13. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ – ΤΕΛΟΣ Ή ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΕ ΕΝΑΝ ΆΛΛΟ ΚΟΣΜΟ;

 

… «Όλοι όσοι θα μείνουν αφοσιωμένοι σε Εμένα με αληθινή πίστη και έμπρακτη αγάπη, δεν πρόκειται να πειραχθούν από την Κρίση. Γιατί Εγώ ο Ίδιος θα πάρω ένα ξίφος και θα τους οδηγώ στη μάχη. Εμπρός στο σπαθί Μου θα αναγκάζεται να υποχωρεί ο καθένας και το όνομα μου θα είναι «Εμμανουήλ» (= ο Θεός μαζί μας). Η κόψη του θα είναι η Αλήθεια και το βά­ρος του η Αγάπη που προέρχεται από το Θεό, τον Πατέρα των αφοσιωμένων παιδιών του…».

Στο κατώφλι της αιωνιότητας

«Όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν μια μέρα». Για πολλούς από τους δημότες της γης, αυτή η διαπίστωση αποτελεί μια τρομα­κτική σκέψη, γι’ αυτό προτιμούν να την αγνοούν και να χαρί­ζουν πιο πολύ την προσοχή τους στις σειρήνες του κόσμου. Ωστόσο ακόμη και γι’ αυτούς εμφανίζεται κάποτε εκείνος ο άγγελος, ο οποίος έχει τη διαταγή να τους πάρει από αυτή τη ζωή. Και τι γίνεται τότε;

Αυτό το ερώτημα έχει απασχολήσει αμέτρητα εκατομμύρια ανθρώπων, με αισθήματα φόβου ή ελπίδας, ανάλογα με το τι πιστεύει ο καθένας, Κάθε μέρα αναδύεται εκ νέου, γιατί δεν είμαστε ποτέ σίγουροι ότι δεν θα είναι όντως η τελευταία, ενώ διάφορα εξωτερικά γεγονότα όπως αρρώστιες, ατυχή­ματα κ.λπ. μας υπενθυμίζουν την πραγματικότητα του θανάτου.

Επιφανειακά φαίνεται ότι η ζωή όλων των πλασμάτων οδη­γείται νομοτελειακά στο τέλος και στην αποσύνθεση. Το αν­θρώπινο συναίσθημα όμως αρνείται να το δεχτεί και το ένστι­κτο της ζωής ψάχνει απεγνωσμένα για μια σωτηρία απέναντι στο σκοτάδι της ανυπαρξίας. Πού υπάρχουν όμως αποδείξεις ότι η ζωή συνεχίζεται και μάλιστα αιώνια;

Πολλοί ανατρέχουν στα αποκαλυπτικά κείμενα που όλοι οι λαοί διαθέτουν, για να βρουν τέτοιες αποδείξεις. Στο χριστια­νικό κόσμο αυτό γίνεται κατά κύριο λόγο με τη Βίβλο. Εδώ πρέ­πει να σημειωθεί ότι είναι πραγματικά αξιοπερίεργο πως στην Παλαιά Διαθήκη, όπως αυτή έχει φθάσει ως εμάς, είναι ελάχι­στα τα σημεία όπου γίνεται μια σαφής αναφορά στη μεταθανά­τια ζωή.

Πλήρη πληροφόρηση γύρω από αυτό το θέμα έδωσε ο Ιησούς Χριστός με τα λόγια και τα έργα του, μέσα από την Καινή Διαθήκη και αργότερα μέσα από τη νέα αποκάλυψη μέσω του Γιάκομπ Λόρμπερ.

«Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πιστεύει σ’ εμένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει και ο καθένας που ζει και πιστεύει σ΄ εμένα δεν θα πεθάνει ποτέ» (Ιω. 11.25) είναι η διδασκαλία του Ιησού για την εξέλιξη στον άλλο κόσμο.

 

Στον Λόμπρερ επεξηγεί περαιτέρω:

«Στον άλλο κόσμο ο άνθρωπος ζει πνευμα­τικά όπως έζησε στη γη τη ζωή του ό τα ν είχε έ να σώμα, η οποία ουσιαστικά ζωή είναι απλά το μέσο για την επίτευξη ενός σκο­πού, ή μια συνύπαρξη. Μπορεί να πει κάποιος βέβαια εδώ ότι δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα! Διότι ασφαλώς στην πνευ­ματική ζωή θα πρέπει να ισχύουν εντελώς διαφορετικές συν­θήκες από ό, τι στη φυσική ύπαρξη. Όμως Εγώ, ο Κύριος, σας βεβαιώνω πως όποιος μιλάει έτσι δεν έχει ιδέα σε ποιον χρω­στάει τη φυσική του ύπαρξη, δηλαδή πώς και χάρη σε τι ζει.

Ποιος ζει κατά τη σωματική ζωή, το σώμα ή το πνεύμα; Ποια είναι η αληθινή βασική δύναμη της ζωής; Όποιος είναι σε θέση να σκεφτεί έστω και λίγο καθαρά, ασφαλώς δεν θα ψάξει να βρει την ουσιαστική κινητήρια δύναμη της ζωής στο σώμα, παρά μό­νο στο πνεύμα. Διότι εάν αυτή η δύναμη βρισκόταν στο σώμα, τότε το σώμα θα ήταν αθάνατο. Όμως το σώμα είναι θνητό, συ­νεπώς δεν μπορεί να έχει μέσα του τις βάσεις της ζωής. Αυτό το μπορεί μόνο το πνεύμα, το οποίο είναι αθάνατο.

Η σωματική ζωή είναι απλά μια συνύπαρξη με ένα συγκεκρι­μένο σκοπό, η οποία καθορίζεται και προκαλείται από τη ζωή του πνεύματος.

 

Το πέρασμα από τη μία μορφή ζωής στην άλλη

 Γι’ αυτό το πέρασμα μας λέει ο Λόρμπερ:

«Το υπερκόσμιο Πνεύμα της ψυχής που προέρχεται από το Θεό, διακρίνει πεντακάθαρα πότε η ψυχή, είτε βρίσκεται μέσα στο σώμα ενός φυτού ή ενός ζώου, είναι αρκετά ώριμη για να ανέβει σε μια υψηλότερη βαθμίδα ζωής. Τότε αυτό το πνεύμα που τη συνοδεύει και την καθοδηγεί διαρκώς, φροντίζει ώστε η ψυχή να εγκαταλείψει το σώμα που της είναι πλέον άχρηστο! Όντας ήδη προικισμένη με πιο αναπτυγμένες ευφυΐες (ιδιό­τητες), η ψυχή είναι σε θέση να σχηματίσει ένα άλλο σώμα. Με αυτό το σώμα τώρα, μπορεί για ένα ορισμένο διάστημα να αναπτύξει μεγαλύτερη ακόμη δραστηριότητα, ώστε ν’ ανέ­βει ξανά σε μια ακόμη υψηλότερη βαθμίδα ζωής, δράσης και νοημοσύνης. Κι αυτό συνεχώς, μέχρι να φθάσει στη βαθμίδα της ανθρώπινης ενσάρκωσης. Εκεί είναι εντελώς ελεύθερη πια. Και με αυτό το τελευταίο της (υλικό) σώμα, μπορεί να φθά­σει στην πλήρη αυτογνωσία, στη θεογνωσία, και στην αγάπη για το Θεό. Χάρη σε αυτή την αγάπη είναι πλέον σε θέση να ενωθεί ολοκληρωτικά με το υπερκόσμιο πνεύμα, το οποίο της έχει εμφυτεύσει ο Θεός. Αυτή την ένωση την ονομάζουμε τότε Νέα Γέννηση ή Πνευματική Αναγέννηση».

Την ίδια ιδέα της ανοδικής εξέλιξης από τη μια μορφή ζωής στην άλλη, την αναλύει ο Ιησούς εκτεταμένα και σε άλλα ση­μεία του Μεγάλου Ευαγγελίου του Ιωάννη, του βασικού έργου του Λόρμπερ:

«Τα πάντα, από τα πιο μικρά ως τα πιο μεγάλα, όπως και αν τα κατατάσσει η ανθρώπινη νοημοσύνη σας, είτε σαν καλά είτε σαν κακά, δεν μπορούν να καταστραφούν σε καμία περίπτω­ση, όπως ομοίως δεν μπορεί να καταστραφεί και ο Θεός που είναι η ίδια η προαιώνια Δύναμη, η Αγάπη και η Σοφία. Βέ­βαια είναι απαραίτητο να υπάρχει συνεχώς μετάβαση από το ατελές στο πιο τέλειο. Κι αυτό γιατί ο Θεός θέλει μέσα από αυτές τις διαβαθμίσεις να εξασφαλίσει στις μεγάλες σκέψεις και ιδέες του τη δυνατότητα να αποκτήσουν την ελευθερία και την αυτοτέλεια τους. Αλλά το πέρασμα από τη μια βαθμίδα στην άλλη, δεν αποτελεί καταστροφή, παρά απλά μια φαινομενική κατάργηση της εξωτερικής φυσικής μορφής. Μόνο οι υλικές μορφές μπορούν να καταστραφούν, μέσα στις οποίες η πνευ­ματική παραγωγή ζωτικής ενέργειας αδρανεί κεκαλυμμένη, αποκομμένη κατά κάποιο τρόπο από το σύνολο της θεϊκής πνευματικής οντότητας. Όμως το εσωτερικό είναι αυτών των μορφών σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καταστραφεί.

Μόνο οι εξωτερικές μορφές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καταστραφούν, κατά τα φαινόμενα. Γιατί χωρίς τούτες τις μορφές, (δηλαδή χωρίς την ανέλιξη των ψυχών μέσα από τις διάφορες μορφές ζωής), θα ήταν αδύνατον να τελειοποι­ηθούν πνευματικά τα όντα, επειδή τους είναι απαραίτητες για να κατακτήσουν ελεύθερα την ατομική τους αυτοτέλεια.

Για εσάς τους ανθρώπους λοιπόν, που βρίσκεσθε μέσα στην τελική υλική μορφή, η ορατή και αισθητή κτίση παριστάνει απλά τις σκέψεις και τις ιδέες Μου τις οποίες η Θέληση Μου κρατά σταθερές για έ να ορισμένο διάστημα. Και αυτές τις σκέψεις και ιδέες μπορώ να τις μεταβάλλω, όταν είναι αναγκαίο, όπως και όποτε θελήσει η Αγάπη και η Σοφία Μου. Δεν ενεργώ όμως α­νάλογα με τη διάθεση μου της στιγμής, παρά συμφωνάμε την αιώνια αναγκαιότητα που υπαγορεύει η πάνσοφη Τάξη και Αγά­πη Μου, που σκοπό έχουν να προσφέρουν στις σκέψεις και στις ιδέες Μου μια απόλυτα ελεύθερη, εξατομικευμένη, ανεξάρτητη οντότητα. Αν το ίδιο ήταν εφικτό με άλλον τρόπο, να είσαστε βέβαιοι ότι θα τον είχα προτιμήσει. Εντούτοις ο τρόπος που γνωρίζετε είναι και παραμένει ο αληθινός και ο καλύτερος. Για­τί μόνο μέσα από αυτόν μπορούν να επιτευχθούν ολοκληρωτικά όλοι οι στόχοι Μου».

Κατά συνέπεια και ο σωματικός θάνατος του ανθρώπου δεν είναι παρά ένα πέρασμα σε ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης. Η πα­λαιά μορφή του υλικού σώματος, την οποία είχε διαμορφώσει και συντηρήσει μέχρι στιγμής το πνεύμα σαν ένα κέλυφος και εργαλείο για το ίδιο και για την ψυχή, εγκαταλείπεται ως άχρη­στη ή παρωχημένη. Έτσι η υλική μορφή αποσυντίθεται, ενώ η καθεαυτό πνευματοψυχική οντότητα περνάει σε μία ελεύθε­ρη ύπαρξη, αποδεσμευμένη από τη χονδροειδή γήινη ύλη:

“Όταν καλούμαστε από το Θεό να εγκαταλείψουμε αυτό τον κόσμο, ένας άγγελος απελευθερώνει από τα δεσμά της ύλης όλα όσα ανήκουν στο πνεύμα, παραδίδοντας την ύλη στην α­ποσύνθεση. Παραλαμβάνει μόνο την ψυχή μαζί με το πνεύμα της ζωής της, καθώς και οτιδήποτε από την ύλη του σώματος ανήκει στην ψυχή. Συνενώνοντας όλα αυτά τα στοιχεία σε μια τέλεια αιθερική ανθρώπινη μορφή, τα οδηγεί σύμφωνα με την αιώνια αμετάβλητη θεϊκή θέληση στον κόσμο των πνευμάτων».

«Κοίταξε, δημιουργήθηκες σαν αποτέλεσμα της σαρκικής αγάπης των γονέων σου. Αλλά με την ύψιστη ουράνια Αγάπη ανυψώνεσαι σαν πνεύμα από το βάρος της σάρκας και μετά από την ολοκλήρωση σου, ζεις αιώνια μια τέλεια και απόλυτα δη­μιουργική ζωή, της οποίας η γλυκύτητα δεν μπορεί να συγκρι­θεί με τίποτα το γήινο. Και οτιδήποτε ξεκίνησες στη γη, θα το ολοκληρώσεις πνευματικά, στην αιώνια πνευματική γη».

Οι σκέψεις και τα συναισθήματα με τα οποία ο κάθε άνθρω­πος χωριστά αντιμετωπίζει αυτές τις καταστάσεις, είναι προ­φανώς πολύ διαφορετικά, ανάλογα με τη συνειδητότητα που διαθέτει η ψυχή του και ανάλογα με το που είναι στραμμένη η αγάπη της, προς το πνεύμα ή προς τον κόσμο.

Ο άνθρωπος που πιστεύει στο Θεό και είναι βέβαιος για τη συνέχεια της ζωής, δεν έχει λόγους να θλίβεται ή να φοβάται. Τα πράγματα σαφώς είναι διαφορετικά για εκείνον τον άνθρω­πο ο οποίος είναι προσκολλημένος στα αγαθά και στις χαρές του παροδικού κόσμου. Προφανώς ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να αποκτήσει συνείδηση της συνέχισης της ζωής σε έναν αόρατο, καθαρά πνευματικό κόσμο, με συνέπεια να μην μπορεί να απαλλαγεί από το φόβο του θανάτου.

Διαβάζουμε σχετικά στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» ότι πολλοί άν­θρωποι δεν έχουν καμία συνείδηση για τη συνέχιση της ζωής της ψυχής μετά το σωματικό θάνατο και ζουν με το μόνιμο φό­βο του τέλους. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αγάπη που τρέφουν για τον κόσμο και τον εαυτό τους. «Αφού η αγά­πη της έχει πάρει αυτή τη λανθασμένη κατεύθυνση, το αποτέ­λεσμα είναι ότι η ψυχή αναμιγνύεται σε σημαντικό βαθμό με τη σάρκα της. Το επακόλουθο είναι ότι έτσι υποχρεωτικά οικειο­ποιείται και η ίδια το συναίσθημα του θανάτου, της φθοράς και του τέλους όλο πιο πολύ, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνεται από διάφορες φοβίες και τρόμο.

Οι προπάτορες της ανθρωπότητας δεν φοβόντουσαν καθό­λου το θάνατο, αντίθετα συχνά επιθυμούσαν να απελευθερω­θούν από το εξασθενημένο πια σώμα τους.

Σαν συνέπεια της θεάρεστης ζωής τους, έβλεπαν από καιρό σε καιρό εικόνες και οράματα από τον άλλο κόσμο. Έτσι είχαν πλήρη συνείδηση της ζωής της ψυχής μετά την αποβολή του σώματος. Στη σημερινή εποχή όμως έχει εξαφανισθεί σχεδόν ολοκληρωτικά η πίστη στο Θεό. Από πού λοιπόν να προέλθει αυτή η φωτισμένη συνείδηση της ψυχής; Τη στιγμή που αμφι­σβητείται σχεδόν γενικά η ίδια η αιτία της ζωής, δεν είναι να απορεί κανείς που αμφισβητείται επίσης τόσο πολύ η διαιώνιση της ψυχής μετά το θάνατο του σώματος».

 

 

 Ο θάνατος και το πέρασμα στον Άλλο Κόσμο

 Εκτός από το μεγάλο ερώτημα, για το αν πρόκειται για ένα τέλος ή απλά για ένα πέρασμα σε έναν άλλο κόσμο, υπάρχουν και άλλα μυστικά που καλύπτουν το μυστήριο του θανάτου.

Υπάρχει για παράδειγμα το αίνιγμα των γηρατειών, όπου η ψυχή ωριμάζοντας ετοιμάζεται για την αποδήμηση της, η ευ­κολία ή η δυσκολία με την οποία πεθαίνουν οι διαφορετικοί άνθρωποι, η μεστή από νόημα αποσύνθεση του σώματος, και τέλος, η υπερκόσμια μοίρα της ψυχής μετά την απελευθέρω­ση της από τη σάρκα. Όλα αυτά τα ερωτήματα βρίσκουν απά­ντηση άμα λάβει κανείς υπ’ όψη του ότι υπηρετούν την προ­σχεδιασμένη εξέλιξη, το πέρασμα από το υλικό στο πνευματι­κό επίπεδο.

Γιατροί και βιολόγοι αποδίδουν στη φθορά των ζωτικών ορ­γάνων το γεγονός ότι όσο προχωρεί η ηλικία μειώνονται αι­σθητά οι σωματικές, συχνά επίσης και οι ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου. Σπάνια όμως αναρωτιούνται γιατί η φύση, η οποία έχει ανταπεξέλθει με επιτυχία σε πολλές δοκιμασίες ένα αρκετά σημαντικό χρονικά διάστημα, μετά από ένα σημείο καταθέτει τα όπλα και παραδίδει το έργο της στο μαρασμό. Ωστόσο διακρίνουμε μια συγκεκριμένη τάξη ακόμη και στο φαινόμενο της γήρανσης. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μπορούμε να υποθέσουμε πίσω από αυτό το γεγονός, καθώς και πίσω από κάθε άλλο φυσικό φαινόμενο, (όπως η βλάστηση, η ανάπτυξη, η ανθοφορία και η καρποφορία), έναν έλλογο σχε­διασμό και σκοπό. Όπως έχει ειπωθεί, χωρίς τη θέληση του Θεού δεν πέφτει ούτε μια τρίχα από το κεφάλι μας.

Τα αποκαλυπτικά κείμενα μας φανερώνουν αναλυτικά το πνευματικό νόημα της γήρανσης: το καθαρό πνεύμα που έχει εμφυτεύσει ο Θεός μέσα στον άνθρωπο, διαπλάθει σύμφωνα με τη θεϊκή θέληση το σώμα για να αποτελέσει ένα δοχείο και εργαλείο για την ψυχή. Αυτό το πνεύμα γνωρίζει πότε είναι η ώρα να πάρει τις αποστάσεις της η ψυχή από το προσωρινό της κατάλυμα και χάρη στο σταδιακό του μαρασμό, να στρέψει το ενδιαφέρον της προς τα υπερκόσμια, αιώνα πράγματα.

Χάρη στην παρακμή των σωματικών δυνάμεων, ο άνθρωπος αναγνωρίζει την αδυναμία του και ίσως συνειδητοποιεί πως χωρίς τη θεϊκή δύναμη που του δίνει ζωή, δεν είναι τίποτα. Έ­τσι μαθαίνει να είναι ταπεινός, πράγμα το οποίο αποτελεί βα­σική προϋπόθεση για μια ουσιαστική πνευματική πρόοδο. Επι­πλέον οι ταλαιπωρίες και η αδυναμία του διδάσκουν τη συμπόνοια για τους συνανθρώπους του και τα άλλα πλάσματα, με αποτέλεσμα να ξεφεύγει από τον εγωκεντρισμό του και να αρχίζειω να μαθαίνει την αλτρουϊστρική αγάπη. Γι’ αυτό τα γηρα­τειά αποτελούν ένα πολύ σοφό σχολείο για την κάθαρση της ψυχής.

 

Η διαδικασία του θανάτου

 Τα νεοαποκαλυπτικά κείμενα μας πληροφορούν εκτεταμένα γύρω από την ίδια τη διαδικασία του θανάτου και την απελευ­θέρωση της ψυχής από το σώμα.

Κατ’ αρχήν καταστούν σαφές ότι το ανθρώπινο ον αποτελεί­ται από τρία μέρη, δηλαδή πνεύμα, ψυχή και σώμα. Το πνεύμα είναι η εσώτατη ζωή η οποία διαθέτει αγάπη, σοφία και δύναμη παρόμοια με του Θεού. Η ψυχή συνίσταται από αμέτρητους σπινθήρες ζωής του πνεύματος που εξέπεσε μαζί με τον Εω­σφόρο. Αυτοί οι σπινθήρες οφείλουν να αποβάλουν τον εγω­παθή χαρακτήρα τους κι έτσι εξαγνισμένοι να επανασυνδε­θούν με το ουράνιο πνεύμα. Τέλος, το σώμα το αποτελούν οι πιο απείθαρχοι από αυτούς τους αποστάτες σπινθή­ρες, οι οποίοι επιμένουν στην άρνηση τους να ταπεινωθούν και να δεχθούν την αγάπη ως νόμο της ζωής τους.

Πώς συμπεριφέρονται τώρα αυτά τα τρία μέρη την ώρα του θανάτου; Ο Λόρμπερ μας λέει ότι στον κάθε άνθρωπο στέλνε­ται ένας «άγγελος του θανάτου», ο οποίος αναλαμβάνει το δια­χωρισμό της ψυχής από το σώμα.

Πρόκειται για έναν από τους ανώτερους φύλακες αγγέλους του εν λόγω προσώπου, οι οποίοι καθοδηγώντας τα κατώτερα πνεύματα που είναι επιφορτισμένα με την προστασία του αν­θρώπου, κατευθύνουν την πορεία του. («Γη και Σελήνη» κεφ. 28).

Αυτός ο φύλακας άγγελος, που έρχεται σαν άγγελος του θανάτου, δίνει το σήμα με μια πνοή της θέλησης του. Τότε ο σπινθήρας του πνεύματος που καθοδηγεί τον άνθρωπο μέσα από την καρδιά του, εγκαταλείποντας τη σαρκική φυλακή του, ανυψώνεται πάνω από το σώμα. Στη συνέχεια, συμβαίνει με την ψυχή, ένα παρόμοιο φαινόμενο όπως με την έξοδο της βασίλισσας μέλισσας από την κυψέλη την άνοιξη. Με τον ίδιο τρόπο που οι νεαρές μέλισσες εξέρχονται από την κυψέλη και άλλες πρόθυμα, άλλες διστακτικά, συγκεντρώνονται γύρω από τη βασίλισσα τους σαν ένα τσαμπί σταφύλι, έτσι συμβαίνει ε­πίσης με τον άνθρωπο, όπως εξάλλου με κάθε άλλο ζωντανό πλάσμα. Κατά τη διαδικασία του θανάτου εξέρχονται οι μυριά­δες ψυχικοί σπινθήρες από το σώμα και συναθροίζονται τριγύ­ρω από τον πνευματικό σπινθήρα που αποτελεί το κέντρο της ζωής του ανθρώπου. Όπως οι μέλισσες δεν βγαίνουν όλες ταυτόχρονα από την κυψέλη, έτσι και οι ψυχικοί σπινθήρες δεν ακολουθούν όλοι με την ίδια προθυμία το πνεύμα. Όσο πιο συγκροτημένη, πιο ώριμη πνευματικά είναι μια ψυχή, τόσο περισσότεροι είναι οι σπινθήρες της που συντάσσονται με το πνεύμα. Αντίθετα, όσο πιο φιλήδονη και ανώριμη είναι η ψυχή, τόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ψυχικών σπινθήρων που καθυστερούν, επιθυμώντας να παραμείνουν πίσω στον κό­σμο του σώματος. Έτσι πρόκυπτε: συνήθως μια μακροχρόνια διελκυστίνδα ανάμεσα στους δυο πόλους, το πνεύμα και το σώμα. Το πνεύμα προσπαθεί να τραβήξει δυναμικά προς το μέρος του ό,τι είναι δυνατόν να ελκυσθεί, αλλά για ένα μέρος συνήθως μάταια. Η πρόσδεση τους με τη σάρκα και τον υλικό κόσμο είναι τέτοια, που με τη δική τους θέληση αποφασίζουν να παραμείνουν κοντά στο αγαπημένο σώμα. Επειδή δε, σε όλο το σύμπαν κυριαρχεί ο νόμος της ελεύθερης θέλησης, γι’ αυτό τους παραχωρείται κατ’ αρχήν αυτή η δυνατότητα.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας αυτές τις καταστάσεις, είναι φα­νερό ότι ο τρόπος επίσης που βιώνει μια ψυχή τον αποχωρισμό της από το σώμα, είναι πάντα διαφορετικός, ανάλογα προς τα που στρέφονται οι προτιμήσεις της, στα εγκόσμια ή στα πνευ­ματικά πράγματα.

Μια ώριμη ψυχή προφανώς θα αντιμετωπίσει τη διάλυση του σώματος εν όψει του περάσματος στη σφαίρα της αιωνιότητας με αισιοδοξία, δείχνοντας καρτερία και εμπιστοσύνη απέναντι στις πιθανές ταλαιπωρίες του σώματος. Μια υλιστική ψυχή α­ντίθετα θα περιμένει σε γενικές γραμμές με αγωνία την ώρα του θανάτου. Τις δε κακοπάθειες του σώματος που της επιβάλ­λονται για να τη βοηθήσουν να απεξαρτηθεί από τον κόσμο της ύλης, θα τις αντιμετωπίζει με φόβο, ανημπόρια ή μεμψιμοιρία.

«Εάν θα ζήσεις έτσι ώστε η ψυχή σου να αναγεννηθεί πλήρως μέσα στο πνεύμα της», λέει στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» ο Ιησούς, «τότε το πνεύμα σου θα απαλλαχθεί σύντομα και με ευκολία από όλα τα ακάθαρτα στοιχεία που παραμένουν ακόμη μέσα στη σάρκα σου. Έτσι θα έχεις έναν εντελώς μακάριο θάνατο, ακόμη και σαν σώμα. Αν όμως κάποιος θέλει σε γενικές γραμμές να ζήσει στα σοβαρά, σύμφωνα με τη διδασκαλία μου και να την εφαρμόσει στην πράξη, εντούτοις όμως συνεχίζει στα κρυφά τις παλιές του συνήθειες, δεν θα μπορέσει να κατακτήσει την πλήρη αναγέννηση της ψυχής του μέσα στο πνεύμα, σε αυτό τον κόσμο. Έτσι στο τέλος υποχρεωτικά θα βασανισθεί αρκετά ώσπου να αποδεσμευθεί η ψυχή του. Γιατί τότε τα βάσανα θα είναι η φωτιά με την οποία θα καθαρισθεί το χρυσάφι της ζωής του από τις υπόλοιπες ακαθαρσίες».

Σε ένα άλλο σημείο διαβάζουμε ότι «υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων, οι οποίοι μολονότι εξαιρετικά ευσεβείς και δίκαιοι άνθρωποι, στο τέλος αποχωρούν από αυτό το ν κόσμο όχι ιδιαί­τερα ανώδυνα. Σε αυτή την περίπτωση ισχύουν δυο δυνατότη­τες. Μια περίπτωση είναι ότι ο Θεός αφήνει τον άνθρωπο να περάσει μια μεγαλύτερη δοκιμασία της υπομονής του, προκει­μένου η ψυχή του να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη σταθερό­τητα για τη ζωή της στο επέκεινα. Στη δεύτερη περίπτωση, μπορεί ο άνθρωπος να έγινε ευσεβής και δίκαιος σε προχω­ρημένη ηλικία, ενώ να είχε διαπράξει στη νεότητα του ορισμέ­νες νεανικές αμαρτίες, οι οποίες να διατάραξαν την αρμονία της σωματικής του φύσης. Οι συνέπειες αυτών των καταστά­σεων μπορεί να του επιφυλάσσουν κάποιες πίκρες για τις τε­λευταίες ώρες της ζωής του. Αλλά μπορούμε να το θεωρήσου­με σαν απόλυτα βέβαιο, ότι εκείνοι που ζουν τη ζωή τους από την αρχή ως το τέλος σύμφωνα με το νόμο του Θεού, αποδημούν πάντα με τον πιο ανώδυνο τρόπο».

Ας δούμε όμως ένα συγκεκριμένο παράδειγμα αποχώρησης από αυτή τη ζωή από το βιβλίο του Λόρμπερ, «Πέρα από το κατώφλι του θανάτου»:

 

Ο θάνατος ενός αστρονόμου

Στις 2 Αυγούστου 1847

Ας πάμε στο νεκρικό κρεβάτι ενός επιστήμονα, του οποίου η γήινη ζωή, όπως συνηθίζεται να λέγεται, δεν θα κρατήσει για πολύ. Ας δούμε αυτόν το διάσημο άνδρα, πώς είναι τις τελευ­ταίες ώρες ακόμη εδώ στη γη, πώς ξυπνάει στον άλλο κόσμο και ποια κατεύθυνση του δίνει η αγάπη του.

Ο άνδρας που θα δούμε τώρα ήταν στον κόσμο ένας φιλό­σοφος και συγχρόνως ένας αστρονόμος πρώτης γραμμής, ό­πως λέγεται.

Αυτός ο άνδρας έφτασε στην ηλικία των εβδομήντα χρόνων συνεχώς παρατηρώντας και υπολογίζοντας τα άστρα. Κρύωσε όμως τόσο πολύ ένα πολύ παγερό χειμωνιάτικο βράδυ παρα­κολουθώντας επισταμένα το στερέωμα, που τον βρήκαν σχε­δόν τελείως παγωμένο στο τηλεσκόπιο του. Από εκεί μετα­φέρθηκε αμέσως από το φίλο του στο ζεστό του διαμέρισμα όπου και του παρασχέθηκε η καλύτερη δυνατή ιατρική βοή­θεια, συνέπεια της οποίας ήταν να βελτιωθεί η κατάσταση του για μερικές ώρες σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί να α­ναγγείλει τη λεγόμενη τελευταία επιθυμία του στους φίλους του, που ήταν η εξής:

«Στο όνομα της ανεξερεύνητης θεότητας! Κανείς δεν ξέρει για πόσο χρόνο ακόμα θ’ αφήσει η ανεξερεύνητη μοίρα να υ­φίσταται αυτή η άθλια ζωή και κανείς δεν ξέρει με τι θ’ αντικατασταθεί.

Γι’ αυτό θέληση μου είναι, αγαπητοί μου φίλοι, πρώτα-πρώτα εάν πρόκειται να πεθάνω, να προστατέψετε από τη φθορά το νεκρό σώμα μου ταριχεύοντας το και να το μεταφέρετε μέσα σε μια καλοφτιαγμένη χάλκινη κάσα σ’ έναν τάφο. Εκεί ήδη αναπαύονται πολλοί από τους πιο αξιόλογους συναδέλφους μου και κατά κάποιο ν τρόπο με περιμένουν. Τα σπλάχνα όμως που σαν πρώτα υπόκεινται στη φθορά, τοποθετήστε τα σ’ ένα ξεχωριστό δοχείο μέσα σε οινόπνευμα και τοποθετήστε τα στο μουσείο μου σ’ ένα μέρος που θα το βλέπουν αμέσως όλοι. Έτσι θα συνεχίζω να ζω τουλάχιστον στη μνήμη των ανθρώ­πων, αφού δεν πρέπει να ελπίζει κανείς σε καμιά άλλη συνέ­χιση της ζωής μετά το θάνατο του σώματος.

Όσον αφορά την περιουσία μου, ξέρετε, φίλοι μου, ούτως ή άλλως, πως ένας λόγιος σ’ αυτόν τον κόσμο διαθέτει σπάνια περισσότερα απ’ αυτά που χρειάζεται για τις καθημερινές του πνευματικές και φυσικές ανάγκες κι έτσι ισχύει τώρα και για μένα ό, τι ίσχυε πάντοτε. Δεν είχα ποτέ χρηματική πε­ριουσία και γι’ αυτό το λόγο δεν αφήνω χρήματα. Απαλλοτριώστε όμως σύντομα μετά το θάνατο μου τα υπάρχοντα μου και φροντίστε έτσι αυτό που σας παρήγγειλα στην αρχή να το κά­νετε αμέσως.

Τα τρία ακόμη εν ζωή παιδιά μου που όλα είναι καλά αποκα­ταστημένα, ενημερώστε τα όταν δεν θα υπάρχω ma και ο με­γαλύτερος γιος, ο αγαπημένος μου, που επέλεξε την ειδικό­τητα μου, ας γίνει ο κληρονόμος όλων των βιβλίων και γρα­φτών μου και να εκδόσει το γρηγορότερο δυνατόν όσα γρα­φτά μου δεν έχουν εκδοθεί ακόμη.

Αυτή είναι η τελευταία μου επιθυμία γι’ αυτό τον ωραίο κό­σμο των αστέρων που στο μέλλον δεν πρόκειται να ξαναδώ πια ποτέ και να ξαναμετρήσω!

Τι άθλιο ον είναι ο άνθρωπος! Γεμάτος έξοχες ιδέες, γεμά­τος υπεργήινες ελπίδες, όσο περπατάει πέρα δώθε υγιής πά­νω στη γη, όμως στην άκρη του μνήματος εξαφανίζονται σαν τα όνειρα και αέρινα παλάτια ενός παιδιού και στη θέση τους εμφανίζεται η λυπηρή πραγματικότητα, ο θάνατος, ως η τελευ­ταία στιγμή της ύπαρξης μας και μαζί του η καταστροφή που δεν έχει όρια!

Ω, φίλοι μου, είναι μια βαριά, φοβερή σκέψη από το «να ζεις» μέχρι το «να μη ζεις» γι’ αυτόν που, όπως εγώ τώρα, βρίσκεται στην άκρη του μνήματος! Η εσωτερική μου φωνή μου φωνάζει: «Πεθαίνεις, πεθαίνεις τώρα! Μόνο μερικά λεπτά ακόμη και πά­νω από όλη σου την ύπαρξη θ’ απλωθεί η μαύρη νύχτα της αιώ­νιας, δίχως όρια καταστροφής!» Ω, φίλοι, αυτή η φωνή είναι φοβερή γι’ αυτόν που στέκεται στην άκρη του μνήματος, με το ένα μάτι να βλέπει ακόμη τα αγαπημένα ωραία άστρα και με το άλλο την αιώνια νεκρή νύχτα, στην οποία καμία ιδέα δεν φυσάει τη σκόνη που απομένει από τα κόκκαλα, καμία συ­νείδηση, καμία ανάμνηση!

Προς τα πού, προς τα πού θα φυσήξει ο άνεμος σε χίλια χρό­νια αυτήν τη σκόνη; Ποιος τυφώνας θα την παρασύρει από τον τάφο και ποιο κύμα της θάλασσας θα την ξανακαταπιεί ή ποιος άλλος καινούργιος τάφος;

Ω φίλοι! Δώστε μου ένα ποτό, γιατί διψάω αφόρητα! Μια παρηγοριά δώστε μου να απαλύνω το μεγάλο φόβο! Δώστε μου το καλύτερο κρασί, και πολύ, για να τονωθώ και να μεθύσω μια φορά ακόμη για να περιμένω πιο εύκολα τον φοβερό θάνατο!

Ω φοβερέ θάνατε, ανείπωτη κατάρα για το ανθρώπινο πνεύ­μα που δημιούργησε τόσο υπέροχες αξίες κι έκανε ανακαλύ­ψεις που του επιφέρουν τη μέγιστη τιμή! Αυτό το πνεύμα πρέ­πει τώρα να πεθάνει, το μεγαλύτερο όνειδος είναι η αμοιβή του: ο θάνατος, η αιώνια καταστροφή!

Ω πεπρωμένο, ω θεότητα, αφού μπορέσατε να δημιουργήσε­τε αιώνια άστρα, γιατί δεν δημιουργήσατε κι έναν άνθρωπο που να μην πεθαίνει;!

Ω παραφροσύνη, πόσο μεγάλο χαρακτηριστικό της θεότητας πρέπει ν’ αποτελείς, αφού χαίρεται με το να δημιουργεί έξοχα όντα, για να τα ξανακαταστρέψει για πάντα ή για να δημιουργή­σει από τον άνθρωπο αισχρά σκουλήκια ή πρωτόζωα.

Πρέπει να πεθάνω; Γιατί πρέπει να πεθάνω; Τι έκανα εγώ, π έκαναν εκατομμύρια ανθρώπων, για να πρέπει να πεθάνουν; Αλήθεια, σ’ ένα τρελοκομείο θα μπορούσε να θεσπιστεί ένας καλύτερος κανονισμός δημιουργίας απ’ ό, τι αυτός του θανά­του που έχει ορισθεί από μια τάχα σοφή θεότητα!».

Στο σημείο αυτό οι παρευρισκόμενοι φίλοι και γιατροί παρό­τρυναν τον αστρονόμο μας να ησυχάσει, πράγμα που θα είχε ανάγκη, εάν ήθελε να γίνει πάλι καλά. Γιατί δεν ήταν ακόμη πουθενά γραμμένο πως έπρεπε εξαιτίας αυτού του φυσικά πο­λύ δυνατού κρυολογήματος να πεθάνει, σίγουρα όμως θα μπο­ρούσαν τέτοιου είδους ισχυρές συγχύσεις να του κοστίσουν τη ζωή.

Αυτή η παρότρυνση όμως δεν καρποφόρησε στον αστρονό­μο μας, γιατί στη συνέχεια εξοργίστηκε περισσότερο και είπε σ’ έναν ιδιαίτερα έντονο τόνο:

“Πάρτε δρόμο, πάρτε δρόμο με τη βοήθεια σας! Να φύγει αυτή η άθλια καταραμένη ζωή! Εάν ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζει αιώνια, τότε η ζωή είναι η μεγαλύτερη και πιο επονείδιστη απάτη και ο θάνατος και η ανυπαρξία μόνο η αλήθεια! Πρέ­πει να ντρέπεται ο σοφός άνθρωπος για μια τέτοια τιποτένια ζωή που διαρκεί μόνο από σήμερα ως αύριο. Γι’ αυτό το λόγο δεν θέλω να ζήσω άλλο! Με αηδιάζει τώρα αυτή η ελεεινή ζωή χίλιες φορές περισσότερο από τον πιο άθλιο θάνατο; γι’ αυτό δώστε μου δηλητήριο, ισχυρότατο δηλητήριο δώστε μου, για να ξεφορτωθώ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αυτή την τιποτένια ζωή! Καταραμένη να είναι τέτοια ζωή, τέτοια ζωή σαν των εντόμων και αιώνια ντροπή για την αρχέγονη δύναμη ή θεότητα ή οποιοδήποτε πνεύμα οχετού κι αν είναι που δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να δώσει στον έξοχο άνθρωπο μια ζωή που θα μπο­ρούσε να μετρηθεί με τ’ άστρα και στη διάρκεια!

Γι’ αυτό το λόγο τέρμα μ’ αυτή τη ζωή, τέρμα μ’ αυτή την α­πάτη της θεότητας! Εάν δεν μπορεί να δώσει στον άνθρωπο καλύτερη ζωή, ας της χαριστεί, ας την κρατήσει για τον εαυτό της. Έχετε γεια, αγαπητοί μου φίλοι, πεθαίνω, θέλω να πεθάνω, μάλιστα πρέπει να πεθάνω γιατί τώρα δεν θα μπορούσα ποτέ ως ένα εξοχότατο ανθρώπινο πνεύμα να υποφέρω τη ντροπή αυτής της ζωής του εμπαιγμού».

Στο σημείο αυτό παροτρύνουν οι γιατροί τον αστρονόμο μας και πάλι να ησυχάσει. Όμως σιωπά και δεν ξαναμιλάει. Οι γιατροί του δίνουν μόσχο αλλά τον πετάει με βία μακριά του. Οι γιατροί τον παρακαλούν να πάρει φάρμακο, όμως ολοένα γίνεται πιο σιωπηλός κι αρχίζει να ρογχάζει. Του κάνουν μαλάξεις και προ­σπαθούν να τον σώσουν ξανά απ’ αυτό το λήθαργο, όμως όλα είναι μάταια. Μετά από ένα διάστημα μερικών ωρών σταματάει μεν ο ρόγχος, όμως στη θέση του εμφανίζεται ένα οξύ παρα­λήρημα, τουλάχιστον έτσι φαίνεται στον κόσμο, κατά το οποίο ο αστρονόμος λέει με μια υπόκωφη στριγκή φωνή τα εξής:

«Μα πού είστε, ωραία αστέρια, που τόσο σας αγαπούσα; Ντρέπεστε για μένα, γι’ αυτό μου κρύβετε το χαριτωμένο σας πρόσωπο; Μη ντρέπεστε όμως για μένα! Γιατί σας περιμέ­νει η ίδια μοίρα που χτύπησε τώρα εμένα. Θα πεθάνετε κι ε­σείς, όπως πέθανα τώρα εγώ! Όμως μη μνησικακείτε γι’ αυτό το λόγο τον αδύναμο δημιουργό, όπως το έκανα εγώ. Γιατί δείτε, είχε σίγουρα την καλύτερη θέληση αλλά πολύ λίγη σο­φία και δύναμη, γι’ αυτό είναι όλα του τα έργα τόσο φθαρτά κι εφήμερα. Φυσικά θα έπραττε καλύτερα, εάν δε δημιουργούσε ποτέ κάτι με το οποίο απλά και μόνο ντροπιάστηκε σε μας που είμαστε τα σοφά του δημιουργήματα γιατί ένα ατελές έργο δεν αφήνει περιθώρια, για να υποτεθεί ότι υπάρχει ένας τέλειος τεχνίτης! Γι’ αυτό να μη μνησίκακου με πια το φτωχό αξιολύπητο κακοτεχνίτη για Θεό που στο τέλος θα δυσκολευτεί να κρα­τηθεί και ο ίδιος ακόμη έξω από τη ν απεριόριστη παροδικότητα όλων των έργων του.

Καημένε δημιουργέ! Τώρα καταλαβαίνω πως είσαι ένα καλό ον και πως ο ίδιος θα είχες τη μεγαλύτερη χαρά, εάν πετύχαινε καλύτερα η δημιουργία σου, όμως: “Κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι πέρα από την ικανότητα του, ultra posse nemo tenetur“.

Ένας απατεωνίσκος που θέλει να πράξει κάτι καλύτερα απ’ ό, τι μπορεί. Εσύ όμως δεν έπραξες πέρα από την ικανότητα σου, άρα δεν είσαι απατεώνας!

Καημένε, καλέ άνθρωπε Ιησού, που έδωσες στον κόσμο την πιο σοφή ηθική με τη βοήθεια πολλαπλών φαινομενικών θαυ­μάτων! Κι εσύ εμπιστεύθηκες υπερβολικά τον υποτιθέμενο θεό-πατέρα σου που εξαιτίας της προφανούς του αδυναμίας σ’ εγκατέλειψε την ώρα ακριβώς που θα έπρεπε να σε υποστη­ρίξει όσο γινόταν πιο πολύ με την παντοδυναμία του, με την οποία θα μπορούσες να κάνεις σκόνη τους εχθρούς σου!

Όταν κρεμόσουν στο σταυρό της αισχύνης ήταν βέβαια πολύ αργά, για να φωνάξεις: Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλει­ψες; Γιατί, δες, ο Θεός σου έπρεπε από καιρό να σε εγκατα­λείψει, επειδή στέρεψε η δύναμη του για τη δική σου διατήρη­ση όπως και τώρα για τη δική μου! Έκανε μεν ό, τι μπορούσε και θα έκανε ευχαρίστως περισσότερα, όμως δες, εδώ ισχύει πάντα το «κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι πέρα από την ικανό­τητα του».

Αυτό όμως είναι γελοίο! Τώρα πέθανα και όμως παρόλα αυτά ζω, σαν ένας εξαπατημένος γάιδαρος! Το πιο παράξενο στην υπόθεση είναι πως μου φαίνεται τώρα σαν να ήταν τελείως αδύνατο να πεθάνω! Πού όμως εξαφανίστηκε η γη και οι καλοί μου φίλοι: Δεν βλέπω βέβαια τίποτε και δεν ακούω τίποτε, ε­κτός από μένα τον ίδιο μόνο, αλλά έχω διαυγέστατη συνείδηση και η ανάμνηση μου επεκτείνεται τώρα τελείως καθαρή ακόμη και πριν από τη γέννηση μου. Είναι πράγματι περίεργο! Μήπως ήθελε η θεότητα να μου δείξει πως μπορεί να κάνει περισσό­τερα από ό,τι περίμενα από αυτήν σ’ αυτό το τελευταίο διάστημα της ζωής μου; Ή μήπως ζει ακόμη το σώμα μου στην τελευταία στιγμή της καταστροφής και η τωρινή μου ζωή μοιάζει με τη μετέπειτα λάμψη εκείνων των ήλιων που έσβησαν πριν τρι­σεκατομμύρια χρόνια και συνεχίζουν να ζουν μόνο στην ακτι­νοβολία του φωτός τους μέσα στον άπειρο χώρο;

Όμως για μια τέτοια φαινομενική ζωή, η οποία, πράγμα που Είναι μαθηματικά σωστό, πρέπει να διαρκεί και αιώνια, επειδή η εξερχόμενη ακτίνα δεν θα φτάσει ποτέ σ’ ένα πεπερασμένο όριο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να παύσει ποτέ, έχω τώρα πολύ καθαρή συνείδηση του εαυτού μου, μάλιστα χίλιες φορές πιο καθαρή από ποτέ σ’ όλη μου την επίγεια ζωή. Μόνο, όπως είπα, που δεν ακούω και δεν βλέπω τίποτα πέρα από εμένα τον ίδιο. Σιωπή τώρα! Μου φαίνεται σα ν’ άκουσα ένα χαμηλόφωνο μουρμουρητό, ένα ψιθύρισμα! Επίσης θέλει να με πάρει ένας απαλός, πολύ γλυκός ύπνος. Κι όμως δεν είναι ύπνος, όχι, όχι, είναι σαν να πρέπει να ξυπνήσω από έναν ύπνο;! Όμως τώρα σιωπή, σιωπή, ακούω φωνές από μακριά, γνωστές φωνές, πο­λύ γνωστές φωνές! Σιωπή, έρχονται, έρχονται πιο κοντά!».

Εδώ σώπασε ο αστρονόμος μας εντελώς και δεν κινούσε ούτε τα χείλη πια, πράγμα από το οποίο οι φίλοι και γιατροί που στέκονταν γύρω του συμπέραναν πως τώρα έχει εντελώς τελειώσει, μιας και εκτός από αυτό, η μισή ομιλία που παρατί­θεται εδώ έγινε αντιληπτή από τους παρευρισκόμενους περισ­σότερο σαν μουρμουρητό που συνοδευόταν από ρόγχο, παρά σαν μια αρθρωμένη έκφραση, πράγμα που το απέδωσαν στην εσωτερική φαντασία του οργανισμού που άρχιζε να γίνεται άκαμπτος.

Οι γιατροί χρησιμοποίησαν βέβαια τα πιο ακραία μέσα επα­ναφοράς στη ζωή, αλλά στάθηκαν πλέον άκαρπα.

Έτσι άφησαν έπειτα τον αστρονόμο που σύμφωνα με τη γνώμη τους είχε βυθιστεί στον πιο βαθύ λήθαργο να ηρεμήσει και πε­ρίμεναν τι θα φανερώσει η φύση από μόνη της. Όμως περίμεναν μάταια, γιατί η φύση δεν έφερε τίποτε περισσότερο στο προσκή­νιο από το σωματικό θάνατο που ακολούθησε σύντομα πραγμα­τικά.

Όπου όμως για τη φύση που γνωρίζουν οι γιατροί έχει πραγ­ματοποιηθεί ο «τελευταίος στόχος των πραγμάτων», εκεί απέρχονται. Κι εμείς απερχόμαστε, όμως όχι σαν τους για­τρούς, αλλά σαν πνεύματα που μπορούν να ακολουθήσουν στο επέκεινα τον άνθρωπο που πέθανε γι’ αυτή τη γη για να παρακολουθούν τι θα ξεκινήσει εκεί και προς τα πού θα πορευ­τεί.

Κοιτάξτε, εκεί είναι ακόμη όπως στον κόσμο, στο κρεβάτι του και δίπλα του κανείς εκτός από τους τρεις αγγέλους που ήδη γνωρίζετε. Κι εκεί πίσω από τους τρεις αγγελιαφόρους, Κά­ποιος ακόμη!

Ακούστε, ακόμη μιλάει και λέει:

«Τώρα δεν ακούω πάλι τίποτε. Μα τι ακουστικές ψευδαισθή­σεις ήταν πριν αυτές; Χμ, χμ, τώρα δεν ακούω τσιμουδιά. Να υπάρχω ακόμη ή έχω τελειώσει; Σε καμία περίπτωση δεν έχω τελειώσει, γιατί αισθάνομαι τον εαυτό μου, έχω με τη μέ­γιστη καθαρότητα τη συνείδηση του εαυτού μου, σκέφτομαι, θυμάμαι τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια, ό,τι έπραξα ποτέ, μό­νο η νύχτα, η αχρεία νύχτα δεν θέλει να φύγει! Θέλω μια φορά χάριν αστείου ν αρχίσω να φωνάζω κι αυτό όσο πιο δυνατά γίνεται. Ίσως έτσι μ’ ακούσει κάποιος;! Ε, εκεί! Δεν υπάρχει κανείς κοντά μου που θα με βοηθούσε να βγω από αυτή τη νύ­χτα;! Βοήθεια, εάν κάποιος βρίσκεται τυχαία κοντά μου!»

Τώρα μιλάει ο αγγελιαφόρος Α και λέει στο Β: «Αδελφέ, σή­κωσε τον από τον τάφο του!» Και ο αγγελιαφόρος Β σκύβει πάνω από τον αστρονόμο και λέει: «Ας συμβεί όπως το θέλει πάντα ο Κύριος κάθε ζωής και ύπαρξης, σήκω από το γήινο τάφο σου, γήινε αδελφέ!».

Δείτε, τώρα σηκώνεται στη στιγμή ο αστρονόμος και το σώμα του πέφτει προς τα πίσω σαν καταχνιά που διαλύεται. Αλλά ο αστρονόμος φωνάζει: «Αδελφέ, με τράβηξες από το μνήμα, τράβηξε με κι από το σκότος μου!» Και ο αγγελιαφόρος Γ λέ­ει: «Αυτή είναι η προαιώνια θέληση του Κυρίου, να έχουν όλα τα δημιουργήματα του και ιδιαίτερα τα παιδιά Του φως και να πο­ρεύονται στο φως βλέποντας καθαρά. Γι’ αυτό άνοιξε τα αθά­νατα μάτια σου και δες και κοίταξε τι σου αρέσει. Γενηθήτω!»

Τώρα ανοίγει ο αστρονόμος τα μάτια του για πρώτη φορά στον πνευματικό κόσμο. Βλέπει καθαρά το περιβάλλον του και χαίρεται πραγματικά που, σύμφωνα με την ιδέα του, αντικρύζει πάλι ανθρώπους κι ένα έδαφος, στο οποίο στηρίζεται. Τώρα όμως ρωτάει: «Μα ποιοι είστε αγαπητοί φίλοι; Και πού είμαι; Γιατί εν μέρει μου φαίνεται πολύ οικείο το μέρος κι εν μέρει πάλι πολύ ξένο. Επίσης είμαι τόσο ελαφρύς και ασυνή­θιστα υγιής και δεν καταλαβαίνω και τόσο καλά πώς ήρθα εδώ και πώς μ’ έκανε να βλέπω η δύναμη των λόγων σας. Γιατί ή­μουν στ’ αλήθεια τελείως τυφλός!»

Ο άγγελος Α λέει: «Για τον κόσμο πέθανες κατά το σώμα και είσαι τώρα αιώνια ζωντανός κατά την ψυχή σου και κατά το πνεύμα σου εδώ στον καθεαυτό αληθινό κόσμο της ζωής των πνευμάτων. Εμείς οι τρεις είμαστε άγγελοι του Κυρίου που έ­χουμε σταλεί να σε αφυπνήσουμε και να σε οδηγήσουμε στον ορθό δρόμο προς τον Κύριο, το Θεό σου και δικό μας θεό, στον Πατέρα σου που είναι γεμάτος αγάπη, υπομονή και ευσπλαχνία, ο οποίος είναι και ο δικός μας Πατέρας, άγιος, υπεράγιος. Αυτό το Θεό εσύ κατά την τελευταία σου επίγεια ώρα ονόμασες «α­δύναμη θεότητα», μιας και ήσουν τυφλός. Εκείνος όμως σου τα συγχώρεσε όλα κι αυτό, επειδή ήσουν τυφλός και αδύναμος! Τώρα τα ξέρεις όλα, πράξε σύμφωνα μ’ αυτά και θα είσαι υπερευτυχής αιώνια το ίδιο με μας!».

Ο αστρονόμος μιλάει: «Αδέλφια, φίλοι του Θεού, οδηγήστε με όπου θέλετε, σας ακολουθώ! Αλλά, αν πρόκειται να μου δοθεί η ατέλειωτη χάρη ν’ αντικρύσω το Θεό, τότε δώστε μου αμέτρητη δύναμη! Γιατί αισθάνομαι παντοτινά πολύ άθλιος, ντροπιασμένος και ανάξιος ν’ αντέξω αυτή την αγιότατη όψη! Όμως εκεί βλέπω ακόμη Κάποιον πούμας κοιτάζει πολύ φιλικά! Ποια είναι αυτή η λαμπρή μορφή; Σίγουρα είναι κι αυτή ένας αγγελιαφόρος των ουρανών;»

Ο άγγελος Α λέει: «Ναι, ένας αγγελιαφόρος όλων των ουρα­νών! Πήγαινε σ’ Αυτόν, ο δρόμος είναι σύντομος. Αυτός ο ίδιος Θα σου το αποκαλύψει».

Ο αστρονόμος πηγαίνει και ο συγκεκριμένος Κάποιος πηγαί­νει προς το μέρος του και λέει: «Μα δε Με γνωρίζεις, αδελφέ; Κι ο αστρονόμος απαντάει: «Πώς να σε γνωρίζω, αφού σε βλέ­πω για πρώτη φορά;! Ποιος είσαι όμως, αγαπητέ, λαμπρέ αδελφέ;»

Η φιλική μορφή λέει: «Δες τα σημάδια των πληγών Μου! Είμαι ο αδύναμος Ιησούς σου κι έρχομαι να σε συναντήσω, για να βοηθήσω με την αδυναμία Μου τη δική σου αδυναμία γιατί, αν ερχόμουν με τη δύναμη Μου να σε συναντήσω, τότε δεν θα είχες ζωή! Γιατί κάθε ζωή που αρχίζει είναι ένα ευαίσθητο φυτό που δεν ευδοκιμεί χωρίς αέρα, ο τυφώνας όμως σκοτώ­νει τη ζωή του! Έτσι είμαι κι εγώ τώρα μόνο ένα αεράκι που έρχεται να σε συναντήσει, για να σε ζωντανέψει τελείως, και όχι τυφώνας, για να σε καταστρέψει. Αγάπα με, όπως σε αγαπώ Εγώ προαιώνια, έτσι θα έχεις την αληθινή αιώνια ζωή!»

Αποκρίνεται ο αστρονόμος: «Πολυαγαπημένε μου Ιησού! Εσύ είσαι λοιπόν Εκείνος που έδωσε την πιο λαμπρή διδασκα­λία στους κατοίκους της γης και οι κάτοικοι της γης σε σταύ­ρωσαν γι’ αυτό; Δίδαξε κι εμένα τον ορθό δρόμο που οδηγεί στο Θεό, αυτόν που δίδαξες εσύ. Από μένα δεν θα σταυρωθείς ποτέ γι’ αυτό! Όμως, εάν σου είναι δυνατόν, άφησε με κατά τη διδασκαλία να δω και τη μεγάλη δημιουργία στην καθαρότητα της, πράγμα που με απασχόλησε σ’ όλη μου τη ζωή τόσο πολύ! Λέει ο Ιησούς: «Ο δρόμος προς το Θεό δεν θα είναι μακρύς, εάν θέλεις να τον βαδίσεις αμέσως- εάν όμως θέλεις πριν από αυτό να περιεργαστείς τα άστρα σου, τότε θα έχεις έναν μακρύ δρόμο. Διάλεξε τώρα τι θέλεις περισσότερο!»

Απαντάει ο αστρονόμος: «Αγαπημένε μου Ιησού, απέχω πολύ μακριά από το να είμαι ώριμος για το Θεό. Γι’ αυτό, εάν σου είναι δυνατόν, βοήθησε με να ωριμάσω στα άστρα».

Λέει ο Κύριος: «Να γίνει σύμφωνα με την αγάπη σου! Από αυτούς τους τρεις Αγγέλους διάλεξε έναν που θα σε οδηγή­σει και που θα σου δείξει στο τέλος του ταξιδιού σου Ποιος είναι ο υποτιθέμενος Ιησούς, τον Οποίο γνωρίζεις ως έναν άνθρωπο που σταυρώθηκε!»

Δείτε τώρα πάλι πως αυτός ο αστρονόμος ψάχνει το «στοι­χείο» του και μόνο μέσα από αυτό θέλει να ‘ρθει προς το μέρος Μου χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται πως Εγώ ήμουν ήδη κοντά του κι αυτός κοντά μου! Γι’ αυτό αποφεύγετε την υπερβολικά διανο­ούμενη γνώση των αστρονόμων και των γεωλόγων, γιατί αυτή η γνώση δεν ελκύεται προς Εμένα, αλλά προς την αγάπη της επιστήμης! Γι’ αυτό το σκοπό σας έδωσα αυτό το παράδειγμα.

Αμήν».

 

Ένα νέο άφθαρτο σώμα

 Τι συμβαίνει όμως κατά την ώρα του θανάτου όταν το πνευ­ματικά ώριμο μέρος της ψυχής αποχωρίζεται το σώμα και συ­ναθροίζεται γύρω από τον πνευματικό οδηγό του; Μόλις ολο­κληρωθεί αυτή η διαδικασία, ο πνευματικός οδηγός βάζει σε τάξη όλους τους ψυχικούς σπινθήρες που αποσπάστηκαν από το σώμα. Σχηματίζει ένα καινούργιο αιθερικό ψυχικό σώ­μα δίνοντας του την αρχετυπική μορφή του ανθρώπου, όπου ο ίδιος λαμβάνει πάλι τη θέση του στην καρδιά αυτού του σώμα­τος ως το κέντρο ζωής του.

Στο έργο του Λόρμπερ, «Η θεία Οικονομία» διαβάζουμε ότι «όταν το πνεύμα, σύμφωνα με το θεϊκό θέλημα εγκαταλείπει την ύλη, δεν την εγκαταλείπει σαν ένα ολοκληρωτικά καθα­ρό, ελεύθερο (δηλ. ασώματο) πνεύμα, αλλά πάντοτε με ένα καινούργιο αιθερικό σώμα (που αποτελείται από τους πνευματοποιημένους σπινθήρες της ψυχής), το οποίο δεν μπορεί να εγκαταλείψει ξανά».

Αυτή την αναμόρφωση εννοεί και ο Παύλος με τα λόγια: «σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν έστι σώμα ψυχικόν, και έστι σώμα πνευματικόν» (Κορινθ. Α’15, 44).

Αυτός ο καινούργιος άνθρωπος δεν αποτελείται πλέον από την τριαδικότητα πνεύματος, ψυχής και σώματος, αλλά μόνο από μία διαδικότητα, όπου η ψυχή αποτελεί το αιθερικό σώμα του πνεύματος. Προφανώς αυτός ο καινούργιος άνθρωπος εξακολουθεί κατ’ αρχήν να έχει τις ίδιες σκέψεις, επιθυμίες, επιδιώξεις και συναισθήματα που είχε στην επίγεια ζωή του. Γι’ αυτό στην πραγματικότητα η όλη υπόθεση είναι σαν ο άν­θρωπος αποχωρώντας από το υλικό του σώμα, να έβγαλε α­πλά από πάνω του ένα παλιό ρούχο.

Σε γενικές γραμμές ο νέος πνευματικο-ψυχικός άνθρωπος διατηρεί την ανθρώπινη μορφή ως προς το σχήμα και τον ορ­γανισμό. Μόνο που τώρα δεν αποτελείται από συμπαγή ύλη, αλλά από αιθέρια ουσία. Ο Ζορίλος, ένας Έλληνας επαίτης τον οποίον ένας μαθητής του Ιησού έχει υπνωτίσει μαγνητι­κά, περιγράφει στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» αυτά που αντιλαμβά­νεται κατά την ύπνωση του:

«Η ψυχή έχει βέβαια κι αυτή ένα σώμα, που αν και αιθέριο, για εκείνη συνιστά ένα εξίσου τέλειο σώμα. Από αυτό το ψυχικό σώμα δεν λείπει ούτε ένα αισθητήριο όργανο. Εσύ βέβαια δεν το βλέπεις με τα φυσικά σου μάτια, αλλά εγώ μπορώ να τα δω όλα αυτά, να τ’ ακούσω, να τα αισθανθώ, να τα μυρίσω και να τα γευθώ. Γιατί η ψυχή έχει τις ίδιες αισθήσεις επίσης που έχει το σώμα για να επικοινωνεί μαζί της.

Οι αισθήσεις του σώματος είναι τα ηνία στα χέρια της ψυχής με τα οποία κατευθύνει το σώμα στις λειτουργίες του μέσα στον εξωτερικό κόσμο. Αν δεν διέθετε αυτές τις αισθήσεις το σώμα, θα ήταν εντελώς άχρηστο και ένα αβάσταχτο βάρος για την ψυχή… Από την άλλη όμως, ακόμη και οι πιο οξείες αι­σθήσεις δεν θα ωφελούσαν καθόλου την ψυχή, εάν δεν διέθε­τε ακριβώς τις ίδιες στο αιθερικό της σώμα. Επειδή λοιπόν η ψυχή διαθέτει τις ίδιες αισθήσεις με το σώμα, γι’ αυτό αντιλαμβάνεται εύκολα με ακρίβεια με τις δικές της λεπτές αισθήσεις, αυτά που έχουν προσλάβει προηγουμένως οι σωματικές αι­σθήσεις από το περιβάλλον.

Τώρα ξέρεις επομένως ότι και η ψυχή διαθέτει μια σωματική μορφή. Βέβαια εσύ το ξέρεις επειδή σου το είπα εγώ, όπως το βλέπω, το αισθάνομαι και το αντιλαμβάνομαι σωματικά. Όταν όμως θα ξυπνήσω πάλι, δεν θα θυμάμαι πια τίποτα, γιατί τώρα βλέπω, αισθάνομαι και αντιλαμβάνομαι με τις λεπτές αισθή­σεις της ψυχής μου, χωρίς να ενεργοποιούνται ταυτόχρονα εκείνες του σώματος.

Αν τα αντιλαμβανόμουν όλα αυτά και με τις αισθήσεις του σώματος, εκείνες θα χάραζαν ορισμένα σημάδια επάνω στα νεύρα του εγκεφάλου μου κι αντίστοιχα στα ζωτικά νεύρα ε­πίσης της φυσικής καρδιάς μου. Τότε εγώ, η ψυχή, θα τα ξα­νάβρισκα αυτά τα σημάδια όταν θα ήμουν μέσα στο φυσικό μου σώμα και θα τα αναγνώριζα. Όμως τώρα όλοι σχεδόν οι δεσμοί μου με το σώμα μου έχουν διακοπεί και δεν ασκώ κα­μία επίδραση ή ανάδραση επάνω στις αισθήσεις του. Γι’ αυτό, ό τον επιστρέψω πάλι στο σώμα μου, δε ν θα θυμάμαι τίποτα από όλα αυτά που βλέπω, ακούω, αισθάνομαι και συζητώ τώρα και από όσα μου συμβαίνουν αυτή την ώρα.

Ωστόσο η ψυχή διαθέτει μια δική της μνήμη επίσης. Ως εκ τούτου μπορεί να θυμηθεί το παραμικρό, ακόμη και το πιο ασήμαντο πράγμα που της έχει συμβεί Αλλά αυτό συμβαίνει μόνο όταν είναι σ’ ελεύθερη κατάσταση’. Όσο όμως βρίσκε­ται μέσα στο σώμα, που τη συσκοτίζει ολοκληρωτικά, τότε βλέ­πει, ακούει και αισθάνεται μόνο τις χονδροειδείς, εκκωφαντι­κές εντυπώσεις του κόσμου, που καλύπτουν με το θόρυβο τους καθετί το πνευματικό. Συχνά δεν έχει συνείδηση ούτε του ίδιου της του εαυτού, πώς λοιπόν να αντιληφθεί τις ανώ­τερες πνευματικές εντυπώσεις που βρίσκονται σε αδράνεια μέσα της.

Κι εσύ ο ίδιος έχεις μια ψυχή, όπως εγώ τώρα που είμαι μια τελείως ελεύθερη ψυχή, αλλά δεν ήξερες παρά πολύ λίγα ή σχεδόν τίποτα για τον εαυτό σου. Αυτό οφείλεται στη σκοτει­νή σάρκα, με την οποία περιβάλλεται για ένα διάστημα κάθε ψυχή. Εγώ με τη φωνή του φυσικού μου στόματος αποτύπωσα μερικές εντυπώσεις πάνω στα νεύρα του δικού σου νωτιαίου μυελού. Εσύ ως ψυχή αναγνώρισες, μέσω αυτών των εντυπώ­σεων, τα ίδια αρχέτυπα σημάδια μέσα σε σένα την ίδια. Γι’ αυτό τώρα γνωρίζεις επίσης, σαν ψυχή και όχι σαν σάρκα, ότι λόγω της σκέψης και της θέλησης σου κι εσύ είσαι ψυχή, η οποία μάλιστα σαν αιθερική-σωματική υπόσταση έχει την ίδια μορ­φή όπως το σώμα σου».

 

Ένας ενορατικός περιγράφει τη διαδικασία του θανάτου

 Ο Μαθαήλ, ένας πνευματικά αφυπνισμένος μαθητής του Ιη­σού, περιγράφει το θάνατο ενός ανθρώπου, που παρακολού­θησε με την πνευματική όρασή του:

“Παρατήρησα τότε από πιο κοντά τη γυναίκα που ψυχορρα­γούσε. Κάτι σαν άσπρη άχνα αναδυόταν από το ηλιακό πλέγμα, τη συνήθη έξοδο της ψυχής από το σώμα. Αυτή η άχνα απλώ­θηκε πάνω από το στήθος της πυκνώνοντας διαρκώς περισσό­τερο. Ωστόσο δεν έβλεπα να σχηματίζεται καμία ανθρώπινη μορφή. Καθώς το παρατηρούσα αυτό στοχαστικός, μου είπε το πνεύμα-φύλακας που ήταν παρόν: “Πρόσεξε να δεις τώρα πώς μια ψυχή εγκαταλείπει για πάντα τη γήινη κατοικία της!” Εγώ αμέσως το ρώτησα: “Γιατί όμως αυτή δεν έχει καμία μορ­φή, ενώ εσείς, που είσαστε επίσης ψυχές, έχετε εντελώς κα­νονικές ανθρώπινες μορφές;” Τότε απάντησε το πνεύμα: “Πε­ρίμενε λίγο ακόμη! Όταν η ψυχή θα έχει βγει εντελώς από το σώμα, θα πάρει μια σωστή μορφή και τότε θα είναι πραγματικά ευχάριστη και φιλική στην όψη”.

Ενόσω εγώ παρατηρούσα εκείνη την άχνα να απλώνεται και να πυκνώνει πάνω από το στήθος της άρρωστης, το σώμα της ζούσε ακόμα. Από καιρό σε καιρό αναστέναζε σαν κάποιο ν που τον βασανίζει ένα κακό όνειρο.

Μετά από ένα τέταρτο περίπου μιας ρωμαϊκής ώρας, η άχνα αιωρείτο γύρω στις δύο πιθαμές πάνω από το σώμα της ετοι­μοθάνατης, έχοντας πάρει το μέγεθος ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού.

Μόνο μια ατμώδης στήλη, λεπτή σαν ένα δάκτυλο, τις συνέ­δεε πια. Η στήλη που είχε ένα κοκκινωπό χρώμα, πότε επιμη­κυνόταν και πότε συμπτυσσόταν πάλι. Αλλά μετά από κάθε ε­πιμήκυνση και σύμπτυξη, η ατμώδης στήλη γινόταν όλο πιο λε­πτή, ενώ όσο επιμηκυνόταν, το σώμα το τάραζαν οδυνηροί σπασμοί.

Ύστερα από δυο περίπου ρωμαϊκές ώρες, η ατμώδης στήλη απελευθερώθηκε εντελώς από το ηλιακό πλέγμα. το κατώτατο άκρο της έμοιαζε σαν ένα φυτό με πάρα πολλά ριζίδια. Τη στιγμή δε που η στήλη διαχωρίστηκε από το σώμα, πρόσεξα δυο φαινόμενα. Κατ’ αρχήν ότι το σώμα νεκρώθηκε τελειωτικά και την ίδια στιγμή ολόκληρη η αχνόλευκη ατμώδης μάζα με­ταμορφώθηκε στη γυναίκα του γείτονα που γνώριζα».

Ωστόσο το νέο ψυχικό σώμα δεν έχει πάντα την ίδια μορφή με το προηγούμενο φυσικό σώμα. Στον πνευματικό κόσμο ι­σχύει ακόμη περισσότερο ο κανόνας που λέει ότι η εξωτερική μορφή ενός όντος παριστάνει μια αντίστοιχη εικόνα του εσω­τερικού είναι του. Αυτή η ανπστοίχεία παρουσιάζεται πολύ πιο γρήγορα και ολοκληρωμένα στον άλλο κόσμο, έτσι ώστε το αιθερικό σώμα αποτυπώνει πληρέστερα την ιδιοσυστασία της ψυχής.

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη», ο ενορατικός Μαθαήλ περιγράφει δυο άλλες σχετικές εμπειρίες του. Το ένα αναφέ­ρεται στο σταυρικό θάνατο ορισμένων αρχιληστών, όπου έγι­ναν ολοφάνερα τα τιγροειδή χαρακτηριστικά της ψυχής τους. Στην άλλη περίπτωση αντίθετα ήταν παρών στο θάνατο του ηλικιωμένου Λάζαρου, πατέρα του γνωστού μας Λάζαρου της Βηθανίας. Ο Ιησούς του αναλύει αυτά που είδε με την πνευματική όραση σ’ εκείνη την περίπτωση:

«Όταν πέθανε ο Λάζαρος, αυτό που είδες να αιωρείται πάνω από το σώμα του δεν ήταν μία κακοσχηματισμένη, σαν ξεφτι­σμένη, αχνώδης μορφή, αλλά αποτελούσε ήδη μια πλήρη αν­θρώπινη μορφή. Αυτό οφείλεται στη μεγάλη αγάπη του Λάζα­ρου για τη δραστηριότητα, πράγμα που υποδεικνύει ότι ήδη διέθετε εσωτερικά μια τέλεια, πνευματική ζωή, η οποία δεν αντιμετωπίζει με φόβο την επικείμενη έντονη δραστηριότητα στο ουράνιο βασίλειο. Σε αυτή την περίπτωση η ψυχή δεν πάλλεται από το φόβο. Σαν αποτέλεσμα, η ψυχική ανθρώπινη μορ­φή εμφανίζεται στα μάτια εκείνου που έχει τη σπάνια ικανότη­τα να δει κάτι τέτοιο, σαν ενιαία, καλοσχηματισμένη και εντε­λώς γαλήνια ήδη αμέσως μετά την έξοδο της από το σώμα.

Ο μικρός και εξαιρετικά λεπτός συνδετικός λώρος που διέ­κρινες ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα της, μαρτυρούσε το μηδαμινό ενδιαφέρον του Λάζαρου για τα εγκόσμια, με απο­τέλεσμα η ψυχή του να αποχωρισθεί εύκολα και ανώδυνα από το σώμα της.

Επιπλέον η φωτεινή οπτασία πάνω από το κεφάλι της ψυχής, μαρτυρούσε πάνω από όλα την ισχυρή θέληση της και το γε­γονός ότι υπήρξε εξαιρετικά δραστήρια σύμφωνα με την ου­ράνια τάξη».

Οι ψυχές παρουσιάζουν διαφορές επίσης ως προς τη χρω­ματική και φωτεινή ακτινοβολία τους, ανάλογα με το βαθμό συνειδητότητας και αλτρουιστικής αγάπης που έχουν να επι­δείξουν.

 

Η νεκρική ακαμψία

 Είναι γνωστό ότι η νεκρική ακαμψία παρουσιάζεται όταν το πτώμα κρυώσει και ύστερα από κάποιο διάστημα την ακολου­θεί η αποσύνθεση. Η επιστήμη έχει ερευνήσει σε εκπληκτικό βαθμό τις υλικές αιτίες. Ωστόσο κι αυτή η φυσική διαδικασία ανάγεται σε πνευματικά αίτια, όπως όλο το γίγνεσθαι, το είναι και η φθορά στην υλική δημιουργία.

Είδαμε ήδη πως όσο κρατάει η τελευταία αγωνία, το πνεύμα ελκύει τους αμέτρητους σπινθήρες της ψυχής προς το μέρος του, ασκώντας συχνά ένα είδος βίας. Ωστόσο στις περισσό­τερες περιπτώσεις πολλοί σπινθήρες ζωής της ψυχής που έ­χουν προσδεθεί στα συστατικά στοιχεία του υλικού σώματος, προσκολλώνται πεισματικά στο προσφιλές τους πεδίο δρά­σης, το σώμα. Αυτοί λοιπόν οι ψυχικοί σπινθήρες θέλουν να κρατήσουν το σώμα στη ζωή. Νομίζοντας ότι θα το επιτύχουν μόνοι τους, χωρίς το μέχρι πρότινος συντονιστή τους, το θεϊκό πνεύμα, επιδίδονται με ζήλο στην προσπάθεια να διατηρήσουν τις λειτουργίες της ύλης. Ωστόσο παρ’ όλες τις προσπάθειες τους δεν κατορθώνουν να της ξαναδώσουν ζωή,

Η δύναμη τους, χωρίς την ενίσχυση από τη θεία πηγή, αρκεί ίσα-ίσα για να διατηρήσουν για ένα διάστημα το πτώμα σε μια κατάσταση σκληρότητας, τη γνωστή νεκρική ακαμψία.

Με το πέρασμα του χρόνου όμως αντιλαμβάνονται το μάταιο της προσπάθειας τους. Τότε εγκαταλείπουν ομαδικά το πεδίο και επιζητούν να επανασυνδεθούν με τον πνευματικό τους ο­δηγό.

Αυτός τότε τους συντάσσει μέσα στην ήδη συγκεντρωμένη ψυχή, ώστε να εξακολουθήσουν την πορεία τελείωσης τους στο επέκεινα.

 

Η αποσύνθεση

 Το γεγονός ότι τα εναπομείναντα ψυχικά στοιχεία αναγνω­ρίζουν ταπεινωμένα την αδυναμία τους και σπεύδουν να συν­δεθούν με το πνεύμα τους, στο υλικό επίπεδο γίνεται αντιλη­πτό ως αποσύνθεση. Ξεκινάει αρχικά από τα μαλακά μέρη του σώματος και καταλήγει στις τρίχες και τα οστά, όπου έχουν την έδρα τους τα πιο πεισματικά ψυχικά στοιχεία. Η σχετική ανα­φορά στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» λέει τα εξής:

«Η ψυχή, όντας μια σύνθεση και μια συναρμολόγηση που προήλθε από την αμοιβαία έλξη των στοιχείων της, συνίσταται καθαρά από αιθερική ουσία. Δεδομένου όμως ότι το σώμα, ως προς τη βασική του φύση, περιλαμβάνει επίσης αιθερική ου­σία, ως εκ τούτου συγγενεύει με την ουσία της ψυχής. Αυτό το συγγενικό στοιχείο, είναι στην ουσία εκείνο που συνδέει την ψυχή με το σώμα, εφόσον δεν έχει ήδη προσχωρήσει το ίδιο στην ύλη. Σε μια τέτοια περίπτωση η συγγένεια με τη βα­σική ουσία της ψυχής είναι ελάχιστη, καμιά φορά δε ανύπαρ­κτη. Και στην περίπτωση που υφίσταται ακόμη κάτι το συγγε­νικό, θα πρέπει πρώτα να αποβληθεί από το σώμα αυτή η ουσία μέσω της αποσύνθεσης και να αποδοθεί στον άλλο κόσμο στην ψυχή, η οποία βρίσκεται εκεί σχεδόν γυμνή.

Στην περίπτωση όμως που η ψυχή έχει στο τέλος αφομοιώ­σει πάρα πολλά υλικά στοιχεία από το σώμα της, τότε την κα­ταλαμβάνει επίσης ο θάνατος του σώματος και αποσυντίθεται αναγκαστικά μαζί με το σώμα. Και θα περάσουν πάρα πολλά χρόνια για να ξυπνήσει πάλι γεμάτη ατέλειες, όπου τα πάντα θα της φαίνονται σαν μια σκοτεινή γήινη υπόσταση, με ελάχι­στα σημάδια ζωής».

 

 Η Ανάσταση

 Όσο αινιγματικό είναι το μυστήριο του θανάτου, άλλο τόσο μυστηριώδης είναι για πολλούς χριστιανούς η έννοια της ανά­στασης. Όλοι ξέρουν ότι ο Ιησούς αναστήθηκε ως μεταμορ­φωμένο πνεύμα την τρίτη ημέρα μετά το σωματικό του θάνατο και ότι η ανάσταση είναι ο προορισμός του ανθρώπου. Αλλά οι γνώμες διίστανται σημαντικά γύρω από το πότε, το πώς και ποιος μπορεί να ελπίζει στην ανάσταση.

Τα νεοαποκαλυπτικά κείμενα τονίζουν ότι ο Θεός, όντας η υπερτέλεια Αγάπη και απέραντα στοργικός Πατέρας, αποβλέ­πει στην πνευματική τελείωση και την αιώνια μακαριότητα των παιδιών του και όχι στο θάνατο ή την αιώνια καταδίκη τους.

Συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται λόγος για Θεία δίκη, ούτε σε αυτό τον κόσμο, ούτε στον άλλον.

Δεν είναι δυνατόν όσοι ήταν πιστοί στη σύντομη διάρκεια της γήινης ζωής τους να κατακτήσουν μια για πάντα την αθανασία και τα παραδείσια αγαθά, ενώ όσοι δεν πιστεύουν, να βασανί­ζονται απερίγραπτα σε όλη την αιωνιότητα.

Τι τρομερός εκδικητής και τιμωρός θα ήταν ένας Θεός που θα αντιμετώπιζε με αυτόν τον τρόπο τα αδύναμα και ατελή πλά­σματα που έχει φέρει ο ίδιος στον κόσμο; Ο ίδιος που έδωσε την εντολή στους ανθρώπους να αγαπούν τους εχθρούς τους, να ευλογούν όσους τους αναθεματίζουν, (Ματθ. 5, 44) και να συγχωρούν «εβδομήντα φορές επί επτά» όσους τους αδικούν (Ματθ. 18,22).

Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν είναι μέσα στο πνεύμα του Δημιουρ­γού που θέλει να οδηγήσει στην αιώνια ζωή και στην πλήρη υιοθεσία, τόσο τον δίκαιο, που κινείται μέσα στα πλαίσια της Τάξης του, όσο και το «σκεύος εις ατιμίαν» (Ρωμ. 9, 21), που η ψυχική ιδιοσυστασία τον κάνει να τείνει προς την ανομία.

Ο Ιησούς είχε κατά νου όλους τους ανθρώπους όταν είπε: «πρέπει να γίνετε τέλειοι όπως είναι τέλειος ο ουράνιος Πα­τέρας σας», και άμα συγχωρείτε στους ανθρώπους τα σφάλμα­τα τους θα σας συγχωρέσει ο Πατέρας σας για τα δικά σας».

Στο Λόρμηερ διαβάζουμε σε παρόμοιο πνεύμα: «Ανόητοι άν­θρωποι! Υπάρχει μήπως κανένας πατέρας που ν’ αγαπάει έστω και λίγο τα παιδιά του, ο οποίος να ρίχνει ισόβια στη φυλακή ένα παιδί του και επιπλέον να το τιμωρεί καθημερινά για όλη του τη ζωή, επειδή παράκουσε μια εντολή του; Εφόσον όμως κανένας πατέρας δεν θα κάνει κάτι τέτοιο, παρ’ όλο που σαν άνθρωπος έχει κακία μέσα του, πόσο μάλλον απο­κλείεται να το κάνει ο Πατέρας στους ουρανούς, ο οποίος εί­ναι η ίδια η αιώνια, πάναγνη Αγάπη και Καλοσύνη!».

 

Υπάρχει «αιώνια καταδίκη»;

Τα σχετικά κείμενα στη νέα αποκάλυψη μας οδηγούν σε ε­ντελώς διαφορετικά συμπεράσματα από αυτά που έχουν επι­κρατήσει σαν εκκλησιαστικό δόγμα στον χριστιανικό κόσμο λόγω της στενής, κατά γράμμα ερμηνείας ορισμένων ευαγγε­λικών περικοπών.

Στον λορμπερικό «Ρόμπερτ Μπλουμ» ρωτά στον άλλο κόσμο ένα πνεύμα τον Κύριο:

«Ένα μόνο πράγμα με απασχολεί ακόμη χωρίς να αφήνει την καρδιά μου να ησυχάσει. Πρόκειται για έναν όρο που απαντά­ται σχεδόν σε όλες τις χριστιανικές εκκλησίες, τη λεγόμενη αιώνια καταδίκη. Υπάρχει κάτι τέτοιο ή όχι; Γιατί εφόσον ο άν­θρωπος ανταμείβεται αιώνια για κάθε λεπτό χρηστής ζωής ε­πάνω στη γη, κανονικά συνεπάγεται ότι πρέπει να υπάρχει ε­πίσης αντίστοιχα μια αιώνια τιμωρία για την κακή ζωή. Αυτό το συλλογισμό τον θεωρώ εντελώς λογικό.»

«Εσύ ίσως, Εγώ όμως όχι! Πώς μπορεί να έχω δημιουργήσει ένα ον για τον αιώνιο θάνατο, τη στιγμή που Εγώ είμαι η ίδια η αιώνια Ζωή! Ως εκ τούτου αυτό που λέγεται τιμωρία, όπου κι αν προκύπτει, δεν μπορεί παρά να είναι μόνο ένα μέσον για την επίτευξη του βασικού και κύριου σκοπού (δηλ. τη μακάρια τε­λειοποίηση των όντων). Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να εξυπηρετεί τον ακριβώς αντίθετο και εχθρικό σκοπό.»

«Μάλιστα, τώρα το καταλαβαίνω! Όμως στη Γραφή υπάρχουν κάποια λόγια και μάλιστα από το δικό σου το υπεράγιο στόμα, που μιλούν σαφέστατα για «ένα αιώνιο πυρ το οποίο δεν σβήνει ποτέ», και για «ένα σκουλήκι που δεν πεθαίνει ποτέ!». Υ­πάρχει μάλιστα γραμμένο κι αυτό το «μακριά από Εμένα κατα­ραμένοι, στο πυρ το αιώνιο που περιμένει το Σατανά και τους υπηρέτες του!». Κύριε, γνωρίζω ένα σωρό περικοπές όπου η κόλαση και το αιώνιο πυρ περιγράφονται με τα πιο ζωηρά χρώ­ματα. Εάν όμως δεν υπάρχει αιώνια καταδίκη, δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να γίνεται λόγος στη Γραφή για έ να αιώνιο πυρ που ποτέ δεν σβήνει και για ένα σκουλήκι που ποτέ δεν πεθαίνει.» «Καλέ μου φίλε! Είναι βέβαια γραμμένο για έναν αιώνιο θά­νατο, που είναι μια παντοτινή, μόνιμη καταδίκη, η οποία προκύπτει από την αιώνια αμετάβλητη Τάξη Μου. Αυτή είναι η λεγό­μενη φωτιά της οργής ή ακόμη καλύτερα ο ζήλος της θέλησης Μου, η οποία προφανώς πρέπει να μείνει αιώνια αμετάβλητη, γιατί αλλιώς θα εξαφανίζονταν όλα τα δημιουργήματα με μιας. Όποιος λοιπόν παρασύρεται από τον κόσμο και την ύλη του (ο οποίος αναγκαστικά πρέπει να είναι και να παραμένει κατα­δικασμένος, γιατί αλλιώς δεν Θα ήταν ο «κόσμος»), πρέπει να θεωρείται νεκρός και χαμένος για όσο διάστημα δεν θέλει να αποκοπεί από την καταδικασμένη ύλη. Συνεπώς είναι απαραί­τητο να υπάρχει μια αιώνια καταδίκη, ένα αιώνιο πυρ και ένας αιώνιος θάνατος για χάρη των δημιουργημάτων. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ένα πνεύμα που βρίσκεται σε καταδίκη, πρέ­πει να μείνει καταδικασμένο για όσο διάστημα μπορεί να διαρ­κέσει αυτή η καταδίκη. Κατά το ίδιο μέτρο, κτίζοντας στη γη μια φυλακή που θα κρατήσει, αυτό δεν σημαίνει πως οι φυλακισμέ­νοι θα πρέπει να μείνουν έγκλειστοι εκεί μέσα για όσο καιρό θα υπάρχει η φυλακή.

Δεν είναι άραγε φανερό για τον καθένα ότι «φυλακή» και «φυλάκιση» σημαίνει δυο διαφορετικά πράγματα; Βέβαια η φυ­λακή είναι και παραμένει αιώνια, όπως η φωτιά της θέλησης Μου δεν μπορεί να σβήσει ποτέ αλλά οι φυλακισμένοι παρα­μένουν στη φυλακή μόνο ώσπου να δείξουν μεταμέλεια και να βελτιωθούν.

Εξάλλου δε ν υπάρχει ούτε μια συλλαβή σε ολόκληρη τη Γραφή που να μιλάει για μια αιώνια απόρριψη ή καταδίκη ενός πνεύματος. Γίνεται μόνο λόγος για μια αιώνια καταδίκη της αταξίας απέναντι στην αιώνια Τάξη Μου. Η αμαρτία, ως παρεκτροπή από τάξη ή ανομία, είναι πραγματικά καταδικασμένη αιώνια όμως ο αμαρτωλός είναι υπό καταδίκη μόνο όσο διατη­ρεί την αμαρτία!

Κατά συνέπεια υπάρχει στ’ αλήθεια μια αιώνια κόλαση, όμως δεν υπάρχει κανένα πνεύμα που να είναι καταδικασμένο αιώ­νια, παρά μόνο ώσπου να βελτιωθεί! Είπα βέβαια στους Φαρισαίους ότι η καταδίκη τους θα είναι ακόμη μεγαλύτερη, αλλά δεν είπα σε καμία περίπτωση ότι θα καταδικασθούν αιώνια! Κα­ταλαβαίνεις τώρα λοιπόν τί θέλουν να πουν αυτές οι περικοπές που σου φαίνονται τόσο τρομερές;»

Λέει το πνεύμα: “Κύριε, ό, τι είπες τώρα, το κατάλαβα πάλι, πάρα πολύ καλά. Αλλά ένα μοναδικό σημείο στη γραφή δεν καταλαβαίνω ακόμη εντελώς. Και αυτό είναι το αγεφύρωτο χάσμα στην παραβολή του φτωχού Λαζάρου και του πλούσιου άσωτου…».

Ο Κύριος: «Volentiι non fit iniuria, όποιος το θέλει ο ίδιος έτσι, φταίει ο ίδιος και δεν αδικείται! Το χάσμα όμως σημαίνει πάλι την αγεφύρωτη διαφορά ανάμεσα στην ελευθερότατη τάξη Μου στους ουρα­νούς και στην αταξία στην κόλαση που της είναι τελείως αντί­θετη, δηλαδή την αδυναμία συμβιβασμού της τάξης και της αταξίας, όχι όμως ένα αιώνιο φράγμα γι’ αυτόν που βρίσκεται μέσα σ’ αυτήν.»

 

 

Η πνευματοποίηση του σώματος

 Τι σημαίνει όμως «ανάσταση της σάρκας», το κατανοούμε εφόσον γνωρίζουμε τη φύση και τη δομή της ύλης, ιδίως αυ­τής του ανθρώπινου σώματος.

Όλη η ύλη είναι κατά βάση πνεύμα, το οποίο έχει φυλακισθεί μέσα σ’ αυτήν, καταδικασμένο σε ακινησία και αδυναμία λόγω της αντίθεης στάσης του που επέφερε την πτώση των αγγέ­λων.

Το ίδιο ισχύει επίσης για τα υλικά άτομα του σώματος μας. Όπως και η ύλη όλων των ουράνιων σωμάτων, βρίσκονται σε ένα αναμορφωτήριο όπου πρέπει, αποβάλλοντας τη σατα­νική φιλαυτία, να αποκτήσουν τη φιλαλληλία και την αγάπη για το Θεό.

Ενόσω υπηρετούν με αυτή την υλική μορφή σαν δομικά στοι­χεία του σώματος, επηρεάζονται διαρκώς από το πνεύμα και τους ψυχικούς σπινθήρες που έχουν ήδη συνετισθεί, ώστε να επιστρέψουν κι αυτά στο τέλος εκούσια από την ανομία στο Νόμο του Θεού.

Αυτή η πνευματική διεργασία στα υλικά στοιχεία του σώμα­τος συμβαίνει κατά κύριο λόγο στην ώριμη ηλικία, ιδίως την ώρα του θανάτου, αλλά όπως είδαμε επίσης κατά τη διάρκεια της αποσύνθεσης του σώματος. Το πνεύμα προσπαθεί να συ­νετίσει με αγάπη όσο το δυνατόν περισσότερα από αυτά τα αρνητικά στοιχεία και να τα αποδώσει στην καθαρισμένη ψυ­χή. Έτσι η ψυχή ολοκληρώνεται όλο πιο πολύ, σχηματίζοντας ένα πληρέστερο και λαμπρότερο αιθερικό σώμα για το πνεύ­μα.

Στο “Γη και Σελήνη» διαβάζουμε σχετικά: «Και το ανθρώπινο σώμα επομένως αποτελείται καθαρά από ψυχικά συστατικά, μόνο που το αποτελούν αυτά που όπως εί­παμε εξακολουθούν να είναι χονδροειδή, ακάθαρτα και κακοή­θη. Γι’ αυτό πρέπει να ξανα-επιστρέψουν στη γη, ώστε να απο­συντεθούν και στη συνέχεια να ανυψωθούν με τον τρόπο που σας είναι ήδη γνωστός, προκειμένου να συντείνουν στην ολο­κλήρωση εκείνης της οντότητας της οποίας κάποτε αποτελού­σαν το σώμα της. Αυτό συνήθως γίνεται (όπως σας είναι γνω­στό) στο πεδίο της τρίτης ατμοσφαιρικής ζώνης, όπου κάθε καθαρό πνεύμα ολοκληρώνεται μόνον εφόσον ενσωματώσει όλα εκείνα τα συστατικά που κάποτε ήταν δικά του. Αυτή η εν­σωμάτωση είναι η λεγόμενη ανάσταση της σάρκας και δικαιο­λογεί τη γνωστή ρήση του Παύλου που λέει: «Με το σώμα μου θα βλέπω το Θεό».

 

Ψυχές που παραμένουν κοντά στον τόπο της ταφής τους

 Προφανώς δεν είναι ανάγκη το πνεύμα και η ψυχή να βρίσκο­νται κοντά στον τόπο όπου αποσυντίθεται το σώμα για να ελ­κύσουν και τα τελευταία στοιχεία που Θα μετατραπούν σε πνεύμα. Το πνεύμα, ως προικισμένο με θεϊκή δύναμη, έχει την ικανότητα να ελκύει από οποιαδήποτε απόσταση τα πνευματοποιημένα στοιχεία του σώματος που επιθυμούν να επανα­συνδεθούν μαζί του και με την ψυχή.

Ωστόσο οι ψυχές που είναι ιδιαίτερα προσδεμένες με την ύλη, δεν το συνειδητοποιούν αυτό. Γι’ αυτό υπάρχουν οι λεγόμενες «ψυχές των νεκροταφείων», όπως διαβάζουμε στα «Δώρα του Ουρανού»:

«Οι ψυχές που η καρδιά τους είναι ιδιαίτερα δεμένη με τα εγκόσμια, για πολύ καιρό μετά την αποδήμηση τους παραμέ­νουν στη γη, συχνάζουν δε κατά προτίμηση στον τόπο όπου σήπεται το σώμα τους. Μερικές μάλιστα παραμένουν στα νε­κροταφεία, αιωρούμενες πάνω από τον τάφο του σώματος τους, ώσπου η αποσύνθεση να διαλύσει και το τελευταίο άτο­μο του. Μετά το θάνατο η ψυχή είναι μόνιμα συνδεδεμένη με το πνεύμα της και αποτελεί το σώμα του. Γι’ αυτό δεν εξασκείται κανενός είδους πίεση σε αυτά τα όντα, λόγω της ελευθερίας της θέλησης, η οποία είναι πάντα σεβαστή. Από καιρό σε καιρό παίρνουν κάποιο μάθημα, αλλά κατά βάση μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν, ακριβώς όπως όταν ζούσαν στον κόσμο.

Η κύρια αιτία που οι ψυχές αυτές παραμένουν στα νεκροτα­φεία, είναι σίγουρα η εσφαλμένη διδασκαλία για την ανάσταση της σάρκας. Οι ψυχές διδάσκονται βέβαια επανειλημμένα ότι το νεκρό σώμα δε ν έχει πια καμιά σχέση μαζί τους. Παρόλα αυτά πολλές ψυχές επιμένουν να θέλουν να μπουν στον «πα­ράδεισο». Τότε οι δάσκαλοί τους (τα πνεύματα-φύλακες) τις απομακρύνουν από εκεί και τις διδάσκουν για τον αληθινό πα­ράδεισο. Τους δείχνουν ότι ο αληθινός παράδεισος θα πρέπει να προέλθει από αυτές τις ίδιες, ότι δεν μπορούν να έρθουν στον παράδεισο, παρά ο παράδεισος να έρθει μέσα σε αυ­τές. Κι αυτό χάρη στη φλογερή, ειλικρινή θέληση να κάνουν όλο πιο πολύ το καλό, με συνέπεια να ταπεινώνονται όλο και περισσότερο, ώστε να έχουν ακόμη μεγαλύτερη δυνατότη­τα να υπηρετούν τον καθένα».

 

Μετουσίωση και μεταμόρφωση

 Ανάλογα με την πνευματική ωριμότητα του ανθρώπου, η πνευματοποίηση του σώματος συμβαίνει λίγο ως πολύ κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής και ολοκληρώνεται αντίστοιχα αργά ή γρήγορα μετά το σωματικό θάνατο.

Στην περίπτωση του Ιησού ολοκληρώθηκε ως το πρωινό της τρίτης ημέρας, όπου η Μαγδαληνή μπόρεσε να δει με την πνευματική όραση το ανεστημένο ψυχικό σώμα του στην είσοδο του τάφου. Στον τάφο είχε απομείνει μόνο το οάβανο χωρίς κανένα ίχνος από το σώμα.

Το θεϊκό πνεύμα και η θεοποιημένη ψυχή είχαν πνευματοποιήσει όλα τα υλικά στοιχεία, μεταμορφώνοντας τα στο ψυχικό σώμα που ήταν ορατό μόνο με την πνευματική όραση.

Μια παρόμοια «μεταμόρφωση του σώματος» έχουν ζήσει λί­γο μετά το φυσικό τους θάνατο πολλοί οι οποίοι είχαν αποβάλ­λει τελείως τα εγωιστικά στοιχεία κατά την επίγεια ύπαρξη τους και είχαν πληρωθεί από αγάπη και ταπεινοσύνη όπως ο Ιησούς Χριστός.

«Με αυτόν τον τρόπο αγιοποιείται επίσης το ευγενέστερο τμήμα του σώματος. Έτσι σχεδόν όλη η σάρκα μαζί με την ψυχή και το ενωμένο μαζί της πνεύμα, φθάνει σε ένα είδος μετα­μόρφωσης και ανάστασης, αποτελώντας πια για πάντα με την ψυχή και το πνεύμα ένα απόλυτα ενωμένο ον. Βέβαια, επάνω στη γη αυτό το κατορθώνουν ελάχιστοι, αλλά λίγο μετά το θά­νατο του σώματος είναι πραγματικά πολλοί». («Μεγάλο Ευαγ­γέλιο», τόμος 5, κεφ. 184).

Στον λορμπερικό «Επίσκοπο Μάρτιν» διαβάζουμε επίσης σχετικά:

«Ο Κύριος: Όποιος Με αγαπάει πιο πολύ από όλα, αγνά και φλογερά, θα μεταμορφωθεί χάρη σε αυτή την ισχυρή αγάπη, όσο βρίσκεται ακόμη στο σώμα του. Η σάρκα του θα διαλυθεί αμέσως από τη φωτιά του πνεύματος του, θα καθαρθεί και θα αφομοιωθεί στη ζωή και το είναι του Πνεύματος…

Υπάρχουν αρκετά τέτοια παραδείγματα μεταμόρφωσης στη γη, τόσο στους αρχαίους καιρούς, όσο και στους μεταγενέ­στερους χρόνους.

Αλλά για να υπάρξει ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα πρέπει να προηγηθεί η ανάλογη, απαραίτητη αιτία. Όταν δεν υπάρχει αρ­κετή θερμότητα δεν λιώνει ούτε το κερί, πόσο μάλλον το σίδε­ρο! Το καταλαβαίνεις αυτό το πράγμα;

Μάρτιν : Βέβαια, το καταλαβαίνω. Γιατί κι εγώ είμαι ένα τέτοιο κερί ή σίδερο. Έχω τόσο πολύ λίγη θέρμη μέσα μου που δεν φθάνει καν για να μαλακώσει λίγο το κερί, για να λειώσει δε το σκληρό σίδερο της ύλης μου ούτε καν γίνεται λόγος. Αναμ­φισβήτητα θα υπάρχουν πολλοί επίσης αδελφοί στη γη που η ύλη τους δεν θα είναι μόνο σίδερο, παρά διαμάντι! Γι’ αυτό σίγουρα θα είναι δύσκολο για όλους μας να μεταμορφωθούμε με τον τρόπο που λες Εσύ.

Ο Κύριος: Το ξέρεις πως για Εμένα πολλά πράγματα είναι δυνατά που εσένα σου φαίνονται αδύνατα. Σε βεβαιώνω πως ακόμα και μέσα στους τάφους συμβαίνουν θαύματα που τα μάτια των ανθρώπων στη γη δεν μπορούν να δουν και να τα παρατηρήσουν».

Η Αγία Γραφή αναφέρει ορισμένες περιπτώσεις πνευματι­κής διάλυσης του σώματος μετά το φυσικό θάνατο, όπως του Ενώχ (Μωυσή Α’ 5, 24) και του Ηλία (Βασ. Β’ 2,11). Επίσης στα νεοαποκαλυπτικά έργα αναφέρονται πολλά τέτοια παρα­δείγματα (π.χ. στα «Μεγάλα Ευαγγέλια» 3, 110 – 8, 10 – 9, 174 κ.ά.).

Γενικά πάντως η πλήρης πνευματοποίηση του σώματος απαι­τεί πολύ περισσότερο καιρό για να επιτευχθεί. Εφόσον η ψυχή χρειάζεται συχνά αιώνες ολόκληρους μέχρι να την κερδίσει ολοκληρωτικά η αγάπη, πόσο πιο δύσκολη θα είναι η μετουσίω­ση των συστατικών του σώματος! Γι’ αυτό όσα περισσότερα κατακτάει κανείς στην επίγεια ζωή από αυτή την άποψη, τόσο ευκολότερη και ταχύτερη είναι η πρόοδος και η τελειοποίηση του στον άλλο κόσμο.

 

 

 Η Ψυχή στον Πνευματικό Κόσμο

 «Κοίτα, εάν ο Θεός είχε δημιουργήσει τον άνθρωπο μόνο γι’ αυτή τη γη, τότε η όλη υπόθεση δεν θα ήταν παρά ένας περίερ­γος ερασιτεχνισμός από πλευράς του, καθώς από τη μια μεριά διαρκώς θα δημιουργούσε και από την άλλη θα κατάστρεφε πάλι οτιδήποτε θα είχε δημιουργηθεί.

Αλλά ακριβώς επειδή ο Θεός δημιούργησε τους ανθρώπους για μια ανώτερη, αιώνια ζωή, γι’ αυτό τους αφήνει να παραμέ­νουν στη γη, μόνο για όσον καιρό είναι απαραίτητο, προκειμέ­νου να ολοκληρώσουν την αναγκαία δοκιμασία της θέλησης τους, ή τουλάχιστον προκειμένου να περάσουν από το δρόμο της ενσάρκωσης. Γι’ αυτό από πλευράς του είναι μια πράξη πραγματικής και ζωντανής αγάπης προς τους ανθρώπους, τους οποίους κρατάει σε αυτό τον τόπο της δοκιμασίας μόνο για όσο διάστημα είναι απολύτως απαραίτητο. Εγκαταλείπο­ντας ο άνθρωπος αυτή τη γη, οδηγείται στον άλλο κόσμο σε κατάλληλα σχολεία όπου του δίνεται η ευκαιρία να κατακτήσει την πραγματική πληρότητα της ζωής».

«Η ζωή της ανθρώπινης ψυχής, μετά από την αποχώρηση της από το σώμα, είναι μια διαδικασία διαρκούς ανέλιξης, καθώς η τελειοποίηση δεν μπορεί ποτέ να είναι αποτέλεσμα μιας στιγ­μής. Και αυτό επειδή η ψυχή, (παρόμοια με τον προηγούμενο σωματικό φορέα της), συνιστά μια οντότητα η οποία είναι πε­ριορισμένη τόσο στο χώρο όσο στο χρόνο και επιπλέον είναι κατά κάποιον τρόπο συμπιεσμένη μέσα στην ανθρώπινη μορ­φή. Ως εκ τούτου δεν μπορεί παρά μόνο σταδιακά να αφομοιώ­σει το άπειρο και το αιώνιο, τόσο ως προς το χώρο και το χρό­νο, όσο και ως προς την απεριόριστη δύναμη του θεϊκού Πνεύ­ματος.

Εξαρτάται λοιπό ν από το επίπεδο της εσωτερικής ηθικής που έχει κατακτήσει μια ψυχή όταν εγκαταλείπει το σώμα. Εάν είναι σύμφωνη με τους θεϊκούς νόμους, τότε η κατάσταση στην ο­ποία θα βρεθεί η ψυχή στον άλλο κόσμο θα είναι τέτοια, ώστε να μεταπηδήσει απευθείας σε ένα ανώτερο επίπεδο ολοκλή­ρωσης της ελεύθερης ζωής της, από το οποίο θα μπορεί αδιά­κοπα να εξελίσσεται προς μια ολοένα υψηλότερη βαθμίδα ύπαρξης.

Εάν πάλι η ψυχή αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σώμα της χωρίς να μπορέσει κατά την επίγεια ζωή της να στραφεί έστω και λίγο προς κάτι καλύτερο και την αλήθεια, είτε από ελλιπή διαπαιδαγώγηση, ή στη χειρότερη περίπτωση από έλλειψη κα­λής θέλησης, τότε είναι φανερό ότι μια τέτοια παραμελημένη ψυχή θα βρεθεί σε μια όχι τόσο ζηλευτή κατάσταση στον άλλο κόσμο. Σε αυτή την περίπτωση είναι απαραίτητο η ψυχή να κα­θαρισθεί σύμφωνα με την Αγάπη και τη Σοφία του Θεού από τη ζωώδη ακατέργαστη φύση της, ώστε έτσι θεραπευμένη να α­νέβει σε ένα υψηλότερο επίπεδο ύπαρξης».

Την καθοδήγηση των ψυχών στο επέκεινα την αναλαμβά­νουν όπως στη γη, άγγελοι και πνεύματα φύλακες. Αυτή η κα­θοδήγηση πρέπει, όπως εξάλλου στην επίγεια ζωή των ανθρώ­πων, να συμβαίνει με μεγάλη επιφύλαξη και διακριτικότητα, λόγω του απαραβίαστου της ελεύθερης βούλησης των ανθρώ­πων. Ξεπερνώντας την κατάσταση ατέλειας και περιορισμών στην οποία βρίσκονται οι άνθρωποι επειδή είναι δημιουργημέ­να, συνεπώς εξαρτημένα όντα, οφείλουν να κατακτήσουν τον υψηλότερο βαθμό ανεξαρτησίας και αυτόβουλης δράσης μέ­σα στα πλαίσια του καλού. Είναι φανερό ότι γι’ αυτό το λόγο είναι αδύνατον να διαπαιδαγωγηθούν με έναν εξωτερικό εξα­ναγκασμό, αλλά πρέπει να καθοδηγηθούν αδιόρατα, ούτως ώ­στε να μη δεσμεύεται η ελευθερία τους.

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη» διαβάζουμε για έναν Ρωμαίο μαθητή του Ιησού, ο οποίος θα ήθελε οι ψυχές να βρίσκουν πιο άνετα το φως, όπως και την απάντηση του τελευταίου:

«Δεδομένου ότι γνωρίζω πιο καλά από όλους πως πρέπει να είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος ώστε να είναι άνθρωπος και όχι ανθρώπινο ζώο, σε βεβαιώνω πως μόνο το σώμα του ανθρώ­που είναι μια μηχανή, την οποία μπορεί να επισκευάσει εύκολα στην περίπτωση μιας βλάβης ο Τεχνίτης της με την παντοδύ­ναμη θέληση του, χωρίς να βλάψει στο παραμικρό την ελευθε­ρία γνώσης, πίστης και θέλησης του ανθρώπου. Εάν έκανα ό­μως το ίδιο επίσης με την ψυχή και το πνεύμα του, τότε η δύ­ναμη που έχει για να ζει (η οποία συνίσταται στην ελευθερία να επενδύει την αγάπη της όπου θέλει, την εξίσου απεριόριστη ελευθερία της σκέψης, της έρευνας και γνώσης, της πίστης και της ελεύθερης βούλησης) θα ήταν σαν να είχε κατακερμα­τισθεί και καταστραφεί, μαζί με κάθε ατομική ανεξαρτησία. Ποιο θα ήταν τότε το όφελος για μια τέτοια ψυχή ή στο τέλος-τέλος για Εμένα τον ίδιο;

Επομένως, η ανθρώπινη ψυχή πρέπει χάρη σε ένα καλό μά­θημα κατ’ αρχήν και στη συνέχεια χάρη στη δική της έρευνα, έλεγχο, γνώση, πίστη και θέληση, να φθάσει να βρει το εσωτε­ρικό, ζωντανό φως του πνεύματος της που έχει εμφυτεύσει ο Θεός μέσα της. Τότε έχει πραγματικά βοηθηθεί για πάντα. Κά­θε άλλος, βίαιος τρόπος βοήθειας, όπως θα ήθελες εσύ, θα επιδρούσε μόνο καταστροφικά, αλλά σε καμία περίπτωση θε­ραπευτικά επάνω στα ζωτικά στοιχεία της».

«Από τα ίδια σου τα παιδιά μπορείς να καταλάβεις πόσο δύ­σκολα και με τι κόπο είναι σε θέση να συλλάβει το καλό και το αληθινό μια ψυχή που τείνει στη νωθρότητα και στις επίγειες απολαύσεις, στο βαθμό που να αποφασίσει να συμμορφώσει τις πράξεις της με αυτά. Γι’ αυτό το λόγο, μια ψυχή που παρα­μέλησε (στην επίγεια ζωή) την εξέλιξη της, συναντάει κατ’ αρ­χήν πολύ πιο μεγάλες δυσκολίες όταν περάσει στον άλλο κό­σμο, δεδομένου ότι θεμελίωσε την ενσώματη ζωή της επάνω σε χίλια δύο λάθη και σαν συνέπεια βασίστηκε στο ψέμα και στο κακό. Αυτό το πράγμα φέρνει όμως σαν αποτέλεσμα μια σκλήρυνση στην αγάπη και στη θέληση της ψυχής, οι οποίες αμφότερες συνιστούν τη ζωή και την ατομική ύπαρξη του αν­θρώπου. Έτσι και αποφάσιζα να αφαιρέσω ξαφνικά από μια τέ­τοια ψυχή την αγάπη και τη θέληση της, θα εξαφανιζόταν επί­σης και ολόκληρη η ψυχή.

Με τέτοιες ψυχές επομένως πρέπει κανείς να προχωρήσει πολύ προσεκτικά, ώστε να τις φέρει σιγά-σιγά στο σωστό δρό­μο. Π’ αυτό το έργο όμως απαιτείται ο ύψιστος βαθμός θεϊκή αγάπης, σοφίας και υπομονής. Γιατί μόνο εξωτερικά μπορεί να επιδράσει κανείς σε μια τέτοια ψυχή, μέσα από τη θέληση, τις επιδιώξεις και τις πράξεις της. Να την οδηγήσει δηλαδή σε τέτοιες καταστάσεις, χάρη στις οποίες να αντιληφθεί από μό­νη της σε πόσο μεγάλη πλάνη βρίσκεται.

Εάν λοιπόν αρχίσει να το συνειδητοποιεί αυτό το πράγμα η ψυχή, τότε ξυπνάει μέσα της η επιθυμία να ανακαλύψει γιατί δεν βρίσκει χλωρό χορτάρι να πατήσει, όπως λέγεται, παρά διαρκώς καταλήγει σε σκοτεινές και άγονες έρημους.

Εφόσον λοιπόν φθάσει πια σε μια τέτοια κατάσταση, είναι πλέον καιρός να της σταλεί ένας καθοδηγητής. Πρόκειται για ένα σοφό πνεύμα, που φαίνεται να είναι σαν κι αυτήν την ίδια, δίνοντας της έτσι τη δυνατότητα να συζητήσει μαζί του για το ένα ή το άλλο που την απασχολεί. Με αυτή τη δια­δικασία η παραπλανημένη ψυχή αρχίζει να φωτίζεται και συνειδητοποιεί, σαν εντελώς από μόνη της, ότι βρίσκεται σε μεγάλη πλάνη.

Έτσι αρχίζει να επιθυμεί πλέον όλο και πιο πολύ να βρει το αληθινό φως. Εφόσον φθάσει σε αυτό το σημείο, όσο μεγάλο κι αν ήταν το σκοτάδι της πρωτύτερα, θα βρει γρήγορα κι εύκολα το αληθινό φως στη ζωή. Αλλά μια ξαφνική μεταστροφή της ψυχής, όπως τη φαντάζεσαι εσύ, θα ισοδυναμούσε με την ο­λοκληρωτική καταστροφή της».

Ένα στοιχείο που αξίζει να σημειωθεί, είναι ότι όσες ψυχές φθάνουν ανώριμες στην αντίπερα όχθη – και οι οποίες αποτε­λούν τη συντριπτική πλειοψηφία – κατ’ αρχήν στερούνται λίγο ως πολύ τα κατάλληλα αισθητήρια όργανα για να αναγνωρί­σουν το νέο περιβάλλον τους.

Ως εκ τούτου, στην αρχή τουλάχιστον βρίσκονται εντελώς μόνες τους σαν αποκομμένες από τον υπόλοιπο κόσμο. Με τον αποχωρισμό από το σώμα έχουν χάσει όλες τις εξωτερι­κές αισθήσεις, όραση), ακοή κ.λπ., γι’ αυτό μοιάζουν με έναν άνθρωπο που βρέθηκε ξαφνικά τυφλός και κουφός.

Από την άλλη παράλληλα, η ανώριμη υλιστική ψυχή δεν έχει αποκαταστήσει ακόμη την επικοινωνία με το πνευματικό της όργανο αντίληψης, το θεϊκό πνεύμα (ή «πνευματικό σπινθή­ρα»)’που κατοικεί μέσα της.

Κατά συνέπεια η ατελής ψυχή βρίσκεται εντελώς απομονω­μένη μέσα στο απέραντο υπερπέραν. Οι σκέψεις και οι εσωτε­ρικές διεργασίες της περιορίζονται σε αυτά που κατέκτησε στην επίγεια πορεία της, όπως επίσης σε όσα κατέγραψε ο ψυχικός εγκέφαλος, αυτό το αρχείο μνήμης, το οποίο ονομά­ζουμε υποσυνείδητο.

Σε ένα μικρό βιβλίο του Λόρμπερ, με τοντίτλο «Αθανασίακαι αντάμωση», συναντάμε τα εξής ενδιαφέροντα:

«Όποιος στην επίγεια ζωή του δεν αναγεννηθεί πνευματικά έστω κατά το ήμισυ, περνάει στο επέκεινα λίγο ως πολύ στην κατάσταση που περιγράφτηκε προηγουμένως, ανήμπορος ό­πως το έμβρυο μέσα στη μητέρα του…

Πού οφείλεται όμως αυτό; Υπάρχουν άνθρωποι που δεν κάνουν παρά ελάχιστα έως τίποτα απολύτως σε αυτό τον κό­σμο για να ζωντανέψουν και να καλλιεργήσουν εκείνο το φως που υπάρχει κρυμμένο μέσα στην καρδιά της ψυχής τους. Αντίθετα, χρησιμοποιούν μόνο την εξωτερική νοημο­σύνη προκειμένου ν αποκτήσουν κάθε λογής επίγειους θη­σαυρούς για να μπορούν να χαρίσουν στον εαυτό τους τις μεγαλύτερες απολαύσεις και ηδονές. Σαν αποτέλεσμα, ο θά­λαμος με το θεϊκό φως που κρύβει μέσα της, όπως κάθε ψυ­χή, όταν περάσει μια μέρα στον άλλο κόσμο, είναι ολοσκότεινος και κλειδωμένος. Το φως της επίγειας νοημοσύνης ωστόσο, στην πραγματικότητα είναι απλά μια συνένωση των εξωτερικών υλικών φωτεινών εικόνων, οι οποίες αποτυ­πώνονται πάνω στις μυριάδες από μικρά πινακίδια που σχη­ματίζουν τον εγκέφαλο.

Γι’ αυτό το λόγο τούτο το φως, όπως η πινακοθήκη ενός φι­λότεχνου συλλέκτη όταν πεθάνει, μένει πίσω στον κόσμο όπου ανήκει.

Το αποτέλεσμα είναι ότι μια τέτοιο ψυχή περνάει στον κόσμο των πνευμάτων σε πλήρες σκοτάδι χωρίς να διατηρεί άλλο από τη συνείδηση της ζωής. Οι αναμνήσεις δε που διατηρεί από τις συνθήκες και τις καταστάσεις της επίγειας ζωής της, είναι μο­ναχά όσες αποτυπώθηκαν σαν αντίστοιχες εντυπώσεις στους θαλάμους του ψυχικού εγκεφάλου, οι οποίοι είναι αντίστοιχοι με εκείνους του εγκεφάλου του σώματος».

Αποδίδοντας διαισθητικά αυτή την κατάσταση των ανώριμων ψυχών, ο λαός μιλάει για «αιώνιο ύπνο».

Η δε Παλαιά Διαθήκη περιγράφει το βασίλειο των νεκρών σαν ένα «βασίλειο σκιών και σκότους».

Αυτή η περιγραφή είναι αληθινή, από την άποψη ότι οι ατε­λείς ψυχές περνούν στο πνευματικό βασίλειο σαν τυφλές. Κατ’ αρχήν ζουν σε αυτή την αυτοδημιούργητη κατάσταση μό­νο μια εσωτερική ζωή, αποκλειστικά προϊόν της φαντασίας τους, που μοιάζει με τα όνειρα που βλέπει κανείς στη γη.

 

 

Στο πνευματικό σχολείο των ψυχών

Είναι εξαιρετικά σημαντικό να γνωρίζει κανείς τη φύση της εσωτερικής πνευματικής ζωής και του πνευματικού κόσμου, όπου κατοικούν οι νεκροί στον άλλο κόσμο, προκειμένου να κατανοήσει την παραπέρα εκπαίδευση των ψυχών στον πνευ­ματικό κόσμο.

Ο Δημιουργός θέλει να ωριμάσουν όλα τα παιδιά του με στόχο την τελείωση, την ελευθερία και το μεγαλείο των παιδιών του Θεού . Κι έτσι δεν αφήνει για πάντα μόνες μέσα στη σκο­τεινή ονειρική ζωή τους τις ατελείς ψυχές, παρά στέλνει, όπως ήδη είπαμε, σε κάθε ψυχή πνεύματα- προστάτες και φύλακες αγγέλους. Αυτοί έχουν ως αποστολή να διδάξουν την ψυχή εισδύοντας με ήπιο τρόπο στην πνευματική εσωτερική ζωή της και να την οδηγήσουν να εγκαταλείψει την αντίθετη προς το Θείο, εγωιστική φύση της και να φθάσει στην αιώνια τάξη της ζωής, την ταπεινοφροσύνη και την ανιδιοτελή αγάπη.

Αυτή η διείσδυση των προστατευτικών πνευμάτων γίνεται με τη μέσω της υποβολής διαμόρφωση των εσωτερικών, ονειρι­κών βιωμάτων της ψυχής, έτσι ώστε η ψυχή να επηρεαστεί βα­θιά και να διδαχθεί από αυτές τις κατά κάποιον τρόπο εμπνευ­σμένες από τα πνεύματα αυτά εικόνες και εσωτερικά γεγονό­τα.

Στο μικρό βιβλίο «Αθανασία και αντάμωση» αναφέρεται για το θέμα αυτό: Σ’ αυτήν την κατάσταση σκότους, στην οποία βρίσκονται οι αισθησιακές-εγωιστικές και γενικά αλλοτριωμέ­νες ψυχές, τις πλησιάζουν μόνο οι άγγελοι «με τη βοήθεια α­ντιστοιχιών, τις οποίες εκείνοι μπορούν να εμφυσήσουν στον κόσμο της φαντασίας αυτών των τυφλών ψυχών…»

Αν μία ψυχή απορρίψει τις διδασκαλίες που της προσφέρθη­καν μ’ αυτόν τον τρόπο, τότε θα παραμείνει για πολύν καιρό στον ονειρικό της κόσμο, που θα γίνεται όλο και χειρότερος. Και τότε δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για πρόοδο, ούτε για ανώτερη αντίληψη και ζωή. Αν, αντίθετα, η ψυχή αποδεχθεί τη διδασκαλία που της προσφέρεται μέσα από τα εσωτερικά της βιώματα και την χρησιμοποιήσει για την αληθινή της πρόοδο, «τότε αυτό που αποκτά, διατηρείται. Έτσι αρχίζει να αναπτύσ­σεται για τη ν ψυχή μέσα από το όνειρο ένας σταθερός και μό­νιμος κόσμος. Όσο περισσότερο προσλαμβάνει η ψυχή αυτό που της προσφέρει το πνεύμα, τόσο περισσότερο ενώνεται με αυτό και έτσι, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, εισχωρεί στο ίδιο της το πνεύμα και, ταυτόχρονα, μαζί μ’ αυτό στο προαιώ­νιο φώς κάθε αλήθειας.»

Αυτή η εκπαίδευση της ψυχής, όπως και όλα στη θεία Δη­μιουργία, γίνεται μέσα από μία βαθμιαία και προοδευτική εξέ­λιξη. Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο», ο Ιησούς περιγράφει συνοπτι­κά το γενικό κατευθυντήριο κανόνα της και τονίζει:

«Είναι αυτονόητο ότι εδώ δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ει­δικές περιπτώσεις, αλλά για έναν βασικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο η ψυχή καθοδηγούμενη, τόσο στον άλλο κόσμο, όσο και -ιδιαίτερα- εδώ, πρέπει να ανυψωθεί απομακρυνόμενη από την προσκόλληση της στην ύλη, που εμποδίζει τη ζωή της.

Υπάρχουν παράλληλα αναρίθμητες παρεκκλίσεις, που η κα­θεμιά τους απαιτεί μία ελαφρά διαφοροποιημένη μεταχείριση. Όμως, ανεξάρτητα απ’ αυτό, είναι απαραίτητος ένας βασικός κανόνας, με τον οποίο να συμμορφώνονται όλες οι άλλες πε­ριπτώσεις, όπως το χώμα πρέπει να γονιμοποιηθεί με μία βρο­χή, ώστε να μπορέσουν να βλαστήσουν οι σπόροι. Ο τρόπος όμως, με τον οποίο οι διάφοροι σπόροι που βρίσκονται μέσα στη γη θα προσλάβουν από τις σταγόνες της βροχής ο καθένας ό,τι του ταιριάζει, αφορά την ιδιαίτερη νοημοσύνη των πνευμάτων που κατοικούν τους σπόρους και που είναι σαφώς ικα­νά να φροντίσουν καλά για την κατοικία τους!»

 

Η πρώτη βαθμίδα – ερημιά και αναζήτηση

 Ο Ιησούς ονομάζει την πρώτη βαθμίδα που πρέπει να διατρέ­ξει μία ανώριμη ψυχή μπαίνοντας στον πνευματικό κόσμο βαθ­μίδα της απομόνωσης και της αναζήτησης.

«Αν μία ψυχή. γιο παράδειγμα ενός ανθρώπου προσκολλη­μένου στα γήινα πράγματα, φθάσει τελείως αβοήθητη και κα­θόλου φωτισμένη στο πνευματικό βασίλειο, τότε πρέπει πρώ­τα να αφεθεί μόνη μέσα στο σκοτάδι της. Κι αυτό για τόσο διά­στημα, μέχρι που, ωθούμενη από την ίδια της τη δυσάρεστη κατάσταση, να αποτινάξει τη σχεδόν εντελώς υλική της απά­θεια και ν’ αρχίσουν έτσι μέσα στην καρδιά της να γεννιούνται πιο συγκεκριμένες σκέψεις.

Καθώς οι σκέψεις της γίνονται όλο και πιο ξεκάθαρες και συ­γκεκριμένες, αρχίζει σιγά-σιγά να ξημερώνει μεσάτης. Αρχίζει να αποκτά ένα έδαφος, πάνω στο οποίο μπορεί να «σταθεί» κά­πως και, με τον καιρό, να «περπατήσει». Αυτό το «περπάτημα» σημαίνει τη μετάβαση από μία σκέψη σε μία άλλη και από το ένα αίσθημα σ’ ένα άλλο. Αυτό αποτελεί μία αναζήτηση. Μόλις, λοι­πόν, η ψυχή ανακαλύψει κάτι, αυτό της δίνει νέο, μεγαλύτερο κίνητρο για πιο έντονη αναζήτηση. Αν ανακαλύψει μάλιστα ίχνη ομοίων της, τότε τα ακολουθεί σαν λαγωνικό και δεν ησυχάζει πριν βρει κάτι που να φανερώνει τουλάχιστον μία κοντινή πα­ρουσία κάποιου σαν κι αυτήν.

Η ψυχή ωριμάζει μέσα από αυτή την ολοένα εντεινόμενη α­ναζήτηση και επιζητεί να χορτάσει με όλα όσα βρίσκει τυχαία μέσα στον ονειρικό της κόσμο για να περιβάλει το «υλικό» σώ­μα της. Που και που, βρίσκει και κάτι, έστω και φτωχό, για να γεμίσει το πνευματικό της στομάχι ή για να σβήσει τη συχνά ακόρεστη δίψα της… Εκεί, όμως, χρειάζεται και η μεγαλύτε­ρη προσοχή από μέρους του πνεύματος- φύλακα που οδηγεί την ψυχή από μακριά, ώστε αυτή να βρίσκει κατά την αναζήτη­ση της μόνο εκείνα, που μπορούν να την βοηθήσουν να προ­χωρήσει προς την τελείωση.»

 

Η ευτυχία της ανεύρεσης συντροφιάς

 «Μόνο μετά από καιρό μπορεί η ψυχή να βρει μία άλλη ψυχή παρόμοια και σχεδόν στην ίδια δύσκολη κατάσταση, με την ο­ποία, φυσικά, έρχεται αμέσως σ’ επαφή, όπως γίνεται σ’ αυτό τον κόσμο με δύο ανθρώπους με την ίδια μοίρα. Τώρα, οι δύο σύντροφοι ρωτάνε ο ένας τον άλλο για όλα αυτά, λυπού­νται ο ένας τον άλλο και αρχίζουν να συσκέπτονται για το τι πρέπει να κάνουν, ώστε η κατάσταση τους να γίνει πιο υποφερ­τή.

Είναι αυτονόητο ότι αυτή η δεύτερη ψυχή πρέπει να παρου­σιάζει φαινομενική μόνον ομοιότητα με την πρώτη, που μόλις βγήκε από την πλήρη μοναξιά. Γιατί αλλιώς θα δινόταν σ’ έναν τυφλό ένας άλλος τυφλός ως οδηγός, οπότε πολύ εύκολα θα έπεφταν μαζί στο λάκκο. Όμως, ο εσωτερικά τελειωμένος πνευματικός άνθρωπος, που θα συναντήσει τάχα τυχαία την ψυχή κατά την αναζήτηση της, δεν πρέπει καθόλου να αφήσει να φανεί η τελειότητα του, παρά αρχικά πρέπει να είναι όπως είναι και η νεαρή ψυχή: αν αυτή γελάει, να γελάει μαζί της, αν κλαίει, να κλαίει κι αυτός μαζί Μόνον όταν η ψυχή αγανακτεί για τη μοίρα της, βρίζει και βλαστημάει, τότε δεν πρέπει το πνεύμα αυτό να την ακολουθεί.»

 

Περίοδος περισυλλογής και ενδυνάμωσης

 «Όταν, λοιπόν, μία τέτοια ψυχή μέσω της έντονης αναζήτη­σης, των ερωτήσεων και της έρευνας βρει επιτέλους μέσα στον εσωτερικό πνευματικό κόσμο της ένα μέρος για να ξαποστάσει, τότε πρέπει να αφεθεί εκεί για όσο διάστημα δε ν νιώθει η ίδια καμία ανάγκη να βελτιώσει την κατάσταση της. Γιατί τέ­τοιες ψυχές συχνά μοιάζουν με ορισμένους ολιγαρκείς αν­θρώπους, που είναι για πολύν καιρό ευχαριστημένοι με μία μι­κρή περιουσία, αρκεί να τους αποδίδει τόσα, ώστε μ’ αυτά μόλις να μπορούν να ζήσουν. Δεν αισθάνονται να τους αφορούν ούτε να τους λείπουν πράγματα ανώτερα ή καλύτερα. Τι θα τους ενδιέφεραν κάποιες από τις σπουδαίες ασχολίες ενός αυτο­κράτορα ή ενός στρατηγού; Α ν έχουν κάτι να φάνε και την η­συχία τους, είναι ήδη αρκετά ευτυχισμένοι.

Αν, λοιπόν, σ’ αυτήν τη δεύτερη βαθμίδα μία ψυχή ήδη είναι έτσι τακτοποιημένη στον ονειρικό της κόσμο, π.χ. έχει αναλά­βει κάποια υπηρεσία κοντά σε αρκετά καλούς ανθρώπους και παίρνει από αυτήν τα απαραίτητα, ή της παραχώρησαν κάποιο εγκαταλειμμένο αγρόκτημα με ένα σπιτάκι, έναν κήπο με πολ­λά οπωροφόρα και μερικές κατσίκες, τότε το πνεύμα-οδηγός σε πρώτη φάση δεν έχει τίποτε άλλο να κάνει από το να την αφήσει για ένα διάστημα ανενόχλητη.

Τότε, πρέπει να απομακρυνθεί για λίγο απ’ αυτήν και να κάνει ότι πάει να αναζητήσει κάτι καλύτερο, επιστρέφοντας αργότε­ρα για να διηγηθεί ότι βρήκε, βέβαια, κάτι καλύτερο, αλλά αυτό πρέπει να αποκτηθεί με πολύν κόπο και εργασία. Ασφαλώς τό­τε η ψυχή θα ρωτήσει για τι είδους κόπο και εργασία πρόκειται. Ο οδηγός τότε πρέπει να το εξηγήσει αυτό στην ψυχή. Αν ε­κείνη δείξει τη διάθεση, θα την οδηγήσει εκεί. Αν όμως, όχι, θα την αφήσει, φροντίζοντας όμως η απόδοση της περιουσίας της να γίνεται όλο και μικρότερη, μέχρι που στο τέλος να μην εξασφαλίζει πλέον ούτε τα απολύτως απαραίτητα. Τώρα, η ψυ­χή προφανώς θα προσπαθήσει με όλες τις της δυνάμεις να επιτύχει μία καλύτερη απόδοση της περιουσίας της. Όμως ο οδηγός δεν πρέπει πια να επιτρέψει στην ψυχή να επιτύχει το σκοπό της, παρά αντίθετα πρέπει να φροντίσει ώστε η ψυχή επιτέλους να καταλάβει το μάταιο των προσπαθειών της και να εκφράσει την επιθυμία να εγκαταλείψει αυτή την κατοικία και να αναλάβει μία υπηρεσία που θα της εξασφαλίζει τα απαραί­τητα.»

 

Υπηρετώντας και ωριμάζοντας

 «Αν η ψυχή εκφράσει αρκετά ζωηρά μία τέτοια επιθυμία, τότε πρέπει να οδηγηθεί μακρύτερα, σε μία υπηρεσία με πολλή δουλειά. Τότε και πάλι πρέπει να την εγκαταλείψει ο οδηγός με κάποιο πρόσχημα, γιατί τάχα κι εκείνος κάπου έχει βρει μία πολύ κοπιαστική μεν, ωστόσο καλοπληρωμένη υπηρεσία. Τώρα η ψυχή θα πρέπει ν’ αρχίσει να εργάζεται, και μάλιστα με μεγάλη συνέπεια. Πρέπει να της πουν, και να το πάρει πολύ σοβαρά, ότι κάθε αμέλεια τιμωρείται με ανάλογη μείωση της αμοιβής της, ενώ αντίθετα εάν κάνει με δική της πρωτοβουλία περισσότερα, αυτό θα επαινεθεί και θα ληφθεί σοβαρά υπ’ ό­ψιν.

Τώρα η ψυχή είτε θα κάνει ακριβώς όσα της ανέθεσαν κι α­κόμη περισσότερα, ή θα της φανεί δύσκολη η προσπάθεια, θα αδρανήσει και θα περιέλθει έτσι σε ακόμη μεγαλύτερη δυσχέ­ρεια. Α ν συμβεί το πρώτο, θα ανυψωθεί σε μία κατάσταση πιο ελεύθερη και πολύ πιο ευχάριστη, όπου θα έχει την ευκαιρία να σκέφτεται και να αισθάνεται περισσότερα. Αν όμως συμβεί το δεύτερο, ο οδηγός θα την αφήσει σε μία ιδιαίτερα δύσκολη κατάσταση, θα της επιτρέψει να γυρίσει στην προηγούμενη ιδιοκτησία της και να βρει κάποια πράγματα, όχι όμως αρκε­τά. Μετά από ένα διάστημα, όταν πια η κατάσταση της ψυχής θα έχει γίνει εξαιρετικά κρίσιμη, θα επιστρέψει ο οδηγός και θα φαίνεται πάρα πολύ καλά, θα έχει γίνει ήδη κύριος και ιδιοκτή­της πολλών κτημάτων, και θα ρωτήσει την ψυχή τι της ήρθε να αντιμετωπίζει με τόση αμέλεια μία τόσο καλή και γεμάτη προ­οπτικές υπηρεσία. Η ψυχή θα δικαιολογηθεί με το ότι η προ­σπάθεια ήταν πολύ κουραστική και πάνω από τις δυνάμεις της και θα ζητήσει συγγνώμη. Τότε, όμως, θα της δειχθεί ότι η προσπάθεια και οι κόποι της εκεί στη μικρή ιδιοκτησία είναι πολύ μεγαλύτεροι, ενώ παρ’ όλ’ αυτά εκεί δεν υπάρχει προο­πτική να αποκτήσει ποτέ τα απολύτως απαραίτητα.»

 

Αναγνώριση του πνευματικού δρόμου προς την τελείωση

 «Με τον τρόπο αυτό, στο τέλος η ψυχή θα οδηγηθεί στην επίγνωση, θα αναλάβει μία νέα υπηρεσία και ασφαλώς θα κά­νει περισσότερα πράγματα σωστά απ’ ό,τι πριν.

Αν το κάνει αυτό, τότε σύντομα θα δεχθεί κάποια μικρή βοή­θεια. Ωστόσο, πρέπει να αφεθεί να νομίζει ότι σωματικό δεν έχει ακόμη πεθάνει. Γιατί το ότι έχουν πεθάνει, οι προσκολλη­μένες στην ύλη ψυχές δεν το αισθάνονται για πολύν καιρό, και πρέπει πρώτα να τους το υποδείξει κανείς με τον κατάλληλο τρόπο. Αυτή την ανακοίνωση θα μπορούν να την αντέξουν μό­νον όταν οι αρχικά εντελώς γυμνές ψυχές έχουν αποκτήσει μία κάποια ψυχοσωματική στερεότητα. Όταν βρεθούν σ’ αυ­τήν την σταθερότερη κατάσταση, είναι ικανές πλέον να δε­χθούν μικρές αποκαλύψεις, γιατί το σπέρμα του πνεύματος τους έχει αρχίσει να κινείται μέσα τους.

Όταν πια μια ψυχή έχει αναπτυχθεί τόσο, ώστε να έχει καταλάβει και αποδεχθεί ό τι βρίσκεται τώρα στο ν κόσμο τω ν πνευ­μάτων και ότι από δω και πέρα η τύχη της εξαρτάται απόλυτα από αυτή την ίδια, τότε θα της δειχθεί ο μοναδικός σωστός δρόμος την αγάπης προς Εμένα και προς τον πλησίον, τον ο­ποίο εκείνη πρέπει να βαδίσει με απόλυτα ελεύθερη βούληση και τέλεια ελευθερία αυτοπροσδιορισμού.»

Σ’ αυτό το σημείο, ας δούμε το παράδειγμα μιας ψυχής στο επέκεινα, που βρίσκεται σε αυτό ακριβώς το σημείο αναγνώ­ρισης:

 

Το παράδειγμα μιας ψυχής στο επέκεινα

13 Αυγούστου 1847

Ένας επίσκοπος που υπολόγιζε πολύ το αξίωμα του καθώς και τα πιστεύω του, αρρώστησε κάποτε για τελευταία φορά.

Ο ίδιος, όσο ήταν ακόμη κατώτερος πρεσβύτερος, παρου­σίαζε τις χαρές του ουρανού με τα θαυμαστότερα χρώματα. Συχνά μάλιστα εξαντλούσε τις δυνάμεις του στην προσπάθεια του να παρουσιάσει την αγαλλίαση και τη μακαριότητα στο βα­σίλειο των αγγέλων. Παράλληλα όμως δεν ξεχνούσε φυσικά και την κόλαση όπως και το απεχθές καθαρτήριο πυρ. Τώρα όμως που ο ίδιος είχε γίνει σχεδόν ογδόντα χρόνων δεν επι­θυμούσε ακόμη να κάνει κτήμα του αυτόν τον ουρανό που είχε τόσο συχνά εξυμνήσει. Θα προτιμούσε ακόμη χίλια χρόνια γή­ινης ζωής από ένα μελλοντικό ουρανό με όλες τις αγαλλιάσεις και μακαριότητες.

Γι’ αυτό ο άρρωστος επίσκοπος μας έκανε τα πάντα, για να γίνει και πάλι υγιής επί γης. Οι καλύτεροι γιατροί έπρεπε να βρίσκονται συνέχεια στο προσκεφάλι του σε όλες τις εκκλη­σίες της περιφέρειας του έπρεπε να διαβαστούν λειτουργίες, για να του δοθεί δύναμη και σ’ όλο το ποίμνιο του δόθηκε η εντολή να προσεύχονται για τη διατήρηση του στη ζωή. Παράλ­ληλα έπρεπε για χάρη του να κάνουν και να κρατούν ευλαβή τάματα με αντάλλαγμα την πλήρη άφεση των αμαρτιών τους. Στο δωμάτιο του αρρώστου στήθηκε ένας βωμός, στον οποίο έπρεπε να διαβαστούν το πρωί τρεις λειτουργίες για την επα­ναφορά της υγείας του’ το απόγευμα επίσης έπρεπε οι τρεις πιο ευσεβείς καλόγεροι να ψέλνουν χωρίς διακοπή τη σύνοψη.

Ο ίδιος φώναζε πολλές φορές: «Ω, Κύριε, ελέησαν με! Αγία Μαρία, αγαπητή μητέρα, βοήθησε με, ευσπλαχνίσου με για τα ηγεμονικά και επισκοπικά αξιώματα και ελέη που φέρω για χά­ρη σου και για χάρη του Υιού σου! Μην εγκαταλείπεις τον πιο έμπιστο σου υπηρέτη, εσύ που είσαι μοναδική βοηθός σε κάθε ανάγκη, εσύ που είσαι μοναδικό στήριγμα όλων των πασχόντων!”. Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν βοηθούσε· ο άνθρωπος μας κατέπεσε σ’ έναν πραγματικά βαθύ ύπνο, από τον οποίο δεν ξαναξύπνησε σ’ αυτή τη ζωή.

Γνωρίζετε τι «σημαντικές» τελετές γίνονται εδώ στη γη για τη σορό ενός επισκόπου και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να ασχο­ληθούμε περισσότερο μ’ αυτό το θέμα. Αντί γι’ αυτό, θέλουμε αμέσως να κοιτάξουμε στον πνευματικό κόσμο γύρω μας και να δούμε πώς θα ξεκινήσει εκεί ο άνθρωπος μας.

Νά ‘μαστε ήδη και τον βλέπουμε να είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του γιατί, όσο υπάρχει ακόμη μια ζέστη στην καρδιά, ο άγγελος δεν ελευθερώνει την ψυχή από το σώμα. Διότι αυ­τή η ζέστη είναι το πνεύμα των νεύρων που πρέπει πρώτα ν’ αφομοιωθεί πλήρως από την ψυχή, πριν ο άγγελος μπορέσει να το απελευθερώσει’ γιατί όλα εκεί γίνονται σύμφωνα με την τάξη.

Όμως τώρα η ψυχή αυτού του ανθρώπου αφομοίωσε εντε­λώς μέσα της το πνεύμα των νεύρων και ο άγγελος την ελευ­θερώνει τώρα από τη σορό με τα λόγια: «Εφέτα!» δηλαδή, ά­νοιξε ψυχή. εσύ όμως σκόνη βυθίσου πίσω στη φθορά σου και στη διάλυση από το βασίλειο των σκουληκιών και της σήψης!

Αμήν

Τώρα ήδη σηκώνεται ο επίσκοπος μας, ίδιος όπως ήταν όταν ζούσε, ντυμένος με το πλήρες επίσημο ένδυμα του αξιώματος του. Ανοίγει τα μάτια, κοιτάει έκπληκτος γύρω του, αλλά δεν βλέπει εκτός από τον εαυτό του κανέναν, ούτε και τον άγγελο που τον ξύπνησε. Η περιοχή φωτίζεται μόνο από ένα πολύ θα­μπό φως, όμοιο με το φως ενός πολύ προχωρημένου σούρου­που, ενώ το έδαφος είναι όμοιο με τα ξερά βρύα των Άλπεων. Ο άνθρωπος μας ξαφνιάζεται πολύ μ’ αυτήν την απροσδόκη­τη έκπληξη και μιλάει τώρα με τον εαυτό του:

«Μα τι είναι αυτό; Πού να είμαι; Ζω ακόμη ή πέθανα; Γιατί ήμουν βέβαια πολύ άρρωστος, γι’ αυτό μπορεί και να βρίσκο­μαι ήδη ανάμεσα στους αποθανόντες;! Ναι, ναι για όνομα του Θεού, έτσι πρέπει νά ‘ναι. Αγία μου Μαρία, άγιε μου Ιωσήφ, αγία μου Άννα, εσείς που είστε οι τρεις ισχυρότατοι στυλοβά­τες μου! Ελάτε, ελάτε και βοηθήστε με στο βασίλειο των ουρανών!».

Περιμένει ανυπόμονα για ένα διάστημα κοιτάζοντας ανήσυ­χα γύρω του από ποια πλευρά θα έρθουν οι τρεις όμως δεν έρχονται. Επαναλαμβάνει το κάλεσμα πιο δυνατά και περι­μένει. όμως ακόμη δεν έρχεται κανένας! Ακόμη πιο δυνατά επαναλαμβάνεται το ίδιο κάλεσμα για τρίτη φορά, όμως και για τρίτη φορά μάταια!

Ως εκ τούτου καταλαμβάνει τον άνθρωπο μας ο φόβος έτσι που αρχίζει κάπως ν’ απελπίζεται και λέει στην κατάσταση του που ολοένα γίνεται και πιο αποθαρρυντική: «Για το όνομα του Θεού, Κύριε συμπαραστάσου μου! (Αυτό όμως είναι μόνο η φράση που έχει συνηθίσει να λέει). Μα τι είναι αυτό; Τρεις φο­ρές φώναξα και μάταια! Μήπως είμαι καταραμένος; Αυτό δεν μπορεί όμως να συμβαίνει, γιατί δεν βλέπω ούτε φωτιά ούτε διαβόλους.

Αααααααα (τρέμοντας), είναι πραγματικά φοβερό! Τόσο μό­νος! Ω Θεέ! Αν τώρα ερχόταν ένας εξαποδώ, εγώ τι θα κάνω χωρίς άγιασμα που είναι τρεις φορές καθαγιασμένο, χωρίς σταυρό;

Και, καθώς λένε, ο διάβολος έχει ιδιαίτερη προτίμηση στους επισκόπους;! Ω, ω, ωωωωω (τρέμοντας από φόβο), μα αυτή είναι μια τελείως απελπιστική κατάσταση! Πιστεύω δε πως ήδη αρχίζει για μένα ο κλαυθμός κι ο οδυρμός;!

Θα βγάλω το ένδυμα του επισκόπου, τότε δεν θα με αναγνω­ρίσει ο διάβολος. Όμως τότε, Θεός φυλάξει! Ίσως έχει περισ­σότερη εξουσία πάνω μας;! Ω, ω, μα τί φοβερό πράγμα είναι ο θάνατος!

Ναι, αν είχα πεθάνει εντελώς, τότε δεν θα φοβόμουν όμως το να είσαι ζωντανός μετά το θάνατο, αυτό είναι που “Θεός φυλάξει!”

Τι θα συνέβαινε, αν προχωρούσα παρακάτω; Όχι, όχι θα μείνω γιατί, ό, τι είναι εδώ, αυτό το ξέρω από την σύντομη εμπειρία μου, τί συνέπειες όμως θα είχε έ να άγνωστο βήμα παρακάτω, προς τα εμπρός ή προς τα πίσω, αυτό το ξέρει μόνο ο Θεός!

Γι’ αυτό θέλω στο όνομα του Θεού και στο όνομα της μακα­ριότατης Παρθένου Μαρίας να περιμένω μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία εδώ οπό το να κουνηθώ προς τα εμπρός ή προς τα πίσω έστω και για μια σπιθαμή!».

Τα επόμενα συμβάντα και η καθοδήγηση αυτού του ανθρώ­που που ήταν με τον τρόπο του πραγματικά ευσεβής θα παρου­σιαστούν στη συνέχεια.

Η παραπάνω επιθανάτια σκηνή είναι το αρχικό κεφάλαιο του τόμου «Επίσκοπος Μάρτιν» που παρουσιάζει την καθοδήγηση στον άλλο κόσμο ενός αυστριακού επισκόπου από το πέρασμά του στο επέκεινα μέχρι την ουράνια τελείωση του.

Τι συνέβη λοιπόν με τον επίσκοπο μετά απ’ αυτές τις πρώτες εμπειρίες που είχε στον άλλο κόσμο μετά το θάνατο του; Άρχισε να βαριέται όλο και περισσότερο, που του φάνηκε πως είχε περάσει εν τω μεταξύ μια ολόκληρη αιωνιότητα. Γι’ αυτό χάρη­κε, όταν του έκανε επιτέλους συντροφιά ο Πέτρος που ήταν ο πνευματικός του οδηγός, τον οποίο και εξέλαβε κατ’ αρχήν για έναν συνάδελφο. Ο Πέτρος δίδαξε τον Μάρτιν, του έδωσε συμβουλές από το Ευαγγέλιο και τον παρότρυνε να τον υπη­ρετήσει, όπου κάθε υπηρεσία ήταν διαμορφωμένη έτσι ώστε ο Μάρτιν έπρεπε σ’ αυτήν να υπερβεί τις παλιές, φερμένες από τη γήινη ζωή αδυναμίες του. Έπειτα τον εγκατέλειψε ο οδη­γός του, για να μείνει ο Μάρτιν ανεπηρέαστος στις αποφάσεις του.

Ο Μάρτιν όμως φαντάζεται πώς έχει εγκαταλειφθεί αναίσχυ­ντα από τον οδηγό του, με το πέρασμα δε του χρόνου θυμώνει γι’ αυτό όλο και περισσότερο. Αντί να περπατήσει με κάθε τα­πεινοφροσύνη στο «δρόμο του Κυρίου»που του έδειξε ο οδη­γός του, στρέφεται προς τη «δύση» και πέφτει εκεί, κοντά στα «μεσάνυχτα», σε όλο και μεγαλύτερη νύχτα και σκοτάδι. Η κατάσταση της ψυχής του τον αφήνει να περιπλανάται σε μια βαλτώδη περιοχή, έως ότου τελικά έχοντας την αίσθηση βαθύ­τατης απόγνωσης φτάνει σε μία θάλασσα, όπου δεν υπάρχει πια γι’ αυτόν ούτε προς τα εμπρός ούτε προς τα πίσω. Σ1 αυτή την χωρίς διέξοδο κατάσταση, έρχεται να τον βοηθήσει ο Ίδιος ο Κύριος με τη μορφή ενός φιλικού ναυτικού που τον παίρνει στο καραβάκι Του σώζοντας τον.

Ανάμεσα τους αναπτύσσεται μια συζήτηση που φανερώνει την εσωτερική κατάσταση της ψυχής του Μάρτιν και η οποία τον οδηγεί μεταμελημένο στην αυτογνωσία και στη μεταστρο­φή. Στη συνέχεια παρατίθεται ο διάλογος αποσπασματικά.

(Ο Κύριος ως ναυτικός απαντάει στο Μάρτιν που παραπονεί­ται πικρά για το άδικο της μοίρας του:) «Μπορεί να είναι αρκετά δυσάρεστο να βρίσκεται κανείς για μεγάλο διάστημα συνέχεια μόνος του, όμως μια τέτοια κατάσταση, στην οποία βρίσκεται κανείς μόνος του για μεγαλύτερο διάστημα, έχει πολλά καλά! Γιατί έτσι κανείς κερδίζει χρόνο, για να σκεφτεί μερικές ανοη­σίες, να τις αποστραφεί, και αποβάλλοντάς τες εντελώς, να τις διώξει από μέσα του (…). Γι’ αυτό ήταν η τωρινή σου κατάσταση για το δικό σου αίσθημα σίγουρα πολύ δυσάρεστη, όμως για το είναι σου δεν ήταν σε καμία περίπτωση ατυχής. Γιατί ο Κύριος όλων των όντων φρόντισε παρ’ όλα αυτά για σένα, σε χόρτασε με μέτρο και ανάλογα με το στόχο που είχε μαζί σου και έκανε μαζί σου μεγάλη υπομονή!

Ήσουν στον κόσμο ένας καθολικός επίσκοπος, και πράγμα που γνωρίζω καλά, εκτελούσες την υπηρεσία σου ναι μεν κα­τά γράμμα, αλλά πολύ αυστηρά, παρόλο που μέσα σου δεν την υπολόγιζες ιδιαίτερα- αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να μπο­ρεί να έχει αξία συμφωνάμε τη δική σου εκτίμηση για το Θεό που βλέπει μόνο την καρδιά και τα έργα της!

Επιπλέον ήσουν πολύ περήφανος και είχες μανία με την ε­ξουσία, ενώ παρά την αγαμία σας, για την οποία είχες δώσει και όρκο, αγαπούσες τη σάρκα των γυναικών πέρα απ’ τα ό­ρια. Νομίζεις πως θα μπορούσαν ν’ αρέσουν αυτά στον Κύ­ριο; (…)

Είπες ποτέ μέσα στην καρδιά σου: “Αφήστε να έρθουν τα παι­διά σ’ εμένα; Μόνο οι μεγάλοι είχαν για σένα αξία! Ή πήρες ποτέ ένα φτωχό παιδί στο όνομα Μου και το έντυσες, το τάισες και του έδωσες να πιει; Πόσους γυμνούς έντυσες, πόσους πει­νασμένους χόρτασες, πόσους φυλακισμένους ελευθέρωσες; Εγώ δεν ξέρω κανέναν από αυτούς. Κατέστησες όμως χιλιά­δες ανθρώπους σκληρά φυλακισμένους στο πνεύμα τους και συχνά με τους αναθεματισμούς και τις κατάρες σου άνοιξες βαθύτατες πληγές στους φτωχούς. Ενώ στους μεγάλους και πλούσιους χορηγούσες απαλλαγές και άφεση αμαρτιών, φυσι­κά επί χρήμασι, μόνο καμιά φορά στους πολύ μεγάλους κοσμι­κούς άρχοντες για να εντυπωσιάσεις με τις μεγάλες κοσμικές φιλίες σου, τις έδινες δωρεάν!

Πιστεύεις στα σοβαρά πως τέτοια έργα θα μπορούσαν να είναι ευάρεστα και ευχάριστα στο Θεό και πως γι’ αυτό το λό­γο θα έπρεπε αμέσως μετά το θάνατο του σώματος σου να γίνεις δεκτός με μια λέξη στον ουρανό;

Εγώ, ο Σωτήρας σου, δεν σου το λέω αυτό, για να σε κρίνω, αλλά μόνο για να σου δείξω πως ο Κύριος δεν σε αδίκησε ε­γκαταλείποντας σε φαινομενικά για λίγο εδώ. Αντίθετα, ήταν πολύ ελεήμων μαζί σου, γι’ αυτό δεν επέτρεψε να πας αμέσως μετά το θάνατο σου ενώπιον του Θεού στον κάτω κόσμο, όπως σου άξιζε.

Σκέψου το αυτό και μη κατηγορείς πια τον οδηγό σου. Παρά σκέψου με κάθε ταπεινοφροσύνη πως από την πλευρά του Θεού δεν αξίζεις το παραμικρό έλεος, έτσι μόνο μπορείς να το ξαναβρείς. Γιατί, αν πρέπει οι πιο πιστοί υπηρέτες να θεωρούν τον εαυτό τους κακό κι ανάξιο, πόσο μάλλον εσύ που ποτέ δεν έκανες κάτι σύμφωνο με τη θέληση του Θεού”».

επίσκοπος:) «… Όλα είναι κατά γράμμα αλήθεια. Όμως τι μπορεί να γίνει τώρα; Τώρα βέβαια αισθάνομαι την πιο βαθιά μετάνοια για όσα έγιναν, όμως μ’ όλη τη μετάνοια μου δεν ξε­γράφονται αυτά που έγιναν κι έτσι παραμένουν η ενοχή και η αμαρτία που είναι ο σπόρος και η ρίζα του θανάτου. Πώς όμως μέσα στην αμαρτία να βρεθεί έλεος από τον Κύριο; Αυτό μου φαίνεται πως είναι εντελώς αδύνατον.

Γι’ αυτό πιστεύω λοιπόν, αφού το να καταλαβαίνω τώρα πλή­ρως, πως με τα δεδομένα αυτά είμαι ώριμος μόνο για την κό­λαση: Το πράγμα δεν μπορεί με κανέναν άλλο τρόπο ν’ αλλάξει, εκτός κι αν με τοποθετούσαν με μια άδεια του παντοδύναμου Θεού μ’ αυτή την τωρινή μου αίσθηση για μια φορά ακόμη στην γη, για να επανορθώσω εκεί, όσο είναι δυνατόν, τα λάθη μου.

Ή μια και φοβάμαι τρομερά την κόλαση, ο Κύριος να με βάλει για όλη την ατέλειωτη αιωνιότητα σαν ένα μηδαμινό ον σε κά­ποια γωνιά, όπου σαν ταπεινότατος αγρότης θα μπορούσα με τη δουλειά των χεριών μου να κερδίζω σ’ ένα άγονο έδαφος τα τελείως απαραίτητα προς το ζην. Θα παραιτηθώ ευχαρίστως μ’ όλη μου την καρδιά από οποιαδήποτε ανώτερη ευτυχία γιατί θεωρώ τον εαυτό μου εξαιρετικά ανάξιο ακόμα και για τον πιο χαμηλό βαθμό του ουρανού.

Αυτή είναι η αίσθησή μου, γιατί γνώμη δεν μπορώ να το ονομάσω, επειδή το νιώθω πως αυτό είναι τώρα η πιο βαθιά απαί­τηση της ζωής μου. Στο στενοκέφαλο κόσμο όμως δεν μπορεί να γίνει πια τίποτε γιατί η γενική πορεία του ρεύματος είναι τώ­ρα πέρα για πέρα κακή, έτσι ώστε γίνεται σχεδόν αδύνατον να είναι κανείς καλός σαν κολυμβητής ενάντια στο ρεύμα.

Δεν εννοώ πως ο Παντοδύναμος θα έπρεπε να θεωρήσει γι’ αυτό το λόγο τη μεγάλη μου ενοχή μικρότερη από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Αλλά θέλω να ληφθεί υπόψιν, επειδή ο κόσμος είναι πραγματικά «κόσμος», με τον οποίο ακόμη και με την καλύτερη θέληση δεν γίνεται τίποτα. Στο τέλος πρέ­πει να χάσει κανείς και την καλή θέληση να τον βοηθήσει, μιας και βλέπει πολύ καθαρά πως δεν μπορεί να τον βοηθήσει κα­θόλου.

Καλέ μου σωτήρα, μη με εχθρεύεσαι γι’ αυτό γιατί τώρα μί­λησα, όπως τα καταλάβαινα και κατανοούσα μέχρι τώρα. Σίγουρα εσύ θα τα καταλαβαίνεις και θα τα κατανοείς καλύτερα και θα με διδάξεις-γιατί συμπέρανα από τα λόγια σου πως είσαι γεμάτος αληθινή, θεϊκή σοφία και πως θα μου δώσεις μια σω­στή πληροφορία για το τι πρέπει να κάνω, για να ξεφύγω του­λάχιστον από την κόλαση.

Επιπλέον σε διαβεβαιώνω πως σύμφωνα με την επιθυμία σου συγχωρώ μ’ όλη μου την καρδιά τον παλαιότερο οδηγό μου! Γιατί ήμουν οργισμένος μαζί του, μόνο και μόνο επειδή δεν μπορώ μέχρι τώρα να αντιληφθώ ποιο ήταν ακριβώς το σχέδιο του για μένα. Βέβαια άφησε εντελώς απροσδιόριστα να εννοηθεί τι σχέδια είχε μαζί μου. Αλλά αυτή η εγκατάλειψη μου που κράτησε υπερβολικά πολύ από την πλευρά του, έπρεπε στο τέλος να με κάνει να εξοργιστώ μαζί του. Αλλά τώρα πέρασαν όλα και, αν ερχόταν τώρα, θα έπεφτα για χάρη σου αμέσως στην αγκαλιά του και θα τον φιλούσα, όπως ο γιος τον πατέρα του που έχει να τον δει πολύ καιρό!»

(Ο Κύριος ως ναυτικός): «Άκουσε Με τώρα και συγκράτησε καλά τι θα σου πω!

Δες, γνωρίζω καλά πως είναι φτιαγμένος ο κόσμος, όπως γνωρίζω πως ήταν φτιαγμένος όλες τις εποχές. Γιατί, αν δεν ήταν κακός ο κόσμος ή τουλάχιστον μόνο μερικές φορές πιο καλός από ό, τι συνήθως, τότε δεν θα είχε σταυρώσει τον Κύριο της Λαμπρότητας. Μιας όμως και η κακία κι η αναισχυντία του έπραξαν ήδη κάτι τέτοιο στο χλωρό ξύλο, πόσο λιγό­τερο μάλλον θα λυπηθεί το ξερό καλάμι! Γι’ αυτό ισχύει για τον κόσμο μια για πάντα ό,τι είναι γραμμένο από το στόμα του Κυ­ρίου στο Ευαγγέλιο:

Αυτές τις μέρες – αυτό σημαίνει στην εποχή του κόσμου -χρειάζεται βία το Βασίλειο των Ουρανών θα το κατέχουν μόνο εκείνοι που το αρπάζουν με βία προς το μέρος τους! Μια τέτοια ηθική βία όμως, φίλε, δεν άσκησες ποτέ στο Βασίλειο των Ουρανών. Γι’ αυτό δεν σου επιτρέπεται να κατηγορείς και πολύ τον κόσμο, ενώ, από ό, τι γνωρίζω ιδιαίτερα καλά, συντάχτη­κες όλες τις εποχές με εξαιρετικά μεγάλη ευχαρίστηση με τον κόσμο παρά με το πνεύμα! Γιατί σ’ αυτό το σημείο ήσουν ένας από τους κύριους αντιπάλους κάθε πνευματικού διαφω­τισμού, ένας εχθρός όλων των διαμαρτυρομένων και τους κα­ταδίωκες λόγω της υποτιθέμενης αιρετικότητάς τους με μίσος και ανήλεη οργή!(…)

Ελπίζω να κατανοήσεις τώρα πως, εδώ, όπου δεν ισχύει τί­ποτε άλλο από την καθαρότατη αλήθεια ενωμένη με την αιώνια αγάπη; δεν μπορεί να επιτευχθεί τίποτα μ’ όλες τις συγγνώμες σου, εκτός μόνο από τη μοναδική παραδοχή της “πολύ μεγάλης σου ενοχής”, “Meaquam maxima culpa“. Αυτό μόνο ισχύει, όλα τα άλλα δεν αξίζουν μπροστά στον Κύριο τίποτα!

Αυτό βέβαια θα το παραδεχτείς, πως ο Θεός γνωρίζει ανέκαθεν τον κόσμο μέχρι τις πιο μικρές του ίνες καλύτερα από ό,τι θα τον γνωρίσεις ποτέ εσύ. Γι’ αυτό και θα ήταν η με­γαλύτερη ανοησία το να ήθελες να περιγράψεις στο Θεό τον Κύριο πώς είναι ο κόσμος, για να δικαιολογηθείς παρ’ όλο που λες πως δεν το λες για να δικαιολογηθείς αλλά μόνο για να σε λυπηθεί ο Κύριος, χωρίς να σκέφτεσαι καν ότι εσύ ο ίδιος ή­σουν ένας από τους ανθρώπους που κυρίως χειροτερεύουν τον κόσμο!

Θα λάβεις τον οίκτο που σου αντιστοιχεί σαν υπόδουλος του κόσμου που είσαι αλλά, όσον αφορά όλα αυτά που επιρρίπτεις στον κόσμο, μην περιμένεις κανέναν οίκτο! Ό,τι σου χρω­στάει ο κόσμος μπροστά στο Θεό θα διευθετηθεί μ’ ένα μικρό λογαριασμό. Η δική σου όμως ενοχή δεν θα λήξει τόσο σύντο­μα εκτός και αν την ομολογήσεις ο ίδιος μετανιωμένος και αν επιπλέον ομολογήσεις ότι ποτέ δεν μπορείς να επανορθώσεις και να συγχωρέσεις την ενοχή σου εσύ που είσαι και ήσουν πάντοτε κακός, παρά μόνο ο Κύριος.

Φοβάσαι μάλλον πολύ την κόλαση, γιατί αισθάνεσαι στη συνείδησή σου πως την αξίζεις και πιστεύεις πως ο Θεός θα σε ρίξει εκεί μέσα, όπως μια πέτρα στον γκρεμό. Δεν εξετάζεις όμως πως φοβάσαι μόνο τη δική σου κόλαση που φαντάζε­σαι, ενώ νιώθεις μεγάλη ικανοποίηση για την πραγματική και δεν θέλεις με τίποτα να βγεις από αυτήν!

Δες, όλα όσα σκέφτηκες μέχρι τώρα ήταν λίγο ή πολύ κόλαση με την καθεαυτό έννοια. Επειδή, όπου εξέχει ακόμα μια μι­κρή σπίθα εγωισμού και έπαρσης και ενοχοποίησης άλλων, ε­κεί είναι η κόλαση!

Όπου δεν εξορίστηκε ακόμη εθελοντικά η λογική της σάρ­κας, εκεί είναι ακόμη η κόλαση! Σ’ εσένα όμως είναι όλα αυτά ακόμη προσκολλημένα πάνω σου. έτσι είσαι ακόμη πολύ βαθιά μέσα στην κόλαση! Δες λοιπόν πόσο μάταιος είναι ο φόβος σου!

Ο Κύριος όμως που σπλαχνίζεται όλα τα όντα, θέλει να σε σώσει από την κόλαση και δεν θέλει να σε καταδικάσει σύμ­φωνα με το καθολικό σου πιστεύω ακόμη πιο βαθιά μέσα σ’ αυτήν! Π’ αυτό μη λες από ‘δω και πέρα για τον Κύριο πως λέει τάχα σ’ αυτόν που θέλει από κάθε άποψη να πάει στην κόλαση: Μιας και θέλεις λοιπόν να πας στην κόλαση, ας γίνει το θέλημα σου!

Αυτός είναι πολύ ασεβής ισχυρισμός από τη μεριά σου! Αφού είσαι ένας άνθρωπος που εδώ και πολύ καιρό δεν θέλει να ε­γκαταλείψει την κόλαση-πότε όμως διαπίστωσες μια τέτοια κρίση για σένα από τον Κύριο; Σκέψου καλά αυτά τα λόγια μου και μεταστρέψου μέσα σου και τότε θα κατευθύνω αυτό το καραβάκι, ώστε να σε φέρει από την κόλαση σου στο Βασί­λειο της Ζωής. Ας γίνει!»

(Ο επίσκοπος:) «Αγαπητέ φίλε, πρέπει δυστυχώς να σου το εξομολογηθώ ανοιχτά, πως τα πράγματα μ’ εμένα έχουν έτσι όπως μου τα φανέρωσες τώρα χωρίς να κρύψεις τις αμαρτίες μου. Και κατανοώ πως ενάντια σ’ αυτά δεν μπορώ να προβάλω ούτε την παραμικρή δικαιολογία γιατί όλα αφορούν ξεκάθαρα εμένα και μόνο.

Αλλά μόνο αυτό θέλω ακόμη να μάθω από εσένα, πού θα με πας και ποια θα είναι η αιώνια μοίρα μου;».

Λέει ο ναυτικός: «Ρώτησε την καρδιά σου, την αγάπη σου! Τι λέει αυτή; Ποια είναι η επιθυμία της; Γιατί, αν σου απάντησε σίγουρα μέσα από τη ζωή σου, τότε έχεις ήδη διαλέξει μέσα στον ίδιο τον εαυτό σου τη μοίρα σου: Γιατί ο καθένας κρίνε­ται από τη δική του την αγάπη!”.

Λέει ο επίσκοπος: «Φίλε, αν κρινόμουν σύμφωνα με την αγάπη μου, ένας Θεός ξέρει που θα κατέληγα! Γιατί μέσα μου συμ­βαίνει ό,τι ακριβώς συμβαίνει στην καρδιά μιας γυναίκας που έχει μανία με την μόδα κι εξετάζει, πέρα δώθε σ’ ένα κατάστη­μα εκατό υφάσματα χωρίς να ξέρει στο τέλος τί να πάρει! Σύμφωνα με την πιο εσωτερική μου αίσθηση θέλω να είμαι κοντά στο Θεό, το δημιουργό μου. Αλλά εκεί μου παρουσιάζονται στο δρόμο μου οι πολλές και μεγάλες μου αμαρτίες και τότε θεω­ρώ την πραγματοποίηση αυτής της επιθυμίας μου εντελώς αδύνατη!

Στη συνέχεια σκέφτομαι πάλι εκείνα τα περιπετειώδη πρό­βατα κι αρνιά (τις νεαρές γυναίκες του πρώτου βιώματός του στον άλλο κόσμο). συντροφιά μ’ ένα τέτοιο πρόβατο δεν θα ήταν δυσάρεστο να ζει κανείς αιώνια. Αλλά τότε μου λέει πάλι κάποιος σαν εσωτερικός άνθρωπος: Κάτι τέτοιο δεν θα σε φέρει σ’ όλη την αιωνιότητα πιο κοντά στο Θεό, αλ­λά θα σε απομακρύνει ολοένα και περισσότερο από αυτόν! Και με τούτα τα λόγια βυθίζεται κι αυτή η αγαπημένη μου σκέψη στο απύθμενο βάθος αυτής της θάλασσας!

Πάλι μου έρχεται η σκέψη να ζω κάπου σε μια γωνιά αυτού του αιώνιου κόσμου των πνευμάτων σαν ένας τελείως απλός αγρότης και να κατέχω τουλάχιστον μια φορά τη χάρη να δω τον Ιησού, ακόμη και για λίγες στιγμές! Αλλά τότε με προτρέ­πει και πάλι η αδέσμευτη συνείδηση μου και λέει: Δεν είσαι άξιος γι’ αυτό σ’ όλη την αιωνιότητα. Και βυθίζομαι πάλι πίσω στο τίποτα μου που είναι φορτωμένο με όλες τις αμαρτίες μπροστά Του, τον Πανάγιο!

Μόνο μία σκέψη μου φαίνεται λιγότερο δύσκολη και αδύνατον να πραγματοποιηθεί και πρέπει να ομολογήσω πως αυτή είναι τώρα η αγαπημένη μου ιδέα: δηλαδή να είμαι και να περνώ μαζί σου, όπου κι αν θέλεις να είσαι, όλη την αιωνιότητα! Παρ’ όλο που στον κόσμο αγαπούσα λιγότερο εκείνους που τολμούσαν να μου λένε την αλήθεια κατά πρόσωπο, σε αγάπη­σα τώρα πάνω από όλο, γιατί μου είπες την αλήθεια σαν ένας σοφότατος αλλά και ηπιότατος δικαστής ευθύτατα κατά πρό­σωπο. Σ’ αυτήν όμως την κύρια αγαπημένη μου ιδέα Θα παρα­μείνω αιώνια πιστός!».

Λέω Εγώ: «Λοιπόν καλά, αν αυτή είναι η κύρια αγάπη σου, για την οποία όμως πρέπει στη συνέχεια να πειστείς ακόμη πω βαθιά, μπορεί αμέσως να πραγματοποιηθεί! Δεν είμαστε πια μακριά από την όχθη και την καλύβα μου. Τη δουλειά μου την ξέρεις ήδη, πως είμαι ένας πλοηγός με την πιο πλήρη έν­νοια της λέξης. Τώρα λοιπόν θα μοιραστείς μαζί μου αυτή τη δουλειά. Την αμοιβή για τις προσπάθειες μας θα μας αποφέρει το κτηματάκι μας, το οποίο θα καλλιεργούμε δραστήρια τις ελεύθερες από δουλειά στιγμές κατά τις δυνατότητες μας. Και κοίτα γύρω σου, δίπλα σου θα βρεις ακόμη κάποιον που θα συνταχτεί έμπιστα μαζί μας!»

Ο επίσκοπος κοιτάζει σ’ αυτό το θαλασσινό ταξίδι για πρώτη φορά γύρω του και αναγνωρίζει αμέσως τον άγγελο Πέτρο (τον οδηγό που είχε χάσει), τον αγκαλιάζει και τον παρακινεί να τον συγχωρέσει που τον πρόσβαλε. Ο Πέτρος ανταποδίδει την ίδια αγάπη και μακαρίζει τον επίσκοπο που πήρε αυτήν την απόφαση από τα βάθη της καρδιάς του.

Το καραβάκι προσεγγίζει τώρα την όχθη, όπου δένεται σ’ ένα δοκάρι, και οι τρεις μας πάμε στην καλύβα.

Μέχρι τώρα όμως ήταν πάντοτε πιο πολύ σκοτάδι παρά φως. Στην καλύβα όμως άρχισε το σκοτάδι ολοένα να χάνεται κι ένα ευεργητικό χάραμα έδιωχνε λίγο-λίγο όλο και περισσότερο την προηγούμενη νύχτα, φυσικά μόνο μπροστά στα μάτια του επισκόπου, γιατί μπροστά στα δικά Μου μάτια {του Κυ­ρίου) και στα μάτια του αγγέλου Πέτρου επικρατούσε πάντο­τε η πιο φωτεινή, αιώνια μέρα που δεν τελειώνει και δεν αλλά­ζει ποτέ!

Το ότι όμως άρχισε να χαράζει και μπροστά στα μάτια του επισκόπου έγινε για το λόγο ότι βαθιά μέσα του άρχισε να α­ναδύεται η αγάπη, αφότου είχε βγάλει και βγάζει ακόμη από μέσα του με τη βοήθεια του ελέους Μου εθελοντικά ένα σωρό γήινη ακαθαρσία.

(Η συνέχεια μπορεί να διαβαστεί στο βιβλίο «Μάρτιν», Η καθοδήγηση του στον άλλο κόσμο. Εκδόσεις Πύρινος Κόσμος)

 

 Ένας άνθρωπος από τον άλλο κόσμο

 Στις 18 Φεβρουαρίου 1861

Επιτράπηκε σ’ έναν άνθρωπο από τον άλλο κόσμο που είχε γνωρίσει τον Λόρμπερ το διάστημα που ζούσε, ν’ απευθυνθεί άμεσα σ’ αυτόν και να του διηγηθεί πώς πήγε στον άλλο κόσμο και για την παραμονή του στη σφαίρα της πνευματικής γης που περιβάλλει τη φυσική μας γη, για πρώτη φορά στις 18 Φεβρουα­ρίου 1861:

Μπ.: «Χαίρε, αγαπητέ φίλε!’ Στη μοναξιά μου που ακόμα είναι κάπως δυσάρεστη, σκέφτηκα εσένα και όλους τους άλλους φίλους και θυμήθηκα συχνά εκείνες τις ώρες, κατά τις οποίες μιλήσαμε πολύ παρήγορα για πνευματικά πράγματα. Όμως η παντοδύναμη θέληση του Θεού με ανακάλεσε από τη γη κι έ­φτασα εδώ κάτω από πραγματικά όχι και τόσο ευχάριστες συν­θήκες, για τις οποίες φυσικά φέρω την ευθύνη μόνο εγώ ο ί­διος. Ήθελα να φέρω όλα όσα είχαν διαταραχτεί στην επίγεια μου ζωή σε μια όσο το δυνατόν καλή ισορροπία και κατέβαλα γι’ αυτό το λόγο πολύ, αλλά μάταιο κόπο και δεν μπορούσα, για να μιλήσω συμφωνάμε τον γήινο τρόπο, να βρω χρόνο να φα­νερωθώ σε κάποιον από εσάς, παρόλο που ήξερα πως θα μπο­ρούσα να φανερωθώ σε σένα ή και σε κάποιον άλλο, εάν το ήθελα.

Αλλά τώρα είμαι πιο ελεύθερος, δόξα τω Θεώ, κι έτσι άρχισα επιτέλους ν’ αναγνωρίζω μέσα μου πως όλη η προσπάθεια κι εργασία μου εδώ σύμφωνα με τους γήινους κανόνες δεν ήταν τίποτε άλλο από μια αληθινή προσπάθεια και εργασία σ’ ένα όνειρο και τις σταμάτησα. Γιατί για μένα ο θάνατος του σώμα­τος δεν ήταν τίποτε άλλο από το πολύ γλυκό αποκοίμισμα ενός μεροκαματιάρη, κουρασμένου από τη δουλειά και βρέθηκα, όπως σ’ ένα φωτεινό όνειρο, αμέσως σε μια περιοχή γεμάτη χάρη όπου συνάντησα αμέσως πολλούς καλούς παλιούς φί­λους, οι περισσότεροι από την Τεργέστη, που με προϋπάντησαν πολύ φιλικά κι ευγενικά και μίλησαν μαζί μου, όμως κυρίως για εντελώς αδιάφορα πράγματα. Δεν το αντιλήφθηκα πως αυτό ήταν ένα όνειρο, παρ’όλο που κάτι τέτοιο το αντιλαμβανό­μουν συχνά σαν διαίσθηση όταν ονειρευόμουν στη γη.

Παρατήρησα μόνο έναν από αυτούς τους φίλους μου από την Τεργέστη, για τον οποίο ήξερα αμέσως πως είχε πεθάνει την ίδια μέρα με τη σύζυγό μου από χολέρα και με τον οποίο συχνά μιλούσα πολύ για πνευματικά πράγματα στο εξοχικό του που βρίσκεται σε ωραία τοποθεσία, συντροφιά μ’ ένα ποτηράκι κρασί της Τριέστης, και τον ρώτησα πώς ήρθε αυτός εδώ. Για­τί, είπα, φίλε, γνωρίζω πάρα πολύ καλά πώς πέθανες την ίδια μέρα με την Ντ. μου από την κακιά επιδημία και πως κηδεύτη­κες εμπρός στα δακρυσμένα μάτια μου, αλλά ζεις τώρα έτσι όπως ζω εγώ κι ελπίζω να μην ονειρεύομαι;!

Τότε με κοίταξε ο παλιός καλός φίλος πολύ σοβαρά αλλά παρόλα αυτά φιλικά και είπε: Φίλε! Ας είμαστε με την καρδιά μας χαρούμενοι που το ξεπεράσαμε και αφήσαμε τη γη με όλα τα κακά της πίσω μας, γιατί κι εσύ άφησες τη δυσάρε­στη, γήινη, χρονικά πεπερασμένη ζωή για αιώνια και το φθαρτό πε­ρίβλημα σου θα παραδοθεί αύριο στη γη, πράγμα το οποίο στ’ αλήθεια δεν είναι κρίμα! Όταν άκουσα αυτό, φοβήθηκα λίγο και είπα: Για όνομα του Θεού, εάν πρέπει στα σοβαρά έτσι να είναι, ας είναι! Όμως τα παιδιά μου και τα πράγματα μου, απέχω ακό­μα πολύ από το να τα έχω τακτοποιήσει όλα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο;! Ο φίλος είπε: Μη νοιάζεσαι γι’ αυτά, αυτά θα τα κάνουν εκείνοι που παρέμειναν για λίγο διάστημα ακόμα στη γη.

Μ’ αυτό συμφώνησα σύντομα. Με μιας βρέθηκα σαν να οδη­γήθηκα διά μαγείας εντελώς φυσικά στο εξοχικό σπίτι του φί­λου μου και παρατηρούσα τελείως γοητευμένος τη θάλασσα με τα θαύματά της, έτσι που είπα: μα αυτά είναι όλα εντελώς χειροπιαστή φύση και εμείς υποτίθεται ότι είμαστε μόνο σκέτα πνεύματα;!

Τότε μου είπε: Φίλε μου, όταν κατοικούσαμε ακόμα στην κακή σάρκα μας, και τότε βλέπαμε μόνο σαν ζωντανές ψυχές τη χειροπιαστή φύση και όχι με το νεκρό σώμα μας! Εάν αυτό συ­νέβαινε τότε που το φορτίο του σώματος μας και η σκοτεινή πυκνότητα μας ήταν ένα μεγάλο εμπόδιο, γιατί όχι τώρα στην πιο ελεύθερη κατάσταση της ζωής μας;

Μ’ αυτό συμφώνησα τελείως και άρχισα να αισθάνομαι πως είχα ελευθερωθεί από το σώμα, αλλά παρόλο αυτά όχι το πως και το με ποιο ν τρόπο έγινε αυτό. Ωστόσο άρχισα να νοιάζομαι για το που θα έβρισκα τη σύζυγο μου και για το αν θα μπορούσα να στήσω ξανά το εγκαταλειμμένο βιβλιοπωλείο μου. Αυτό μου προξένησε μεγάλες έγνοιες και στενοχώρια, όμως δόξα τω Θεώ, τώρα πέρασε κι αυτό, έτσι άρχισα να ασχολούμαι α­ποκλειστικά με υψηλότερα πράγματα και τώρα θα σε επισκέ­πτομαι περισσότερες φορές για να σου αναφέρω μερικά από τα τωρινά βιώματα και τις τωρινές εμπειρίες μου προς όφελος των πιστών πάνω στη γη σας. Σε χαιρετώ λοιπόν στο όνομα του Θεού!»

(Στις 25 Φεβρουαρίου 1861) Μπ.: «Καλή μέρα, καλή μέρα, αγαπητέ φίλε! Τους πιο εγκάρδιους χαιρετισμούς μου και σ’ όλους τους άλλους καλούς φίλους! Δεν χρειάζεται να ρωτήσω πως είναι, γιατί αυτό το γνωρίζουμε εδώ πολύ καλά, τι κάνει ο ένας ή ο άλλος αγαπημένος φίλος που είναι ακόμη πάνω στη στερεότυπη γη, μιας και μπορούμε να αντιληφθούμε ακρι­βέστατα όλα αυτά από τη σφαίρα εξωτερικής ζωής του καθε­νός, αν το θέλουμε. Αλλά χαίρομαι παρ’ όλα αυτά πολύ, όταν αντιλαμβάνομαι εδώ πάνω στην πνευματική και κατά συνέπεια καλύτερη γη, πως ο καθένας, εκτός από ελάχιστους, προοδεύ­ει μέσα στο φως του Κυρίου από τους ουρανούς- γιατί αυτούς που αγαπά ο Κύριος, αυτούς τους δοκιμάζει πάντα με κάθε εί­δους σταυρουδάκια. Αυτά τα σταυρουδάκια είναι αληθινά μέσα προώθησης, για την ένωση του πνεύματος του Κυρίου με την ψυχή, που από μόνη της είναι πάντα δυστυχισμένη και χωρίς κανένα στήριγμα είναι ένα πολύ αξιολύπητο ον. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε οι περισσότερες ψυχές στηρίζονται στη φθαρτή και πρόσκαιρη σάρκα τους και πρέπει να υπομένουν μαζί μ’ αυτήν και όλα τα βάσανα. Γιατί δεν διαισθάνονται καν το στα­θερότατο και αιώνιο στήριγμα του πνεύματος που έχει δοθεί από το Θεό, πόσο μάλλον να το αναγνωρίσουν κάποτε! Και α­κριβώς γι’ αυτό είναι κάποια μεμονωμένα σταυρουδάκια από το χέρι του Κυρίου τόσο καλά και χρήσιμα για το αληθινό, αιώ­νιο καλό της ψυχής, γιατί έτσι αναγκάζεται να εγκαταλείψει το στήριγμα του σώματος και να στραφεί με πίστη σ’ αυτό του πνεύματος.

Εάν μια ψυχή έκανε μόνο κατ’ αρχάς αυτή την ευνοϊκή μεταστροφή, τότε εφοδιάζεται από τον Κύριο με κάθε είδους σταυρουδάκια, μέχρι ν’ αρχίσει να ενώνεται εντελώς με το πνεύμα της.

Αν όμως αυτό όντως γίνει κάποτε και δεν υπάρχει πια ο φό­βος πως θα μπορούσε ή Θα ήθελε μια ψυχή να ξαναεπιστρέψει ευχαρίστως στη σάρκα, τότε σταματούν όλα τα σταυρουδάκια και ολόκληρος ο άνθρωπος μπορεί τότε ήδη πάνω στη γη να περάσει σε μια κατάσταση αληθινής ευδαιμονίας.

Εγώ ο ίδιος απείχα στη γήινη ζωή μου πολύ μακριά από το να το αντιληφθώ αυτό, όπως το αντιλαμβάνομαι τώρα σ’ αυτήν την καθαρή, τελείως ελεύθερη από πόνους και πραγματικά αληθι­νή ζωή. Και αυτός ήταν και ο λόγος που αμφιταλαντευόμουν συνεχώς ανάμεσα στο πρόσκαιρο και φθαρτό στήριγμα της ζωής της ψυχής και σ’ εκείνο που διαρκεί αιώνια, το αληθινό και δυνατότατο στήριγμα του πνεύματος. Συγχρόνως όμως δεχόμουν να υπομένω αδιάκοπα, μια το ένα και μια το άλλο. Όμως αυτό ήταν διευθετημένο με πολλή αγάπη από τον Κύριο και αισθάνομαι πια τώρα όλο και περισσότερο το μεγάλο καλό όλων των δοκιμασιών που υπέμεινα και που συχνά είχαν πολύ πικρή γεύση. Γιατί που και τι θα ήμουν τώρα χωρίς αυτές;

Αγαπητέ φίλε, φθάνει να είχε κανείς την ευκαιρία, όπως εγώ εδώ τώρα, να δει και να αναγνωρίσει την αθλιότητα και τη με­γάλη ανέχεια κάποιων ψυχών που μένουν προσκολλημένες στον κόσμο. Τότε θα έβλεπε πως δεν μπορεί ποτέ στην αιωνιό­τητα κανείς να ευγνωμονεί αρκετά τον Πατέρα που έστελνε πάντοτε τέτοιους φύλακες και φρουρούς, χάρη στους ο­ποίους εμποδίστηκε να γίνει ένας άνθρωπος εντελώς παρα­δομένος στο πνεύμα του κόσμου.

Υποφέρετε γι’ αυτό το λόγο τα πάντα από αγάπη για το Θεό με όλη σας την υπομονή, ευγνωμονώντας τον γι’ αυτήν, γιατί τον αληθινό παράδεισο της ζωής θα το βρείτε αιώνια μόνο εδώ. Γιατί ο κάθε έμπιστος εργάτης θα βρει τελικά τον πιο καλό μισθό του αιώνια στο μεγάλο αμπέλι της ζωής του Κυρίου!

Αυτό όμως είναι από το στόμα του ίδιου του Κυρίου γνωστό, πως δηλαδή εκείνοι που ομολογούν την πίστη σ’ Αυτόν πάνω στη γη, σταυρώνονται κατά κάποιον τρόπο μέσα σ’ Αυτόν, δη­λαδή μέσα στο Πνεύμα Του, για να αναστηθούν έχοντας πλέον αιώνια ζωή μαζί με Αυτόν και μέσα σ’ Αυτόν.

Πολυαγαπημένε φίλε, γνωρίζω καλά πως αυτό δεν σου είναι άγνωστο. Αλλά σου το λέω αυτό εσένα όπως και στους άλλους αγαπημένους φίλους, για το λόγο ότι τα λόγια ενός ανθρώπου που είχε ιδία εμπειρία, έχουν μεγαλύτερη και αποτελεσματι­κότερη βαρύτητα από εκείνα ενός προφήτη που είναι ακόμα κάτοικος της σάρκας.

Σίγουρα θέλεις να μάθεις από μένα κάποιες πνευματικές συνθήκες ύπαρξης κι εγώ θα σε πληροφορήσω πραγματικά ευχαρίστως, όσο μου είναι πάντα δυνατόν στην παρούσα κα­τάσταση μου. Βρίσκομαι ακόμα πάνω σ’ αυτή τη γη και δη τις περισσότερες φορές στις παραλιακές περιοχές της Τεργέ­στης. Είμαι όμως επίσης συχνά εδώ στο Γκρατς και βλέπω αυ­τή τη γη καλύτερα, όσον αφορά πολλά πράγματα, από ότι είναι ποτέ σε θέση να δει ένας άνθρωπος που βρίσκεται ακόμα εν­σαρκωμένος. Βλέπω επίσης τους ανθρώπους που ζουν ακόμα εδώ και μπορώ για μένα να επικοινωνώ πολύ καλά μαζί τους. Γιατί τα λόγια μου αναδύονται μέσα τους σαν σκέψεις που δεν υποθέτει κανείς και που προκύπτουν ξαφνικά. Ενώ οι δικές τους σκέψεις που δημιουργούνται πάνω σε αυτά μου δίνουν ανάγλυφα την απάντηση. Και όμως η γη που τη βλέπω πολύ καθαρά, δεν είναι η καθεαυτό, η ίδια η υλική γη, αλλά μόνο κατά κάποιον τρόπο η πνευματική, χωρίς την οποία δεν θα μπορού­σε να υπάρχει καθόλου η υλική. Γιατί κάθε ύλη αυτή καθεαυτήν δεν είναι τίποτα περισσότερο από καταδικασμένο και σταθε­ροποιημένο πνεύμα.

Κι όμως αυτό είναι κάτι το παράξενο, το ότι δηλαδή σε μας η “πνευματική γη” προέρχεται κατά κάποιον τρόπο από την ψυχή, χάρη στην δύναμη του πνεύματος που έχει λάβει από το Θεό, το οποίο ζωογονεί και δημιουργεί τα πάντα, έτσι όπως ένα δέ­ντρο που έχει αναπτυχθεί εντελώς έχει προέλθει ουσιαστικά από το πνεύμα που βρίσκεται στο περίβλημα του φύτρου μέσα στον ασήμαντο σπόρο. Μόνο που σε μας αυτό συμβαίνει πιο ολοκληρωμένα από ό,τι η εξέλιξη του δέντρου από το σπό­ρο. Τώρα θα σκεφθείς βέβαια και θα πεις, μάλιστα, εάν λοιπόν έτσι συμβαίνει, τότε υπάρχουν στο πνευματικό βασίλειο άλλες τόσες πνευματικές γαίες, όσα πνεύματα υπάρχουν. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και είναι θαυμάσιο πως ναι μεν σωστά κάθε πνεύμα φέρνει τη “δική του” πνευματική γη μέσα του στον άλλο κόσμο. Αλλά καθώς αναπτύσσεται από μέσα του, ενώνεται την ίδια στιγμή με την πνευματική γη όλων των πνευμάτων. Γι’ αυτό το λόγο υφίσταται μόνο μία πνευματική γη σε όλα ίδια με την υλική, μόνο που είναι κατά πολύ πιο εξευγενισμένη, πιο διαμορφωμένη και πιο τέλεια απ’ ό, τι η υλική γη για τα μάτια της σάρκας που δεν μπορούν να δουν τα μεγάλα θαύματα στην δομή των ατόμων. Και γι’ αυτό αποτελεί η “πνευματική γη” για μας μ/α εντελώς διαφορετική θέαση από ό,τι για σας η υλική.

Η δική μας μετακίνηση διαφέρει φυσικά επίσης από τη δική σας, μια και δεν έχουμε σχέση με τον υλικό χρόνο και τους χώρους του. Πώς όμως γίνεται αυτό σε μας, θα σου το δείξω προσεχώς λεπτομερέστατα και μάλιστα μ’ έναν τρόπο που κα­τανοείται εύκολα. Προς το παρόν σε χαιρετώ στο όνομα του Κυρίου».

(Στις 4 Μαρτίου 1861) Μπ.: «Καλή μέρα και χαίρετε! Τώρα αρχίζει πάνω σ’ αυτή τη γη πάλι η άνοιξη και είναι σίγουρα μια αρκετά καλή άνοιξη, γιατί εμείς το αντιλαμβανόμαστε κα­λά απ’ την ιδιαίτερη δράση των πνευμάτων της φύσης που αρ­χίζουν τώρα δραστήρια να κινούνται διαρκώς πέρα δώθε. Είναι στ’ αλήθεια παράξενο σε ποιες μορφές με την πιο μεγάλη ποι­κιλία και διαφορετικότητα εξελίσσονται με μιας ως δια μαγείας στον αιθέρα μας, ενώνονται σε ομάδες και αρχίζουν αμέσως να δρουν. Η μεγαλύτερη δυνατή διαφορετικότητα μορφών και ομάδων αποτελούν μια καινούργια μορφή και ένα καινούργιο σύνολο. Βλέπει λοιπόν κανείς την καινούργια μορφή αλλά βλέ­πει μέσα της και τις μεμονωμένες ειδικές μορφές (ιδιαίτερες μορφές) στη με θαυμαστό τρόπο τακτοποιημένη ένωση τους. Και αυτό τα ξεπερνάει όλα όσα μπορεί κανείς να ανακαλύψει πάνω στη γη, ακόμα και με τα πιο τελειοποιημένα μικροσκόπια-γιατί, αυτά που μπορεί κανείς να δει με τα σαρκικά μάτια, είναι ήδη στερεοποιημένες μορφές που βρίσκονται τουλάχιστον στη δέκατη βαθμίδα των ενώσεων και μορφών των ανελισσόμενων όντων. Είναι κατά κάποιον τρόπο ήδη ένα πνεύμα που περιβάλλεται από ένα περίβλημα – κουκούλι, το οποίο περνάει, βγαίνοντας από ένα τέτοιο περίβλημα, έπειτα στον υλικό κόσμο σε μία αντίστοιχη εμφάνιση. Όμως τι τεράστιο σύνολο από τους πιο σπά­νιους σχηματισμούς και συνδυασμούς προηγείται στον πνευματικό-φυσικό κόσμο πριν γίνει η περίκλειση στο κουκούλι.

Αυτή η εργασία των ειδικών πνευμάτων της φύσης πριν από την περίκλεισή τους, είναι στην ουσία το πιο θαυμαστό που μπο­ρούμε να παρακολουθήσουμε εμείς τα πνεύματα εδώ, εφόσον έχουμε διάθεση και αγάπη γι’ αυτό. Αλλά εδώ τα πράγματα έ­χουν συνήθως έτσι όπως στην υλική γη στους ανθρώπους- ό­ποιος δεν μετέφερε μαζί του στον άλλο κόσμο ένα ήδη αφυ­πνισμένο πνεύμα για κάτι ανώτερο, δεν έχει ούτε εδώ άλλο από εκείνο που είχε στη γη. Ο άνθρωπος του χρυσού και του χρήματος παραμένει κι εδώ ένας μεσίτης και κερδοσκό­πος, το ίδιο και ο έμπορος, ο τεχνίτης, ο γεωργός και ούτε καθ’ εξής. ο καθένας στο είδος του. Και εκεί ισχύει πραγμα­τικά το: Πολλοί έχουν κληθεί αλλά μόνο λίγοι είναι οι εκλεκτοί.

Το ξέρω αυτό από τον εαυτό μου, πως κι εγώ στην αρχή της παρουσίας μου εδώ άρχισα να παρασύρομαι πάλι μέσα, δηλαδή στις ασχολίες του κόσμου.

Μόνο σε καλούς φίλους και σ’ όσους έχουν αποκτήσει εδώ πολλή πείρα το οφείλω, το ότι ξέφυγα από αυτές τις ασχολίες και αναγνώρισα αρκετά νωρίς τον πραγματικό και αληθινό σκοπό της παρουσίας μου εδώ, ώστε βρίσκομαι τώρα σ’ ένα ψηλότερο σκαλοπάτι της καθαρότερης αντίληψης και θέα­σης. Εδώ είναι ακόμη πιο δύσκολο να ξεφύγει κανείς από την ψεύτικη ύλη από ό,τι στον πραγματικό υλικό κόσμο, ενώ η αθεΐα αντιπροσωπεύεται εδώ χίλιες φορές περισσότερο από ό, τι στον υλικό κόσμο και, όποιος την έχει μια φορά ασπα­στεί, είναι δύσκολο σύμφωνα με την πείρα μου που έχω μέχρι τώρα αποκτήσει ή σύμφωνα με τη γνώμη μου, να την απαρνη­θεί. Άρχισα να μιλώ με τέτοια πνεύματα για μεταφυσικά πράγ­ματα, όπως λέμε, όποτε υπήρχε ευκαιρία, μου απαντούσαν όμως αμέσως: «Πρέπει κι εδώ να μας εξαπατούν το ιερατείο και η εξουσία; Ας είμαστε ευχαριστημένοι που βρισκόμαστε επι­τέλους σ’ έναν τέτοιο κόσμο, στον οποίο ο καθένας είναι ένας εντελώς ελεύθερος κύριος του σπιτιού του!» Έναν από αυτούς ρώτησα τελευταία, εάν δεν σκέφτεται κάπου-κάπου πως σ με­γάλος δάσκαλος από τη Ναζαρέτ θα μπορούσε να είναι ο Κύ­ριος και δημιουργός όλων των κόσμων των πνευμάτων και των αισθήσεων.

Αναγκάστηκα να φύγω σε λίγο, γιατί σκυθρώπιασε απειλώ­ντας να γίνει ωμός και βίαιος κι εκφράστηκε με τέτοιο τρόπο για τον Κύριο, που δεν θέλω να επαναλάβω εδώ. Με τέτοια πνεύματα δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτα. Το καλύτερο εί­ναι να τους αποφεύγει κανείς σύμφωνα με τη δυνατότητα που έχει.

Είδα τον Κύριο ήδη μερικές φορές αλλά από μια σχετική α­πόσταση και είχα μεγάλη επιθυμία να του μιλήσω. Αλλά μέχρι τώρα δεν δόθηκε ακόμη η ευκαιρία. Ο φίλος μου μού είπε πως πάρα πολύ σύντομα θα ξαναέρθει’ ίσως μου δοθεί τότε η ευκαιρία».

 

Ο άνθρωπος, όταν περνάει στην άλλη πλευρά, μπαίνει «σ’ έναν νέο κόσμο, όπου του αποκαλύπτονται όλο και περισσότερο τα θαύματα του Θεού και το σύμπαν, αφού τώρα βλέπει με το μάτι του πνεύματος και όχι με τα ασθενή μάτια της σάρκας.

Βλέποντας όλα αυτά τα μεγάλα θαυμάσια έργα, αντιλαμβά­νεται ότι πραγματική μακαριότητα απολαμβάνει μόνον όποιος είναι δραστήριος και ότι ο ίδιος ο Θεός είναι ο πιο δραστήριος από όλους.»

Ανάλογα με τις προόδους του, μπορεί να εμπιστευτούν στον νέο πολίτη του πνευματικού κόσμου τότε ένα κανονικό πεδίο εργασίας μέσα στο μεγάλο έργο αγάπης της Δημιουργία. Μέσα από αυτή τη δραστηριότητα και από την επιτυχία της εργασίας του στην υπηρεσία της αγάπης θα αισθανθεί την ύψιστη ευτυχία.

 

 Μυστικά του άλλου κόσμου

Πολλοί άνθρωποι απορούν για ποιο λόγο άραγε ο Δημιουρ­γός αποκαλύπτει τόσο λίγα για το κατ’ εξοχήν σημαντικό γε­γονός ότι στον άλλο κόσμο συνεχίζεται η ανάπτυξη και συμβαί­νει συνήθως η τελειοποίηση της ψυχής.

Ασφαλώς είναι, κατά κανόνα, για κάθε ταξιδιώτη μεγάλο πλε­ονέκτημα να γνωρίζει ακριβώς τον προορισμό του και το δρό­μο του. Αλλά σ’ αυτή τη ζωή, ο άνθρωπος πρέπει κυρίως να μάθει να είναι ανεξάρτητος και να δραστηριοποιείται. Πρέπει να θέτει ερωτήματα, να αναζητά και στο τέλος μέσα από πολύ­πλευρες εμπειρίες να καταλήξει μόνος του σε βαθιές γνώσεις που θα τον ωριμάσουν. Και αυτό ιδιαίτερα στην παρούσα εξε­λικτική φάση, που αντιστοιχεί στην ωθούμενη από ορμέμφυτα νεανική φάση και στη φάση ενηλικίωσης του ανθρώπου, στην οποία βρίσκονται ακόμη μέχρι σήμερα όλοι οι μεγάλοι λαοί αυτής της γης.

Σ’ αυτή την «περίοδο μέσης εκπαίδευσης», κατά κάποιον τρόπο ο Θεός αποσύρεται από το γένος των ανθρώπων που ωριμάζουν, κρύβει τις σκέψεις και τα σχέδια του πίσω από «σύννεφο» (όπως αυτό υπονοείται από το Μωϋσή στην ιστο­ρία της Δημιουργίας, όταν αναφέρεται στην εξαφάνιση του Κυρίου από τον Κήπο της Εδέμ). Σκοπός του είναι ν’ αφήσει τώρα μόνο με τον εαυτό του τον άνθρωπο, που στην πρώτη παιδική του ηλικία τον δίδασκε πατρικά, ώστε εκείνος να έ­χει, δρώντας ελεύθερα και εκτονώνοντας τις σύμφυτες ορ­μές του, καλές και κακές εμπειρίες, που τελικά θα ξυπνήσουν μέσα του τη νοσταλγία ενός ανώτερου φωτός. Και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, η αγάπη και η σοφία του Θεού καλύπτει μ’ ένα πέπλο τις οδούς τελείωσης του ανθρώπου στον άλλο κόσμο. Σ’ ένα βιβλίο του Λόρμπερ για το επέκεινα, τον «Μάρτιν», διαβάζουμε σχετικά: «Το ξέρετε όλοι σας πόσο ά­σχημα είναι τα πράγματα στη γη. Έτσι, που θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι ο Κύριος δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτό τον κόσμο που Αυτός ο ίδιος τον κατέστησε τον πιο σημαντικό και άγιο τόπο σε όλο το σύμπαν με την ενανθρώπισή του, και ότι τον έχει εγκαταλείψει εντελώς. Αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα!’ Λάβετε υπ’ όψιν σας ότι οι άνθρωποι της γης είναι ολότελα ελεύθεροι και μπορούν να κάνουν ό,τι θέ­λουν, το καλό σύμφωνα με την εντολή του Θεού ή, αντίθε­τα, το κακό. Τίποτα δεν τους ωθεί ή δεν τους παρασύρει προς το καλό ή το κακό, παρά μόνο η τελείως ελεύθερη βού­ληση τους. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, σ’ εκείνο τον κόσμο όλες οι συνθήκες της ζωής που επικρατούν είναι τόσο φτω­χικές, ώστε να μην παρασυρθεί η ελεύθερη βούληση κανενός και καταλήξει στο κακό. Από την άλλη, όμως, και η ουράνια πλευρά είναι καλά κρυμμένη, έτσι που ούτε να εξαναγκάζε­ται να διαλέξει ο άνθρωπος το καλό, επειδή βλέπει καθαρά τη μελλοντική ευτυχία που τον περιμένει. Από τη διδασκαλία του Θεού, ο καθένας γνωρίζει τις συνέπειες της καλής ή κα­κής ζωής του, μπορεί ωστόσο να ενεργεί όπως θέλει, διότι ούτε η μία, ούτε η άλλη πλευρά του προσφέρουν καμία απόλυτη βεβαιότητα που να τον εξαναγκάζει στις επιλογές του.» Όμως, ποτέ δεν αφέθηκε η γήινη ανθρωπότητα εντελώς στο σκοτάδι σχετικά με όλα αυτά. Για τη μετά θάνατον ζωή πάντοτε αποκαλύπτονταν κάποια πράγματα, σε όλους τους λαούς της γης. Αυτό το αποδεικνύουν τα θρησκευτικά βιβλία των Κινέ­ζων, ινδών, Περσών, Αιγυπτίων κλπ. Άλλωστε, και στη Βίβλο γίνονται νύξεις για τη συνέχιση της πνευματικής ανάπτυξης των ψυχών, όπως δείχνει η γνωστή παραβολή του Κυρίου για τον πλούσιο και το φτωχό Λάζαρο (Κατά Λουκάν 16, 19 κ. ε).

 

Το αδιάβατο χάσμα

Ένας μακάριος λέει στον Ιησού: «Αφού ανάμεσα σ’ εκείνου που βρίσκονται στους ουρανούς στους κόλπους του Αβραάμ και σ’ εκείνους που η φοβερή τους μοίρα είναι η κόλαση υπάρ­χει ένα χάσμα που πια δεν γεφυρώνεται, τότε πώς είναι άραγε δυνατή η λύτρωση από την κόλαση; Άλλωστε, το ότι η λύτρωση από την κόλαση είναι κάτι δύσκολο, φαίνεται καθαρό και από ένα άλλο κομμάτι της Γραφής, εκεί δηλαδή όπου εκείνοι που αμάρτησαν απέναντι στο Άγιο Πνεύμα προειδοποιούνται ότι η λύτρωση τους είναι είτε πάρα πολύ δύσκολη είτε αδύνατη. Κι αυτό, Κύριε, το διαβεβαίωσες εσύ ο ίδιος! Πώς, λοιπόν, έχει η κατάσταση σχετικά με το αγεφύρωτο χάσμα και με όσους α­μάρτησαν απέναντι στο Άγιο Πνεύμα;»Ο Κύριος απαντά: «Το χάσμα εδώ και πάλι συνίσταται στην αγεφύρωτη διαφορά ανάμεσα στη δική Μου, απόλυτα ελεύθε­ρη Τάξη στους ουρανούς και στην καθ’ όλα αντιτιθέμενη προς αυτήν αταξία στον κάτω κόσμο. Το κείμενο αυτό, συνεπώς, ε­πισημαίνει απλώς το ασύμβατο της τάξης και της αταξίας, όχι όμως και μία αιώνια κλειστή πύλη για όσους βρίσκονται μέσα στην κόλαση.

 

Δυσκολίες της εξέλιξης στον άλλο κόσμο

 Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» επισημαίνεται: «Όπως κατά την ε­πίγεια ζωή, οι ψυχές κάποιων ανθρώπων μόνο μέσα από μεγά­λη δυστυχία και πόνο – που οι ίδιες επιφέρουν στον εαυτό τους με το να μην ζουν σύμφωνα με την θεία τάξη – γίνονται νηφάλιες, υπομονετικές, μετριόφρονες, καθαρές και η δράση τους σχετικά με την εσωτερική τους ζωή αποκτά περισσότερη δύναμη, σοβαρότητα και βάθος, έτσι και στον άλλο κόσμο, οι ψυχές εξαγνίζονται με τον καιρό μέσα από διάφορες ταλαιπω­ρίες, αντιξοότητες, αλλά και πόνους, που μόνες τους δημιουργούν. Αυτό επιτυγχάνεται με το να γεννιέται μέσα τους απέ­χθεια προς την άτακτη ζωή τους, ώστε να τους απωθεί, με α­ποτέλεσμα να αλλάζουν ριζικά τον τρόπο που βλέπουν και ε­κτιμούν τα πράγματα, κι έτσι να περνούν βαθμιαία (χάρη στο φως του πνεύματος) σε μια ύπαρξη πιο φωτεινή και πιο ευτυ­χισμένη.

Όμως, στον άλλο κόσμο όλα αυτά γίνονται πιο δύσκολα και κοπιαστικά απ’ ό,τι εδώ, και για πάρα πολλές ψυχές που έχουν πέσει πολύ χαμηλά, προφανώς θα χρειαστεί χρόνος ασύλλη­πτα μακρός για τα δικά σας μέτρα, μέχρι να βρουν το δρόμο προς την αιώνια και αναλλοίωτη Τάξη Μου!

Πάνω στη γη αυτή, κάθε άνθρωπος πατάει σε σταθερό έδα­φος’ μπροστά του ανοίγεται πλήθος δρόμων, καλών και κακών, και ο ίδιος περιβάλλεται από διάφορους συμβούλους, οδη­γούς και δασκάλους. Μπορεί, λοιπόν, εύκολα και με μικρό μόνο έλεγχο να επιλέγει το καλό, να αλλάζει αυτό που θέλει και προτιμά κι έτσι, ενώ θα βλέπει όλο και καθαρότερα τη δική Μου Τάξη, η δράση του θα γίνεται όλο και πιο τέλειο. Αλλά στην άλλη ζωή, η ψυχή του ανθρώπου δεν έχει κανέναν άλλο εκτός από τον ίδιο της τον εαυτό και είναι η ίδια δημιουργός του κό­σμου της, όπως γίνεται στα όνειρα. Σ’ έναν τέτοιο κόσμο, δεν μπορούν, πάλι, να υπάρξουν άλλοι δρόμοι εκτός απ’ αυτούς που ανοίγει η ίδια η ψυχή με τις προτιμήσεις, τη βούληση και τη φαντασία της.

Αν οι προτιμήσεις και η θέληση μιας τέτοιας ψυχής είναι, έστω και μόνο κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, καλές και δί­καιες συμφωνάμε την Τάξη Μου, τότε αυτή, αφού ζήσει μερι­κές πικρές εμπειρίες ακολουθώντας τον ένα ή τον άλλο εκτός ηθικής τάξεως δρόμο, θα επιλέξει, φυσικά, ευκολότερα το σω­στό δρόμο και θα προχωρήσει σ’ αυτόν, περνώντας έτσι από τη φανταστική και ονειρική της ύπαρξη σε μια ύπαρξη αληθινή και πραγματική, στην οποία όλα θα της γίνονται όλο και πιο κατα­νοητά χάρη σ’ ένα όλο και πιο δυνατό φως. Μια τέτοια ψυχή προοδεύει γρηγορότερα και ευκολότερα. Αντίθετα, μία αλλο­τριωμένη, ισχυρογνώμων ψυχή, που στον ονειρικό κόσμο της συχνά δεν υπάρχει ούτε ένα δρομάκι που να οδηγεί στην τάξη, ασφαλώς πολύ δύσκολα και μετά από πολύ καιρό θα αποφασί­σει να βαδίσει, σ’ έναν δρόμο σύμφωνο με την Τάξη, προς το αληθινό φως της ζωής και, αφού παλέψει με κάποια εμπόδια ακόμη, να ανυψωθεί στην τέλεια Τάξη Μου.

Πόσο δύσκολα, όμως, θα είναι τα πράγματα στον άλλο κόσμο για μια ψυχή που δεν έχει προχωρήσει ούτε μισό ή, έστω, ένα τέταρτο του δρόμου που οδηγεί στην Τάξη Μου και, επομένως, δεν θα μπορέσει να βρει έναν τέτοιο δρόμο! Κοίτα, αυτό ου­σιαστικά είναι ήδη η κόλαση! Μία τέτοια ψυχή θα βαδίσει όλους τους συχνά αμέτρητους κακούς δρόμους του σκοτεινού ονει­ρικού και φανταστικού κόσμου της, και θα θελήσει να κυριαρ­χήσει ακόμη και πάνω Μου. Μια και, όμως, με όλα αυτά όχι μόνο δεν θα πετύχει τίποτα, αλλά αντίθετα θα χάνει όλο και περισ­σότερο, γι’ αυτό θα οργίζεται όλο και πιο πολύ έτσι ώστε, μέσα στη ν ο ρ γη της, θα γίνεται διαρκώς εκδικητικότερη, και συ νάμα σκοτεινότερη και πιο αδύναμη.

Φαντάσου, λοιπόν, όλους αυτούς τους αναρίθμητους κα­κούς δρόμους μέσα στον τρελό φανταστικό κόσμο μιας τέ­τοιας ψυχής! Πόσος καιρός πιστεύεις ότι θα χρειαστεί για να τους διατρέξει όλους, μέχρι που επιτέλους ν’ αρχίσει κά­πως να υποψιάζεται ότι όλες της οι βλέψεις, οι επιδιώξεις και οι προσπάθειες δεν είναι παρά μία ματαιόδοξη ανοησία, για να ξυπνήσει τότε μέσα της κάποια επίγνωση του ότι μελ­λοντικά καλύτερο θα είναι να υπακούει, παρά να κυριαρχεί η ίδια πάνω σε όλα;

 

Οι ψυχές των παιδιών στον άλλο κόσμο

 Μια και, σύμφωνα με το Λόρμπερ, η ζωή πάνω στη γη έχει τόσο μεγάλη σημασία για την τελείωση των ψυχών, είναι δι­καιολογημένο το ερώτημα: Πώς είναι άραγε η κατάσταση στον άλλο κόσμο για όσους πεθαίνουν κατά την παιδική τους ηλικία;

Ως προς αυτό, η νέα αποκάλυψη παρέχει εκτενείς πληροφο­ρίες. Πρώτα-πρώτα, μαθαίνουμε ότι οπωσδήποτε πίσω από τον πρόωρο θάνατο κάποιων ανθρώπων υπάρχουν πολύ σοφές προθέσεις. Μερικές φορές πρόκειται για τρυφερές και ήδη πολύ προχωρημένες αστρικές ψυχές, που δηλαδή έχουν ζή­σει ήδη μία ή περισσότερες ζωές πάνω σε κάποιον πλανήτη και που τους αρκεί για την ανεξαρτητοποίηση και την τελείω­ση τους ένα σύντομο πέρασμα από τη γήινη ζωή. Άλλες φορές πρό­κειται για κάποιους που, απλώς, είχαν να εκπληρώσουν μία α­ποστολή (προς τους γονείς τους ή προς άλλους κατοίκους της γης).

Άλλες, πάλι, παιδικές ψυχές εξ αιτίας της τρυφερής φύσης τους δεν είναι αρκετά ισχυρές για ν’ ανταπεξέλθουν στις σκληρές γήινες συνθήκες και γι’ αυτό αποσύρονται όσο πιο γρήγορα γίνεται πίσω στον πνευματικό κόσμο. Και για άλλους πάλι, ο Κύριος της Ζωής βλέπει ότι οι ακατάλληλοι γονείς και παιδαγωγοί τους τους κακομαθαίνουν και τους παραχαϊ­δεύουν, πράγμα που θέτει σε τόσο μεγάλο κίνδυνο τα πλάσμα­τα αυτά, ώστε το μόνο που μπορεί να σώσει τέτοιες ψυχές από γη διαφθορά είναι το να φύγουν γρήγορα από τη γη.

Έτσι, λοιπόν, σε κάθε ένα από αυτά τα γεγονότα που φαίνο­νται από την γήινη σκοπιά τόσο θλιβερά, ενυπάρχουν πολύ σο­φοί λόγοι.

Οι παιδικές αυτές ψυχές μεταφέρονται από τις δυνάμεις που τις προστατεύουν μακριά από τη σκληρή γη, στη φωτεινή και ζεστή πνευματική σφαίρα του ηλίου και εκεί μεγαλώνουν υπό την προστασία ειδικών πνευμάτων.

Στο έργο του Λόρμπερ «Ο πνευματικός ήλιος» περιγράφεται αναλυτικά αυτό το «ηλιακό βασίλειο των παιδιών», καθώς και ο γεμάτος περίσκεψη και αγάπη τρόπος που προχωρεί η πνευ­ματική τους αγωγή. Στο τέλος της περιγραφής αυτής αναφέ­ρεται: Όταν οι νεαρές αυτές ψυχές θα έχουν περάσει απ’ όλα αυτά τα θαυμαστά σχολεία κι ύστερα, έχοντας γίνει οι ίδιοι δάσκαλοι και οδηγοί, έχουν ασκηθεί σε πολλά καθήκοντα του πνευματικού κόσμου κι έχουν ενδυναμωθεί, τότε Θα γίνουν κι εκείνες πολίτες της ιερής πόλης του Θεού όπου, όμως, αρ­χικά Θα είναι και πάλι από τους κατώτερους και θα πρέπει να καθοδηγούνται από τους κυρίως πολίτες σε όλα τα ουράνια καθήκοντα.

 

 Μία νέα συνάντηση των ψυχών – Πού και πότε;

 Πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να φανταστούν πού άραγε να είναι ο τόπος διαμονής των ψυχών όσων έχουν πεθάνει, δηλα­δή το «βασίλειο των πνευμάτων». Κι όμως, η ερώτηση αυτή είναι εύκολο να απαντηθεί, αν λάβουμε υπόψιν μας την εμπει­ρική πρόταση ότι το όμοιο έλκεται προς το όμοιο.

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο», ένας Ρωμαίος που διδάσκεται από τον Χριστό για τον πνευματικό κόσμο, τον παρακαλεί: «Κύριε, σ’ ευχαριστώ για το φως που μου χάρισες! Όμως θα ήθελα, σε παρακαλώ, να μας πεις και πού εντοπίζεται ο καθαυτό κόσμος των πνευμάτων.»

Ο Ιησούς απαντά σ’ αυτήν την ερώτηση: «Βέβαια, ο κόσμος των πνευμάτων δεν έχει πια τίποτε να κάνει με το χώρο και το χρόνο του υπό κρίσιν και, συνεπώς, ανελεύθερου κόσμου. Ωστόσο, ο χώρος, ως ένα εξώτατο σφαιρικό περίβλημα, εί­ναι, τελικά, ο φορέας όλων των ουράνιων και πνευματικών κόσμων, γιατί αυτοί δεν μπορεί να βρίσκονται πουθενά εκτός του άπειρου χώρου της Δημιουργίας. Συνεπώς, αναγκαστικά υ­πάρχουν κάποιοι χώροι, όπου εντοπίζονται οι κόσμοι των πνευμάτων, μολονότι η τοπική διάσταση του χώρου έχει, ειδι­κά για τα τέλεια πνεύματα, τόσο μικρή σημασία, όσο έχει για σένα αυτός ο λόφος με τους ελαιώνες, όταν θέλεις να φαντα­στείς τη Ρώμη ή την Αθήνα. Γιατί για το πνεύμα δεν υπάρχει ούτε καθορισμένος χώρος ούτε κάποιος μετρήσιμος χρόνος (ως όριο της βούλησης και της δράσης του).

Αν αναφερθούμε, όμως, στην ατομική φύση ενός πνεύματος, πρέπει να πούμε ότι αυτή δεν μπορεί, όπως άλλωστε κι Εγώ ο ίδιος, να θέσει τον εαυτό της τελείως εκτός τόπου και χρόνου.

Έτσι, και οι ψυχές όσων έχουν εγκαταλείψει αυτόν τον υλικό κόσμο, βρίσκονται σε έναν συγκεκριμένο χώρο, παρ’ όλο που ειδικά οι λιγότερο τέλειες δεν έχουν ιδέα γι’ αυτό – όπως κι εσύ όταν ονειρεύεσαι, βρίσκεσαι και ενεργείς μάλιστα, μια εδώ και μια εκεί, χωρίς να μεταβάλεται καθόλου από φυσική άποψη το μέρος που κοιμάσαι.

Όμως, αυτό που θέλεις να μάθεις είναι πού βρίσκεται ο κα­θαυτό, κατά κάποιο τρόπο ο μόνιμος τόπος, όπου βρίσκονται μετά θάνατον ειδικά οι ατελείς ψυχές. Θα σε πληροφορήσω λοιπόν με ακρίβεια. Άκου και κατάλαβε καλά τα όσα θα σου πω:

Αν ένας άνθρωπος όσο ζούσε είχε ιδιαίτερη αγάπη για τον έναν ή τον άλλο τόπο του υλικού κόσμου, τότε και σαν ψυχή μετά θάνατον θα παραμείνει εκεί, συχνά για πολλούς αιώ­νες. Καμιά φορά συνειδητοποιεί το γεγονός αυτό, έστω και χωρίς μεγάλη σαφήνεια, μέσω της πνευματικής αντιστοιχίας.

Έστω, όμως, ότι έχουμε έναν άνθρωπο που νιώθει έντονη επιθυμία να γνωρίσει από κοντά τον ήλιο και τ’ αστέρια. Όταν η ψυχή του εγκαταλείψει το σώμα του, ο υλικός τόπος, όπου αμέσως θα βρεθεί, θα είναι εκείνος, όπου την τραβούσε η ε­πιθυμία της. Εκεί, σύντομα θα αποκτήσει επαφή με τα τοπικά πνεύματα και θ’ αρχίσει επί τόπου τη μελέτη της.

Αν, αντίθετα, μία ψυχή έχει ήδη εδώ, στη γη, διαποτιστεί ε­ντελώς από την αγάπη προς τον Θεό, τότε η υλική, ατομική πλευρά του τόπου όπου θα βρίσκεται δεν θ’αλλάξει, θα παρα­μείνει κοντά σ’ αυτή τη γη που είναι το λίκνο της διαπαιδαγώ­γησης των παιδιών του Θεού. Θα μπορεί, όμως, η ψυχή αυτή χάρη σ’ Εμένα να περιδιαβαίνει όλο το άπειρο μέσα στο πιο δυνατό φως της ζωής, όπως θα υπαγορεύει η ολοένα αυξανό­μενη ανάγκη της νοημοσύνης της και με τη μακαριότητα που θα προκύπτει από αυτό, χωρίς να είναι αναγκασμένη ν’ αλλάζει σε τίποτα τον υλικό χώρο όπου βρίσκεται η ατομική της ύπαρξη -ακριβώς όπως κι Εγώ δεν τον αλλάζω πνευματικά, και παρ’ όλ’ αυτά είμαι παρών ταυτόχρονα παντού μέσα στο άπειρο.

Περισσότερο και βαθύτερα δεν μπορώ να σου το αναλύσω τώρα. Όμως, όταν θα αναγεννηθείς πνευματικά, τότε θα κατα­λάβεις με μεγάλη σαφήνεια κι αυτά κι ακόμα πολύ περισσότε­ρα.»

Συνεπώς, ο τόπος όπου βρίσκονται δεν παίζει για τους πο­λίτες του πνευματικού κόσμου και τόσο μεγάλο ρόλο σε σχέση με τον εσωτερικό τους πνευματικό κόσμο. Για να το κάνει αυτό σαφέστερο, ο Χριστός λέει σε ένα άλλο σημείο τα εξής:

«Μία ψυχή, εάν εισήλθε στον άλλο κόσμο πολύ ανώριμη, πα­ραμένει και μετά την αποβολή του σώματος της συνήθως στον τόπο εκείνο, όπου ζούσε πάνω στη γη, ειδικά κατά την πρώτη περίοδο της εξέλιξης της.

Στην περίπτωση αυτή, όμως, δεν αντιλαμβάνεται τίποτα από το φυσικό κόσμο, όπου κατοικούσε όσο ζούσε, έστω κι αν βρί­σκεται ακριβώς στον ίδιο χώρο. Η ύπαρξη της μοιάζει περισ­σότερο ή λιγότερο με ένα φωτεινό όνειρο. Όπως, λοιπόν, και όταν ονειρεύεται, η ψυχή ζει σε μία περιοχή που είναι σαν να την έχει δημιουργήσει η ίδια από μέσα της, και δρα σαν να βρι­σκόταν σε έναν εντελώς φυσικό κόσμο, κι έτσι, ο φυσικός κό­σμος τον οποίο έχει εγκαταλείψει δεν της λείπει καθόλου.

Όμως, ο Θεός αφήνει συχνά να διαφοροποιείται ο χώρος ό­που μένει η ψυχή, και εκείνη βρίσκεται τότε σ’ έναν άλλο χώρο, που ταιριάζει απόλυτα στην εσωτερική της κατάσταση. Μιά τέ­τοια ψυχή συνήθως χρειάζεται πολύ χρόνο μέχρι μετά από διά­φορα μαθήματα, να αναγνωρίσει ότι όλα εκείνα που νομίζει ότι κατέχει εκεί, είναι χωρίς περιεχόμενο και αξία. Όταν, σαν συ­νέπεια κάποιων πραγμάτων που θα βιώσει και θα δει, καταλήξει κάποτε σ’ αυτό το συμπέρασμα, τότε μόνο αρχίζει να κάνει κά­ποιους σοβαρότερους συλλογισμούς σχετικά με την κατάστα­ση της, συνειδητοποιώντας έτσι όλο και καλύτερα ότι έχει ε­γκαταλείψει τον παλιό της γήινο κόσμο. Και τότε ξυπνάει μέσα της η επιθυμία για ένα πιο μόνιμο και πιό σταθερό χώρο ζωής. Όταν βρεθεί στην κατάσταση αυτή, διδάσκεται από περισσό­τερο τελειοποιημένα πνεύματα τι πρέπει να κάνει. Και αν ακο­λουθήσει τη διδασκαλία τους, τότε αρχίζει να φωτίζεται εσω­τερικά, γιατί το εσωτερικό της πνεύμα τη διαπερνά όλο και περισσότερο. Όσο περισσότερο, όμως, αυτό μεγαλώνει μέσα της, κάπως έτσι όπως το έμβρυο στο σώμα της μητέρας, τόσο περισσότερη σταθερότητα αποκτούν όλα όσα την περιβάλ­λουν. Αν μία ψυχή κάποτε επιτύχει να πληρωθεί εντελώς από το εσωτερικό της πνεύμα, τότε φθάνει στην πλήρη γνώση και σαφή ανάμνηση όλων όσων ήταν, όσων έγινε, όσων έκανε, και θυμάται ακόμη πώς ήταν φτιαγμένος ο κόσμος ό­που ζούσε ενσαρκωμένη. Μία τέτοια ψυχή μπορεί πλέον να παρατηρήσει ακριβέστατα τη γη, τη σελήνη, τον ήλιο, τους πλανήτες, καθώς και τους άλλους ήλιους που βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα από τα σφαιρικά περιβλήματα έξω από το δικό μας σύστημα και να ευφρανθεί με την Αγάπη, τη Σοφία και τη Δύναμη του Θεού για την καταπληκτική διαρρύθμιση τους.»

 

Ο τόπος παραμονής είναι αντίστοιχος με την πνευματική βαθμίδα

Επομένως, κι αν ακόμη η καθαυτό σφαίρα της ζωής των κα­τοίκων του άλλου κόσμου είναι ο εσωτερικός πνευματικός τους κόσμος, ωστόσο ο τόπος διαμονής τους ως πρόσωπα δεν είναι εντελώς χωρίς σημασία

Αντίθετα, λέγεται ότι αυτός ο εξωτερικός τόπος παραμονής κάθε πνεύματος αντιστοιχεί ουσιαστικά στην κατάσταση της εσωτερικής πνευματικής ζωής του. Κι αυτό γιατί τα όμοια έλ­κονται και στον πνευματικό κόσμο, εδώ δε το εξωτερικό είναι ακόμη περισσότερο τέλεια έκφραση του εσωτερικού απ’, ό,τι στον υλικό κόσμο.

Σύμφωνα με το νόμο αυτό, τα πνεύματα που είναι ακόμη πολύ υλικά και εγωιστικά, έλκονται προς την περισσότερο πυκνή υλικά σφαίρα των ουρανίων σωμάτων. Γι’ αυτό, τους αρέσει να μένουν στο χαμηλότερο στρώμα του αέρα, στην επιφάνεια ή και στο εσωτερικό των ουρανίων σωμάτων, όπου συχνά συ­νιστούν σκοτεινές συμμορίες. Αντίθετα, οι καλύτερες ψυχές, που επιζητούν το θείο φως, ανυψώνονται προς τα μεσαία και ανώτερα στρώματα του αέρα των ουρανίων σωμάτων.

Τα εξαγνισμένα, όμως, καθαρά πνεύματα και oι άγγελοι ζουν έξω από τις υλικές σφαίρες και τα στρώματα αέρα, στους άπει­ρους χώρους του αιθέρα. Χάρη στην ουράνια τελειότητα τους, μπορούν να βρεθούν σε οποιοδήποτε τόπο της Δημιουργίας όχι μόνο πνευματικά, αλλά όταν το θέλει ο Θεός και χωροχρονικά.

Στον «Πνευματικό Ήλιο» διαβάζουμε σχετικά: «Υπάρχουν πνεύματα που είναι εξαιρετικά αργόστροφα και σκοτεινά, και γι’ αυτό μπορούν να περάσουν τη ζωή τους μόνο στα πιο πυκνά, εσωτερικά μέρη της γης. Υπάρχουν, πάλι, πνεύματα κάπως ελαφρότερα, που συνεπώς κατοικούν στα ανώτερα στρώματα της γης και στα νερά, ενώ άλλα ζουν στο κατώτερο στρώμα της γήινης ατμόσφαιρας. Άλλα, πιο τελειοποιημένα, κατοικούν στα ανώτερα και καθαρότερα μέρη της ατμόσφαιρας, πε­ρίπου από τους πάγους των οροσειρών και πάνω. Τα ακόμη πιο ολοκληρωμένα κατοικούν την πρώτη ζώνη του αιθέρα, άλλα τις ανώτερες και πιο ελεύθερες περιοχές του αιθέρα, δηλαδή αυ­τές που βρίσκονται ανάμεσα στα ουράνια σώματα. Και τέλος υπάρχουν τα απόλυτα τέλεια πνεύματα, που κατοικούν στις ανώτερες σφαίρες των ήλιων, οι οποίες είναι αιώνιο φως.»

Όσον αφορά την επικοινωνία ανάμεσα σ’ όλ’ αυτά τα πνεύ­ματα, ισχύει ο εξής κανόνας: «Τα πνεύματα μίας κατώτερης βαθμίδας δεν μπορούν να δουν εκείνα μίας ανώτερης, όμως το αντίθετο είναι, φυσικά, δυνατόν.»

 

Είναι δυνατή μία νέα συνάντηση μεταξύ ψυχών;

Θα μπορέσουμε, άραγε, να δούμε καμιά φορά μέσα στον πνευματικό κόσμο τους αγαπημένους μας που έχουν φύγει; Στην ερώτηση αυτή, που είναι για πολλούς εξαιρετικά σημαντι­κή, ο Κύριος απαντά στις σελίδες του Λόρμπερ:

«Ναι, ανάλογα με το πόσο τέλεια ο κάθε άνθρωπος βίωσε αυτή τη γήινη δοκιμασία της ζωής σύμφωνα με την Τάξη Μου, που έχω αποκαλύψει σε όλους τους ανθρώπους!

Όποιος ήδη εδώ πέτυχε την αναγέννηση του πνεύματος του, πράγμα δυνατόν για τον καθένα, και ζει εδώ ως πλήρως ανα­γεννημένος, έτσι ώστε να βλέπει καθαρά τον πνευματικό κό­σμο με όλες τις συνθήκες που επικρατούν εκεί και την επιρροή που ασκούν στον υλικό κόσμο, καθώς και τον ίδιο τον υλικό κόσμο, αυτός δεν είναι δυνατόν πεθαίνοντας να υποστεί κα­μία μεταβολή ως προς τη σκέψη, τη βούληση, τη μνήμη και τη ζωντανή συνείδηση του. Γιατί αφού η ύλη αποκτά υπόσταση στον κόσμο των φαινομένων μόνον ως μία σταθεροποιημένη ιδέα του Θεού και για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, και εφ’ όσον η ζωή και όλες οι εκδηλώσεις της ήδη από αυτόν τον κόσμο μετατρέπονται σε ύψιστα συνειδητό πνεύμα, είναι για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο αυτονόητο ότι η πνευματική ζωή στον άλλο κόσμο θα πρέπει να είναι πολύ διαυγέστερη και θα έχει πολύ ευρύτερη συνείδηση όλων των συνθηκών της ζω­ής, καθώς το πνεύμα είναι αιώνια ανώτερο από κάθε ύλη.

Το ότι, αντίθετα, οι σκοτεινές ψυχές, αφού απελευθερωθούν από το σώμα, συχνά σκοτεινιάζουν όλο και περισσότερο, οφεί­λεται στην κακή τους θέληση. Τέτοιες ψυχές ή «κακά πνεύμα­τα» βλέπουν, τότε, μόνον ό, τι παράγεται από τη φαντασία τους σαν ένας κατώτερος ονειρικός κόσμος. Εκεί μέσα παραμένουν δέσμιες, συχνά για αιώνες ολόκληρους. Βλέπουν για πολύ και­ρό μονάχα τον φανταστικό τους κόσμο, και δεν μπορούν να δουν τις νεοφερμένες ψυχές, ακόμη κι αν πρόκειται για τους στενότερους συγγενείς τους πάνω στη γη. Όσο βρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση, μόνο οι άγγελοι μπορούν να τους πλησιά­σουν, για να τους διδάξουν μέσα από αντιστοιχίες που παρεμ­βάλλουν στον φανταστικό κόσμο αυτών των τυφλών ψυχών. Αν δεχθούν αυτή τη διδασκαλία και αποκτήσουν περισσότερη θέ­ληση για ν’ ακολουθήσουν το καλό, τότε σιγά-σιγά ο ονειρικός τους κόσμος εξαφανίζεται, προσεγγίζουν όλο και περισσότε­ρο το αληθινό φως και τη θέαση των όσων υπάρχουν. Έτσι ξα­ναβλέπουν επίσης τους συγγενείς και φίλους τους. Τότε, σύ­ντομα τους αναγνωρίζουν και χαίρονται πραγματικά γι’ αυτή τη συνάντηση.»

Όμως, μία συνάντηση διαρκείας γίνεται μόνο στο καθ1 αυτό ουράνιο βασίλειο, δηλαδή στη βαθμίδα της τελειότητας της καθαρής πνευματικότητας. Εκεί, η ψυχή που έχει εξαγνιστεί κι έχει φθάσει την τέλεια ουράνια ταπεινοφροσύνη και αγά­πη, πετυχαίνει την απόλυτη ένωση της με το καθαρά θείο πνεύ­μα που βρίσκεται μέσα της, όπως επεδίωκε ο θείος Δημιουρ­γός, και μέσα από αυτήν έρχεται επίσης η ένωση με όλη τη θεία ζωή μέσα στη Δημιουργία. Τώρα, η ψυχή αντικρύζει, νιώθει και καταλαβαίνει τα πάντα σε όλο το Σύμπαν, και αποκτά την ικα­νότητα να βρίσκεται και να δρα οπουδήποτε θέλει ο Θεός. Φυ­σικά, τότε μπορεί επίσης να επικοινωνεί κατά βούλησιν με ο­ποιονδήποτε νεκρό, κοντινό ή μακρινό, σε όλες τις σφαίρες των κόσμων των ανθρώπων, των πνευμάτων και των αγγέλων.

 

 

Τι σημαίνει παράδεισος ή κόλαση;

 Μέσω του Λόρμπερ μας αποκαλύφθηκε άτι η περαιτέρω ω­ρίμανση των ψυχών, που έφυγαν ατελείς από τη γη, συνίσταται αρχικά στον πνευματικό κόσμο σε μια ονειρική εσωτερική πνευματική ζωή, που επηρεάζεται και κατευθύνεται από τις δυνάμεις, που προστατεύουν την ψυχή. Τί συμβαίνει, όμως, με τις έννοιες καθαρτήριο, παράδεισος, κόλαση; Ποια είναι η σημασία των σταθμών αυτών;

Σύμφωνα με τις διδασκαλίες της νέας αποκάλυψης, οι έννοιες αυτές χαρακτηρίζουν πνευματικές αναπτυξιακές βαθμί­δες του άλλου κόσμου και όχι συγκεκριμένους τόπους – αν . και, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, πάντοτε υπάρ­χει μία καθοριστική σχέση ανάμεσα στην ανάπτυξη της ψυχής και τον τόπο παραμονής της.

Πώς φτάνει όμως κανείς στον παράδεισο ή στην κόλαση;
«Δεν θα πρέπει να φαντάζεστε την κόλαση σαν ένα συγκεκρι­μένο κάτεργο, στο οποίο μπορεί να καταλήξει κανείς, αλλά
μόνο σαν μία κατάσταση στην οποία μπορεί να φθάσει ένα ε­λεύθερο ον συνεπεία των προτιμήσεων και των πράξεων του. Και καθένας που μπορεί να σκεφτεί κάπως ώριμα, εύκολα θα καταλάβει ότι κάθε άνθρωπος ανήκει στην κόλαση για όσο διά­στημα δρά συμφωνάμε τις αρχές της. Αυτές οι αρχές, η περηφάνια, ο εγωισμός και η φιλαυτία, είναι αντίθετες με τις ου­ράνιες αρχές που είναι η ταπεινοφροσύνη, η αγάπη στο Θεό και η αγάπη για το συνάνθρωπο.

«Μετά το σωματικό θάνατο, θα βγεις με την καρδιά σου στον άπειρο θεϊκό χώρο, κι ανάλογα με το ποιόν της, ο χώρος αυτός θα είναι για σένα κόλαση ή παράδεισος!

Γιατί πουθενά δεν υπάρχει ένας ειδικά δημιουργημένος πα­ράδεισος, ούτε κόλαση, αλλά όλ’ αυτό προέρχονται από την καρδιά του ανθρώπου. Κι έτσι ο κάθε άνθρωπος προετοιμάζει μέσα στην καρδιά του τον παράδεισο ή την κόλαση, ανάλογα με το αν πράττει καλά ή κακά. Θα ζήσει όπως πιστεύει, θέλει και δρά, γιατί από την πίστη θρέφεται η βούληση που οδηγεί στην πράξη.

Ο καθένας, λοιπόν, ας ερευνήσει τις κλίσεις της καρδιάς του. Τότε εύκολα θα διαπιστώσει ποιο πνεύμα την διακατέχει. Αν οι τάσεις αυτές τραβούν την καρδιά και την αγάπη της προς τα εγκόσμια, αν νιώθει την επιθυμία να γίνει μεγάλος και επιφα­νής, αν η αλαζονική καρδιά αισθάνεται αποστροφή για τη φτω­χή ανθρωπότητα και νιώθει μέσα της την τάση να κυριαρχεί πάνω στους άλλους, χωρίς να την έχει ορίσει γι’ αυτόν το ρό­λο ο Θεός, τότε μέσα της έχει κιόλας φυτευτεί ο σπόρος του κακού. Κι αν αυτός δεν καταπολεμηθεί και δεν καταστραφεί, τότε είναι φανερό ότι μετά το θάνατο του σώματος δεν επιφυ­λάσσεται στον άνθρωπο τίποτ’ άλλο από την κόλαση.

Αν, όμως, η καρδιά του ανθρώπου είναι γεμάτη ταπεινοφρο­σύνη κι αν αυτός αισθάνεται ευτυχισμένος με το να είναι ο ελάχιστος μεταξύ των ανθρώπων, να υπηρετεί τους πάντες α­γνοώντας τον εαυτό του από την αγάπη του για τους αδελφούς και τις αδελφές του, να υπακούει τους προϊσταμένους του σε όποιο έργο είναι καλό και ωφέλιμο για τους αδελφούς του, κι αν αγαπάει πάνω απ’ όλα τον Θεό, τότε ο ουράνιος σπόρος μεγαλώνει στην καρδιά του και γίνεται ένας αληθινός, αιώνια ζωντανός παράδεισος. Και ένας άνθρωπος, που κρύβει ήδη έτσι ολόκληρο τον ουρανό στην καρδιά του γεμάτος αληθινή πίστη, αγνή ελπίδα και αγάπη, μετά θάνατον είναι αδύνατον να βρεθεί οπουδήποτε αλλού εκτός από το ουράνιο θεϊκό βασί­λειο, αφού αυτό είναι που βλάσταινε από πολύ καιρό μέσα στη ν καρδιά του!»

 

 

Το μεγάλο μέσο βασίλειο

 Τι γίνεται, όμως, με την ανθρώπινη ψυχή αφού εγκαταλείψει το θνητό σώμα; Πού πηγαίνει αρχικά, τόσο από άποψης χώρου, όσο και από πνευματική άποψη; Γι’ αυτά λέει ο Λόρμπερ: Μετά το θάνατο, κάθε ατελής ψυχή οδηγείται από τις δυνάμεις που την προστατεύουν στη μέση περιοχή της ατμόσφαιρας, το ε­πονομαζόμενο «μέσο βασίλειο», όπου αιωρούνται μέσα σε μια ονειρική κατάσταση πολλές παρόμοιες ψυχές.

Στο έργο του Λόρμπερ «Ο πνευματικός ήλιος» αναφέρεται για την πρώτη βαθμίδα ύπαρξης στον άλλο κόσμο: «Κοιτάξτε τη φυσική και πνευματική σφαίρα της γης σας, το λεγόμενο μέσο βασίλειο, που ονομάζεται επίσης Άδης και είναι περίπου αυτό που εσείς ως πιστοί Ρωμαιοκαθολικοί εννοείτε (φυσικά αρκετά εσφαλμένα) ως Καθαρτήριο. Το βασίλειο αυτό μπορεί καλύτερα να παρομοιαστεί με έναν μεγάλο χώρο υποδοχής, όπου μπαίνουν όλοι ανεξάρτητα από την τάξη και τη θέση τους, και κατά κάποιον τρόπο προετοιμάζονται για να πάνε αργότερα στα κατάλληλα γι’ αυτούς διαμερίσματα. Αυτός ο “Άδης” είναι εκείνη η πρώτη φυσική και πνευματική κατάστα­ση, στην οποία περνάει ο άνθρωπος μετά το θάνατο του.

Γιατί κανένας δεν φθάνει αμέσως είτε στον παράδεισο είτε στην κόλαση. Για να συμβεί το πρώτο, θα’ πρεπε κάποιος να έχει ήδη αναγεννηθεί τελείως πάνω στη γη χάρη στην αγνή αγάπη προς τον Θεό, ενώ για το δεύτερο θα έπρεπε να είναι ένας πολύ κακός άνθρωπος που ασέβησε ενάντια στο Άγιο Πνεύμα. Στην πρώτη περίπτωση, τον περιμένει ο παράδεισος χωρίς να περάσει από το μέσο βασίλειο, στη δεύτερη όμως αμέσως στην κατώτατη βαθμίδα της κόλασης, κι αυτό γιατί ο πρώ­τος φέρει ήδη μέσα στην τελειότητα του τον παράδεισο, ενώ ο δεύτερος έχει αποχωριστεί κάθε τι το ουράνιο.

Το μεγάλο “μέσο βασίλειο” είναι το κυρίως εργαστήρι όλων των ουρανίων πνευμάτων. Εκεί, έχουν πάρα πολλά να κάνουν. Γιατί σκεφτείτε ότι σ’ αυτόν τον τόπο φθάνουν διαρκώς χιλιά­δες νέες ψυχές, που πρέπει αμέσως να ελεγχθούν και να πάνε στον απόλυτα κατάλληλο για την καθεμιά τους τόπο. Η για να το πούμε καλύτερα, πρέπει να οδηγηθούν σε μία κατάσταση τέτοια, που να συμπίπτει με τη βασική τους προτίμηση. Επομένως, πρέπει να διερευνηθούν όλες οι τάσεις τους και ύστερα να τους ανοιχθεί ο πνευματικός δρόμος προς την κατεύθυνση προς την οποία έχουν την ισχυρότερη κλίση.

Άλλωστε, και κάθε γιατρός πρέπει πρώτα να γνωρίσει σε βά­θος τον ασθενή του, προκειμένου να του δώσει ένα φάρμακο
τέτοιο, που να τον θεραπεύσει ριζικά. Έτσι και στον άλλο κόσμο, κανένας δεν θ’ αποκόμιζε όφελος από μία φαινομενική
μονάχα θεραπεία. Συνεπώς, πρέπει κι εκεί ο καθένας που φτάνει να αποκαλύψει από την αρχή ως το τέλος το πώς έζησε
Ύστερα, συμβαίνει μία αλλαγή κατάστασης που ονομάζεται
η απόλυτη αποκάλυψη και μέσα στην οποία κάθε πνεύμα βρί­σκεται τελείως “γυμνό”, για να φθάσει έπειτα σε μία τρίτη κα­τάσταση, που λέγεται απονέκρωση όλων των γήινων παθών και αδυναμιών, που έφερε μαζί του ο άνθρωπος στον άλλο κό­σμο.»

Αν μια ψυχή στο μέσο βασίλειο δεν ανταποκριθεί στις διδα­σκαλίες των δυνάμεων που την προστατεύουν, αλλά επιμένει στις λανθασμένες σκέψεις και ορμές της και στα πάθη της, τότε μεταβάλλεται αντίστοιχα και ο εσωτερικός κόσμος των παραστάσεων της και η ψυχή φθάνει στην πνευματική εκείνη κατάσταση που αποκαλούμε προθάλαμο της κόλασης.

 

 

 

Τα τρία επίπεδα του κάτω κόσμου

 Μερικές ψυχές, μολονότι γνωρίζουν το καλό, απομακρύνο­νται, από εγωισμό ή έπαρση, όλο καν περισσότερο από τη Θεία τάξη και συνάμα από τα ζωογόνα ρεύματα του πνεύματος του Θεού. Τότε, η εσωτερική πνευματική ζωή τους γίνεται όλο και περισσότερο σκοτεινή, καθώς η ψυχή τυφλωμένη βυθίζεται όλο και περισσότερο στην αποστροφή της από τον Θεό. Κι αυ­τή η κατάσταση της συνειδητής και πεισματικής κακίας λέγεται «Κόλαση». Σύμφωνα με τον Λόρμπερ, έχει τρία επίπεδα.

Σύμφωνα με όσα γράφει ο Λόρμπερ, «”στην πρώτη Κόλαση” η ψυχή δεν είναι παρά κάτι σαν ένας πολύποδας, που από τον εγωισμό και τη φιλαυτία του δεν νοιάζεται παρά για το φαγητό και την απόλαυση.

Στη “δεύτερη Κόλαση”, η ψυχή υποβάλλεται σε μια “θερα­πευτική νηστεία”, με αποτέλεσμα να συρρικνώνεται όλο και περισσότερο, έτσι ώστε το πνεύμα της να αποκτά όλο και με­γαλύτερη ελευθερία. Στην καλύτερη, αλλά και σπανιότερη πε­ρίπτωση, κάποια πνεύματα τότε μεταστρέφονται, ενδυναμώνονται και τότε ανυψώνουν και την ψυχή τους όλο και περισ­σότερο. Στη συνηθισμένη, χειρότερη περίπτωση, πάλι το πνεύ­μα αφυπνίζεται, αλλά αντικρύζοντας την ψυχή του σε μια τόσο παραμελημένη κατάσταση, θίγεται, αισθάνεται αδικημένο και τότε οργίζεται. Τότε, μέσα του μεγαλώνει η ιδέα ότι η Θεότητα πρέπει να του χαρίσει μία τεράστια ικανοποίηση σε αντι­στάθμισμα της αδικίας που του έγινε. Όσο περισσότερο το πνεύμα ασχολείται με την ιδέα αυτή, τόσο περισσότερα ζητά­ει και τόσο πιο δυσαρεστημένο είναι με όσα του προσφέρονται ως ικανοποίηση.

Μέσα απ’ αυτήν την αυξανόμενη απαίτηση, που πηγάζει από το επίσης αυξανόμενο ανικανοποίητο, το ολοένα αφυπνιζόμενο πνεύμα περνάει σε ένα συναίσθημα εκδικητικής αυταρέ­σκειας μέχρι που τελικά γίνεται ένας τέλειος “αρνητής του Θεού” (διάβολος). Τότε αντιλαμβάνεται επίσης ότι είναι άφθαρτο και παίρνει δύναμη με την πεποίθηση ότι ανεβάζοντας τις απαιτήσεις του μπορεί να αποκτήσει άπειρη δύναμη. Και μέσα από το συναίσθημα αυτό τότε ξεπηδάει η σατανική ιδέα ότι η Θεότητα φοβάται την αυξανόμενη ισχύ τέτοιων πνευμάτων. Η παράλογη αυτή ιδέα ενισχύει διαρκώς την υπερβολική αυτοπεποίθηση του πνεύματος, καθώς και την επιθυμία του να εκδικηθεί τη Θεότητα για το παιχνίδι που, όπως νομίζει, του έπαιξε. Τότε, το πνεύμα αισθάνεται σατανική απέχθεια απένα­ντι στη Θεότητα, αρχίζει να την περιφρονεί και να την μισεί, ενώ παράλληλα βλέπει τον εαυτό του σαν ανώτερο πλάσμα. Τότε πια είναι έτοιμη η “τρίτη κόλαση”».

Εφ’ όσον οι ψυχές που βρέθηκαν χάρη στην ομοθυμία τους μαζί στον άλλο κόσμο αισθάνονται η μια την παρουσία της άλ­λης και αλληλοεπηρεάζονται ως προς την εσωτερική τους ζωή, τα εσωτερικά τους αυτά βιώματα παίρνουν γι’ αυτές τη μορφή ενός τρομερού εφιάλτη αδιάκοπου πολέμου.

Ο Ιησούς λέει σε έναν μαθητή: «Φαντάσου αναρίθμητα τέ­τοια πνεύματα, γεμάτα με άπειρο εγωισμό -και υπεροψία, πώς θα φέρονται το ένα στο άλλο! Σκέψου όμως επίσης ότι στον άλλο κόσμο είναι απόλυτα ελεύθερα. Κανένας νόμος δεν τα περιορίζει και το καθένα μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Αν τα φανταστείς όλ’ αυτά, τότε θ’ αντικρύσεις μία αναρχία που όμοια της δεν υπάρχει πάνω στη γη.

Καθένα τους θέλει να είναι κυρίαρχος. Ανάλογα με το είδος της κακίας τους και της φαυλότητας τους, δημιουργούν συμ­μορίες, και μετά εκδηλώνονται διχόνοια, πόλεμος, ακρωτηρια­σμοί του χειρότερου είδους. Οι ακρωτηριασμένοι πάλι, μόλις συνέλθουν, διψούν για εκδίκηση και προσπαθούν να τραβή­ξουν την προσοχή πάνω τους με διάφορα κόλπα ώστε να θε­ωρηθούν μάγοι και δεξιοτέχνες. Όταν μ’ αυτόν τον τρόπο έ­χουν μαζέψει μεγάλο αριθμό οπαδών, τότε αλίμονο σ’ εκεί­νους που τους ακρωτηρίασαν!

Έτσι, για κάθε είδος κακίας και φαυλότητας υπάρχουν και οι ανάλογες μεγάλες ομάδες, που μόνο για λίγο συνυπάρχουν μέσα σε φαινομενική αρμονία. Μόλις επιτεθούν σε κάποια άλ­λη ομάδα και τη λεηλατήσουν, τότε κατά τη μοιρασιά ο καθένας ισχυρίζεται πως ήταν ο αρχηγός και διεκδικεί το μεγαλύτερο μέρος της λείας. Με τον τρόπο αυτό, στην ομάδα που νίκησε ξεσπούν καυγάδες. Πρώτα ρίχνουν κλήρο, κι ύστερα αυτός που κληρώθηκε να πάρει τη μεγαλύτερη μερίδα, υφίσταται, αν το τολμήσει, διάφορες άλλες πραγματικά δαιμονικές δοκι­μασίες. Του δίνονται μεγάλες υποσχέσεις, ακόμη κι ότι θα τον στέψουν βασιλιά και θεό όλων των ομάδων. Αν δεν θέλει να υποστεί τις δοκιμασίες, του δίνουν το μικρότερο μερίδιο από τη λεία, πράγμα που φυσικά τον κάνει να οργίζεται χωρίς να το λέει. Αν, αντίθετα, δεχθεί τις δοκιμασίες, τότε τον βασανίζουν φρικτά, τον αναγκάζουν να δεχθεί διάφορες ύβρεις και να υποστεί τους μεγαλύτερους πόνους.

Τότε πια ισχύει η ρωμαϊκή παροιμία “Aut Caesar, autnihil” (είτε να είσαι κυρίαρχος, είτε να μην είσαι τίποτα). Αν μπορέσει να ξεπεράσει τις δοκιμασίες, γίνεται βέβαια ένας φαινομενικός βασιλιάς, αλλά η τιμή δεν κρατάει πολύ. Γρήγορα εκδηλώνο­νται ανταρσίες και ο βασιλιάς καθαιρείται. Τη θέση του παίρ­νει ένας δικτάτορας, που δίνει το ένα σύνταγμα μετά το άλλο, το οποίο φυσικά κατοχυρώνει τα εκάστοτε δικαιώματα των εν­διαφερομένων. Μ’ αυτό, πάλι, κάποιοι άλλοι δεν συμφωνούν, αφού δεν ευνοούνται, οπότε γίνονται εκ νέου συνωμοσίες, που έχουν ως αποτέλεσμα νέα ανταρσία του χειρότερου εί­δους. Κι έτσι, ποτέ δεν μπορεί εκεί να εγκατασταθεί μία τάξη.»

 

Δαίμονες και διάβολοι

 Με τον όρο «δαίμονες» εννοούμε πνεύματα της πρωταρχι­κής Δημιουργίας που μαζί με το σατανά (Εωσφόρο) έπεσαν από τη Θεία Τάξη στη μέγιστη εναντίωση στην τάξη, και που δεν έχουν ακόμη μπει στο δρόμο της ταπείνωσης με την εν­σάρκωση τους ως άνθρωποι. Είναι, επομένως, πνεύματα με επίμονα κακό, γνήσια σατανικό φρόνημα. Αντίθετα, λέγοντας «διάβολοι» εννοούμε ανθρώπινες ψυχές, οι οποίες έχουν προσχωρήσει εντελώς, είτε εδώ είτε στον άλλο κόσμο, στο κακό πνεύμα της κόλασης και συνεπώς σκέφτονται, θέλουν και πράττουν σύμφωνα μ’ αυτό.

Ο Ιησούς εξηγεί επίσης σε έναν νομοδιδάσκαλο που θέλει να προφυλαχθεί από τα πνεύματα του σκότους σχετικά με τον τόπο διαμονής τους πάνω στη γη:

«Μια και μιλάμε γι’ αυτό, θέλω να σας πω περισσότερες λε­πτομέρειες για τα μέρη όπου κατοικούν οι προσωπικοί διάβο­λοι. Π αυτό ακούστε: Κοιτάξτε εκείνα τα δημόσια κτίρια των ανθρώπων, όπου γίνονται απάτες στο εμπόριο και σε άλλους τομείς, όπως για παράδειγμα στο Ναό και σε άλλα εμπορικά κτίρια. Αυτά αποτελούν τον ειδικό τόπο διαμονής πολλών προ­σωπικών διαβόλων. Επίσης και τα κτίρια όπου γίνεται ασωτεία, πορνεία ή μοιχεία αποτελούν τόπους κατοικίας τους. Το ίδιο και τα όρη και οι σπηλιές, όπου οι άνθρωποι με βιασύνη και απληστία σκάβουν για να βρουν χρυσό, άργυρο κι άλλους υ­πόγειους θησαυρούς, όπως και τα δάση ή οι σπηλιές όπου ζουν κλέφτες, ληστές και φονιάδες. Το ίδιο ισχύει και για τα πεδία των μαχών, τα στρατόπεδα πολέμου, τους δρόμους που ακολουθούν τα καραβάνια των εμπόρων, τα ποτάμια, τις λίμνες και τις θάλασσες, όπου γίνεται μεγάλο και κερδοφό­ρο εμπόριο.

Άλλοι αγαπημένοι τόποι κατοικίας των διαβόλων είναι η γη, τα χωράφια, τ’ αμπέλια και τα δάση που είναι ιδιοκτησία των σκληρών άπιστων και των φιλάργυρων και σκληρόκαρδων πλουσίων. Αυτό ισχύει για τον αέρα πάνω απ’ όλα αυτά τα μέ­ρη καθώς και για τη φωτιά, τα σύννεφα και τη βροχή, καθώς και για όλους τους ναούς όπου λατρεύονται είδωλα και για τα ψεύτικα μαντεία. Επιπλέον, πολλοί προσωπικοί διάβολοι βρί­σκονται σε όλα εκείνα τα μέρη, όπου βλέπετε μεγάλη γήινη πολυτέλεια και μαζί μ’ αυτή μεγάλη έπαρση.

Σε μέρη, όμως, που δεν κατοικούνται από ανθρώπους ούτε έχουν μολυνθεί από τις αμαρτίες τους, δεν υπάρχουν διάβο­λοι, εκτός κι αν περάσει από κει ένα καραβάνι άπληστων αν­θρώπων.»

 

Αιώνια καταδίκη

 Εφ’ όσον η κόλαση δεν είναι «κάτεργο», αλλά «πνευματική κατάσταση στις ψυχής», είναι φανερό ότι τα αναγγελλόμενα για τα αμαρτωλά πνεύματα από την Αγία Γραφή «αιώνια μαρτύ­ρια» δεν είναι υλικοί ποταμοί πυρός, αλλά πνευματικά βάσανα και πόνοι, που οι στις οι ψυχές προκαλούν στον εαυτό στις μέσα στα βιώματα στις εσωτερικής πνευματικής ζωής στις, εξ αιτίας του κακού στις φρονήματος.

Αφού οι ψυχές αυτές απομακρύνονται μόνες στις από την πρωταρχική πηγή κάθε φωτός και ζωής, ούτε και η εσωτερική ζωή στις έχει φως και ζεστασιά, δηλαδή θεία αγάπη, σοφία και δύναμη. Μέσα στις απλώνεται όλο και περισσότερο το σκοτά­δι, το κρύο, κι όλ’ αυτά αγγίζουν τον ύψιστο βαθμό του πνευ­ματικού μαρτυρίου. Εκεί ακριβώς συνίσταται το μαρτύριο στις κόλασης.

Κατά πόσον, στις, είναι αιώνιο το μαρτύριο αυτό; Ο σκοπός του είναι να μαλακώσει στις σκληρές ψυχές, να στις προετοιμά­σει να θελήσουν να δεχθούν γνώση ανώτερη και καλύτερη και να γίνουν ώριμες για την ουράνια αγάπη. Επομένως, το μαρτύ­ριο παραμένει «αιώνιο» μόνο για όσο διάστημα ο «αμαρτωλός» δεν επιστρέφει στη θεία τάξη. Όταν μεταστραφεί, πράγμα βέ­βαια που είναι για στις πεισματικές ψυχές του κάτω κόσμου ε­ξαιρετικά δύσκολο κι επιτυγχάνεται μόνο αφού περάσουν στις πιο δύσκολες εμπειρίες, τότε απαλλάσσεται από το μαρτύριο. Φως και ζεστασιά έρχονται στην εσωτερική ζωή στις ψυχής, δηλαδή νέες, ευτυχισμένες εικόνες την αναζωογονούν. Τότε η ψυχή μπορεί, έστω και με μεγάλες δυσκολίες, να επιστρέψει από το πρώτο και το δεύτερο επίπεδο στις κόλασης. Αυτό, ό­μως, είναι σχεδόν αδύνατον όσον αφορά το τρίτο επίπεδο, ό­που κατοικεί η mo ασυμβίβαστη περιφρόνηση του Θεού και στις ζωής – αλλά κι εδώ τίποτε δεν αποκλείεται χάρη στη θεία με­γαλοψυχία.

«Όποιος βρίσκεται, εξ αιτίας στις διαστροφής των προτιμή­σεων του, στο πρώτο ή δεύτερο επίπεδο στις κόλασης, μπορεί μετά από πολύ πικρές εμπειρίες να ξαναγίνει αυτό που ήταν πρωταρχικά. Θα διατηρήσει τη συνείδηση και τη μνήμη του και θα έχει τη δυνατότητα να φθάσει στην τελείωση.

Αλλά αν ο άνθρωπος δεν είναι ούτε ψυχρός ούτε θερμός παρά χλιαρός, πράγμα που Εγώ θεωρώ το πιο ανυπόφορο απ’ όλα, κι έτσι δεν νοιάζεται για τίποτα, ούτε για καλό ούτε για κακό, ή αυτά τα δύο σημαίνουν γι’ αυτόν το ίδιο, έτσι ώστε να μπορεί να εκτελεί ατάραχος στις φρικτότερες πράξεις, κι ανάμεσα σ’ αυτές πότε-πότε και κάποια καλή, αν δηλαδή γι’ αυτόν είναι ίδια ο Θεός κι ο διάβολος, ημέρα και η νύχτα, η ζωή και ο θάνατος, η αλήθεια και το ψέμμα, – στις ουσιαστικά είναι ήδη αιώνια νεκρός και στην πραγματικότητα βρίσκεται στο κατώτατο επίπεδο στις κόλασης, από την οποία δεν νοείται πια διαφυγή με την αρχική οντότητα του, εκτός κι αν υπο­στεί το δεύτερο θάνατο*. Η αιτία στις τέτοιας κατάστασης εί­ναι η έπαρση που έχει φθάσει πια τον ύψιστο βαθμό συγκέ­ντρωσης, έχει περάσει από όλα τα στάδια του εγωισμού και στις φιλαυτίας και με τον τρόπο αυτό έχει πνίξει τον ίδιο στις τον εαυτό, χάνοντας μαζί και την πρωταρχική ζωή του πνεύ­ματος. Σ’ αυτό, στις, ακριβώς συνίσταται και ο ουσιαστι­κός αιώνιος θάνατος, που είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κακά, γιατί σημαίνει το τέλος στις καθαυτό αρχικής οντότη­τας.

Μια ψυχή που φθάνει σ’ αυτό το σημείο, είναι ολοκληρωτικά διεφθαρμένη. Η ολότητα, που αρχικά αποτελούσε, πρέπει να αποσυντεθεί με τη δύναμη του θείου πυρός στα συστατικά στοιχεία στις, να αναμιχθεί ύστερα με άλλο νέα και κατόπιν να διατρέξει μακρές περιόδους φυτικής και ζωικής ζωής σε κάποιον άλλο πλανήτη, σε κάποιο άλλο ηλιακό σύστημα, για να περάσει τελικά σε μία εξαιρετικά κατώτερη ανθρώπινη μορ­φή.»

 

Η δε Μπέρτα Ντούντε έγραφε στις 12-5-1957 για το «δεύτερο θάνατο»:

 12.5.1957

Η αιτιολόγηση της καταστροφής και της ανάπλασης της Γης. Τι είναι η κόλαση

Η κατάσταση των πλασμάτων που έχουν πέσει πάρα πολύ χαμηλά Με πονάει και δεν παύω να τους ρίχνω μια σανίδα σω­τηρίας για να μπορέσουν ν’ ανέβουν πάλι ψηλά και τραβάω προς τα πάνω την κάθε ψυχή που την πιάνει γερά, γιατί με αυ­τό αποδεικνύει τη θέλησή της να ξεφύγει από την άβυσσο και επομένως δικαιούται να βιώσει τη σπλαχνικότητα του προαιώ­νιου Πατέρα της.

Αλλά ανάμεσα σε αυτά τα πολύ χαμηλά πεσμένα πλάσμα­τα υπάρχουν επίσης εκείνα που Μου εναντιώνονται σε τέτοιο μεγάλο βαθμό που δεν αφήνουν περιθώρια σωτηρίας.

Η θέληση τους δεν έχει δείξει το παραμικρό δείγμα βελτί­ωσης και η πνευματική τους ουσία έχει σκληρύνει τόσο που έχει γίνει σχεδόν συμπαγής. Εκεί λοιπόν δεν απομένει άλλη δυνατότητα βοήθειας από το να φυλακισθούν πάλι όλα αυτά τα πνεύματα μέσα στην ύλη. Επομένως αυτή η εκ νέου φυλά­κιση αποτελεί πάλι μια εκδήλωση της ευσπλαχνίας Μου, Επει­δή δίχως αυτήν η ψυχή δεν θα μπορούσε να φθάσει πια ξανά στο επίπεδο εκείνο της ενανθρώπισης, όπου θα πρέπει να υ­ποβληθεί σε δοκιμασία η θέληση της, έτσι ώστε σε περίπτω­ση επιτυχίας να ανταμειφθεί με την αιώνια ζωή. Η εξελικτική πορεία στο πνευματικό βασίλειο πρέπει να ολοκληρώνεται μέ­σα στα πλαίσια της θείας Τάξης Μου, δεν μπορεί να γίνεται υ­περπήδηση καμιάς βαθμίδας της. Και αυτό ισχύει τόσο για το στάδιο της αυτοσυνείδητης υπόστασης πάνω στη γη, όσο και για την εξέλιξη στο υπερκόσμιο πεδίο.

Πάντοτε είναι η θέληση του ανθρώπου που παίζει τον κα­θοριστικό ρόλο. Εάν ο άνθρωπος κάνει εντελώς κακή χρή­ση της, είμαι υποχρεωμένος να δεσμεύσω τα πνευματικά στοιχεία του και να τα αφήσω να περάσουν μέσα από τα υ­λικά δημιουργήματα αυτής της γης υπό ένα καθεστώς ανα­γκαστικής υποταγής στους φυσικούς νόμους. Κι αυτό γιατί δεν είναι βέβαια επιθυμία Μου τα πλάσματα Μου να παραμείνουν εσαεί μέσα σε μια εξαιρετικά βασανιστική και δυ­στυχισμένη κατάσταση.

Τα νέα δημιουργήματα που προβάλλουν συνεχώς στο σύ­μπαν και η χωρίς ανάπαυλα γέννηση και θάνατος στη φύση, φανερώνουν τη διαρκή εναλλαγή των εξωτερικών μορφών, οι οποίες φιλοξενούν τα πνευματικά στοιχεία κατά την ανοδική τους εξέλιξη, πλησιάζοντας όλο και πιο κοντά στην τελική βαθ­μίδα, όπου θα λάβουν τη μορφή ενός ανθρώπου αυτής της γης. Αλλά τα πνεύματα εκείνα, τα οποία κατρακύλησαν πάλι ως το πιο κατώτατο βάθος ή εκείνα που βρίσκονται ήδη εκεί κάτω ε­δώ και αιωνιότητες πρέπει υποχρεωτικά να ενσωματωθούν μέ­σα στην πιο σκληρή μορφή ύλης, προκειμένου να αρχίσουν την εξελικτική τους πορεία προς τα πάνω. Δεν μπορούν με άλ­λα λόγια να ενσωματωθούν μέσα σε ήδη υφιστάμενα δημιουρ­γήματα, τα οποία χρησιμεύουν ως διαμονή στα πιο ώριμα πνευ­ματικά στοιχεία. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να υπερπηδη­θεί η πρώτη φάση του εγκλεισμού στην ύλη. Και αυτό γιατί η εξέλιξη του κάθε πλάσματος πρέπει ν’ αρχίσει από εκείνη την εξωτερική μορφή, η οποία ανταποκρίνεται στην άκαμπτη α­ντίσταση που προβάλλει απέναντι Μου, δηλαδή από μια μορ­φή σκληρής ύλης, γιατί αυτό καθορίζει ο νόμος της Τάξης Μου.

Και αυτός είναι ο λόγος που πρέπει κάθε τόσο, μετά από μεγάλες χρονικές περιόδους, να γίνονται νέα δημιουργήματα στον κόσμο για να κατοικηθούν από αυτά τα πνεύματα. Από την άλλη πλευρά πρέπει επίσης αυτά τα δημιουργήματα από σκληρή ύλη που υφίστανται εδώ και ασύλληπτα τεράστιο χρό­νο να διαλυθούν κάποτε, ούτως ώστε να απελευθερωθούν τα συστατικά μέρη των πνευμάτων που είναι έγκλειστα εκεί μέ­σα, προκειμένου να συνεχίσουν και αυτά την εξέλιξη τους μέσα σε πιο χαλαρές μορφές ύλης. Είναι βέβαια πελώρια τα διαστή­ματα μετά από τα οποία ακολουθεί μια τέτοια ολική καταστρο­φή και στη συνέχεια ο σχηματισμός νέων υλικών δημιουργη­μάτων. Και σαν συνέπεια η διάρκεια αυτών των διαστημάτων ως επί το πλείστον δεν μπορεί να εξακριβωθεί αποδεδειγμένα από τους ανθρώπους. Επιπλέον είναι ελλείπεις οι γνώσεις τους γι’ αυτή την ανέλιξη των πνευμάτων, για τον ουσιαστικό προορισμό όλης της ύλης και για τις φρικτά μαρτυρικές καταστά­σεις στο χώρο του πνευματικού, μολονότι η λέξη «κόλαση» είναι γνωστή σε όλους τους ανθρώπους. Ωστόσο τι σημαίνει πραγματικά αυτή η έννοια δεν το ξέρουν, διαφορετικά θα πί­στευαν πιο εύκολα στην ολική ανάπλαση της γης και των κτι­σμάτων της. Αλλά ούτε πρόκειται βέβαια να βρουν ποτέ απο­δείξεις για όλα αυτά.

Ένας στοργικός και σπλαχνικός Θεός όμως προσπαθεί με κάθε τρόπο να σώσει τα .πλάσματα Του και δεν τα εγκαταλεί­πει για πάντα μέσα στο έρεβος, γιατί η αγάπη και η ευσπλα­χνία Μου αποτελούν το προαιώνιο Είναι Μου, το οποίο δεν πρόκειται να αλλάξει στους αιώνες των αιώνων. Θα αγαπώ και θα ευσπλαχνίζομαι αδιάκοπα τα πλάσματά Μου, τα οποία έ­χουν καταπέσει σε απύθμενα βάθη και γι’ αυτό θα βρίσκω διαρ­κώς νέους τρόπους και δρόμους για να τα γλυτώσω από την άβυσσο.

Πριν πάντως συμβεί μια νέα φυλάκιση στην ύλη, θα κατα­βληθεί κάθε προσπάθεια από Μένα και από τους πνευματικούς βοηθούς Μου, προκειμένου οι ψυχές να πάρουν τουλάχιστον στο πνευματικό βασίλειο, το δρόμο προς τα ύψη, ώστε να γλι­τώσουν από τη μαρτυρική μοίρα ενός νέου εγκλεισμού στην ύλη. Αλλά ο κάθε άνθρωπος αποφασίζει τελικά μόνος του με τη θέληση του και, όπως είναι η θέληση, είναι και η μοίρα του.

Όμως το απελευθερωτικό σχέδιο Μου πραγματώνεται στα­θερά και δεν πρόκειται να αποτύχει. Κάποτε θα πετύχω τον στόχο που έχω θέσει και κάποτε το έρεβος θα αφήσει ελεύθε­ρους όλους τους κρατούμενους του, γιατί η αγάπη Μου δεν παύει ποτέ και σ’ αυτήν κανένα πλάσμα δεν μπορεί να αντι­σταθεί για πάντα.

Αμήν

 

Η «οργή του Θεού» είναι ύψιστη αγάπη

 Η «οργή του Θεού», που παίζει έναν σημαντικό ρόλο τόσο στην Παλαιά Διαθήκη, όσο και στα όσα λένε και γράφουν ακό­μη και σήμερα κάποιοι ζηλωτές και θρησκόληπτοι, βασικά δεν είναι τίποτ’ άλλο από την ύψιστη ευσπλαχνία του Θεού.

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο», ο Ιησούς εξηγεί σε έναν ανώτερο ιερέα του Ναού: «Όταν διαβάζετε για την «οργή του Θεού», πρέπει να εννοείτε μ’ αυτό τη σταθερή και αναλλοίωτη σοβα­ρότητα της βούλησης Του. Αυτή, όμως, είναι και ο εσώτατος πυρήνας της πάναγνης και παντοδύναμης Αγάπης, από την ο­ποία εκπορεύθηκαν το άπειρο και όλα όσα βρίσκονται μέσα σ’ αυτό – και αυτή φυσικά δεν μπορεί ποτέ να είναι δυσμενής για κανένα/ Ή μήπως κανένας σας πιστεύει ότι ο Θεός θα μπορού­σε να θυμώνει σαν ένας κουτός άνθρωπος;»

«Ναι, η θεία σοφία μπορεί ν’ αγανακτήσει, όταν ακόμη και άνθρωποι που έχουν ωριμάσει τουλάχιστον κατά το ήμισυ, α­ντιτάσσονται με θράσος ή και κακόβουλα στη Θεία Τάξη. Ό­μως, κι εδώ η Θεία Αγάπη με τη μεγάλη υπομονή της πάλι θα αντιπαρατάξει στις λανθασμένες επιδιώξεις των ανθρώ­πων τα κατάλληλα μέσα για να τους επαναφέρει στο σωστό δρόμο. Με το ν τρόπο αυτό, στο τέλος θα επιτυγχάνεται πάντο­τε ο τελικός σκοπός Μου ως προς την ανθρωπότητα, χωρίς να εξαναγκάζεται ο άνθρωπος σ’ αυτό από κάποια παντοδύναμη θεία εκδίκηση, σαν να ήταν κάποια μηχανή.

Όμως, ακόμη κι αυτά τα μέσα δεν πρέπει να θεωρούνται ως επακόλουθο της θείας οργής, παρά μόνον ως καθαρή συνέ­πεια των ανθρωπίνων σφαλμάτων. Ναι, ο κόσμος και η φύση έχουν λάβει από τον Θεό τους αναγκαίους και αναλλοίωτους νόμους τους, και μάλιστα σύμφωνα με την ορθή τάξη. Και πα­ρόμοιοι νόμοι υπάρχουν και για τη μορφή και το σώμα του αν­θρώπου. Όταν, λοιπόν, ο άνθρωπος θελήσει να αντιταχθεί σ’ αυτή την τάξη και να αλλάξει τη μορφή του κόσμου, δεν θα τιμωρηθεί γι’ αυτό από μία αυθαίρετη θεία οργή, αλλά από την προσβολή της σταθερά προσδιορισμένης θείας Τάξης που ενυπάρχει στα πράγματα, τα οποία πρέπει να είναι όπως είναι.»

Αυτό δεν είναι νόμος ζωής μόνο στην εφήμερη, φυσική ύ­παρξη, αλλά και στη ζωή και την εξέλιξη στον άλλο κόσμο.

 

 Παράδεισος και αναγέννηση

 Αν στο κατώτερο και μέσο επίπεδο του άλλου κόσμου γεν­νηθεί μέσα σε μια ψυχή μέσα από τις εμπειρίες της εκεί, η νο­σταλγία για το ουράνιο φως, την ειρήνη και τη Μακαριότητα κι αν αυτή στραφεί προς το Θεό ζητώντας βοήθεια, τότε πολύ σύντομα θα της δοθούν μέσω των πνευμάτων που την προστα­τεύουν ανώτερες γνώσεις, ενώ παράλληλα θα της υποδει­χθούν δρόμοι που θα την οδηγήσουν σε καλύτερες συνθή­κες. Οι ψυχικές καταστάσεις που θα προκύψουν θα φωτίζο­νται από πνεύμα καθαρότερης αγάπης και θα δημιουργήσουν αντίστοιχα και στην ψυχή έναν πιο ευχάριστο κόσμο παραστά­σεων, ονομάζονται δε «παράδεισοι» ή «προθάλαμος του ου­ρανίου βασιλείου».

«Σας λέω, στ’ αλήθεια αρκεί μία γεμάτη μετάνοια ματιά προς τον Πατέρα για να ξεφύγει κανείς από την κόλαση. Δείτε το ληστή και φονιά πάνω στο σταυρό! Κοίταξε τον Κύριο και είπε με συντετριμμένη καρδιά: Κύριε, όταν έρθεις στο βασίλειο σου και περάσεις από κρίση εμάς τους αμαρτωλούς, θυμήσου με και μη με τιμωρήσεις πολύ σκληρά για τα μεγάλα εγκλήματα που έχω κάνει!» Και ο παντοδύναμος κριτής του απάντησε: «Στ’ αλήθεια, από σήμερα κι όλας θα είσαι μαζί μου στον παράδει­σο!»

Σ’ αυτή την εξελικτική κατάσταση, οι ψυχές βλέπουν συνή­θως ότι βρίσκονται σε θαυμάσιους κήπους γεμάτους ειρήνη και φως και σε τοπία ουράνιας ομορφιάς. Τους περιστοιχί­ζουν άλλα, παρόμοια, ευτυχισμένα πλάσματα, που απολαμβάνουν μαζί τους τη συναναστροφή και τη διδασκαλία ανώτερων αγγέλων που κατέρχονται από τους ουρανούς ως αγγελιαφό­ροι του Πατέρα και τους διδάσκουν με φιλικό τρόπο για τα μυστικά του ουρανού. Στα οράματα των ενορατικών έχουν πε­ριγραφεί συχνά αυτοί οι παραδείσιοι κόσμοι.

Στο έργο “Γη και Σελήνη» μαθαίνουμε για τον τόπο όπου βρί­σκονται αυτές οι παραδείσιες ψυχές, τα εξής: Οι ψυχές αυτές κατοικούν στην ανώτατη περιοχή της ατμόσφαιρας της γης, που αποκαλείται περιοχή της ειρήνης. Γι’ αυτήν την περιοχή, που αρχίζει περίπου 17 000 μέτρα από την επιφάνεια της γης και οι επιστήμονες αποκαλούν στρατόσφαιρα, έχει ανακαλυφθεί ό τι εκεί δεν φθάνουν οι καταιγίδες και τα σύννεφα τω ν κατώτερων περιοχών, παρά επικρατεί νηνεμία και ο ουρανός είναι αιώνια αίθριος. Από τον Λόρμπερ μαθαίνουμε ότι αυτή η ησυχία και διαύγεια στο φυσικό επίπεδο αντιστοιχεί στην πνευματική κατάσταση της ειρήνης των καθαρότερων ψυχών και πνευμάτων που ζουν εκεί, όπως και οι καταιγίδες και οι νεφώσεις των κατώτερων περιοχών αντιστοιχούν στην ταραγ­μένη κατάσταση των μη εξαγνισμένων τους κατοίκων.

Στο “Γη και Σελήνη» αναφέρεται ότι στην περιοχή αυτή βρί­σκονται πνεύματα ήδη περισσότερο τελειοποιημένα. «Αυτά α­πολαμβάνουν διαρκώς το φως. Γιατί σε τέτοιο ύψος ούτε από φυσικής απόψεως σκοτεινιάζει ποτέ τελείως. Αλλά στην πνευ­ματική φύση, εκεί ήδη είναι αδιάλειπτα μέρα, Γιατί αυτή η τρίτη περιοχή βρίσκεται κιόλας σε ένα καθαρά πνευματικό στάδιο, ενώ η δεύτερη δεν είναι ακόμη καθαρή και συχνά μπορεί να «συννεφιάσει», ακόμη δε περισσότερο η πρώτη ή κατώτατη περιοχή της ατμόσφαιρας όπου, ως πρώτη βαθμίδα που εί­ναι, αλληλοδιαπλέκονται το καλό και το κακό.»

Γιατί, όμως, πρέπει να παραμείνουν ακόμη εκεί, στις ανώτα­τες περιοχές της ατμόσφαιρας, αυτές οι καλύτερες ψυχές;

«Κοιτάξτε, κανένα πνεύμα, όσο τελειοποιημένο κι αν είναι περνώντας στην πνευματική σφαίρα, δεν μπορεί να ανέλθει αμέσως στο καθαυτό βασίλειο των ουρανών. Κι αυτό συμβαί­νει επειδή για να τελειωθεί, πάντα χρειάζεται κάτι (από τους υλιστικούς σπινθήρες ζωής) που έχει παραμείνει στο γήινο σώμα και που το πνεύμα μπορεί μόνο σιγά σιγά να αφομοιώσει. Μό­νο αφού έχει δεχθεί ως οντότητα και το τελευταίο υπόλοιπο των όσων ανήκαν σ’ αυτό, αφού τα εξευγενίσει και τα πνευματοποιήσει, μπορεί να εγκαταλείψει αυτή την περιοχή και να εισέλθει σε μια αληθινή πρώτη βαθμίδα του ουράνιου βασι­λείου».

Ένα σχετικά εξελιγμένο πνεύμα στη σφαίρα του παραδείσου «προετοιμάζει το δρόμο για τους καινούργιους που θ’ ανέλ­θουν ως εκεί και τους δείχνει τον τόπο όπου θα μείνουν, κα­θώς και το τί πρέπει να κάνουν. Ακόμη, είναι ο διδάσκαλος των σχετικά καθαρών πνευμάτων της κατώτερης περιοχής. Και ό­ταν δημιουργηθούν εκεί προστριβές, κατέρχεται όπως και ό­λοι οι όμοιοι του, ως ειρηνοποιός και ενεργεί αποφασιστικά, Όταν, όμως, φθάσουν εδώ ξένα πνεύματα από άλλους πλα­νήτες, τότε τα ελέγχει. Αν τα βρει κατάλληλα, τότε τα οδηγεί στο σωστό δρόμο που τα φέρνει κάτω στη γη, παρίσταται και ε­πηρεάζει τις συλλήψεις για να ενσαρκωθούν και βοηθάει τα πνεύματα αυτά κατά την ενσάρκωση τους πάνω στη γη. Ακό­μη, φροντίζει ώστε τα πνεύματα εκείνα να οδηγηθούν κατά την ενσάρκωση τους ακριβώς σ’ εκείνες τις οδούς, που είχαν αποφασίσει προηγουμένως ν’ ακολουθήσουν, προκειμένου να γίνουν παιδιά του Κυρίου.

Το τρίτο αυτό επίπεδο είναι ουσιαστικά η κατοικία των λεγο­μένων πνευμάτων-φυλάκων των ανθρώπων. Όμως, αυτά τα καθαρά πνεύματα δεν είναι ακόμη από μόνα τους καθοδηγητές, ούτε και μπορούν να είναι, γιατί σε πολλά τους λείπει ακόμη η πλήρης γνώ­ση. Γι’ αυτό, πάντοτε βρίσκονται πάνω και κάτω απ’ αυτά τέλεια αγγελικά πνεύματα που τα καθοδηγούν στο έργο τους. Για τα πνεύματα, όμως, αυτό το τρίτο επίπεδο είναι ένας παράδεισος, όπου έχουν όλα όσα μπορούν να ευφράνουν την καρδιά τους μέσα στη ν αγάπη για το θεό. Υπάρχουν εκεί θαυμάσιες περιο­χές, που ωστόσο είναι ανάλογες με την ποιότητα του πνεύμα­τος. Γιατί εκεί ήδη το κάθε πνεύμα γίνεται δημιουργός της πε­ριοχής που κατοικεί Πολλά ωραία πράγματα υπάρχουν στην περιοχή αυτή. Το πνεύμα τα απολαμβάνει χωρίς περιορισμούς και η πείνα του είναι άγνωστη.

Και προσέξτε; ακριβώς μέσα οπό αυτήν την απόλαυση προσλαμβάνει σιγά-σιγά το πνεύμα εκείνα τα στοιχεία της οντότητάς του, που μένουν ακόμην προσκολλημένα στη γη… Αφού, λοιπόν, τα προσλάβει όλ’ αυτά και δεν χρωστάει πια ούτε αυτό τίποτα στη γη, ούτε αυτή σ’ εκείνο, τότε πια έχει αποκτήσει απόλυτη σταθερότητα και μπορεί να γίνει δεκτό στο βασίλειο των ου­ρανών για να τελειοποιηθεί περαιτέρω.

Μπορεί, όμως, να υπάρχουν και πνεύματα που, για λόγους που γνωρίζετε, έχουν ακόμη στοιχεία που ανήκουν σε άλλους πλανήτες. Αυτά ανεβαίνουν επίσης στις αντίστοιχες σφαίρες εκείνων των ουρανίων σωμάτων, απ’ όπου είχαν λά­βει το βασικό χαρακτηριστικό τους ή όπου είχαν ζήσει ενσώματα, για να πάρουν από κει ό, τι τους ανήκει. Όλ’ αυτά όμως γίνονται δια της οδού της αγάπης, που είναι η μοναδική ελκτική αρχή. Άλλωστε, όλα αυτά πρέπει να γίνονται δυνάμει της ελεύθερης βούλησης του πνεύματος, που επιδιώκει να συγκεντρώσει μέσα του ό, τι είναι δικό Μου, για να Μου το επιστρέψει ύστερα μέσα στη μεγάλη του αγάπη.»

Ο Κύριος εξηγεί ακόμη, στο «Γη και Σελήνη»: «Αυτά τα καθαρά πνεύματα συχνά κατέρχονται στη δεύτερη, καμιά φορά και στην πρώτη περιοχή. Τα ορατά μέρη, όπου κατεβαίνουν στη γη, είναι κυρίως εκείνα που εξ αιτίας του μεγάλου υψόμετρου είναι διαρ­κώς καλυμμένα με χιόνια και πάγους. Γι’ αυτό άλλωστε οι περιο­χές αυτές ασκούν σχεδόν σε κάθε άνθρωπο μία μαγική έλξη και τους δημιουργούν συναισθήματα ευτυχίας και ευφορίας. Ό­ποιος είναι λυπημένος και ανήσυχος, ας ανέβει ή έστω ας πλησιάσει μία τέτοια κορυφή στο όνομα Μου, και θα νιώσει σαν να πέφτει στην ψυχή του βάλσαμο.

Ενώ στις κατώτερες περιοχές η ψυχή νιώθει διαρκώς αυξα­νόμενη συναισθηματική άμβλυνση και στενοχώρια, όπως αι­σθάνονται όσοι μπαίνουν σε βαθιές χαράδρες και σπήλαια, η διάθεση κάποιου που ανεβαίνει σε τέτοια ύψη γίνεται όλο και πιο ευχάριστη. Και όποιος ανέβει στην κορυφή, αναφω­νεί: “Κύριε, εδώ είναι ωραία να μένει κανείς!”

Βέβαια, Εγώ πρέπει τότε να προσθέσω: “Δεν έφθασε ακόμη για σένα ο καιρός να μείνεις εδώ”. Όμως, παρ’ όλ’ αυτά σας συνιστώ ν’ ανεβαίνετε σε βουνά. Γιατί κι Εγώ, όταν ήμουν ενσώματος πάνω στη γη, πήγαινα συχνά στα βουνά. Πάνω σ’ ένα βουνό έγινε η μεταμόρφωση Μου, πάνω σ’ ένα βουνό έ­διωξα τους μεγαλύτερους πειρασμούς, εκεί δίδαξα για τη βα­σιλεία των ουρανών, εκεί προσευχήθηκα. Και πάνω σ’ ένα βου­νό σταυρώθηκα. Γι’ αυτό, να πηγαίνετε μ ευχαρίστηση στα βου­νά. Γιατί όχι μόνο το πνεύμα σας, αλλά και το σώμα σας κερδίζει έτσι περισσότερα απ’ όσα θα του προσέφεραν εκατό φαρμα­κεία.».

 

Τα επτά πνεύματα του Θεού

 Στην περιοχή του παραδείσου, τα πνεύματα πρέπει να ανα­πτύξουν τα λεγόμενα «επτά πνεύματα του Θεού», δηλαδή όλες εκείνες τις θεμελιώδεις ιδιότητες, στις οποίες συνίσταται η πραγματική θεία φύση: την αγάπη, τη σοφία, τη βούληση, την τάξη, τη σοβαρότητα, την υπομονή και την ευσπλαχνία.

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» ο άγγελος Ραφαήλ λέει:

«Για το λόγο αυτό ο Κύριος σας κάλεσε να έχετε πρωτίστως αγάπη στον Θεό και στον πλησίον, και σας είπε: “Να είσαστε φιλεύσπλαγχνοι, όπως είναι ο ουράνιος Πατέρας σας, ήπιοι και ταπεινοί, όπως είμαι κι Εγώ με όλη Μου την καρδιά ήπιος και ταπεινός!” Ο Κύριος σας σύστησε να αναπτύξετε το έβδο­μο πνεύμα, κυρίως επειδή σ’ αυτό περιέχονται όλα τα προη­γούμενα και αυτό είναι που τα διαμορφώνει. Όποιος, λοιπόν, το αναπτύσσει με ζήλο, αυτός ενισχύει και τα προηγούμενα και γι’ αυτό φθάνει γρηγορότερα και ασφαλέστερα στην τε­λείωση.»

Αυτή η ανάπτυξη της ψυχής, που οδηγεί στην πνευματική αναγέννηση και στην κυριαρχία του πνεύματος που ενυπάρ­χει στην ψυχή, παρομοιάζεται από τον Ιησού με την εικόνα της ανατολής του ηλίου. Αλλού, δίνει στον Ιούδα ένα κάποιο αριθμητικό μέτρο για την τελειότητα που μπορεί κανείς να ε­πιτύχει με τον τρόπο αυτό:

«Διαίρεσε» λέει στον υπολογιστή μαθητή, «την αγάπη σου σε 666 ίσα μέρη. Δώσε απ’ αυτά τα 600 στον Θεό, τα 60 στον πλη­σίον και τα 6 στον εαυτό σου, και τότε θα είσαι ένας τέλειος, αναγεννημένος άνθρωπος! Αν θέλεις όμως να είσαι ένας τέ­λειος διάβολος, δίνε 6 στο Θεό, 60 στον πλησίον και 600 στον εαυτό σου!»

 

Το Βασίλειο των Ουρανών και οι τρεις βαθμίδες του

 Αυτή η βαθμίδα πνευματικής τελείωσης που αποκτάται μέσα

από την αναγέννηση του πνεύματος ονομάζεται «Βασιλεία των
Ουρανών».
Ένας τέτοιος κάτοικος των Ουρανών (σε αντιδιαστολή προς τα αγνά, αρχέγονα πνεύματα ή και τους πεσμένους αγγέλους, που ακόμη δεν έχουν περάσει από τη γήινη ανθρώπινη ζωή, ονομάζεται «αναγεννημένος άγγελος».

Από πλευράς χώρου, αυτά τα εξαγνισμένα όντα ανυψώνο­νται, ανάλογα με την πνευματική τους άνοδο, από την ατμό­σφαιρα των πλανητών στον αιθερικό χώρο, που αποτελεί τη φωτεινή τους κατοικία. Όμως, δυνάμει της απεριόριστης πια ελευθερίας της βουλήσεως τους, μπορούν να κατέβουν και σε οποιαδήποτε χαμηλότερη σφαίρα στην υπηρεσία της αιώ­νιας αγάπης.

«Όμως, υπάρχουν τεράστιες διαφορές ακόμη και στη ζωή που έχει φθάσει στην τελείωση. Γιατί μία ζωή που πρόσφατα άρχισε ν’ αναγνωρίζει τον εαυτό της, προφανώς δεν μπορεί να είναι τόσο ισχυρή όσο μία που τον έχει αναγνωρίσει και α­ποδεχθεί εδώ και καιρό μέσα στην πληρότητα και το βάθος της φωτεινότερης αλήθειας.»

Έτσι και στους ουρανούς υπάρχουν τρεις βαθμίδες, που στα γραπτά της νέας αποκάλυψης ονομάζονται: ο ουρανός της σο­φίας, ο ουρανός της σοφίας που προέρχεται από την έμπρακτη αγάπη και ο ύψιστος ουρανός της αγάπης.

«Αν ένας άνθρωπος ακούει το Λόγο Μου και τον δέχεται στα βάθη της καρδιάς του, όπου αυτός γίνεται ζωντανά κατανοη­τός, είναι σαν ένας καλός αγρός, όπου πέφτει ο σπόρος και ανάλογα με τη θέληση και τη δύναμη του ανθρώπου αποφέρει άλλοτε εκατοντοπλάσια, άλλοτε εξηκονταπλάσια κι άλλοτε τριακονταπλάσια σοδειά καλών έργων. Εκατονταπλάσια είναι για όποιον κάνει το πάντα για Μένα, εξηκονταπλάσια για ό­ποιον κάνει πολλά για Μένα και τριακονταπλάσια για όποιον κάνει αρκετά για Μένα. Επίσης, όμως, και οι ουρανοί του βασιλείου Μου είναι τρεις: ο ανώτατος για την εκατονταπλάσια σοδειά, ο κατώτερος για την εξηκονταπλάσια και ο κατώτατος για την τριακονταπλάσια.»

Στον κατώτατο ουρανό ή ουρανό της σοφίας πηγαίνουν οι ψυχές που έχουν φθάσε! στην πρώτη βαθμίδα τελειοποίη­σης, στην οποία το νοητικό-γνωστικό στοιχείο, η καθαρή πί­στη, κυριαρχεί ακόμη περισσότερο από την ουράνια αγάπη κι ευσπλαχνία, (που υπάρχουν μεν, αλλά ακόμη δεν είναι πο­λύ δυνατές).

Ο Χριστός λέει γι’ αυτήν την πρώτη βαθμίδα: «Όποιος μπορεί να νικήσει όλα τα κακά πάθη της σάρκας του μέσω της σταθε­ρής και ζωντανής πίστης, της αγάπης για τον Θεό και τον πλη­σίον και της ακλόνητης ελπίδας (για μια αιώνια και μακάρια ζωή), και επομένως να γίνει απόλυτος κύριος του εαυτού του, περνάει στην πρώτη βαθμίδα της αληθινής εσωτερικής τελείωσης, παρ’ όλο που δεν θα λείψουν κι εκεί αρκετοί πει­ρασμοί που θα ερεθίσουν την ψυχή να διαπράξει τη μία ή την άλλη ελαφρά αμαρτία.»

Οι κάτοικοι του ουρανού της σοφίας, είναι λοιπόν, χάρη στη γνώση που τους παρέχει η πίστη τους, ηθικά αγνοί και έχουν αυτοκυριαρχία. Όμως στους συχνά πουριτανούς αυτούς “δί­καιους της πίστης» λείπει ακόμη η αληθινή αγάπη και ευσπλαγ­χνία. Ωστόσο, στους αιθερικούς κόσμους όπου κατοικούν, ε­πικρατεί η πιο μεγάλη λαμπρότητα και ομορφιά. Υπάρχουν το­πία, ανάκτορα και ναοί απερίγραπτης μεγαλοπρέπειας και ο­μορφιάς και οι ψυχές αυτές βρίσκονται σε μακαριότητα ανά­λογη με το βαθμό τελειότητας όπου έχουν φθάσει και η οποία εκφράζεται ως ευρεία γνώση και σοφία.

Στη δεύτερη ουράνια σφαίρα, που ονομάζεται ουρανός της αοφίας από την αγάπη, φθάνουν εκείνες οι ψυχές, που θέλουν ολόψυχα να κάνουν μοναδικό αντικείμενο των επιδιώξεων τους και της ζωής τους την αγάπη για το Δημιουργό. Αυτός ο δεύτερος βαθμός τελείωσης στο Λόρμπερ χαρακτηρίζεται με τα λόγια:

«Αν ένας άνθρωπος καταφέρει (εδώ ή στον άλλο κόσμο) να συμμαχήσει με τις αισθήσεις του έτσι, ώστε εκείνες ν’ απομα­κρυνθούν από κάθε γήινο πειρασμό και να στραφούν αποκλει­στικά στο πνεύμα, αυτό ήδη είναι ένα σίγουρο και φωτεινό ση­μάδι ότι το εσωτερικό πνεύμα το προερχόμενο από τον Θεό έχει διαποτίσει εντελώς την ψυχή του. Στη δεύτερη βαθμίδα τελείωσης, ο άνθρωπος αποκτά επίσης τη δύναμη και την ελευ­θερία να δρα σύμφωνα με τη θεία θέληση, αφού η ψυχή του είναι γεμάτη μ’ αυτήν, κι έτσι να μην μπορεί πια να διαπράξει αμάρτημα, εφ’ όσον όλες οι πράξεις του κατευθύνονται από την αληθινή σοφία που προέρχεται από τον Θεό.»

Στην περίπτωση αυτή, και η μακαριότητα ενός τέτοιου κατοί­κου του ουρανού αυξάνεται ανάλογα. Δεν έγκειται πια, όπως στον ουρανό της σοφίας, κυρίως στη γνώση, αλλά στο πεδίο της δράσης. «Συνίσταται στο ότι η ψυχή τώρα διαθέτει πραγ­ματικά θεία δημιουργική δύναμη και με θεία σοφία μπορεί να κάνει όλα όσα κάνει ο Θεός.»

Οι πνευματικοί κόσμοι, όπου κατοικούν αυτές οι ψυχές, στις αιθερικές σφαίρες του δεύτερου ουρανού, είναι εξαιρετικά απλοί κι απέριττοι, ακριβώς όμως γι’ αυτό είναι πολύ γοητευτικοί και ζεστοί. Στο βιβλίο «0 πνευματικός ήλιος» η σφαίρα αυτή παρομοιάζεται με μία ατέλειωτη και όμορφη έκταση γε­μάτη λόφους, με κατοικίες παρόμοιες με τα μικρά χαριτωμένα σπιτάκια των Ελβετικών Αλπεων. Οι περιηγητές του βιβλίου που έχουν την ευκαιρία να τα δουν όλ’ αυτά, λένε: «Ναι, αλή­θεια έτσι μοιάζει! Υπάρχει βέβαια μεγάλη διαφορά ανάμεσα σ’ ένα τέτοιο σπιτάκι κι ένα ανάκτορο ή μία μεγάλη πόλη του ου­ρά νου της σοφίας, όμως παρ’ όλ’ αυτά θα το προ τιμούσαμε από ένα τέτοιο ανάκτορο.»

Οι κάτοικοι αυτής της σφαίρας δεν ασχολούνται πια με το να κατασκευάσουν για τον εαυτό τους ένα μεγάλο και ωραίο τόπο κατοικίας και να διερευνούν νοητικά τα δημιουργήματα του Θεού. Η ζωή τους κατευθύνεται όλο και περισσότερο στα έρ­γα αγάπης, δηλαδή στη συμμετοχή τους στο μεγάλο έργο της λύτρωσης των ψυχών, που ακόμη είναι δέσμιες της ύλης. Πρό­κειται για σκληρή εργασία, και οι περιηγητές του ουρανού στο βιβλίο που αναφέραμε, την βλέπουν να υποδηλώνεται κατ’ αναλογίαν σε διάφορα γεωργικά εργαλεία που υπάρχουν στα αλπικά σπιτάκια. Όμως, μόνο χάρη στην τελείως ταπεινή και γεμάτη αυταπάρνηση δραστηριότητα μπορεί να συμβεί να έλθει στη σφαίρα αυτή, κάποτε και με συγκεκριμένη μορ­φή, ο ίδιος ο Πατέρας στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού για να επισκεφτεί τις ψυχές που τον ζητάνε πιο θερμά και να οδη­γήσει εκείνες που έφθασαν στην ωρίμανση μαζί του στην ανώ­τατη ουράνια σφαίρα.

Στην ανώτατη και μακαριότατη σφαίρα φθάνουν τα όντα που κατέχουν τον τρίτο και ανώτατο βαθμό εσωτερικής τελείωσης.

«Στον βαθμό αυτό ο τέλειος άνθρωπος, ξέροντας καλά ότι τώρα ως κύριος της φύσης μπορεί να κάνει αναμάρτητα ό, τι θέλει, παρ’ όλ’ αυτό συγκρατεί ταπεινά τη βούληση και τη δύ­ναμη του και εξ αιτίας της αγνής αγάπης του για τον Θεό δεν κάνει τίποτα, πριν του δώσει ο Θεός την εντολή γι’ αυτό. Άλλω­στε, κι αυτό είναι για τον τέλειο κύριο της φύσης ένα δύσκολο καθήκον, γιατί μέσα στην τέλεια σοφία του αναγνωρίζει ότι συμφωνάμε τη δική του θέληση μπορεί μόνο ορθές πράξεις να κάνει, αφού η βούληση του πηγάζει από τον Θεό. Όμως, ένα πνεύμα που σκέφτεται βαθύτερα, βλέπει επίσης ότι υπάρ­χει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη δική του, ξεχωριστή βούληση την προερχόμενη από τον Θεό και στην άπειρη και καθολική βούληση του ίδιου του Θεού. Γι’ αυτό και θέτει τη δική του ξε­χωριστή βούληση απόλυτα στην υπηρεσία της καθολικής θείας βούλησης και κάνει κάτι με τις δικές του δυνάμεις μόνον όταν καλείται σ’ αυτό άμεσα από τη μοναδική θεία βούληση.

Όποιος δρα κατά τέτοιο ν τρόπο, έχει φθάσει εσωτερικά στην ύψιστη τελείωση του τρίτου βαθμού. Είναι απόλυτα ένα με τον Θεό και, όπως ο Θεός, κατέχει την ανώτατη εξουσία πάνω σε όλα στον ουρανό και στη γη, και κανείς δεν μπορεί να του την αφαιρέσει αιώνια.»

Η άπειρη και ύψιστη μακαριότητα μίας τέτοιας τέλειας ψυ­χής συνίσταται στο ότι αυτή έχει διαρκώς κοντά της τον Θεό, το μοναδικό δημιουργό και κύριο του απείρου, στη μορ­φή του Ιησού, ως τον καλύτερο της φίλο, μπορεί να τον αγαπά ως τον ουράνιο πατέρα της πάνω απ’ όλα και απεριόριστα και μπορεί επίσης μαζί του να βλέπει ανά πάσα στιγμή όλη την πνευματική και υλική δημιουργία. Τελικά βρίσκεται έτσι ενω­μένη με τον Θεό μέσω της αγάπης, μέσα στην πληρέστερη θεία ελευθερία.

 

Η «Χρυσή Πόλη» και ο «Ήλιος του Ελέους»

Αυτή η ανώτατη ουράνια σφαίρα που στα γραπτά της νέας αποκάλυψης αποκαλείται «ουρανός της αγάπης», στην Αγία Γραφή όπως είναι γνωστό λέγεται «η μεγάλη πόλη από καθα­ρό χρυσό» ή «η άγια, ουράνια Ιερουσαλήμ».

Όσο ακόμη δεν είμαστε πνευματικά τελειοποιημένοι, δεν μας είναι δυνατόν να συλλάβουμε τελείως αυτή τη σφαίρα. Όπως στην Αποκάλυψη του Ιωάννη (κεφ. 21, 10) δόθηκαν μό­νο μεταφορικές αντιστοιχίες με γήινες παραστάσεις, έτσι και τα γραπτά της νέας αποκάλυψης δίνουν μόνο απεικονίσεις αυ­τής της μακαριότητας χρησιμοποιώντας τη γήινη γλώσσα. Κι εδώ γίνεται λόγος για μεγάλη, πραγματικά θεϊκή λαμπρότητα.

«Στη μέση, πάνω από την πόλη, βρίσκεται ο πιο θαυμάσιος απ’ όλους τους ήλιους, ο Ήλιος του Ελέους, που το φως του είναι πολύ λαμπρότερο από εκείνο του φυσικού ήλιου της γης, ενώ συγχρόνως είναι το ίδιο όμορφο στην όψη όπως το φως του ωραιότερου άστρου της αυγής.»

Φυσικά, αυτό το θείο κέντρο της ζωτικής δύναμης έχει κάπου μέσα στο άπειρο και μια έδρα από απόψεως χώρου, όπως και κάθε πνεύμα, ακόμη και το δικό μας το ανθρώπινο, βρίσκεται σε κάποιο χώρο. Ακούμε από τον Γιάκομπ Λόρμπερ ότι αυτό το κέντρο του άπειρου θεϊκού πνεύματος βρίσκεται στο δικό μας σφαιρικό περίβλημα, και μάλιστα στην πνευματική σφαίρα του πρωταρχικού κεντρικού ήλιου του, του Regulus, ενός αρχέ­γονου ουράνιου σώματος, που από τη γη είναι ορατό ως αστέ­ρας πρώτου μεγέθους στον αστερισμό του Λέοντα, πολύ κοντά στον ισημερινό του ουρανίου θόλου, ορατός επομένως τόσο από το βόρειο, όσο και από το νότιο ημισφαίριο.

 

 

Η ζωή αυτών που έφθασαν στην τελείωση

Αρκετοί Χριστιανοί έχουν πολύ εσφαλμένες και αρκετά α­νόητες ιδέες για τη ζωή, το έργο και τη μακαριότητα των τελείων πνευμάτων που βρίσκονται στους ουρανούς. Σκέφτονται ότι κάθονται και τρώνε στο τραπέζι του Θεού, εξυμνούν και ψάλλουν. Οι κάπως εξυπνότεροι πιστεύουν ότι εξερευνούν τη Δημιουργία ή κοιτάζουν τον Θεό κατά πρόσωπο. Μόνο λίγοι καταλαβαί­νουν ότι δεν μπορεί να συνίσταται σ’ όλ’ αυτά η αιώνια ζωή και μακαριότητα κι ότι μία τέτοια συμπεριφορά καθαρής απόλαυ­σης δεν ταιριάζει με την ακούραστα αγαθοεργή φύση του Θε­ού, ο οποίος αποτελεί για την ψυχή το πρότυπο της τελειότη­τας. Αφού ο Θεός είναι η καθαρότερη και πάντα ενεργή αγάπη, και η δική μας αιώνια ζωή στην κατάσταση της τελείωσης δεν μπορεί παρά να είναι διαρκώς αυξανόμενη δράση στην υπηρε­σία της αγάπης.

Το μεγάλο πεδίο δράσης των ουρανίων κατοίκων είναι το αποστατήσαν αρχέγονο πνεύμα του σατανά ή Εωσφόρου μα­ζί με όλη την ακολουθία του, που βρίσκεται δέσμια μέσα στα υλικά σώματα του κόσμου.

Ο μεγάλος προορισμός όλων των ανώτερων πνευμάτων εί­ναι να φέρουν αυτούς τους αδελφούς και τις αδελφές, μέσα από τις βαθμίδες του φυσικού βασιλείου και των πνευματικών σφαιρών, από την εναντίωση στον Θεό πίσω στη θεία τάξη και στην ελευθερία.

Στον «Πνευματικό Ήλιο» ο Κύριος λέει σε μία ομάδα μακα­ρίων: «Ήδη όταν είσασταν στη γη είχατε ακούσει ότι η εσοδεία Μου είναι μεγάλη. Όμως, υπάρχουν ακόμη λίγοι εργάτες στον αγρό Μου. Εδώ επομένως είναι ο τόπος όπου θα γίνετε οι α­ληθινοί εργάτες και συνεργάτες Μου για τη συγκομιδή, και μάλιστα έτσι, όπως ήδη έχουν γίνει πολλοί από τους αδελφούς σας. Εδώ ούτε θα οργώνετε ούτε θα θερίζετε σιτηρά, ούτε θα καλλιεργείτε αμπέλια ή θα μαζεύετε φρούτα. Όλα αυ­τά δεν είναι παρά μία αντιστοιχία που συμβολίζει τη γεμάτη αγάπη δράση που πρέπει να έχετε για τους αδελφούς σας πά­νω στη γη. Όμως όχι μόνο γι’ αυτούς. Εδώ θέλω να σας μιλήσω με ευρύ πνεύμα, και γι’ αυτό σας λέω: έχω ακόμη πολλά κοπά­δια που δεν κατοικούν στους σταύλους της γης, παρά ζουν σύμφωνα με το είδος τους σε αναρίθμητους άλλους πλανή­τες και ουράνιο σώματα. Όλοι αυτοί πρέπει να οδηγηθούν σε αυτόν το σταύλο της αιώνιας ζωής.

Γι’ αυτό τώρα σας δίνω πλήρως τη δύναμη Μου, ώστε ό­που και να σας στείλω, να μπορέσετε να δράσετε σαν να δρού­σα Εγώ ο ίδιος. Φυσικά θα μπορούσα να τα κάνω όλα αυτά μό­νος Μου, όμως σας μοιράζω όλο αυτό το έργο, για να μεγα­λώνει διαρκώς η μακαριότητα σας στο πλευρό Μου από αιω­νιότητα σε αιωνιότητα. Για το λόγο αυτό, πρέπει όταν σας στέλνω για έναν μεγάλο σκοπό σε κάποιο μέρος, να μπορείτε όπως Εγώ, να δείτε όλον το φυσικό κόσμο από τα βάθη του μέχρι το εξώτατο του περίβλημα και αντίστροφα, από το εξώ­τατο περίβλημα μέχρι τα βάθη του. Το τί πρέπει να κάνετε σε μια τέτοια αποστολή, αυτό θα το καταλαβαίνετε πάντοτε τέ­λεια. Τώρα, λοιπόν, σας έδειξα τον μεγάλο σας προορισμό, όπου μπορείτε να ενεργοποιηθείτε στο μέγιστο βαθμό σύμ­φωνα με την αγάπη Μου, τη σοφία και την τάξη Μου.»

Άπειρα πολύπλευρα και μεγάλα έργα υπάρχουν εδώ στον ανώτατο ουρανό της αγάπης διαβάζουμε στον «Ρόμπερτ Μπλουμ», την ιστορία της εξέλιξης στο επέκεινα του γνωστού επαναστάτη του περασμένου αιώνα: «συχνά σπουδαίες επισκέψεις (πνευμάτων και αγγέλων) από όλες τις αναρίθμη­τες περιοχές του σύμπαντος, και πάρα πολλές αποστολές σε διά­φορους κόσμους και ήλιους. Επίσης υπάρχουν αποστολές στους δύο απροσμέτρητα μεγάλους κατώτερους ουρανούς και ειδικά στις άπειρες ενώσεις (αγγέλων) τους, καθώς και σε όλες τις πολυπληθείς περιοχές των πνευμάτων των κάθε είδους και μεγέθους κόσμων.»

 

Μια και για τα πολύπλευρα καθήκοντα στις διάφορες περιο­χές της δημιουργίας απαιτούνται διαφορετικές δυνάμεις και χαρίσματα, δεν πρέπει να φανταζόμαστε τον ουρανό ως ένα βασίλειο απόλυτα όμοιων όντων.

Ο αρχάγγελος Ραφαήλ λέει στους μαθητές: «Δεν υπάρχει τελειοποίηση της ζωής που να μην είναι στενά συνδεδεμένη με την εσωτερική δύναμη, γιατί η τελειοποιημένη ζωή είναι η ίδια η τελειοποιημένη δύναμη. Όμως, μία διαφοροποίηση των χαρισμάτων του πνεύματος από τον Θεό προς τους ανθρώ­πους ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες τους, είναι αναγκαία, για να μπορούν αιώνια τα πνεύματα να υπηρετούν το ένα το άλλο κατά το μέτρο της αγάπης τους προς τον Θεό και προς τα άλλα πνεύματα. Γι’ αυτό, ο ένας λαβαίνει κατά την τελειοποί­ηση του το χάρισμα της πρόβλεψης, ο άλλος της σοφής έκ­φρασης δια του λόγου, ένας τρίτος το χάρισμα της εφευρετι­κότητας και της δημιουργίας, ενώ κάποιος άλλος εκείνο της ισχυρής βούλησης ή της δύναμης της αγάπης ή πάλι της ι­σχύος της σοβαρότητας, της υπομονής, της ευσπλαχνίας, της ταπεινοφροσύνης. Έτσι, στον καθένα κυρίαρχο στοιχείο είναι κάτι διαφορετικό, ώστε τα πνεύματα να μπορούν να υπο­στηρίζουν το ένα το άλλο σε διάφορες καταστάσεις. Όμως σε περίπτωση ανάγκης το κάθε (τέλειο) πνεύμα έχει μέσα του ε­νωμένες όλες τις ικανότητες και μπορεί να δράσει με οποιο­δήποτε ειδικό χάρισμα του πνεύματος του Κυρίου…

Η εμβέλεια της γνώσης, καθώς και η δημιουργική δύναμη της θέλησης των αγαθοεργών πνευμάτων αυξάνεται και ενισχύε­ται διαρκώς από την αιώνια αγάπη. Σ’ αυτό ακριβώς συνίσταται η βασική αιτία της ανεξάντλητης μακαριότητας των κατοίκων του ουρανού.

Ένας άγγελος λέει: «Αυτό που εμείς, τα τέλεια πνεύματα, θέλουμε, αυτό γίνεται όπως το θέλουμε μέσα από την αγά­πη, τη σοφία και την ελευθερία μας, είτε στη στιγμή, είτε στα­διακά, με μια σοφή τάξη. Γιατί εξ αιτίας της αγάπης μας για τον Θεό βρισκόμαστε επίσης απόλυτα στη σοφία και την εξουσία του, την οποία ανάλογα με την ωρίμανση μας μπορούμε να αντιληφθούμε και να αντέξουμε, Έτσι, η αγάπη του θεού είναι και δική μας αγάπη, η σοφία του είναι και δική μας σοφία, η βούληση του και δική μας βούληση και η εξουσία του και δική μας εξουσία. Κι όμως, στον Θεό ενυπάρχουν και απροσμέτρητα βάθη, που ποτέ δεν θα τα εξερευνήσει κανένα δημιουργη­μένο πνεύμα. Κι αν ακόμη μπορούσε να το κάνει, δεν θα ήταν τότε μακάριο, γιατί δεν θα είχε πια να περιμένει από τον Θεό αυξανόμενη μακαριότητα».

«Ένα πνεύμα των ουρανών που διαβαίνει ενσαρκωμένο τη γη, που έχει εκεί αφιερωθεί στην αληθινή ουράνια σοφία και έχει γίνει χάρη σ’ αυτό ένας άνθρωπος γεμάτος αγάπη, σοφία και ουράνια δικαιοσύνη, στο τέλος αναγνωρίζει μόνος του τόσα πολλά, όσα όλα τα άλλα αρχέγονα αγγελικά πνεύματα μαζί, που δεν έχουν ακόμη περάσει τα βάσανα της οδού της σάρκας. Κι αυτό γιατί ένα τέτοιο πνεύμα συνθέτει όλες τις ουράνιες διάνοιες όπως ο ψυχή του ανθρώπου είναι η σύν­θεση όλων των γήινων μορίων διάνοιας, κι αυτό ασφαλώς
σημαίνει πάρα πολλά.»  

Αντίστοιχα με την πνευματική του ανάπτυξη, «σε κάθε πνεύ­μα αρχικά ανατίθεται μόνον ένας μικρός και απλός κύκλος δραστηριοτήτων Αν σ’ αυτόν αποδειχθεί πιστό και πλήρως ε­νεργοποιημένο, τότε γρήγορα του ανατίθενται μεγαλύτερα έργα.»

Ένα από τα αρχικά καθήκοντα των μακαρίων πνευμάτων εί­ναι, όπως αναλύθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, να προστα­τεύει τους ανθρώπους στο γήινο επίπεδο, συνήθως τους εξ αίματος συγγενείς του που ζουν ακόμη. «Όταν αναγεννηθείτε εντελώς,» εξηγεί ο Ιησούς στους μαθητές του, «τότε κι εσείς θα κάθεστε “σε δώδεκα καθίσματα” και θα “κρίνετε τους δώδε­κα λαούς του Ισραήλ” πράγμα που σημαίνει ότι τότε μαζί με Μένα στους ουρανούς θα ενεργείτε πάντοτε όπως Εγώ και μαζί με Μένα για το αιώνιο καλό όλων των ανθρώπων αυτής της γης και όλων των άλλων κόσμων, επαγρυπνώντας και οδη­γώντας, ως αόρατα για τους γήινους ανθρώπους πνεύματα, τους ανθρώπους εδώ και στον άλλο κόσμο. Γιατί το βασίλειο των ουρανών και η αυξανόμενη μακαριότητα του υπάρχει μό­νον ως αληθινή και διαρκώς αυξανόμενη δραστηριότητα στην υπηρεσία της αγάπης.»

Τα πιο προχωρημένα πνεύματα είναι επιφορτισμένα με τη διεύθυνση και τη διατήρηση των υλικών και πνευματικών κό­σμων.

«Οι άγγελοι του ανώτατου ουρανού είναι υπεύθυνοι για τη διατήρηση όλων των κόσμων και είναι οι ανώτατοι ηγέτες τους. Τέτοιοι άγγελοι συχνά είναι κύριοι και ηγέτες μίας ολό­κληρης ηλιακής περιοχής. Όμως, για να συμβεί αυτό πρέπει, φυσικά, πρώτα να μάθουν πολλά και να περάσουν από πολλά σχολεία. Ένας άγγελος που κάνει σωστά τη δουλειά του και καταφέρνει να διατηρεί τον πλήρη σεβασμό των πνευμάτων που διοικεί, αποκτά έναν όλο και μεγαλύτερο κύκλο δραστη­ριοτήτων.»

Τέλος, τα πνεύματα που κατέχουν τον ανώτατο βαθμό τε­λείωσης, αποκτούν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό και το χάρι­σμα της αρχικής δημιουργίας και της αναδημιουργίας.

«Μολονότι ο χώρος στην κυριολεξία είναι απεριόριστος προς κάθε πλευρά του, δεν υπάρχει ωστόσο ούτε ένα σημείο στα άπειρα βάθη του που να μην είναι παρόν το πνεύμα της σοφίας και της δύναμης του θεού. Τα αληθινά παιδιά του Θε­ού που διακρίνονται χάρη στην αγάπη τους γι’ Αυτόν και για τον πλησίον, στον άλλο κόσμο θα αποκτήσουν την εξουσία και τη δύναμη να πληρούν τον αιώνιο χώρο όλο και περισσότερο με νέες δημιουργίες.»

Σε όλα αυτά τα έργα, οι άγγελοι και οι αγγελικοί ηγεμόνες των ουρανών διαθέτουν στρατιές ολόκληρες από συνεργά­τες. 0 αρχάγγελος Ραφαήλ εξηγεί σε έναν έκπληκτο μαθη­τή: «Θα καταλάβεις πώς κάποια πράγματα είναι για Μένα δυ­νατό να γίνουν τόσο εύκολα και γρήγορα, αν αναλογιστείς ότι ένα πνεύμα, ως η αρχή που εισδύει στο εσωτερικό των ό­ντων και των πραγμάτων, μπορεί να χειριστεί οτιδήποτε υλικό εύκολα και με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα. Άλλωστε, ως αρχάγγελος έχω μυριάδες συνεργατών που είναι ανά πάσαν στιγμή στη διάθεση μου. Όταν θέλω κάτι που προέρχεται από τη θεία βούληση, αμέσως η ίδια βούληση περνάει σ’ εκεί­νους που με υπηρετούν και αυτοί αμέσως δραστηριοποιούνται και μπορούν εύκολα να πραγματοποιήσουν αυτό που τους ζη­τώ σε χρόνο τόσο σύντομο, που δύσκολα μπορείς να το φανταστείς. Εγώ προσωπικά φυσικά δεν κάνω τίποτα. Αλλά η αρχαγγελική μου θέληση κατευθύνει τις μυριάδες αυτές να δράσουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η πράξη που ζήτησα να γίνει εκτελείται γρήγορα και εύκολα. Κι αυτό είναι εξασφαλισμένο, γιατί ο Κύ­ριος και εμείς έχουμε ήδη από καιρό προετοιμάσει τα πάντα για οποιαδήποτε πράξη, και αυτά μπορούν, αν παραστεί ανάγκη, να μετατραπούν σε εξωτερικά ορατή για σας πράξη. Έτσι δη­μιουργούνται όλα, όταν η βούληση μας κινεί εσωτερικά τα αρχέγονα φυσικά πνεύματα που εκπορεύθηκα ν από τη σκέψη μας και τα εξαναγκάζει σε δράση.»

 

Την υψηλότερη θέση με το ευρύτερο πεδίο δράσης κατέ­χουν σε όλη τη Δημιουργία εκείνα τα πνεύματα, που έχουν πε­ράσει από το δύσκολο δρόμο της γήινης ζωής και έχουν γίνει έτσι απευθείας παιδιά του Θεού.

Στον «Πνευματικό Ήλιο» διαβάζουμε: «Τα παιδιά της γης εί­ναι πιο κοντά σε Μένα, γιατί Εγώ ενσαρκώθηκα προσωπικά εκεί και έτσι τα έκανα τα πρώτα παιδιά Μου. Συνεπώς, και εδώ είναι -μετά από Μένα-εκείνοι, οι οποίοι “κρίνουν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ”, πράγμα που η ευρεία ουράνια και πνευματική του σημασία είναι τι εξής: Έχω δώσει στα παιδιά Μου αυτά τη δικαιοδοσία να κυριαρχούν μαζί Μου, να διερευνούν και να βάζουν τάξη στο άπειρο και σε όλες τις αναρίθμητες δημιουργίες που υπάρχουν μέσα σ’ αυτό. Τα παιδιά των άλλων ουρανίων σωμάτων τους υπηρε­τούν σ’ αυτό όπως τα μέλη ενός σώματος πάντοτε είναι έτοι­μα να υπηρετήσουν τη θέληση του πνεύματος. Έτσι, τα πνεύ­ματα αυτά και τα παιδιά Μου είναι σαν να σχηματίζουν, με μέ­τρο τις πράξεις αγάπης, έναν άνθρωπο που διαθέτει όλα τα μέλη τα απαραίτητα για την εκτέλεση της θέλησης του.

Άρα ένα παιδί της γης εκπορευόμενο από Μένα είναι η βού­ληση που οδηγεί πάρα πολλά άλλα πνεύματα από άλλα ουράνια σώματα, που ναι μεν έχουν και τη δική τους βούληση και μπο­ρούν να κάνουν ό,τι επιθυμούν, όμως όταν πρόκειται για δράση αγάπης, η βούληση των παιδιών Μου της γης είναι που εισέρ­χεται σ’ αυτά και τα κινεί Τότε, δισεκατομμύρια απ’ αυτά είναι σαν ένας άνθρωπος, του οποίου το πνεύμα θέλησης που ωθεί σε δράση είναι εκείνο ενός από τα παιδιά Μου!»

 

 

 

Η «έσχατη εποχή» πριν από τη μετάβαση στην εποχή της ωριμότητας και τελείωσης

 

Οι επτά ελεύσεις του Κυρίου

 Το ουράνιο πνευματικό φως που αφυπνίζει, δίνει ζωή και ο­δηγεί στην ωρίμανση, δεν έρχεται πάντοτε ομοιόμορφα από πάνω, αλλά μεταδίδεται – όπως και το φυσικό ηλιακό φως – σε συγκεκριμένες φάσεις, με μια κανονική εναλλαγή φωτός και σκότους.

Το γιατί είναι μάλλον ευνόητο. Ένα διαρκές, ομοιογενές φως της ζωής θα έκανε σύντομα όλα τα πλάσματα να κορεσθούν, να γίνουν αδιάφορα και άπραγα. Το φως δεν θα το εκτι­μούσαν, ούτε θα το επιδίωκαν πια. Μόνο η έλλειψη δημιουργεί πείνα, μόνο η επιθυμία ωθεί σε αυτόνομη δραστηριότητα, που με τη σειρά της τελικά φέρνει την επιδιωκόμενη αληθινή αυ­τοτέλεια του ανθρώπου. Μια εξωτερική αντιστοιχία της περιο­δικής μορφής παροχής πνευματικού φωτός προς τον άνθρωπο της γης μας μπορούμε να δούμε στην εναλλαγή παροχής του ζωογόνου φυσικού φωτός: έχουμε την ημέρα και τη νύχτα, το καλοκαίρι και το χειμώνα Στο έργο του Λόρμπερ «Η θεία οι­κονομία» αποκαλύπτονται στους πατριάρχες οι επτά προκαθο­ρισμένες για τη γη μας μεγάλες παροχές φωτός, κατά τις ο­ποίες το ίδιο το Υπέρτατο Ον κατέβηκε ή θα κατέβει μελλοντι­κά στη γη: «Κοιτάξτε, μια φορά ήδη ήμουν εκεί στην αρχή του κόσμου, για να δημιουργήσω όλα τα πράγματα, για χάρη σας, αλλά και για Μένα. Σύντομα θα επιστρέψω με μεγάλα κατακλυσμιαία κύματα πλημμύρας, για να ξεπλύνω τη γη από το μίασμα: γιατί τα βάθη της γης Μού προξενούν φρίκη έτσι γεμάτα που είναι από βρώμικο βούρκο και μιάσματα, που δημιουργήθηκαν από την ανυπακοή σας. Τότε θα έρθω για χάρη σας, για να μην καταστραφεί ολόκληρος ο κόσμος και να υπάρξει μία δια­δοχή, της οποίας Εγώ θα είμαι ο τελευταίος γόνος.

Και θα επιστρέψω επανειλημμένα για τρίτη φορά, όπως τώ­ρα σε σας, αμέτρητες φορές, άλλοτε ορατός κι άλλοτε πάλι αόρατος μέσα στον πνευματικό λόγο, για να προετοιμάσω τις οδούς Μου. Και θα επιστρέψω σωματικά για τέταρτη φορά όταν θα είναι μεγάλη ανάγκη, στη μεγάλη Εποχή όλων των Εποχών. Κι αμέ­σως μετά θα έρθω και πάλι για πέμπτη φορά μέσα στο πνεύμα της αγάπης και της αγίασης των πάντων. Και θα έρθω για έκτη φορά, εσωτερικά σε όποιον έχει στην καρδιά του αληθινή και σοβαρή επιθυμία για Μένα, και τότε θα είμαι ένας οδηγός ε­κείνου που, γεμάτος πίστη και αγάπη, θ’ αφεθεί να τον οδηγή­σω στην αιώνια ζωή. Κι ύστερα θα απομακρυνθώ από τον κό­σμο, όμως όποιος γίνει τότε δεκτός, θα ζει, και το βασίλειο Μου θα είναι αιώνια μαζί του. Και τέλος θα έρθω και πάλι για έβδομη φορά μέσα στο πυρ της αγιότητας Μου. Αλίμονο, τότε, σ’ αυτούς που θα βρεθούν ακάθαρτοι. Αυτοί από τότε δεν θα υπάρχουν πια παρά μέσα στο αιώνιο πυρ της οργής Μου. Αυτή η τελευταία έλευση θα είναι τελεσίδικη για ό­λους, είτε έτσι, είτε αλλιώς!

Ακούστε και καταλάβετε καλά: Μείνετε μέσα στην αγάπη, γιατί αυτή θα είναι η σωτηρία σας! Αγαπάτε Με πάνω απ’ όλα – αυτό θα είναι η αιώνια ζωή σας. Αγαπάτε, όμως, και ο ένας τον άλλο, για να απαλλαγείτε από την κρίση! Αμήν.»

 

Η εποχή που προηγείται της έβδομης και τελευταίας έλευ­σης «μέσα στο πυρ της αγιότητας του Θεού» ονομάζεται «τε­λευταία» ή «έσχατη εποχή» επειδή τότε γίνεται η χειρότερη κορύφωση του εγωιστικού εγκόσμιου πνεύματος στην ανθρω­πότητα, ενώ από τότε κι ύστερα, μέσω της νικηφόρας διείσδυ­σης του ουράνιου πνεύματος, αυτό θα απωθείται όλο και πε­ρισσότερο μέχρι τελικά να πάψει για πάντα να υπάρχει. Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (13, 37), ο Ι η σ ο ύ ς λέει για την εποχή αυτή:

«Ο Υιός του Ανθρώπου είναι που θα σπείρει τον καλό σπόρο. Ο αγρός είναι ο κόσμος. Ο καλός σπόρος είναι τα παιδιά του βασιλείου, τα δε ζιζάνια είναι τα παιδιά του κακού. Ο εχθρός που τα έσπειρε είναι ο διάβολος. Ο δε θερισμός είναι η συντέ­λεια του αιώνα, και οι θεριστές είναι άγγελοι. Όπως, λοιπόν, μαζεύονται τα ζιζάνια και καίγονται στη φωτιά, έτσι θα γίνει και στη συντέλεια αυτού του αιώνα. Ο Υιός του Ανθρώπου θα στείλει τους αγγέλους του, κι αυτοί θα μαζέψουν από το βασίλειο του όλους εκείνους που παρέσυραν άλλους στην α­μαρτία και που οι ίδιοι παρέβησαν το νόμο και θα τους ρίξουν στην κάμινο του πυρός. Εκεί θα ακούγονται δυνατοί θρήνοι και τρίξιμο δοντιών Τότε, οι δίκαιοι θα λάμψουν σαν τον ήλιο στο βασίλειο του Πατέρα τους. Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας ακούσει!»

Και στα κείμενα της νέας αποκάλυψης του Γιάκομπ Λόρμπερ περιγράφεται επίσης αναλυτικά αυτή η μεγάλη πνευματική αλ­λαγή του κόσμου. Από αυτά προκύπτει, ότι ειδικά εμείς, η γενιά του παρόντος, ζούμε σ’ αυτήν τη μοιραία «τελευταία εποχή».

Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο», η πνευματική και ηθική εικόνα αυ­τής της εποχής χαρακτηρίζεται με τα παρακάτω λόγια:

«Όταν οι άνθρωποι ενδίδουν υπερβολικά στις αισθησιακές προκλήσεις του κόσμου και πιστεύουν ότι ο μόνος λόγος, για τον οποίο υπάρχουν, είναι να κατακτήσουν ως έλλογα ό­ντα όλες τις απολαύσεις που προσφέρει σε πληθώρα ο κό­σμος, και δεν συνειδητοποιούν καθόλου τον ουσιαστικό σκο­πό, για τον οποίο βρίσκονται στον κόσμο- τότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για μία ανώτερη αποκάλυψη του θεού και της γε­μάτης αγάπη βούλησης του. Κι αυτό τουλάχιστον μέχρι οι άνθρωποι, περνώντας διάφορες δυστυχίες και κακά ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται: “Γιατί αναγκαστήκαμε να έρθου­με σ’ αυτόν τον άθλιο κόσμο και είμαστε υποχρεωμένοι να περνάμε και ν’ αφήνουμε να μας βασανίζουν μέχρι να έρ­θει ο θάνατος μαρτύρια να γίνει τo άθλιο τέλος της απελπισίας μας;”

Τότε θα είναι η εποχή, όπου ο θεός θ’ αρχίσει να αποκαλύ­πτεται και πάλι στους ανθρώπους: πρώτα δια στόματος αφυ­πνισμένων ανθρώπων επίσης με άλλα σημάδια, κι ακόμη περνώντας από διάφορες κρίσεις εκείνους τους ανθρώπους, που έγιναν εξαπατώντας και καταπιέζοντας τους φτωχούς πλούσιοι και ισχυροί, περήφανοι και χωρίς αγάπη και γεμάτοι υπεροψία, που δεν σκέφτονται πια κανέναν Θεό, ακόμη δε λιγότερο τον πιστεύουν στην καρδιά τους, που ρίχνονται σε όλες τις απο­λαύσεις του κόσμου αυτού, ποδοπατώντας τους φτωχούς, στους οποίους πια δεν αποδίδουν καθόλου την αξία ανθρώ­που, παρά μόλις και μετά βίας τη ν αξία ζώου.

Όταν όλα αυτά πλέον θα έχουν υπερβεί το μέτρο στον κόσμο αυτό, τότε θα έρθει και μία μεγάλη Κρίση και μαζί μ’ αυτήν μία μεγάλη και άμεση Αποκάλυψη του Θεού στους ανθρώπους ε­κείνους, που θα έχουν ακόμη διατηρήσει στην καρδιά τους πί­στη στο Θεό κι επίσης αγάπη προς Αυτόν και προς τον πλησίον.

Τότε θα σαρωθούν από τη γη οι αρνητές του θεού κι οι πε­ρήφανοι δυνάστες, οι πιστοί και οι φτωχοί θ’ ανορθωθούν και θα φωτιστούν από τους ουρανούς – όπως συμβαίνει τώρα και όπως θα ξανασυμβεί μετά από περίπου 2000 χρόνια. Όμως ο καιρός όπου θα συμβεί αυτό, είναι τόσο εύκολο να αναγνωρι­στεί, όσο εύκολα διακρίνετε στο τέλος του χειμώνα την άνοιξη να πλησιάζει, όταν τα νεαρά μπουμπούκια στα δέντρα φουσκώ­νουν όλο και περισσότερο και από τα κλαδιά σταλάζει ο χυμός του δέντρου στη γη όμοια με τα δάκρυα των ανθρώπων, κι η γη πάλι ικετεύει να λυτρωθεί από τη δοκιμασία του χειμώνα. Όταν, λοιπό ν, κάποτε η καρδιά των φτωχώ ν αρχίσει να φωτίζεται από το φως της θείας αλήθειας, ενώ συγχρόνως η γη μουσκέψει από τα δάκρυα τους εξαιτίας της ανελέητης καταπίεσης, τότε θα έχει φθάσει πολύ κοντά η μεγάλη πνευματική άνοιξη.» (Μεγ. Ευαγ. Τόμος 9 κεφ. 23, 3-7)

Μια και η ανθρωπότητα της τελευταίας εποχής δεν γνωρίζει Θεό ούτε αιώνιο σκοπό ζωής αλλά λαμβάνει υπ’ όψη της μονάχα τον ορατό κόσμο και τις απολαύσεις του, η εσωτερική της στάση συνίσταται κι αυτή στο να αγωνίζεται με όλες τις δυνά­μεις για τα αγαθά αυτά και στην ανάγκη να δίνει μάχη ζωής και θανάτου ενάντια στο συνάνθρωπο προκειμένου να τα εξασφα­λίσει.

Οι πνευματικές και ηθικές αιτίες αυτής της τραγικής εξέλι­ξης διαφωτίζονται στο έργο του Λόρμπερ «Ο Πνευματικός Ή­λιος» μέσα από μία εξέταση της εντολής για την προστασία της ιδιοκτησίας. Εκεί γράφει: «Όταν η εντολή αυτή γίνεται αποδε­κτή και σεβαστή εσωτερικά (δηλαδή σύμφωνα με το θειο πνεύ­μα και σκοπό), τότε το εξωτερικό γράμμα του νόμου από μόνο του ερμηνεύεται σύμφωνα με την καλή θεϊκή τάξη. Αν δεν συμ­βαίνει αυτό, αν κανείς κολλήσει στο εξωτερικό νόημα και μόνο, τότε καταργούνται όλα τα βασικά δικαιώματα του αληθινού αν­θρώπου: οι κυβερνώντες γίνονται τύραννοι, οι υπήκοοι φιλάρ­γυροι και οι κουτοί και καλόβολοι που υπάρχουν μεταξύ τους γίνονται όργανα για το ύπουλο παιχνίδι των ισχυρών και των εκμεταλλευτών. Οι επιπτώσεις είναι λαϊκές εξεγέρσεις, επα­ναστάσεις, ολοκληρωτικές ανατροπές και καταστροφές κρα­τών, πικρία μεταξύ των λαών, και ακολουθούν μακρόχρονοι, αιματηροί πόλεμοι, πείνα, επιδημίες και θάνατος.

Πώς όμως όλοι οι λαοί θα βρουν ακατάλυτη ευτυχία, τόσο επίγεια όσο και αιώνια;

Να σέβεστε ο ένας τον άλλο από αληθινά αδελφική αγάπη, και κανένας να μην φθονεί τον άλλο, εάν εκείνος ευνοήθηκε περισσότερο από Μένα, το Δημιουργό, εξαιτίας της μεγαλύ­τερης αγάπης που είχε. Αλλά και ο ευνοημένος ας αφήνει ό­λους τους αδελφούς του να ωφεληθούν όσο γίνεται περισσό­τερο από τα πλεονεκτήματα του. Με τον τρόπο αυτό θα ε­δραιώσετε μεταξύ σας έναν αιώνιο δεσμό ζωής, που ποτέ κα­μία δύναμη δεν θα μπορέσει να καταστρέψει!»

 

Όμως, το βίαιο πνεύμα των ανθρώπων της τελευταίας επο­χής, που απέχει πολύ από μία τέτοια εφαρμογή της έννοιας περί ιδιοκτησίας, έχει άλλο ένα επακόλουθο: Επιδρά και στον πνευματικό κόσμο σαν επιδημική ασθένεια, και μάλιστα όχι μό­νο στον κόσμο των δαιμόνων και των ακάθαρτων ψυχών των πεθαμένων, που επισκιάζουν τη γήινη σφαίρα σαν σκοτεινό νεφέλωμα. Η ανωριμότητα και το πνεύμα βίας της ανθρωπότη­τας δρα και επί του κατώτερου κόσμου των φυσικών πνευμάτων του αέρα, των υδάτων, και της πυκνότερης γήινης ύλης και τα διεγείρει ώστε να προξενήσουν πολλές έντονες φυσικές καταστροφές, στις οποίες επίσης προστίθενται τα πολυάριθ­μα ατυχήματα που προέρχονται από την υπέρμετρη χρήση της τεχνολογίας.

Η εικόνα αυτής της εποχής, όπως προκύπτει από αυτήν την εξωτερική άποψη, χαρακτηρίζεται με τούτα τα λόγια:

«Τότε θα γίνουν μεγάλοι πόλεμοι μεταξύ των λαών και ο ένας λαός θα εκστρατεύει εναντίον του: άλλου. Ακόμη, τότε θα γίνουν μεγάλες ανατιμήσεις και θα παρουσιαστούν διάφορες ασθένειες επιδημικής μορφής, που παρόμοιες δεν είχαν ποτέ μέχρι σήμερα εμφανιστεί στους ανθρώπους, θα προηγηθούν μεγάλοι σεισμοί, ώστε να παρακινηθούν οι άνθρωποι απ’ αυτό σε μετάνοια και πράξεις αγάπης. Ευτυχισμένοι όσοι θα θελήσουν να συμμορφωθούν μετά απ’ αυτά! Αλλά πολλοί δεν θα μετα­στραφούν και θα τα αποδώσουν όλα αυτά στις τυφλές δυνά­μεις της φύσης, και θα βρίζουν τους προφήτες ότι είναι απα­τεώνες. Πολλοί θα ριχτούν στα κάτεργα για χάρη του ονόμα­τος Μου και θα τους απαγορευτεί με την απειλή μεγάλης τιμω­ρίας να μιλούν εξ ονόματος Μου και ν’ αναγγέλουν την Κρίση που έρχεται.»

 

Η μεγάλη αλλαγή

 Όταν, όμως, η πνευματική και εξωτερική εξαθλίωση θα έχει φθάσει στο μέγιστο σημείο της, τότε σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού για τον κόσμο θα συμβεί η μεγάλη, τελευταία Κρί­ση, δηλαδή θα εγκατασταθεί μία νέα τάξη πραγμάτων.

Ο Ιησούς λέει στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» αναφορικά με τις σκοτεινές συνθήκες της τελευταίας εποχής που περιγράφη­καν και με τις μάταιες προειδοποιήσεις πολλών προφητών:

«Όλα αυτά πρέπει να προηγηθούν, σχεδόν επί 700χρόνια, προ της τελευταίας Κρίσης, για να μην μπορεί κανείς να πει στο τέλος ότι δεν δόθηκαν αρκετές προειδοποιήσεις. Δεν θα πε­ράσουν καν ακριβώς 2000χρόνια από σήμερα, μέχρι να διεξαχθεί η τελευταία Κρίση. Κι αυτή τότε θα είναι η τελευταία Κρίση σε τούτη τη γη. Μόνο μετά από αυτό θα εγκατασταθεί ο παρά­δεισος επί της γης, και ένας λύκος με ένα πρόβατο θα μένουν ειρηνικά στον ίδιο σταύλο και θα τρώνε από το ίδιο πιάτο.

Όταν η Κρίση θα πλησιάζει, θα φανεί στον ουρανό και το ση­μάδι του Υιού του Ανθρώπου, δηλαδή το φως της καρδιάς μέσα στον άνθρωπο θα Με αναγνωρίσει ως τον μοναδικό Κύριο του ουρανού και της γης και η ψυχή του ανθρώπου θα Με εξυμνεί και θα Με δοξάζει. Ωστόσο, αυτό δεν αποτελεί ακόμη την τε­λείωση του ανθρώπου. Όμως, όταν θα παρουσιαστώ λαμπρός και φωτεινός μέσα από τα νέφη του ουρανού, μαζί με όλες τις ουράνιες δυνάμεις, με έναν ήχο που θα μοιάζει σαν να προέρ­χεται από πολλές σάλπιγγες πολέμου και Κρίσης, ως ζων Λό­γος μπροστά στους ανθρώπους, στον αληθινό ουρανό, που βρίσκεται στην καρδιά των ανθρώπων, τότε θα έχει φθάσει η Κρίση του κόσμου.

Τότε, ο σωστός άνθρωπος θα εισέλθει στη Λαμπρότητά Μου, και όσοι διέπραξαν το κακό θ’ αναλωθούν από το πυρ της δί­καιας οργής Μου και θα εισέλθουν στο βασίλειο των κακών τους έργων, που έχει ετοιμαστεί για όλους τους αδιόρθωτους διαβόλους. Γιατί όποιος επιλέγει μόνος του εκούσια την κόλα­ση, αυτός θα είναι πια καταραμένος να μείνει εκεί, όπως και η ίδια η κόλαση είναι καταραμένη. Όπως, όμως, το καλό θα πα­ραμείνει αιώνια καλό, έτσι και το κακό θα παραμείνει αιώνια φυλακισμένο στον εαυτό του και θα είναι καταδικασμένο να είναι εκείνη η βάση, που θα πρέπει αιώνια να Με υπηρετεί ως σκαμνί κάτω από τα πόδια Μου.

Εγώ ο ίδιος δεν θα περάσω κανέναν από κρίση με την προ­αιώνια θεία προσωπικότητα Μου, παρά όλα αυτά θα το κάνει ο Λόγος Μου, με τον οποίο σας μίλησα. Γιατί όταν θα έχω ανα­ληφθεί πια στο βασίλειο Μου, τότε ποτέ πια δεν θα επιστρέψω ενσαρκωμένος σ’ αυτή τη γη, παρά μόνον ως πνεύμα, ως Λό­γος. Και θα είναι όπως ήταν στην αρχή, για την οποία λένε: Εν αρχή ήν ο Λόγος, και ο Λόγος ήν παρά τω θεώ, και Θεός ήν ο Λόγος.

Όταν, όμως, αργότερα δεν θα είμαι μαζί σας ενσαρκωμένος όπως τώρα, αλλά μόνον εν πνεύματι, τότε θα μπορώ να σας μεταβιβάσω όλη τη δύναμη και την ισχύ του πνεύματος Μου, το οποίο είμαι Εγώ ο ίδιος προαιώνια. Ως πνεύμα, όμως, και με τη δύναμη του πνεύματος θα μείνω κοντά σας μέχρι το τέ­λος των καιρών που θα ζήσει ακόμη αυτή η γη, μέχρι να έχει ωριμάσει και το τελευταίο δεσμευμένο πνεύμα. Όμως κατό­πιν θα σβήσει αιώνια και το λίκνο των παιδιών του Θεού. Από τότε κι ύστερα, όλα θα συμβαίνουν στο πνευματικό επίπε­δο.»

 

 

 Η επάνοδος του Ιησού Χριστού

 Εδώ και χιλιετηρίδες, το πνεύμα της Χριστιανοσύνης είναι γε­μάτο από την ελπίδα της επανόδου του Ιησού. Είναι γνωστή ή προσδοκία, που εκφράζει ο Απόστολος Παύλος στην πρώτη προς Θεσσαλονικείς επιστολή του (4,15): «Εμείς, που θα είμα­στε ζωντανοί μέχρι την επιστροφή του Κυρίου, δεν θα προηγη­θούμε σε τίποτα των νεκρών. Γιατί ο ίδιος ο Κύριος, μόλις ακου­στεί το πρόσταγμα, μόλις ακουστεί η φωνή του αρχαγγέλου και η σάλπιγγα του Θεού, θα κατεβεί από τον ουρανό. Και όσοι πέ­θαναν πιστεύοντας στον Χριστό θ’ αναστηθούν πρώτοι. Έπειτα εμάς, που θα είμαστε ακόμη ζωντανοί, θα μας αρπάξουν σύννε­φα μαζί μ’ αυτούς για να συναντήσουμε τον Κύριο στον αέρα, και έτσι, θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο.»

Αυτές οι προσδοκίες της Χριστιανοσύνης στηρίζονται σε μία προφητεία του Ιησού, την οποία παραθέτει ο Ματθαίος (κεφ. 24, 4), και την οποία, φυσικά, ο Ευαγγελιστής μεταφέρει με αρκετή ασάφεια. Οι μαθητές είχαν ρωτήσει το Δάσκαλο τους, ο οποίος μιλούσε για την καταστροφή του Ναού: «Πες μας πότε θα συμβεί αυτό και ποιο θα είναι το σημάδι της επι­στροφής Σου και του τέλους του κόσμου;» Συνεπώς οι μαθη­τές συνδύαζαν στην ερώτηση τους δύο πράγματα: την κατα­στροφή της Ιερουσαλήμ και του Ναού που θα συνέβαιναν μέ­σα σε σύντομη, ιστορική προθεσμία, και την αναμενόμενη για το «τέλος του κόσμου» «επάνοδο του Κυρίου». Το εάν αυτές οι δύο ερωτήσεις πραγματικά τέθηκαν μαζί από τους μαθητές ή εάν απλώς έτσι τις μεταφέρει ο Ματθαίος, παραμένει ανοικτό.

Οπωσδήποτε βλέπουμε ότι στο κατά Ματθαίον στα λόγια του Ιησού που ακολουθούν την ερώτηση είναι, επίσης, ανάμεικτες και οι απαντήσεις. Έτσι, ειδικά αυτή η πρόβλεψη προκά­λεσε πολλές ασάφειες, σύγχυση και πολλές πρόωρες προσδοκίες. Αναμφίβολα, αυτή η ελλιπής μεταφορά δεν έγινε χω­ρίς τη θεία έγκριση. Προφανώς ήταν μέσα στο σχέδιο του Θε­ού για τον κόσμο να αφήσει την ανθρωπότητα κατά τη μέση εξελικτική περίοδο αρχικά ως προς αυτό το σημείο σε ένα ημίφως αβεβαιότητας.

Σήμερα, στο τέλος του χρόνου αυτού του συγκεκριμένου κό­σμου, είναι πια θέλημα Θεού να χαρίσει στους ανθρώπους μέ­σα από τις νέες αποκαλύψεις μεγαλύτερη σαφήνεια. Γιατί τώ­ρα βρισκόμαστε μέσα σ1 αυτή τη μεγάλη εποχή, κατά την οποία από τη μια θα γίνει αισθητός πάνω σ1 ολόκληρη τη γη ο τρόμος της γενικής κρίσης, από την άλλη όμως στη συνείδηση των πιο αφυπνισμένων ανθρώπων διαφαίνονται καθαρά οι ακτίνες μιας πνευματικής τροπής. Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» ο Ιησούς μιλάει για την επιστροφή του: «Δεν μπορώ να σας ορίσω με ακρίβεια το έτος, την ημέρα και την ώρα, για το λόγο ότι όλα πάνω σ’ αυτήν τη γη εξαρτώνται από την απόλυτα ελεύθε­ρη βούληση των ανθρώπων. Γι’ αυτό, δεν τα ξέρει αυτά ούτε κανένας άγγελος στον ουρανό, παρά μόνον ο Πατέρας, κα­θώς επίσης και εκείνος, στον οποίο Αυτός θέλει να τα αποκαλύψει. Άλλωστε, δεν είναι καθόλου απαραίτητο για τη σωτηρία της ψυχής να γνωρίζει από πριν και με μεγάλη ακρίβεια.

Θα ήταν, άραγε, καλό για τον άνθρωπο, ανήξερε με ακρίβεια εκ των προτέρων την ημέρα και την ώρα του θανάτου του; Για πολύ λίγους, που πνευματικά έχουν αναγεννηθεί πλήρως, ναι. Αλλά για αμέτρητους άλλους θα ήταν μάλλον ένα μεγάλο κακό. Γιατί η επερχόμενη ώρα που θα φύγουν από τη ζωή θα τους γέμιζε τόσο πολύ με τρόμο, φόβο και απελπισία, ώστε ή θ’ αυ­τοκτονούσαν πριν την ώρα τους, για να γλυτώσουν έτσι από το άγχος του θανάτου, ή θα έπεφταν σε πλήρη αδράνεια, από την οποία πραγματικά λίγο μόνο καλό θα μπορούσε να περιμένει η ψυχή τους. Κι έτσι, είναι καλύτερα για τον άνθρωπο να μην τα ξέρει όλα ακριβώς εκ των προτέρων, πότε δηλαδή και πώς μπορεί και πρέπει να του συμβεί τούτο ή εκείνο στον κόσμο αυτό.»

Μία συνοπτική επισκόπηση για τη μακρόχρονη εξέλιξη της πνευματικής του επιστροφής δίνει ο Ιησούς σε μερικές μαθή­τριες του σε άλλο σημείο του, «Μεγάλου Ευαγγελίου». Κι εδώ, τονίζει ότι εκείνη η κρίσιμη εποχή θα είναι σαν την εποχή του Νώε:

«Η αγάπη θα μειωθεί και θα παγώσει τελείως. Η πίστη σε μία αποκεκαλυμμένη από τους ουρανούς, καθαρή διδασκαλία για τη ζωή και θεογνωσία θα μεταμορφωθεί σε μια σκοτεινή, νεκρή δεισιδαιμονία γεμάτη απάτη. Οι κατέχοντες την εξουσία γι’ άλ­λη μια φορά θα χρησιμοποιούν τους ανθρώπους όπως τα ζώα και θα διατάσσουν ψύχραιμα και ανάλγητα να σφαγιάζονται, όταν αυτοί δεν υποτάσσονται αναντίρρητα στη θέληση της ε­ξουσίας. Οι ισχυροί Θα ασκήσουν διάφορες πιέσεις στους φτωχούς και θα καταδιώξουν και θα καταπιέσουν με κάθε μέ­σο κάθε σχετικά ελεύθερο πνεύμα. Εξ αιτίας όλων αυτών θα απλωθεί στους ανθρώπους τέτοια θλίψη, που ποτέ πριν δεν υπήρξε πάνω στη γη! Αλλά μετά θα λιγοστέψουν οι ημέρες, χάρη στους πολλούς εκλεκτούς που θα βρίσκονται ανάμεσα στους φτωχούς, γιατί όπου δεν θα συνέβαινε αυτό, θα μπορούσαν να καταστραφούν ακόμη και οι εκλεκτοί!

Μέχρι τότε, όμως, θα περάσουν χίλια και σχεδόν άλλα χίλια χρόνια από σήμερα!

 

Πρόσθετες πληροφορίες του Λόρμπερ για την τελευταία εποχή

 «Προς το τέλος της περιόδου που σας ανέφερα, θα αφυ­πνίζω όλο και μεγαλύτερους προφήτες. Παράλληλα οι κρί­σεις θα πληθαίνουν και θα διαρκούν όλο και περισσότερο. Θα γίνονται μεγάλοι σεισμοί και τα στοιχεία της φύσης θα προ­καλούν τρομακτικές καταστροφές. Επίσης πόλεμοι, ακρίβεια, πείνα και πολλά άλλα δεινά θα έρχονται απανωτά. Επιπλέον θα εξαπλωθούν επιδημικές αρρώστιες όσο δεν έχει ξαναγίνει στην ανθρωπότητα. Η πίστη με ελάχιστες εξαιρέσεις θα σβή­σει, ενώ η αγάπη θα παγώσει τελείως από την ψυχρότητα της αλαζονείας. Προφήτες και ειδικά σημάδια στο στερέωμα θα προειδοποιήσουν τους ανθρώπους, αλλά οι εγκόσμιοι δοκησίσοφοι θα τα αποδίδουν στις τυφλές δυνάμεις της φύσης, θε­ωρώντας τα απλά σαν ασυνήθιστα φυσικά φαινόμενα…»

***

 

… «Σε μια μελλοντική μεγάλη καθαρτήρια κρίση, θα δώσω ένα τέλος στην πόρνη της Βαβέλ με μια καταστροφή όπως έγινε τον καιρό του Νώε. Θα συμβούν μεγάλα σημεία στη γη, στη θάλασσα και στον ουρανό. Θα στείλω προφήτες οι οποίοι θα προφητεύουν μέσω του Λόγου Μου και θα προαναγγέλουν την επικείμενη καταστροφή. Αλλά οι υπερφίαλοι άνθρωποι θα τους ειρωνεύονται και θα γελούν μαζί τους περνώντας τους για τρελούς. Αυτό όμως θα είναι το πιο σίγουρο σημάδι ότι η μεγάλη Κρίση πλησιάζει και θα εξολοθρεύσει όλους τους κακούργους με τη φωτιά της. Εξάλλου τον ίδιο καιρό ορισμέ­νοι νέοι θα τα βλέπουν σε οράματα και οι υπηρέτριες Μου θα προφητεύουν αυτά που θα γίνουν. Και αυτό θα είναι σωτηρία για όσους ακούγοντας τα καλυτερέψουν και μετανοήσουν πραγματικά…».

 

***

.. «Μια ισχυρή φωτιά θα πέσει από τα ύψη πάνω στους κα­κούργους και θα τους καταπιεί μετατρέποντας τους σε στά­χτη και σκόνη. Τρεις φορές ο Κύριος θα τριγυρίσει τις εστίες πυρός στον κόσμο και κανείς δεν θα τον ρωτήσει, Κύριε, τι κάνεις; Και μετά την τρίτη φορά πια, η τελευταία ακτίνα της οργής θα τραβηχθεί από τη γη…».

 

 

***

 

…«Τότε θα έρθει η τιμωρία όσων υπερηφανεύονται νομίζο­ντας ότι είναι μεγάλοι και ισχυροί. Η φιλαυτία είναι σαν το χαλασμένο προζύμι από το οποίο μέσα στις ψυχρές και θεοσκότεινες ανθρώπινες καρδιές, αναπτύσσεται ένα δηλητη­ριώδες αέριο που καταπνίγει όλη την αληθινή ζωή που είναι θεμελιωμένη στο Θεό. Η δυστυχία των φτωχών και των κατα­πιεσμένων όμως, θα προκαλέσει τελικά την οργή του Θεού που δεν αντιδρά εδώ και πολύ καιρό. Γι’ αυτό θα επέλθει μια γενική καταδίκη πάνω σε όλους τους αργυραμοιβούς, τους μεσίτες και τους τοκογλύφους. Τότε οι δίκαιοι θα δοξο­λογούν το Θεό, ενώ οι άκαρδοι θα αναθεματίζουν ό, τι θα εμ­φανίζεται μπροστά τους. Χαρά σε εκείνους τότε που δεν θα έχουν εξατμίσει όλο το νερό της ζωής τους μόνο κυνηγώ­ντας το επίγειο κέρδος. Γιατί όταν θα έρθει η μεγάλη καθαρ­τήρια φωτιά από τους ουρανούς, αυτούς δεν θα μπορεί να τους πειράξει, διότι θα τους προστατεύει το ίδιο το νερό της ζωής τους. Τότε μόνο πια θα δώσουν τα χέρια η αληθινή ειρήνη στη ζωή και η θεία τάξη της. Και δεν πρόκειται να υπάρξει πια διχόνοια και έριδα ανάμεσα στους υπόλοιπους που θα κα­τοικούν την καθαρμένη γη…».

 

 

***

 

… «Όταν, όπως στον καιρό του Νώε, ο αριθμός των αγνών και καλών ανθρώπων θα έχει γίνει πολύ μικρός, τότε η γη θα περάσει από μια μεγάλη οικουμενική Κρίση, από την ο­ποία δεν πρόκειται να σωθούν ούτε οι άνθρωποι, αλλά ούτε τα φυτά και τα ζώα. Τους υπερήφανους ανθρώπους δεν πρό­κειται να τους ωφελήσουν σε τίποτα τα όπλα τους που έκτοξεύουν φωτιά και θάνατο. Ούτε τα οχυρά τους, ούτε οι σιδε­ρένιοι δρόμοι τους πάνω στους οποίους θα ταξιδεύουν με την ταχύτητα του βέλους. Γιατί από τους αιθέρες θα έρθει ένας εχθρός, ο οποίος θα εξολοθρεύσει όλους εκείνους που έκα­ναν συστηματικά κακό. Και θα καταστρέψω τα μαγαζιά των εμπόρων και των κερδοσκόπων με αυτό τον εχθρό που θα στείλω στη γη από τα βάθη του αιθέρα σαν μια ταχύτατη α­στραπή μαζί με βροντές και ορυμαγδό. Σας λέω αληθινά ότι μάταια όλοι οι στρατοί της γης θα τον πολεμήσουν αυτόν τον εχθρό! Αλλά τους λίγους φίλους Μου δεν πρόκειται να τους πειράξει εκείνος ο θεώρατος ακαταμάχητος εχθρός. Θα τους αφήσει αβλαβείς ώστε ν’ αποτελέσουν ένα εντελώς νέο φυτώριο, από το όποιο θα προκύψου

 

 

***

 

… «Στο τέλος, με την (σ.σ. πνευματική) επιστροφή Μου σ’ αυ­τή τη γη, θα συμβεί η πιο μεγάλη Αποκάλυψη. Πριν από αυτό όμως θα προηγηθεί μια τεράστια, τρομακτική κρίση, την οποία θα ακολουθήσει ο γενικός διαχωρισμός των ανθρώπων του κόσμου, μέσω της φωτιάς και των αποτελεσμάτων της. Έτσι στη συνέχεια θα μπορώ να εγκαταστήσω στη γη ένα νέο φυτώ­ριο για αληθινούς ανθρώπους. Από τώρα και μέχρι να συμβεί αυτή η μεγάλη Κρίση, θα περάσουν λιγότερα από δύο χιλιάδες χρόνια. Θα είναι προφανώς η πρώτη τέτοια αλλά συνάμα και η τελευταία Κρίση πάνω σε αυτή τη γη. Από εκεί και στο εξής θα έρθει ο παράδεισος στη γη σας…».

 

* * *

 

…«Έχω θέσει ένα όριο για όλα τα πράγματα σε αυτόν τον κόσμο. Όταν η κακία πάρα πολλών ανθρώπων θα έχει φθάσει στο άκρο άωτο, θα συντομέψω το χρόνο που η ασυδοσία τους θα μένει ατιμώρητη, για χάρη των λίγων εκλεκτών Μου. Από μόνοι τους θα επιφέρουν την καταδίκη τους που θα τους κα­ταπιεί εμπρός στα μάτια των δικαίων. Ακριβώς όπως έγινε σε μικρή κλίμακα τον καιρό του Νώε, του Αβραάμ και του Λωτ, θα ξαναγίνει σε τεράστια κλίμακα τότε. Οι αρνησίθεοι και οι υπερ­φίαλοι απατεώνες και καταπιεστές θα σαρωθούν από προσώ­που γης, ενώ πιστοί και φτωχοί θα πάρουν τη θέση που τους αξίζει. Όταν κάποτε η καταπίεση θα ξεπεράσει κάθε όριο, με αποτέλεσμα οι φτωχοί άνθρωποι να βρέχουν το χώμα της γης με τα δάκρυα τους, τότε θα είναι κοντά η μεγάλη πνευμα­τική άνοιξη. Κι αυτό θα συμβεί πριν συμπληρωθούν δύο χιλιά­δες χρόνια. Τότε θ’ αφήσω να γίνει ένας γιγάντιος διαχωρι­σμός σε όλη τη γη, ώστε στο τέλος θα μείνουν μόνο όσοι είναι καλοί και αγνοί άνθρωποι…».

 

***

 

… «Τους λίγους δίκαιους ή καλύτερους ανθρώπους Θα τους προστατέψω και θα τους διασώσω. Τους υπόλοιπους όμως θα τους εγκαταλείψω, όπως είναι η ελεύθερη θέληση τους και θα διακόψω το δεσμό Μου μαζί τους. Γι’ αυτό σαν συνέπεια μέσα σε λίγο καιρό θα εξαφανισθούν εξ ολοκλήρου από προσώπου γης σαν να ήταν χίμαιρες. Θα περάσω τη γη από ένα τέτοιο κόσκινο, ώστε οι καλύτεροι άνθρωποι που θα έχουν απομείνει θα είναι αναγκασμένοι να περπατούν μέρες ολόκληρες ώσπου να συναντήσουν έναν άλλο άνθρωπο. Όταν όμως η γη θα έχει καθαρισθεί τελείως, θα κτίσω μια γέφυρα ανάμεσα σε αυτήν και τους ουρανούς, πάνω στην οποία θα διαβαίνουν όλοι χέρι με χέρι…».

 

Η ανύψωση ή ο δεύτερος θάνατος ως νέα φυλάκιση μέσα στην ύλη

… «Θα έρθει ο καιρός όπου όλα αυτά τα απόκρυφα πράγματα θα αποκαλυφθούν στους ανθρώπους. Προηγούμενα θα πρέπει πολλά δέντρα να αφήσουν τους άγουρους καρπούς να πέσουν από τα κλαδιά τους, γιατί μετά βίας θα φθάσει το ένα τρίτο από αυτούς στην ωρίμανση. Ενώ τα δύο τρίτα που θα πέσουν στη γη, θα καταπατηθούν πρωτύτερα και θα πρέπει να σαπίσουν και να μαραθούν. Έτσι θα μπορέσει να τα διαλύσει η βροχή και ένας δυνατός άνεμος να φυσήξει μέσα στον κορμό για τη δεύ­τερη γέννηση...».

«Όποιος θα αφυπνιστεί από τη σάλπιγγα, δεν θα αφυπνιστεί για να πεθάνει, αλλά για να ζήσει. Όποιος όμως δεν θα θέλει ν’ ακούσει τον ήχο της σάλπιγγας, δεν πρόκειται ν’ αφυπνι­στεί, παρά θα μείνει στη νύχτα του τάφου του και στην αιχμαλω­σία της θάλασσας ως εκείνο τον καιρό όπου θα διαλυθεί μέσα στο πυρ ολόκληρη αυτή η γη. Γιατί όπως την εποχή του Νώε θα παντρεύονται και θα παντρεύουν και δεν θα νοιάζονται για τα λόγια που θ’ ακούν από αυτούς που θα έχω αφυπνίσει. Αυτούς όμως θα τους αρπάξω από τη γη ανυψώνοντας τους μέσα σε μια στιγμή, ενώ εκείνους (τους αδιόρθωτους) θα τους παραδώσω μαζί με όλα όσα αγαπούν στη φωτιά που θα καταστρέψει τα πά­ντα. Και αυτή τη φωτιά θα την έχουν προκαλέσει ως επί το πλεί­στον οι ίδιοι εκείνοι αμετανόητοι άνθρωποι του κόσμου».

 

* * *

… «Στο τέλος αυτής της εποχής των ανθρώπων των προσκολλημένων στα εγκόσμια -και που δε σημαίνει, βέβαια, και το τέλος αυτής της γης- θα συμβούν τα εξής: Οι άνθρωποι δε θα σκάβουν, βέβαια, μέχρι τα βάθη των βουνών για να βρουν χρυσό και πολύτιμους λίθους, όπως έκαναν οι Ανοχίτες. Αλλά θ’ αρχίσουν να εισδύουν με διάφορα μηχανήματα που κινούνται με τη δύναμη του πυρός (ατομική;) και μέσα από απίστευ­τα βαθιές σήραγγες στο εσωτερικό της γης, οπότε τα εξαιρε­τικά εύφλεκτα αέρια θα φθάσουν σε μεγάλες ποσότητες στην επιφάνεια της γης. Και όταν η ατμόσφαιρα θα έχει υπερκορεσθεί με τέτοια αέρια, αυτά θα αναφλέγουν σχεδόν σε όλη τη γη και θα κάνουν τα πάντα στάχτη. Μόνο λίγοι άνθρωποι θα επι­ζήσουν. Αυτοί όμως τότε θα κατοικήσουν μία κυριολεκτικά ε­ντελώς ανανεωμένη γη, εσείς δε και άλλοι που θα έρθουν μετά από σας και θα αφυπνιστούν εν ονόματι Μου θα είσαστε οι δά­σκαλοι και οι ηγέτες τους.

Μόνο μετά από αυτά θα έχει επικρατήσει τελείως η βασιλεία Μου στη γη αυτή. Και οι άνθρωποι του ήλιου θα σχηματίσουν με τα παιδιά Μου αυτής της ανανεωμένης γης μια πλήρη και ισό­τιμη κοινότητα και θα μεγαλώσουν μέσα στην αγάπη των αλη­θινών Μου παιδιών».

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Βάλτερ Λουτς «Η Πατρίδα της Ψυχής» εκδ. Πύρινος Κόσμος