7. ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ;

Έξι Περίοδοι Διάπλασης της Γης

Σύμφωνα με την αποκάλυψη στον Λόρμπερ, ο ζωντανός οργανισμός του πλανήτη μας υποβλήθηκε σ’ εκτεταμένες αλλαγές που κράτησαν εκατομμύρια εκατομμυρίων χρόνια, ώσπου να μπορέσει να εμφανισθεί ο ολοκληρωμένος άνθρωπος, το ομοίωμα του Θεού, που είχε μέσα του τον πνευματικό σπινθήρα. Οι προάνθρωποι ή προαδαμίτες,1 απλά προετοίμασαν το έδαφος για την εμφάνιση του Αδάμ, αντιπροσωπεύοντας το τελευταίο στάδιο εξέλιξης πριν τον ολοκληρωμένο, δηλαδή προικισμένο με πνευματικές ικανότητες, άνθρωπο. Όλη αυτή η διαδικασία μέχρι και την εμφάνιση του Αδάμ, κράτησε έξι ασύλληπτα μακριές δημιουργικές περιόδους, τις έξι μέρες της Δημιουργίας, κατά το Μωυσή.2,3 Στο λορμπερικό έργο «Γη και Σελήνη» περιγράφεται με λεπτομέρειες ο τεράστιος ζωντανός οργανισμός του πλανήτη μας, τα εσωτερικά όργανα που διαθέτει, όπως κάθε άλλο πλάσμα, και οι ζωτικές λειτουργίες που εκτελεί για τη συντήρηση των όντων που φιλοξενεί πάνω του. Στα πλαίσια του δικού μας βιβλίου όμως, δεν θ’ ασχοληθούμε μ’ αυτές τις πληροφορίες, που τεκμηριώνουν το πνευματικό υπόβαθρο της ύλης, παρά θα στρέψουμε την προσοχή μας στον άνθρωπο.*

Οι προαδαμίτες και η πέμπτη περίοδοδ διάπλασης της Γης

«… Στην πέμπτη περίοδο έχει πια σχηματισθεί μία σταθερή ηπειρωτική περιοχή. Τότε αρχίζουν τα τακτικά παλιρροϊκά ρεύματα της θάλασαας ανά 14.000 έτη Γης.** Μ’ αυτό τον τρόπο, το νότιο και το βόρειο ημισφαίριο πλημμυρίζουν εναλλάξ, ώστε να γίνουν εύφορες οι εκτεταμένες πετρώδεις έρημοι, γιατί μετά από 14.000 χρόνια η θάλασσα έχει αποθέσει ογκώδεις μάζες από εύφορη λάσπη πάνω τους. Μόλις η θάλασσα υποχωρήσει, η λάσπη εξελίσσεται σ’ ένα εύφορο έδαφος.

Χρειάστηκαν και πάλι πάνω από ένα εκατομμύριο χρόνια ώσπου το έδαφος της Γης να γίνει κατάλληλο για τα διάφορα νέα φυτά, αργότερα για τα ζώα, και τέλος για τον προαδαμίτη άνθρωπο.

Αυτοί οι προάνθρωποι δεν ξέρουν ακόμη τίποτα για την καλλιέργεια της γης. Χρησιμοποιούν ωστόσο κάποια κοπάδια ζώα, ζουν μια σκληρή, νομαδική ζωή, δεν φορούν ρούχα ούτε χτίζουν σπίτια ή καλύβες. Στα πιο χοντρά κλαδιά στήνουν τις σπιτοφωλιές τους και αποθηκεύουν όσα τρόφιμα δεν καταναλώνουν αμέσως. Όταν οι προμήθειες τους τελειώσουν, πηγαίνουν ομαδικά για κυνήγι. Όταν πιάσουν πάγοι (γιατί σ’ αυτή την περίοδο εμφανίζεται και το χιόνι), μετακομίζουν σε πιο ζεστές περιοχές. Μαζί τους παίρνουν τα ζώα τους, που είναι μαμούθ, μεγάλα ελάφια, αγελάδες, κατσίκες και πρόβατα. Επίσης οι ρινόκεροι, οι μονόκεροι, διάφοροι πίθηκοι και πουλιά λογαριάζονται στα «κατοικίδια» τους ζώα. Προς το τέλος αυτής της περιόδου εμφανίζονται επίσης ο γάιδαρος, η καμήλα, το άλογο και ο χοίρος. Οι προάνθρωποι τα παίρνουν κοντά τους, γιατί το ένστικτο τους, που είναι αρκετά αναπτυγμένο, τους παρακινεί να τα χρησιμοποιήσουν στις μεταφορές τους, στο κυνήγι, ή ακόμη για να πάρουν γάλα και μαλλί. Με το τελευταίο φτιάχνουν ένα μαλακό στρώμα για τις φωλιές τους.

Γλώσσα, όπως έχουν τώρα οι άνθρωποι, δεν διαθέτουν. Όμως αρθρώνουν ορισμένους φθόγγους, χρησιμοποιούν νοήματα και χειρονομίες, κι έτσι συνεννοούνται και βοηθάει ο ένας τον άλλον. Αν κάποιος απ’ αυτούς αρρωστήσει, συνήθως από γερατειά, ξέρει ποιο βότανο θα τον κάνει καλά. Αν δεν μπορεί να το ψάξει ο ίδιος, το ψάχνουν οι άλλοι γι’ αυτόν.

Όμως δεν ξέρουν πώς να ανάψουν και να χρησιμοποιήσουν τη φωτιά. Αν μπορούσαν ωστόσο να δουν πώς γίνεται, όπως οι αδαμίτες αργότερα, θα το είχαν καταφέρει κι αυτό. Το ένστικτο της μίμησης το έχουν πολύ αναπτυγμένο και η ευφυΐα τους, μαζί με έναν κάποιο βαθμό ελεύθερης θέλησης, είναι ήδη ανώτερη από εκείνη ενός τέλειου πιθήκου. Επομένως θα μπορούσαν να μάθουν να μιλούν όπως εμείς, αλλά δεν θα μπορούσαν να εκφραστούν λογικά.

Σαν άνθρωποι ήταν πελώριοι και ρωμαλέοι η οδοντοστοιχία τους ήταν τόσο γερή, που μπορούσαν να χρησιμοποιούν τα δόντια τους σαν κοπτικά εργαλεία. Διέθεταν πολύ ισχυρή όσφρηση και διαίσθηση και το αντιλαμβάνονταν από πολύ μακριά όταν τους πλησίαζε ένας εχθρός. Με τα μάτια και τη θέληση τους δάμαζαν τα ζώα, όπως καμιά φορά και τα πνεύματα της φύσης.

Το δέρμα τους ήταν πιο πολύ τριχωτό, με σκούρες κι ανοιχτόγκριζες τρίχες. Μόνο στο νότο υπήρχαν άτριχες φυλές. Μέχρι την εποχή του Αδάμ, ζούσαν στις πεδιάδες και στα δάση και δεν πήγαιναν ποτέ στα βουνά».

Η έκτη περίοδος διάπλασης της Γης

«Στην εποχή του Αδάμ, με την οποία αρχίζει η έκτη περίοδος, η γη υπέστη και πάλι μεγάλες ανακατατάξεις από τη φωτιά και το νερό. Στη διάρκεια τους εξαφανίσθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά όλο το προαδαμικό γένος μαζί με τα ζωντανά του, όπως και τα περισσότερα δάση με τα ζώα τους. Επέζησαν μοναχά ορισμένα είδη πουλιών, καθώς και τα ζώα που ζούσαν στα βουνά και στα νερά.

Βέβαια διατηρήθηκαν αραιά εδώ κι εκεί ορισμένοι από τους προανθρώπους. Σιγά-σιγά όμως αφανίστηκαν, γιατί δεν έβρισκαν επαρκή τροφή κατάλληλη γι’ αυτούς. Ωστόσο, στα βάθη της νότιας Αφρικής και σε μερικά μεγάλα απομακρυσμένα νησιά, υπάρχουν αραιά και πού, σε φθίνουσα κατάσταση, κάποιοι μακρινοί απόγονοι τους. Είναι στην πλειοψηφία τους εντελώς πρωτόγονα μοναχά εδώ και εκεί απόκτησαν μία κάποια καλλιέργεια χάρη στην επαφή τους με τους απόγονους του Κάιν. Μπορούν να εκπαιδευθούν για διάφορες δουλειές, αλλά από μόνοι τους είναι ανίκανοι να εφεύρουν κάτι. Μία μερίδα είναι σε κάπως καλύτερη μοίρα, γιατί προήλθαν από την πρόσμιξη με τους Καϊνίτες και τους Λαμεχίτες αργότερα. Ωστόσο κι αυτοί είναι ανίκανοι για μια ανώτερη πνευματική παιδεία».

Αδάμ και Εύα:

οι Πρώτοι Ολοκληρωμένοι Άνθρωποι Η  δημιουργία του Αδάμ

«Όταν πια στην έκτη περίοδο του σχηματισμού της γης, το έδαφος της ήταν εντελώς έτοιμο για να φιλοξενήσει ανθρώπους με πνεύμα, μία ισχυρότατη ψυχή της φύσης, που είχε ωριμάσει περνώντας μέσα από τα τρία φυσικά βασίλεια, κλήθηκε ν’ αφήσει την ελευθερία της αέρινης φύσης της και να φτιάξει ένα σώμα.1 Τούτο το σώμα σχηματίσθηκε από πλούσια λάσπη, σύμφωνα με την εικόνα της αρχέτυπης μορφής του Θεού που υπήρχε μέσα στην ψυχή. Κι αυτή η πρώτη, ώριμη και δυνατή ψυχή της φύσης, έκανε ό,τι της υπαγόρευε μέσα της η θεϊκή δύναμη. Έτσι η πρώτη ψυχή ενός ολοκληρωμένου ανθρώπου, μπήκε σ’ ένα νέο, γερό κορμί, που είχε διαμορφώσει η ίδια. Τώρα μπορούσε πια να δει όλο τον αισθητό κόσμο και τ’ αμέτρητα πλάσματα που ήταν εκεί πριν απ’ αυτήν.

Κι αυτόν τον πρώτο ολοκληρωμένο άνθρωπο στη γη που βγήκε από τα χέρια της Εξουσίας και της Δύναμης που έχει η αιώνια Αγάπη, το στόμα της Χάρης τον ονόμασε Αδάμ, που σημαίνει «ο Γιος της Ευσπλαχνίας και της Χάρης» («M.E.I.» 2, 215).

Η δημιουργία της Εύας

«Με τον καιρό και με τις εμπειρίες που απόκτησε ο Αδάμ, ανάπτυξε με τη δύναμη της Θέλησής Μου μια τέτοια δύναμη, που σαν συνέπεια, η ζωτική σφαίρα που τον περιέβαλλε (σ.τ.μ.: η αύρα του) έγινε αναγκαστικά πάρα πολύ ισχυρή. Μια φορά λοιπόν, εξαντλημένος από τη δουλειά και από την πεζοπορία, αποκοιμήθηκε βαθιά. Τότε ήρθε η ώρα να μπει στην αιθερική σφαίρα ζωής που τον περιέβαλλε, μια άλλη ψυχή της φύσης, η οποία είχε προέλθει από όλες τις βαθμίδες της φύσης. Όταν αυτή η ψυχή βρέθηκε μέσα στην αιθερική σφαίρα του Αδάμ, βάλθηκε αμέσως να φτιάξει, σύμφωνα με τη Θέληση και την Τάξη Μου, το κατάλληλο γι’ αυτή σώμα. Για το σκοπό αυτό, απορρόφησε όσες ουσίες της άρεσαν απ1 το αιθέριο σώμα του Αδάμ, δηλαδή από τους πλούσιους ζωτικούς ατμούς που ανάβλυζαν από τον κοιμισμένο άνδρα. Το ίδιο κάνουν καμιά φορά και σήμερα ψυχές πεθαμένων, όταν θέλουν να πάρουν μια μορφή, για να εμφανιστούν για λίγη ώρα στους ανθρώπους.

Μέσα σε τρεις μέρες είχε τελειώσει, κι έτσι, όταν ξύπνησε ο Αδάμ, αντίκρυσε δίπλα του όλο έκπληξη και χαρά ένα ομοίωμα του. Όπως ήταν φυσικό, αυτό το ομοίωμα του αφοσιώθηκε απόλυτα, αφού σαν σώμα είχε προέλθει από τη δική του ουσία. Ο Αδάμ, από τη μεριά του, ένιωθε σαν να είχε ένα ευχάριστο σφίξιμο γύρω από την καρδιά του, άλλοτε πάλι αισθανόταν κάτι σαν ένα κενό. Αυτή ήταν η αρχή της αγάπης ανάμεσα στα δυο φύλα. Από εκεί και μπρος δεν μπορούσε στιγμή ν’ αποχωριστεί το ομοίωμα του, που του έδωσε από την αρχή τόση ευτυχία. Δεν έκανε πια βήμα μόνος του. όπου κι αν πήγαινε, η γυναίκα τον ακολουθούσε. Κι αν πήγαινε κάπου η γυναίκα, πήγαινε δίχως άλλο κι αυτός από κοντά. Συναισθανόταν την αξία και την αγάπη της, γι1 αυτό σε κάποια ενορατική στιγμή, της είπε: “Εμείς οι δυο, εγώ ένας άνδρας κι εσύ μία γυναίκα, είμαστε μία σάρκα κι ένα σώμα. Είσαι το πιο αγαπημένο κομμάτι της ζωής μου κι έτσι θα είναι για πάντα!”

Προφανώς, δεν θα είναι· κανείς τόσο αφελής για να ερμηνεύσει κατά λέξη αυτό που λέει η Γραφή, πως ο Θεός δηλαδή αφαίρεσε ένα πλευρό από τον Αδάμ κι έβαλε σάρκα στη θέση της! Εννοείται πως ο Θεός δεν τρύπησε στα σοβαρά τον Αδάμ για να του πάρει ένα πλευρό, ώστε να φτιάξει από αυτό μία ολόκληρη γυναίκα! Το νόημα είναι πνευματικό, τα πλευρά αποτελούν μια εξωτερική ασπίδα που προστατεύει τα ευαίσθητα ζωτικά όργανα που είναι από μέσα. Όταν ο Δαβίδ λέει: Ό Θεός, το απόρθητο κάστρο κι η στερεή ασπίδα μας!”, μήπως εννοεί πως ο Θεός είναι κτισμένος από κοτρώνες ή είναι μια μεγάλη σιδερένια ασπίδα; Το ίδιο ισχύει με το πλευρό απ’ όπου υποτίθεται πως ξεπήδησε η Εύα. αποτελεί μόνο ένα συμβολισμό για το πραγματικό γεγονός.

Η Εύα, σαν σωματική υπόσταση, δημιουργήθηκε από το πλεόνασμα της αιθερικής σφαίρας που περιέβαλλε τον Αδάμ. Αυτός ο αιθέρας ζωής διαχέεται από την περιοχή των πλευρών κι από το ηλιακό πλέγμα και περιβάλλει γύρω-γύρω τον άνθρωπο, αποτελώντας μία πολύ ισχυρή προστασία για την εσωτερική ζωή της ψυχής του. Γι’ αυτό το λόγο ο Μωυσής, ο οποίος ήταν περίφημος γνώστης της συμβολικής γλώσσας των αντιστοιχιών, παρουσίασε σωστά την Εύα να προέρχεται από ένα “πλευρό” του Αδάμ και την πληγή του Αδάμ να καλύπτεται από τη σάρκα της Εύας» («Μ.Ε.Ι.» 4, 162).

Στη «Θεία Οικονομία» πληροφορούμαστε πως τα αιθέρια στοιχεία που απορρόφησε η γυναικεία ψυχή από τους ζωτικούς ατμούς του Αδάμ ήταν τα πιο επιφανειακά και εγωκεντρικά, δηλαδή τα πιο ναρκισσιστικά και αισθησιακά στοιχεία.

Ένας μαθητής του Ιησού, λέει για τη γυναικεία φύση που προήλθε απ’ το πλευρό του Αδάμ: «Τώρα τα καταλαβαίνω όλα! Το ότι η γυναίκα δημιουργήθηκε από το πλευρό του Αδάμ, σημαίνει πως χάρη στη Σοφία και τη Δύναμη του Θεού, αποσπάστηκαν από τον άνδρα τα πιο απείθαρχα πνευματικά στοιχεία, δηλαδή ό,τι ήταν πιο αισθησιακό, περήφανο κι αλαζονικό μέσα του, και ενσωματώθηκαν σε μία γυναικεία μορφή, παρόμοια μ’ αυτόν. Αφού λοιπόν βγήκε μέσα από τον άνδρα, έχει μία ζωντανή σχέση μαζί του. Γι’ αυτό και είναι ικανή (μέσα από την ερωτική πράξη), να δώσει ζωή σ’ έναν καρπό μέσα στα σπλάχνα της, όπως το ορίζει το πανίσχυρο θέλημα του Θεού. Όντας το πιο απείθαρχο πνευματικά κομμάτι του άνδρα, έχει ν1 αντιμετωπίσει πιο πολλές δοκιμασίες από εκείνον. Γι’ αυτό όμως μπορεί, εξίσου με τον άνδρα, να τελειοποιήσει το πνεύμα της, όπως κι αυτός το δικό του, που είναι πιο ήπιο.

Μ’ αυτό τον τρόπο, όπως λέει και η Γραφή, άνδρας και γυναίκα γίνονται στο τέλος ένα. Υπάρχει η έκφραση πως άνδρας και γυναίκα “έσσονται εις σάρκα μίαν”. Αυτό σημαίνει με άλλα λόγια, ότι ναι μεν το εγώ της γυναίκας είναι το πιο απείθαρχο κομμάτι του άνδρα, στο τέλος όμως, επειδή περνάει πιο μεγάλες δοκιμασίες στη ζωή της, γίνεται ίδια με το πιο ήπιο πνευματικό του μέρος. Κι αυτό θέλει να πει, άνδρας και γυναίκα γίνονται μία σάρκα!»

Ο Παράδεισος

Θα ήταν λάθος να ερμηνεύσει κανείς κατά γράμμα τους συμβολισμούς στην Αγία Γραφή, και να πιστέψει πως τούτο το πρωτόπλαστο ζευγάρι περνούσε μία ανέμελη και τρυφηλή ζωή σ’ έναν παραδεισένιο κήπο, χωρίς να χρειάζεται να κοπιάσει καθόλου. Ο Ιησούς εξηγεί στο «M.E.I.» ότι: «Πουθενά στη γη δεν υπήρξε ένας υλικός παράδεισος όπου ο άνθρωπος δεν είχε παρά ν1 ανοίξει το στόμα του για να του έρθουν τα τηγανητά ψάρια πετώντας. Όταν ο άνθρωπος δούλευε, συγκέντρωνε τους καρπούς που του έδινε η γη και τους αποθήκευε, τότε ο κάθε τόπος που καλλιεργούσε ήταν αληθινά ένας επίγειος παράδεισος. Ποιο θα ήταν όμως το αποτέλεσμα για τον άνθρωπο και την πνευματική του παιδεία, έτσι και ζούσε τεμπέλης και πολυφάγος “ζωή παραδεισένια”, χωρίς να σκοτίζεται και να φροντίζει για το παραμικρό; Ή αν γινόταν αμέσως πραγματικότητα η κάθε του επιθυμία; Αν θ’ αρκούσε να ανοίξει στο στόμα, για να του έρθουν από μόνες τους οι πιο λαχταριστές λιχουδιές, και του “πουλιού το γάλα”; Πώς θα μάθαινε με μια τέτοια ανατροφή να γίνει αυτενεργός και ανεξάρτητος; Να είσαστε βέβαιοι, πως ως και την ώρα που μιλάμε, ο άνθρωπος θα είχε μείνει ένα παμφάγο ον, σαν το χταπόδι που σέρνεται στο βυθό της θάλασσας.

Ο πρώτος άνθρωπος δεν χρειάστηκε βέβαια να περάσει από παιδική ηλικία, (καθότι υπήρξε το μοναδικό ον που βγήκε ενήλικας από το χέρι του Θεού). Αν κι είχε ανάστημα πάνω από δώδεκα πόδια, το ίδιο περίπου και η Εύα, οι γνώσεις του γύρω από τη σύσταση της γης ήταν σαν του μικρού παιδιού κι έπρεπε πρώτα να τον διδάξει η πείρα.

Άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο μπορούσε να τριγυρίζει γυμνός όμως με την αρχή του χειμώνα αισθάνθηκε το κρύο να τον πηρουνιάζει. Τότε αναρωτήθηκε, χάρη στο αισθητήριο που ο Θεός ξυπνούσε λίγο-λίγο μέσα του, μέσα από πνευματικά ερεθίσματα ή και συγκεκριμένα γεγονότα: “Σαν πού να είμαι; Τι μου συνέβη; Μέχρι πριν λίγο ήμουν τόσο καλά’ τώρα όμως παγώνω κι οι κρύοι αγέρηδες μαστιγώνουν το κορμί μου!” Άρχισε λοιπόν να ψάχνει μια κατοικία για να προστατευθεί απ’ τον αέρα και φύλλα από τα δέντρα για να σκεπάσει τη γύμνια του. Αυτή η υποχρεωτική εργασία ξύπνησε και συστηματοποίησε τη σκέψη του.

Συνάμα όμως άρχισε να πεινάει, γιατί πολλά δέντρα και θάμνοι είχαν απογυμνωθεί το χειμώνα. Γι’ αυτό πήγε πιο μακριά σ’ αναζήτηση τροφής, ώσπου βρήκε δέντρα που είχαν ακόμη καρπούς. Αυτούς τους καρπούς τους μάζεψε και τους έφερε στη σπηλιά που είχε βρει για κατοικία. Τότε το αισθητήριο του, που εν τω μεταξύ είχε εξασκηθεί πιο πολύ, του υπαγόρευσε ξανά: Τούτο τον καιρό έχει πέσει μία κατάρα στη γη, και μόνο με τον ιδρώτα του προσώπου σου μπορείς να μαζέψεις την τροφή σου!”

Αφού λοιπόν ο πρωτόπλαστος άνθρωπος ξεχειμώνιασε στα υψώματα που περιβάλλουν από βόρειο-ανατολικά τη Γη της Επαγγελίας, όπου ανήκει και η Γαλιλαία, είχε στη διάθεση του αρκετό καιρό για να ψάξει μαζί με τη γυναίκα του πιο πολύ μέσα του. Τότε ανακάλυψε και την ανάγκη για μεγαλύτερη συντροφιά. Μέσα σ’ ένα όνειρο του φανερώθηκε τι έπρεπε να κάνει για να μεγαλώσει τη συντροφιά του κι άρχισε να κάνει παιδιά. Πρώτα γέννησε, (πρόωρα και αυλόγητα), τον Κάιν, κι αμέσως κατόπιν, (με την ευλογία του Θεού), τον Άβελ και τον Σεθ. Το πρώτο ερέθισμα για να κάνουν παιδιά του το έδωσε ωστόσο η γυναίκα, γιατί σ’ αυτή φανερώθηκε πρώτα ένα όραμα στο όνειρο της με το πώς θα γινόταν.

Όλα έγιναν λοιπόν εντελώς φυσιολογικά. Ο Μωυσής, που ήταν ποτισμένος από το πνεύμα του Θεού, κατάλαβε πως ήταν το Πνεύμα Μου που μέσα από το δρόμο των εμπειριών καθοδηγούσε αυτή τη φυσιολογική εξέλιξη. Γι’ αυτό μέσα στις αντίστοιχες εικόνες που χρησιμοποιούσε, έβαζε πάντα το Θεό να στέκεται στο πλάι των πρωτοπλάστων. Επίσης, για να εξηγήσει την επίδραση Μου, χρησιμοποιούσε εικόνες σαν αντιστοιχίες, όπως συνηθιζόταν τότε, γιατί παντού ήταν απαραίτητη μία τέτοια αλληγορική γλώσσα για την καθοδήγηση του λαού.

Είναι αυτονόητο πως ο Θεός και οι άγγελοι έβαλαν τους πρωτόπλαστους σε μια από τις πιο εύφορες περιοχές του κόσμου. Αργότερα ενέσκηψαν επί τούτω διάφορα φυσικά γεγονότα, που τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τον τόπο που τους έθρεψε ως τότε και να εξερευνήσουν τη γη. Αλλ’ αυτό έγινε από αγάπη για τον άνθρωπο και όχι επειδή δήθεν είχε εξοργισθεί ο Θεός μαζί του. Η φιληδονία του τον είχε αποχαυνώσει, χρειαζόταν λοιπόν να ξυπνήσει, να δραστηριοποιηθεί και V αποκτήσει πιο εκτεταμένες εμπειρίες.

Όταν ο Αδάμ και η οικογένεια του συνειδητοποίησαν πως παντού σχεδόν στη γη εύρισκαν να φάνε, άρχισαν να κάνουν μακρινά ταξίδια. Έτσι γνώρισαν αρκετά καλά την Ασία και την Αφρική και πλούτισαν τις εμπειρίες τους. Αργότερα, το πνεύμα του Θεού τους οδήγησε, χωρίς να το αντιληφθούν, πίσω στην πρώτη Εδέμ. Τότε εγκαταστάθηκαν πια εκεί και από εκείνο τον τόπο ξεκίνησε ολόκληρος ο πληθυσμός της γης».

«Στην αρχή λοιπόν ο Δημιουργός έβαλε μόνο ένα ζευγάρι ανθρώπων στη γη, αλλά το εφοδίασε με όλες τις απαραίτητες ικανότητες. Διέθετε βαθιές διορατικές γνώσεις, έναν πεντακάθαρο νου και μια πανίσχυρη ελεύθερη θέληση στην οποία υποτάσσονταν υποχρεωτικά όλα τα άλλα πλάσματα. Μαζί μ’ αυτές τις ιδιότητες, παρέλαβε από το Δημιουργό και μία ολοκάθαρη, ευκολονόητη αποκάλυψη, Η αποκάλυψη αυτή του έδειχνε ανοιχτά και χωρίς περιστροφές τι χρειαζόταν να κάνει για να φθάσει στον προορισμό που του είχε ορίσει ο Θεός, από τον πιο σύντομο και ευκολοδιάβατο δρόμο. Παράλληλα όμως ο Θεός του έδειξε πως ήταν απόλυτα ελεύθερος και πως μπορούσε εξίσου να πράξει ενάντια στο θέλημα Του, που το γνώριζε καλά, αν ήθελε να ακολουθήσει την παρόρμηση της σάρκας και της ύλης αυτού του κόσμου. Σ’ αυτή την περίπτωση όμως θα προκαλούσε μόνος του την καταδίκη του και θα γνώριζε το θάνατο.

Για ένα διάστημα τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά. Κι αυτό ήταν με την πνευματική έννοια ο παράδεισος, δηλαδή η τέλεια αρμονία της ψυχής με το θείο Πνεύμα. Η εικόνα δηλαδή του Αδάμ και της Εύας στον παράδεισο, συμβολίζει τους πρωτόπλαστους που είναι εντελώς εναρμονισμένοι με τη Θεία Τάξη. Σύντομα όμως η φιληδονία, (που ο Μωυσής παρίστανε με το φίδι), υπερίσχυσε πάνω στη συνείδηση του τι ήταν καλό και αληθινό όπως τους το είχε αποκαλύψει ο Θεός. Και τότε το πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι παράβηκε την εντολή του Θεού, για να δει ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα. Αυτό λοιπόν που έκαναν οι πρωτόπλαστοι, το επαναλαμβάνουν τώρα σχεδόν όλοι οι άνθρωποι!»

Το προπατορικό αμάρτημα

«Αν ο Αδάμ είχε σεβασθεί τη θετική εντολή, η ανθρωπότητα, δηλαδή η τέλεια ψυχή του ανθρώπου, δεν θα είχε καταλήξει να έχει ένα τέτοιο σκληρό, βαρύ και ασθενικό κορμί. Όμως η απείθεια απέναντι στο Νόμο του Θεού οδήγησε αναγκαστικά τον άνθρωπο να παρεκκλίνει σημαντικά από το δρόμο του. Έτσι τώρα φθάνει πιο δύσκολα και πιο αργά στον προορισμό του.

Θ’ αναρωτιέσαι ασφαλώς: πώς γίνεται να επηρέασε τόσο δραστικά τη φύση του ανθρώπου ένας μικρός νόμος, που δεν είχε μάλιστα παρά απλά ηθική αξία; Και χωρίς τη χαζή απόλαυση, ο Αδάμ θα ήταν και πάλι από σάρκα, όπως ήταν και μετά από την απόλαυση του “μήλου”. Και κάποτε θα ερχόταν η ώρα του να πεθάνει, όπως πεθαίνουν όλοι οι άνθρωποι τώρα!

Από τη μια μεριά έχεις δίκιο, αλλά από την άλλη άδικο. Η απόλαυση το μήλου όταν είναι γερός και ώριμος καρπός, σίγουρα δεν επιφέρει το θάνατο. Το μήλο αυτό καθαυτό δεν έχει καμιά ή μικρή σημασία. Όταν όμως η απόλαυση αυτή απαγορεύεται για ένα αόριστο χρονικό διάστημα, κι αυτό μόνο και μόνο για να “δέσει” πιο καλά η ψυχή, αυτή όμως με πλήρη επίγνωση της ελεύθερης θέλησης της παρακούει και παραβιάζει το Νόμο, ανοίγει έτσι ένα βίαιο ρήγμα στη θεϊκή αμόλυντη ουσία της. Τούτο το ρήγμα μοιάζει τότε με μια ανοιχτή πληγή που δύσκολα μπορεί πια να γιατρευτεί. Ακόμη κι αν η πληγή στο τέλος κλείσει, η ουλή πιέζει ένα σωρό από αγγεία. Έτσι οι ζωτικοί χυμοί της ψυχής δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν πια καλά, γι’ αυτό της προξενούν μόνιμα μια δυσάρεστη κι οδυνηρή αίσθηση στο μέρος της ουλής. Αυτή η ουλή λοιπόν είναι αυτό που ονομάζεται κόσμος!

Η ψυχή βέβαια επιχειρεί να αποβάλει αμέσως την ουλή, γιατί τραβάει διαρκώς την προσοχή της στον κόσμο και την πονάει. Αλλά όσο πιο πολύ πασχίζει να την κάνει πέρα, τόσο πιο σκληρή γίνεται η ουλή. κι όσο πιο στερεή η ουλή, τόσο πιο πολλές έγνοιες της προξενεί. Στο τέλος πια η ψυχή δεν κάνει άλλη δουλειά από το να ασχολείται με τη γιατρειά αυτής της παλιάς πληγής. Προσπαθώντας όμως να ξενοιάσει απ’ αυτό το βάσανο, φροντίζει όλο και λιγότερο το θεϊκό πνεύμα της. Αυτό λοιπόν είναι στην ουσία το λεγόμενο προπατορικό αμάρτημα!

“Πώς γίνεται όμως να κληρονομιέται κάτι τέτοιο;” θ’ αναρωτηθεί κανείς. Πανεύκολα! Αυτό που θα πάθουν μια φορά τα όργανα της ψυχής, μπορεί να τη βασανίζουν χίλια χρόνια, αν δεν αποκαταστήσει και πάλι την τάξη το πνεύμα που είναι μέσα της. Πάρτε για παράδειγμα τη μορφολογία ενός λαού! Αν βλέπατε σήμερα το γενάρχη τους, θα αντιλαμβανόσασταν αμέσως ότι έχει μια αδιάψευστη ομοιότητα με όλους τους απογόνους του. Αν ο γενάρχης και η γυναίκα του ήταν αγαθοί και πράοι άνθρωποι, στο τέλος όλος ο λαός, με λίγες εξαιρέσεις, θα είναι πιο αγαθός και ειρηνικός απ’ ό,τι ένας λαός που είχε ένα γενάρχη οργίλο, περήφανο και αρχομανή.

Ένα δευτερεύον γνώρισμα του γενάρχη λοιπόν διακρίνεται εμφανώς σωματικά και ηθικά μέσα σε όλους τους απογόνους του, ακόμη κι αν περάσουν .χιλιάδες χρόνια. Πόσο μάλλον θα σημαδεύει όλους τους απογόνους του αυτό το τόσο σημαντικό γνώρισμα του πρώτου ανθρώπου της γης, αφού μαζί με το σπέρμα περνάει από γενιά σε γενιά από τη στιγμή της σύλληψης κιόλας!» («M.E.I.» 2, 224).