόθεση πως οι αμέσως μεγαλύτεροι οργανισμοί της πλάσης, τα ουράνια σώματα και τα συστατικά τους, διαθέτουν επίσης ένα οργανωτικό κέντρο ζωής, ένα πνεύμα που είναι η θεμελιακή δύναμη της ζωής.

Πραγματικά, στο πλανητικό μας σύστημα, για παράδειγμα, βλέπουμε ότι ο ήλιος αποτελεί μία δύναμη ζωής η οποία κρατάει τη συνοχή και την τάξη. Σύμφωνα δε με τα συμπεράσματα των επιστημόνων, απ’ τον ήλιο προήλθαν κάποτε οι πλανήτες με τα φεγγάρια τους και είναι φανερό πως παίρνουν ζωή απ’ αυτόν ακόμη και τώρα. Η λογική οδηγείται αυτόματα στο συμπέρασμα πως το δικό μας ηλιακό σύστημα αποτελεί επίσης τμήμα ενός ανώτερου διαπλανητικού συστήματος, στο οποίο πάλι κυριαρχεί ένα ουράνιο σώμα, προικισμένο με μία ισχυρότερη δύναμη ζωής. Ακολουθώντας αυτή την αλληλουχία σκέψεων, ο σύγχρονος επιστημονικός ερευνητής θ’ αναγνωρίσει, αργά ή γρήγορα, πως όλη η δημιουργία διαθέτει κι αυτή έναν πνευματικό κυβερνήτη. Πρόκειται προφανώς για μία ισχυρότατη και ευφυέστατη δύναμη ζωής, η οποία, ξεκινώντας από έναν κεντρικό πυρήνα, δρα σ’ όλη την απεραντοσύνη, και την οποία ονομάζουμε «Θεό».

Ο Θεός μέσα στον Χριστό

Από τη Βίβλο και τις νεώτερες αποκαλύψεις γνωρίζουμε πως κοντά 2.000 χρόνια πριν, ο Θεός ενσαρκώθηκε μέσα στην ψυχή και το σώμα του Ιησού Χριστού. Σαν Χριστός δηλαδή, ο Δημιουργός έγινε ορατός με το Κέντρο Ζωής του σε όλα τα πνεύματα της Πλάσης. Άρα ο Χριστός, πού «μέσα του κατοικεί το πλήρωμα της Θεότητας», είναι ο Κύριος όλων των πνευμάτων.

Σ’ όλους τους καιρούς υπήρχαν άθεοι, οι οποίοι αμφισβήτησαν αυτό το γεγονός που μας εξιστορεί η Αγία Γραφή, ισχυριζόμενοι πως η ιστορία του Υιού του Θεού που θυσιάστηκε στη Γη για το καλό της ανθρωπότητας, ανήκει στο χώρο της μυθολογίας. Αυτόν το μύθο, που υπήρξε σε πολλές παλιές θρησκείες και παραδόσεις, οι Χριστιανοί απλά τον προσάρμοσαν αργότερα στο πρόσωπο του Ιησού, ενός προφήτη. Η χριστιανική διδασκαλία της ενανθρώπισης του Θεού αποτελεί κατ’ αυτούς μία βελτιωμένη έκδοση παλιότερων μύθων και όχι ιστορική αλήθεια.

Η προαίσθηση

Είναι αλήθεια πως στις αρχαίες θρησκείες των Αιγυπτίων, Περσών, Ινδών κ.λπ., υπάρχουν παρόμοιες μυθικές διηγήσεις και διδασκαλίες. Αλλά γιατί; Πού οφείλεται αυτή η ομοιότητα; Στον Λόρμπερ μαθαίνουμε πως αυτό το ανεπανάληπτο γεγονός της καθόδου του ύψιστου Πνεύματος στον υλικό κόσμο είχε ήδη προαναγγελθεί στους προηγούμενους αιώνες σ’ όλους τους λαούς της Γης μέσα από τις καρδιές ενορατικών ανθρώπων και προφητών.

«Ο τωρινός Μου ερχομός είχε προαναγγελθεί απ’ τους πρώτους ανθρώπους κιόλας σε όλους τους λαούς που είναι σκορπισμένοι στις τέσσερις άκρες της Γης. Οι ιερείς τους, που γνώριζαν τους μύθους κι ένιωθαν μία εσωτερική παρόρμηση στα βάθη της καρδιάς τους, κατάφεραν να το δουν πνευματικά σαν όραμα.

Είναι αλήθεια πως συχνά περιέγραφαν αυτά που είχαν δει μέσα από πολύ ασαφείς εικόνες, που στο τέλος δεν τις καταλάβαιναν ούτε αυτοί οι ίδιοι. Ορισμένοι απ’ αυτούς που ήταν πραγματικά θεόπνευστοι, πολλές φορές έπεφταν σε έκσταση λατρείας έτσι οι εικόνες που έβλεπαν ήταν καθαρές και μπορούσαν να εξηγήσουν καλύτερα τα οράματα τους».

Υποσυνείδητα δηλαδή, όλοι οι τότε λαοί γνώριζαν για την ενανθρώπιση του Χριστού.

Ο κατάλληλος χρόνος για τον ερχομό του Χριστού

Παράλληλα όμως, ο ερχομός του Κυρίου στ’ αμπέλι του, η κάθοδος δηλαδή του Πατέρα-Θεού στον υλικό κόσμο, ήταν ένα γεγονός που δεν αφορούσε αποκλειστικά τους ανθρώπους τής μικρής Γης μας αλλά κι όλα τα όντα σε όλη τη Δημιουργία. Συνέβη σε μία χρονική στιγμή που όλη η πλάση ήταν ώριμη γι’ αυτό, και την οποία η Θεότητα είχε προγραμματίσει από πολύ πριν. Στην παραβολή του «άσωτου υιού» αυτή η χρονική στιγμή υπονοείται μ’ αυτά τα λόγια:

«Κι ο γιος ξεκίνησε να βρει τον Πατέρα του. Όμως είχε πολύ δρόμο να διανύσει ακόμη, κι ο Πατέρας του, που τον είδε από μακριά, τον συμπόνεσε μέσα στην ψυχή του. Έτρεξε λοιπόν να τον προϋπαντήσει, τον φίλησε με λαχτάρα και τον έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά του».

Ο «άσωτος υιός» συμβολίζει ολόκληρο τον υλικό κόσμο, ο οποίος συναρμολογήθηκε κομματάκι-κομματάκι από τα μόρια του Εωσφόρου. Μέσα από μια τεράστια διαδικασία παλινόστησης, επιστρέφει στην πατρική αγκαλιά. Μια πιο συνειδητοποιημένη ομάδα από αποστατημένα πνεύματα αναγνώρισε το λάθος της και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Η αιώνια Αγάπη έσπευσε να τα συναντήσει στα μισά του δρόμου, και τα συνοδεύει ώσπου να φθάσουν στο πατρικό τους σπίτι. Αυτό το νόημα είχε λοιπόν η ενανθρώπιση του Ιησού Χριστού:

«Στον κάθε άνθρωπο που εξελίσσεται κανονικά, κάποτε έρχεται υποχρεωτικά η στιγμή που είναι άξιος να δεχθεί μία ανώτερη Αλήθεια. Έτσι και τώρα (δηλαδή την εποχή του Ιησού), έφθασε αυτή η στιγμή για όλη την Πλάση. Τούτη τη στιγμή, που την έχει υπολογίσει καλά ο Θεός, θα δοθεί σε όλα τα ώριμα πλάσματα η ευκαιρία να βγουν απ’ τον τάφο όπου είναι καταδικασμένα και να γίνουν όμοια με το Θεό. Γι’ αυτό λέει η Γραφή, πως όλοι όσοι είναι ακόμα στον τάφο, θα σηκωθούν και θα περάσουν στην αθανασία.

Αυτή η στιγμή που ο Θεός είχε προσδιορίσει από καταβολής κόσμου, έχει έρθει τώρα, γιατί όλα τα πλάσματα έχουν κατακτήσει την απαραίτητη ανεξαρτησία και ωριμότητα (η μεγαλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι οι περισσότεροι δεν ξέρουν πια σχεδόν τίποτα γι’ αυτόν κι έτσι έχουν απομακρυνθεί εντελώς από κοντά του). Γι’ αυτό είμαι τώρα εδώ, για να οδηγήσω τους ανθρώπους, όχι πια με την παντοδυναμία Μου αλλά με τη διδασκαλία· αυτήν τη διδασκαλία που τους δίνω τώρα εδώ, σαν να μην ήμουν κάτι περισσότερο ή αλλιώτικο από αυτούς. Έτσι μπορώ και συναναστρέφομαι μαζί τους σαν άνθρωπος, όμοιος τον όμοιο, όπως κάνει ο κάθε ξένος με τον άλλο. Και ο παλιός νόμος που έλεγε ότι κανένας δεν μπορεί να δει το Θεό και να μείνει στη ζωή, έχει καταργηθεί πια ολότελα. Τώρα μπορείτε να Με βλέπετε όσο λαχταράει η ψυχή σας και δεν πέφτει ούτε μια τρίχα απ’ το κεφάλι σας!»

Η ενανθρώπιση

Από τα κείμενα τής Νέας Αποκάλυψης μπορούμε εξάλλου να καταλάβουμε πώς ήταν δυνατό, το απέραντο Πνεύμα να περιορισθεί σ’ ένα ανθρώπινο σώμα. Υπάρχει ο βασικός κανόνας που λέει ότι ο άνθρωπος, όπως άλλωστε κάθε υλικό πλάσμα, απαρτίζεται από τρία μέρη. Το ένα απ’ αυτά είναι το πνεύμα, το οποίο συνιστά τη θεμελιακή δύναμη της ζωής, αυτή που σαν διευθυντικό και οργανωτικό κέντρο κατευθύνει τα πάντα. Κατά δεύτερο λόγο απαρτίζεται από την ψυχή, ή οποία προήλθε απ’ τα πιο αιθέρια συστατικά της ύλης· και τέλος από το σώμα, που έχει διαμορφωθεί απ’ τα πιο χονδροφυή μέρη της ύλης.

Στην περίπτωση του Ιησού, στο πρόσωπο του κατοίκησε το προαιώνιο Κέντρο Δύναμης, ο κεντρικός σπινθήρας που ονομάζεται «Πατέρας» ή «Αιώνια Αγάπη». Το φως που εκλυόταν απ’ το Πυρ αυτής της Αγάπης, ήταν η θεϊκή Ψυχή του Ιησού ή ο «Υιός του Θεού» μέσα Του. Ως προς το γήινο, σαρκικό σώμα του, ήταν ο «Υιός του Ανθρώπου».

Το Πνεύμα του Ιησού, όντας το προαιώνιο Κέντρο Δύναμης του Θεού που δρούσε σε όλη τη Δημιουργία, περιείχε όντως το «πλήρωμα του Θεού». Γι’ αυτό ήταν και είναι πέρα για πέρα αληθινός Θεός. Σαν ψυχική-σωματική υπόσταση ο Ιησούς ήταν πέρα για πέρα ανθρώπινος. Κι όχι μόνο ως προς τις ικανότητες και την εμφάνιση, αλλά και για την ανάγκη να μετουσιώσει πνευματικά την ψυχή και το σώμα του.

Για το πώς έγινε άνθρωπος, ο Ιησούς λέει στο «M.E.I.»: «Μονάχα το πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι είχε πάρει το σώμα απ’ το χέρι της θεϊκής Θέλησης, όλοι οι άλλοι άνθρωποι βγήκαν από μια μάνα. Το ίδιο και το δικό μου σώμα, το γέννησε μια μητέρα από τη Γη, αν και δεν το έσπειρε άνθρωπος, όπως γίνεται συνήθως. Έγινε μόνο χάρη στην παντοδύναμη Θέληση του Θεού. Με ανθρώπους που είναι ολότελα αγνοί και αφοσιωμένοι στο Θεό, αυτό το πράγμα είναι καθ’ όλα δυνατό. Παλιότερα δεν ήταν τόσο σπάνιο φαινόμενο και σήμερα ακόμη συμβαίνει καμιά φορά.

Είναι φανερό πως αυτοί οι άνθρωποι που έχουν δημιουργηθεί με καθαρά πνευματικό τρόπο, είναι πνευματικότεροι από τους ανθρώπους που έχουν γεννηθεί φυσιολογικά. Γιατί τα παιδιά από ακμαίους και υγιείς γονείς γίνονται κατά κανόνα ρωμαλέα και γερά ενώ συνήθως εξασθενημένοι και ασθενικοί γονείς κάνουν αδύναμα και φιλάσθενα παιδιά.

Σαν άνθρωπος, όπως στέκομαι τώρα εδώ μπροστά σας, δεν είμαι Θεός, αλλά ένας Υιός του Θεού, αυτό που ουσιαστικά πρέπει να γίνει ο κάθε άνθρωπος. Γιατί οι άνθρωποι αυτής τής Γης έχουν την αποστολή να γίνουν παιδιά του θεού, με το να ζουν σύμφωνα με το Θέλημα Του. Ένα όμως απ’ τα παιδιά του ήταν προορισμένο προαιώνια να είναι το πρώτο, να έχει όλη τη θεϊκή Ζωή μέσα του και να τη δώσει στον καθένα που πιστεύει σ’ Αυτόν και ζει σύμφωνα με τη διδασκαλία του. Κι αυτός ο πρώτος είμαι Εγώ.

Αλλά όταν ήρθα στον κόσμο, δεν είχα από την αρχή μέσα Μου αυτή τη θεϊκή Ζωή. Ο σπόρος βέβαια υπήρχε μέσα Μου, αλλά έπρεπε πρώτα να καρπίσει, πράγμα που Μου κόστισε σχεδόν τριάντα χρόνια απ’ τη ζωή Μου και μεγάλο κόπο. Τώρα όμως που στέκομαι μπροστά σας, είμαι τέλειος και μπορώ να πω πως Μου έχει δοθεί όλη η Εξουσία και η Ισχύς σε Ουρανό και Γη. Και πως το Πνεύμα μέσα Μου έχει γίνει ένα με το Πνεύμα του Θεού. Γι’ αυτό μπορώ να κάνω τέτοια θαύματα, που κανένας άνθρωπος πριν από Εμένα δεν έκανε ποτέ. Όμως αυτό στο μέλλον δεν θα είναι αποκλειστικά προνόμιο δικό Μου. Θα το έχει και ο καθένας που πιστεύει πως Μ’ έστειλε ο Θεός σ’ αυτή τη Γη, για να φέρω στους ανθρώπους το Φως της Ζωής, κι ακολουθεί τη διδασκαλία Μου. Αυτή η διδασκαλία εξηγεί πεντακάθαρα ποιο είναι το θέλημα του θεϊκού Πνεύματος που κατοικεί μέσα Μου με όλη του την πληρότητα.

Αυτό το Πνεύμα είναι Θεός, Εγώ όμως, σαν απλός Υιός του ανθρώπου, δεν είμαι. Γιατί κι Εγώ παιδεύτηκα και τυραννήθηκα πολύ σαν άνθρωπος, σαν κάθε άλλον, μέχρι να γίνω άξιος για να σηκώσω τη θεία φύση. Κι αφού ωρίμασα έτσι σαν άνθρωπος, μπορώ πια να γίνω ένα με το Πνεύμα του Θεού. Τώρα βέβαια έχω ενωθεί ολότελα με το Θεό στο Πνεύμα, αλλά στο σώμα όχι ακόμη. Αλλά και σ’ αυτό θα ενωθώ μαζί Του. Πρώτα όμως πρέπει να περάσω μία μεγάλη δοκιμασία. Η ψυχή Μου πρέπει να ταπεινωθεί βαθιά και ν’ απαρνηθεί τον εαυτό της» («M.E.I.» 6, 90).

«Η σοφία και η χάρη του μεγάλωνε»

Στο Ευαγγέλιο του Ιακώβου για τα παιδικά και νεανικά χρόνια του Ιησού, που είχε χαθεί και ξαναδόθηκε στον Λόρμπερ να το καταγράψει, διαβάζουμε στα δυο τελευταία κεφάλαια:

«Η Γραφή λέει πως η σοφία κι η χάρη του μεγάλωναν μπρος στο Θεό και στους ανθρώπους. Μέχρι ν’ αρχίσει να διδάσκει, έμενε με τους γονείς του κι ήταν υπάκουος και υποτακτικός απέναντί τους. Μας γεννιέται όμως η εύλογη απορία, πώς μπορούσε ο Ιησούς να μεγαλώσει σε σοφία και χάρη, αφού ήταν απ’ αρχής το προαιώνιο, μοναδικό θεϊκό Ον; Και μάλιστα μπρος στους ανθρώπους, τη στιγμή που ήταν ανέκαθεν το πιο τέλειο Ον;

Για να το καταλάβουμε αυτό σωστά, δεν πρέπει να δούμε τον Ιησού σαν τον μοναδικό Θεό, αλλά να τον φαντασθούμε σαν έναν άνθρωπο που μέσα του ήταν κρυμμένη η Θεότητα, φαινομενικά αδρανής, όπως βαθιά στον καθένα μας κοιμάται το Πνεύμα και περιμένει να ξυπνήσει. Έτσι λοιπόν, αυτό που οφείλει να κάνει ο καθένας μας για να ελευθερώσει το πνεύμα του, το ίδιο έπρεπε να κάνει εντελώς συνειδητά ο άνθρωπος Ιησούς, ώστε να μπορέσει να ενωθεί με το Θεό.

Ο κάθε άνθρωπος έχει κάποιες αδυναμίες, οι οποίες αποτελούν συνήθως τα δεσμά που περιζώνουν το πνεύμα σαν ένα σφιχτό πανωφόρι. Αυτά τα δεσμά μπορούν να σπάσουν μόνο όταν ή ψυχή δυναμώσει τόσο πολύ, ώστε να είναι ικανή να περιβάλει και να συγκρατήσει το πνεύμα, που από τη φύση του είναι εντελώς ελεύθερο. Όμως η ψυχή έχει συνήθως «ζυμωθεί» με τη σάρκα, γι’ αυτό πρέπει συνεχώς να δείχνει αυταπάρνηση για να δαμάσει τις αδυναμίες της. Γι’ αυτό το λόγο, μόνο όταν βρίσκεται ο άνθρωπος αντιμέτωπος με τους κάθε λογής πειρασμούς κι ακούει το τραγούδι των Σειρήνων, μπορεί ν’ αντιληφθεί τ’ αδύνατα σημεία του και να μάθει τι κρατάει φιμωμένο το πνεύμα του.

Αν λοιπόν με τον αυτοέλεγχο και την αυταπάρνηση ξεπεράσει αυτά τα μελανά σημεία στην ψυχή του, τότε λύνει τα δεσμά που καταδυναστεύουν το πνεύμα του και δένει με τούτα την ψυχή του.

Όταν με τον καιρό ή ψυχή δεθεί για τα καλά με τα δεσμά που έσφιγγαν πρωτύτερα το πνεύμα, τούτο είν’ ελεύθερο πια, απλώνεται και καταλαμβάνει εντελώς φυσικά την ψυχή που έχει δυναμώσει. Μ’ αυτό τον τρόπο ή ψυχή αποκτάει κι αυτή την παντοδυναμία του πνεύματος και σμίγει για πάντα ολότελα μαζί του.

Καθώς λοιπόν λύνονται τα δεσμά το ένα μετά το άλλο, μεγαλώνει η πνευματική δύναμη της ψυχής, που είναι ή σοφία και η χάρη. Η σοφία είναι η φωτεινή, διεισδυτική ματιά μέσα στο εσωτερικό τής αιώνιας Τάξης του Θεού. Κι η χάρη είναι το παντοτινό Φως της Αγάπης χάρη στο οποίο φωτίζονται όλα τα χίλια-μύρια πράγματα, οι σχέσεις τους και η πορεία τους.

Όπως αυτό ισχύει για τον κάθε άνθρωπο, το ίδιο ίσχυε και για το Θεάνθρωπο Ιησού. Η ψυχή του ήταν όπως του κάθε άλλου ανθρώπου. Είχε μάλιστα να παλέψει με παραπάνω πειρασμούς, γιατί το παντοδύναμο θεϊκό Πνεύμα δέθηκε από μόνο του με τα πιο ισχυρά δεσμά, ώστε η ψυχή του να είναι ικανή να το κρατήσει. Γι’ αυτό η ψυχή του, με τον αυτοέλεγχο και την αυταπάρνηση, έπρεπε ν’ αντισταθεί στους μεγαλύτερους πειρασμούς για να λύσει τα δεσμά που περιέζωναν το θεϊκό Πνεύμα της. Έτσι δυνάμωσε τόσο, ώστε να μπορεί να βαστάξει το πιο μεγάλο και πιο ελεύθερο απ’ όλα τα πνεύματα και να γίνει ένα μαζί του.

Πώς πέρασε όμως ο Ιησούς από τα δώδεκα ως τα τριάντα, τα πιο σημαντικά χρόνια για την εξέλιξη του; Διαρκώς ένιωθε μέσα του ολοζώντανη την παρουσία της Θεότητας! Ήξερε πως το καθετί στο σύμπαν έπρεπε να υπακούει στο παραμικρό του νεύμα, ενώ συνάμα ένιωθε μέσα του την παρόρμηση να εξουσιάσει τα πάντα. Περηφάνια, φιλαρχία, η ανάγκη να είναι απόλυτα ελεύθερος, η κλίση στην καλοζωία, η έλξη προς το γυναικείο φύλο, η τάση να οργίζεται εύκολα, κι άλλα πολλά ήταν οι κύριες αδυναμίες της ψυχής του.

Αλλά με τη θέληση του επιβλήθηκε σε όλ’ αυτά. Την περηφάνια την ταπείνωσε με τη φτώχεια. Σκληρό μέσο αλήθεια γι’ αυτόν που κατείχε τα πάντα, αλλά δεν μπορούσε να ονομάσει τίποτα «δικό του»! Τη φιλαρχία τη δάμασε υπακούοντας τους ανθρώπους που ήταν ασήμαντοι μπροστά του. Την ακατάλυτη, υπέρτατη ελευθερία του τη χαλιναγώγησε δουλεύοντας σκληρά σαν σκλάβος στις πιο ταπεινωτικές δουλειές. Καταπολέμησε την τάση για καλοπέραση, νηστεύοντας συχνά, από ανάγκη ή από δική του πρωτοβουλία. Κατανίκησε την έλξη προς τις γυναίκες, κάνοντας βαριές δουλειές, με τη λιτή διατροφή, με την προσευχή και συναναστρεφόμενος σοφούς ανθρώπους. Σ’ αυτό το σημείο είχε πολύ αγώνα να κάνει, γιατί η εξωτερική εμφάνιση και η ομιλία του ασκούσαν μεγάλη σαγήνη.

Γι’ αυτό το λόγο οι πέντε θετές κόρες του Κυρήνιου. ήταν ερωτευμένες μαζί του και συναγωνίζονταν μεταξύ τους για την εύνοια του. Αυτή η αγάπη τού έδινε ευχαρίστηση, αλλά δεν τον παρέσυρε ποτέ.

Με μια του ματιά διέκρινε την κακία, την υποκρισία και τον εγωισμό των ανθρώπων, γι’ αυτό είναι ευνόητο πως θύμωνε, πικραινόταν ή προσβαλλόταν εύκολα. Αλλά η αγάπη και η σπλαχνικότητά του μετρίαζαν την ταραχή του. Έτσι όλη του η ζωή ήταν διαρκής αυταπάρνηοη, μέχρι να μπορέσει να εναρμονισθεί με τη θεία Τάξη.

Απ’ αυτά μπορεί να καταλάβει κανείς πως ο Ιησούς πέρασε δεκαοχτώ χρόνια παλεύοντας με τους πειρασμούς. Έτσι όμως μεγάλωσε η σοφία και η χάρη στην ψυχή του μπρος στο Θεό και στους ανθρώπους. Και μάλιστα σοφία και χάρη μεγάλωναν όλο πιο πολύ, όσο το θείο Πνεύμα ενωνόταν με την ψυχή του, που αυτή η ψυχή ήταν στην ουσία ο Υιός» («Τα παιδικά Χρόνια του Ιησού»).