Στο Τέρμα της Πορείας Τελειοποίησης βρίσκεται η Πνευματική Αναγέννηση

Η ανθρώπινη ψυχή που αποφάσισε εκούσια να ζήσει σε αρμονία με τη θεϊκή Τάξη, είναι ώριμη να «αναγεννηθεί πνευματικά». Αυτό σημαίνει ότι έχει αποβάλει όλα τα εγωιστικά της στοιχεία και την έχει διαποτίσει η αγάπη, που είναι η ουσία του πνευματικού της σπινθήρα. Γι’ αυτό μπορεί πια να ενωθεί μια για πάντα μαζί του. Έτσι διαρρηγνύει – πνευματικά –  την ύλη που την κρατάει δέσμια και περνάει στην καθαρά πνευματική σφαίρα, αν και μπορεί να βρίσκεται ακόμη μέσα στο υλικό της σώμα.

Αυτό το πέρασμα από την κατάσταση της καταδίκης μέσα στην ύλη, στην κατάσταση ελευθερίας του πνεύματος, ονομάζεται «πνευματική αναγέννηση», σαν αντίστοιχη διαδικασία της σωματικής γέννησης. Ονομάζεται επίσης «αναγέννηση μέσα ή από το πνεύμα», γιατί η ψυχή ωριμάζει από την ακτινοβολία του πνεύματος αγάπης, όπως ένας καρπός κάτω από το φως του ήλιου. Ή λέγεται κι αλλιώς «αναγέννηση του πνεύματος μέσα στην ανθρώπινη ψυχή», γιατί το θεϊκό Πνεύμα τη διαποτίζει και τη διαπερνάει πέρα για πέρα. Όπως και να ’ναι, όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί σημαίνουν την πλήρη ωριμότητα της ψυχής. Ο Ιησούς εξηγεί στο «M.E.I.» στον Ιούδα, πώς φθάνει κανείς στο σκοπό της ζωής του:

«Θα σου δώσω τώρα ένα μέτρο και κριτήριο, για να ξέρεις εσύ, αλλά και ο καθένας, πώς πρέπει να έχουν τα πράγματα με την αγάπη για τον εαυτό σου, για τον διπλανό σου και για το Θεό. Πάρε τον αριθμό 666, ο οποίος, αν η αναλογία είναι καλή, παριστάνει έναν ολοκληρωμένο άνθρωπο ή, αν είναι κακή, έναν ολοκληρωμένο διάβολο.

Μοίρασε την αγάπη που έχεις μέσα σου σε 666 ίσα μέρη. Αν δώσεις τα 600 στο Θεό, τα 60 στο συνάνθρωπο σου και κρατήσεις τα έξι για σένα, είσαι ένας τέλειος, αναγεννημένος άνθρωπος!» («Μ.Ε.Ι.», 2, 77).

Η αληθινή υιοθεσία από τον Θεό

Ο αναγεννημένος άνθρωπος, από εξαρτημένο δημιούργημα μεταμορφώνεται σε αληθινό παιδί του Θεού, απόλυτα ανεξάρτητο. Η αλήθεια είναι πως ψυχή και πνεύμα δεν συγχωνεύονται τελείως στην πνευματική αναγέννηση, αλλά παραμένουν δύο εμφανώς ξεχωριστές οντότητες.

«Με την αναγέννηση η ψυχή δεν χάνει την επίγνωση του τι γίνεται γύρω της και διατηρεί την αυτονομία της θέλησης της. Η ψυχή θα έχει πάντα με το πνεύμα την ίδια .σχέση που έχει το θνητό σώμα με την ψυχή. Το σώμα μπορεί να έχει όσες επιθυμίες θέλει και να κεντρίζει επίμονα την ψυχή με το αιχμηρό κεντρί του για να του τις ικανοποιήσει. Όμως μια τέλεια ψυχή λέει πάντα ένα αποφασιστικό “όχι”, που δεν ανέχεται αντίρρηση. Το ίδιο ακριβώς κάνει με την ψυχή (σ’ έναν αναγεννημένο άνθρωπο), το πνεύμα που την έχει διαπεράσει τελείως. Όσο λοιπόν η ψυχή συμμορφώνεται με το πνεύμα, τα πάντα γίνονται όπως θέλει εκείνο, που είναι και το θέλημα του Θεού. Όταν όμως την ψυχή την κυριεύει η νοσταλγία για τα παλιά κι αποζητάει μια πιο εγωιστική απόλαυση, σ’ αυτή την περίπτωση το πνεύμα υποχωρεί ολοκληρωτικά κι αφήνει το πεδίο ελεύθερο στην ψυχή να κάνει μόνη της ό,τι θέλει. Συνήθως όμως οι προσπάθειες της μένουν άκαρπες, ιδίως όταν η επιθυμία δεν έχει κανένα πνευματικό υπόβαθρο. Τότε η ψυχή αντιλαμβάνεται αμέσως την εγωιστική αδυναμία και την αδεξιότητα της. Εγκαταλείπει λοιπόν τις φαντασιώσεις περί αυτοικανοποίησης, ενώνεται πάλι βαθιά με το πνεύμα κι αφήνει τη θεϊκή θέληση να κυριαρχεί. Εννοείται πως τότε όλα επανέρχονται στην τάξη, η δύναμη και η ισχύς επιστρέφουν ακέραιες!»

Με άλλα λόγια, στον αναγεννημένο άνθρωπο ο θεϊκός πνευματικός σπινθήρας με την ουράνια Αγάπη, Σοφία και Δύναμη του, κυριαρχεί και κατευθύνει την ψυχή. Με αυτό ο Ποιητής έχει πετύχει το στόχο του, όπως διαβάζουμε στο «M.E.I.» 2, 229:

«Στο Θεό, οι αντιθέσεις βρίσκονταν ανέκαθεν στην άριστη δυνατή Τάξη. Τα δημιουργημένα όντα όμως έπρεπε να παλέψουν ανεπηρέαστα για να κατακτήσουν (σαν) από μόνα τους το άριστο μέτρο (δηλαδή χάρη στην αυτόνομη δραστηριότητα τους!) Έτσι προέκυψαν διάφορα αποτελέσματα. Στο ένα επικράτησε η απόλυτη ηρεμία, στο άλλο υπερίσχυσε η κινητικότητα. Υπάρχουν όμως και πολλά όντα που κατάφεραν να βρουν το σωστό μέτρο όπως το απαιτεί η θεία Τάξη. Αυτά τα όντα είναι πια τέλειες υπάρξεις, διότι οι δυνάμεις της ευφυΐας τους αλληλοϋποστηρίζονται αδιάκοπα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο».

Οι αναγεννημένοι άγγελοι απολαμβάνουν θεϊκή παντοδυναμία

Σ’ έναν αναγεννημένο πνευματικά άνθρωπο, επικρατεί όπως είδαμε το θεϊκό Πνεύμα. Κατ’ επέκταση, ένα τέτοιο τέλειο πλάσμα απολαμβάνει όλη τη δημιουργική δύναμη του Θεού. Αυτό σημαίνει πως ένα τέτοιο τελειοποιημένο και ελεύθερο παιδί του Θεού συμμετέχει στη «Λαμπρότητα» του Πατέρα του. Ένας αναγεννημένος άγγελος δεν χρησιμοποιεί ποτέ την παντοδυναμία για εγωιστικές επιδιώξεις. αντίθετα, ο πόθος του είναι να επενδύει τις διαρκώς αυξανόμενες γνώσεις και δυνάμεις του στην υπηρεσία της Δημιουργίας.

Η μακαριότητα για τις υπάρξεις που έχουν φθάσει στο τέρμα, είναι ακριβώς η δυνατότητα να προσφέρουν έμπρακτα την αγάπη τους σε όλες τις σφαίρες της Δημιουργίας.

Η αληθινή ελευθερία

Σ’ αυτό το επίπεδο της πνευματικής αναγέννησης ανοίγεται πια για τον άνθρωπο η αληθινή κι απόλυτη ελευθερία.

«Για να φθάσει κανείς σ’ αυτή την ύψιστη κορυφή», λέει ένας φωτισμένος ακόλουθος του Ιησού, «είναι απαραίτητο να ανοίξει στο Θεό ολόκληρο το είναι του, σώμα, ψυχή και πνεύμα, εντελώς ανεπιφύλακτα, με μία αποκλειστική, μονάκριβη Αγάπη. Μια τέτοια συνάντηση στη μέση του δρόμου του Δημιουργού με το δημιούργημα Του και του δημιουργήματος με το Δημιουργό του, σημαίνει κατ’ ανάγκη πλήρη εξίσωση στο τέλος ανάμεσα στον προαιώνιο Πλάστη και στο γέννημα Του. Ο Θεός γίνεται ένα με μας, κι εμείς γινόμαστε ένα μαζί Του, χωρίς να περιοριστεί στο παραμικρό η ατομικότητα μας και η απόλυτη ελευθερία της θέλησης. Χωρίς αυτή την ολοκληρωτική εξίσωση δημιουργήματος και Δημιουργού, είναι αδιανόητη η τέλεια ελευθερία στη θέληση και στην εξουσία. Κι αυτό βέβαια, γιατί η θέληση του Δημιουργού δεν μπορεί παρά να είναι εντελώς απεριόριστη και μόνο αν γίνει η θέληση του δημιουργήματος εντελώς ένα με του Δημιουργού, μπορεί να είναι κι αυτή απεριόριστη.

Εφόσον θέλουμε ό,τι θέλει ο Κύριος, κατ’ επέκταση η θέληση μας είναι κι αυτή απόλυτα ελεύθερη, αφού κι Εκείνου η θέληση είναι ελεύθερη απόλυτα. Αν όμως η θέληση μας είναι αντίθετη ή μόνο εν μέρει ταυτίζεται με του Θεού, είμαστε αξιολύπητοι σκλάβοι της εθελοτυφλίας μας. Την τέλεια ελευθερία θα τη βρούμε μόνο μέσα στο Θεό. Έξω απ’ το Θεό δεν υπάρχει παρά καταδίκη και θάνατος».

Με άλλα λόγια, σ’ αυτό το επίπεδο τελειότητας πέφτουν οι φραγμοί και τα δεσμά από τη θέληση μας, όσο πιο πολύ ενστερνιζόμαστε εκούσια το θέλημα του Θεού σαν τον απόλυτο Νόμο στις σκέψεις και τις πράξεις μας. Οι φραγμοί στη θέληση μας, που ήταν απαραίτητοι στις προηγούμενες ανώριμες φάσεις της εξέλιξης μας, είναι πια περιττοί. γι’ αυτό έχουμε την «εξουσιοδότηση» να τη χρησιμοποιούμε όπως θέλουμε μέσα στη Δημιουργία.

Η υπέρτατη ευδαιμονία και μακαριότητα

Οι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη μέγιστη δυνατή ευδαιμονία είναι η απόλυτη αυτοτέλεια και η ελεύθερη θέληση, λέει ο Ιησούς στο «Μ.Ε.Ι.». «Πάρε για παράδειγμα έναν υπηρέτη που βρίσκεται σε μία πολύ καλή υπηρεσία. Κοντά στον κύριο του έχει σχεδόν όσα έχει και το αφεντικό του κι απολαμβάνει ακριβώς τα ίδια πράγματα μ’ εκείνο. Ωστόσο η ευτυχία των δυο διαφέρει. Στην ψυχή του υπηρέτη, λόγω της εξάρτησης του, υπάρχει πάντα κατά βάθος η ανησυχία και η έγνοια μήπως χάσει τη θέση του. Αληθινά ευτυχισμένος είναι μόνο ο κύριος, γιατί μπορεί μεν ν’ αγαπάει πολύ τον υπηρέτη του, αλλά κανονικά δεν θα πρέπει ν’ ανησυχεί μήπως τον εγκαταλείψει και πάει αλλού. Και να του φύγει ένας υπηρέτης, βρίσκει αμέσως άλλους εκατό στη θέση του. Θα έχει πάντα όλα του τα καλά και θα είναι αυτεξούσιος κύριος και κάτοχος στο βιός του. Γι’ αυτό τίποτα δεν σκιάζει την ευτυχία του. Ενώ η ευτυχία του υπηρέτη του είναι έρμαιο της τύχης και μπορεί να εξατμισθεί ανά πάσα στιγμή. Το ίδιο συμβαίνει και στο δικό Μου βασίλειο: όσο εξαρτάσθε από Εμένα, επειδή είμαι Εγώ ο Κύριος σε όλη τη Ζωή και σε όλο το Φως, για να σας δίνει ανελλιπώς κι από τα δυο, δεν είσαστε παρά σκλάβοι και υπηρέτες Μου. Αλλά γι’ αυτό ήρθα τώρα Εγώ ο Ίδιος στη γη που αναθρέφει τα αληθινά παιδιά Μου, για να σας κάνω εντελώς ανεξάρτητους κι ευτυχισμένους ανθρώπους».

Όταν η ψυχή φθάσει στο σημείο να κυριευθεί από το πνεύμα με το οποίο είναι εμβολιασμένη, αποκτάει ταυτόχρονα πλήρη επίγνωση, διαυγέστατη ενόραση, καθώς και την ανάμνηση του πώς ήταν και πώς έγινε στην εξέλιξη της. Μια τέτοια ψυχή διαπερνάει μέχρι το βάθος με το διαυγές βλέμμα της τούτη τη γη, όπως και όλους τους άλλους πλανήτες. Γι’ αυτό μπορεί να απολαύσει με τα μάτια της την καταπληκτική διαρρύθμιση και την ανείπωτη ομορφιά τους. Τότε η αγαλλίαση της για την Αγάπη, τη Σοφία και την Παντοδυναμία του μοναδικού Θεού που βλέπει ολόγυρα μπροστά της, δεν περιγράφεται με λόγια.

Ωστόσο, η ακόμη μεγαλύτερη ευτυχία για τη φτασμένη ψυχή είναι δίχως άλλο το ότι μπορεί να έχει αδιάκοπα στο πλάι της τον αποκλειστικό Κύριο και Ποιητή του σύμπαντος, σαν τον καλύτερο φίλο στη ζωή της, και να Τον λατρεύει απέραντα.

Αλλά η πιο μεγάλη ευτυχία για την τέλεια ψυχή, είναι το ότι ζει μέσα στην απεριόριστη ελευθερία που έχει κι ο Θεός, αφού χάρη στην αγάπη έχει ενωθεί ολότελα μαζί Του («Μ.Ε.Ι.», 7. 66).